Xαραλαμπίδης Mιχάλης A. ν. Aστυνομίας (1999) 2 ΑΑΔ 109

(1999) 2 ΑΑΔ 109

[*109]9 Μαρτίου,1999

[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΜΙΧΑΛΗΣ Α. ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΗΣ,

Eφεσείων,

v.

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Eφεσίβλητης.

(Ποινική Έφεση Aρ. 6647)

 

Ποινή — Κλοπή υπό αντιπροσώπου, κατά παράβαση των Άρθρων 255, 270(β) και 29 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 — Εφεσείων δικηγόρος, οικειοποιήθηκε ποσό £3.000 που του εμπιστεύθηκε πελάτης του με σκοπό να το διαθέσει για τη διευθέτηση διαφοράς του με κάποια εταιρεία — Επιβολή ποινής φυλάκισης 12 μηνών — Επικυρώθηκε κατ’ έφεση.

Ποινή — Επιμέτρηση — Ελαφρυντικοί παράγοντες — Καθυστέρηση στη διεκπεραίωση υπόθεσης — Όταν προκλήθηκε από τις πράξεις του κατηγορουμένου δε συνιστά παράγοντα μετριασμού της ποινής.

Δικηγόροι — Δικηγόρος και πελάτης — Σχέση εμπιστοσύνης — Διάπραξη αδικήματος από δικηγόρο που αντιστρατεύεται τη σχέση αυτή — Οδηγεί στην εκθεμελίωση του οικοδομήματος της απονομής της δικαιοσύνης.

Ο εφεσείων, ο οποίος αντιμετώπιζε κατηγορία για κλοπή υπό αντιπροσώπου, είχε επιστρέψει στον παραπονούμενο πελάτη του το ποσό των £3.000 που οικειοποιήθηκε και ζήτησε την επιείκεια του Δικαστηρίου.  Το Δικαστήριο του επέβαλε ποινή φυλάκισης 12 μηνών.

Στην έφεση, ο εφεσείων υποστήριξε ότι, έπρεπε να είχε ληφθεί υπόψη ως παράγων μετριασμού της ποινής και η μεγάλη καθυστέρηση στην καταχώρηση της κατηγορίας εναντίον του.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Η μεγάλη καθυστέρηση στη διεκπεραίωση της εις βάρος του εφεσείοντα υπόθεσης, οφειλόταν αποκλειστικά στον ίδιο, ο οποίος, προφανώς απέφευγε τον εντοπισμό του από τις Αρχές.  Γι’ αυτό [*110]και ο παράγων αυτός δεν μπορούσε να ληφθεί υπόψη ως μετριαστικός παράγων στην επιμέτρηση της ποινής.

2.  Το κυρίαρχο στοιχείο στην υπόθεση αυτή είναι η παραβίαση της εμπιστοσύνης πελάτη προς δικηγόρο.  Εάν κλονισθεί το αίσθημα της εμπιστοσύνης του πελάτη προς το δικηγόρο του, οι τριγμοί θα φθάσουν τα θεμέλια του οικοδομήματος της απονομής της δικαιοσύνης.

3.  Η επιβληθείσα ποινή, είναι ορθά ζυγιασμένη και ενέχει και το στοιχείο της επιείκειας.  Δεν μπορεί επομένως με κανένα τρόπο να θεωρηθεί ως έκδηλα υπερβολική.

Η έφεση απορρίφθηκε.

Έφεση εναντίον Kαταδίκης και Ποινής.

Έφεση εναντίον της καταδίκης και της ποινής από το Mιχάλη A. Xαραλαμπίδη, ο οποίος βρέθηκε ένοχος στις 30 Δεκεμβρίου 1998, από το Eπαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας (Ποινική Yπόθεσης Aρ. 34388/97) στην κατηγορία κλοπής υπό αντιπροσώπου κατά παράβαση των Άρθρων 255, 270(β) και 29 του Ποινικού Kώδικα, Kεφ. 154 και καταδικάστηκε από Xατζηγιάννη-Iωσήφ, E.Δ., σε ποινή φυλάκισης 12 μηνών.

Ο Eφεσείων παρουσιάζεται προσωπικά.

Α. Μαππουρίδης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Eφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.:  Ο εφεσείων είναι δικηγόρος, αλλά του έχει αφαιρεθεί η άδεια άσκησης του επαγγέλματος από το Πειθαρχικό Συμβούλιο του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου για αντιδεοντολογική συμπεριφορά, που δεν έχει σχέση με την καταδίκη του σε 12 μήνες φυλάκιση, αντικείμενο της παρούσας έφεσης.

Ο εφεσείων, παραδέχθηκε ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας ενοχή σε κατηγορία κλοπής  υπό αντιπροσώπου, κατά παράβαση των άρθρων 255, 270(β) και 29 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154.  Τα γεγονότα της υπόθεσης είναι απλά.  Ο εφεσείων οικειοποιήθηκε ποσό £3.000, που του εμπιστεύθηκε ο παραπονούμενος πελάτης του με σκοπό να το διαθέσει για τη διευθέτηση διαφοράς του με κάποια εταιρεία.

[*111]Δεν θα αναφερθούμε σε έκταση στη διαδικασία ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, κατά την οποία ο εφεσείων επέδειξε συμπεριφορά απάδουσα της επαγγελματικής του ιδιότητας, που σχετιζόταν άμεσα με τη δικαστική πορεία της υπόθεσης αλλά και που προεκτάθηκε, ολωσδιόλου αδικαιολόγητα, και προς το πρόσωπο της δικαστού.  Ό,τι έγινε στο πρωτόδικο Δικαστήριο δεν επαναλήφθηκε εδώ.  Ο εφεσείων παρουσίασε την υπόθεση του αυτοπροσώπως με σεβασμό στο Δικαστήριο και μετριοπάθεια στη έκφραση.

Η έφεση στρέφεται εναντίον της καταδίκης και της ποινής, με την εισήγηση πως είναι άκρως υπερβολική.  Στην πρόοδο της συζήτησης ο εφεσείων κατάλαβε πως δεν μπορούσε να προωθήσει βάσιμα επιχειρήματα εναντίον της καταδίκης.  Είναι αρκετό να υπενθυμίσουμε, στο σημείο αυτό, πως ο εφεσείων είχε παραδεχθεί την κατηγορία, διαφώνησε όμως στη συνέχεια με δύο δικηγόρους που είχε διορίσει για να παρουσιάσουν την υπόθεση του.  Ο τελευταίος δικηγόρος που ανέλαβε αγόρευσε ενώπιον του Δικαστηρίου για μετριασμό της ποινής.  Επ’ αυτού εξέθεσε τις συνθήκες διάπραξης του αδικήματος, περιέγραψε με λεπτομέρεια τις προσωπικές περιστάσεις του εφεσείοντα και ανέφερε πως είχε ήδη πληρώσει στον παραπονούμενο το ποσό, αντικείμενο της κατηγορίας, κάτι που όντως έγινε, και ζήτησε την επιείκεια του Δικαστηρίου.

Ο εφεσείων επέμεινε ενώπιον μας στη θέση πως θα έπρεπε να ληφθεί σοβαρά υπόψη, μεταξύ των άλλων μετριαστικών παραγόντων, και το γεγονός της μεγάλης καθυστέρησης στην καταχώριση της κατηγορίας εναντίον του, δεδομένου ότι το αδίκημα διαπράχθηκε τον Ιανουάριο του 1992.  (Το κατηγορητήριο καταχωρίστηκε στις 12.9.97).  Αναφορικά με το ζήτημα αυτό παρατηρούμε πως η πρωτόδικος δικαστής αυτεπάγγελτα διεξήγαγε ειδική έρευνα στη διαδικασία προτού αποφασίσει το ζήτημα της ποινής.  Διαπίστωσε, και πολύ ορθά, πως η ομολογουμένως μεγάλη καθυστέρηση στη διεκπεραίωση της εις βάρος του εφεσείοντα υπόθεσης, οφειλόταν αποκλειστικά στον ίδιο ο οποίος, προφανώς, απέφευγε τον εντοπισμό του από τις Αρχές.  Γι΄αυτό και τούτος ο παράγοντας δεν μπορούσε να λειτουργήσει ως μετριαστικός στην ποινή. Διεξήλθαμε την ειδική διαδικασία επί του θέματος και από τα στοιχεία που εμφαίνονται σ΄αυτή συμφωνούμε με την κρίση της Δικαστού.

Έχουμε βασανίσει τη σκέψη μας αναφορικά με τον ορθό και δίκαιο χειρισμό της υπόθεσης.  Μας λυπεί που ο εφεσείων, με την ιδιότητα του δικηγόρου εντεταλμένου στην τήρηση των νόμων της πολιτείας ως λειτουργού της δικαιοσύνης, έχει διαπράξει το σοβαρό αυτό αδίκημα, που αντιστρατεύεται τη σχέση εμπιστοσύνης πε[*112]λάτη προς δικηγόρο.  Και αυτό είναι το κυρίαρχο στοιχείο στην υπόθεση.  Η παραβίαση δηλαδή αυτής της εμπιστοσύνης.  Η σχέση δικηγόρου και πελάτη βασίζεται εξ ολοκλήρου, και με ιδιαίτερο τρόπο, στην εμπιστοσύνη του τελευταίου προς τον πρώτο. Έτσι και  κλονισθεί τούτο το αίσθημα οι τριγμοί θα φθάσουν τα θεμέλια του οικοδομήματος της απονομής της δικαιοσύνης. Είμαστε βέβαιοι πως όσοι ανήκουν στο δικηγορικό επάγγελμα συμμερίζονται αυτές τις σκέψεις.

Με τους πιο πάνω προβληματισμούς έχουμε ζυγίσει αφενός τις προσωπικές περιστάσεις του εφεσείοντα και αφετέρου τη σοβαρότητα του αδικήματος που διέπραξε.  Έχουμε λάβει σοβαρά υπόψη την πιθανή επαγγελματική καταστροφή του και τη δεινή οικονομική κατάσταση στην οποία βρίσκεται, έστω με δική του ευθύνη.  Αυτά που μας είπε ο εφεσείων εδώ δεν περιείχαν ακριβώς στοιχεία μεταμέλειας.  Τα λόγια του ήσαν ανάμεικτα εισηγήσεων για απαλλαγή του από την κατηγορία και διαζευκτικά, εισήγηση για επιείκεια. Αντιλαμβανόμαστε τη θλιβερή κατάσταση στην οποία βρίσκεται, και ίσως γι’ αυτό προσπαθεί, κάτω από την πίεση των συνθηκών στις οποίες λειτουργεί, να βρει οποιαδήποτε σανίδα σωτηρίας.  Έτσι, δεν καταλογίζουμε εις βάρος του τις αντιφατικές τοποθετήσεις.

Εξαντλήσαμε τη σκέψη μας σε μια προσπάθεια  να προσεγγίσουμε τα περιθώρια μεγαλύτερης επιείκειας.  Κρίνουμε όμως πως ποινή που επέβαλε το πρωτόδικο Δικαστήριο είναι ορθά ζυγιασμένη και ενέχει και το στοιχείο της επιείκειας.  Δεν μπορεί, επομένως,  να θεωρηθεί με κανένα τρόπο πως η επιβληθείσα ποινή είναι άκρως υπερβολική.

Η έφεση απορρίπτεται.

H έφεση απορρίπτεται.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο