Γιάγκου Aνδρέας Σπύρου (Mογγόλος) ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (1999) 2 ΑΑΔ 67

(1999) 2 ΑΑΔ 67

[*67]18 Φεβρουαρίου, 1999

[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΑΝΔΡΕΑΣ ΣΠΥΡΟΥ ΓΙΑΓΚΟΥ (ΜΟΓΓΟΛΟΣ),

Εφεσείων,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

(Ποινική Έφεση Αρ. 6177)

 

Ποινή — Απαγωγή — Βιασμός — Παρά φύση ασέλγεια με βία κατά παράβαση των αντίστοιχων Άρθρων του Ποινικού Κώδικα — Θύματα των αδικημάτων ήταν μητέρα και η ανήλικη κόρη της — Εφεσείων, άνεργος, ηλικίας 33 ετών, χαμηλού μορφωτικού, κοινωνικού και οικονομικού επιπέδου — Προβληματικές σχέσεις με την οικογένειά του — Δύο προηγούμενες καταδίκες για διαρρήξεις και για πρόκληση βαρειάς σωματικής βλάβης — Διάπραξη αδικημάτων κατά τη διάρκεια άδειάς του από τις Φυλακές για να διανυκτερεύσει στο σπίτι του — Επιβολή συντρέχουσων ποινών φυλάκισης πέντε ετών στην κάθε μια από τις κατηγορίες της απαγωγής, είκοσι ετών στην κάθε μια από τις κατηγορίες βιασμού και δέκα ετών στην κατηγορία της παρά φύση ασέλγειας με βία — Επικυρώθηκαν κατ’ έφεση.

Απόδειξη — Σεξουαλικά αδικήματα — Προειδοποίηση Δικαστηρίου — Ενισχυτική μαρτυρία — Εφαρμοστέες αρχές.

Ποινή — Επιμέτρηση — Σεξουαλικά αδικήματα — Επιβαρυντικοί παράγοντες — Δυσμενή επακόλουθα στις παραπονούμενες — Διαδικασία στη δίκη όπου αναγκάστηκαν να ζήσουν για δεύτερη φορά τις φρικτές τους εμπειρίες και, ταυτόχρονα, να δώσουν εξηγήσεις για προσωπικά θέματα που δεν είχαν οριακή ή καθόλου σχέση με την υπόθεση.

Παραπονούμενες στην παρούσα υπόθεση ήταν μητέρα και η ανήλικη κόρη της.  Το βράδυ της 8.4.1995, ο εφεσείων μπήκε στο αυτοκίνητο που οδηγούσε η μητέρα, με συνεπιβάτιδα την κόρη της ηλικίας 16 ετών, όταν αυτή σταμάτησε κοντά στα φώτα τροχαίας στη διασταύρωση των οδών Σάντα Ρόζα και Λεωφόρου Μακαρίου στη Λευκωσία.  [*68]Με την απειλή ότι κρατούσε όπλο και ότι θα τις σκότωνε, ανάγκασε τη μητέρα να οδηγήσει το αυτοκίνητο σε απόμακρη περιοχή, έξω από τη Λευκωσία, κοντά στο Σκοπευτήριο, όπου τις υπέβαλε σε απάνθρωπη και εξευτελιστική δοκιμασία για να ικανοποιήσει τις σεξουαλικές του ορέξεις.  Στην αρχή βίασε την ανήλικη κόρη σε παρακείμενο χωράφι, ενώ είχε κλείσει τη μητέρα μέσα στο χώρο αποσκευών του αυτοκινήτου.  Ακολούθως, αφού επέστρεψαν πίσω στο αυτοκίνητο, ασέλγησε παρά φύση με βία στην ανήλικη τόσο μέσα, όσο και έξω από το αυτοκίνητο, εγκλωβίζοντας τη μητέρα και πάλι μέσα στο χώρο αποσκευών του αυτοκινήτου.  Αργότερα, αφού οδήγησε το αυτοκίνητο σε άλλο μέρος, υποχρέωσε την ανήλικη να μπει μέσα στο χώρο αποσκευών, βίασε και τη μητέρα μέσα στο αυτοκίνητο.

Η έφεση στρέφεται τόσο εναντίον της καταδίκης όσο και εναντίον της ποινής.

Λόγοι έφεσης:

1.  Το εύρημα του Κακουργιοδικείου ότι οι παραπονούμενες ήταν αξιόπιστες, είναι εσφαλμένο, ενόψει διαφορών και αντιφάσεων στη μαρτυρία των παραπονουμένων.

2.  Τα ευρήματα του Κακουργιοδικείου ότι οι μαρτυρίες των παραπονουμένων ενισχύονταν σημαντικά από επιστημονική, πραγματική και άλλη μαρτυρία, είναι εσφαλμένα.

3.  Εσφαλμένα απορρίφθηκε η εκδοχή του εφεσείοντα γιατί αυτή δεν μπορούσε να αποκλεισθεί εντελώς από τη μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής.

4.  Οι ποινές είναι εσφαλμένες.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Σύμφωνα με τον κανόνα του Κοινοδικαίου, τον οποίο υιοθέτησε επανειλημμένα και η δική μας νομολογία, σε υποθέσεις σεξουαλικών αδικημάτων πρέπει να αναζητείται ενισχυτική μαρτυρία, τέτοια που να εμπλέκει τον κατηγορούμενο σε ουσιώδες μέρος της υπόθεσης.  Το Δικαστήριο όμως μπορεί να καταδικάσει τον κατηγορούμενο με μόνη τη μαρτυρία της παραπονούμενης και χωρίς ενισχυτική μαρτυρία, αφού προηγουμένως προειδοποιήσει κατάλληλα τον εαυτό του για τον κίνδυνο που ενέχει η καταδίκη του κατηγορουμένου με βάση τη μαρτυρία της παραπονούμενης χωρίς ενισχυτική μαρτυρία.

[*69]           Στην προκείμενη περίπτωση το Κακουργιοδικείο, αφού προειδοποίησε τον εαυτό του, τόνισε ότι θα αποδεχόταν την εκδοχή των παραπονουμένων ως αληθή, ακόμα και χωρίς ενισχυτική μαρτυρία.

     Ενόψει της πιο πάνω προσέγγισης του Κακουργιοδικείου, ο 1ος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί.

2.  Αφ’ ης στιγμής το Κακουργιοδικείο αποδέχθηκε τη μαρτυρία των παραπονουμένων, μαρτυρία που στοιχειοθετούσε πλήρως τα αδικήματα, η εκδοχή του εφεσείοντα ότι ήλθε σε σεξουαλική επαφή με τη συγκατάθεσή τους και ότι δεν ήλθε σε σεξουαλική επαφή με την ανήλικη, ούτε ασέλγησε πάνω της παρά φύση με βία, αποκλείσθηκε απόλυτα.

3.  Οι ποινές δεν είναι έκδηλα υπερβολικές ενόψει της συμπεριφοράς του εφεσείοντα η οποία άφησε εμφανή δυσμενή επακόλουθα στις παραπονούμενες.  Η μητέρα, εκτός απ’ την κακομεταχείριση, τον βιασμό και τον εξευτελισμό που είχε υποστεί από τον εφεσείοντα, ήταν υποχρεωμένη να ακούει την ανήλικη κόρη της να βιάζεται χωρίς να μπορεί να τη βοηθήσει, ενώ ταυτόχρονα υφίστατο τη ψυχοτραυματική εμπειρία και τον τρόμο του θανάτου από ασφυξία.  Η ανήλικη υπέστη τον εξευτελισμό της βίαιης απώλειας της παρθενίας της, τον εξαναγκασμό της σε πεοθηλασμό, το βύζαγμα του στήθους της και τον επώδυνο βιασμό της από τον πρωκτό.  Οι παραπονούμενες υπέστησαν δοκιμασία και στο Κακουργιοδικείο όταν αναγκάστηκαν να ζήσουν για δεύτερη φορά τις φρικτές τους εμπειρίες.  Οι επιβληθείσες ποινές είναι μεν αυστηρές όχι όμως έκδηλα υπερβολικές.

Η έφεση απορρίφθηκε.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Petinos v. Police (1961) C.L.R. 330,

Zacharia v. Republic (1962) C.L.R. 52,

Meitanis v. Republic (1967) 2 C.L.R. 31,

Theodorou v. Police (1971) 11 J.S.C. 1398,

Fourri a.o. v. Republic (1980) 2 C.L.R. 152,

[*70]Σάββα v. Δημοκρατίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 258,

Φανάρας κ.ά. v. Δημοκρατίας (1999) 2 A.A.Δ. 50.

Έφεση εναντίον Kαταδίκης και Ποινής.

Έφεση εναντίον της καταδίκης και της ποινής από τον Aνδρέα Σπύρου Γιάγκου (Mόγγολος), ο οποίος βρέθηκε ένοχος στις 11 Iουνίου 1996, από το Kακουργιοδικείο Λευκωσίας (Ποινική Yπόθεση Aρ. 20873/95) στην κατηγορία απαγωγής με σκοπό τη συνουσία κατά παράβαση του Άρθρου 148 του Ποινικού Kώδικα, Kεφ. 154, στην κατηγορία  βιασμού κατά παράβαση των Άρθρων 144 και 145 του Ποινικού Kώδικα και στην κατηγορία παρά φύση ασέλγειας διά βίας κατά παράβαση του Άρθρου 172 του Kεφ. 154 και καταδικάστηκε από Hλιάδη, Π.E.Δ., Eρωτοκρίτου A.E.Δ., Γεωργίου, E.Δ., σε συντρέχουσες ποινής φυλάκισης 20 χρόνων.

Α. Ευτυχίου, για τον Eφεσείοντα.

Π. Kληρίδης, Eισαγγελέας της Δημοκρατίας, για την Eφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.: Κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας ο εφεσείων βρέθηκε ένοχος από το Κακουργιοδικείο σε δύο κατηγορίες απαγωγής, δύο κατηγορίες βιασμού και μία κατηγορία παρά φύση ασέλγειας με βία κατά παράβαση των αντίστοιχων άρθρων του Ποινικού Κώδικα. Του επιβλήθηκαν συντρέχουσες ποινές φυλάκισης πέντε χρόνων στην κάθε μία από τις κατηγορίες της απαγωγής, είκοσι χρόνων στην κάθε μία από τις κατηγορίες του βιασμού και δέκα χρόνων στην κατηγορία της παρά φύση ασέλγειας με βία.

Τα γεγονότα της υπόθεσης, όπως τα αποδέχθηκε το Κακουργιοδικείο, ήταν σε γενικές γραμμές τα ακόλουθα:

Γύρω στις 10.00 μ.μ. της 8/4/1995 ο εφεσείων μπήκε στο αυτοκίνητο που οδηγούσε η μητέρα, με συνεπιβάτιδα στο πίσω κάθισμα την κόρη της ηλικίας 16 χρόνων, όταν αυτή το είχε σταματήσει κοντά στα φώτα τροχαίας στη διασταύρωση των οδών Σάντα Ρόζα και Λεωφόρου Μακαρίου στη Λευκωσία.  Με την απειλή ότι κρατούσε όπλο και ότι θα τις σκότωνε, ανάγκασε τη μητέρα να οδηγήσει το αυτοκίνητο σε μια απόμακρη περιοχή έξω από τη Λευκωσία, κοντά στο Σκοπευτήριο.  Εκεί, αφού έδεσε τα χέρια της μητέρας με την μπλούζα της πίσω από τη ράχη της, την έκλεισε μέσα στο χώρο [*71]αποσκευών του αυτοκινήτου και βίασε την ανήλικη κόρη λίγο πιο κάτω, σ’ ένα παρακείμενο χωράφι. Ακολούθως, αφού επέστρεψαν πίσω στο αυτοκίνητο, ασέλγησε πάρα φύση με βία πάνω στην ανήλικη, τόσο μέσα όσο και έξω από το αυτοκίνητο, ενώ είχε εγκλωβίσει για δεύτερη φορά τη μητέρα μέσα στο χώρο αποσκευών του αυτοκινήτου.  Αργότερα, αφού οδήγησε το αυτοκίνητο σε μια άλλη τοποθεσία και υποχρέωσε την ανήλικη να μπει μέσα στο χώρο αποσκευών, βίασε και τη μητέρα μέσα στο αυτοκίνητο. Μετά που πείστηκε από τις παραπονούμενες ότι δεν θα τον κατάγγελαν στην Αστυνομία, επέστρεψε στη Λευκωσία και, κατά τις 2.00 π.μ., αφού σταμάτησε κάπου κοντά στην οδό Στασικράτους, τις εγκατέλειψε και έφυγε. Οι παραπονούμενες πήγαν αμέσως στο σπίτι τους και, λίγο αργότερα, κατάγγειλαν την υπόθεση στην Αστυνομία. Από την περιγραφή που είχαν δώσει, η Αστυνομία εντόπισε και συνέλαβε τον εφεσείοντα ως το δράστη των αδικημάτων.

Η έφεση στρέφεται τόσο εναντίον της καταδίκης όσο και εναντίον της ποινής.

Ο πρώτος λόγος έφεσης είναι ότι το εύρημα του Κακουργιοδικείου ότι οι παραπονούμενες ήταν αξιόπιστες είναι εσφαλμένο για το λόγο ότι μεταξύ των μαρτυριών τους υπάρχουν τέτοιες ουσιώδεις διαφορές και αντιφάσεις όπως, επίσης, και τέτοιας σοβαρότητας κενά, ασάφειες και γενικότητες που τις καθιστούν ακροσφαλείς και αναξιόπιστες σε βαθμό που να μην μπορούν να αποτελέσουν ικανό στήριγμα για την άντληση ασφαλών ευρημάτων ή συμπερασμάτων.

Προς υποστήριξη του λόγου αυτού ο δικηγόρος του εφεσείοντα μας παρέπεμψε σε διάφορα σημεία της μαρτυρίας των παραπονουμένων.  Δεν θα τα επαναλάβουμε.  Θα αρκεσθούμε να πούμε ότι κανένα από τα σημεία αυτά δεν μας εντυπωσίασε.  Οι δήθεν σοβαρές αντιφάσεις που μας υποδείχθηκαν, είτε δεν ήταν στην πραγματικότητα αντιφάσεις, είτε, αν ήταν, ήταν εντελώς ασήμαντες ή δευτερευούσης σημασίας χωρίς να διαφοροποιούν, έστω και κατ΄ ελάχιστο, την ουσία των γεγονότων. Το ίδιο ισχύει και για τον ισχυρισμό για κενά, ασάφειες και γενικότητες στη μαρτυρία των παραπονουμένων.  Δεν μας υποδείχθηκε οποιοδήποτε αξιόλογο σημείο που να τον θεμελιώνει. Μικροδιαφορές και μικροασάφειες υπάρχουν.  Τούτο είναι φυσικό και αναμενόμενο. Ορθά το Κακουργιοδικείο αποδέχθηκε τη μαρτυρία των παραπονουμένων.   

Οι δεύτερος, τρίτος και τέταρτος λόγος έφεσης προσβάλλουν ως εσφαλμένα τα ευρήματα του Κακουργιοδικείου ότι οι μαρτυ[*72]ρίες των παραπονουμένων ενισχύονταν σημαντικά από επιστημονική, πραγματική και άλλη μαρτυρία όπως, για παράδειγμα, τα αίματα στο παντελόνι του εφεσείοντα, τα δακτυλικά του αποτυπώματα στο αυτοκίνητο των παραπονουμένων, τα σπερματοζωάρια του πάνω στην ανήλικη, το άμεσο παράπονο των πραπονουμένων σε στενούς συγγενείς τους και η άσχημη κατάστασή τους αμέσως μετά την επιστροφή στο σπίτι τους.

Σύμφωνα με κανόνα του Κοινοδικαίου, τον οποίο υιοθέτησε επανειλημμένα και η δική μας νομολογία, σε υποθέσεις σεξουαλικών αδικημάτων πρέπει να αναζητείται ενισχυτική μαρτυρία, τέτοια που να εμπλέκει τον κατηγορούμενο σε ουσιώδες σημείο της υπόθεσης.  Μπορεί όμως το Δικαστήριο να δεχθεί τη μαρτυρία της παραπονούμενης και να καταδικάσει τον κατηγορούμενο και χωρίς ενισχυτική μαρτυρία, αφού προηγουμένως προειδοποιήσει κατάλληλα τον εαυτό του για τον κίνδυνο  που ενέχει η καταδίκη του κατηγορουμένου με βάση τη μαρτυρία της παραπονούμενης χωρίς ενισχυτική μαρτυρία. Όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά η ενισχυτική μαρτυρία σε τέτοιες περιπτώσεις απαιτείται σαν θέμα πρακτικής (as a matter of practice) και όχι σαν θέμα νόμου (as a matter of law). Σχετικές είναι, μεταξύ άλλων, οι υποθέσεις Georghios Panaghi Makris alias Petinos v. The Police (1961) C.L.R. 330, Charalambos Zacharia v. The Republic (1962) C.L.R. 52, Demetris Nicola Meitanis v. The Republic (1967) 2 C.L.R. 31, Theodorou v. The Police (1971) 11 J.S.C. 1398, Fourri & Others v. Republic (1980) 2 C.L.R. 152, και Σάββα ν. Δημοκρατίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 258.

Στην προκείμενη περίπτωση το Κακουργιοδικείο, αφού προειδοποίησε τον εαυτό του για το σχετικό κίνδυνο, τόνισε ότι θα αποδεχόταν την εκδοχή των παραπονουμένων ως αληθή, ακόμα και χωρίς ενισχυτική μαρτυρία.  Είπε σχετικά:-

“Αφού έχουμε προειδοποήσει τους εαυτούς μας για τους κινδύνους αποδοχής της μαρτυρίας των παραπονουμένων χωρίς ενίσχυση και αφού ταυτόχρονα υπήρξε και ο αναγκαίος προβληματισμός εκ μέρους μας πρέπει να αναφέρουμε ότι είναι χωρίς δισταγμό που αποδεχόμαστε την εκδοχή τους ως αληθή και χωρίς καμμιά επιφύλαξη αισθανόμαστε ότι θα ήταν απόλυτα ασφαλές να στηριχθούμε μόνο πάνω στη μαρτυρία τους χωρίς να αναζητήσουμε ενισχυτική μαρτυρία.”

Ενόψει της πιο πάνω προσέγγισης του Κακουργιοδικείου, και της κατάληξής μας ότι ο πρώτος λόγος έφεσης δεν ευσταθεί, δεν [*73]θεωρούμε σκόπιμο να υπεισέλθουμε σε λεπτομερή εξέταση και σχολιασμό του τι κρίθηκε από το Κακουργιοδικείο ότι συνιστούσε ενισχυτική μαρτυρία.  Κάτι τέτοιο θα είχε ακαδημαϊκή μόνο σημασία.  Θα επισημάνουμε απλώς ότι η απόφαση του Κακουργιοδικείου είναι ορθή και ως προς τα στοιχεία που έκρινε ότι συνιστούσαν ενισχυτική μαρτυρία.

Ο πέμπτος λόγος έφεσης είναι ότι εσφαλμένα το Κακουργιοδικείο απέρριψε την εκδοχή του εφεσείοντα γιατί αυτή δεν μπορούσε να αποκλεισθεί εντελώς από τη μαρτυρία που προσκόμισε η Κατηγορούσα Αρχή.

Ο λόγος αυτός είναι εντελώς αβάσιμος.  Αφ’ ης στιγμής το Κακουργιοδικείο αποδέχθηκε τη μαρτυρία των παραπονουμένων, μαρτυρία που στοιχειοθετούσε πλήρως όλα τα αδικήματα, η εκδοχή του εφεσείοντα, πρώτα ότι είχε έλθει σε σεξουαλική επαφή με τις δύο παραπονούμενες με τη συγκατάθεση τους και, αργότερα, ότι δεν ήλθε σε σεξουαλική επαφή με την ανήλικη ούτε ασέλγησε πάνω της παρά φύση και με βία, αποκλείσθηκε απόλυτα.

Ο έκτος λόγος έφεσης αφορά τις ποινές.  Προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι αυτές είναι εσφαλμένες (α) γιατί το Κακουργιοδικείο δεν έλαβε επαρκώς υπόψη τις προσωπικές συνθήκες του εφεσείοντα και (β) γιατί είναι έκδηλα υπερβολικές.

Ο εφεσείων είναι ηλικίας 33 ετών, χαμηλού μορφωτικού, κοινωνικού και οικονομικού επιπέδου.  Είναι άνεργος.  Το 1985 παντρεύτηκε και από το γάμο του απέκτησε δύο κόρες.  Οι σχέσεις του με την οικογένεια του δεν ήταν ποτέ καλές λόγω, κυρίως, της πλήρους αδιαφορίας του γι’ αυτή.  Τα παιδιά του ζουν με τη μητέρα τους.  Βαρύνεται με δύο προηγούμενες καταδίκες για διαρρήξεις και για πρόκληση βαρειάς σωματικής βλάβης.  Διέπραξε τα παρόντα αδικήματα ενώ ήταν με άδεια από τις Φυλακές για να διανυκτερεύσει στο σπίτι του.  Απήγαγε τις παραπονούμενες από μια κεντρική περιοχή της Λευκωσίας και, κάτω από την απειλή ότι κρατούσε όπλο, τις οδήγησε σε μια απόμακρη περιοχή, έξω από τη Λευκωσία, όπου τις υπέβαλε σε απάνθρωπη και εξευτελιστική δοκιμασία για να ικανοποιήσει τις σεξουαλικές του ορέξεις.  Η συμπεριφορά του άφησε εμφανή δυσμενή επακόλουθα στις παραπονούμενες. Η μητέρα παρακολουθείται συνεχώς από ψυχίατρο και αισθάνεται ότι η ζωή της έχει τελειώσει.  Η ανήλικη υποφέρει από ευερεθιστότητα με παροδικές εκρήξεις θυμού και αίσθημα καχυποψίας και επιφυλακτικότητας για τρίτα πρόσωπα.  Ο βιασμός της άφησε ανεξίτηλη μελανή σφραγίδα στο ψυχικό της κόσμο που δύσκολα μπορεί να εξαλει[*74]φθεί.  Η μητέρα, εκτός από την κακομεταχείριση, το βιασμό και τον εξευτελισμό που είχε υποστεί από τον εφεσείοντα, ήταν υποχρεωμένη να ακούει την ανήλικη κόρη της να βιάζεται και να υποφέρει χωρίς να μπορεί να τη βοηθήσει ενώ, ταυτόχρονα, υφίστατο τη ψυχοτραυματική εμπειρία και τον τρόμο του θανάτου από ασφυξία ενώ ήταν έγκλειστη στο χώρο αποσκευών του αυτοκινήτου.  Η ανήλικη, που ήταν κάτω από τον έλεγχο του εφεσείοντα για τέσσερις ολόκληρες ώρες, υπέστη τον εξευτελισμό της βίαιης απώλειας της παρθενίας της, τον εξαναγκασμό της σε πεοθηλασμό, το βύζαγμα του στήθους της, και τον επώδυνο βιασμό της από τον πρωκτό.  Του βιασμού προηγήθηκε απαγωγή, η δε βία που ασκήθηκε ήταν υπέρμετρη με το διαδοχικό εγκλεισμό των παραπονουμένων στο χώρο αποσκευών του αυτοκινήτου και τα τραύματα που προκλήθηκαν, ιδιαίτερα στην ανήλικη.  Υπήρξε κατ’ επανάληψη βιασμός δύο διαφορετικών γυναικών, και μάλιστα μητέρας και κόρης.  Η δοκιμασία των παραπονουμένων συνεχίστηκε και στο Κακουργιοδικείο. Αντεξετάστηκαν, πρώτα από το δικηγόρο του, τον κ. Γ. Ιωάννου, και ακολούθως, αφού έπαυσε το δικηγόρο του, από τον ίδιο τον εφεσείοντα, με ιδιαίτερη βαναυσότητα και για αδικαιολόγητα μεγάλο  χρονικό διάστημα.  Αναγκάστηκαν να ζήσουν για δεύτερη φορά  τις φρικτές τους εμπειρίες και, ταυτόχρονα, να δώσουν εξηγήσεις για προσωπικά θέματα που δεν είχαν παρά οριακή ή καθόλου σχέση με την υπόθεση.  Τους τέθηκε σωρεία ατεκμηρίωτων υποβολών με μοναδικό σκοπό την αναστάτωσή τους, την καταρράκωση του ηθικού τους και, αν ήταν δυνατόν, την κατάρρευσή τους μέσα στο Δικαστήριο.

Μελετήσαμε με ιδιαίτερη προσοχή τις ποινές που επέβαλε το Κακουργιοδικείο. Έχουμε την άποψη ότι είναι μεν αυστηρές όχι όμως έκδηλα υπερβολικές.  Ανάλογη ήταν η προσέγγισή μας και σε μια άλλη, πολύ πρόσφατη υπόθεση.  (Βλ., Βασίλης Φανάρας και Άλλος ν. Δημοκρατίας (1999) 2 A.A.Δ. 50.)  Δεν δικαιολογείται η επέμβασή μας.

Η έφεση απορρίπτεται.

H έφεση απορρίπτεται.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο