Kυριακίδης Σάββας, Σταύρος Nεοφύτου ν. (Αρ. 1) (1999) 2 ΑΑΔ 102

(1999) 2 ΑΑΔ 102

[*102]8 Mαρτίου, 1999

[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΣΤΑΥΡΟΣ ΝΕΟΦΥΤΟΥ,

Εφεσείων,

v.

ΣΑΒΒΑ ΚΥΡΙΑΚΙΔΗ (AΡ. 1),

Εφεσιβλήτου.

(Ποινική Έφεση Aρ. 6433)

 

Έκδοση επιταγής χωρίς αντίκρυσμα κατά παράβαση των Άρθρων 305Α(1)(2), 26 και 29 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 — Υπεράσπιση της έλλειψης αγώγιμου δικαιώματος — Το αγώγιμο δικαίωμα δεν πρέπει να συγχέεται με την πιθανή αιτία αγωγής, που μπορεί να εγερθεί με βάση τη συναλλαγή που οδήγησε στην έκδοση της επιταγής.

Έφεση — Ιδιωτική ποινική υπόθεση —  Η έγκριση του Γενικού Εισαγγελέα για καταχώρηση έφεσης από δικηγόρο εξυπακούει και παραχώρηση εξουσιοδότησης υπογραφής της ειδοποίησης έφεσης.

Εφεσείων και εφεσίβλητος συμφώνησαν μεταξύ τους όπως ο εφεσείων διαθέσει και όντως διέθεσε, κεφάλαια στην επιχείρηση εξαγωγών γάλακτος του εφεσίβλητου με αντάλλαγμα την καταβολή υπό του εφεσίβλητου μερίσματος 7% επί του κεφαλαίου ανά δίμηνο.

Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες των αδικημάτων, ο κατηγορούμενος-εφεσίβλητος, στις 24.9.95 και 20.10.95 εξέδωσε δύο επιταγές εκ £32.100.- και £34.240.- εκάστη αντίστοιχα προς όφελος του παραπονούμενου-εφεσείοντα, οι οποίες όταν παρουσιάσθηκαν στην τράπεζα για πληρωμή δεν εξοφλήθηκαν λόγω έλλειψης διαθέσιμων κεφαλαίων του εκδότη και ο τελευταίος, παρέλειψε να τις εξοφλήσει εντός 15 ημερών από την ημέρα που έλαβε γνώση του γεγονότος αυτού.

Σύμφωνα με τα παραδεκτά γεγονότα, οι επίδικες επιταγές δεν πληρώθηκαν εντός ευλόγου χρόνου, όταν παρουσιάσθηκαν για πληρωμή δεν υπήρχαν διαθέσιμα κεφάλαια και γι’ αυτό το λόγο δεν πληρώθηκαν στους λογαριασμούς του εφεσίβλητου και ο εφεσείων καταχώρησε αγωγή εναντίον του εφεσίβλητου με την οποία απαιτούσε τα [*103]ποσά των δύο επιταγών και η οποία επιδόθηκε προσωπικά στον εφεσίβλητο στις 8.1.96.

Ο εφεσίβλητος υπέγραψε προς όφελος του εφεσείοντα δύο συναλλαγματικές εκ £34.240 και £32.100 με εγγυητές τον πατέρα του και την εταιρεία Stelios Kyriakides Ltd.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι οι εν λόγω συναλλαγματικές δεν αποτελούσαν εξόφληση των επιταγών.

Ο εφεσίβλητος πρόβαλε τον ισχυρισμό ότι η συμφωνία με τον εφεσείοντα ήταν συμφωνία δανείου που πρόβλεπε την πληρωμή τόκου πέραν του επιτρεπομένου υπό του νόμου ορίου και ότι τα ποσά των δύο επιταγών ήταν προϊόν τοκογλυφίας που είχε προκύψει από την εν λόγω συμφωνία που στην ολότητά της ήταν μολυσμένη από παρανομία λόγω παράβασης των προνοιών του Περί Τόκου Νόμου του 1977 (Ν. 2/77).

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι:  οι συναλλαγματικές δεν αποτελούσαν εξόφληση των επιταγών, η συμφωνία ήταν παράνομη και στοιχειοθετήθηκε η εκ του νόμου προβλεπόμενη υπεράσπιση της έλλειψης του αγώγιμου δικαιώματος που προβλέπει το Άρθρο 305Α(3) του Ποινικού Κώδικα, που ήγειρε ο εφεσίβλητος.  Ο εφεσίβλητος αθωώθηκε.

Αποφασίστηκε κατ’ έφεση ότι η υπεράσπιση της έλλειψης αγώγιμου δικαιώματος δεν μπορούσε υπό τις περιστάσεις να ευσταθήσει.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο σύγχισε το αγώγιμο δικαίωμα με την πιθανή αιτία αγωγής, που μπορεί να εγερθεί με βάση τη συναλλαγή που οδήγησε στην έκδοση επιταγής.

Eνόψει των ανωτέρω, παραμερίζεται η αθωωτική απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου και ο εφεσίβλητος κρίνεται ένοχος σύμφωνα με το κατηγορητήριο.

Η έφεση επιτράπηκε.

Αναφερόμενη υπόθεση:

Λοΐζου v. Δημοκρατίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 108.

Έφεση εναντίον Aθωωτικής Aπόφασης.

Έφεση από τον Σταύρο Nεοφύτου εναντίον της αθωωτικής [*104]απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Ποινική Yπόθεση Aρ. 15630/96) ) με την οποία η Σωκράτους, E.Δ., αθώωσε τον κατηγορούμενο σε δύο κατηγορίες για διάπραξη ισάριθμων αδικημάτων έκδοσης επιταγής χωρίς αντίκρυσμα, κατά παράβαση των Άρθρων 305A(1)(2), 26 και 29 του Ποινικού Kώδικα, Kεφ. 154.

Π. Aγγελίδης, για τον Eφεσείοντα.

E. Πουργουρίδης, για τον Eφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.:  Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Α. Κραμβής.

ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Ο εφεσίβλητος αντιμετώπισε ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου δύο κατηγορίες για διάπραξη ισάριθμων αδικημάτων  έκδοσης επιταγής χωρίς αντίκρυσμα κατά παράβαση των άρθρων  305Α(1)(2), 26 και 29 του Ποινικού Κώδικα και αθωώθηκε.  Η έφεση στρέφεται κατά της πρωτόδικης απόφασης, η ορθότητα της οποίας αμφισβητείται. 

Η διάπραξη των αδικημάτων, ανάγεται σε χρόνους προγενέστερους της τροποποίησης του άρθρου 305Α του Ποινικού Κώδικα την οποία επέφερε ο Νόμος 186/96 και συνεπώς το θέμα διέπεται από την νομοθεσία που ίσχυε πριν από την τροποποίηση.

Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες των αδικημάτων, ο κατηγορούμενος -εφεσίβλητος, στις 24.9.95 και 20.10.95  εξέδωσε δύο επιταγές εκ £32.100.- και £34.240.- εκάστη αντίστοιχα προς όφελος του παραπονούμενου -εφεσείοντα οι οποίες εντός ευλόγου χρόνου αφότου κατέστησαν πληρωτέες, παρουσιάστηκαν στην τράπεζα για πληρωμή πλην όμως δεν εξοφλήθηκαν λόγω ελλείψεως διαθέσιμων κεφαλαίων του εκδότη και ο τελευταίος, παρέλειψε να τις εξοφλήσει εντός 15 ημερών από την ημέρα που έλαβε γνώση του γεγονότος αυτού.

Αναφορικά με τα γεγονότα που συνθέτουν τις λεπτομέρειες των δυο αδικημάτων, έγινε δήλωση παραδεκτών γεγονότων με βάση τις σχετικές πρόνοιες του περί  Αποδείξεως Τροποποιητικού Νόμου Ν. 186/86, τα οποία  έγιναν αποδεκτά από το δικαστήριο.  Τα γεγονότα αυτά είναι:

[*105](α)         Οι επίδικες επιταγές δεν πληρώθηκαν μέσα σε εύλογο χρόνο. 

(β)  Κατά τις ημερομηνίες που παρουσιάστηκαν για πληρωμή δεν υπήρχαν διαθέσιμα κεφάλαια και δεν πληρώθηκαν λόγω έλλειψης διαθέσιμων κεφαλαίων στους λογαριασμούς του  εφεσίβλητου. 

(γ)  Ο εφεσείων καταχώρησε εναντίον του εφεσίβλητου την αγωγή αριθ. 11987/95 με την οποία απαιτούσε τα ποσά τα δύο επιταγών και η οποία επιδόθηκε προσωπικά στον εφεσίβλητο στις 8.1.96.

Ο εφεσείων είναι ιατρός-γυναικολόγος. Γνώρισε τον εφεσίβλητο μέσω της γυναίκας του  η οποία είναι παιδίατρος.  Ο εφεσίβλητος είπε στον εφεσείοντα πως ασχολείτο με εισαγωγές γάλακτος και παιδικών τροφών καθώς και με εξαγωγές γάλακτος στην Κροατία.

Η γνωριμία, οδήγησε στη σύναψη συμφωνίας.  Εφεσείων και εφεσίβλητος συμφώνησαν μεταξύ τους όπως ο εφεσείων διαθέσει και όντως διέθεσε, κεφάλαια στην επιχείρηση εξαγωγών γάλακτος  του εφεσίβλητου με αντάλλαγμα την καταβολή υπό του εφεσίβλητου  μερίσματος 7% επί του κεφαλαίου  ανά δίμηνο. 

Στη βάση της μεταξύ τους συμφωνίας ακολούθησαν συναλλαγές και δοσοληψίες.  Η χρονολογική τους σειρά και τα ακριβή γεγονότα που τις περιβάλλουν υπήρξαν αντικείμενο αμφισβήτησης.  Παρά ταύτα, διαπιστώθηκε η ύπαρξη σημαντικού σταθμού στην όλη πορεία των συναλλαγών για τον οποίο υπάρχει σύγκλιση.  Ο εφεσίβλητος υπέγραψε προς όφελος του εφεσείοντα δύο συναλλαγματικές εκ £34.240 και £32.100 με εγγυητές τον πατέρα του και την εταιρεία Stelios Kyriakides Ltd.  Το πρωτόδικο δικαστήριο κατόπιν εξέτασης της μαρτυρίας που είχε ενώπιόν του, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι εν λόγω συναλλαγματικές υπεγράφησαν από τον εφεσίβλητο προς εξασφάλιση του λαβείν του εφεσείοντα και όχι προς ακύρωση προγενέστερων συναλλαγών των διαδίκων.  Σύμφωνα με την απόφαση, η υπογραφή των εν λόγω συναλλαγματικών αποτελούσε  συνέχεια των συναλλαγών των διαδίκων που είχαν ως βάση την  αρχική τους συμφωνία. 

Η πρωτόδικος δικαστής διαπίστωσε ακόμα ότι οι συναλλαγματικές υπεγράφησαν μετά την έκδοση των επιταγών και συνάμα επεσήμανε  ότι δεν είχε προβληθεί οποιοσδήποτε ισχυρισμός ότι οι εν λόγω συναλλαγματικές είχαν παραδοθεί στον εφεσείοντα μετά [*106]την μη πληρωμή των επιταγών και εντός της δεκαπενθήμερης προθεσμίας που τάσσει ο νόμος έτσι ώστε να θεωρηθεί ότι η παράδοση τους στον εφεσείοντα αποτελούσε εξόφληση των επιταγών. Η Δικαστής προεκτείνοντας την παρατήρηση της επί του συγκεκριμένου θέματος αναφέρει:

“Ούτε βέβαια ισχυρίζονται ότι αποτελούν νέα συμφωνία η οποία να μετάλλαξε τις υποχρεώσεις των μερών σε σημείο που να μη γεννάται αγώγιμο δικαίωμα από τις επιταγές λόγω ακριβώς της ύπαρξης των συναλλαγματικών όπως εσυνέβη στην υπόθεση G. P. Ergatides Motors Ltd και Άλλος v. Αστυνομίας (1997) 2 A.A.Δ. 182.”

Ο εφεσίβλητος πρόβαλε τον ισχυρισμό ότι η συμφωνία με τον εφεσείοντα ήταν συμφωνία δανείου που πρόβλεπε την πληρωμή τόκου πέραν του επιτρεπομένου υπό του νόμου ορίου και ότι τα ποσά των δύο επιταγών ήταν προϊόν τοκογλυφίας που είχε προκύψει από την εν λόγω συμφωνία που στην ολότητά της ήταν μολυσμένη  από παρανομία λόγω παράβασης των προνοιών του Περί Τόκου Νόμου του 1977 (Ν. 2/77).

Η πρωτόδικος δικαστής κατέληξε στο συμπέρασμα ότι απεδείχθησαν όλα τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος τα οποία ορθά προσδιόρισε ως εξής:

(α)  Η έκδοση επιταγής

(β)  Η εμφάνιση της στην τράπεζα εντός ευλόγου χρόνου και η μη εξόφλησή της όταν αυτή καθίσταται πληρωτέα.

(γ)  Η έλλειψη διαθέσιμων κεφαλαίων  του εκδότη που επενεργεί ως λόγος μη εξόφλησης, και

(δ)  Η παράλειψη εξόφλησης από τον εκδότη μετά παρέλευση 15 ημερών από την ημερομηνία που ο εκδότης έλαβε γνώση του στοιχείου (γ) ανωτέρω.

Διαπίστωσε επίσης ότι το “μέρισμα” που αναφέρεται στη συμφωνία αποτελεί τόκο εντός της εννοίας του περί τόκου νόμου (Ν. 2/77) και με βάση αυτή τη διαπίστωση, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η συμφωνία είναι παράνομη. Το  απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση που ακολουθεί, εμπεριέχει το πιο πάνω συμπέρασμα: 

“Στην κρινόμενη περίπτωση ο προβλεφθείς τόκος ήτο 7% διμηνιαίως ήτοι 42% ετησίως ένα ποσό πολύ και πέραν του νόμιμα επιτρεπομένου.  Ποσοστό παράνομο και ρητά απαγορευμένο από το νόμο.  Η δε συμφωνία της οποία η αντιπαροχή είναι παράνομη αφού περιλαμβάνει μη επιτρεπόμενο επιτόκιο και ουσιαστικά καταστρατηγεί και τη δημόσια πολιτική είναι παράνομη και άκυρη.”

Μετά τη διατύπωση των πιο πάνω ευρημάτων, η πρωτόδικος δικαστής προχώρησε στην εξέταση του κατά πόσο στοιχειοθείται η  εκ του νόμου προβλεπόμενη υπεράσπιση της έλλειψης αγώγιμου δικαιώματος που προβλέπει το άρθρο 305Α(3)* του Ποινικού Κώδικα  που ήγειρε ο εφεσίβλητος.   Κατόπιν εξέτασης, και σε συνάρτηση προς τη διαπίστωση ότι η συμφωνία ήταν στην ολότητά της μολυσμένη από παρανομία, η υπεράσπιση κρίθηκε βάσιμη και ο εφεσίβλητος αθωώθηκε. 

Το άρθρο 305Α του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154 προβλέπει για τις επιταγές χωρίς αντίκρυσμα.  Στα πρώτα δύο εδάφια του άρθρου προσδιορίζονται τα αντίστοιχα συστατικά στοιχεία των αδικημάτων καθώς και των υπερασπίσεων που προσφέρονται σε σχέση με το καθένα από αυτά στην περίπτωση της μη πληρωμής επιταγών.

Η ορθή ερμηνεία του εδαφίου 3 είναι, κατά τη γνώμη μας, η ακόλουθη:  Η επιταγή, αντικείμενο της κατηγορίας, πρέπει:

(α) να έχει τα αναγκαία χαρακτηριστικά γνωρίσματα επιταγής, όπως γίνεται σ’ αυτά αναφορά στον περί Συναλλαγματικών Νόμο Κεφ. 262 και,

(β) ο υποβάλλων το παράπονο να είναι νομιμοποιημένος κομιστής της επιταγής, πάλιν μέσα στην έννοια του πιο πάνω νόμου.           

Σ’ αυτά τα στοιχεία περιορίζεται η φράση “αγώγιμο δικαίωμα”, που απαντά στο εδάφιο 3. Το αγώγιμο δικαίωμα δεν πρέπει να συγχέεται με την πιθανή αιτία αγωγής, που μπορεί να εγερθεί με βάση τη συναλλαγή που οδήγησε στην έκδοση της επιταγής.  Σ’ αυτή τη σύγχιση περιεπλάκη το πρωτόδικο δικαστήριο, που αντί να περιοριστεί στην ορθή εφαρμογή των διατάξεων του ποινικού νό[*108]μου, όπως τις ερμηνεύουμε πιο πάνω, προχώρησε να δεχθεί μαρτυρία και απ’ αυτή να προβεί σε διαπιστώσεις που αφορούν διαφορά αστικής ευθύνης των μερών. Τέτοια όμως ερμηνεία και εφαρμογή της σχετικής ποινικής διάταξης θα καθιστούσε τη θέσπισή της αχρείαστη.  Επισήμανση της διαφοράς αγώγιμο δικαίωμα και αιτία αγωγής ή υπεράσπιση σε πιθανή αγωγή επί της συναλλαγματικής έγινε από το Εφετείο στην υπόθεση Λοΐζου ν. Δημοκρατίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 108 στην οποία έκαμε αναφορά η πρωτόδικος δικαστής αλλά η προσοχή της δεν επικεντρώθηκε στη σχετική επισήμανση του δικαστηρίου.

Για τους λόγους που έχουμε εξηγήσει, η υπεράσπιση της έλλειψης αγώγιμου δικαιώματος δεν μπορούσε υπό τις περιστάσεις να ευσταθήσει.

Η διαπίστωση του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι έχουν αποδειχθεί όλα τα συστατικά στοιχεία των αδικημάτων είναι ορθή και αναντίρρητη.  Κρίνουμε ότι η ενοχή του εφεσιβλήτου έχει αποδειχθεί πέρα από κάθε λογική αμφιβολία.

Ο κ. Πουργουρίδης πρόβαλε τον ισχυρισμό ότι η ειδοποίηση έφεσης υπεγράφη από τον δικηγόρο του εφεσείοντα χωρίς εξουσιοδότηση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας κατά παράβαση του άρθρου 137(3) της Ποινικής Δικονομίας, Κεφ. 155, γεγονός που καθιστά την έφεση απαράδεκτη.  Ο ισχυρισμός δεν ευσταθεί.  Η έγκριση του Γενικού Εισαγγελέα για καταχώρηση έφεσης από δικηγόρο εξυπακούει κατά την άποψή μας και παραχώρηση εξουσιοδότησης υπογραφής της ειδοποίησης έφεσης. 

           

Κατόπιν των ανωτέρω, ενασκώντας τις εξουσίες μας δυνάμει του άρθρου 145(3)(α)(ι) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, παραμερίζουμε την αθωωτική απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου και βρίσκουμε  ένοχο τον εφεσίβλητο σύμφωνα με το κατηγορητήριο.

Η έφεση επιτρέπεται.  Ο εφεσίβλητος κρίνεται ένοχος ως το κατηγορητήριο.  Στη συνέχεια θα εξετάσουμε το θέμα της ποινής.

H έφεση επιτρέπεται.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο