Φανάρας Bασίλης Σόλωνα και Άλλος ν. Δημοκρατίας (1999) 2 ΑΑΔ 50

(1999) 2 ΑΑΔ 50

[*50]8 Φεβρουαρίου, 1999

[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

1. ΒΑΣΙΛΗΣ ΣΟΛΩΝΑ ΦΑΝΑΡΑΣ,

2. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΑΝΤΩΝΗ ΓΕΩΡΓΙΟΥ,

Eφεσείοντες,

v.

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Eφεσίβλητης.

(Ποινικές Εφέσεις Αρ. 6466, 6467)

 

Ποινή — Ληστεία κατά παράβαση των Άρθρων 255, 282, 283 και 20 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 — Εφεσείοντες νεαρά άτομα, ηλικίας 19 ετών ο πρώτος εφεσείων και 23 ετών ο δεύτερος — Η διάπραξη του αδικήματος έγινε κατά τη διάρκεια αναστολής της ποινής φυλάκισης που είχε επιβληθεί στον πρώτο εφεσείοντα για διάρρηξη καταστήματος και κλοπή — Η εν λόγω ποινή δεν ενεργοποιήθηκε — Ο δεύτερος εφεσείων είχε λευκό ποινικό μητρώο — Επιβολή ποινής φυλάκισης 8 ετών — Δεν κρίθηκε έκδηλα υπερβολική.

Ποινή — Επιμέτρηση — Ελαφρυντικοί παράγοντες — Το νεαρό της ηλικίας των κατηγορουμένων λαμβάνεται υπόψη ως παράγων μετριασμού της ποινής — Οι συνθήκες της ζωής σήμερα, δημιουργούν καλύτερες ευκαιρίες διαμόρφωσης του χαρακτήρα των νέων, φθάνει να κάμουν τις ορθές επιλογές.

Ποινή — Επιμέτρηση — Ελαφρυντικοί παράγοντες — Μέθη — Μπορεί να θεωρηθεί ως ελαφρυντικό στοιχείο, αφού εκτιμηθεί μέσα στα υπόλοιπα ιδιαίτερα περιστατικά της υπόθεσης.

Ποινή — Επιμέτρηση — Ελαφρυντικοί παράγοντες — Ομολογία και παραδοχή -— Όταν γίνουν έγκαιρα, συνιστούν παράγοντα μετριασμού της ποινής — Η παραδοχή λαμβάνεται υπόψη, έστω και αν έγινε σε κάποιο στάδιο της υπόθεσης.

Στις 2.4.1997, οι εφεσείοντες επισκέφθηκαν αργά το βράδυ μπυραρία στη Λεμεσό, όπου εργάζονταν δύο αλλοδαπές νεαρές καλλιτέχνιδες. Στις 2.00 το πρωϊ, οι εν λόγω καλλιτέχνιδες πήγαν στο διαμέρισμά τους για να κοιμηθούν.  Ενώ ακόμα η μια βρισκόταν στην κουζί[*51]να, άκουσε κτύπημα στην πόρτα.  Όταν την άνοιξε, έχοντας την εντύπωση ότι ήταν κάποια φίλη τους που ήλθε για επίσκεψη, αντίκρυσε ένα άτομο που φορούσε μαύρη κουκούλα.  Η κοπέλα προσπάθησε να κλείσει την πόρτα αλλά αυτός την έσπρωξε δυνατά και εισέβαλε στο διαμέρισμα μαζί με το συνεργό του επίσης κουκουλοφόρο.  Ήσαν οι εφεσείοντες, που φορούσαν επίσης γάντια και κρατούσαν από ένα μαχαίρι.  Όταν οι κοπέλες άρχισαν να φωνάζουν, τις κτύπησαν και ακολούθως πήραν από τις τσάντες τους συνολικό ποσό £65.  Μετά από την επίτευξη του ανίερου σκοπού τους συνέχισαν να συμπεριφέρονται με βαναυσότητα στις καλλιτέχνιδες.

Οι δύο εφεσείοντες που είναι ξαδέλφια παραδέκτηκαν στις δύο κατηγορίες ληστείας.  Η παραδοχή έγινε μετά από μερική ακρόαση της υπόθεσης, στην οποία οι εφεσείοντες αντιμετώπιζαν και κατηγορία για βιασμό, η οποία όμως αποσύρθηκε και αθωώθηκαν σ’ αυτή.

Το Κακουργιοδικείο έκρινε ένοχους τους εφεσείοντες και καταδίκασε τον καθένα από αυτούς σε ποινή φυλάκισης οκτώ ετών.  Η ποινή εφεσιβλήθηκε ως έκδηλα υπερβολική.  Υποστήριξαν, τόσο πρωτόδικα όσο και κατ’ έφεση, ότι βρίσκονταν σε κατάσταση μέθης, σε βαθμό που μειώθηκε ο αυτοέλεγχός τους.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Οι εφεσείοντες εκούσια κατανάλωσαν το αλκοόλ που επέφερε σ’ αυτούς μείωση του αυτοέλεγχού τους, και γι’ αυτό ο παράγων αυτός δεν έπαιξε σοβαρό λόγο στην επιμέτρηση της ποινής, μολονότι ελήφθη υπόψη. Το Κακουργιοδικείο αξιολόγησε το στοιχείο αυτό με αναφορά στη σχετική νομολογία περιλαμβανομένης και της υπόθεσης Γεν. Εισαγγελέας v. Τσιολής, όπου ελέχθη πως η μέθη μπορεί να θεωρηθεί ως ελαφρυντικό στοιχείο, αφού βέβαια εκτιμηθεί μέσα στα υπόλοιπα ιδιαίτερα περιστατικά της υπόθεσης.

2.  Ενόψει όλων των πτυχών της υπόθεσης, η επιβληθείσα ποινή είναι μεν αυστηρή αλλά όχι έκδηλα υπερβολική.

Η έφεση απορρίφθηκε.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Χαραλάμπους v. Δημοκρατίας (1998) 2 A.A.Δ. 463,

Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας v. Τσιολή (1991) 2 Α.Α.Δ. 194.

[*52]Έφεση εναντίον Ποινής.

Έφεση εναντίον της ποινής από τους Bασίλη Σόλωνα Φανάρα και Γεώργιο Aντώνη Γεωργίου, οι οποίοι βρέθηκαν ένοχοι στις 12 Φεβρουαρίου 1998, από το Kακουργιοδικείο Λευκωσίας (Ποινική Yπόθεση Aρ. 24212/97 σε δυο κατηγορίες ληστείας κατά παράβαση των Άρθρων 255, 282, 283 και 20 του Ποινικού Kώδικα, Kεφ. 154 και καταδικάστηκαν από Xατζηχαμπή, Π.E.Δ., Kολατσή, A.E.Δ. και Γιασεμή, E.Δ., σε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 8 ετών και στις δύο κατηγορίες.

Ε. Ευσταθίου, για τους Eφεσείοντες.

Ε. Ζαχαριάδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Eφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Οι δυο εφεσείοντες, που είναι ξαδέλφια, παραδέκτηκαν ενώπιον του κακουργιοδικείου, που συνεδρίαζε στη Λευκωσία, δυο κατηγορίες ληστείας κατά παράβαση των άρθρων 255, 282, 283 και 20 του Ποινικού Κώδικα.  Το άρθρο 282 ορίζει το έγκλημα της ληστείας, ενώ στο 283 προβλέπεται ποινή μέχρι δια βίου φυλάκισης, αν κατά τη διάπραξη του ο δράστης είναι οπλισμένος με επιθετικό όπλο ή όργανο ή συνοδεύεται από ένα ή περισσότερα πρόσωπα ή αν κατά ή αμέσως πριν ή αμέσως μετά το χρόνο της ληστείας τραυματίζει, κτυπά ή χρησιμοποιεί βία. Οι δυο κατηγορίες αφορούσαν στην ίδια ροή γεγονότων, αλλά το έγκλημα διαπράχθηκε εναντίον δύο παραπονουμένων, της Έλενας από τη Λετονία και της Ελιζαμπέτας από τη Σερβία, ηλικίας 19 και 24 ετών αντίστοιχα.  Η παραδοχή στις κατηγορίες έγινε μετά από μερική ακρόαση της υπόθεσης, στην οποία οι εφεσείοντες αντιμετώπιζαν και κατηγορία για βιασμό, η οποία όμως αποσύρθηκε και αθωώθησαν σ’ αυτή.

Τα γεγονότα, όπως παρουσιάστηκαν στο κακουργιοδικείο, ήσαν πράγματι άκρως σοβαρά, κάτι που ορθά ο συνήγορος των εφεσειόντων παραδέκτηκε. Στις 2.4.1997 οι εφεσείοντες επισκέφθηκαν αργά το βράδυ την μπυραρία Leo.  Σ’ αυτή εργαζόντουσαν η Έλενα και Ελιζαμπέτα.  Η ώρα 2.00 το πρωϊ, στις 3.4.97, οι δυο κοπέλες σχόλασαν από τη δουλειά τους και πήγαν στο διαμέρισμα τους για να κοιμηθούν. Ενώ η Ελιζαμπέτα ήταν στη κουζίνα άκουσε κτύπημα στην πόρτα του διαμερίσματος και ρώτησε ποιός ήταν, χωρίς όμως να πάρει απάντηση.  Είχε όμως την εντύπωση πως κάποια φίλη τους ήλθε για επίσκεψη. Γι’ αυτό πήγε και άνοιξε την [*53]πόρτα, οπόταν και αντίκρυσε ένα άτομο που φορούσε μαύρη κουκούλα.  Η Ελιζαμπέτα προσπάθησε τότε να κλείσει την πόρτα, αλλά ο κουκουλοφόρος την έσπρωξε δυνατά και εισέβαλε στο διαμέρισμα μαζί με το συνεργό του, επίσης κουκουλοφόρο. Ήσαν οι εφεσείοντες, που φορούσαν επίσης γάντια και κρατούσαν από ένα μαχαίρι.  Η Ελιζαμπέτα προσπάθησε να ξεφύγει φωνάζοντας. Ο πρώτος εφεσείων, Φανάρας, την κτύπησε δυνατά στο πρόσωπο, τόσο που αυτή έπεσε στο πάτωμα, ενώ ο 2ος εφεσείων, Γεωργίου, της έκλεισε το στόμα με το χέρι.  Αφού της έβαλε το μαχαίρι στο λαιμό της είπε στα αγγλικά: “If you want to live, don’t screem, your life is cheap, this is not a joke”.  Αμέσως μετά έδεσαν με κολλητική ταινία τα χέρια, τα πόδια και τα μάτια της Ελιζαμπέτας.  Στο μεταξύ ο Φανάρας άνοιξε την πόρτα του υπνοδωματίου, στο οποίο βρισκόταν η Έλενα ξαπλωμένη στο κρεβάτι  φορώντας μόνο την περισκελίδα και το στηθόδεσμο της.  Όταν αντίκρισε τον Φανάρα με το μαχαίρι άρχισε να φωνάζει.  Αυτός όμως την κτύπησε δυνατά με τα χέρια του, πήδηξε πάνω της και της είπε στα αγγλικά να σταματήσει να φωνάζει, και συνέχισε να την κτυπά με γροθιές στο πρόσωπο.  Επειδή η κοπέλα αντιστεκόταν, τη σήκωσε από το κρεββάτι και την πέταξε κυριολεκτικά στη γωνιά του δωματίου.  Όταν ήλθε και ο Γεωργίου στο δωμάτιο τις ρώτησαν πού είχαν τα χρήματα.  Αυτές τους έδειξαν τις τσάντες τους, που περιείχαν συνολικό ποσό £65, το οποίο και πήραν.  Μολονότι είχε επιτευχθεί ο ανίερος σκοπός τους, ο Φανάρας άρχισε να κτυπά πάλιν την Έλενα ενώ ήταν δεμένη, και της ζητούσε και άλλα χρήματα, ψάχνοντας ταυτόχρονα στο διαμέρισμα.  Όταν μετέφεραν την Ελιζαμπέτα στο δωμάτιο, που βρισκόταν η Έλενα, αυτή ζήτησε νερό.  Tης πρόσφεραν ένα ποτήρι το οποίο αφού έβαλαν στα χείλη της, έχυσαν το υπόλοιπο του περιεχομένου στο κορμί της.  Πριν φύγουν, ζήτησαν απ΄αυτές να τους δώσουν ένα τηλέφωνο γνωστού τους, προφανώς για να του τηλεφωνήσουν ώστε κάποιος να τις βρει στην κατάσταση που της άφησαν.

Κατά τον ουσιώδη χρόνο ο 1ος εφεσείων ήταν 19 ετών και ο δεύτερος 23.  Το κακουργιοδικείο, αφού άκουσε το συνήγορο των εφεσειόντων για μετριασμό της ποινής, επέβαλε σ’ αυτούς φυλάκιση 8 ετών και στις δυο κατηγορίες, ποινές που συντρέχουν.  Ποινή φυλάκισης που επιβλήθηκε στον 1ο εφεσείοντα, και βρισκόταν υπό αναστολή, δεν ενεργοποιήθηκε.  Αφορούσε 12μηνη φυλάκιση, που επιβλήθηκε στις 20.12.94, για διάρρηξη καταστήματος και κλοπή.  Ο 2ος εφεσείων δεν έχει προηγούμενες καταδίκες.

Η έφεση που μας απασχολεί ασκήθηκε εναντίον της ποινής, ως έκδηλα υπερβολικής.  Αυτός είναι και ο μοναδικός λόγος που δια[*54]τυπώνεται στο εφετήριο.  Ο συνήγορος δέκτηκε ως ορθά τα γεγονότα της υπόθεσης, όπως αυτά καταγράφονται στην πρωτόδικη απόφαση, όπου και απαριθμούνται οι επιβαρυντικοί και μετριαστικοί παράγοντες που λήφθηκαν υπόψη στη διαμόρφωση της κρίσης του κακουργιοδικείου.  Υπέβαλε όμως πως στον καταλογισμό της ποινής, το Δικαστήριο έσφαλε, επιβάλλοντας εξώφθαλμα υπερβολική ποινή, τέτοια που συνθλίβει τους εφεσείοντες.

Θα εξετάσουμε και εμείς το ζήτημα στη βάση των γεγονότων, όπως παρουσιάζονται στην απόφαση του κακουργιοδικείου.  Λέγουμε ευθύς εξαρχής, πως συμφωνούμε ότι τα γεγονότα της υπόθεσης είναι εξαιρετικά σοβαρά. Έχουμε τη γνώμη πως τέτοια εγκληματική συμπεριφορά προκαλεί αισθήματα αποστροφής και φρίκης, αλλά κυρίως φόβο για την ασφάλεια των κατοίκων στη χώρα μας.  Στην υπόθεση που μας απασχολεί ο φόβος μετατρέπεται σε εφιαλτικό τρόμο γιατί τα εγκλήματα διαπράχθηκαν μέσα στο σπίτι των παραπονουμένων, στην εστία δηλαδή και το άσυλο όπου κάποιος χαίρεται και λειτουργεί την προσωπική του ζωή.  Τα Δικαστήρια παρακολουθούν με αγωνία και πολύ προβληματισμό την έξαρση του σοβαρού εγκλήματος στον τόπο μας, ο οποίος, δυστυχώς δεν αντιμετωπίζει μόνο τα συνήθη προβλήματα της εξελικτικής πορείας μιας κοινωνίας, αλλά  εδώ σείονται και τα θεμέλια της ύπαρξης μας.  Παρόμοιες σκέψεις εξέφρασε και σε πρόσφατη απόφαση του Εφετείο με άλλη σύνθεση (δες: Γ.Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας (1998) 2 A.A.Δ. 463).).

Θα ακολουθήσουμε βεβαίως τις γνωστές αρχές που υιοθετούνται στην επιμέτρηση της ποινής, αρχές που λειτουργούν προς τη δίκαιη εξισορρόπηση  της διαφύλαξης της  ευνομούμενης πολιτείας από τη μια μεριά, και στην ορθή μεταχείριση του κατηγορουμένου, με την εξατομίκευση της ποινής, από την άλλη, έτσι που να μην πληρώνει με τη τιμωρία του για τη γενική εγκληματικότητα που δυνατό να λειτουργεί σε μια κοινωνία, αλλά για τη συγκεκριμένη δική του πράξη, έχοντας υπόψη και τις ιδιαίτερες περιστάσεις που αφορούν στην προσωπικότητα του.

Το κακουργιοδικείο έκανε ορθή αναφορά στο νεαρό της ηλικίας των εφεσειόντων, ως παράγοντα μετριασμού της ποινής.  Είναι γνωστός ο λόγος.  Κρίνεται πως δεν είναι επιθυμητό νεαρό άτομο, στα αρχικά δηλαδή στάδια της δημιουργίας της προσωπικότητας του, να στερηθεί της ευκαιρίας να ωριμάσει για να κάνει τις επιλογές του στη ζωή.  Πρέπει όμως να επισημάνουμε, πάνω σ’ αυτό το ζήτημα, πως σήμερα τα πράγματα έχουν μεταβληθεί απ’ ότι ήσαν μερικές δεκαετίες πριν.  Η παιδεία προσφέρεται σχεδόν σε όλους.  [*55]Η ελεύθερη έκφραση και διακίνηση των ιδεών, με τα σύγχρονα μέσα μαζικής ενημέρωσης, πληροφορούν τον  πολίτη για τα συμβαίνοντα σε κάθε γωνιά του πλανήτη.  Η κατάσταση αυτή έχει βεβαίως πλεονεκτήματα, αλλά και μειονεκτήματα που συνήθως αποτελούν θέματα σοβαρών συζητήσεων. Με αυτά που αναφέραμε αμέσως πιο πάνω, οδηγούμαστε στη σκέψη πως ο νέος σήμερα έχει καλύτερες ευκαιρίες διαμόρφωσης του χαρακτήρα του, φθάνει βεβαίως να κάνει τις ορθές επιλογές.  Οι εφεσείοντες έδειξαν, με τη διάπραξη των εγκλημάτων που εξετάζουμε, τη δική τους επιλογή.  Ας ελπίσουμε, για το μέλλον, πως το έγκλημα που διέπραξαν θα αποδεικτεί η μοναδική αντικοινωνική συμπεριφορά τους.

Έγινε εισήγηση ενώπιον του κακουργιοδικείου, και  εδώ, πως οι εφεσείοντες, βρισκόντουσαν σε κατάσταση μέθης, σε βαθμό που μειώθηκε ο αυτοέλεγχος τους.  Πολύ ορθά το κακουργιοδικείο επισημαίνει πως εθελούσια οι εφεσείοντες κατανάλωσαν το αλκοόλ που επέφερε σ’ αυτούς μείωση του αυτοέλεγχου τους, και γι’ αυτό ο παράγοντας τούτος δεν έπαιξε σοβαρό ρόλο στην επιμέτρηση της ποινής, μολονότι ελήφθη υπόψη. Το κακουργιοδικείο αξιολόγησε το στοιχείο τούτο με αναφορά στη σχετική νομολογία, περιλαμβανομένης και της υπόθεσης Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Γεωργίου Τσιολή (1991) 2 Α.Α.Δ. 194, όπου ελέχθη πως η μέθη μπορεί να θεωρηθεί ως ελαφρυντικό στοιχείο, αφού βέβαια εκτιμηθεί μέσα στα υπόλοιπα ιδιαίτερα περιστατικά της υπόθεσης.  Γι’ αυτό και θα προβούμε σε ορισμένες παρατηρήσεις, στην παρούσα υπόθεση, σε σχέση με την επίδραση του ποτού, με αναφορά στο χρόνο κατανάλωσης του. Τα γεγονότα δείχνουν πως οι εφεσείοντες ήλεγχαν τη συμπεριφορά τους. Μετέβησαν στο σπίτι των παραπονουμένων, αφού προηγουμένως είχαν φορέσει κουκούλες, γάντια και οπλισμένοι από ένα μαχαίρι. Μίλησαν στις παραπονούμενες στα αγγλικά, με ορθή άρθρωση. Τις έδεσαν με κολλητική ταινία και ζήτησαν απ’ αυτές χρήματα τα οποία και μάζεψαν από τις τσάντες τους. Ο 1ος εφεσείων κτύπησε σαδιστικά τη μια κοπέλα, προκαλώντας της τραυματισμούς. Αφού τέλειωσαν το αποτρόπαιο έργο τους, ζήτησαν κάποιο τηλέφωνο, προφανώς για να ειδοποιήσουν κάποιο γνωστό τους να τις βρει, όπως τις άφησαν. 

Ο Γεωργίου κλήθηκε στις 21.4.97 και έδωσε ανακριτική κατάθεση σχετικά με τη διάπραξη του εγκλήματος, αλλά δεν προέκυψαν επαρκή στοιχεία εις βάρος του.  Αργότερα, στις 12.6.97, η Αστυνομία εξασφάλισε σημαντικό στοιχείο για την ανίχνευση του εγκλήματος, που ήταν το αποτέλεσμα συγκριτικής εξέτασης γενετικού υλικού, που βρέθηκε στα γάντια του Γεωργίου, και του DNA της Έλενας.  Συνελήφθη και τότε ομολόγησε, εμπλέκοντας και τον Φα[*56]νάρα, ο οποίος επίσης ομολόγησε. Το κακουργιοδικείο θεωρεί ως ελαφρυντικό στοιχείο την “έγκαιρη”, όπως την αποκαλεί ομολογία των εφεσειόντων, μολονότι παραθέτει ορθά τα γεγονότα που αφορούν στη σύλληψη τους.  Ομολογία, όμως, που έγινε κάτω από τις πιο πάνω συνθήκες κάθε άλλο παρά έγκαιρη μπορεί να θεωρηθεί. Θα πρέπει επίσης εδώ να επισημάνουμε πως οι εφεσείοντες δεν παραδέκτηκαν τις κατηγορίες ενώπιον του κακουργιοδικείου, αλλά μετέβαλαν την απάντηση τους όταν άρχισε η ακροαματική διαδικασία.  Δεν υπήρξε επομένως ούτε έγκαιρη παραδοχή.  Βέβαια λαμβάνεται υπόψη η παραδοχή των εφεσειόντων, έστω και αν έγινε σε κάποιο στάδιο της υπόθεσης. Το κακουργιοδικείο εδέχθη επίσης πως το έγκλημα δεν ήταν προσχεδιασμένο, γιατί οι κουκούλες και  τα γάντια που χρησιμοποίησαν οι εφεσείοντες βρισκόντουσαν μέσα στο αυτοκίνητο τους μονίμως, καθώς ήταν σύνεργα της δουλειάς τους.  Το ίδιο και τα μαχαίρια.

Έχουμε μελετήσει με πολλή προσοχή την υπόθεση.  Αξιολογήσαμε με περίσκεψη την κάθε πτυχή της.  Έχουμε τη γνώμη πως η ποινή που επιβλήθηκε είναι αυστηρή μεν αλλά όχι έκδηλα υπερβολική.  Για τους λόγους που εξηγήσαμε πιο πάνω, έχουμε τη γνώμη πως η ποινή αρμόζει στη συμπεριφορά των εφεσειόντων, και ταυτόχρονα παραδειγματίζει δίδοντας ορθά μηνύματα.

Η έφεση απορρίπτεται.

H έφεση απορρίπτεται.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο