Γρηγορίου Aνδρέας ν. Tράπεζας Kύπρου Λτδ (Αρ. 2) (1999) 2 ΑΑΔ 174

(1999) 2 ΑΑΔ 174

[*174]29 Aπριλίου, 1999

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ/στές]

AΝΔΡΕΑΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ,

Εφεσείων-Αιτητής,

v.

ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΚΥΠΡΟΥ ΛΤΔ (AΡ. 2),

Εφεσιβλήτων-Κατηγορουμένων.

(Ποινική Έφεση Aρ. 6460 και Ποινική Aίτηση Aρ. 1/98 ημερ. 15.4.98,

Ex parte αίτηση ημερομηνίας 8.9.98,

Ex parte αίτηση ημερομηνίας 11.11.98,

Ex parte αίτηση ημερομηνίας 19.11.98,

Ex parte αίτηση ημερομηνίας 30.12.98,

Aίτηση διά κλήσεως 8.2.99)

 

Έφεση — Εναντίον αθωωτικής απόφασης Επαρχιακού Δικαστηρίου σε ιδιωτική ποινική υπόθεση — Η έφεση είναι εξ υπαρχής άκυρη αν καταχωρήθηκε χωρίς την έγκριση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας.

Συνταγματικό Δίκαιο — Συνταγματικότητα νόμων — Κατά πόσο τα Άρθρα 131 και 137 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155 είναι αντισυνταγματικά — Αρνητική η απάντηση στο ερώτημα.

Έφεση — Δικαίωμα άσκησης έφεσης — Δεν αναγνωρίζεται από το Σύνταγμα ούτε από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ως δικαίωμα η δυνατότητα άσκησης έφεσης — Η δυνατότητα άσκησης έφεσης μπορεί να προσδιοριστεί και να ρυθμιστεί με νόμο.

Ο εφεσείων καταχώρησε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας ιδιωτική ποινική υπόθεση προσάπτοντας επτά κατηγορίες στην Τράπεζα Κύπρου Λτδ, στον Διευθυντή Προσωπικού της Τράπεζας και σε δύο πρώην Διευθυντές της.  Σύμφωνα με την πρώτη, κατά παράβαση των Άρθρων 120 και 20 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, εξαφάνισαν και/ή κατέστρεψαν αποδεικτικά υλικά που θα χρησιμοποιούνταν στην αγωγή 7439/85 την οποία καταχώρησε κατά της τράπεζας.  Σύμφωνα με τις υπόλοιπες, κατά παράβαση του Άρθρου 373(β) και (δ) [*175]του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154, συνωμότησαν μεταξύ τους να του προξενήσουν βλάβες με την εξαφάνιση ή καταστροφή ετήσιων δελτίων αξιολόγησης του ως υπαλλήλου της τράπεζας.

Στις 27.1.97 καταχωρήθηκε από τον Γενικό Εισαγγελέα αναστολή της ποινικής δίωξης κατά των τριών συγκατηγορουμένων της τράπεζας και το Δικαστήριο τους απάλλαξε.  Το Δικαστήριο απάλλαξε επίσης και την τράπεζα όταν αποδέχθηκε εισήγηση του δικηγόρου της για μη απόδειξη εκ πρώτης όψεως υπόθεσης εναντίον της.

Στις 27.1.98 ο εφεσείων άσκησε την έφεση αρ. 6460 επικαλούμενος λόγους απάτης και κακή χρήση διακριτικής εξουσίας. Ο εφεσείων υπέβαλε αριθμό αιτήσεων ex parte στο πλαίσιο της έφεσης θέτοντας, μεταξύ άλλων, θέματα προσαγωγής μαρτυρίας και παράταση του χρόνου ειδοποίησης έφεσης. Στις 8.2.99 υπέβαλε με αίτηση διά κλήσεως και πάλι στο πλαίσιο της έφεσης αυτής, ότι τα Άρθρα 131 και 137 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου “καθίστανται ανενεργά ειδικά στην περίπτωση του” και, περαιτέρω, ότι είναι αντισυνταγματικά και αντίθετα προς την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

Όλες οι αιτήσεις και η ίδια η έφεση τέθηκαν ενώπιον του Εφετείου, στις 23.2.99, όπως είχε ορισθεί.  Προείχε το θέμα που τέθηκε αναφορικά με την ύπαρξη της έφεσης, και μετά, το νόημα των αιτήσεων που υποβλήθηκαν.  Ακούστηκαν τα επιχειρήματα και των δύο πλευρών και η απόφαση επιφυλάχθηκε.  Στις 29.2.99 ο εφεσείων υπέβαλε νέα αίτηση διά κλήσεως η οποία απερρίφθη ως προδήλως αβάσιμη.  Στη συνέχεια το Εφετείο προχώρησε στην έκδοση της απόφασης που επιφυλάχθηκε.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Το Άρθρο 25 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν. 14/60) δεν παρέχει απεριόριστο δικαίωμα έφεσης σε ποινικές υποθέσεις.  Το δικαίωμα που αναγνωρίζει, ρητά υπόκειται στις πρόνοιες του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155 ειδικά σε εκείνες των Άρθρων 131 και 137.  Όπως έχει εξηγηθεί, κατά αθωωτικών αποφάσεων Επαρχιακού Δικαστηρίου χωρεί έφεση η οποία, όμως, μπορεί να ασκηθεί από ή με την έγκριση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας.

     Η εισήγηση της εφεσίβλητης, πως, χωρίς την έγκριση του Γενικού Εισαγγελέα, η έφεση είναι εξ υπαρχής άκυρη, είναι ορθή.

2.  Η θέση του εφεσείοντα ότι το Άρθρο 25(2) του Ν. 14/60 τροποποι[*176]ήθηκε ώστε να αναφέρεται και σε αθωωτική απόφαση δεν είναι ορθή, αφού η τροποποιημένη διάταξη δεν ίσχυε κατά τον χρόνο καταχώρησης της έφεσης, αλλά μεταγενεστέρως. Αυτό σημαίνει πως οι διατάξεις αναφορικά με την προϋπόθεση της εξασφάλισης της έγκρισης του Γενικού Εισαγγελέα σε περιπτώσεις όπως η παρούσα, παρέμειναν αναλλοίωτες.

3.  Ούτε το Σύνταγμα ούτε η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων αναγνωρίζουν ως δικαίωμα τη δυνατότητα άσκησης έφεσης.  Η δυνατότητα άσκησης έφεσης μπορεί να προσδιοριστεί και να ρυθμιστεί με νόμο χωρίς τον οποίο δεν χωρεί έφεση.

4.  Η εισήγηση του εφεσείοντα για αντισυνταγματικότητα ή για παράβαση της Ευρωπαϊκής Σύμβασης δεν ευσταθούν.  Η διαφοροποίηση από το Νομοθέτη μεταξύ καταδικαστικής και αθωωτικής απόφασης αποτελεί ανοικτή νομοθετική επιλογή.

5.  Το Άρθρο 113.2 του Συντάγματος παρέχει ευθέως στο Γενικό Εισαγγελέα την εξουσία “να κινή, διεξάγη, επιλαμβάνεται και συνεχίζη ή διακόπτη οιανδήποτε διαδικασίαν ή διατάσση δίωξιν καθ’ οιουδήποτε προσώπου εν τη Δημοκρατία δι’ οιονδήποτε αδίκημα”.  Επομένως δεν αντίκειται στο Σύνταγμα η νομοθετική απαίτηση για την εξασφάλιση της έγκρισης του όταν μπορεί, κατά την κρίση του, να διακόπτει κάθε διαδικασία για οποιοδήποτε αδίκημα.

     Η έφεση είναι άκυρη και θα απορριφθεί.  Οι αιτήσεις που καταχωρήθηκαν στο πλαίσιο της επίσης θα απορριφθούν ως στερούμενες αντικειμένου.  Δεν μπορεί να τίθεται ζήτημα προσαγωγής μαρτυρίας για σκοπούς ανύπαρκτης έφεσης.  Ούτε και ζήτημα παράτασης προθεσμίας για άσκηση έφεσης όταν το πρόβλημα της έφεσης 6460 δεν ήταν ο χρόνος καταχώρησής της.

Η έφεση και όλες οι αιτήσεις απορρίφθηκαν με έξοδα.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Κίρλαππος v. Ευθυμίου (1997) 2 Α.Α.Δ. 338,

Xenophontos v. Charalambous (1961) C.L.R. 122,

Attorney-General v. Pouris a.o. (1979) 2 C.L.R. 15,

Georkadji a.o. v. Republic (1971) 2 C.L.R. 229,

[*177]Healy v. Ministry of Health [1954] 3 All E.R. 449,

Christofi v. Police (1970) 2 C.L.R. 117,

Lazarou a.o. v. Police (1973) 2 C.L.R. 81,

Γενικός Εισαγγελέας v. Λαζαρίδης κ.ά. (1992) 2 Α.Α.Δ. 8,

Κυριάκου v. Δήμου Έγκωμης (1992) 2 Α.Α.Δ. 414,

Δημοκρατία v. Ερμογένους κ.ά. (1990) 2 Α.Α.Δ. 459,

Χριστοδούλου κ.ά. v. Δημοκρατίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 443,

Ιατρικές Υπηρεσίες v. Πίττας (1995) 2 Α.Α.Δ. 261.

Έφεση εναντίον Aθωωτικής Aπόφασης.

Έφεση από τον Aνδρέα Γρηγορίου εναντίον της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Ποινική Yπόθεση Aρ. 39513/96) με την οποία η Σωκράτους, E.Δ., αθώωσε τους εφεσιβλήτους - κατηγορουμένους 1 στις κατηγορίες εξαφάνισης και καταστροφής ετησίων δελτίων αξιολόγησης του εφεσείοντα, ως υπαλλήλου της τράπεζας, με καταφανή σκοπό την παραπλάνηση της δικαιοσύνης και ταυτόχρονα την ανακοπή της ανέλιξης του εφεσείοντα και στις κατηγορίες συνωμοσίας με τους κατηγορουμένους 2, 3 και 4 για να προξενήσουν βλάβη στο πρόσωπο, υπόληψη και περιουσία του εφεσείοντα.

Aιτήσεις.

Aιτήσεις από τον εφεσείοντα προς παράταση της προθεσμίας για άσκηση έφεσης και παροχή άδειας για προσαγωγή μαρτυρίας. Kαθώς και αίτηση διά κλήσεως με την οποία ο εφεσείων υπέβαλε ότι τα Άρθρα 131 και 137 του περί Ποινικής Δικονομίας Nόμου καθίστανται ανενεργά ειδικά στην περίπτωση του και είναι αντισυνταγματικά και αντίθετα με την Eυρωπαϊκή Σύμβαση Aνθρωπίνων Δικαιωμάτων.

O εφεσείων παρουσιάζεται αυτοπροσώπως.

Π. Πολυβίου, για την Eφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

[*178]ΔIKAΣTHPIO: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ. Κωνσταντινίδης.

KΩNΣTANTINIΔHΣ, Δ.: Ο εφεσείων καταχώρισε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας την Ιδιωτική Ποινική Υπόθεση αρ. 39513/96.  Κατηγορούμενοι ήταν η Τράπεζα Κύπρου Λτδ και τρεις άλλοι:  Ο Διευθυντής Προσωπικού της Τράπεζας και δυο πρώην Διευθυντές της.  Τους προσήψε επτά κατηγορίες.  Σύμφωνα με την πρώτη, κατά παράβαση των άρθρων 120 και 20 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154, εξαφάνισαν και ή κατέστρεψαν αποδεικτικά υλικά (ετήσια δελτία αξιολόγησης του ως υπαλλήλου της τράπεζας) που θα χρησιμοποιούνταν στην αγωγή αρ. 7439/85 την οποία καταχώρισε κατά της τράπεζας στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας. Σύμφωνα με τις υπόλοιπες, κατά παράβαση του άρθρου 373(β) και (δ) του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154, συνομώτησαν κατά διάφορους συνδυασμούς μεταξύ τους να του προξενήσουν βλάβες που εξειδικεύονται, με την εξαφάνιση ή καταστροφή ετήσιων δελτίων αξιολόγησης του ως υπαλλήλου της τράπεζας.

Στις 27.1.97 καταχωρίστηκε από το Γενικό Εισαγγελέα αναστολή της ποινικής δίωξης κατά των τριών συγκατηγορουμένων  της τράπεζας και το Δικαστήριο τους απάλλαξε.  Ακούστηκε η υπόθεση σε σχέση με την τράπεζα, κατέθεσε ως μόνος μάρτυρας κατηγορίας ο εφεσείων και ο δικηγόρος της τράπεζας εισηγήθηκε πως δεν αποδείκτηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση επαρκώς για να κληθεί η τράπεζα να κάμει την υπεράσπισή της.  Το Δικαστήριο δέκτηκε την εισήγηση. Στην επιφυλαχθείσα απόφαση του, αφού αναφέρθηκε στις αρχές που διέπουν το θέμα και στα συστατικά που κατά το νόμο στοιχειοθετούν τα αδικήματα, έκρινε πως, για λόγους που εξήγησε, η μαρτυρία που προσάχθηκε άφηνε εξ αντικειμένου αναπόδεικτες της κατηγορίες.  Επομένως, αθώωσε και απάλλαξε την τράπεζα.

Η απόφαση είχε εκδοθεί στις 19.1.98 και στις 27.1.98 ο εφεσείων άσκησε την έφεση αρ. 6460.  Οι λόγοι έφεσης, τους οποίους συνέταξε αυτοπροσώπως ο εφεσείων, είναι μακροσκελείς.  Σε γενικές γραμμές ο εφεσείων θεωρεί ότι η αθωωτική απόφαση ήταν αποτέλεσμα απάτης και πως δεν θα έπρεπε να είχε εκδοθεί πριν του δοθεί η ευκαιρία που ζήτησε να προσάξει στοιχεία που θα έδειχναν συμπαιγνία και δόλο του δικηγόρου του με τους δικηγόρους της τράπεζας. Επιπλέον, καταλογίζει στο Δικαστήριο κακή χρήση διακριτικής εξουσίας όταν αυτό αρνήθηκε την προσαγωγή τεκμηρίων μετά την εισήγηση της υπεράσπισης πως δεν είχε αποδειχθεί εκ πρώτης όψεως υπόθεση.

[*179]Ο εφεσείων προχώρησε και σε άλλα διαβήματα και είναι ανάγκη να τα καταγράψουμε.

1.  Στις 15.4.98 με ex parte αίτηση που υποβλήθηκε στο πλαίσιο της έφεσης 6460 αλλά καταχωρίστηκε από το Πρωτοκολλητείο ως αίτηση 1/98, ζήτησε “παράταση του χρόνου ειδοποίησης έφεσης”. 

2.  Στις 11.11.98, με νέα ex parte αίτηση, πάλιν στο πλαίσιο της έφεσης 6460, ζήτησε, συμπληρωματικά προς την προηγούμενη όπως αναφέρει, “τυπική έγκριση παράτασης του χρόνου ειδοποίησης έφεσης του αρ. 6460”.

Οι πιο πάνω αιτήσεις άχθηκαν ενώπιον του εφετείου στις 19.11.98, δόθηκαν οδηγίες για την επίδοσή τους στους αντιδίκους και ορίστηκαν για τις 16.12.98. Αμέσως μετά, δηλαδή στις 19.11.98, ο αιτητής υπέβαλε νέα ex parte αίτηση με αίτημα όμοιο με εκείνο της αίτησής του ημερομηνίας 11.11.98.  Άχθηκαν όλες ενώπιον του εφετείου στις 16.12.98 και η εφεσίβλητη ζήτησε την απόρριψή τους αλλά και της έφεσης ως εξ υπαρχής άκυρες. Ήταν παραδεκτό πως ο εφεσείων δεν είχε εξασφαλίσει την έγκριση του Γενικού Εισαγγελέα για την καταχώριση της έφεσης και επικαλέστηκε την απόφαση του εφετείου στην Παναγιώτης Κίρλαππος ν. Ευθύμιου Ευθυμίου (1997) 2 A.A.Δ. 338.  Ο εφεσείων είχε διαφορετική άποψη και ζητησε την συνεκδίκαση όλων των αιτήσεων μαζί με την έφεση.  Το εφετείο καθόρισε την περαιτέρω πορεία ως εξής:

“Τίθεται καταρχήν προς εξέταση ζήτημα κατά πόσον ενεργοποιείται η δικαιοδοσία σε σχέση με την έφεση ή σε σχέση με τις αιτήσεις, κατά πόσον μπορεί να αποδοθεί σε αυτές οποιοδήποτε νόημα.  Επειδή μας ελέχθη ότι η υπόσταση της έφεσης συνάπτεται με τα θέματα αυτά και για να έχουμε ολοκληρωμένη εικόνα δίδουμε οδηγίες να τεθεί ο φάκελος της έφεσης ενώπιον μας σε άλλη ημερομηνία κατά την οποίαν η κάθε πλευρά θα είναι ελεύθερη να υποβάλει οποιαδήποτε πρόσθετα προφορικά επιχειρήματα πάνω στα εγερθέντα ζητήματα. Η ημερομηνία αυτή είναι η 23.2.99 στις 9.30 π.μ.”

Ο εφεσείων επανήλθε με νέα αίτηση, πάλιν ex parte, ημερομηνίας 30.12.98, στο πλαίσιο της έφεσης 6460.  Αυτή τη φορά ζητούσε άδεια να καλέσει ως μάρτυρες ένα πρωτοκολλητή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, το δικηγόρο που τον είχε εκπροσωπήσει στην πρωτόδικη διαδικασία και την κα Τ. Πολυχρονίδου, Ανώτερη Δικηγόρο της Δημοκρατίας.  Ας σημειωθεί πως όμοιο αίτημα σε [*180]σχέση με με την τελευταία είχε υποβληθεί και με άλλη ex parte αίτηση του, ημερομηνίας 8.9.98. Αυτή η τελευταία αίτηση, ημερομηνίας 30.12.98, τέθηκε ενώπιόν μας στις 25.1.99 οπότε και προσδιορίσαμε την πορεία σε ό,τι την αφορούσε.  Θα παραθέσουμε το πρακτικό και εκείνης της συνεδρίας.

“Δικαστήριο (κ. Κωνσταντινίδης, Δ.) προς κ. Γρηγορίου:

Έχετε υποβάλει μίαν αίτηση. Έχουμε δει την αίτησή σας.  Εκκρεμεί για ακρόαση στις 23.2.1999 θέμα που άπτεται της ύπαρξης έφεσης.  Προηγείται η εκδίκαση εκείνου του θέματος.  Θα παραμείνει στο φάκελο η αίτηση που έχετε υποβάλει.  Θα τεθεί ενώπιόν μας και αυτή στις 23.2.1999 για να αποφασιστεί ο περαιτέρω χειρισμός της ανάλογα και με την πορεία του άλλου θέματος. Στο μεταξύ δίδονται οδηγίες να την επιδώσετε και στην άλλη πλευρά.

κ. Γρηγορίου:

Μπορώ να κάμω μίαν παρατήρηση;  Για τους μάρτυρες που ζητώ να παρουσιαστούν εκείνη την ημέρα για την εξέταση της έφεσής μου, θα οριστεί άλλη ημερομηνία να παρουσιαστούν;  Διότι άνευ αυτών των μαρτύρων θα καταστεί δύσκολη η εξέταση της έφεσής μου.

Δικαστήριο (κ. Κωνσταντινίδης) προς κ. Γρηγορίου:

Σας έχουμε πει ότι για να εξετάσουμε οποιοδήποτε θέμα που αφορά στην ουσία της έφεσης θα πρέπει πρώτα να επιλύσουμε το ζήτημα που έχει εγερθεί αν υπάρχει έφεση ενώπιόν μας.”

Ο εφεσείων, όμως, είχε και άλλο αίτημα.  Με αίτηση, διά κλήσεως αυτή τη φορά, ημερομηνίας 8.2.99, πάντα στο πλαίσιο της έφεσης 6460, υπέβαλε ότι τα άρθρα 131 και 137 του περι Ποινικής Δικονομίας Νόμου “καθίστανται ανενεργά ειδικά στην περίπτωση του” και, περαιτέρω, ότι είναι αντισυνταγματικά και αντίθετα προς την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.  Η αίτηση αυτή ορίστηκε από το Πρωτοκολλητείο για τις 23.2.99.

Όλες οι αιτήσεις που είχαν υποβληθεί και, βέβαια, η ίδια η έφεση 6460, τέθηκαν ενώπιόν μας στις 23.2.99, όπως είχε οριστεί.  Προείχε το θέμα που τέθηκε αναφορικά με την ύπαρξη της έφεσης και, συνακολούθως, το καθόλου νόημα των αιτήσεων που υποβλήθηκαν.  Ακούσαμε τα επιχειρήματα των δυο πλευρών και επιφυλάξαμε την απόφασή μας.  Εν τούτοις, ο εφεσείων υπέβαλε νέα αίτη[*181]ση δια κλήσεως στις 29.2.99.  Έπρεπε να προηγηθεί η εκδίκασή της και την ακούσαμε στις 23.3.99.  Για τους λόγους που φαίνονται στην απόφαση που εκδώσαμε την ίδια ημέρα, την κρίναμε ως εκδήλως αβάσιμη και την απορρίψαμε.

Προχωρούμε τώρα στην έκδοση της απόφασης που επιφυλάξαμε.  Είναι  σταθερή η νομολογία μας πως το άρθρο 25 του περι Δικαστηρίων Νόμου το 1960 (Ν. 14/60) δεν παρέχει απεριόριστο δικαίωμα έφεσης σε ποινικές υποθέσεις.  Το δικαίωμα που αναγνωρίζει, ρητά υπόκειται στις πρόνοιες του περι Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 155, ειδικά σε εκείνες των άρθρων 131 και 137.  Όπως έχει  δε εξηγηθεί, κατά αθωωτικών αποφάσεων Επαρχιακών Δικαστηρίων χωρεί έφεση η οποία, όμως, μπορεί να ασκηθεί από ή με την έγκριση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας. Από τη σειρά των υποθέσεων που αναφέρθηκαν στο θέμα, ξεχωρίζουμε τις δυο στις οποίες εξετάστηκε κατ’ ευθείαν το δικαίωμα έφεσης κατά αθωωτικής απόφασης Επαρχιακού Δικαστηρίου από ιδιώτη κατήγορο. Πρόκειται για τις Χenophontos v. Charalambous (1961) C.L.R. 122 και Kίρλαππος (ανωτέρω). Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση στη δεύτερη, που εξέδωσε ο Πικής, Π.:

“Κρίνουμε την έφεση αβάσιμη.  Το άρθρο 137 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, καθιστά την εξουσιοδότηση του Γενικού Εισαγγελέα, προϋπόθεση για την άσκηση έφεσης από τρίτο (τον κατήγορο), κατά αθωωτικής απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου.  Το δικαίωμα έφεσης προκύπτει απο την εξουσιοδότηση και πρέπει να αποκρυσταλλωθεί πριν την καταχώρησή της.  Το δικαίωμα έφεσης πηγάζει από την έγκριση του Γενικού Εισαγγελέα και πρέπει να αποκρυσταλλώνεται πριν την καταχώρησή της.”

.............................................................................................................

“Εφόσον η έφεση δεν θεμελειώνεται σε άνευ όρων έγκριση του Γενικού Εισαγγελέα, ελλείπουν οι προϋποθέσεις για την άσκησή της.  Στην απουσία της απαιτούμενης εξουσιοδότησης η έφεση δεν έπρεπε να είχε γίνει δεχτή από το Πρωτοκολλητείο.  Ήταν εξ υπαρχής άκυρη.”

Ο εφεσείων φάνηκε πως ήταν ενήμερος γι’ αυτά και πώς, ως ένα βαθμό, τα κατανοούσε.  Είναι όμως η άποψή του πως δεν  παρεμβάλλεται στην περίπτωσή του κώλυμα στην άσκηση έφεσης. Πρώτα, ενόψει των λόγων για τους οποίους επιδιώκει τον παραμερισμό της πρωτόδικης απόφασης. Το άρθρο 137 του Κεφ. 155 δεν περι[*182]λαμβάνει στους λόγους για τους οποίους μπορεί να ασκηθεί έφεση κατά αθωωτικής απόφασης την περίπτωση της πρόκλησής της με δόλο και απάτη. Επομένως, δεν παρεμβάλλεται ως εμπόδιο ή αχρηστεύεται. Τέτοια απόφαση δεν είναι τελεσίδικη, δεν παράγει δεδικασμένο και δικαιούται να την εφεσιβάλει. Μετά, ενόψει νομοθετικής αλλαγής. Ο εφεσείων αναφέρθηκε σε νόμο τον οποίο εμφάνισε ως δημοσιευθέντα στην Επίσημη Εφημερίδα με αρ. 3215, ημερομηνίας 23.1.98, με την οποία τροποποιήθηκε το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 25(2) του Ν. 14/60 ώστε να αναφέρεται και σε αθωωτική απόφαση.  Κατά την αντίληψή του, αυτή η προσθήκη αίρει πλέον κάθε περιορισμό και αναγνωρίζει δικαίωμα έφεσης κατά αθωωτικής απόφασης, χωρίς όρους και προϋποθέσεις. Τροποποιήθηκε πράγματι το πιο πάνω εδάφιο ώστε να περιλαμβάνει αναφορά και σε αθωωτική απόφαση, μεταγενεστέρως όμως. Είναι προφανές πως ο εφεσείων είχε υπόψη του το νομοσχέδιο που κατατέθηκε.  Θεσπίστηκε σε νόμο στις 2.7.98.  Πρόκειται για το Ν. 53(Ι)98.  Θα δούμε τη σημασία αυτού του Νόμου.  Σημειώνουμε όμως από τώρα πως δεν θα χρειαστεί να μας απασχολήσει το γεγονός ότι δεν ίσχυε κατά το χρόνο της καταχώρισης της έφεσης.

Εισηγείται, τελικά, ο εφεσείων πως, ανεξάρτητα από τα πιο πάνω, είναι αντισυνταγματική η εξάρτηση της δυνατότητας άσκησης έφεσης στην περίπτωση, από την προηγούμενη έγκριση του Γενικού Εισαγγελέα.  Παραβιάζει την ισότητα που διασφαλίζει το άρθρο 28 του Συντάγματος και συγκρούεται προς το άρθρο 30 του Συντάγματος και συναφώς προς το άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, για δίκαιη δίκη.  Δεν δικαιολογείται, όπως προτείνει, η διάκριση μεταξύ του οποιουδήποτε κατήγορου και του Γενικού Εισαγγελέα, και δεν είναι επιτρεπτή η χορήγηση στο Γενικό Εισαγγελέα, ως διάδικο, δικαιώματος που δεν παρέχεται και στον ιδιώτη κατήγορο, με αποτέλεσμα την ανισότητα των όπλων.  Επίσης, αν έχουμε αντιληφθεί ορθά, δεν παρέχεται δυνατότητα διάκρισης μεταξύ του κατήγορου και του κατηγορουμένου, με την παροχή στον δεύτερο απεριόριστου δικαιώματος έφεσης εναντίον καταδικαστικής απόφασης.

Είναι ορθή η εισήγηση της εφεσίβλητης, πως, χωρίς την έγκριση του Γενικού Εισαγγελέα, η έφεση είναι εξ υπαρχής άκυρη.  Θα δούμε, πρώτα, την νομοθετική αλλαγή.  Θεσπίστηκαν την ίδια ημέρα δυο νόμοι.  Ο Ν. 53(Ι)/98 που αναφέρθηκε και ο Ν. 54(Ι)/98 με τον οποίο τροποποιήθηκε το άρθρο 137 του Κεφ. 155.  Με τον δεύτερο, παρασχέθηκε στο Γενικό Εισαγγελέα δικαίωμα έφεσης και κατά αθωωτικής απόφασης Κακουργιοδικείου, και πάλιν όμως για τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 137 του Κεφ. 155.  Επίσης και [*183]κατά ποινής που επιβάλλει Κακουργιοδικείο για το λόγο ότι αυτή είναι ανεπαρκής.  Με τον πρώτο, όπως αναφέρεται στο νομοσχέδιο, στοχεύθηκε η εναρμόνιση του άρθρου 25 του Ν. 14/60 ώστε να καλύπτει αυτή την αλλαγή.  Το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 25(2) διαβάζεται τώρα ως εξής:

“Κάθε τέτοια έφεση δύναται να ασκηθεί κατά της αθωωτικής ή καταδικαστικής απόφασης ή της απόφασης που επιβάλλει ποινή για οποιοδήποτε λόγο”.

Δεν είναι θέμα του παρόντος η φράση “για οποιοδήποτε λόγο”.  Το ουσιώδες για τους σκοπούς της παρούσας υπόθεση είναι η εισαγωγική φράση.  Το εδάφιο αναφέρεται σε “κάθε τέτοια έφεση”.  Σε έφεση, δηλαδή, σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο του άρθρου 25(2) η οποία, όπως είναι παγίως νομολογημένο, μπορεί να ασκηθεί εφόσον παρέχει δικαίωμα για την άσκησή της το Κεφ. 155. Αυτό σημαίνει πως οι διατάξεις αναφορικά με την προϋπόθεση της εξασφάλισης της έγκρισης του Γενικού Εισαγγελέα σε περιπτώσεις όπως η παρούσα, παρέμειναν αναλλοίωτες.  Αυτή η σημασία της πιο πάνω φράσης εξηγήθηκε, πρέπει να σημειώσουμε, από τον Λ. Λοΐζου Δ. στη σελίδα 41 της Αttorney-General v. Pouris and Others (1979) 2 C.L.R. 15.

Ούτε το Σύνταγμα ούτε η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων αναγνωρίζουν ως δικαίωμα τη δυνατότητα άσκησης έφεσης.  Η δυνατότητα άσκησης έφεσης μπορεί να προσδιοριστεί και να ρυθμιστεί με νόμο. Χωρίς τον οποίο, δεν χωρεί έφεση.   Όπως χαρακτηριστικά λέχθηκε από τον Τριανταφυλλίδη Π. στην Photini Polycarpou Georkadji and Another v. The Republic  (1971) 2 C.L.R. 229, με αναφορά στην Healy v. Ministry of Health [1954] 3 All E.R. 449, τα Δικαστήρια δεν εφευρίσκουν δικαίωμα έφεσης όταν τέτοιο δεν παρέχεται ούτε σφετερίζονται κατ΄έφεση δικαιοδοσία όταν τέτοια δεν δημιουργείται. (Βλ. συναφώς και Εvangelos Christofi v. The Police (1970) 2 C.L.R. 117, Georghios Lazarou and Others v. The Police (1973) 2 C.L.R. 81, Attorney-General v. Pouris & Others, (ανωτέρω), Γενικός Εισαγγελέας ν. Λαζαρίδης κ.ά. (1992) 2 Α.Α.Δ. 8, Κυριάκου ν. Δήμου Έγκωμης (1992) 2 Α.Α.Δ. 414, Δημοκρατία ν. Ερμογένους κ.ά. (1990) 2 Α.Α.Δ. 459 και Χριστοδούλου και Άλλος ν. Δημοκρατίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 443.). Όσα αναφέρθηκαν από τον εφεσείοντα σε σχέση με τους λόγους έφεσης που θέλει να συζητήσει, είναι άσχετα.  Ο περιορισμός στο άρθρο 137 των λόγων για τους οποίους ο Γενικός Εισαγγελέας μπορεί να ασκήσει ή να εγκρίνει την άσκηση έφεσης και η καθ’ υπόθεση μή κάλυψη των όσων ο εφεσείων θέλει να προ[*184]βάλει, δεν μεταβάλλει το γεγονός ότι χωρίς θετική νομοθετική διάταξη που  να καθιστά δυνατή την άσκηση έφεσης, τέτοια δεν χωρεί.

Ζητήματα ως προς τη συνταγματικότητα των περιορισμών που τίθενται, εξετάστηκαν πρώτα στην Georkadji (ανωτέρω). Η εισήγηση για πρόσκρουση στο Άρθρο 30.1 του Συντάγματος και περαιτέρω στο Άρθρο 6(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, απορρίφθηκε.  Ακολούθησε η Pouris, η Ερμογένους και, τελικά, η Λαζαρίδης (ανωτέρω).  Στην τελευταία, μάλιστα, η απόφαση της πλειοψηφίας που εξέδωσε ο Πικής Δ., όπως ήταν τότε, τελειώνει ως εξής:

“Καταλήγουμε ότι το άρθρο 137 του Κεφ. 155 δεν προσκρούει σε καμιά συνταγματική διάταξη η οποία να επιβάλλει την τροποποίηση του βάσει του άρθρου 188 του Συντάγματος”.

Η εισήγηση του εφεσείοντα για αντισυνταγματικότητα ή για παράβαση της Ευρωπαϊκής Σύμβασης, δεν ευσταθούν.  Η διαφοροποίηση από το Νομοθέτη μεταξύ καταδικαστικής και αθωωτικής απόφασης αποτελεί ανοικτή νομοθετική επιλογή.  Αυτό είναι διάχυτο στη νομολογία ήδη από την Xenophontos (βλ. συναφώς και The Criminal Procedure in Cyprus των Λοΐζου και Πική, στη σελίδα 180).  Σ’ αυτό περιέχεται και το έλασσον. Nα τίθεται δηλαδή ο ειδικός περιορισμός να ασκείται η έφεση από το Γενικό Εισαγγελέα ή με την έγκρισή του, όπου αναγνωρίζεται δικαίωμα έφεσης κατά αθωωτικής απόφασης ή σε σχέση με την ανεπάρκεια της ποινής.  (βλ. και Ιατρικές Υπηρεσίες ν. Πίττας (1995) 2 Α.Α.Δ. 261). Υποβάλλει, βέβαια, ο εφεσείων πως δεν εναρμονίζεται προς το Σύνταγμα και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση η αναγνώριση τέτοιου ρόλου στο Γενικό Εισαγγελέα.  Δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε.  Το Άρθρο 113.2 του Συντάγματος παρέχει ευθέως στο Γενικό Εισαγγελέα την εξουσία “να κινή, διεξάγη, επιλαμβάνηται και συνεχίζη ή διακόπτη οιανδήποτε διαδικασίαν ή διατάσση δίωξιν καθ’ οιουδήποτε προσώπου εν τη Δημοκρατία δι’ οιονδήποτε αδίκημα”. Επομένως, δεν αντίκειται στο Σύνταγμα η νομοθετική απαίτηση για την εξασφάλιση της έγκρισης του όταν μπορεί, κατά την κρίση του, να διακόπτει κάθε διαδικασία για οποιοδήποτε αδίκημα.

Η έφεση είναι άκυρη, δεν ενεργοποιεί τη δικαιοδοσία μας και, εφόσον το Πρωτοκολλητείο την καταχώρισε, θα την απορρίψουμε.  Οι αιτήσεις που καταχωρίστηκαν στο πλαίσιο της αιωρούνται στο κενό και θα απορριφθούν ως στερούμενες αντικειμένου.  Δεν μπορεί να τίθεται ζήτημα προσαγωγής μαρτυρίας για τους σκοπούς [*185]έφεσης που είναι ανύπαρκτη.  Ούτε και ζήτημα παράτασης της προθεσμίας για άσκηση έφεσης όταν το πρόβλημα της έφεσης 6460 δεν ήταν ο χρόνος της καταχώρισής της.  Εάν ο εφεσείων είχε δικαίωμα άσκησης έφεσης, η 6460 δεν θα ήταν εκπρόθεσμη.  Επίσης δεν θα ήταν νοητό να τίθεται ζήτημα παράτασης της προθεσμίας για άσκηση άλλης έφεσης, αν θα μπορούσαμε καν να προσεγγίσουμε τις αιτήσεις κάτω από τέτοιο πρίσμα, όταν δεν υπάρχει η προϋπόθεση για την άσκησή της.

Η έφεση και όλες οι αιτήσεις απορρίπτονται με έξοδα.

Η έφεση και όλες οι αιτήσεις απορρίπτονται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο