Δημητρίου Iάκωβος Xριστοδούλου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 ΑΑΔ 141

(1999) 2 ΑΑΔ 141

[*141]6 Απριλίου, 1999

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΝΙΚΗΤΑΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]

ΙΑΚΩΒΟΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ,

Εφεσείων,

v.

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

(Ποινική Έφεση Aρ. 6493)

 

Ποινή — Πλαστογραφία επιταγής — Κυκλοφορία επιταγής —  Απόσπαση χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις —  Κλοπή επιταγής —  Μία προηγούμενη καταδίκη — Διάπραξη των αδικημάτων εντός της περιόδου αναστολής προηγούμενης ποινής φυλάκισης — Εφεσείων 49 ετών πατέρας τεσσάρων παιδιών — Δημιουργία δυσμενών οικονομικών συνθηκών λόγω σοβαρού προβλήματος υγείας ενός από τα παιδιά του — Λήφθηκαν υπόψη και 39 παρόμοια αδικήματα — Επιβολή συντρέχουσων ποινών φυλάκισης: Έξι ετών για τα αδικήματα της πλαστογραφίας και κυκλοφορίας επιταγής και δύο ετών για τα αδικήματα της απόσπασης χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις και της κλοπής επιταγής — Διαφορετική μεταχείριση συνεργών του εφεσείοντα — Οδήγησε σε μείωση της ποινής του σε τέσσερα χρόνια φυλάκιση στις κατηγορίες 2 και 3.

Ποινή — Υπερβολική ποινή — Το κριτήριο για τη διαπίστωση της υπερβολής είναι αντικειμενικό — Εφαρμοστέοι παράγοντες για τη διαπίστωση της υπερβολής.

Ποινή — Επιμέτρηση — Ελαφρυντικοί παράγοντες — Άνιση μεταχείριση — Αναστολή ποινικής δίωξης ενός ή περισσοτέρων συνεργών στο έγκλημα — Λαμβάνεται υπόψη στον καθορισμό της ποινής εκείνων που διώκονται, ως παράγων που άπτεται της ίσης μεταχείρισης των παραβατών — Εκτενής αναφορά στη σχετική νομολογία — Ανάλυση αυθεντιών — Σκεπτικό της πλειοψηφίας, της μειοψηφίας και των αποφάσεων των άλλων Μελών του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Ιωάννου v. Αστυνομίας στην οποία ανατράπηκε κατά πλειοψηφία η αρχή της Καύκαρος & Άλλος v. Δημοκρατίας.

[*142]Εκδίκαση ποινικών υποθέσεων — Ποία η ευθύνη της Κατηγορούσας Αρχής αναφορικά με την προσαγωγή των παραβατών ενώπιον του Δικαστηρίου — Πότε επιβάλλεται η συνεκδίκαση αδικημάτων.

Ποινή — Αποτρεπτική ποινή — Πλαστογραφία επιταγών — Έξαρση στη διάπραξη του αδικήματος — Συνιστά επιβαρυντικό παράγοντα, ο οποίος συνηγορεί υπέρ της επιβολής αποτρεπτικής ποινής.

Ο εφεσείων ήταν οδηγός ταξί του γραφείου «Ταξί Κυριάκος».  Υπεξαίρεσε, κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του, από τον ταχυδρομικό σάκο, τον οποίο μετέφερε, στο πλαίσιο σύμβασης των εργοδοτών του με τις κυβερνητικές αρχές, φακέλους που περιείχαν επιταγές της Κεντρικής Τράπεζας προς όφελος αριθμού πολιτών.  Πλαστογράφησε τις επιταγές, σε συνεννόηση και συνεργασία με δύο συνεργούς, και στη συνέχεια τις κυκλοφόρησαν προς ίδιο όφελος.  Τα χρήματα που απέσπασε ο εφεσείων ανέρχονταν σε £8.715,00 και Η.Π.Α.$157,00.

Ο εφεσείων, ήταν καλός οικογενειαρχής μέχρι το 1990.  Τον χρόνο εκείνο η θυγατέρα του 15 ετών τραυματίστηκε σοβαρά στα μάτια και παρέστη ανάγκη να κάμει εκτεταμένη θεραπεία στο εξωτερικό.  Για να καλύψει τα υπέρογκα έξοδα που είχε να αντιμετωπίσει αναγκάσθηκε να πωλήσει ακίνητη περιουσία.  Τα οικονομικά προβλήματα προκάλεσαν ρωγμές στις σχέσεις του με τη σύζυγο του που οδήγησαν στο χωρισμό και επίσης στην πτώχευσή του.  Η τραγική κατάσταση, στην οποία περιήλθε, και η κακή επίδραση γυναίκας, με την οποία είχε συνάψει δεσμό, εξώθησαν τον εφεσείοντα σε εγκληματική δράση, ξένη προς το χαρακτήρα του, όπως έγινε εισήγηση ενώπιον του Κακουργιοδικείου.

Οι συγκατηγορούμενοι του εφεσείοντα, οι οποίοι, σε αντίθεση με αυτόν, δεν παραδέχθηκαν ενοχή, απαλλάγησαν των κατηγοριών μετά την καταχώρηση αναστολής ποινικής δίωξης εναντίον τους, με προοπτική τη μελλοντική τους δίωξη. Η εκπρόσωπος της Εισαγγελίας υποστήριξε ότι ο διαχωρισμός της δίωξης των συνεργών σε έγκλημα εξυπηρετεί τα συμφέροντα της Δικαιοσύνης, όπου η απάντηση των συγκατηγορουμένων στο κατηγορητήριο είναι διάφορη.

Οι συγκατηγορούμενοι του εφεσείοντα τριάμισυ χρόνια μετά τη διάπραξη του αδικήματος και ένα σχεδόν χρόνο μετά την καταδίκη του εφεσείοντα, δεν προσήχθησαν ενώπιον της δικαιοσύνης.

Με την έφεση προσβάλλεται η επιβληθείσα ποινή ως υπερβολική.

 

[*143]Αποφασίστηκε ότι:

1.  Ο συσχετισμός της κατά νόμο σοβαρότητας των αδικημάτων που διέπραξε ο εφεσείων με τα γεγονότα που τα συνθέτουν και αποτίμηση τους, υπό το φως των παραμέτρων της ποινής για όμοια αδικήματα, δικαιολογούν τον χαρακτηρισμό της ποινής ως αυστηρής, όχι όμως, ως έκδηλα υπερβολικής.

2.  Η έξαρση των αδικημάτων της πλαστογραφίας επιταγών, αποτελεί επιβαρυντικό παράγοντα, ο οποίος συνηγορεί υπέρ των αποτρεπτικών ποινών.

3.  Ο καθορισμός της ποινής αποτελεί πρωταρχικό έργο του εκδικάζοντος δικαστηρίου. Η επέμβαση του Εφετείου δικαιολογείται, μόνο εφόσον καταδεικνύεται ότι η ποινή είναι καταφανώς υπερβολική.

4.  Η προσαγωγή των συνεργών στο έγκλημα ενώπιον του Δικαστηρίου, βάσει του ιδίου κατηγορητηρίου και η κρίση της ποινικής ευθύνης και ο καθορισμός της τιμωρίας τους στην ίδια δίκη, είναι προς το συμφέρον της Δικαιοσύνης.

5.  Στάθμιση των γεγονότων, που ακολούθησαν την καταχώρηση αναστολής ποινικής δίωξης εναντίον των συγκατηγορουμένων του εφεσείοντα, αφήνει σαφή την εντύπωση απροθυμίας των Εισαγγελικών Αρχών να προσάξουν ενώπιον της Δικαιοσύνης τους συνεργούς του εφεσείοντα.

6.  Η στάση των Εισαγγελικών Αρχών, συνιστά άνιση μεταχείριση ως προς το άτομο του εφεσείοντα.  Η αρχή της ισότητας, όπως καθιερώνεται στο Άρθρο 28 του Συντάγματος, είναι καθολική.  Η ισότητα αποτελεί έκφραση της Δικαιοσύνης, εκτείνεται σε όλο το εύρος της πολιτειακής λειτουργίας.  Το Άρθρο 35 του Συντάγματος ορίζει ότι αποτελεί καθήκον όλων των εξουσιών της Πολιτείας, η διασφάλιση και αποτελεσματική εφαρμογή των θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, μέσα στα όρια της αρμοδιότητας της κάθε εξουσίας.

     Η άνιση μεταχείριση, από τις διωκτικές αρχές, συνιστά παράγοντα μετριασμού της ποινής εκείνων που διώκονται.

7.  Η αναστολή της δίωξης ενός ή περισσοτέρων των συνεργών στο έγκλημα, λαμβάνεται υπόψη στον καθορισμό της ποινής εκείνων που διώκονται, ως παράγων που άπτεται της ίσης μεταχείρισης [*144]των παραβατών.  Ο περί του αντιθέτου ισχυρισμός της συνηγόρου της Εισαγγελίας είναι εσφαλμένος.  Η απόφαση στη Γενικός Εισαγγελέας v. Οδυσσέως, στο βαθμό που υποστηρίζει ότι η αναστολή ποινικής δίωξης δεν λαμβάνεται υπόψη στον καθορισμό της ποινής των συγκατηγορουμένων του, κρίθηκε εσφαλμένη στη μεταγενέστερη νομολογία.  Σημαντική θέση στη νομολογία έχει η υπόθεση Καύκαρος v. Δημοκρατίας, στην οποία αποφασίστηκε ότι στον καθορισμό της ποινής, προσμετρά η χορήγηση χάριτος από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας σε συγκαταδικασθέντα του εφεσείοντα σε φυλάκιση.  Στην Ιωάννου v. Αστυνομίας, το Εφετείο, με διευρυμένη σύνθεση, ανέτρεψε κατά πλειοψηφία της απόφαση στην Καύκαρος. Το σκεπτικό της πλειοψηφίας δεν ήταν ταυτόσημο.  Πέντε από τα μέλη του Δικαστηρίου έκριναν την αρχή στην Καύκαρος, εσφαλμένη.  Οι Δικαστές της μειοψηφίας επαναβεβαίωσαν τις αρχές της Καύκαρος, τονίζοντας την καθολική εμβέλεια της αρχής της ισοπολιτείας που κατοχυρώνει το Άρθρο 28 του Συντάγματος σε κάθε έκφανση της ζωής και λειτουργίας της Πολιτείας.  Δύο Μέλη του Δικαστηρίου έκριναν πως δεν μπορούσε, να τύχει εφαρμογής η αρχή της Καύκαρος, στην συγκεκριμένη υπόθεση, εφόσο το Δικαστήριο είχε θεωρήσει, με προηγούμενη ενδιάμεση απόφαση του ως μη παραδεκτή την αναφορά στους λόγους που οδήγησαν τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας στη χορήγηση χάριτος στον συγκαταδικασθέντα με τον Ιωάννου.  Δύο Μέλη του Δικαστηρίου με ξεχωριστές αποφάσεις τους απέστησαν από το λόγο της Καύκαρος με το δικαιολογητικό ότι (α) το επίμαχο θέμα δε συζητήθηκε στην έκταση, που θα μπορούσε να αποκαλύψει όλες τις πτυχές του θέματος και (β) η αρχή της ίσης μεταχείρισης διατυπώθηκε με πολύ ευρύ τρόπο.  Άλλο Μέλος του Δικαστηρίου, στη δίκη του απόφαση, συναρτά την απόκλιση από την Καύκαρος με το γεγονός ότι η επενέργεια της προεδρικής χάριτος στην τιμωρία των άλλων καταδικασθέντων δεν συζητήθηκε σε βάθος στην Καύκαρος, και με το ανέλεγκτο της εξουσίας του Προέδρου δυνάμει του Άρθρου 53.4 του Συντάγματος.

     Σε καμιά από τις πιο πάνω αποφάσεις δεν εξηγείται από που συνάγεται η διαπίστωση ότι το επίμαχο θέμα της χάριτος από τον Πρόεδρο δε συζητήθηκε στην Καύκαρος σε όλη την έκτασή του.

8.  Για το λόγο και μόνο ότι οι συνεργοί του εφεσείοντα στα εγκλήματα του κατηγορητηρίου έτυχαν διαφορετικής μεταχείρισης, η ποινή του εφεσείοντα μειώνεται σε τέσσερα χρόνια φυλάκιση.

Η έφεση επιτράπηκε.  Mείωση της ποινής σε τέσσερα χρόνια φυλάκιση.

[*145]Αναφερόμενες υποθέσεις:

Τσιακουρής v. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 439,

Κολοκασίδης v. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 252,

Κουφού v. Δημοκρατίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 95,

Γενικός Εισαγγελέας v. Ματθαίου (1994) 2 Α.Α.Δ. 1,

Παπαδόπουλος v. Δημοκρατίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 179,

Ιωάννου κ.ά. v. Αστυνομίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 200,

Philippou v. Republic (1983) 2 C.L.R. 245,

Γεωργίου v. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 525,

R. v. Hoggins [1967] 2 All E.R. 334,

DPP v. Merriman [1972] 3 All E.R. 42,

Vrakas a.o. v. Republic (1973) 2 C.L.R. 139,

Georghiou a.ο. v. Republic (1986) 2 C.L.R. 109,

Κάττου κ.ά. v. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 498,

Γενικός Εισαγγελέας v. Οδυσσέως (1991) 2 Α.Α.Δ. 309,

Ιωάννου v. Αστυνομίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 267,

Nicolaou v. Police (1969) 2 C.L.R. 120,

Koukos v. Police (1986) 2 C.L.R. 1,

Παναγή v. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 115,

Rock v. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 251,

Δημοκρατία v. Σαμψών (1991) 1 Α.Α.Δ. 858,

Δημητράκης Χατζησάββα (1992) 1(B) Α.Α.Δ. 1134,

[*146]Dirazo v. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 197,

Καύκαρος κ.ά. v. Δημοκρατίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 51,

Police v. Georghiades (1983) 2 C.L.R. 33.

Έφεση εναντίον Ποινής.

Έφεση εναντίον της ποινής από τον Iάκωβο Xριστοδούλου Δημητρίου, ο οποίος βρέθηκε ένοχος στις 24 Aπριλίου 1998, από το Kακουργιοδικείο Λεμεσού (Ποινική Yπόθεση Aρ. 24403/97) στις κατηγορίες της πλαστογραφίας και κυκλοφορίας επιταγής κατά παράβαση των Άρθρων 331, 333(α)(δ)(ι), 336, 339 και 20 του Ποινικού Kώδικα, Kεφ. 154, της απόσπασης χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις και της κλοπής επιταγής κατά παράβαση των Άρθρων 297, 298, 20, 255 και 262 του Ποινικού Kώδικα, Kεφ. 154 και καταδικάστηκε από Παπαδοπούλου, Π.E.Δ., Xριστοδούλου, A.E.Δ. και Λιάτσο, E.Δ., σε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης έξι ετών για τα αδικήματα της πλαστογραφίας και κυκλοφορίας επιταγής και δύο ετών για τα αδικήματα της απόσπασης χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις και της κλοπής επιταγής.

A. Γεωργίου, για τον Eφεσείοντα.

Στ. Τσιβιτανίδου - Κίζη, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Eφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΔIKAΣTHPIO: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γ.Μ. Πικής, Π..

ΠΙΚΗΣ, Π.:  Ο εφεσείων καταδικάστηκε από το Κακουργιοδικείο σε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης:-

(α)       Έξι ετών, για τα αδικήματα της -

(ι) πλαστογραφίας επιταγής και

(ιι)   κυκλοφορίας επιταγής· και

(β)       Δύο ετών για τα αδικήματα της -

(ι) απόσπασης χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις και

(ιι)   κλοπής επιταγής.

Ο εφεσείων βαρύνεται με μια προηγούμενη καταδίκη για όμοια [*147]αδικήματα (πλαστογραφία, κυκλοφορία πλαστού εγγράφου, εξασφάλιση χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις, εξασφάλιση πίστωσης με ψευδείς παραστάσεις και κλοπή), για την οποία του επιβλήθηκε τρίμηνη ποινή φυλάκισης με αναστολή και πρόστιμο £100,00.

Η προηγούμενη καταδίκη σημειώθηκε την 1η Ιουλίου, 1993.  Τα αδικήματα, που αποτέλεσαν το αντικείμενο του κατηγορητηρίου,  διαπράχθηκαν το Νοέμβριο του 1995. 

Παρά το γεγονός ότι η νέα καταδίκη του εφεσείοντα σημειώθηκε μέσα στην τριετή περίοδο αναστολής, το Κακουργιοδικείο δε θεώρησε αναγκαία την ενεργοποίηση της ποινής.  Το χρονικό διάστημα που διέρρευσε μεταξύ της πρώτης και της δεύτερης καταδίκης, αφενός, και η μικρή, σε σύγκριση με εκείνη της δεύτερης καταδίκης, ποινή φυλάκισης, που του επιβλήθηκε, αφετέρου, έτειναν να ουδετεροποιήσουν, όπως έκρινε το Κακουργιοδικείο, τη σημασία της ενεργοποίησης.  Υπογράμμισε, όμως, ότι η πρώτη καταδίκη δε συνέτισε τον εφεσείοντα. 

Η τιμωρία, που επιβλήθηκε στον εφεσείοντα στις 24 Απριλίου, 1998, στην παρούσα υπόθεση, ήταν η πρώτη φορά που έφερε τον εφεσείοντα, στα 49 του χρόνια, αντιμέτωπο με άμεση ποινή φυλάκισης. 

Τα γεγονότα, τα οποία στοιχειοθετούν τα αδικήματα, για τα οποία καταδικάστηκε ο εφεσείων, είναι, όντως, σοβαρά.  Ενώ ο εφεσείων τελούσε στην υπηρεσία του γραφείου «Ταξί Κυριάκος», ως οδηγός ταξί, υπεξαίρεσε από τον ταχυδρομικό σάκο, τον οποίο μετέφερε, στο πλαίσιο σύμβασης των εργοδοτών του με τις κυβερνητικές αρχές, από τη Λευκωσία στη Λεμεσό και Πάφο, φακέλους, που περιείχαν επιταγές της Κεντρικής Τράπεζας προς όφελος αριθμού πολιτών, τις οποίες πλαστογράφησε, σε συνεννόηση και συνεργασία με δύο συνεργούς, και τις οποίες, στη συνέχεια,  κυκλοφόρησαν προς ίδιο όφελος. 

Στον καθορισμό της ποινής του εφεσείοντα λήφθηκαν υπόψη και 39 άλλα αδικήματα, όμοιας φύσης, μετά από αίτησή του και συγκατάθεση της Κατηγορούσας Αρχής.  Αφορούσαν, όπως και τα αδικήματα του κατηγορητηρίου, την υπεξαίρεση, πλαστογράφηση και οικειοποίηση κυβερνητικών επιταγών, που αντιπροσώπευαν τη μηνιαία σύνταξη γήρατος μεγάλου αριθμού ατόμων. 

Ως αποτέλεσμα της εγκληματικής του δράσης, ο εφεσείων απέσπασε συνολικά, σε μετρητά και εμπορεύματα, £8.715,00 και [*148]ΗΠΑ$157,00. 

Οι προσωπικές συνθήκες του εφεσείοντα αποκαλύπτουν ότι η προσφυγή στο έγκλημα είναι ύστερο φαινόμενο της ζωής του.  Ο εφεσείων αντιμετώπισε επιτυχώς τις οικογενειακές αντιξοότητες της παιδικής και νεανικής του ηλικίας, συγκρότησε οικογένεια (είναι πατέρας τεσσάρων παιδιών) και επιδόθηκε με επιτυχία σε επιχειρηματικές δραστηριότητες.  Όλα έβαιναν καλώς μέχρι το 1990, όταν ένα δραματικό συμβάν ανέτρεψε τα δεδομένα της ζωής του.  Το χρόνο εκείνο, η θυγατέρα του, ηλικίας τότε 15 ετών, υπέστη σοβαρό τραυματισμό στα μάτια, σε αυτοκινητικό δυστύχημα, στο οποίο ενεπλάκη η μητέρα της.  Για τη νοσηλία της, κατέστη αναγκαία η μεταφορά της στο εξωτερικό, όπου έτυχε, όπως προκύπτει, παρατεταμένης θεραπείας, η δαπάνη της οποίας ανήλθε σε £135.000,00. Η κυβερνητική αρωγή για τη νοσηλεία της ήταν £22.000,00.  Για την αντιμετώπιση του υπολοίπου της δαπάνης, ο εφεσείων πώλησε τόσο την επιχείρησή του όσο και την κατοικία της οικογένειας στη Γεροσκήπου. Τα οικονομικά προβλήματα, που δημιουργήθηκαν, και το βάρος αντιμετώπισής τους προκάλεσαν ρωγμές στις σχέσεις με τη σύζυγό του, από την οποία χώρισε το 1992, και την οικονομική του κατάρρευση, η οποία οδήγησε στην πτώχευσή του.  Η τραγική κατάσταση, στην οποία περιήλθε, και η κακή επίδραση γυναίκας, με την οποία είχε συνάψει δεσμό, εξώθησαν τον εφεσείοντα σε εγκληματική δράση, ξένη προς το χαρακτήρα του, όπως έγινε εισήγηση ενώπιον του Κακουργιοδικείου.

Με την έφεση, προσβάλλεται η ποινή που επέβαλε το Κακουργιοδικείο ως υπερβολική.  Ο συνήγορος του, ο κ. Γεωργίου, υπέβαλε ότι η ποινή αφίσταται από το τιμωρητικό μέτρο, που διαγράφεται από τη νομολογία για όμοια αδικήματα.  Μας παρέπεμψε στις Τσιακουρής ν. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 439· Κολοκασίδης ν. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 252· Κουφού ν. Δημοκρατίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 95·  Γενικός Εισαγγελέας ν. Ματθαίου (1994) 2 Α.Α.Δ. 1.

Στην απόφασή του, το Κακουργιοδικείο κάμνει μακρά αναφορά σε αποφάσεις, που, αφενός, κατοπτρίζουν τη σοβαρότητα των αδικημάτων που διέπραξε ο εφεσείων, ιδιαίτερα εκείνου της πλαστογράφησης επιταγών, και, αφετέρου, παρέχουν ενδείξεις για τις παραμέτρους της ποινής για τέτοια αδικήματα. 

Η πλαστογράφηση και κυκλοφορία πλαστής επιταγής επιφέρει την ποινή φυλάκισης ισοβίων δεσμών.  Αυτό, όπως υποδεικνύεται στην Παπαδόπουλος ν. Δημοκρατίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 179, παρέχει και το στίγμα της σοβαρότητας των αδικημάτων αυτής της φύσης.  [*149]Στην Ιωάννου κ.ά. ν. Αστυνομίας (1996) 2 A.A.Δ. 200, εξάλλου, επισημαίνεται ότι η σοβαρότητα εγκλημάτων αυτής της κατηγορίας έγκειται στο στοιχείο της απάτης και στις συνέπειές τους στο νευραλγικό τομέα των συναλλαγών. 

Η έξαρση των αδικημάτων της πλαστογραφίας επιταγών αποτελεί άλλο επιβαρυντικό παράγοντα, ο οποίος συνηγορεί υπέρ αποτρεπτικών ποινών, όπως τονίστηκε στην Τσιακουρής ν. Δημοκρατίας, (ανωτέρω), και επανέλαβε το Κακουργιοδικείο.

Η κ. Κίζη, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, υποστήριξε ότι η ποινή,  που επιβλήθηκε στον εφεσείοντα, με κανένα μέτρο δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως υπερβολική.  Η σοβαρότητα, που προσδίδει στα αδικήματα ο νόμος, σε συνδυασμό με το στοιχείο της εγκληματικότητας, που τα χαρακτηρίζει, και ο μεγάλος αριθμός τους καθιστούσαν, κατά την εισήγησή της, την ποινή φυλάκισης των έξι ετών καθόλα παραδεκτή.

Ο καθορισμός της ποινής αποτελεί πρωταρχικό έργο του δικαστηρίου που επιλαμβάνεται της υπόθεσης.  Δικαιολογείται η επέμβαση του Εφετείου, μόνο εφόσον καταδεικνύεται ότι η ποινή είναι καταφανώς υπερβολική.  Το κριτήριο για τη διαπίστωση της υπερβολής είναι αντικειμενικό. Υπερβολή μπορεί να τεκμηριωθεί με αναφορά σε ένα από δύο παράγοντες ή/και σε συνδυασμό των δύο, που παρατίθενται πιο κάτω:-

(α)   Πασιφανή έλλειψη αντιστοιχίας μεταξύ της σοβαρότητας του εγκλήματος και της ποινής που επιβάλλεται.

(β)   Ουσιώδη απόκλιση από τις παραμέτρους της τιμωρίας, στο πλαίσιο που οριοθετεί η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

(Βλ., μεταξύ άλλων, Philippou v. Republic (1983) 2 C.L.R. 245 και Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 525.)

Στην προκείμενη περίπτωση, συσχετισμός της κατά νόμο σοβαρότητας των αδικημάτων που διέπραξε ο εφεσείων με τα γεγονότα που τα συνθέτουν και αποτίμησή τους, υπό το φως των παραμέτρων της ποινής για όμοια αδικήματα, δικαιολογούν το χαρακτηρισμό της ποινής ως αυστηρής όχι, όμως, ως έκδηλα υπερβολικής.  Αυτή θα ήταν η απόφασή μας  και θα απορρίπταμε την έφεση, εάν δεν επρόκειτο για ένα άλλο παράγοντα, ο οποίος εισάγει νέο στοιχείο στις παραμέτρους της ποινής και στον οποίο θα αναφερθούμε [*150]τώρα.

Σύμφωνα με το κατηγορητήριο, ο εφεσείων δεν ενήργησε μόνος στη διάπραξη των τεσσάρων από τα πέντε αδικήματα, τα οποία προσδιορίζονται στο κατηγορητήριο. Είχε συνεργούς δύο άλλα άτομα, με τα οποία σχεδίασε (συνωμότησε) και διέπραξε τα εγκλήματα της πλαστογραφίας, κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου και απόσπασης χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις.  Διώχθηκαν, όπως είναι φυσικό, και οι τρεις, βάσει του ιδίου κατηγορητηρίου.  Ο εφεσείων παραδέχθηκε, ενώ οι συγκατηγορούμενοί του αρνήθηκαν ενοχή στις κατηγορίες. 

Ο κ. Κληρίδης, (τότε Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας), ο οποίος εκπροσώπησε το Γενικό Εισαγγελέα στο Κακουργιοδικείο, έκρινε, όπως δήλωσε στο Δικαστήριο, ότι, ενόψει των διϊστάμενων απαντήσεων των συγκατηγορουμένων στις κατηγορίες, ήταν προς το συμφέρον της Δικαιοσύνης η διακοπή της δίωξης εναντίον των δύο συγκατηγορουμένων με τον εφεσείοντα, ώστε να δικαστούν ξεχωριστά. Δήλωσε ότι θα καταχωρηθούν νέες υποθέσεις εναντίον των δύο. Επικαλέστηκε προς τούτο το Άρθρο 113 του Συντάγματος, το οποίο παρέχει στο Γενικό Εισαγγελέα (παράγραφος 2) εξουσία να «διακόπτη οιανδήποτε διαδικασίαν».  Αναπαράγουμε τη δήλωση του κ. Κληρίδη (ενώπιον του Κακουργιοδικείου) στην ολότητά της:-

«Επειδή εναντίον του 1ου κατηγορούμενου εκκρεμεί σωρεία άλλων υποθέσεων οι οποίες ζητήθηκε όπως ληφθούν υπόψη στην παρούσα και επειδή ο 2ος κατηγορούμενος και η 3η κατηγορούμενη δεν έχουν παραδεχθεί ενοχή, έχω την άποψη ότι για το συμφέρον της δικαιοσύνης είναι σκόπιμο να διαχωριστεί η δίκη και ο μόνος τρόπος να γίνει τούτο στο παρόν στάδιο είναι με αναστολή δίωξης του 2ου και 3ου κατηγορούμενου και καταχωρείται αναστολή ποινικής δίωξης κατά του 2ου και 3ου κατηγορούμενου σύμφωνα με το Άρθρο 113 του Συντάγματος με τη δήλωση ότι αργότερα θα επανακαταχωρηθούν οι υποθέσεις. Ο μόνος σκοπός ήταν να αρχίσει η δίκη για τον λόγο ότι ο κατηγορούμενος 1 βρίσκεται ελεύθερος ενώ εναντίον του εκκρεμούν σωρεία υποθέσεων πολύ σοβαρής μορφής. Δεν έδειξε ένδειξη ο κατηγορούμενος 1 ότι είναι διατεθειμένος να καταθέσει εναντίον των άλλων δύο.»

Ακολούθως, το Κακουργιοδικείο απάλλαξε τους κατηγορούμενους 2 και 3, γεγονός που σημειώνεται στην τελική απόφασή του χωρίς άλλο σχόλιο.

[*151]

Κατ’ αρχήν, θέλουμε να διατυπώσουμε τις επιφυλάξεις μας για την ορθότητα της θέσης της Εισαγγελικής Αρχής - ότι ο διαχωρισμός της δίωξης των συνεργών σε έγκλημα εξυπηρετεί τα συμφέροντα της Δικαιοσύνης, όπου η απάντηση των συγκατηγορουμένων στο κατηγορητήριο είναι διάφορη.  Αντίθετα, είναι προς το συμφέρον της Δικαιοσύνης η προσαγωγή των συνεργών στο έγκλημα ενώπιον του δικαστηρίου, βάσει του ιδίου κατηγορητηρίου και η κρίση της ποινικής ευθύνης και ο καθορισμός της τιμωρίας τους στην ίδια δίκη - (βλ., μεταξύ άλλων, R. v. Hoggins [1967] 3 All E.R. 334· DPP v. Merriman [1972] 3 All E.R. 42· Pantelis Vrakas and Another v. The Republic (1973) 2 C.L.R. 139).  Ενόψει της παραδοχής του εφεσείοντα και της άρνησης της κατηγορίας από τους συγκατηγορουμένους του, υπήρχαν δύο επιλογές.  Πρώτο, η επιβολή ποινής στον εφεσείοντα και, στη συνέχεια, η ακρόαση της υπόθεσης αναφορικά με τους συγκατηγορουμένους του.  Δεύτερο, και καλύτερο, η αναβολή της επιβολής ποινής στον εφεσείοντα μέχρι την αποπεράτωση της εκδίκασης της υπόθεσης εναντίον των συγκατηγορουμένων του.  Το επιθυμητό του διαχωρισμού της δίκης των συνεργών στο έγκλημα δεν είναι εκείνο που μας απασχόλησε αλλά η τύχη της υπόθεσης εναντίον των δύο συγκατηγορουμένων με τον εφεσείοντα, μετά την αναστολή της δίωξής τους.  Ζητήσαμε να πληροφορηθούμε, πρώτο, τις εξελίξεις μετά τη διακοπή της δίωξης εναντίον των συγκατηγορουμένων του εφεσείοντα και, δεύτερο, τις θέσεις των μερών αναφορικά με τις συνέπειες της αναστολής στη μεταχείριση του εφεσείοντα. 

Η κ. Κίζη μας πληροφόρησε, μετά από σχετική έρευνα, ότι δεν έχουν επαναπροσαχθεί ενώπιον του δικαστηρίου οι συγκατηγορούμενοι του εφεσείοντα και ότι το θέμα ακόμα μελετάται από το δικηγόρο της Δημοκρατίας, ο οποίος έχει στα χέρια του το φάκελο της υπόθεσης.  Σύμφωνα με όσα μας ανέφερε, ο δικηγόρος της Δημοκρατίας προτίθεται, όπως της ανέφερε, να φέρει ενώπιον του δικαστηρίου «στο εγγύς μέλλον» τους κατηγορουμένους 2 και 3.

Στάθμιση των γεγονότων, που ακολούθησαν την καταχώριση αναστολής ποινικής δίωξης εναντίον των συγκατηγορουμένων του εφεσείοντα, αφήνει τη σαφή εντύπωση απροθυμίας των Εισαγγελικών Αρχών να προσάξουν ενώπιον της Δικαιοσύνης τους συνεργούς του εφεσείοντα.  Η μη δίωξή τους, για ένα σχεδόν χρόνο μετά τη διακοπή της δίωξής τους (nolle prosequi), 24/4/98, και παρά τη δήλωση στην οποία προέβησαν ενώπιον του Κακουργιοδικείου, αβίαστα οδηγεί σ’ αυτό το συμπέρασμα.  Θα ήταν, όντως, παράδοξο, εάν οι παραβάτες προσάγονταν ενώπιον της Δικαιοσύ[*152]νης μετά την παρέλευση μακρού χρονικού διαστήματος από την ολοκλήρωση των ερευνών, στην απουσία οποιουδήποτε λόγου που θα μπορούσε να δικαιολογήσει την καθυστέρηση στην προσαγωγή τους ενώπιον της Δικαιοσύνης.  Δε θα πιθανολογήσουμε τις μελλοντικές εξελίξεις, σε σχέση με τη δίωξη των συνεργών του εφεσείοντα.  Βέβαιο είναι ότι, τριάμισι χρόνια μετά τη διάπραξη του αδικήματος και ένα σχεδόν χρόνο μετά την καταδίκη και την τιμωρία του εφεσείοντα, οι συνεργοί του, σύμφωνα με την Κατηγορούσα Αρχή, δεν έχουν προσαχθεί ενώπιον της Δικαιοσύνης.  Θέλουμε να παραπέμψουμε στα όσα λέχθηκαν επί του θέματος στην Ιωάννου κ.ά. ν. Αστυνομίας (1996) 2 A.A.Δ. 200:

«Εκτός εάν συντρέχει βάσιμος λόγος περί του αντιθέτου, υποχρέωση της κατηγορούσας αρχής είναι όπως προσαγάγει τους παραβάτες ενώπιον του δικαστηρίου ευθύς μετά την ολοκλήρωση των ανακρίσεων. νοουμένου ότι στοιχειοθετείται υπόθεση εναντίον τους.»

Η κ. Κίζη υπέβαλε ότι το δικαίωμα του Γενικού Εισαγγελέα να διακόψει την ποινική δίωξη δεν ελέγχεται και ούτε είναι παραδεκτό η άσκησή του να λαμβάνεται υπόψη στην επιμέτρηση της ποινής οποιουδήποτε άλλου, ο οποίος, όπως ο εφεσείων, ενέχεται στο έγκλημα. Θέσαμε υπόψη της τις αποφάσεις στη Georghiou and Others v. Republic (1986) 2 C.L.R. 109 και Κάττου & Άλλος ν Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 498, για τη διατύπωση των θέσεών της.  Εισηγήθηκε ότι η απόφαση στη Γενικός Εισαγγελέας ν. Οδυσσέως (1991) 2 Α.Α.Δ. 309, κατοπτρίζει τη σωστή θέση ως προς τις επιπτώσεις της καταχώρισης nolle prosequi. Το ίδιο, υπέβαλε, υποστηρίζεται και από την πρόσφατη απόφαση στην Ιωάννου ν. Αστυνομίας (1997) 2 A.A.Δ. 267.

Ο κ. Γεωργίου μας πληροφόρησε ότι, περιήλθε σε γνώση του, για πρώτη φορά κατά την ακρόαση της έφεσης, απ’ όσα ανέφερε η κ. Κίζη, ότι οι συγκατηγορούμενοι του εφεσείοντα δεν έχουν διωχθεί.  Κάλεσε το Εφετείο να θεωρήσει το γεγονός αυτό ως παράγοντα που πρέπει να επενεργήσει μετριαστικά της ποινής, στο πλαίσιο της αρχής της ισότητας που κατοχυρώνει το Άρθρο 28 και των αρχών που αναγνωρίζει η Κάττου & Άλλος ν Αστυνομίας, (ανωτέρω).

Η αρχή της ίσης μεταχείρισης των παραβατών έχει βαθιές ρίζες στο δίκαιο. Αποτελεί μέρος του σκληρού πυρήνα της Δικαιοσύνης. Στη Georghios Yiasoumis Nicolaou v. The Police (1969) 2 C.L.R. 120, το Εφετείο, σε απόφαση που δόθηκε από το Βασιλειάδη, Π., υπογράμμισε ότι η άνιση μεταχείριση των παραβατών - (σ’ εκείνη την υπόθεση αντανακλάτο στις διαφορετικές ποινές που επιβλήθηκαν σε παραβάτες, που ήταν στην ίδια ουσιαστικά θέση) - προσβάλλει το κοινό περί Δικαιοσύνης αίσθημα και κλονίζει την πίστη στο δίκαιο. Το σχετικό απόσπασμα έχει ως εξής:- (σελ. 122-123)

“..., offensive to the common sense of justice, so important to maintain in the minds and hearts of all people; especially the people who exhibit a tendency to break the law.  Unless they have faith and confidence that in the hands of the Courts they will meet with justice and receive the consequences of their conduct upon that footing, neither the sentences they receive can have the proper effect on their mind, nor can the courts be of much help to them in reforming their life.”

Η ίδια αρχή επαναλαμβάνεται στην απόφασή μας στην Koukos v. Police (1986) 2 C.L.R. 1, (απόφαση πλειοψηφίας).  Η αρχή της ίσης μεταχείρισης των παραβατών, τονίζεται, έχει καθολική εφαρμογή. δεν περιορίζεται στους τρόπους τιμωρίας των παραβατών, αλλά εκτείνεται και στην εκτέλεση της ποινής, όπως υποστηρίζει και η αγγλική νομολογία επί του θέματος*.

Στη Georghiou and Others v. Republic, (ανωτέρω), στη συγκλίνουσα, ως προς το αποτέλεσμα απόφασή μου, επεσήμανα ότι το Κακουργιοδικείο ορθά έλαβε υπόψη, ως μετριαστικό της ποινής παράγοντα, την παράλειψη των Διωχτικών Αρχών να προσαγάγουν ενώπιον του Δικαστηρίου ένα από τους πρωτεργάτες του εγκλήματος, επισημαίνοντας ότι:-  (σελ. 126)

“Equality of treatment, safeguarded by Article 28, is an all embracing concept, encompassing the criminal process in its entirety.”

Η ίδια αρχή αναγνωρίστηκε στην Παναγή ν. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 115.  Η αρχή της ίσης μεταχείρισης των παραβατών, επαναλάβαμε, δεν περιορίζεται μόνο στην τιμωρία των συγκατηγορουμένων, αλλά επεκτείνεται σε κάθε γεγονός που έχει σχέση με τη δίωξή τους. 

Στην Κάττου & Άλλος ν Αστυνομίας, επαναβεβαιώθηκε, με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο, ότι η αρχή της ίσης μεταχείρισης των παραβατών περιλαμβάνει και τη ματαχείρισή τους από τις διωχτι[*154]κές αρχές.  Το συγκεκριμένο θέμα αφορούσε την αντιμετώπιση από το Γενικό Εισαγγελέα ενός των συνεργών.  Το σκεπτικό της απόφασης του Δικαστηρίου περιέχεται σε δύο αποφάσεις - τη δική μου απόφαση, με την οποία ταυτίστηκε και ο Κωνσταντινίδης, Δ., και την απόφαση του Αρτεμίδη, Δ.  Η προσέγγιση του θέματος και στις δύο αποφάσεις υπήρξε, κατ’ ουσία, όμοια.  Κατ’ αρχήν, εξηγείται, η απόφαση του Γενικού Εισαγγελέα να διακόψει την ποινική δίωξη δεν ελέγχεται.  Το Δικαστήριο δεν προβαίνει σε αναθεώρηση της απόφασης του Γενικού Εισαγγελέα. Αυτό, δεν το απαλλάττει, όμως, από την αποτίμηση των συνεπειών της άσκησης αυτής της εξουσίας του Γενικού Εισαγγελέα στο δικό του έργο.  Η τιμωρία των παραβατών αποτελεί αρμοδιότητα της Δικαιοσύνης.  Η αρχή της ίσης μεταχείρισης των παραβατών επιβάλλει τη συνεκτίμηση κάθε παράγοντα που άπτεται της τιμωρίας τους.  Αποκλεισμός οποιουδήποτε σχετικού παράγοντα στην άσκηση των εξουσιών μας, θα περιόριζε τον ορίζοντα της Δικαιοσύνης σε περιθώρια ασυμβίβαστα με την αυτοτέλεια που απολαμβάνει - και που, εξ ορισμού, πρέπει να απολαμβάνει - στο πειδίο της λειτουργίας της και θα συνιστούσε αντινομία προς το καθήκον εξασφάλισης των δικαιωμάτων του ανθρώπου, που επιβάλλει το Άρθρο 35 του Συντάγματος. Όταν δύο εγκληματούν και ο ένας προσάγεται στο δικαστήριο ενώ ο άλλος όχι, η εφαρμογή του νόμου καθίσταται ανισομερής, ο νόμος τραυματίζεται και το κράτος δικαίου εξασθενεί.  Η αδυναμία της Δικαιοσύνης να αντιδράσει σε τέτοιο ενδεχόμενο, θα ισοδυναμούσε με συγκατάνευση στην ανισοπολιτεία.  

Η αναστολή της δίωξης ενός ή περισσοτέρων των συνεργών στο έγκλημα λαμβάνεται υπόψη στον καθορισμό της ποινής εκείνων που διώκονται, ως παράγοντας που άπτεται της ίσης μεταχείρισης των παρα-βατών.  Η ισονομία και η ισοπολιτεία, που κατοχυρώνει το Άρθρο 28 του Συντάγματος, καθιστούν αυτό υποχρέωση και καθήκον του δικαστηρίου. 

Στην απόφασή μας στην Κάττου & Άλλος ν Αστυνομίας είπαμε:- (σελ. 513)

«Το γεγονός ότι δεν ελέγχεται δικαστικά η άσκηση των εξουσιών του Γενικού Εισαγγελέα βάσει του Άρθρου 113.2 δεν απαλλάττει τις δικαστικές αρχές από την υποχρέωση για αποτελεσματική εφαρμογή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται στο Μέρος ΙΙ του Συντάγματος, περιλαμβανομένης και της ισότητας που κατοχυρώνει το Άρθρο 28.  Η μη δίωξη ή αναστολή της δίωξης ενός των συνεργών δεν αναιρεί το έγκλημα ούτε απαλλάσσει το δικαστήριο από την υποχρέωση [*155]επιβολής της πρέπουσας ποινής στους συνεργούς που καταδικάζονται. Επενεργεί όμως (η μη δίωξη) ως παράγοντας μετριαστικός της ποινής, ώστε, με την απάμβλυνση της ανισοσκέλειας στη μεταχείριση των παραβατών, να μετριάζεται το αίσθημα αδικίας το οποίο αναπόφευκτα προκαλεί η άνιση μεταχείριση. Η ισότητα στη μεταχείριση έχει ως λόγο την προσαγωγή ενώπιον της δικαιοσύνης και την τιμωρία όλων που συνήργησαν στο έγκλημα.  Εφόσον η δίωξη των παραβατών είναι εκτός του ελέγχου των δικαστικών αρχών, η παράλειψη δίωξης ενός από αυτούς λαμβάνεται υπόψη ως παράγοντας μετριαστικός της ποινής των υπολοίπων προς απάμβλυνση του αισθήματος αδικίας που δημιουργεί η άνιση μεταχείριση και προστασία του κοινού περί δικαίου αισθήματος.»

Στην Κάττου & Άλλος ν Αστυνομίας, επεξηγείται ότι η απόφαση στη Γενικός Εισαγγελέας ν. Οδυσσέως, (ανωτέρω), δεν μπορεί, στο βαθμό που υποστηρίζει ότι η αναστολή ποινικής δίωξης δε λαμβάνεται υπόψη στον καθορισμό της ποινής των συγκατηγορουμένων του, παρά να θεωρηθεί ως εσφαλμένη.  Στην απόφαση του Αρτεμίδη, Δ., στην ίδια υπόθεση, υπογραμμίζεται ότι η απόφαση στη Γενικός Εισαγγελέας ν. Οδυσσέως δεν μπορεί να αποσυναρτηθεί από τα ιδιαίτερα περιστατικά της. (Το Δικαστήριο επέβαλε ονομαστική ποινή £1,00 στους συνεργούς στο έγκλημα της κυβείας οι οποίοι προσάχθηκαν στο Δικαστήριο, ενόψει της διακοπής από το Γενικό Εισαγγελέα της δίωξης ενός των συνεργών.)  Άλλη προσέγγιση, τόνισε, θα οδηγούσε στη διαπίστωση σύγκρουσης μεταξύ της απόφασης του Εφετείου στη Γενικός Εισαγγελέας ν. Οδυσσέως και της απόφασής του, ένα μήνα νωρίτερα, στη Rock ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 251, στην οποία διαπιστώθηκε ότι απόφαση του Γενικού Εισαγγελέα για τη συνοπτική εκδίκαση υπόθεσης, βάσει του Άρθρου 24(2) του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν. 14/60), προσμετρά ως παράγοντας επιεικούς μεταχείρισης του παραβάτη.  Το σχετικό απόσπασμα της απόφασης έχει ως εξής:-  (σελ. 522)

«Το Δικαστήριο όμως παρότι δεν μπορεί να κρίνει την απόφαση του Γενικού Εισαγγελέα οφείλει, κατά τη γνώμη μου, να λαμβάνει υπόψη την πραγματική κατάσταση που δημιουργείται από το απλό γεγονός πως ένας των κατηγορουμένων τυγχάνει διακοπής της δίωξής του, ή παραβάτης του ιδίου εγκλήματος δεν προσάγεται ενώπιον της δικαιοσύνης.»

Η θέση αυτή ευρίσκεται σε πλήρη αρμονία με την αρχή που υιοθέτησε η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου στη Δημοκρατία ν. Σαμψών (1991) 1 Α.Α.Δ. 858, ότι η Δικαιοσύνη είναι ο αποκλει[*156]στικός κριτής της τιμωρίας των παραβατών - (βλ., επίσης, Δημητράκης Χατζησάββα (1992) 1 Α.Α.Δ. 1134). 

Εξηγείται, τέλος, στην απόφαση του Αρτεμίδη, Δ., ότι αποδοχή της Γενικός Εισαγγελέας ν. Οδυσσέως, θα οδηγούσε σε «περιορισμό της αποκλειστικής εξουσίας του Δικαστηρίου να προσδιορίζει την ποινή, λαμβάνοντας υπόψη όλα τα στοιχεία που θεωρεί απαραίτητα στην επιμέτρησή της.», (σελ. 523).

Παρατηρήσεις στην Dirazo v. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 197, επίσης υποστηρίζουν ότι, εφόσον συλλαμβάνονται οι συνένοχοι στο έγκλημα, τίθεται θέμα ίσης μεταχείρισής τους. 

Στην Ιωάννου ν. Αστυνομίας (1997) 2 A.A.Δ. 267, το Εφετείο, με διευρυμένη σύνθεση, ανέτρεψε, κατά πλειοψηφία, την Καύκαρος & Άλλος ν. Δημοκρατίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 51, στην οποία αποφασίστηκε ότι, στον καθορισμό της ποινής, προσμετρά η χορήγηση χάριτος από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας σε συγκαταδικασθέντα του εφεσείοντα σε φυλάκιση. Το σκεπτικό της πλειοψηφίας δεν ήταν ταυτόσημο.  Πέντε από τα Μέλη του Δικαστηρίου - (οι Δικαστές Παπαδόπουλος, Χρυσοστομής, Αρτεμίδης, Νικολαΐδης και Κρονίδης, σε απόφαση που δόθηκε από τον Αρτεμίδη, Δ.) - έκριναν την αρχή της Καύκαρος, εσφαλμένη.  Τα ακόλουθα αποσπάσματα παρέχουν τους βασικούς λόγους για την κατάληξη αυτή:-

(α)  Η απόφαση στην Καύκαρος:-

«Δεν συζητήθηκε από το Δικαστήριο, όπως σαφώς φαίνεται από το κείμενο της, σε βάθος και έκταση η θέση που προβλήθηκε στην παρούσα έφεση, και που εκφράζει την αντίθετη άποψη του Γενικού Εισαγγελέα.»

(β) «Δεν συμμερίζομαι την πιο πάνω θέση, όπως διατυπώνεται.  Διευκρινίζω πως δεν αισθάνομαι να δεσμεύομαι από αυτά που λέχθηκαν στην υπόθεση Καύκαρος γιατί, κατά τη γνώμη μου, δεν αποτελούν νομολογιακή αρχή που έχει εμπεδωθεί στο δίκαιο μας με τη γνωστή διαδικασία υιοθέτησης της μετά από δικαστική επαλήθευση.»

Στην κατάληξη της απόφασης, διατυπώνεται η θέση:-

«Τα ίδια ισχύουν και για τις εξουσίες του Γενικού Εισαγγελέα, που παρέχονται σ’ αυτόν από το άρθρο 113(1) του Συντάγματος.  Επανειλημμένα έχει λεχθεί πως τα άρθρα του Συντάγ[*157]ματος ερμηνεύονται και εφαρμόζονται αυτοτελώς.»

Οι παρατηρήσεις του Δικαστηρίου, σε σχέση με την καταχώριση nolle prosequi, είναι, εμφανώς, obiter, εφόσον η διακοπή ποινικής δίωξης και οι επιπτώσεις της δεν ήταν επίδικο θέμα της δίκης. ενώ, στην έκταση που διατυπώνεται η θέση αυτή, χωρίς αναφορά στη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου επί του θέματος, ανάλογη είναι και η αποδυνάμωση της ισχύος του λόγου της.  

Οι Δικαστές της μειοψηφίας - (Πικής, Π., Χατζητσαγγάρης, Δ., και Νικήτας, Δ., σε απόφαση που δόθηκε από εμένα) - επαναβεβαίωσαν τις αρχές της Καύκαρος, τονίζοντας την καθολική εμβέλεια της αρχής της ισοπολιτείας, που κατοχυρώνει το Άρθρο 28 του Συντάγματος σε κάθε έκφανση της ζωής και λειτουργίας της Πολιτείας. 

Δύο Μέλη του Δικαστηρίου στην Ιωάννου ν. Αστυνομίας (1997) 2 A.A.Δ. 267 - (οι Δικαστές Κωνσταντινίδης και Νικολάου, σε απόφαση που δόθηκε από το Νικολάου, Δ.) - ερμήνευσαν την Καύκαρος ως ακολούθως:-

«Θα ερμηνεύαμε λοιπόν την Καύκαρος και Άλλος ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω) κατά τρόπο που να παρείχε στο Δικαστήριο τη δυνατότητα να προβεί στις όποιες διαπιστώσεις που μπορεί να πρόσφερε το διαθέσιμο υλικό αναφορικά με το κατά πόσο υπήρξε ή όχι, διά της απονομής χάριτος, μεταχείριση που να συνιστά ουσιαστική και αδικαιολόγητη ανισότητα μεταξύ ενός συγκαταδικασθέντος και άλλου ώστε να απολήγει στη δημιουργία αισθήματος αδικίας το οποίο χρήζει απάμβλυνσης με σχετική ρύθμιση στην ποινή.»

Δεν μπορούσε, όμως, να τύχει εφαρμογής η αρχή της Καύκαρος, όπως έκριναν, στη συγκεριμένη εκείνη υπόθεση, εφόσον το Δικαστήριο είχε θεωρήσει, με προηγούμενη ενδιάμεση απόφασή του - (απόφαση 29/5/97), ως μη παραδεκτή την αναφορά στους λόγους που οδήγησαν τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας στη χορήγηση χάριτος στο συγκαταδικασθέντα με τον Ιωάννου.  Στην ίδια απόφαση, γίνεται επιδοκιμαστικά αναφορά στην απόφαση στην Κάττου & άλλος ν Αστυνομίας, παραθέτοντας, μεταξύ άλλων, και το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση του Αρτεμίδη, Δ., σ’ εκείνη την υπόθεση:-

“‘Aυτό ακριβώς το αίσθημα αδικίας, εκπορευόμενο από την ανισότητα έναντι του νόμου, δημιουργείται όταν οι παραβάτες του τυγχάνουν αυθαίρετης διαφορετικής μεταχείρισης από [*158]τους φορείς της πολιτείας εντεταλμένους στην περιφρούρηση και εφαρμογή του.’”

Δύο Μέλη του Δικαστηρίου στην Ιωάννου ν. Αστυνομίας (1997) 2 A.A.Δ. 267 - (οι Δικαστές Αρτέμης και Καλλής) - με ξεχωριστές αποφάσεις τους, απέστησαν από το λόγο της Καύκαρος, με τα δικαιολογητικά, όπως προκύπτει από τις αποφάσεις τους, ότι:-

(α)   Το επίμαχο θέμα δε συζητήθηκε στην έκταση, που θα μπορούσε να αποκαλύψει όλες τις πτυχές του θέματος.

(β)   Η αρχή της ίσης μεταχείρισης των παραβατών διατυπώθηκε με πολύ ευρύ τρόπο.

Και ο κ. Ηλιάδης, Δ., στη δική του απόφαση , συναρτά την απόκλιση από την Καύκαρος με το γεγονός ότι η επενέργεια της προεδρικής χάριτος στην τιμωρία των άλλων καταδικασθέντων δε συζητήθηκε σε βάθος στην Καύκαρος και με το ανέλεγκτο της εξουσίας, που παρέχει στον Πρόεδρο το Άρθρο 53.4 του Συντάγματος.

Σε καμιά από τις πιο πάνω αποφάσεις δεν εξηγείται από πού συνάγεται η διαπίστωση ότι το επίμαχο θέμα της χάριτος από τον Πρόεδρο δε συζητήθηκε στην Καύκαρος σ’ όλη την έκτασή του. 

Η αρχή της ισότητας, όπως καθιερώνεται στο Άρθρο 28 του Συντάγματος, είναι καθολική.  Η ισονομία και η ισοπολιτεία αποτελούν την πεμπτουσία της Δικαιοσύνης.  Η ισότητα καθιερώνεται ως ανθρώπινο δικαίωμα και τυγχάνει, όπως αναγνωρίζει η νομολογία, καθολικής εφαρμογής - (βλ. Police v. Georghiades (1983) 2 C.L.R. 33).  Η ισότητα αποτελεί έκφραση της Δικαιοσύνης· εκτείνεται σε όλο το εύρος της πολιτειακής λειτουργίας.  Το Άρθρο 35 του Συντάγματος ορίζει ότι αποτελεί καθήκον όλων των εξουσιών της Πολιτείας, της Νομοθετικής, της Εκτελεστικής και της Δικαστικής, η διασφάλιση και αποτελεσματική εφαρμογή των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου, μέσα στα όρια της αρμοδιότητας της κάθε εξουσίας. 

Τα μέσα, τα οποία παρέχονται στο Δικαστήριο, προς αντιμετώπιση της άνισης μεταχείρισης των παραβατών από τις διωχτικές αρχές, είναι περιορισμένα.  Η θεώρηση του παράγοντα αυτού, ως μετριαστικού της ποινής εκείνων που διώκονται, δεν επιφέρει την εξίσωση.  Μετριάζει, όπως έχουμε τονίσει, τα αισθήματα αδικίας που προκαλεί η άνιση μεταχείριση και συντηρεί το αίσθημα δικαιοσύνης μεταξύ του κοινού.  Και, στο μέτρο που της παρέχεται η ευ[*159]χέρεια, η Δικαιοσύνη μεριμνά, με τα μέσα που έχει στη διάθεσή της, για τη διασφάλιση ισοπολιτείας, θεμελιώδους αρχής του Συντάγματος και αναπαλλοτρίωτου δικαιώματος του ανθρώπου.  Έτσι εκπληρώνει, στο μέτρο που είναι δυνατό, το καθήκον που επιβάλλει το Άρθρο 35 του Συντάγματος.

Για το λόγο και μόνο ότι οι συνεργοί του εφεσείοντα στα εγκλήματα του κατηγορητηρίου έτυχαν διαφορετικής μεταχείρισης, μειώνουμε την ποινή του σε τέσσερα χρόνια φυλάκιση.

Η έφεση επιτρέπεται.  Οι συντρέχουσες ποινές στις κατηγορίες 2 και 3 μειώνονται από έξι σε τέσσερα χρόνια.

H έφεση επιτρέπεται. Mείωση της ποινής σε τέσσερα χρόνια φυλάκιση.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο