Δημοκρατία ν. Mιχαλάκη Eυσταθίου Πανή (Αρ. 1) (1999) 2 ΑΑΔ 124

(1999) 2 ΑΑΔ 124

[*124]24 Mαρτίου, 1999

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ,

v.

ΜΙΧΑΛΑΚΗ ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ ΠΑΝΗ (AΡ. 1),

Κατηγορουμένου.

(Yπόμνημα Aρ. 331)

 

Απόδειξη — Εξ ακοής μαρτυρία — Κατά πόσο μαρτυρία περί της συγκατάθεσης που δόθηκε από τρίτο πρόσωπο, συνιστά εξ ακοής μαρτυρία — Αρνητική η απάντηση κατά πλειοψηφία.

Απόδειξη — Εξ ακοής μαρτυρία — Κανόνας αποκλεισμού εξ ακοής μαρτυρίας και εξαιρέσεις του — Εκτενής αναφορά στη σχετική νομολογία και ανάλυση αυθεντιών.

Το Κακουργιοδικείο, εξετάζοντας υπόθεση ανθρωποκτονίας, κατά παράβαση του Άρθρου 205 του Κεφ. 154, επιφύλαξε για γνωμοδότηση από το Ανώτατο Δικαστήριο, σύμφωνα με το Άρθρο 148 του Κεφ. 155, τρία ερωτήματα, θεωρηθέντα ως νομικά. Το τρίτο ερώτημα απεσύρθη και παρέμειναν τα ακόλουθα δύο ερωτήματα:

(1)   Προσκρούει στον κανόνα του αποκλεισμού της εξ ακοής μαρτυρίας η αναφορά μάρτυρος ότι στην παρουσία του δόθηκε από πρόσωπο γραπτή ή προφορική συγκατάθεση για λήψη αίματος από το πρόσωπο αυτό πριν τη λήψη αίματος;

(2)   Προσκρούει στον κανόνα του αποκλεισμού της εξ ακοής μαρτυρίας η αναφορά μάρτυρος ότι στην παρουσία του δόθηκε από πρόσωπο γραπτή ή προφορική συγκατάθεση για λήψη τεκμηρίου από το πρόσωπο αυτό πριν τη λήψη του τεκμηρίου;

Ο συνήγορος της Δημοκρατίας αμφισβήτησε ότι η μαρτυρία συνιστά εξ ακοής μαρτυρία και ισχυρίστηκε ότι και αν ακόμη αποτελεί τέτοια μαρτυρία, τότε εμπίπτει στην εξαίρεση του κανόνα αποκλεισμού ως μέρος των πραχθέντων (res gestae).

[*125]Αντίθετα ο συνήγορος του κατηγορουμένου υπέβαλε ότι είναι κλασσική περίπτωση εξ ακοής μαρτυρίας που δεν είναι αποδεκτή καθόσο δεν εμπίπτει σε καμμιά από τις εξαιρέσεις του κανόνα.

Αποφασίστηκε κατά πλειοψηφία ότι η εν λόγω μαρτυρία δεν είναι εξ ακοής.

Α. Υπό Αρτέμη, Δ. συμφωνούντων και των Κωνσταντινίδη, Δ., Νικολαΐδη, Δ., Κρονίδη, Δ., Κραμβή, Δ. και Γαβριηλίδη, Δ.:

1.  Προκύπτει από την Αγγλική νομολογία και τα Αγγλικά νομικά συγγράμματα, ότι η πρώτη προϋπόθεση για να θεωρηθεί μαρτυρία ως εξ ακοής, πρέπει η επιχειρούμενη να δοθεί σε μαρτυρία δήλωση να περιέχει ισχυρισμό για γεγονότα και ακολούθως πρέπει ο σκοπός που δίδεται η μαρτυρία για τη δήλωση να είναι η απόδειξη της αλήθειας των γεγονότων αυτών.

2.  Προκύπτει επίσης ότι, όπου η δήλωση ισοδυναμεί με ενέργεια που αποτελεί επίδικο θέμα, ή θέμα σχετικό με επίδικο θέμα, τότε η δήλωση γίνεται αποδεκτή σε μαρτυρία ως πρωτογενής μαρτυρία (original evidence).

3.  Είναι καθαρό στην παρούσα περίπτωση ότι η δήλωση της συζύγου του κατηγορουμένου Ανθούλλας Πανή, την οποία απεπειράθη να δώσει σε μαρτυρία ο Μ.Κ. 35, δεν περιείχε στην ουσία ισχυρισμό γεγονότων, αλλά ισοδυναμούσε με ενέργεια, δηλαδή εκείνη της προσφοράς της συγκατάθεσης της για τη λήψη του αίματος.

4.  Ενόψει των σχετικών νομικών αυθεντιών και ιδιαίτερα των Woodhouse v. Hall και R. v. Chapman, κρίνεται ότι, σκοπός της δήλωσης ήταν να αποδειχθεί η έκφραση συγκατάθεσης, που ήταν επίδικο θέμα που αφορούσε τη νομιμότητα της λήψης του αίματος, και κατ’ ακολουθία και σχετικό με άλλα επίδικα στην υπόθεση θέματα.

Ως εκ τούτου η απάντηση στα παραπεμφθέντα νομικά ερωτήματα είναι αρνητική.

Β. Υπό Πική, Π.:

1.  Οι δηλώσεις που γίνονται δεκτές, κατ’ εξαίρεση προς τον κανόνα αποκλεισμού εξ ακοής μαρτυρίας, λόγω του συσχετισμού τους με την ουσία του πράγματος (res gestae), περιορίζονται σε [*126]δηλώσεις που σχετίζονται με τη διάπραξη του εγκλήματος.  Η ουσία του πράγματος είναι το έγκλημα.  Δηλώσεις, που είναι άρρηκτα συνυφασμένες με αυτό τούτο το έγκλημα, γίνονται δεκτές, κατ’ εξαίρεση προς τον κανόνα αποκλεισμού εξ ακοής μαρτυρίας.  Δηλώσεις, που γίνονται αναφορικά με άλλα γεγονότα, σχετικά προς τα επίδικα, δεν ανήκουν στην ίδια κατηγορία.  Μπορεί να γίνουν δεκτές, μόνο αν το γεγονός ότι έγινε η δήλωση είναι, αφ’ εαυτού, σχετικό, οπόταν μπορεί να γίνει δεκτό ως πρωτογενής μαρτυρία, όχι όμως ως μαρτυρία για την αλήθεια του πράγματος που εξιστορεί, για την οποία διατηρεί το χαρακτήρα εξ ακοής μαρτυρίας.

2.  Στην εκδικαζόμενη υπόθεση ζητάται η προσαγωγή μαρτυρίας, όχι για να καταγραφεί ότι η κ. Πανή προέβη σε μια δήλωση, αλλά για το αληθές της δήλωσής της, ότι, όντως συγκατατέθηκε.  Η προσαγωγή της μαρτυρίας έχει ως αντικείμενο την απόδειξη της αλήθειας του περιεχομένου της δήλωσης της κ. Πανή.  Σκοπεί να αποδείξει το αυτόβουλο της πράξης παροχής αίματος. Κατά συνέπεια συνιστά, ενόψη των προαναφερθέντων αρχών, εξ ακοής μαρτυρία.

Γνωμάτευση ως ανωτέρω.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Sharp [1988] 1 W.L.R. 7,

Ratten v. R. [1971] 3 All E.R. 805,

Woodhouse v. Hall [1980] 72 Cr. Ap. Rep. 39,

Reg. v. Kearly [1992] 2 W.L.R. 656,

Reg. v. Chapman [1969] 2 All E.R. 321,

Lloyd v. Powell Duffryn Steam Coal Company Limited [1914] A.C. 733,

Ratten v. Queen [1972] A.C. 378,

Myers v. D.P.P. [1964] 2 All E.R. 881,

Πέγκερος v. Δημοκρατίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 143,

[*127]Κωνσταντίνου v. Δημοκρατίας, (1997) 2 A.A.Δ. 255,

Subramaniam v. Public Prosecutor [1956] 1 W.L.R. 965,

Teper v. Queen [1952] A.C. 480,

Κωνσταντίνου v. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 109.

Yπόμνημα.

Yπόμνημα από το Kακουργιοδικείο Λεμεσού στην Yπόθεση Aρ. 32250/97 με το οποίο, κατόπιν αίτησης του Γενικού Eισαγγελέα, παραπέμφθησαν στο Aνώτατο Δικαστήριο 3 νομικά ερωτήματα κατά πόσο, μεταξύ άλλων, προσκρούει στον κανόνα του αποκλεισμού της εξ ακοής μαρτυρίας η αναφορά μάρτυρα ότι στην παρουσία του, δόθηκε από πρόσωπο γραπτή ή προφορική συγκατάθεση για λήψη αίματος απ’ αυτό πριν τη λήψη αίματος.

Π. Kληρίδης, Eισαγγελέας της Δημοκρατίας με P. Bραχίμη, ασκούμενο δικηγόρο, για τη Δημοκρατία.

E. Eυσταθίου με Γεωργίου, για τον Kατηγορούμενο.

Cur. adv. vult.

ΠΙΚΗΣ, Π.:  Την απόφαση της πλειοψηφίας θα δώσει ο Π. ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.. Με αυτή συμφωνούν και οι Κωνσταντινίδης, Νικολαΐδης, Κρονίδης, Κραμβής και Γαβριηλίδης, ΔΔ.  Εγώ θα δώσω τη δική μου απόφαση, στην οποία καταλήγω σε διαφορετικό αποτέλεσμα.

Γ Ν Ω Μ Α Τ Ε Υ Σ Η

ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.:  Εξετάζουμε Yπόμνημα της Προέδρου του Κακουργιοδικείου προς το Ανώτατο Δικαστήριο με βάση το Άρθρο 148 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.155, αναφορικά με επιφυλαχθέντα νομικά ερωτήματα.

Ο κατηγορούμενος αντιμετωπίζει κατηγορίες ανθρωποκτονίας κατά παράβαση του άρθρου 205 του Κεφ.154, όπως αυτό έχει τροποποιηθεί από το άρθρο 5 του Νόμου 3/62.

Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα από το Υπόμνημα:

“Κατά τη διάρκεια της κατάθεσης του Μ.Κ.35 αστυνομι[*128]κού και σε ερωτήσεις του ευπαίδευτου συνηγόρου της Κατηγορούσας Αρχής τι έκαμε ο μάρτυρας συγκεκριμένη ημερομηνία, ο μάρτυρας ανέφερε ότι συνόδευσε την Ανθούλα Πανή, η οποία τελούσε υπό κράτηση, στο Νοσοκομείο, όπου κατόπιν γραπτής συγκατάθεσης της, της λήφθηκε αίμα.  Στην τελευταία αυτή αναφορά του μάρτυρα υπήρξε ένσταση από πλευράς υπεράσπισης και το Δικαστήριο με ενδιάμεση απόφαση του αποδέχτηκε την ένσταση κατ’ εφαρμογή του κανόνα που αποκλείει την προσαγωγή εξ ακοής μαρτυρία.

Έκρινε συγκεκριμένα ότι “ο μάρτυρας μπορεί να αναφερθεί σε ότι ο ίδιος αντελήφθη να λαμβάνει χώρα στην παρουσία του, χωρίς όμως αναφορά σε δηλώσεις είτε γραπτές είτε προφορικές, προσώπου που δεν είναι κατηγορούμενο στη διαδικασία αυτή.  Στο βαθμό αυτό η ένσταση επιτυγχάνει”.

Σημειώνουμε ότι, όπως διευκρινίστηκε ενώπιον μας, η συγκατάθεση δόθηκε στον ίδιο το Μ.Κ.35.

Τα νομικά ερωτήματα που παραπέμφθηκαν για γνωμάτευση ήταν αρχικά τρία, αλλά κατά την ακρόαση ενώπιον μας απεσύρθη το τρίτο και παρέμειναν τα ακόλουθα δύο ερωτήματα:

“(1)  Προσκρούει στον κανόνα του αποκλεισμού της εξ ακοής μαρτυρίας η αναφορά μάρτυρος ότι στην παρουσία του δόθηκε από πρόσωπο γραπτή ή προφορική συγκατάθεση για λήψη αίματος από το πρόσωπο αυτό πριν τη λήψη αίματος;

 (2)  Προσκρούει στον κανόνα του αποκλεισμού της εξ ακοής μαρτυρίας η αναφορά μάρτυρος ότι στην παρουσία του δόθηκε από πρόσωπο γραπτή ή προφορική συγκατάθεση για λήψη τεκμηρίου από το πρόσωπο αυτό πριν τη λήψη του τεκμηρίου;”

Η αγόρευση του ευπαίδευτου συνήγορου της Δημοκρατίας είχε δύο σκέλη:  Πρώτον αμφισβήτησε ότι η μαρτυρία συνιστά εξ ακοής μαρτυρία και δεύτερον, διαζευκτικά, επιχειρηματολόγησε ότι, αν αποτελεί τέτοια μαρτυρία, τότε εμπίπτει στην εξαίρεση του κανόνα αποκλεισμού ως μέρος των πραχθέντων (res gestae).

Αντίθετα, ο ευπαίδευτος συνήγορος του κατηγορουμένου υπέβαλε ότι είναι κλασσική περίπτωση εξ ακοής μαρτυρίας που δεν είναι αποδεκτή καθόσο δεν εμπίπτει σε καμμία από τις εξαι[*129]ρέσεις του κανόνα.

Στην υπόθεση Sharp [1988] 1 W.L.R. 7 υιοθετήθηκε δήλωση που βρίσκεται στο σύγγραμμα Cross on Evidence (6η Έκδοση) ότι “ισχυρισμός άλλος απ’ εκείνο που γίνεται από πρόσωπο ενώ δίδει προφορική μαρτυρία στη διαδικασία, δεν είναι αποδεκτός προς απόδειξη οποιουδήποτε γεγονότος που τελεί υπό ισχυρισμό”. (“An assertion other than one made by a person while giving oral evidence in the proceedings is inadmissible as evidence of any fact asserted”).  Η πιο πάνω μορφή του κανόνα επικροτήθηκε και στην υπόθεση Kearley [1992] 2 A.C. 228.

Περαιτέρω, στο σύγγραμμα Blackstone΄s Criminal Practice, 1995 στο μέρος F15.4 αναφέρονται και τα ακόλουθα:

“Evidence is hearsay where the purpose of the party adducing it is to prove the truth of some fact  asserted”

(Σε μετάφραση):

“Μαρτυρία είναι εξ ακοής όπου σκοπός του μέρους που την προσάγει είναι να αποδείξει την αλήθεια κάποιου γεγονότος που τελεί υπό  ισχυρισμό”.

Στην υπόθεση Ratten v. R. [1971] 3 All E.R. 805 λέχθηκε: “A question of hearsay only arises when the words are spoken ‘testimonially’ i.e. as establishing some fact narrated by the words”.

(Σε μετάφραση:  “Θέμα εξ ακοής μαρτυρίας εγείρεται μόνο όταν λέξεις ομιλούνται ‘μαρτυρικά’, δηλ. ως αποδεικνύουσες κάποιο γεγονός που περιγράφεται από τις λέξεις”.

 

Στο σύγγραμμα Cross on Evidence, 5η Έκδοση, στη σελ. 473 αναφέρονται τα ακόλουθα:

“In some cases, there is no question of the applicability of the rule against hearsay because the statement tendered in evidence was not intended to be assertive, and there is no question of its being relied on as an implied assertion.  Words are often the equivalent of acts which must be proved if in issue or relevant to the issue: “One asks another to attest a document, or to advance a sum of money, those are not merely words, but acts.” (Shilling v. Accidental Death Insurance Co. [*130][1858] 1 F. & F., 116 at p. 120, per Erle, J.). The speaking of such words may always be proved by a witness who heard them if they are relevant or in issue and they may conveniently be described as “operative” words.”

(Σε μετάφραση):

“Σε μερικές περιπτώσεις, δεν τίθεται ζήτημα εφαρμογής του κανόνα αποκλεισμού εξ ακοής μαρτυρίας γιατί η προσφερόμενη σε μαρτυρία  δήλωση δεν σκοπούσε σε ισχυρισμό για γεγονός, και ούτε τίθεται θέμα να θεωρηθεί σκοπούσα ως ανωτέρω, εξυπακουόμενα. Λέξεις είναι συχνά ισοδύναμες με πράξεις που πρέπει να αποδειχθούν εάν είναι επίδικες ή σχετικές με το επίδικο θέμα: “Ένας ζητά από κάποιο να υπογράψει ως μάρτυρας, ή να του δώσει ένα ποσό χρημάτων, αυτές δεν είναι απλές λέξεις, αλλά ενέργειες”. Η εκφώνηση αυτών των λέξεων μπορεί πάντοτε να αποδεικνύεται από μάρτυρα που τις άκουσε αν αυτές είναι σχετικές ή επίδικες και μπορεί κατάλληλα να περιγραφούν ως “ενεργές” λέξεις”.

Στο σύγγραμμα A. Keane, Modern Law of Evidence, 3rd Ed., στη σελ. 199 αναφέρεται μεταξύ άλλων ότι οι όροι συμβατικής προσφοράς (contractual offer)  είναι αποδεκτοί ως “ενεργές”  λέξεις, όπως και λέξεις που δηλώνουν δωρεά και που συνοδεύουν μεταβίβαση περιουσίας, που επίσης γίνονται αποδεκτές ως πρωτογενής μαρτυρία.

Στην υπόθεση Woodhouse v. Hall [1980] 72 Cr. Ap. Rep. 39, το Εφετείο, σε υπόμνημα που του στάληκε για γνωμάτευση, θεώρησε ότι ήταν αποδεκτή μαρτυρία από αστυνομικούς ότι, γυναίκες που εργάζονταν σε επιχείρηση σάουνα και μασάζ, εξέφρασαν προσφορά σεξουαλικών υπηρεσιών σε τρίτους, όπου η υπόθεση αφορούσε κατηγορία χρήσης των υποστατικών ως πορνείου. Όπως αναφέρει ο Donaldson L.J.: “Δεν υπάρχει θέμα έγερσης του κανόνα αποκλεισμού εξ ακοής μαρτυρίας.  Το σχετικό επίδικο θέμα ήταν αν οι γυναίκες αυτές έκαμαν αυτή την προσφορά”. Όπως λέχθηκε περαιτέρω, το γεγονός και μόνο ότι τέτοια προσφορά έγινε, ήταν σχετικό με το κεντρικό επίδικο θέμα, δηλαδή το κατά πόσο τα υποστατικά χρησιμοποιούνταν ως χώρος για σάουνα και μασάζ ή ως πορνείο.

Στη Reg. v. Kearly [1992] 2 W.L.R. 656 (H.L.(E)), που διακρίνεται από την παρούσα λόγω των γεγονότων της, έγινε μια ευρεία ανάλυση της νομολογίας καθώς και αναφορά στην [*131]Woodhouse (ανωτέρω), από την οποία ανάλυση επιβεβαιώνονται οι αρχές στις οποίες αναφερόμαστε πιο πάνω.

Τέλος, θα θέλαμε να αναφερθούμε στην υπόθεση R. v. Chapman [1969] 2 All E.R. 321, της οποίας τα γεγονότα προσομοιάζουν με την παρούσα υπόθεση, γιατί και εκεί επρόκειτο για συγκατάθεση και η μαρτυρία περί της συγκατάθεσης δόθηκε από τρίτο πρόσωπο, και πάλιν αστυνομικό. Ο αστυνομικός βρήκε τον κατηγορούμενο μέσα σε αυτοκίνητο σε χώρο ατυχήματος και τον μετέφερε σε νοσοκομείο, με σκοπό να του ληφθεί δείγμα της αναπνοής του.  Σύμφωνα με τις πρόνοιες του σχετικού αγγλικού Νόμου, προτού ληφθεί δείγμα της αναπνοής του θα έπρεπε να τον εξετάσει γιατρός και να δώσει την έγκριση του για τη λήψη του δείγματος. Κατά τη δίκη του κατηγορουμένου, ο αστυνομικός κατέθεσε στο Δικαστήριο ότι ο γιατρός τον εξέτασε και δεν έφερε ένσταση για τη λήψη του δείγματος.  Στο Εφετείο υποβλήθηκε ότι η μαρτυρία για τη μη υπαρξη ένστασης εκ μέρους του γιατρού ήταν εξ ακοής μαρτυρία και ότι έπρεπε να είχε κληθεί ο ίδιος ο γιατρός.  Το Εφετείο, επισημαίνοντας ότι το ερώτημα που εγειρόταν ήταν το αν ο γιατρός έφερε ένσταση ή όχι, έκρινε ότι ορθά έγινε αποδεχτή η μαρτυρία του αστυνομικού και επεκύρωσε την καταδίκη.

Προκύπτει σαφώς από τα πιο πάνω ότι πρώτη προϋπόθεση για να θεωρηθεί μαρτυρία ως εξ ακοής, πρέπει η επιχειρούμενη να δοθεί σε μαρτυρία δήλωση να περιέχει ισχυρισμό για γεγονότα και ακολούθως πρέπει ο σκοπός που δίδεται η μαρτυρία για τη δήλωση να είναι η απόδειξη της αλήθειας των γεγονότων αυτών.

Προκύπτει επίσης ότι, όπου η δήλωση ισοδυναμεί με ενέργεια που αποτελεί επίδικο θέμα, ή θέμα σχετικό με επίδικο θέμα, τότε η δήλωση γίνεται αποδεκτή σε μαρτυρία ως πρωτογενής μαρτυρία (original evidence).

Είναι καθαρό ότι στην παρούσα περίπτωση η “δήλωση” της Ανθούλλας Πανή, την οποία απεπειράθη να δώσει σε μαρτυρία ο Μ.Κ.35, δεν περιείχε στην ουσία ισχυρισμό γεγονότων, αλλά ισοδυναμούσε με ενέργεια, δηλαδή εκείνη της προσφοράς της συγκατάθεσης της για τη λήψη αίματος.  Προφανώς θα ακολουθούσε μαρτυρία για τα αποτελέσματα της ανάλυσης και για να είναι νόμιμη τέτοια μαρτυρία θα έπρεπε να προϋπήρχε της λήψης του αίματος και της ανάλυσης η συγκατάθεση της πιο πάνω.

Κάτω από το φως των πιο πάνω και με ιδιαίτερη αναφορά [*132]στις Woodhouse και Chapman, κρίνουμε πως η δήλωση δεν εδίδετο για να αποδειχθεί η αλήθεια οποιουδήποτε γεγονότος που περιείχετο σ’ αυτή αλλά για ν’ αποδειχθεί το ότι έγινε τέτοια δήλωση.  Σκοπός ήταν  να αποδειχθεί η έκφραση συγκατάθεσης, που ήταν  επίδικο θέμα που αφορούσε τη νομιμότητα της λήψης του αίματος, και κατ’ ακολουθία και σχετικό με άλλα επίδικα στην υπόθεση θέματα.

Κατά συνέπεια, η απάντησή μας στα παραπεμφθέντα ερωτήματα 1 και 2 είναι αρνητική.

ΠΙΚΗΣ, Π.:  Μετά από αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα, το Κακουργιοδικείο διατύπωσε τρία ερωτήματα, τα οποία υπέβαλε, βάσει του Άρθρου 148 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, ΚΕΦ. 155, για γνωμάτευση από το Ανώτατο Δικαστήριο.

Τα ερωτήματα έχουν ως αντικείμενο τον έλεγχο της ορθότητας απόφασης του Κακουργιοδικείου να αποκλείσει γραπτή συγκατάθεση προσώπου για την παροχή αίματος, που είχε στην κατοχή του αστυνομικός, στον οποίο, προφανώς, έγινε η δήλωση και ο οποίος την κατέγραψε.  Το Κακουργιοδικείο απέκλεισε τόσο τη γραπτή όσο και την προφορική δήλωση συγκατάθεσης, ως εξ ακοής μαρτυρία.  Η μαρτυρία σκοπούσε να καταδείξει ότι το συγκεκριμένο άτομο οικειοθελώς έδωσε αίμα, τα αποτελέσματα της ανάλυσης δείγματος του οποίου, όπως μπορεί να υποτεθεί, θεωρούνται σχετικά προς τα επίδικα θέματα της δίκης του κατηγορουμένου για το έγκλημα της ανθρωποκτονίας. 

Η υπεράσπιση έφερε ένσταση στην προσαγωγή της κατάθεσης της κ. Πανή, ως απαράδεκτης, υποστηρίζοντας ότι αυτή συνιστούσε εξ ακοής μαρτυρία.

Το πρόσωπο, από το οποίο λήφθηκε αίμα, είναι η σύζυγος του κατηγορουμένου, η ανικανότητα (incompetence) της οποίας να καταθέσει εναντίον του συζύγου της προβλήθηκε, από την Κατηγορούσα Αρχή, ως πρόσθετος λόγος για την αποδοχή της κατάθεσης.

Το Κακουργιοδικείο αποφάσισε:-

“Ο μάρτυρας μπορεί να αναφερθεί σε ό,τι ο ίδιος αντελήφθη να λαμβάνει χώραν στην παρουσία του χωρίς όμως αναφορά σε δηλώσεις είτε γραπτές είτε προφορικές προσώπου που δεν είναι κατηγορούμενος στη διαδικασία.

[*133]Στο βαθμό αυτό η ένσταση επιτυγχάνει.”

Τα νομικά ερωτήματα, τα οποία επιφυλάχθηκαν και με υπόμνημα παραπέμφθηκαν στο Ανώτατο Δικαστήριο για γνωμάτευση, είναι τα ακόλουθα τρία:-

“(1) Προσκρούει στον κανόνα του αποκλεισμού της εξ ακοής μαρτυρίας η αναφορά μάρτυρος ότι στην παρουσία του δόθηκε από πρόσωπο γραπτή ή προφορική συγκατάθεση για λήψη αίματος από το πρόσωπο αυτό πριν τη λήψη αίματος;

 (2) Προσκρούει στον κανόνα του αποκλεισμού της εξ ακοής μαρτυρίας η αναφορά μάρτυρος ότι στην παρουσία του δόθηκε από πρόσωπο γραπτή ή προφορική συγκατάθεση για λήψη τεκμηρίου από το πρόσωπο αυτό πριν τη λήψη του τεκμηρίου;

 (3) Αν η απάντηση στα ερωτήματα (1) και (2) είναι καταφατική, διαφοροποιείται η απάντηση αν το πρόσωπο το οποίο δίδει τη συγκατάθεση δεν είναι κατάλληλος και εξαναγκάσιμος μάρτυρας;”

Το τρίτο ερώτημα εγκαταλείφθηκε από τη Δημοκρατία, κατά την ακρόαση, κρίνοντας ότι μαρτυρία, που προσκρούει στον κανόνα αποδείξεως ο οποίος αποκλείει εξ ακοής μαρτυρία, δεν μπορεί να καταστεί παραδεκτή, για το λόγο και μόνο ότι δεν παρέχεται η δυνατότητα προσαγωγής άμεσης μαρτυρίας.

Παραμένουν προς γνωμάτευση μόνο τα δύο πρώτα ερωτήματα. Αυτά στοιχειοθετούνται με αναφορά στα γεγονότα, που υποθεμελιώνουν το υπόμνημα και προσδιορίζουν το πλαίσιο μέσα στο οποίο τα ερωτήματα εγείρονται, όπως προβλέπει το εδάφιο (2) του Άρθρου 148 του ΚΕΦ. 155. Έτσι, τα θέματα τα οποία εξετάζονται περιορίζονται σε υπαρκτά και όχι θεωρητικά.  Το πραγματικό υπόβαθρο των ερωτημάτων καθορίζεται στο υπόμνημα ως ακολούθως:-

“Κατά τη διάρκεια της κατάθεσης του Μ.Κ.35 αστυνομικού και σε ερωτήσεις του ευπαίδευτου συνηγόρου της Κατηγορούσας Αρχής τί έκαμε ο μάρτυρας συγκεκριμένη ημερομηνία, ο μάρτυρας ανέφερε ότι συνόδευσε την Ανθούλα Πανή, η οποία τελούσε υπό κράτηση, στο Νοσοκομείο, όπου κατόπιν γραπτής συγκατάθεσης της, της λήφθηκε αίμα.  Στην τελευ[*134]ταία αυτή αναφορά του μάρτυρα υπήρξε ένσταση από πλευράς υπεράσπισης και το Δικαστήριο με ενδιάμεση απόφαση του αποδέχτηκε την ένσταση κατ’ εφαρμογή του κανόνα που αποκλείει την προσαγωγή εξ ακοής μαρτυρία.”

Η θέση της Δημοκρατίας, όπως αναπτύχθηκε από τον κ. Κληρίδη, είναι ότι και στα δύο ερωτήματα πρέπει να δοθεί αρνητική απάντηση.  Υπέβαλε ότι η μαρτυρία, η οποία αποκλείστηκε, δε συνιστά εξ ακοής μαρτυρία και, εν πάση περιπτώσει, είναι αποδεκτή βάσει μιας ή περισσοτέρων εξαιρέσεων του κανόνα.  Υποστήριξε, όπως και στο Κακουργιοδικείο, ότι η μαρτυρία είναι αποδεκτή για ένα ή περισσότερους από τους ακόλουθους λόγους:-

1.  Αποτελεί μέρος της ουσίας του πράγματος, το οποίο καταγράφει (res gestae), δηλαδή της παροχής αίματος, από το οποίο δε διασπάται.

2.  Συνιστά πρωτογενή μαρτυρία, διότι σηματοδοτεί σχετικό γεγονός και, ταυτόχρονα, αποκαλύπτει τη νοητική κατάσταση της δηλούσας (state of mind) κατά τον κρίσιμο χρόνο. 

Αναφέρθηκε σε σειρά αγγλικών αποφάσεων, που πραγματεύονται τον κανόνα αποκλεισμού εξ ακοής μαρτυρίας, διαφωτιστικών τόσο για τον κανόνα όσο και για τις εξαιρέσεις του.  Έγινε, επίσης, αναφορά σε αριθμό συγγραμμάτων, που πραγματεύονται τις αρχές της απόδειξης, με παραπομπές στα κεφάλαια που αφορούν τον κανόνα αποκλεισμού εξ ακοής μαρτυρίας - (βλ. P.B. Carter:  “Cases & Statutes on Evidence” 1981, σελ. 423, 425· Κακογιάννη: “Η Απόδειξη”, σελ. 346, 348· “Cross on Evidence”, 6th ed., σελ. 467, 468, 581-583· “Phipson on Evidence”, 14th ed., σελ. 558).

Επικαλέστηκε, (ο κ. Κληρίδης), ιδιαίτερα, τέσσερις αποφάσεις, τις Lloyd v. Powell Duffryn Steam Coal Company Limited [1914] A.C. 733 (H.L.(E.))· Reg. v. Chapman [1969] 2 Q.B. 436 (C.A.), ([1969] 2 All E.R. 321)· Ratten v. The Queen [1972] A.C. 378, (P.C.)· Woodhouse v. Hall 72 Cr. App. R. 39. 

Στη Lloyd, έγιναν δεκτές ως μαρτυρία δηλώσεις αποβιώσαντος ότι είχε σεξουαλική επαφή με την αρραβωνιαστικιά του, που έφερε στον κόσμο παιδί μετά το θάνατό του, εκ μέρους του οποίου ηγέρθη αγωγή για την υποστήριξη την οποία απώλεσε [*135]από τον πατέρα του, λόγω του ατυχήματος που προκάλεσε το θάνατό του.  Η μαρτυρία έγινε, κυρίως, αποδεκτή, ως αποκαλυπτική της συμπεριφοράς του αποβιώσαντος προς την αρραβωνιαστικιά και το παιδί, που θα έφερνε στον κόσμο, του οποίου, αν δεν παρενέβαινε το ατύχημα, θα ήταν, κατά λογική πρόβλεψη, ο νόμιμος πατέρας. Η μαρτυρία έγινε, επίσης, αποδεκτή, ως σχετική προς τις προθέσεις του πατέρα να μεριμνήσει για τη φροντίδα του παιδιού μετά τη γέννησή του. 

Στην Chapman έγινε δεκτή μαρτυρία ότι ο γιατρός, που εξέτασε τον κατηγορούμενο, ο οποίος είχε μεταφερθεί στο νοσοκομείο, δεν έφερε ένσταση στην πρόθεση της αστυνομίας να πάρει δείγμα της αναπνοής του για σκοπούς ανάλυσης. Το Δικαστήριο θεώρησε την απουσία οποιασδήποτε ένστασης εκ μέρους του γιατρού ως αποδεκτή μαρτυρία, στη δίκη του κατηγορουμένου ότι οδηγούσε με υπερβολική συγκέντρωση αλκοόλ στο αίμα του.  Σημειωτέο ότι η μαρτυρία, που δόθηκε, δε συνεπαγόταν την επανάληψη οποιασδήποτε δήλωσης και το αληθές του περιεχομένου της.  

Στη Ratten έγινε δεκτή μαρτυρία ότι, λίγο πριν το θάνατο του θύματος, έγινε τηλεφώνημα από το σπίτι του, από γυναίκα, η φωνή της οποίας πρόδιδε μεγάλη αγωνία.  Η μαρτυρία δόθηκε στη δίκη του κατηγορουμένου για τη δολοφονία της συζύγου του.  Εξηγείται στην απόφαση του Δικαστηρίου ότι η επανάληψη του τι είπε τρίτος δε συνιστά εξ ακοής μαρτυρία, εφόσον η μαρτυρία είναι σχετική και προσφέρεται για την καταγραφή του συμβάντος.  Αποκλείεται ως μαρτυρία, λόγω του εξ ακοής κανόνα αποκλεισμού της δήλωσης, μόνο εφόσον προσάγεται για την αποδεικτική αξία του περιεχομένου της.  Στη Ratten, έγινε δεκτό το τηλεφώνημα, για να καταγράψει το γεγονός ότι έγινε τηλεφώνημα από τη σκηνή του εγκλήματος από φοβισμένη γυναίκα. όχι, όμως, για το περιεχόμενό του. 

Στη Woodhouse, ο κατηγορούμενος αντιμετώπιζε κατηγορία διαχείρισης πορνείου.  Έγινε δεκτή μαρτυρία για τη διαφήμιση που γινόταν από τις ενοίκους για τις υπηρεσίες που προσφέρονταν.  Η μαρτυρία έγινε παραδεκτή, για το γεγονός και μόνο ότι διαφημίζετο η προσφορά υπηρεσιών, όχι για το αληθές του περιεχομένου της δήλωσης.  Η μαρτυρία ήταν πρωτογενής, αναφορικά με το τι επικρατούσε στον οίκο.

Και ο κ. Ευσταθίου, για τον κατηγορούμενο, αναφέρθηκε σε σειρά συγγραμμάτων, επεξηγηματικών των αρχών του κανόνα κατά της αποδοχής εξ ακοής μαρτυρίας - (βλ. “Phipson on [*136]Evidence”, 13th edition, παρ. 16-02, σελ. 329-330· Blackstone’s “Criminal Practice”, 1995, παρ. F15.1 - F15.5, 2036-2037· “Evidence”, Sir Rupert Cross, Fifth Edition, σελ. 462-466· “Cases and Materials on Evidence” by J.D. Heydon, 1975 edition, σελ. 311 και επέκεινα, 315, 317· Cockles “Cases and Statutes on Evidence”, 11th edition, σελ. 165).  Υποστήριξε την ορθότητα της απόφασης του Κακουργιοδικείου και κάλεσε το Δικαστήριο να δώσει θετική απάντηση και στα δύο ερωτήματα, στα οποία έχουμε κληθεί να απαντήσουμε.  Βάσισε την επιχειρηματολογία του, κυρίως, στην απόφαση της Δικαστικής Επιτροπής της Βουλής των Λόρδων Myers v. D.P.P. [1964] 2 All E.R. 881.

Στη Myers, το Δικαστήριο προέβη σε γενική θεώρηση των αρχών, που διέπουν τον κανόνα αποκλεισμού εξ ακοής μαρτυρίας.  Κρίνεται σημαντική, γιατί, αφενός, αποκλείει νέες εξαιρέσεις από τον κανόνα και, αφετέρου, διασαφηνίζει ότι η πιθανολόγηση της ορθότητας της μαρτυρίας, μεγάλη όσο και αν είναι, δε συνιστά λόγο παρέκκλισης από αυτό.  Στη δίκη του κατηγορουμένου για κλοπή αυτοκινήτων, αποκλείστηκαν, ως εξ ακοής μαρτυρία, τα στοιχεία  καταγραφής των μηχανών αυτοκινήτων από την κατασκευάστρια εταιρεία, παρά την αυστηρότητα του συστήματος με το οποίο ετηρούντο. 

Καμιά από τις δύο πλευρές δεν έκαμε αναφορά σε δύο σχετικά πρόσφατες κυπριακές αποφάσεις, που πραγματεύονται πτυχές του κανόνα αποκλεισμού εξ ακοής μαρτυρίας.  Στην Πέγκερος ν. Δημοκρατίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 143, κατά τη δίκη του κατηγορουμένου για απόπειρα ανθρωποκτονίας και την κατοχή εκρηκτικών υλών, έγινε αποδεκτή μαρτυρία για τη δήλωση αστυφύλακα στον πυροτεχνουργό της Αστυνομίας, κ. Σιακαλλή, για το σημείο στο οποίο εντόπισε σύρμα στη σκηνή του εγκλήματος.  Το Εφετείο έκρινε την απόφαση του Κακουργιοδικείου εσφαλμένη και τη μαρτυρία απαράδεκτη, ως εξ ακοής μαρτυρία.  Σκοπός της προσαγωγής της δεν ήταν να σηματοδοτήσει το γεγονός ότι ο αστυφύλακας υπέδειξε στον πυροτεχνουργό το σημείο που εντοπίστηκε το σύρμα, αλλά για να καταδείξει τον τόπο όπου αυτό ανευρέθηκε, γεγονός ουσίας για την υπόθεση. 

Η δεύτερη απόφαση είναι η Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (1997) 2 A.A.Δ. 255. Στη δίκη του κατηγορουμένου για την παρότρυνση τρίτου να διαπράξει φόνο, το Δικαστήριο αποδέχτηκε μαρτυρία αναφορικά με δήλωση του αδελφού του θύματος για το ποιος πίστευε ότι ήταν ο δράστης.  Η μαρτυρία έγινε δεκτή από το Κακουργιοδικείο, κατ’ επίκληση των αρχών, όπως ανέ[*137]φερε, της Subramaniam v. Public Prosecutor (1956) 1 W.L.R. 965.  Το Εφετείο θεώρησε τη μαρτυρία ως εξ ακοής και, επομένως, αποκλειστέα.  Υπέδειξε ότι ο κανόνας, ο οποίος υιοθετείται στη Subramaniam v. Public Prosecutor (ανωτέρω), εστιάζεται στην αρχή της αποδοχής πρωτογενούς μαρτυρίας, εφόσον αυτό τούτο το συμβάν της δήλωσης είναι σχετικό προς τα επίδικα θέματα της ποινικής δίκης.  Στην απόφαση του Εφετείου, στην Κωνσταντίνου, αναφέρεται:- 

“Προϋπόθεση για την αποδοχή πρωτογενούς μαρτυρίας, όπως και κάθε μορφής μαρτυρίας, αποτελεί η σχετικότητα της προς τα επίδικα θέματα.  Τα επίδικα θέματα που στοιχειοθετούνται από την κατηγορία περιλαμβάνουν και την Υπεράσπιση.”

Επίσης, τονίζεται:-

“Οι αρχές που διέπουν την εφαρμογή του κανόνα κατά της εισαγωγής εξ ακοής μαρτυρίας προσδιορίζονται με σαφήνεια στην Reg. v. Myers [1965] A.C. 1001.  Εξ ακοής μαρτυρία αποκλείεται εκτός εάν είναι αποδεκτή βάσει αναγνωρισμένης εξαίρεσης του απαγορευτικού κανόνα.”

Η δήλωση του αδελφού του θύματος στην Κωνσταντίνου ήταν άσχετη προς τα επίδικα θέματα της ποινικής δίκης. 

Άλλη σημαντική απόφαση, στην οποία πρέπει να γίνει αναφορά, είναι η Reg. v. Kearley [1992] 2 W.L.R. 656 (H.L.(E.)).  Σ’ αυτή, γίνεται γενική επισκόπηση των αρχών, που διέπουν τον κανόνα περί εξ ακοής μαρτυρίας, υπό το φως της νομολογίας.  Επαναβεβαιώνεται η Myers, ως ορθή έκφραση του δικαίου της απόδειξης στον τομέα που εξετάζουμε. Το τι συνιστά εξ ακοής μαρτυρία εξηγείται στο ακόλουθο απόσπασμα:- (σελ. 667) 

“Again, as my noble and learned friends, Lord Ackner and Lord Oliver of Aylmerton, point out, the recent decision of your Lordships’ House in Reg. v. Blastland [1986] A.C. 41 clearly affirms the proposition that evidence of words spoken by a person not called as a witness which are said to assert a relevant fact by necessary implication are inadmissible as hearsay just as evidence of an express statement made by the speaker asserting the same fact would be.”

 

[*138](Ελληνική μετάφραση ελεύθερη:

“Και πάλιν, όπως οι ευγενείς και ευπαίδευτοι φίλοι μου, ο Λόρδος Ackner και ο Λόρδος Oliver του Aylmerton, υποδεικνύουν, η πρόσφατη απόφαση της Βουλής των Λόρδων στη Reg. v. Blastland [1986] A.C. 41 σαφώς επιβεβαιώνει την πρόταση ότι μαρτυρία για τα όσα λέγονται από πρόσωπο, το οποίο δεν καλείται ως μάρτυρας, τα οποία, όπως λέγεται, βεβαιώνουν ένα σχετικό γεγονός, είναι απαράδεκτα, για το λόγο ότι συνιστούν εξ ακοής μαρτυρία, κατά τον ίδιο τρόπο που θα συνιστούσε εξ ακοής μαρτυρία ρητή δήλωση από το πρόσωπο που προέβη σ’ αυτή, με την οποία θα βεβαίωνε το ίδιο γεγονός.”)

Στη Reg. v. Blastland, (ανωτέρω), η Δικαστική Επιτροπή της Βουλής των Λόρδων επαναβεβαίωσε τα όσα ο Λόρδος Normand ανέφερε για τους λόγους αποκλεισμού εξ ακοής μαρτυρίας στην Teper v. The Queen [1952] A.C. 480, 486:-

“The rule against the admission of hearsay evidence is fundamental.  It is not the best evidence and it is not delivered on oath. The truthfulness and accuracy of the person whose words are spoken to by another witness cannot be tested by cross-examination, and the light which his demeanour would throw on his testimony is lost.”

(Ελληνική μετάφραση ελεύθερη:

“Ο κανόνας εναντίον της αποδοχής εξ ακοής μαρτυρίας είναι θεμελιώδης.  Δεν είναι η καλύτερη μαρτυρία και δεν κατατίθεται ενόρκως.  Το αληθές και η ακρίβεια για τα όσα λέγει ένα πρόσωπο προς άλλο μάρτυρα, δεν μπορεί να ελεγχθούν στην αντεξέταση και το φως, το οποίο η συμπεριφορά (έκφρασή) του θα έριχνε στη μαρτυρία του, χάνεται.”)

Στην ίδια τη Reg. v. Kearley (ανωτέρω), το περιεχόμενο τηλεφωνημάτων στο σπίτι του κατηγορουμένου, στα οποία οι καλούντες ζητούσαν να προμηθευτούν ναρκωτικά, θεωρήθηκε εξ ακοής μαρτυρία και αποκλείστηκε στη δίκη του για κατοχή ναρκωτικών, με πρόθεση την εμπορία τους. Ο κανόνας αποκλεισμού καλύπτει, όπως επισημαίνεται στην απόφαση, όχι μόνο το ό,τι ρητά αναφέρεται, αλλά και το ό,τι υπονοείται από δηλώσεις, των οποίων επιδιώκεται η προσαγωγή ως μαρτυρία. 

Το άλλο, στο οποίο θέλω να αναφερθώ, για να δώσω μια πιο σφαιρική εικόνα του κανόνα και των εξαιρέσεών του, είναι η [*139]ομολογία του κατηγορουμένου για το έγκλημα.  Η κατάθεσή του συνιστά εξ ακοής μαρτυρία. Γίνεται δεκτή, κατ’ εξαίρεση προς τον κανόνα.  Πολλοί είναι οι λόγοι που έχουν δοθεί για την καθιέρωση της εξαίρεσης αυτής.  Ίσως ο πλέον πειστικός είναι ότι η φύση της δήλωσης, ομολογία εγκλήματος, είναι τέτοια, ώστε να διασφαλίζεται η ποιότητα της μαρτυρίας, παρά την απουσία από το εδώλιο του μάρτυρα του προσώπου που προέβη στη δήλωση.  Εξάλλου, δηλώσεις, που γίνονται από τον κατηγορούμενο, οι οποίες δε συνιστούν ομολογία, γίνονται δεκτές, εφόσον ανάγονται στα επίδικα θέματα της δίκης, ως αποκαλυπτικές της νοητικής του κατάστασης και των αντιδράσεών του στο έγκλημα - (βλ., επίσης, Κωνσταντίνου ν. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 109).

Θεωρώ απαραίτητο να διευκρινίσω ότι δηλώσεις, που γίνονται δεκτές, κατ’ εξαίρεση προς τον κανόνα αποκλεισμού εξ ακοής μαρτυρίας, λόγω του συσχετισμού τους με την ουσία του πράγματος (res gestae), περιορίζονται σε δηλώσεις που σχετίζονται με τη διάπραξη του εγκλήματος. Η ουσία του πράγματος είναι το έγκλημα.  Δηλώσεις, που είναι άρρηκτα συνυφασμένες με αυτό τούτο το έγκλημα, γίνονται δεκτές, κατ’ εξαίρεση προς τον κανόνα αποκλεισμού εξ ακοής μαρτυρίας. Δηλώσεις, που γίνονται αναφορικά με άλλα γεγονότα, σχετικά προς τα επίδικα, δεν ανήκουν στην ίδια κατηγορία.  Μπορεί να γίνουν δεκτές, μόνο αν το γεγονός ότι έγινε η δήλωση είναι, αφ’ εαυτού, σχετικό, οπόταν μπορεί να γίνει δεκτό ως πρωτογενής μαρτυρία· όχι, όμως, ως μαρτυρία για την αλήθεια του πράγματος που εξιστορεί, για την οποία διατηρεί το χαρακτήρα εξ ακοής μαρτυρίας.

Εξυπακούεται από την απόφαση του Κακουργιοδικείου ότι, και στην προκείμενη περίπτωση, μπορεί να γίνει δεκτή μαρτυρία για τα όσα άμεσα περιέπεσαν στην αντίληψη του μάρτυρα, αναφορικά με τις συνθήκες κάτω από τις οποίες έδωσε αίμα για ανάλυση η κ. Πανή.

Αυτόβουλες δηλώσεις, που γίνονται από τον ενεργούντα, ταυτόχρονα με τις πράξεις στις οποίες προβαίνει, επεξηγηματικές της συμπεριφοράς του, γίνονται δεκτές ως αναπόσπαστο μέρος αυτής τούτης της πράξης.  Χαρακτηριστικές δηλώσεις, που ανήκουν σ’ αυτή την κατηγορία, είναι επιφωνήματα, που συνοδεύουν την πράξη στην οποία αυτός προβαίνει.

Δε θα επεκταθώ, σ’ αυτή την απόφαση, στις περιστάσεις κάτω από τις οποίες μάρτυρας, ο οποίος καταθέτει, μπορεί να αντεξεταστεί, σε σχέση με την αξιοπιστία του, αναφορικά με προηγού[*140]μενες δηλώσεις του, οι οποίες δε συνάδουν ή είναι αντιφατικές προς όσα καταθέτει ενώπιον του δικαστηρίου. 

Στην προκείμενη περίπτωση, επιδιώκεται η προσαγωγή της μαρτυρίας, για να καταδειχθεί ότι η κ. Πανή έδωσε αίμα με τη συγκατάθεσή της.  Ζητάται η προσαγωγή της μαρτυρίας, όχι για να καταγραφεί ότι προέβη σε μια δήλωση, αλλά για το αληθές της δήλωσής της, ότι, όντως, συγκατατέθηκε.  Η προσαγωγή της μαρτυρίας έχει ως αντικείμενο την απόδειξη της αλήθειας του περιεχομένου της δήλωσης της κ. Πανή.  Σκοπεί να αποδείξει το αυτόβουλο της πράξης παροχής αίματος.

Για τους λόγους, που έχω εξηγήσει, η απάντηση στα τεθέντα ερωτήματα, κρινόμενα υπό το πρίσμα των γεγονότων που τα στοιχειοθετούν, είναι θετική. 

Γνωμάτευση ως ανωτέρω.

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο