Γενικός Eισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Nτίνου Φλωρίδη (1999) 2 ΑΑΔ 95

(1999) 2 ΑΑΔ 95

[*95]26 Φεβρουαρίου, 1999

[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ/στές]

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσείων,

v.

ΝΤΙΝΟΥ ΦΛΩΡΙΔΗ,

Εφεσιβλήτου.

(Ποινική Έφεση Aρ. 6496)

 

Τροχαία αδικήματα — Παράλειψη συμμόρφωσης με σήμα τροχαίας κατά παράβαση του Κανονισμού 58(1)(ια) των περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Κανονισμών του 1984 — Εξουσία για την τοποθέτηση ή χάραξη των σημάτων τροχαίας — Κατά πόσο ο Διευθυντής των Δημοσίων Έργων είχε εξουσία να αποφασίσει για τη σήμανση.

Ο εφεσίβλητος αντιμετώπιζε κατηγορία για παράλειψη συμμόρφωσης με σήμα τροχαίας, κατά παράβαση του Κανονισμού 58(1)(ια) των περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Κανονισμών του 1984 (οι Κανονισμοί).  Η Κατηγορούσα Αρχή κάλεσε δύο μάρτυρες:  τον αστυνομικό λοχία και ένα υπάλληλο του Τμήματος Δημοσίων Έργων ο οποίος απασχολείτο με τη σηματοδότηση δρόμων.  Ο δεύτερος μάρτυρας εξήγησε ότι συμμετείχε στην επαναβαφή των σημάτων η οποία έγινε “μετά από διαταγή της υπηρεσίας” του.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο προβληματίστηκε αναφορικά με το στοιχείο της εξουσιοδότησης για την τοποθέτηση ή χάραξη σημάτων.  Ανέφερε συγκεκριμένα ότι προβληματίστηκε αναφορικά με την ερμηνεία των λέξεων “ή οποιασδήποτε αρχής εμπεπιστευμένης τον έλεγχο ή τη ρύθμιση της τροχαίας” στους Καν. 58(1) και 71, διότι σίγουρα ενώπιον του Δικαστηρίου δεν υπήρξε οποιαδήποτε μαρτυρία ότι τα σήματα τοποθετήθηκαν ή χαράχθηκαν υπό ή κατ’ εντολήν της Αστυνομίας ή του Δημοτικού Συμβουλίου, όπως δηλαδή προνοούν οι πιο πάνω Κανονισμοί.  Έτσι κατέληξε ότι δεν μπορούσε να στοιχειοθετηθεί η κατηγορία.

[*96]Ο Γενικός Εισαγγελέας εφεσίβαλε την πρωτόδικη απόφαση, υποστηρίζοντας ότι:

1.  Το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου πως δεν αποδείχθηκε ουσιαστικό στοιχείο του αδικήματος ήταν αποτέλεσμα εσφαλμένης εφαρμογής του νόμου επί των γεγονότων της υπόθεσης, και

2.  Εσφαλμένα θεωρήθηκε πως χρειαζόταν μαρτυρία για να αποδειχθεί ότι το Τμήμα Δημοσίων Έργων, αποτελεί αρχή εμπεπιστευμένη με τον έλεγχο ή τη ρύθμιση της τροχαίας βάσει του Καν. 58(1)(ια) “καθότι το γεγονός αυτό αποτελεί δικαστική γνώση (judicial notice) εξ αιτίας των διατάξεων του περί Δημοσίων Οδών Νόμου, Κεφ. 83.  Η επιχειρηματολογία της συνηγόρου που υποστήριξε την έφεση επικεντρώθηκε στο δεύτερο λόγο της έφεσης.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Ο Διευθυντής του Τμήματος Δημοσίων Έργων δεν είχε εξουσία να αποφασίσει για τη σήμανση των δρόμων.  Γι’ αυτό, αντίθετα με ό,τι πρότεινε η Κατηγορούσα Αρχή, από νομικής άποψης ο περί Δημοσίων Οδών Νόμος δεν θεμελίωνε την εγκυρότητα της σήμανσης.  Επρόκειτο βέβαια για ζήτημα ερμηνείας που είναι θέμα νομικό και όχι, όπως το θεώρησε το πρωτόδικο Δικαστήριο, θέμα πραγματικό για να κρινόταν με αναφορά σε μαρτυρία.

2.  Η από μέρους της Κατηγορούσας Αρχής εξειδίκευση ότι η εξουσιοδότηση για τα σήματα προήλθε από το Διευθυντή Δημοσίων Έργων αφαίρεσε το ενδεχόμενο αναζήτησης άλλης νομιμοποιητικής βάσης.  Η θέση αυτή της Κατηγορούσας Αρχής δεν άφησε περιθώριο ούτε για ενδεχόμενη συζήτηση της επενέργειας του τεκμηρίου της κανονικότητας: omnia praesumuntur rite esse acta.

Η έφεση απορρίφθηκε.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Scott v. Baker [1968] 2 All E.R. 993,

Gibbins v. Skinner [1951] 2 K.B. 379,

Swift v. Barrett [1940] Times L.R. Vol. LVI 650,

Dillon v. R. [1982] 1 All E.R. 1017.

Έφεση εναντίον Aθωωτικής Aπόφασης.

[*97]

Έφεση από το Γενικό Eισαγγελέα της Δημοκρατίας εναντίον της αθωωτικής απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Ποινική Yπόθεση Aρ. 32630/97) με την οποία ο Mατθαίου, E.Δ., αθώωσε τον κατηγορούμενο στην κατηγορία για παράλειψη συμμόρφωσης σε σήμα τροχαίας, κατά παράβαση του Kανονισμού 58(1)(ια) των περί Mηχανοκινήτων Oχημάτων και Tροχαίας Kινήσεως Kανονισμών του 1984 (K.Δ.Π. 66/84).

M. Mαλαχτού, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Eφεσείοντα.

O Eφεσίβλητος παρουσιάζεται αυτοπροσώπως.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.:  Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Νικολάου, Δ..

ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Σε προσαφθείσα κατηγορία εναντίον του εφεσίβλητου για παράλειψη συμμόρφωσης με σήμα τροχαίας, κατά παράβαση του Κανονισμού 58(1)(ια) των περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Κανονισμών του 1984 (Κ.Δ.Π. 66/84), το Επαρχιακό Δικαστήριο έκρινε ότι δεν υπήρχε εκ πρώτης όψεως υπόθεση λόγω έλλειψης επαρκούς απόδειξης ενός εκ των συστατικών στοιχείων του αδικήματος και ως εκ τούτου αθώωσε τον εφεσίβλητο.

Σύμφωνα με την προσαχθείσα μαρτυρία που, ως προς τα άλλα, θεωρήθηκε σε εκείνο το στάδιο αρκετή, η κατηγορία προέκυψε από τις ακόλουθες περιστάσεις. Ενωρίς το πρωί της 14 Οκτωβρίου 1996 ο εφεσίβλητος οδηγούσε αυτοκίνητο στη λεωφόρο Αρχαγγέλου με κατεύθυνση προς Λευκωσία. Η τροχαία κίνηση ήταν πολύ πυκνή. Πλησιάζοντας τη διασταύρωση με την οδό Μακεδονίτισσας, η οποία ελέγχεται με φώτα τροχαίας, μετακινήθηκε από τη μεσαία λωρίδα στη δεξιά.  Σε εκείνο το σημείο χώριζε τις δυό λωρίδες συνεχής άσπρη γραμμή και, επιπλέον, τόξα στη μεσαία έδειχναν υποχρεωτική πορεία ευθείαν, σε αντίθεση με την άλλη όπου τόξα έδειχναν υποχρεωτική πορεία δεξιά.  Στα φώτα, ο εφεσίβλητος προχώρησε και έστριψε δεξιά.  Τον σταμάτησε τότε αστυνομικός λοχίας που βρισκόταν στην περιοχή για έλεγχο της τροχαίας κίνησης και που παρακολούθησε το συμβάν.  Όταν τον πληροφόρησε ότι θα τον  καταγγείλει, ο εφεσίβλητος απάντησε “Εντάξει”. 

Στο δικαστήριο ο εφεσίβλητος δεν παραδέχθηκε ενοχή.  Και [*98]υπερασπίστηκε χωρίς συνήγορο. Η Κατηγορούσα Αρχή κάλεσε δύο μάρτυρες: τον αστυνομικό λοχία όπως και ένα υπάλληλο του Τμήματος Δημοσίων Έργων ο οποίος απασχολείτο με τη σηματοδότηση δρόμων.  Ο πρώτος εξέθεσε τα όσα είχε παρακολουθήσει στη σκηνή ενώ ο δεύτερος περιέγραψε, με κάποια λεπτομέρεια, τη σήμανση που υπήρχε εκεί, όχι όμως κατά το χρόνο που εδώ ενδιαφέρει αλλά αργότερα. και εξήγησε ότι ένα χρόνο πριν - δηλαδή πριν από τον Απρίλιο του 1998 που κατέθετε στο δικαστήριο - συμμετείχε στην επαναβαφή των σημάτων η οποία έγινε “μετά από  διαταγή της υπηρεσίας” του.

Ορίζεται στο σχετικό Κανονισμό ότι:

“58. - (1)  Πας όστις οδηγεί ή έχει την ευθύνην ή τον έλεγχον μηχανοκινήτου οχήματος εφ’ οιασδήποτε οδού, υπέχει υποχρέωσιν όπως -

...............................................................................................................

(ια) συμμορφούται προς άπαντα τα σήματα της τροχαίας, τα οποία ήθελον τοποθετηθή ή χαραχθή επί ή πλησίον οιασδήποτε οδού υπό ή κατ’ εντολήν της Αστυνομίας, ή δημοτικού συμβουλίου ή οιασδήποτε άλλης αρχής, εμπεπιστευμένης  τον  έλεγχον ή την ρύθμισιν της τροχαίας, προς καθοδήγησιν των οδηγών μηχανοκινήτων οχημάτων.”

Σύμφωνα με τον Καν. 71:

“Ως σήματα τροχαίας καθορίζονται τα σήματα τα οποία εκτίθενται εις τον Οδικόν Κώδικα τον εκδιδόμενον από καιρού εις καιρόν υπό του Εφόρου και δημοσιευομένου κατά τοιούτον τρόπον ως ο Έφορος ήθελεν ορίσει, τα σήματα τα οποία ορίζονται υπό δημοτικού συμβουλίου ή υφ’ οιασδήποτε άλλης αρχής εμπεπιστευμένης τον έλεγχον και την ρύθμισιν της τροχαίας, και τα σήματα τα οποία ορίζονται δυνάμει οιουδήποτε νόμου ή κανονισμού ή οιασδήποτε διεθνούς Συμβάσεως εις την οποίαν προσεχώρησε και η Δημοκρατία.”

Η οποιαδήποτε παράβαση αποτελεί, βάσει του Καν. 72, αδίκημα τιμωρούμενο με καθορισθείσα ποινή φυλάκισης και προστίμου. 

Το πρωτόδικο δικαστήριο προβληματίστηκε αναφορικά με το στοιχείο της εξουσιοδότησης για την τοποθέτηση ή χάραξη των σημάτων.  Έθεσε το ζήτημα ως εξής:

“Το Δικαστήριο προβληματίστηκε αναφορικά με την ερμη[*99]νεία των Κανονισμών των λέξεων της οποιασδήποτε αρχής εμπεπιστευμένης τον έλεγχο ή την ρύθμιση της τροχαίας διότι σίγουρα ενώπιον του Δικαστηρίου δεν υπήρξε οποιαδήποτε μαρτυρία ότι τα σήματα τοποθετήθηκαν ή χαράχθηκαν υπό ή κατ’ εντολή είτε της Αστυνομίας ή Δημοτικού Συμβουλίου.  Σε σχέση με τα δημόσια έργα αν και το τμήμα στο οποίο εργάζεται ο ΜΚ2 φαίνεται να εκτελεί καθήκοντα σήμανσης των οδών, δεν φαίνεται από τη μαρτυρία του ότι αυτό το κυβερνητικό τμήμα είναι όντως εμπεπιστευμένο με τον έλεγχο ή ρύθμιση της τροχαίας σύμφωνα με τον Κανονισμό.  Δηλαδή δεν μπορεί ελλείψει οποιασδήποτε διευκρινιστικής ή επιπρόσθετης μαρτυρίας επί του θέματος το Δικαστήριο να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η υπηρεσία στην οποία εργάζεται ο ΜΚ2, τουλάχιστον στον βαθμό στον οποίο υπάρχει οποιαδήποτε σχετική αναφορά στην μαρτυρία του, να είναι αυτή η οποιαδήποτε άλλη αρχή σύμφωνα με τον Κανονισμό.”

Έτσι κατέληξε ότι δεν μπορούσε να στοιχειοθετηθεί η κατηγορία.

Με την παρούσα έφεση ο Γενικός Εισαγγελέας προβάλλει, πρώτο, ότι το πρωτόδικο συμπέρασμα πως δεν αποδείχθηκε συστατικό στοιχείο του αδικήματος ήταν αποτέλεσμα εσφαλμένης εφαρμογής του νόμου επί των γεγονότων της υπόθεσης. και, δεύτερο, ότι εσφαλμένα ήταν που θεωρήθηκε πως χρειαζόταν μαρτυρία για να  αποδειχθεί  ότι το Τμήμα Δημοσίων Έργων - στο οποίο εργαζόταν ο δεύτερος μάρτυρας - αποτελεί αρχή εμπεπιστευμένη με τον έλεγχο ή τη ρύθμιση της τροχαίας βάσει του Καν. 58(1)(ια) “καθότι το γεγονός αυτό αποτελεί δικαστική γνώση (judicial notice) εξ αιτίας των διατάξεων  του περί Δημοσίων Οδών Νόμου, Κεφ. 83”.  Σε αυτό το δεύτερο ήταν που τελικά επικεντρώθηκε η επιχειρηματολογία της συνηγόρου που εμφανίστηκε προς υποστήριξη της έφεσης.

Με τον περί Δημοσίων Οδών Νόμο, Κεφ. 83, παρέχεται στο Διευθυντή Δημοσίων Έργων εξουσία αναφορικά με τα εξής: α) να απαγορεύει ή να ρυθμίζει, με ειδοποίηση δημοσιευμένη στην Επίσημη Εφημερίδα, τη χρήση σε δημόσια οδό, οποιουδήποτε τύπου οχήματος που κατά τη γνώμη του πιθανόν να προξενήσει ζημιά στην οδό: άρθρο 4· β) να εισέρχεται σε γη που εφάπτεται ή ευρίσκεται κοντά σε οποιαδήποτε υφιστάμενη ή προτεινόμενη δημόσια οδό για την εκτέλεση διαφόρων έργων: άρθρο 6· και γ) να εγκρίνει γραπτώς και εκ των προτέρων όπως “κατασκευαστούν ή ανεγερθούν σε, επί ή πάνω από οποιαδήποτε δημόσια οδό, τέτοιοι μιλιοδείκτες, πάσσαλοι, σήματα τροχαίας, νησίδες τροχαίας, δημόσιοι τηλεφωνικοί θάλαμοι και τέτοιες άλλες κατασκευές ή οικοδομές [*100]όπως ο Διευθυντής Δημοσίων Έργων δύναται να εγκρίνει προς το δημόσιο συμφέρον.”: άρθρο 9.

Τα άρθρα 4 και 6 που αφορούν το ένα την προστασία δημόσιων οδών από υλική ζημία και το άλλο την εκτέλεση σε αυτές διαφόρων έργων, όπως η κατασκευή και βελτίωση τους, δεν χρειάζεται να τα σχολιάσουμε.  Ως προς το άρθρο 9, βάσει του οποίου ο Διευθυντής του Τμήματος Δημοσίων Έργων ενεργεί σχετικά με τη σήμανση δημοσίων οδών, είναι νομίζουμε προφανές ότι η εξουσία του αφορά τη διενέργεια υλικών έργων “κατασκευών ή οικοδομών” - όπως αναφέρονται στο Νόμο - με σκοπό τη βελτίωση της λειτουργικότητας των οδών και τη διευκόλυνση της διακίνησης· και δεν αφορά “τον έλεγχον ή την ρύθμισιν της τροχαίας προς καθοδήγησιν των οδηγών μηχανοκινήτων οχημάτων” εντός της έννοιας του Καν. 58(1)(ια).  Με άλλα λόγια, ο Διεθυντής δεν είχε εξουσία να αποφασίσει για τη σήμανση.  Γι’ αυτό, αντίθετα με ό,τι πρότεινε η Κατηγορούσα Αρχή, από νομικής άποψης ο περί Δημοσίων Οδών Νόμος δεν θεμελίωνε την εγκυρότητα της σήμανσης.  Επρόκειτο βέβαια για ζήτημα ερμηνείας που είναι βέβαια νομικό και όχι, όπως το θεώρησε το πρωτόδικο δικαστήριο, θέμα πραγματικό για να κρινόταν με αναφορά σε μαρτυρία. 

Έπειτα, η γενικότερη θέση της Κατηγορούσας Αρχής ότι το πρωτόδικο συμπέρασμα περί απόδειξης των εν λόγω συστατικών στοιχείων ήταν νομικά εσφαλμένο, δεν μπορεί παρά να εξεταστεί υπό το φως της επίκλησης του περί Δημοσίων Οδών Νόμου.  Διότι η από μέρους της Κατηγορούσας Αρχής εξειδίκευση ότι η εξουσιοδότηση για τα σήματα προήλθε από το Διευθυντή Δημοσίων Έργων αφαίρεσε το ενδεχόμενο αναζήτησης άλλης νομιμοποιητικής βάσης.  Το κατά πόσο τα σήματα τροχαίας τέθηκαν “υπό ή κατ’ εντολήν της Αστυνομίας ή δημοτικού συμβουλίου ή οποιασδήποτε άλλης αρχής εμπεπιστευμένης τον έλεγχο ή την ρύθμισιν της τροχαίας” αποτελούσε εν προκειμένω θέμα πραγματικό που χρειαζόταν απόδειξη.  Ωστόσο, ενόψει της φύσης της υπόθεσης αλλά και του στοιχείου για το οποίο γίνεται  λόγος, όπως και της έλλειψης αμφισβήτησης, θα μπορούσε ενδεχομένως να συζητηθεί η επενέργεια του τεκμηρίου της κανονικότητας: omnia praesumuntur rite esse acta.  Τα όρια του οποίου, σε ποινικές υποθέσεις, εξετάστηκαν επισταμένα πρώτα στη Scott v. Baker [1968] 2 All E.R. 993 - όπου εξηγήθηκε η κατάληξη στην Gibbins v. Skinner [1951] 2 K.B. 379 και Swift v. Barrett [1940] Times L.R. Vol. LVI 650 - και έπειτα στην Dillon v. R. [1982] 1 All E.R. 1017 (P.C.).  Δεν παρίσταται όμως ανάγκη να μας απασχολήσει αυτή η πτυχή περαιτέρω αφού η εξειδικευμένη θέση της Κατηγορούσας Αρχής δεν άφησε ούτως ή [*101]άλλως περιθώριο για τέτοιο τεκμήριο.

Η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται.

H έφεση απορρίπτεται.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο