Parris David ν. Δημοκρατίας (1999) 2 ΑΑΔ 186

(1999) 2 ΑΑΔ 186

[*186]5 Mαΐου, 1999

[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]

DAVID PARRIS,

Εφεσείων,

v.

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

(Ποινική Έφεση Aρ. 6314)

 

Ποινικός Κώδικας — Ανθρωποκτονία κατά παράβαση του Άρθρου 205 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 — Εφεσείων στραγγάλισε τη σύζυγο του και στη συνέχεια έριξε το πτώμα από το παράθυρο του διαμερίσματος στο δρόμο — Εφεσείων κρίθηκε ένοχος — Επικύρωση καταδίκης κατ’ έφεση.

Εφετείο — Εξουσίες Εφετείου — Σε περιπτώσεις όπου το συμφέρον της δικαιοσύνης το απαιτεί και είναι απαραίτητη η επέμβαση του Εφετείου για την εξέταση της έφεσης, το Εφετείο έχει δικαίωμα να επέμβει σε σημείο της πρωτόδικης απόφασης που δεν προσβλήθηκε είτε με την έφεση είτε με την αντέφεση — Δ.35, θ.8 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας.

Απόδειξη — Δεκτότητα μαρτυρίας — Μαρτυρία που εξασφαλίσθηκε παράνομα — Κατά πόσο είναι αποδεκτή ως μαρτυρία — Κατά πόσο η εν λόγω μαρτυρία παραβιάζει τα δικαιώματα του κατηγορουμένου τα οποία διασφαλίζονται από τα Άρθρα 28 και 30.2 του Συντάγματος — Εκτενής αναφορά σε αυθεντίες και ανάλυσή τους.

Θανατική ανάκριση — Η μεταθανάτια εξέταση του πτώματος ή άλλη διάθεση του είναι εφικτή μόνο μετά από οδηγίες του Θανατικού Ανακριτή — Ο περί Θανατικών Ανακριτών Νόμος Κεφ. 153, Άρθρο 15(2) — Εφαρμοστέες αρχές.

Λέξεις και Φράσεις — “Άλλη διάθεση του πτώματος” στο Άρθρο 15(2) του περί Θανατικών Ανακριτών Νόμου Κεφ. 153 — Σκοπό έχει να καταστήσει δυνατή την έκδοση διατάγματος για άλλη διάθεση του [*187]πτώματος π.χ. για αποτέφρωση του κ.λ.π.

Δικαστικές αποφάσεις — Το Εφετείο δεν μπορεί να εξετάζει τις πρωτόδικες αποφάσεις μικροσκοπικά ή να διαφωνεί με μια λέξη ή φράση — Πρέπει να τις διαβάζει στο σύνολο τους για να διαπιστώνει τη σημασία τους.

Απόδειξη — Μάρτυρες — Κλήση μαρτύρων απο την Κατηγορούσα Αρχή — Διακριτική ευχέρεια ως προς τους μάρτυρες που θα κληθούν — Η διακριτική ευχέρεια πρέπει να ασκείται με φειδώ με τρόπο που προάγει το συμφέρον της δικαιοσύνης και που είναι, ταυτόχρονα, ακριβοδίκαιος για την υπεράσπιση — Αν η μαρτυρία μάρτυρα μπορεί να γίνει πιστευτή η Κατηγορούσα Αρχή έχει υποχρέωση να τον καλέσει έστω και αν η μαρτυρία του είναι ασυμβίβαστη με την υπόθεση την οποία επιδιώκει να αποδείξει.

Συνταγματικό Δίκαιο — Σύνταγμα Άρθρα 34 και 35 — Δεν υπάρχει δυνατότητα αποδοχής μαρτυρίας που λήφθηκε κατά παραβίαση των συνταγματικά κατοχυρωμένων δικαιωμάτων και ελευθεριών.

Δικαστικά προηγούμενα — Αγγλική νομολογία — Πόσο δεσμεύεται το Ανώτατο Δικαστήριο της Κύπρου από την Αγγλική Νομολογία — Σε ποίες περιπτώσεις τα Δικαστήρια μας ακολουθούν τις αποφάσεις των Αγγλικών Δικαστηρίων.

Ο εφεσείων κρίθηκε ένοχος μετά από ακροαματική διαδικασία για διάπραξη ανθρωποκτονίας κατά παράβαση του Άρθρου 205 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.  Θύμα του κακουργήματος ήταν η σύζυγος του εφεσείοντα Αυγουστίνα Parris (“το θύμα”).  Το κακούργημα διαπράχθηκε στο διαμέρισμα του ζεύγους στη Λευκωσία.

Το Δικαστήριο, στη βάση της περιστατικής μαρτυρίας, κατέληξε ότι ο κατηγορούμενος στα πλαίσια λογομαχίας που είχε με τη σύζυγό του, έχασε τον αυτοέλεγχο του, την έσφιξε με τα χέρια του στο λαιμό προκαλώντας της κάταγμα του θυρεοειδούς χόνδρου του λάρυγγα και άλλες σοβαρές κακώσεις που οδήγησαν στο θάνατο της.  Ακολούθως αφού έσυρε το πτώμα της συζύγου του προς το παράθυρο, την έριξε από τον β΄ όροφο στο πεζοδρόμιο.  Στη συνέχεια αφού κατέβηκε στο δρόμο ανέβασε το θύμα από τις σκάλες στο διαμέρισμα του ζεύγους.

Διορίστηκε Θανατικός Ανακριτής ο οποίος έδωσε οδηγίες στον ιατροδικαστή Ψαρούλη (Μ.Κ. 15) και στην Δρα. Ε. Αντωνίου να διενεργήσουν μεταθανάτια εξέταση του πτώματος του θύματος.  Η εξέταση [*188]έγινε στην παρουσία του Δρα Μ. Ματσάκη ο οποίος μετά από σχετικό διάταγμα του Θανατικού Ανακριτή παρευρισκόταν ως παρατηρητής.  Τέσσερις μέρες αργότερα, ο Δρ. Ματσάκης κατόπιν παράκλησης των συγγενών του θύματος και μετά από προφορική έγκριση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας και της Αστυνομίας, η οποία είχε υπό τη φύλαξη της το πτώμα, προέβη στη διεξαγωγή δεύτερης μεταθανάτιας εξέτασης του πτώματος του θύματος.

Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Δρα Ματσάκη ο θάνατος του θύματος προκλήθηκε από στραγγαλισμό με τα δύο χέρια και τους αντίχειρες, που είχαν τοποθετηθεί στην περιοχή του θυρεοειδούς χόνδρου του λάρυγγα, με τον ένα αντίχειρα στην μια πλευρά και τον άλλο στην άλλη πλευρά.

Προς ενίσχυση των ισχυρισμών του Δρα Ματσάκη, ο μάρτυρας παρουσίασε στο Δικαστήριο τον λάρυγγα του θύματος, τον οποίο αφαίρεσε κατά τη διάρκεια της δεύτερης μεταθανάτιας εξέτασης που διενήργησε.

Το συμπέρασμα που βγήκε από τη μαρτυρία του Δρα Ματσάκη ήταν ότι ο λόγος του θανάτου ήταν ο στραγγαλισμός του θύματος με τα χέρια.

Σύμφωνα με τη μαρτυρία του ιατροδικαστή Ψαρούλη, τα κτυπήματα που δέχθηκε το θύμα, του προκάλεσαν μια μεγάλη αιμορραγία στο αναπνευστικό σύστημα με αποτέλεσμα να μη μπορεί να διαμορφώσει την απόφαση να πέσει από το παράθυρο.

Ο καθηγητής Βανέζης (Μ.Υ. 1), διαπίστωσε, με βάση τις εκθέσεις των άλλων δύο εμπειρογνωμόνων, ότι οι κακώσεις του θύματος προέκυψαν από άμεσο κτύπημα και γροθιά στο λαιμό, όπως ισχυρίζετο και ο εφεσείων.

Όταν ο εφεσείων κλήθηκε σε απολογία, προέβη σε μια ανώμοτη δήλωση, αρνούμενος ότι στραγγάλισε τη σύζυγό του.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι ο κατηγορούμενος είχε δώσει διαφορετικές εκδοχές οι οποίες δεν είχαν καμιά σχέση με τα πραγματικά γεγονότα.  Στην αρχική του κατάθεση ευθύς μετά τη πτώση δεν ανέφερε ότι είχε γρονθοκοπήσει τη γυναίκα του στο πρόσωπο και στο λαιμό κάτι που ανέφερε 4 μέρες αργότερα όταν δημοσιοποιήθηκε το πόρισμα Ψαρούλη.  Η ανώμοτη κατάθεση του άφηνε κενά και ερωτηματικά και θα μπορούσε να συσχετισθεί μέσα στα πλαίσια ένδειξης ενοχής με βάση την υπόθεση Βρακάς v. Δημοκρατίας και άλλες [*189]σχετικές υποθέσεις.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολογώντας τη μαρτυρία προτίμησε τη μαρτυρία του Δρα Ματσάκη από την μαρτυρία των άλλων εμπειρογνωμόνων.

Η υπεράσπιση ήγειρε ένσταση ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου στην αποδοχή της μαρτυρίας αυτής υποστηρίζοντας ότι λήφθηκε παράνομα.  Σύμφωνα με το Άρθρο 12 του Κεφ. 153 το μόνο πρόσωπο που θα μπορούσε να διατάξει τη διεξαγωγή μεταθανάτιας εξέτασης είναι ο Θανατικός Ανακριτής.  Η άδεια που δόθηκε από τον Γενικό Εισαγγελέα δεν μπορεί να έχει οποιοδήποτε νομικό αποτέλεσμα αφού οι εξουσίες του καθορίζονται από τις πρόνοιες του Άρθρου 113 του Συντάγματος.  Το επακόλουθο της πιο πάνω παρανομίας ήταν η παραβίαση των συνταγματικών δικαιωμάτων του εφεσείοντα, όπως διασφαλίζονται με τα Άρθρα 12(5), 28, 30(2) και (3) του Συντάγματος.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η δεύτερη μεταθανάτια εξέταση δημιουργήθηκε έξω από τα νομοθετικά πλαίσια του Κεφ. 153 και κατά παράβαση του Άρθρου 12.  Αποδέχθηκε όμως τη μαρτυρία που προέκυψε από αυτή για την αποδεικτική της αξία, ότι δηλαδή ο εφεσείων στραγγάλισε τη γυναίκα του προτού αυτή πέσει απ’ το παράθυρο του διαμερίσματος.  Σύμφωνα με το πρωτόδικο Δικαστήριο, η παραβίαση του Άρθρου 12 του Κεφ. 153 ήταν τυπική, και δεν επηρέαζε τα δικαιώματα του κατηγορουμένου για δίκαιη δίκη.  Ο κατηγορούμενος κρίθηκε ένοχος στην κατηγορία ανθρωποκτονίας.

Λόγοι έφεσης:

1.      Η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου να αποδεχθεί τη μαρτυρία που προέκυψε από τη δεύτερη νεκροψία η οποία διενεργήθηκε από το Δρα Ματσάκη, είναι εσφαλμένη.

          Υποστηρίχθηκε ότι: (α) ο διωκτικές αρχές είχαν υποχρέωση να δώσουν την ευκαιρία στον εφεσείοντα να είναι παρών κατά τη δέυτερη νεκροψία για να υπάρχει ισότητα των όπλων σε σχέση με τη μαρτυρία των εμπειρογνωμόνων και (β) εφόσον η μαρτυρία του Δρα Ματσάκη εξασφαλίσθηκε με παράνομο τρόπο το δικαστήριο είχε διακριτική ευχέρεια να μην την αποδεχθεί.

          Ο συνήγορος των εφεσιβλήτων υπέβαλε ότι η δεύτερη μεταθανάτια εξέταση ήταν νόμιμη.  Ο συνήγορος του εφεσείοντα υποστήριξε ότι οι εφεσίβλητοι δεν μπορούσαν να επι[*190]χειρηματολογήσουν εναντίον της σχετικής διαπίστωσης του πρωτόδικου Δικαστηρίου αφού δεν είχαν ασκήσει αντέφεση.  Αποφασίστηκε ότι οι εφεσίβλητοι μπορούσαν να επιχειρηματολογήσουν εναντίον της ορθότητας της σχετικής ενδιάμεσης απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου, δυνάμει των προνοιών του Άρθρου 25(3) του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν. 14/60) και της Δ.35, θ.8 των Κανόνων Πολιτικής Δικονομίας, έστω και αν δεν είχε καταχωρηθεί αντέφεση.

          Τα θέματα που εξετάστηκαν κάτω από αυτό το λόγο έφεσης είναι:  (α) Κατά πόσο η δεύτερη μεταθανάτια εξέταση ήταν νόμιμη ή παράνομη και (β) Κατά πόσο παραβιάστηκαν τα Άρθρα 28 και 30.2 του Συντάγματος. Το Άρθρο 28 έχει σαν βάθρο την παράλειψη των διωκτικών αρχών να δώσουν την ευκαιρία στον εφεσείοντα να παρευρίσκεται στη δεύτερη μεταθανάτια εξέταση και το Άρθρο 30.2 κατοχυρώνει τη δίκαιη δίκη.

2 και 3.  Η ενοχή του εφεσείοντα δεν απεδείχθη πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας εφόσον η προσαχθεία μαρτυρία στο σύνολο της επιδέχετο και άλλες λογικές εξηγήσεις τις οποίες το πρωτόδικο Δικαστήριο απεδέχθη σαν πιθανές αλλά όχι προτιμητέες.  Έρεισμα για τους πιο πάνω λόγους έφεσης, ήταν η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι “Είναι πολυ προτιμότερη η θέση της Κατηγορούσας Αρχής, ότι το σώμα έπεφτε, όπως παραστατικά το έθεσε ο ευπαίδευτος συνήγορος της Κατηγορούσας Αρχής, ως ‘μια σακκούλα’ πατάτες”.

4.      Εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν απεδέχθη την εισήγηση της υπεράσπισης ότι εφ’ όσον η μαρτυρία των δύο κυριωτέρων μαρτύρων κατηγορίας Δρ. Ψαρούλη (ιατροδικαστή της Δημοκρατίας) και Δρ. Ματσάκη (ιατροδικαστή για την οικογένεια του θύματος) εσυγκρούετο σε τέτοιο βαθμό ώστε η μια να αποκλείει την άλλη, το Δικαστήριο δεν είχε άλλη επιλογή παρά να απορρίψει την υπόθεση, ενώ το Δικαστήριο αντίθετα προς τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου προέβη στην αποδοχή της μαρτυρίας του κ. Ματσάκη, και κατέληξε στην εσφαλμένη καταδίκη του εφεσείοντα.

          Αναφορικά με αυτό τον λόγο έφεσης προκύπτουν για εξέταση τα πιο κάτω ζητήματα:

[*191](α)            Κατά πόσο η Κατηγορούσα Αρχή έχει ενεργήσει ορθά με το να καλέσει σαν μάρτυρες κατηγορίας τον Καθηγητή Ψαρούλη και τον Δρα Ματσάκη.

(β)          Έχοντας υπόψη την απουσία σύμπτωσης ανάμεσα στη μαρτυρία των δύο πιο πάνω μαρτύρων μπορούσε το Δικαστήριο να επιλέξει τη μια από τις δύο μαρτυρίες ή έπρεπε – όπως υποστήριξε η υπεράσπιση – να είχε προχωρήσει στην απόρριψη της κατηγορίας.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Τα Άρθρα 4, 9, 12 και 15 του Κεφ. 153 καταδεικνύουν ότι εξέταση του πτώματος ή άλλη διάθεση του είναι εφικτή μόνο μετά από οδηγίες του Θανατικού Ανακριτή.  Ακολουθεί πως η σχετική προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν ορθή.

     Υπάρχουν όμως και άλλες δύο διαστάσεις του θέματος που καθιστούν παράνομη τη δεύτερη μεταθανάτια εξέταση.

α) Εφόσον υπήρχε το διάταγμα του Θανατικού Ανακριτή δυνάμει του Άρθρου 15(2) του Κεφ. 153, οποιαδήποτε επέμβαση επί του πτώματος δεν παραβιάζει μόνο το Άρθρο 15(2) του Νόμου αλλά και το διάταγμα του Θανατικού Ανακριτή.

β) Η διεξαγωγή της δεύτερης μεταθανάτιας εξέτασης “κατόπιν σχετικής προφορικής έγκρισης του Γενικού Εισαγγελέα και της Αστυνομίας” ισοδυναμεί με παράκαμψη και εξουδετέρωση, με αθέμιτα μέσα, της απόφασης του Θανατικού Ανακριτή – ο οποίος απέρριψε σχετικό αίτημα προηγουμένως.  Ωστόσο, η σχετική εκτροπή έλαβε χώραν σε μια προσπάθεια να βοηθηθούν οι συγγενείς του θύματος, οι οποίοι μέσα στην τραγικότητα της θέσης τους, επιδίωκαν και αναζητούσαν μια δεύτερη ευκαιρία διερεύνησης των συνθηκών που οδήγησαν στο θάνατο της προσφιλούς τους.

     Το θέμα της διεξαγωγής μεταθανάτιας εξέτασης ρυθμίζεται με τρόπο σαφή από νομοθετικές διατάξεις. Κανένας κρατικός αξιωματούχος δεν έχει εξουσία να ενεργεί με τρόπο αντίθετο προς τις επιταγές των Νόμων της Πολιτείας.

     Σύμφωνα με τα κρατούντα στην Αγγλία εκτός από τις περιπτώσεις ομολογιών και στην - πρέπουσα περίπτωση - προνομιούχων εγγράφων, μαρτυρία που εξασφαλίστηκε με τρόπο [*192]παράνομο, ανάρμοστο ή άδικο είναι αποδεκτή σαν θέμα Νόμου.

     Σύμφωνα με την Κυπριακή Νομολογία, ενόψει των διατάξεων των Άρθρων 34 και 35 του Συντάγματος, δεν υπάρχει στην Κύπρο “δυνατότητα έγκρισης της προσαγωγής ως αποδεικτικού μέσου μαρτυρίας που λήφθηκε κατά παραβίαση δικαιωμάτων και ελευθεριών που κατοχυρώνει το Σύνταγμα.

     Η απόφαση της Δικαστικής Επιτροπής των Λόρδων στην υπόθεση Sang, η οποία αντανακλά τις αρχές του Κοινοδικαίου, και στην οποία στηρίχθηκε σχεδόν αποκλειστικά η επιχειρηματολογία της υπεράσπισης, αναφέρει ότι:

     “..... το κριτήριο που εφαρμόζεται κατά την εξέταση του ζητήματος δεκτότητας μαρτυρίας είναι κατά πόσο είναι σχετική με το επίδικο θέμα.  Αν είναι, είναι αποδεκτή και το δικαστήριο δεν πρέπει να απασχολείται με το πως εξασφαλίστηκε”.  Και σε άλλο μέρος αναφέρεται ότι:  “Χωρίς αμφιβολία σε μια ποινική υπόθεση ο δικαστής διαθέτει πάντοτε διακριτική ευχέρεια να μη επιτρέψει μαρτυρία αν οι αυστηροί κανόνες δεκτότητας θα λειτουργούσαν άδικα εναντίον του κατηγορουμένου”.

     Ο πυρήνας της τελικής κατάληξης στην υπόθεση Sang  είναι ότι:

(1)          Το εκδικάζον δικαστήριο σε μια ποινική δίκη έχει πάντα διακριτική ευχέρεια να αρνηθεί να δεχθεί μαρτυρία αν κατά τη γνώμη του ο δυσμενής της επηρεασμός υπερισχύει της αποδεικτικής της αξίας.

(2)          Εκτός σε σχέση με παραδοχή και ομολογία και γενικά σε σχέση με μαρτυρία που λαμβάνεται από τον κατηγορούμενο κατά τη διάπραξη του αδικήματος το δικαστήριο δεν έχει εξουσία να αρνηθεί την αποδοχή σχετικής αποδεκτής μαρτυρίας για το λόγο ότι εξασφαλίσθηκε με ανάρμοστα ή άδικα μέσα.

     Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο αποφάνθηκε, στην υπόθεση Scherk, ότι δεν σημειώθηκε παραβίαση του Άρθρου 6(1) όταν μαγνητοσκόπηση που εξασφαλίσθηκε παράνομα, ενοχοποιητική για τον κατηγορούμενο, έγινε αποδεκτή.  Στην Κύπρο η παρουσίαση της ταινίας θα ήταν απαράδεκτη ενόψει των συνταγματικών διατάξεων.

     Ο τρόπος εξασφάλισης της μαρτυρίας του Δρα Ματσάκη δεν παραβιάζει τα συνταγματικά δικαιώματα του εφεσείοντα τα οποία [*193]διασφαλίζονται από τα Άρθρα 28 και 30.2 του Συντάγματος.

     Οι αρχές του αγγλικού κοινοδικαίου που σχετίζονται με τη δεκτότητα μαρτυρίας που εξασφαλίσθηκε με τρόπο παράνομο τυγχάνουν εφαρμογής και στην Κύπρο.  Το γεγονός ότι η μαρτυρία έχει μεγάλη αποδεικτική αξία δεν την καθιστά απαράδεκτη.  Αντίθετα όσο πιο μεγάλη είναι η αποδεικτική της αξία τόσο πιο δύσκολος καθίσταται ο αποκλεισμός της.

     Στην παρούσα περίπτωση, το γεγονός ότι η μαρτυρία εξασφαλίσθηκε κατά παράβαση του Kεφ. 153, δεν συνιστά παράγοντα ο οποίος θα οδηγούσε σε δυσμενή επηρεασμό του εφεσείοντα που υπερισχύει της αποδεικτικής του αξίας.  Ο σχετικός λόγος της έφεσης, ως εκ τούτου, απορρίπτεται.

2.  Το Εφετείο δεν μπορεί να εξετάζει τις πρωτόδικες αποφάσεις μικροσκοπικά ή να διαφωνεί με μια λέξη ή φράση.  Πρέπει να τις διαβάζει στο σύνολο τους για να διαπιστώνει ποιά είναι η σημασία τους.  Η πρωτόδικη απόφαση στο σύνολο της κατέληξε ότι:

(1)          Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τη μαρτυρία των Καθηγητών Ψαρούλη και Βανέζη στο βαθμό που αυτή διαφέρει από εκείνη του Δρα Ματσάκη και δέχθηκε χωρίς καμμιά επιφύλαξη τη μαρτυρία του Δρα Ματσάκη.

(2)          Το πρωτόδικο Δικαστήριο καθοδηγήθηκε ορθά τόσο ως προς το βάρος της απόδειξης όσο και ως προς το βαθμό της απόδειξης.   

     Ακολουθεί πως οι σχετικοί λόγοι έφεσης δεν ευσταθούν.

3.  Η Κατηγορούσα Αρχή έχει διακριτική ευχέρεια να αποφασίσει ποιοί μάρτυρες θα κληθούν.  Η κάθε περίπτωση εξαρτάται από τα συγκεκριμένα περιστατικά της και δεν μπορούν να τεθούν κανόνες για τον τρόπο άσκησης της διακριτικής ευχέρειας.  Ωστόσο αυτή η διακριτική ευχέρεια πρέπει να ασκείται με τρόπο που προάγει το συμφέρον της δικαιοσύνης και που είναι ταυτόχρονα, ακριβοδίκαιος για την υπεράσπιση.

     Αν η μαρτυρία ενός μάρτυρα μπορεί να γίνει πιστευτή, η Κατηγορούσα Αρχή έχει υποχρέωση να τον καλέσει έστω και αν η μαρτυρία του είναι ασυμβίβαστη με την υπόθεση την οποία επιδιώκει να αποδείξει.

     Η Κατηγορούσα Αρχή έχει ενεργήσει με τον ενδεδειγμένο τρόπο [*194]στην παρούσα υπόθεση.

     Η απουσία σύμπτωσης στη μαρτυρία του Καθηγητή Ψαρούλη και του Δρα Ματσάκη - ο μεν πρώτος είπε ότι το θύμα ήταν ζωντανό πριν τη πτώση του, ο δε δεύτερος ότι ήταν νεκρό λόγω στραγγαλισμού πριν από τη πτώση του - δεν έχει σχέση με την αθωότητα του εφεσείοντα.

     Καθώς έχει νομολογηθεί η επίλυση θεμάτων που έχουν σχέση με την απουσία σύμπτωσης στη μαρτυρία, αποτελεί καθήκο του Δικαστηρίου.

4.  Εκτός από τη μαρτυρία του Δρα Ματσάκη, η οποία ορθά έγινε αποδεκτή από το πρωτόδικο Δικαστήριο, υπήρχε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου συντριπτική μαρτυρία η οποία δικαιολογεί πλήρως την καταδικαστική ετυμηγορία.

Η έφεση απορρίφθηκε.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Βρακάς v. Δημοκρατίας (1973) 2 Α.Α.Δ. 119,

Khadar v. Δημοκρατίας (1978) 2 Α.Α.Δ. 132,

R. v. Sparrow [1973] 2 All E.R. 129,

Kuruma v. R. [1955] 1 All E.R. 236,

R v. Leatham [1861] 8 Cox 498,

Jones v. Owens [1870] 34 J.P. 759,

Jeffrey v. Black [1978] Q.B. 490,

ITC Film v. Distributor Video Exchange Ltd [1982] 2 All E.R. 241,

R. v. Sang [1980] A.C. 402,

R. v. Apicella 82 Cr. App. R. 295,

R. v. Adams [1980] Q.B. 575,

R. v. Fox [1986] A.C. 281,

[*195]

Matlo v. Khan [1996] 3 All E.R. 289,

R. v. Sang [1979] 2 All E.R. 1222,

Holiday Tours Ltd v. Κούτα κ.ά. (1993) 1 Α.Α.Δ. 766,

Φασουλή κ.ά. v. Νικολάου κ.ά. (1996) 1(A) A.A.Δ. 656,

Kuruma Son of Kaniu v. Queen [1955] A.C. 197,

Steward [1970] 1 W.L.R. 907,

Keeton [1970] 54 Cr. App. R. 267,

Ali [1966] 1 Q.B. 688,

Senat [1968] 52 Cr. App. R. 282,

Bailey [1993] 3 All E.R. 513,

Δημοκρατία v. Κυπριανίδη κ.ά. (1994) 2 Α.Α.Δ. 37,

Police v. Georghiades (1983) 2 C.L.R. 33,

Georghiou v. Republic (1984) 2 C.L.R. 65,

Merthodja v. Police (1987) 2 C.L.R. 227,

Al-Hamad κ.ά. v. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 117,

Enotiades v. Police (1986) 2 C.L.R. 64,

Psaras v. Republic (1987) 2 C.L.R. 132,

Αστυνομία v. Γιάλλουρος (1992) 2 Α.Α.Δ. 147,

Ameer [1977] Crim. L.R. 104,

Foulder [1973] Crim. L.R. 45,

Burnett [1973] Crim. L.R. 748,

Apicella [1986] 82 Cr. App. R. 295,

[*196]

O’Connor [1986] 85 Cr. App. R. 298,

Mouzouris v. Xylophagou Plantations Ltd (1977) 1 C.L.R. 287,

Adamtsas Ltd v. Republic (1977) 3 C.L.R. 181,

Αστυνομία v. Ξυδιά (1992) 2 Α.Α.Δ. 26,

Hassanein v. “Hellenic Island” κ.ά. (Αρ.2) (1994) 1 Α.Α.Δ. 578,

Charitonos a.o. v. Republic (1971) 2 C.L.R. 40,

R. v. Kritz [1949] 33 Cr. App. R. 169,

R. v. Summers, 36 Cr. App. R. 14,

R. v. Gill, 47 Cr. App. R. 166,

R. v. Blackburn 39 Cr. App. R. 84,

R. v. Stoddart 2 Cr. App. R. 217,

R. v. Trigg, 47 Cr. App. R. 94,

Walters v. Queen [1969] 2 A.C. 26,

R. v. Attfield [1961] 45 Cr. App. R. 309,

Mclean v. Weir [1977] 3 C.C.L.T. 87,

Ewer v. Ambrose [1825] 3 B & C 746,

Dallison v. Gaffery [1964] 2 All E.R. 610,

Παφίτης κ.ά. v. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 102,

R. v. Oliva [1965] 49 Cr. App. R. 298,

Πέγκερος v. Δημοκρατίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 143,

King v. Harris [1927] 2 K.B. 587,

Adel Muhammed El Dabbah v. Attorney-General of Palestine [1944] A.C. [*197]156,

Seneviratne v. R. [1936] 3 All E.R. 36,

Dallison v. Caffery [1964] 2 All E.R. 610,

R. v. Shippey [1988] Crim. L.R. 767.

Έφεση εναντίον Kαταδίκης και Ποινής.

Έφεση εναντίον της καταδίκης και της ποινής από τον David Parris, ο οποίος βρέθηκε ένοχος στις 28 Mαρτίου 1997, από το Kακουργιοδικείο Λευκωσίας (Ποινική Yπόθεση Aρ. 7443/96) στην κατηγορία της ανθρωποκτονίας κατά παράβαση του Άρθρου 205 του Ποινικού Kώδικα, Kεφ. 154 και καταδικάστηκε από Hλιάδη Π.E.Δ., Nαθαναήλ, A.E.Δ. και Γεωργίου, E.Δ., σε ποινή φυλάκισης 15 χρόνων.

Λ. N. Kληρίδης με N. Λ. Kληρίδη, για τον Eφεσείοντα.

Π. Kληρίδης, Eισαγγελέας της Δημοκρατίας, με E. Kλεόπα, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Eφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.:  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Π. Καλλής.

ΚΑΛΛΗΣ, Δ.:  Ο εφεσείων κρίθηκε ένοχος μετά από ακροαματική διαδικασία για τη διάπραξη του κακουργήματος της ανθρωποκτονίας, κατά παράβαση του άρθρου 205 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.  Θύμα της παράνομης πράξης του ήταν η σύζυγος του, Αυγουστίνα Parris (“το θύμα”).  Το αδίκημα διαπράχθηκε στο διαμέρισμα του ζεύγους στη Λευκωσία στις 24.2.96.

Οι διαπιστώσεις του πρωτόδικου δικαστηρίου:

Μετά από εκτεταμένη παράθεση, ανάλυση και αξιολόγηση της μαρτυρίας το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε ως εξής:

“Από το σύνολο της μαρτυρίας που έχει γίνει αποδεκτό, το Δικαστήριο βρίσκει ότι μεταξύ της 00.30 και 1.00 το πρωί της 24/2/96, ο κατηγορούμενος στα πλαίσια λογομαχίας που είχε με τη σύζυγο του Αυγουστίνα, αφού έχασε τον αυτοέλεγχο του της [*198]κατάφερε διάφορα κτυπήματα στο πρόσωπο.  Κατά τη διάρκεια αυτής της επίθεσης, την έπιασε και από το λαιμό με τα δύο του χέρια, τοποθετώντας τους αντίχειρες του στο πάνω και μέσα μέρος του εμπρόσθιου λαιμού της και σφίγγοντας με τα υπόλοιπα δάκτυλα του το οπίσθιο μέρος του λαιμού της.  Ως αποτέλεσμα της πίεσης που εξασκήθηκε στο λαιμό, προκλήθηκε κάταγμα του θυρεοειδούς χόνδρου του λάρυγγα και κακώσεις στα μαλακά μόρια του λαιμού, που μαζί με την εμφάνιση οξείας αύξησης της πίεσης στο φλεβικό αγγειολογικό σύστημα και την πρόκληση πετεχειωδών αιμορραγιών, οδήγησαν στον θάνατο της συζύγου του κατηγορουμένου.  Το θύμα που αιμορραγούσε από τα κτυπήματα που είχε δεχθεί σωριάστηκε στο πάτωμα. Ακολούθως αφού ο κατηγορούμενος έσυρε το πτώμα της συζύγου του προς το παράθυρο, άνοιξε το παράθυρο και την έριξε από τον β΄ όροφο στο πεζοδρόμιο. Το σώμα έπεσε στο πεζοδρόμιο αφού κτύπησε στα σιάττερς του διαμερίσματος που βρίσκεται κάτω από το διαμέρισμα του ζεύγους Πάρις. Στην συνέχεια ο κατηγορούμενος αφού κατέβηκε κάτω στο δρόμο ανέβασε το θύμα από τις σκάλες της πολυκατοικίας στο διαμέρισμα τους αφού προηγουμένως, ενώ ανέβαινε ζήτησε από τον πατέρα του θύματος που διέμενε σε διαμέρισμα του α΄ ορόφου, να ειδοποιήσει ένα ασθενοφόρο. Το ασθενοφόρο έφθασε μετά από 20 περίπου λεπτά και ο υπεύθυνος του ασθενοφόρου Αριστόδημος Κωνσταντινίδης (ΜΚ9) μερίμνησε για την μεταφορά του πτώματος με φορείο από το διαμέρισμα του β΄ ορόφου στο ασθενοφόρο, κατεβάζοντας το από τις σκάλες.  Κατά την διάρκεια της πιο πάνω μεταφοράς, το πτώμα σε καμμιά περίπτωση δεν είχε πέσει από το φορείο και η κεφαλή δεν είχε κτυπήσει σε τοίχο. Το πτώμα αφού μεταφέρθηκε στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας, παραδόθηκε στην Ιατρό-Χειρούργο Δρα Αναστασία Ζαρζάλη που στις 1.10 εξέδωσε το σχετικό πιστοποιητικό θανάτου.

Μέσα στα πλαίσια της ανάλυσης της περιστατικής μαρτυρίας όπως την έχουμε παραθέσει πιο πάνω, βρίσκουμε ότι η μαρτυρία που προσφέρθηκε από την Κατηγορούσα Αρχή και έχει γινει αποδεκτή από το Δικαστήριο, δεν μπορεί να συνάδει με οποιαδήποτε από τις εκδοχές που υπέβαλε η Υπεράσπιση και δεν μπορεί να οδηγεί σε οποιοδήποτε άλλο συμπέρασμα, εκτός από συμπέρασμα ενοχής του κατηγορουμένου.

Με βάση τα πιο πάνω ευρήματα βρίσκουμε ότι η Κατηγορούσα Αρχή έχει αποδείξει την υπόθεση της πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας αφού η συμπεριφορά του κατηγορουμένου δεν ήταν [*199]τίποτε άλλο παρά ηθελημένη παράνομη πράξη που επέφερε το θάνατο της Αυγουστίνας Πάρις. Συνεπακόλουθα ο κατηγορούμενος βρίσκεται ένοχος στην κατηγορία που αντιμετωπίζει.”

Η μαρτυρία:  

Έρεισμα για τις πιο πάνω διαπιστώσεις αποτέλεσε η μαρτυρία του Δρα Μάριου Ματσάκη. Παρίσταται ανάγκη να γίνει αναφορά στις περιστάσεις κάτω από τις οποίες η Κατηγορούσα Αρχή έχει εξασφαλίσει τη μαρτυρία του και στις λεπτομέρειες της μαρτυρίας του.

Στις 24.2.96 οι αστυνομικές αρχές υπέβαλαν αναφορά στον Θανατικό Ανακριτή ότι υπήρχε εύλογη υποψία βίαιου θανάτου ή θανάτου που οφειλόταν σε άγνωστη αιτία. Ο Θανατικός Ανακριτής έδωσε οδηγίες στον Αναπληρωτή Καθηγητή της Ιατροδικαστικής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Δημήτρη Ψαρούλη (ΜΚ15) και στην Δρα Ελένη Αντωνίου να διενεργήσουν μεταθανάτια εξέταση του πτώματος του θύματος.  Η εξέταση διενεργήθηκε την ίδια ημέρα στην παρουσία του Δρα Μάριου Ματσάκη ο οποίος μετά από σχετικό διάταγμα του Θανατικού Ανακριτή παρευρισκόταν ως παρατηρητής. Την ίδια μέρα - 24.2.96 - ο θανατικός ανακριτής, αφού ικανοποιήθηκε ότι είχε διεξαχθεί η πιο πάνω μεταθανάτια εξέταση, διέταξε “όπως η σωρός ταφεί πάραυτα”.

Στις 27.2.96 ο πατέρας του θύματος υπέβαλε μονομερή αίτηση με την οποία ζητούσε “διάταγμα διατάττον τον Υπουργό Υγείας όπως επιτρέψει την διενέργεια νεκροψίας και/ή περαιτέρω εξετάσεων” από τον Δρ Ματσάκη.  Η σχετική αίτηση απορρίφθηκε από το Θανατικό Ανακριτή την ίδια ημέρα.

Στις 28.2.96 ο Δρ. Ματσάκης, κατόπιν παράκλησης των συγγενών του θύματος και κατόπιν σχετικής προφορικής έγκρισης του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας και της Αστυνομίας, η οποία είχε υπό τη φύλαξη της το πτώμα, προέβει στη διεξαγωγή δεύτερης μεταθανάτιας εξέτασης του πτώματος του θύματος.

Η μαρτυρία του Δρ. Ματσάκη:

Η δεύτερη μεταθανάτια εξέταση διενεργήθηκε από τον πιο πάνω μάρτυρα στο Νεκροτομείο του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας στις 28.2.96 στην παρουσία της Ιατρικής Λειτουργού Ελένης Αντωνίου (Μ.Κ.7).  Ο Δρ. Ματσάκης έκαμε μια εκτεταμένη εξέταση της περιοχής του λαιμού του θύματος με ιδιαίτερη προσοχή [*200]στην οπίσθια μοίρα όπου διαπίστωσε την παρουσία 4 τουλάχιστον μωλώπων (δύο στην κάθε πλευρά) στα μαλακά μόρια κάτω από την επιδερμίδα. 

Σύμφωνα με τον Δρ. Ματσάκη οι μώλωπες αυτοί προέρχονται από την τοποθέτηση των δακτύλων του θύτη στο πίσω μέρος του λαιμού (εκτός των αντιχείρων που είχαν τοποθετηθεί στο εμπρόσθιο μέρος του λαιμού) κατά τη στιγμή της περίσφυξης του λαιμού.  Ο λάρυγγας που βρίσκεται στο εμπρόσθιο μέρος του λαιμού αποτελείται από δύο χόνδρους, τον θυρεοειδή και τον κρικοειδή.  Στην παρούσα περίπτωση - συνεχίζει η μαρτυρία του Δρ. Ματσάκη - ο στραγγαλισμός έγινε με τα δύο χέρια και τους αντίχειρες, που είχαν τοποθετηθεί στην περιοχή του θυρεοειδούς χόνδρου του λάρυγγα, με τον ένα αντίχειρα στην μια πλευρά και τον άλλο στην άλλη πλευρά.  Αυτή η τοποθέτηση των αντιχείρων επιβεβαιώνεται και από το γεγονός ότι το υοειδές οστούν δεν είχε υποστεί κάταγμα. 

Προς ενίσχυση των ισχυρισμών του, ο μάρτυς παρουσίασε στο Δικαστήριο τον λάρυγγα του θύματος, τον οποίο αφαίρεσε κατά τη διάρκεια της δεύτερης μεταθανάτιας εξέτασης που διενήργησε.  Ο μάρτυς τοποθέτησε τον λάρυγγα χωρίς να τον αλλοιώσει ή να του προκαλέσει οποιεσδήποτε εξωγενείς αλλαγές μέσα σε ένα αεροστεγές, υδροστεγές δοχείο, το οποίο περιείχε φορμόλη και τον διεφύλαξε μέχρι την παρουσίαση του και την κατάθεση του στο Δικαστήριο.

Ο Δρ Ματσάκης προέβηκε επίσης, με την έγκριση του πατέρα του θύματος, και στη λήψη μικρών τεμαχίων, τόσο από τον αριστερό όσο και από τον δεξιό πνεύμονα, τα οποία εξέτασε ιστολογικά για να διαπιστώσει κατά πόσο υπήρξε εισρόφηση αίματος στους πνεύμονες. Η μικροσκοπική εξέταση των πνευμόνων δεν παρουσίασε εισρόφηση αίματος. Η διαπίστωση ότι υπήρχε αίμα στις αεροφόρους οδούς, δείχνει ότι το θύμα δεν ανέπνεε.  Με άλλα λόγια, αν το θύμα ήταν ζωντανό και ανέπνεε μετά το σοβαρό τραυματισμό στον λαιμό, τότε θα ήταν φυσικό να είχε εισπνεύσει αίμα, που θα μπορούσε να εντοπιστεί στους πνεύμονες.

Συμπερασματικά, ήταν η θέση του Δρ Ματσάκη, ότι η σοβαρή πίεση που εξασκήθηκε στο λαιμό του θύματος και προκάλεσε το κάταγμα του λαρυγγικού χόνδρου και κακώσεις στα μαλακά μόρια του λαιμού και τα σκελετικά στοιχεία του λάρυγγα μαζί με την παρουσία οξείας αύξησης της πίεσης στο φλεβικό αγγειολογικό σύστημα και την πρόκληση πετεχειωδών αιμορραγιών, οδηγεί σε συμπέρασμα ότι ο λόγος του θανάτου ήταν ο στραγγαλισμός του [*201]θύματος με τα χέρια.

Η μαρτυρία του καθηγητή Ψαρούλη:

Ήταν η θέση του καθηγητή Ψαρούλη ότι το θύμα είχε δεχθεί κτυπήματα (γρονθοκοπήματα) στην τραχηλική μοίρα που επέφεραν θλάση και τρώση των φωνητικών χορδών με αποτέλεσμα να μην μπορεί να φωνάξει. Ήταν επιπρόσθετα η θέση του Καθηγητή Ψαρούλη ότι

(α)       η αιμορραγία της μύτης,

(β)       η αιμορραγία στα χείλη και

(γ)        η αιμορραγία του τραύματος του λάρυγγα,

επέφεραν μια μεγάλη αιμορραγία στο αναπνευστικό σύστημα, με αποτέλεσμα το θύμα να μην μπορεί να διαμορφώσει την απόφαση να πέσει από το παράθυρο.  Σύμφωνα με τον Καθηγητή Ψαρούλη ο θάνατος οφειλόταν στην βαθιά θλάση του εγκεφάλου, στα κατάγματα του κρανίου και στην εισρόφηση ποσότητας αίματος που οδήγησαν σε πνιγμονή και ασφυξία.

Η μαρτυρία του πατέρα του θύματος (Μ.Κ.7):

Διαμένει σε διαμέρισμα κάτω από το διαμέρισμα του θύματος.   Γύρω στις 12.15 της 24.2.96 άκουσε μια συζήτηση από την κόρη του και τον εφεσείοντα που άρχισε σε χαμηλούς τόνους.  Αργότερα η φωνή του εφεσείοντα άρχισε να γίνεται έντονη αλλά της κόρης του παρέμενε συγκρατημένη.  Μετά άκουσε θόρυβο σαν περπατήματα.  Στη συνέχεια άκουσε μια δυνατή φωνή από τον εφεσείοντα σαν μουγκρητό και μερικά δευτερόλεπτα αργότερα ένα θόρυβο σαν κάτι να έπεφτε στο πάτωμα, σαν σακούλα.  Ακολούθως αφού πέρασαν μερικά δευτερόλεπτα άκουσε κάτι σαν “κολοσυρτά περπατήματα” και σαν να τραβούσε κάποιος κάτι βαρετό, τραντάγματα επίπλων και ένα θόρυβο σαν να άνοιγε ένα παράθυρο ή πόρτα. Ο μάρτυς αντελήφθηκε ότι κάτι σοβαρό συνέβηκε.  Άκουσε ένα φοβερό θόρυβο σαν κάτι να πέφτει.  Αυτό που έπεφτε, κτύπησε πάνω στα “σιάττερς του παραθύρου του”.  Ο μάρτυς τότε άκουσε ένα τρέξιμο (βουρητό) σαν κάποιος να κατέβαινε από το διαμέρισμα του ζεύγους. Όταν άνοιξε την πόρτα του διαμερίσματος άκουσε βαριά βήματα να βγαίνουν πάνω. Ο εφεσείων κρατούσε την κόρη του πάνω στο δεξιό του ώμο, με το κεφάλι της να κρέμμεται κάτω από την μέση του και με τα μαλλιά της προς τα κάτω να στά[*202]ζουν αίμα.  Ο πατέρας τον ρώτησε “Παναγία μου what you done to her” για να απαντήσει ο εφεσείων “She’s fall from the window, please call the ambulance”.

Η μαρτυρία της υπεράσπισης:

1.  Η μαρτυρία του εφεσείοντα:

Όταν ο εφεσείων κλήθηκε σε απολογία, προέβηκε σε μια ανώμοτη δήλωση.  Δήλωσε:  “Δεν έχω τίποτε άλλο να προσθέσω εκτός από αυτά που υπάρχουν στην κατάθεση μου.  Το τί είπα στην κατάθεση μου είναι αλήθεια.  Δεν στραγγάλισα τη σύζυγο μου και δεν γνωρίζω πως είναι δυνατό όλα αυτά να έγιναν και να έχουν συμβεί”.

Στο σημείο αυτό πρέπει να γίνει αναφορά στις διάφορες καταθέσεις/εκδοχές που έδωσε ο εφεσείων.

(α)       Ενώ το θύμα βρισκόταν ακόμη στο διαμέρισμα μετά τον θανάσιμο τραυματισμό του ο Αστ. Χαράλαμπος Πηλακούτας (Μ.Κ.13) ρώτησε τον εφεσείοντα τί είχε συμβεί.  Ο τελευταίος του απάντησε ότι η γυναίκα του “είχε πηδήξει από το παράθυρο.”

(β)       Μετά την μεταφορά του θύματος στο Γενικό Νοσοκομείο ο εφεσείων συνάντησε τον φίλο του Simon Barnett (Μ.Κ.6) στην αυλή του Νοσοκομείου .  Ο Simon Barnett πρόσεξε ότι ο εφεσείων ήταν αναστατωμένος και του ανέφερε ότι είχε μια συζήτηση με την γυναίκα του η οποία τον απείλησε ότι θα πηδούσε από το παράθυρο. Ο εφεσείων δεν την πίστεψε και όταν πήγε στο μπάνιο άκουσε ένα θόρυβο.  Όταν επέστρεψε στο χώρο όπου προηγουμένως βρισκόταν η γυναίκα του, διαπίστωσε ότι αυτή είχε πέσει από το παράθυρο.

(γ)        Η εκδοχή που αναφέρεται στην παραγ. (β) επαναλήφθηκε και στην πρώτη γραπτή κατάθεση του στην Αστυνομία την οποία έδωσε στις 24.2.96.

(δ)       Σε κατάθεση του που έδωσε στην Αστυνομία στις 29.2.96 ανέφερε ότι μετά από συζήτηση που είχε με το θύμα για οικονομικά θέματα άρχισαν και οι δύο να φωνάζουν.  Ο ίδιος αναστατώθηκε και άρχισε να την κτυπά με το γρόνθο του δεξιού του χεριού στο αριστερό μέρος του προσώπου της και στο λαιμό.  Άρχισε να βήχει αίμα από το στόμα της, του είπε να φύγει γιατί δεν [*203]μπορεί να αναπνεύσει, πήγε προς το παράθυρο και το άνοιξε. Έβεχε προς το παράθυρο και το πρόσωπο και ο λαιμός της ήταν έξω από το παράθυρο.  Εκείνη την ώρα ο εφεσείων πήγε στο δωμάτιο του μπάνιου για να κάμει μπάνιο αλλά υπήρχε κάτι στο μπάνιο.  Βγήκε έξω και άκουσε θόρυβο. Έσκυψε προς τα κάτω, πρόσεξε ότι υπήρχε αίμα στο παράθυρο και ότι το θύμα ήταν κάτω στο έδαφος.

2.  Η μαρτυρία του Δρ. Πέτρου Βανέζη (Μ.Υ.1):

Ο Καθηγητής Βανέζης διδάσκει Ιατροδικαστική στο Πανεπιστήμιο της Γλασκώβης. Έχει προβεί σε 15.000 μέχρι 20.000 νεκροψίες.  Δεν είχε παραστεί ούτε στην πρώτη ούτε στη δεύτερη μεταθανάτια εξέταση.  Για  την ετοιμασία των συμπερασμάτων του βασίστηκε κυρίως στις καταθέσεις του εφεσείοντα, στην έκθεση του Καθηγητή Ψαρούλη και της Ελένης Αντωνίου, στην έκθεση του Δρ Ματσάκη, στις φωτογραφίες που του δόθηκαν και σε μια επίσκεψη του στη σκηνή του εγκλήματος. Ο Καθηγητής Βανέζης παραδέχθηκε ότι η απουσία του από τις δύο μεταθανάτιες εξετάσεις και η ετοιμασία των συμπερασμάτων του, που βασίστηκαν στις εκθέσεις άλλων εμπειρογνωμόνων, τον τοποθετεί σε δυσμενέστερη μοίρα από ότι θα ήταν αν εξέταζε ο ίδιος προσωπικά το πτώμα.

Ήταν η θέση του, σε αντίθεση με τον Δρ Ματσάκη, ότι η κάκωση στο λάρυγγα του θύματος συνάδει περισσότερο με ένα άμεσο κτύπημα από γροθιά στο λαιμό αφού δεν έχει συναντήσει περιγραφή μέχρι σήμερα κατάγματος του θυρεοειδούς χόνδρου που προκαλεί τρώση των φωνητικών χορδών.  Για τις κακώσεις του λαιμού από ότι είχε δεί, τί είχε διαβάσει και με βάση την πείρα του στο παρελθόν, το συμπέρασμα του ήταν ότι τα κτυπήματα συνάδουν περισσότερο με την εκδοχή του εφεσείοντα για ένα κτύπημα στο λαιμό.

Η αξιολόγηση της μαρτυρίας - Η εκδοχή του εφεσείοντα:

Το πρωτόδικο δικαστήριο έκαμε αναφορά στις δύο γραπτές καταθέσεις του εφεσείοντα και πρόσθεσε:

“Με την ανώμοτη δήλωση του από το εδώλιο του κατηγορουμένου, ο κατηγορούμενος υιοθέτησε τί είχε πεί στην κατάθεση του που ήταν η αλήθεια, χωρίς να προσδιορίσει σε ποιά κατάθεση αναφερόταν.

Η ανώμοτη δήλωση του κατηγορουμένου αφήνει κενά και [*204]ερωτηματικά και θα μπορούσε να σχολιαστεί και να συσχετιστεί μέσα στα πλαίσια της εξέτασης ένδειξης ενοχής με βάση τις υποθέσεις Βρακάς ν. Δημοκρατίας (1973) 2 Α.Α.Δ. 119, Khadar ν. Δημοκρατίας (1978) 2 Α.Α.Δ. 132 και R. v. Sparrow [1973] 2 All E.R. 129.

Από τα πιο πάνω δεν έχουμε καμιά αμφιβολία ότι τα όσα έχει αναφέρει ο κατηγορούμενος με τις διαφορετικές εκδοχές του δεν έχουν καμιά σχέση με τα πραγματικά γεγονότα.  Στην αρχική του κατάθεση ευθύς μετά την πτώση δεν ανέφερε ότι είχε γρονθοκοπήσει την γυναίκα του στο πρόσωπο και στο λαιμό, κάτι που ανέφερε 4 μέρες αργότερα μετά την δημοσιοποίηση του πορίσματος Ψαρούλη από τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης σύμφωνα με την εκδοχή της Κατηγορούσας Αρχής.

Ένας άλλος λόγος που οδηγεί στην απόφαση μας να απορρίψουμε την εκδοχή του είναι οι διάφορες δηλώσεις που είχε προβεί σε διάφορς πρόσωπα όπως π.χ. στο ΜΚ6 Simon Barnett και στον ΜΚ14 Λοχία 4490 Γιαννάκη Χαραλάμπους έξω από το Νοσοκομείο, ότι κατόπιν μιας συζήτησης που είχε με την γυναίκα του η τελευταία τον απείλησε ότι θα πηδούσε από το παράθυρο, πράγμα που έκαμε.  Δεν έχουμε κανένα ενδοιασμό να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι οι δηλώσεις αυτές ήταν αυτοεξυπηρετικές, για να ενισχύσει τον ισχυρισμό του ότι η γυναίκα του αυτοκτόνησε, χωρίς να ευθύνεται ο ίδιος.  Είναι χαρακτηριστικό ότι σε αυτές τις δηλώσεις δεν είχε αναφέρει ότι είχε γρονθοκοπήσει την γυναίκα του.”

Η αξιολόγηση της υπόλοιπης μαρτυρίας:

Μετά από προσεκτική εξέταση  της ιατρικής μαρτυρίας το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε ως εξής:

“Δεν έχουμε κανένα απολύτως ενδοιασμό να προτιμήσουμε τη μαρτυρία του Δρ Ματσάκη, τόσο στο βαθμό που αυτή διαφέρει από τις θέσεις του Καθηγητή Ψαρούλη όσο και στο βαθμό που διαπιστώνεται διαφορετική αντιμετώπιση από τον Καθηγητή Π. Βανέζη (ΜΥ1).”

Για την πιο πάνω κατάληξη του το πρωτόδικο δικαστήριο έδωσε σειρά λόγων οι κυριότεροι από τους οποίους ήταν οι πιο κάτω:

(1) Η εξαιρετική εντύπωση που έκαμε στο πρωτόδικο δικαστήριο ο Δρ. Ματσάκης ως μάρτυρας, όχι μόνο μεγάλης επιστημονι[*205]κής ακρίβειας αλλά και ως μάρτυς  που ήταν ιδιαίτερα ενδελεχής και λεπτομερής στην όλη διερεύνηση των αιτιών θανάτου του θύματος.

(2) Το γεγονός ότι ήταν ο μόνος από τους τρεις ιατροδικαστές που επισκέφθηκε τον χώρο του εγκλήματος και με ιδιαίτερη προσοχή διενήργησε αυτοψία του χώρου μέχρι του σημείου να σχεδιαγραφήσει ο ίδιος και να μετρήσει αποστάσεις, διαμέτρους και ύψη τόσο στο διαμέρισμα του ζεύγους, με ιδιαίτερη έμφαση και αναφορά στο παράθυρο απ’ όπου έπεσε το θύμα, όσο και στον ευρύτερο χώρο του πεζοδρομίου όπου έπεσε τελικά το σώμα της άτυχης Αυγουστίνας.  Τονίστηκε συναφώς ότι και ο Καθηγητής Βανέζης επισκέφθηκε αργότερα το χώρο, χωρίς όμως να προβεί σε οποιαδήποτε ιδιαίτερη επιστημονική εξέταση, πέραν από μια απλή παρατήρηση.

(3) Το γεγονός ότι ο Δρ Ματσάκης παρέμεινε θετικός και σταθερός κατά τη διάρκεια της αντεξέτασης του, τα δε επιχειρήματα που πρόβαλε τόσο κατά την κυρίως εξέταση αλλά και κατά την αντεξέταση ήταν όχι μόνο λογικά και πειστικά αλλά όπου χρειαζόταν τα υπεστήριξε με ιατρική ή άλλη επιστημονική βιβλιογραφία.

(4) Το γεγονός ότι ήταν ο μόνος από τους τρεις ιατροδικαστές που προέβηκε σε εξαγωγή μέρους του σώματος του θύματος - του λάρυγγα - το οποίο κάτω από τις περιστάσεις ήταν απόλυτα αναγκαίο για σκοπούς εξετάσεων, και προχώρησε στη λεπτομερή του εξέταση και την επεξήγηση των ευρημάτων του ενώπιον του Δικαστηρίου.

Δεκτότητα της μαρτυρίας του Δρ. Ματσάκη:

Έχουμε αναφερθεί στις συνθήκες (βλ. σελ. 3) κάτω από τις οποίες ο Δρ. Ματσάκης είχε προβεί στη δεύτερη μεταθανάτια εξέταση.  Τα ευρήματα εκείνης της μεταθανάτιας εξέτασης αποτέλεσαν τη βάση της μαρτυρίας του Δρ. Ματσάκη.  Η υπεράσπιση ήγειρε ένσταση, ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου, στην αποδοχή της μαρτυρίας του Δρ. Ματσάκη γιατί, σύμφωνα με την εισήγηση της λήφθηκε παράνομα.  Ήταν η θέση της ότι η εξέταση που διεξήγαγε ο Δρ. Ματσάκης εμπίπτει μέσα στα νομικά πλαίσια του περί Θανατικών Ανακριτών Νόμου, Κεφ. 153.  Σύμφωνα με το άρθρο 12  του Κεφ. 153 το μόνο πρόσωπο που μπορούσε να διατάξει την διεξαγωγή μεταθανάτιας εξέτασης είναι ο Θανατικός Ανακριτής.  Η άδεια που δόθηκε από το Γενικό Εισαγγελέα - συνεχίζει η εισή[*206]γηση - δεν μπορεί να έχει οποιοδήποτε νομικό αποτέλεσμα αφού οι εξουσίες του Γενικού Εισαγγελέα καθορίζονται με τις πρόνοιες του άρθρου 113 του Συντάγματος.  Το επακόλουθο της πιο πάνω παρανομίας ήταν η παραβίαση των συνταγματικών δικαιωμάτων του εφεσείοντα όπως διασφαλίζονται με τα άρθρα 12(5), 28, 30(2) και (3) του Συντάγματος.

Το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι η δεύτερη μεταθανάτια εξέταση διενεργήθηκε έξω από τα νομοθετικά πλαίσια του Κεφ. 153 και κατά παράβαση του άρθρου 12.  Τόνισε συναφώς:

“Η Συνταγματική εξουσία του Γενικού Εισαγγελέα ως του μόνου υπεύθυνου για την ποινική δίωξη δεν επισκιάζεται βέβαια με κανένα τρόπο από τη διεξαγωγή της θανατικής ανάκρισης,  ο μόνος σκοπός της οποίας είναι να απαντηθούν τα ερωτήματα ‘πώς, πότε και πού’ επήλθε ο θάνατος.  Μέσα σ’ αυτά τα πλαίσια είναι που το άρθρο 12 δίνει εξουσία στον Θανατικό Ανακριτή να εξουσιοδοτεί την αναγκαία νεκροψία, η οποία αποτελεί ένα σημαντικό κρίκο στην αλυσίδα της απάντησης των πιο πάνω ερωτημάτων.  Ο Θανατικός Ανακριτής, επιφορτισμένος με το καθήκον αυτό είναι κι ο μόνος αρμόδιος να ελέγχει ποιός, πότε και για ποιό  λόγο διεξάγει νεκροψία, καθήκον που υπενθυμίζεται, εκπηγάζει από το γεγονός ότι κάποιος θάνατος χρήζει ανεξάρτητης διερεύνησης.  Η ιατρική έκθεση της νεκροψίας αποτελεί ένα κύριο στοιχείο που υποβοηθεί τον Θανατικό Ανακριτή στην κατάληξη του και το όλο πόρισμα του διαβιβάζεται στον Γενικό Εισαγγελέα που μελετά όλα τα στοιχεία και αποφασίζει κατά πόσο θα προβεί σε ποινική δίωξη εναντίον οποιουδήποτε. Αν ο Γενικός Εισαγγελέας φρονεί ότι πρέπει να έχει το αποτέλεσμα κάποιας νεκροψίας έστω και δεύτερης, για να συμπληρώσει στοιχεία για την ποινική ανάκριση του, πρέπει να το ζητήσει μέσω του Θανατικού Ανακριτή ο οποίος με το λεκτικό του άρθρου 12 έχει την ευθύνη να αποφασίσει την αναγκαιότητα της νεκροψίας αν το ‘θεωρεί αναγκαίο με σκοπό να διερευνηθούν οι περιστάσεις του θανάτου’. Όπως ο Γενικός Εισαγγελέας στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του, μπορεί διερευνώντας και διαλευκάνωντας μια υπόθεση να ζητήσει ένταλμα έρευνας ή σύλληψης από το Δικαστήριο εναντίον οποιουδήποτε προσώπου θεωρεί ευλόγως ύποπτο, κατά τον ίδιο τρόπο μπορεί να ζητήσει την διεξαγωγή νεκροψίας, αλλά σύμφωνα με την διαδικασία που προνοεί το Κεφ. 153. Αυτό δεν μειώνει την αυτοδυναμία και κυριαρχία του στις αποφάσεις που πρέπει να λαμβάνονται, αλλά χρησιμοποιεί το υπάρχον νομοθετικό σύστημα ακριβώς για το σκοπό αυτό.

[*207]

Διαφορετική προσέγγιση θα σήμαινε την ουσιαστική κατάργηση του Θανατικού Ανακριτή, γιατί τότε νεκροψίες θα μπορούσαν να διενεργούνται ανεξέλεγκτα χωρίς την παρέμβαση και εποπτεία του Θανατικού Ανακριτή.  Το ότι δεν είναι έτσι τα πράγματα, και ούτε θα μπορούσαν να είναι, είναι πρόδηλο και από το γεγονός ότι η ίδια η Αστυνομία, ενεργώντας βέβαια με εξουσιοδότηση του Γενικού Εισαγγελέα, πρωταρχικά κινεί τον όλο μηχανισμό με την σχετική αίτηση προς τον Θανατικό Ανακριτή για να εγκρίνει την διενέργεια νεκροψίας, να εκδόσει διαταγή για ταφή του σώματος κλπ.

Αυτό ακριβώς έγινε και στην υπό εξέταση περίπτωση όπως τα γεγονότα αβίαστα απορρέουν από την κατάθεση του φακέλου της Θανατικής Ανάκρισης, αλλά και από τα άλλα στοιχεία που έχουν ήδη τεθεί ενώπιον μας μέσα από την πορεία της ακρόασης.  Είναι πρόδηλο ότι εφόσον ο Θανατικός Ανακριτής δεν συμπλήρωσε την ανάκριση του με την έκδοση Πορίσματος, αυτός διατηρούσε τον έλεγχο για το ποιός και γιατί διενεργεί τις νεκροψίες επί της σορού.  Η προφορική λοιπόν έγκριση του αιτήματος για διενέργεια δεύτερης νεκροψίας, άφησε έκθετη και εκτός νομοθετικής κάλυψης τη γενόμενη νεκροψία.  Η αναγκαιότητα της προηγούμενης αίτησης και συγκατάθεσης του Θανατικού Ανακριτή δεν απορρέει μόνο από το άρθρο 12.”

Σε σχέση με τη θέση της υπεράσπισης για παραβίαση των πιο πάνω συνταγματικών δικαιωμάτων του εφεσείοντα το πρωτόδικο δικαστήριο έδωσε αρνητική απάντηση.

Εξετάζοντας τα νομικά επακόλουθα της παράβασης του άρθρου 12 του Κεφ. 153 το πρωτόδικο δικαστήριο σημείωσε:  Η μαρτυρία που ζητείται να παρουσιαστεί σκοπεί να αποδείξει, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της Κατηγορούσας Αρχής, ότι ο εφεσείων στραγγάλισε την γυναίκα του προτού αυτή πέσει από το παράθυρο του διαμερίσματος που βρισκόταν στον δεύτερο όροφο. Έχει ήδη δοθεί μαρτυρία από την Κατηγορούσα Αρχή ότι η θανούσα δεν μπορούσε να πηδήσει μόνη της από το παράθυρο ως αποτέλεσμα των κτυπημάτων που είχε δεχθεί.  Η μαρτυρία που ζητείται να δοθεί θα είναι σύμφωνα με την Κατηγορούσα Αρχή, ακόμα πιο διευκρινιστική ως προς τους λόγους που οδήγησαν στο θάνατο του θύματος.

Στη συνέχεια το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε ως εξής:

[*208]“Έχουμε ήδη αποφανθεί ότι ο κατηγορούμενος δεν είχε το νομικό δικαίωμα να παρευρίσκεται στην δεύτερη νεκροψία, ότι κατά την διενέργεια της δεύτερης νεκροψίας βρισκόταν υπό κράτηση και έχοντας υπόψη την σοβαρότητα της υπόθεσης (R. v. Khan [1966] 3 All E.R. 289) βρίσκουμε ότι η αποδεικτική αξία της μαρτυρίας που επιδιώκεται να παρουσιαστεί δεν μπορεί να επηρεάσει τα δικαιώματα του κατηγορουμένου για μια δίκαιη δίκη.  Η μαρτυρία που θα επιτραπεί να παρουσιαστεί, θα αξιολογηθεί αργότερα στο κατάλληλο στάδιο. Συνεπακόλουθα βρίσκουμε ότι η παραβίαση του άρθρου 12 του Κεφ. 153 ήταν τυπική και σύμφωνα με το σκεπτικό της απόφασης Kuruma v. R. [1955] 1 All E.R. 236 καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι η μαρτυρία μπορεί να γίνει αποδεκτή.”

Για την πιο πάνω κατάληξη του το πρωτόδικο δικαστήριο άντλησε καθοδήγηση από τις υποθέσεις R v. Leatham [1861] 8 Cox 498, Jones v. Owens [1870] 34 J.P. 759, Kuruma (πιο πάνω), Jeffrey v. Black [1978] Q.B. 490, ITC Film v. Distributor Video Exchange Ltd [1982] 2 All E.R. 241, R. v. Sang [1980] A.C. 402, R. v. Apicella 82 Cr. App. R. 295, R. v. Adams [1980] Q.B. 575, R. v. Fox [1986] A.C. 281, Matlo v. Khan [1996] 3 All E.R. 289.

Οι λόγοι της έφεσης:           

Ο πρώτος λόγος της έφεσης στρέφεται εναντίον της πιο πάνω πρωτόδικης κατάληξης.  Υποστηρίχθηκε:    

“Εφ’ όσον το Πρωτόδικο Δικαστήριο εδέχθη, σε ενδιάμεση απόφαση του ότι η γενομένη υπό του Δρ. Ματσάκη δεύτερη νεκροψία στο θύμα ήτο παράνομη εσφαλμένα απεδέχθη τόσον το πόρισμα όσον και την μαρτυρία του Δρ. Ματσάκη στο Δικαστήριο εφ’ όσον ελήφθη:

(α)   Κατά παράβαση θεμελιωδών διατάξεων του Συντάγματος μεταξύ άλλων των άρθρων 28 και 30 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας.

(β)   Η δεύτερη νεκροψία έλαβε χώραν χωρίς να ειδοποιηθεί ο εφεσείων ή οι δικηγόροι του και χωρίς ν’ αντιπροσωπευθούν σ’ αυτήν.

(γ)   Η νεκροψία δεν έγινε καλή τη πίστει αλλά μετά από την υποβολή σχετικής αίτησης των οικείων του θύματος εις τον Θανατικόν Ανακριτή η οποία απερρίφθη υπ’ αυτού.

[*209]

(δ)   Εν πάση περιπτώσει στην προκείμενη περίπτωση το Δικαστήριο στην ενδιάμεση απόφαση του δεν ετήρησε τον κανόνα του κοινοδικαίου ότι η αποδοχή μαρτυρίας που λαμβάνεται παράνομα και βαρύνει επιζήμια εις βάρος του εφεσείοντα πολύ περισσότερον από την αποδεικτική της αξια δεν πρέπει να γίνεται αποδεκτή από το Δικαστήριον.”

Αναπτύσσοντας τον πιο πάνω λόγο της έφεσης ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα ανέφερε:

Η δεύτερη μεταθανάτια εξέταση δεν ήταν μόνο παράνομη.   Εφόσον έγινε παρά την απόρριψη του αιτήματος για διεξαγωγή της υπάρχει δόλος και απάτη.  Οι διωκτικές αρχές είχαν υποχρέωση να δώσουν την ευκαιρία στον εφεσείοντα να παρευρεθεί ή εκπροσωπηθεί. Η παράλειψη τους να του δώσουν τέτοια ευκαιρία οδηγεί σε παραβίαση του άρθρου 28 του Συντάγματος.  Έπρεπε να κληθεί και ο εφεσείων να είναι παρών για να υπάρχει ισότητα όπλων σε σχέση με την μαρτυρία των εμπειρογνωμόνων. Η διεξαγωγή μιας παράνομης μεταθανάτιας εξετασης μετά την απόρριψη του αιτήματος για την διεξαγωγή της δεύτερης εξέτασης συνιστά παράβαση του άρθρου 30.2 του Συντάγματος το οποίο διασφαλίζει το δικαίωμα για  δίκαιη δίκη.

Εφόσον η μαρτυρία του Δρ. Ματσάκη είχε εξασφαλισθεί με τρόπο παράνομο το δικαστήριο είχε διακριτική ευχέρεια να μην την αποδεχθεί. Ο ευπαίδευτος συνήγορος έκαμε αναφορά στην R. v. Sang [1979] 2 All E.R. 1222.

Σε σχέση με τον πιο πάνω λόγο της έφεσης ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσιβλήτων υπέβαλε ότι η δεύτερη μεταθανάτια εξέταση ήταν νόμιμη.  Αυτή η εισήγηση συνάντησε την ένσταση του ευπαίδευτου συνήγορου του εφεσείοντα. Ο τελευταίος υποστήριξε ότι οι εφεσίβλητοι δεν μπορούν να επιχειρηματολογήσουν εναντίον της σχετικής διαπίστωσης του πρωτόδικου δικαστηρίου γιατί δεν έχουν ασκήσει αντέφεση.  Ακούσαμε την σχετική επιχειρηματολογία των εφεσιβλήτων και η ένσταση του εφεσείοντα είχε αφεθεί να αποφασιστεί στο παρόν στάδιο.

 

Σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 25(3) του περί Δικαστηρίων Νόμου, 1960 (Ν. 14/60) το Ανώτατο Δικαστήριο “κατά την ακρόαση και διάγνωση οποιασδήποτε έφεσης είτε σε πολιτική είτε σε ποινική υπόθεση έχει εξουσία να συνάγει τα δικά του συμπεράσματα ... και δύναται να δώσει οποιαδήποτε απόφαση ή να εκδώσει οποιοδήποτε διάταγμα το οποίο οι περιστάσεις της υπόθεσης δικαιολογούν”. Παρόμοια πρόνοια υπάρχει και στην Δ.35 θ.8* των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών.  H Δ.35 θ.8 έχει ερμηνευθεί στην Holiday Tours Ltd v. Κούτα κ.ά. (1993) 1 Α.Α.Δ. 766, στην οποία έχει επιτραπεί η εξέταση της ορθότητας ευρήματος του πρωτόδικου δικαστηρίου εναντίον του εφεσίβλητου το οποίο δεν αποτέλεσε θέμα αντέφεσης. Τονίσθηκε ότι το Ανώτατο Δικαστήριο έχει εξουσία, με σκοπό την εξυπηρέτηση της δικαιοσύνης, να επέμβει ακόμη και προς όφελος του μέρους που δεν έχει κάμει έφεση. Η ίδια προσέγγιση υιοθετήθηκε από το Εφετείο και στη Φασουλή κ.ά. ν. Νικολάου κ.ά. (1996) 1(A) A.A.Δ. 656, στην οποία ο εφεσίβλητος διαφώνησε με εύρημα του πρωτόδικου δικαστηρίου το οποίο δεν αμφισβήτησε με αντέφεση.  Κρίθηκε, με αναφορά στη Holiday Tours Ltd (πιο πάνω), ότι “το άρθρο 25(3) του περί Δικαστηρίων Νόμου, 14/60, και η Δ.35 κ.8 των Κανόνων Πολιτικής Δικονομίας, παρέχουν ευρύτατη εξουσία στο Eφετείο να εξετάζει την ουσία της υπό έφεση απόφασης, με απώτερο σκοπό την επίλυση των πραγματικών επιδίκων ζητημάτων, για πλήρη και ουσιαστική απονομή δικαιοσύνης”.

Ο περί Ποινικής Δικονομίας Νόμος, Κεφ. 155, δεν προβλέπει για αντέφεση σε ποινικές υποθέσεις, όπως είναι η περίπτωση με τις πολιτικές υποθέσεις (βλ. Δ.35 θ.10).  Εφόσο το άρθρο 25(3) του Νόμου 14/60 καθιστά δυνατή την επιχειρηματολογία σε πολιτικές εφέσεις σε σχέση με σημείο για το οποίο δεν έχει ασκηθεί αντέφεση, ενώ ένα τέτοιο μέτρο μπορούσε να ληφθεί με βάση τους θεσμούς, πόσο μάλλον στις ποινικές εφέσεις όπου οι δικονομικοί κανόνες  δεν προβλέπουν ένα τέτοιο μέτρο.  Αφού ελάβαμε υπόψη τη φύση και σπουδαιότητα του θέματος θεωρούμε ότι το συμφέρον της δικαιοσύνης θα εξυπηρετείτο καλύτερα αν εγκρινόταν το αίτημα των εφεσιβλήτων.  Ακολουθεί πως οι εφεσίβλητοι μπορούσαν  να επιχειρηματολογήσουν εναντίον της ορθότητας της σχετικής ενδιάμεσης απόφασης του πρωτόδικου δικαστηρίου.

Η ουσία του πρώτου λόγου της έφεσης:  

Το πρώτο ζήτημα το οποίο πρέπει να εξεταστεί είναι κατά πόσο η δεύτερη μεταθανάτια εξέταση ήταν νόμιμη ή παράνομη.

Σχετικά με το υπό εξέταση ζήτημα είναι τα άρθρα 4, 9, 12 και 15 του Κεφ. 153.  Τα παραθέτουμε:

[*211]

“4.  Οποτεδήποτε θανατικός ανακριτής πληροφορείται ότι το πτώμα αποθανόντος προσώπου βρίσκεται εντός της δικαιοδοσίας του και ότι υπάρχει εύλογη αιτία υποψίας ότι το πρόσωπο αυτό -

(α)  πέθανε είτε με βίαιο ή με αφύσικο θάνατο.

.............................................................................................................

αυτός ο θανατικός ανακριτής, τηρουμένων των όσων προνοούνται πιο κάτω στο άρθρο αυτό, διεξάγει θανατική ανάκριση πάνω στο πτώμα αυτό  μόλις αυτό είναι πρακτικά δυνατό.

.............................................................................................................

9.  Θανατικός ανακριτής δύναται να απαγορεύσει την ταφή οποιουδήποτε πτώματος που βρίσκεται εντός της δικαιοδοσίας του μέχρις ότου διεξαχθεί θανατική ανάκριση.

.............................................................................................................

12. Αν οποιοσδήποτε θανατικός ανακριτής θεωρεί αναγκαίο με σκοπό να διερευνηθούν οι περιστάσεις του θανάτου οποιουδήποτε προσώπου, να λάβει ιατρική έκθεση για την εμφάνιση του πτώματος του προσώπου αυτού, και ως προς τα συμπεράσματα που θα εξαχθούν από αυτή, αυτός δύναται, με έγγραφη διαταγή όπως εκτίθεται στον Τύπο Β του Πρώτου Παραρτήματος, να απαιτήσει όπως οποιοσδήποτε Ιατρικός Λειτουργός ή οποιοσδήποτε άλλος επαγγελματίας ιατρός εντός της δικαιοδοσίας του εξετάσει το πτώμα και υποβάλει έκθεση γι’ αυτό.

.............................................................................................................

15.- (1) Κατά ή πριν από την πρώτη συνεδρίαση θανατικής ανάκρισης σε πτώμα, ο θανατικός ανακριτής επιθεωρεί το πτώμα ή ικανοποιείται ότι το πτώμα επιθεωρήθηκε από αστυνομικό, επαγγελματία ιατρό ή τοπική αρχή:

Νοείται ότι, όταν θανατική ανάκριση σε πτώμα άρχισε προηγουμένως δεν είναι αναγκαίο με επανάληψη, συνέχιση ή μεταγενέστερη θανατική ανάκριση να επιθεωρηθεί το πτώμα για δεύτερη φορά.

[*212](2) Διάταγμα που εξουσιοδοτεί την ταφή ή άλλη διάθεση πτώματος επί του οποίου αποφασίστηκε να διεξαχθεί θανατική ανάκριση δύναται να εκδοθεί από το θανατικό ανακριτή σε οποιοδήποτε χρόνο μετά την επιθεώρηση του πτώματος.

(3)  Αν το πτώμα τάφηκε και δεν επιθεωρήθηκε με τον τρόπο που προβλέπεται στο εδάφιο (1), ο θανατικός ανακριτής διατάσεει την εκταφή του πτώματος για το σκοπό επιθεώρησης κατά τον τρόπο που προβλέπεται στο άρθρο 5 εκτός αν αυτός πιστοποιεί ότι κατά τη γνώμη του καμιά ουσιαστική πληροφορία δεν θα εξασφαλιζόταν με αυτή.”

Από την όλη υφή και περιεχόμενο του Κεφ. 153 και ιδιαίτερα από τις πρόνοιες των πιο πάνω άρθρων συνάγεται ότι κύριος σκοπός του Νόμου είναι:  Εξέταση πτώματος αποθανόντος με σκοπό τη διερεύνηση των περιστάσεων του θανάτου μπορεί να λάβει χώραν μόνο μετά από οδηγίες του Θανατικού Ανακριτή. Αυτός ο στόχος  του Νόμου είναι πρόδηλος από τη θεώρηση των πιο πάνω άρθρων. Αν δεν ήταν έτσι τα πράγματα προς τί οι εξουσίες του Θανατικού Ανακριτή, να διατάσσει εκταφή (άρθρο 5), να απαγορεύει την ταφή (άρθρο 9), να διατάσσει εξέταση του πτώματος και υποβολή έκθεσης (άρθρο 12), να επιθεωρεί το πτώμα πριν από την πρώτη συνεδρίαση θανατικής ανάκρισης και να εξουσιοδοτεί την ταφή ή άλλη διάθεση του πτώματος (άρθρο 15(2));

Όλες οι πιο πάνω πρόνοιες καταδεικνύουν ότι εξέταση του πτώματος ή άλλη διάθεση του είναι εφικτή μόνο μετά από οδηγίες του Θανατικού Ανακριτή. Αν μετά την μεταθανάτια εξέταση, η οποία διεξάγεται μετά από οδηγίες του Θανατικού Ανακριτή, δυνάμει του άρθρου 12 του Νόμου, ήταν δυνατή και άλλη εξέταση,  χωρίς - αυτή τη φορά - την παρεμβολή του Θανατικού Ανακριτή τότε δεν θα υπήρχαν στο Νόμο οι πρόνοιες για έκδοση διατάγματος του Θανατικού Ανακριτή που εξουσιοδοτεί την ταφή ή άλλη διάθεση του πτώματος μετά την επιθεώρηση του.  Η φράση “άλλη διάθεση του πτώματος” στο άρθρο 15(2) του Νόμου σκοπό έχει να καταστήσει δυνατή την έκδοση διατάγματος για άλλη διάθεση του πτώματος - π.χ. για αποτέφρωση του κλπ..  

Έχουμε λοιπόν την άποψη πως οποιαδήποτε επέμβαση πάνω στο πτώμα και μάλιστα για σκοπούς διερεύνησης των περιστάσεων του θανάτου, αντιστρατεύεται τα πιο πάνω άρθρα του Νόμου.   Ακολουθεί πως η σχετική προσέγγιση του πρωτόδικου δικαστηρίου ήταν ορθή.

[*213]Υπάρχουν όμως και άλλες δύο διαστάσεις του θέματος, οι οποίες καθιστούν παράνομη τη δεύτερη μεταθανάτια εξέταση.

Η πρώτη διάσταση:

Έχουμε ήδη αναφερθεί (βλ. σελ. 3) στις συνθήκες κάτω από τις οποίες είχε διεξαχθεί η δεύτερη εξέταση.   Προσθέτουμε ότι το διάταγμα του Θανατικού Ανακριτή που εξουσιοδοτούσε την ταφή του πτώματος είχε εκδοθεί με πρωτοβουλία των αστυνομικών/ανακριτικών αρχών.  Νομική βάση του διατάγματος ήταν το άρθρο 15(2) του Κεφ. 153.

Εφόσον υπήρχε διάταγμα του Θανατικού Ανακριτή που εξουσιοδοτούσε την ταφή του πτώματος, το οποίο εκδόθηκε δυνάμει του άρθρου 15(2) του Κεφ. 153, θεωρούμε ότι οποιαδήποτε επέμβαση επί του πτώματος, όχι μόνο παραβιάζει το άρθρο 15(2) του Νόμου αλλά και το διάταγμα του Θανατικού Ανακριτή.

Η δεύτερη διάσταση:

Οι συγγενείς του θύματος είχαν επιδιώξει την άδεια του Θανατικού Ανακριτή για τη διεξαγωγή της δεύτερης μεταθανάτιας εξέτασης.  Το αίτημα τους δεν έγινε δεκτό.  Αντί να επιδιωχθεί ακύρωση της απόφασης με τα ένδικα μέσα που προβλέπονται από το Νόμο έχει επιδιωχθεί και πραγματοποιηθεί μεταθανάτια εξέταση “κατόπιν σχετικής προφορικής έγκρισης του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας και της Αστυνομίας”.  Το τί έλαβε χώραν ισοδυναμεί με παράκαμψη και εξουδετέρωση της απόφασης του Θανατικού Ανακριτή όχι με τα μέσα που προβλέπονται από το Νόμο αλλά με μέσα που είναι άγνωστα στο Νόμο.

Τα δικαιώματα των συγγενών του θύματος σε σχέση με την διεξαγωγή δεύτερης μεταθανάτιας εξέτασης είχαν κριθεί από το Θανατικό Ανακριτή. Υπήρχαν στη διάθεση τους ένδικα μέσα για ακύρωση της σχετικής απόφασης.  Δεν έγινε χρήση τους αλλά αντίθετα επιδιώχθηκε και επιτεύχθηκε παράκαμψη και εξουδετέρωση της σχετικής απόφασης. Θεωρούμε λοιπόν ότι ενόψει της ύπαρξης απόφασης από το δυνάμει του Νόμου αρμόδιο όργανο ο μόνος τρόπος παράκαμψης της ήταν μέσα από την άσκηση των ένδικων μέσων που προβλέπονται από το Νόμο.  Η παράκαμψη της απόφασης του Θανατικού Ανακριτή συνιστά ακόμη μια παραβίαση των πιο πάνω άρθρων του Νόμου και ιδιαίτερα του άρθρου 15.  Το γεγονός ότι είναι δυνατή η διεξαγωγή θανατικής ανάκρισης και από πρόσωπο άλλο από Επαρχιακό Δικαστή (βλ. άρθρο 3(2) του [*214]Νόμου) δεν υποβαθμίζει την εμβέλεια των πιο πάνω δύο αποφάσεων ή διαταγμάτων του Θανατικού Ανακριτή. Εφόσον υπάρχουν ένδικα μέσα για την ακύρωση τους  η παράκαμψη τους αντιστρατεύεται τις αρχές του Κράτους Δικαίου και τις αρχές που διέπουν τις λειτουργίες μιας ευνομούμενης Πολιτείας.

Το θέμα της διεξαγωγής μεταθανάτιας εξέτασης ρυθμίζεται με τρόπο σαφή από νομοθετικές διατάξεις. Κανένας Κρατικός Αξιωματούχος δεν έχει εξουσία να ενεργεί με τρόπο που είναι αντίθετος προς τις επιταγές των Νόμων της Πολιτείας. Σημειώνουμε, ωστόσο,  ότι η σχετική εκτροπή έλαβε χώραν σε μια προσπάθεια να βοηθηθούν οι συγγενείς του θύματος, οι οποίοι, μέσα στην τραγικότητα της θέσης τους, επεδίωκαν και αναζητούσαν μια δεύτερη ευκαιρία διερεύνησης των συνθηκών που οδήγησαν στο θάνατο της προσφιλούς τους.

Δεκτότητα μαρτυρίας που εξασφαλίσθηκε με τρόπο παράνομο, ανάρμοστο ή άδικο:

Σύμφωνα με τα κρατούντα στην Αγγλία  εκτός από τις περιπτώσεις ομολογιών και - στην πρέπουσα περίπτωση - προνομιούχων εγγράφων, μαρτυρία που εξασφαλίσθηκε με τρόπο παράνομο, ανάρμοστο ή άδικο είναι αποδεκτή σαν θέμα Νόμου (Blackstone’s Criminal Practice, 1995, σελ. 1793).  Στην Kuruma Son of Kaniu v. The Queen [1955] A.C. 197, 203, ο Lord Goddard C.J., έθεσε το θέμα ως εξής:

 

“... the test to be applied in considering whether evidence is admissible is whether it is relevant to the matters in issue.  If it is, it is admissible and the court is not concerned with how the evidence was obtained. While this proposition may not have been stated in so many words in any English case there are decisions which support it, and in their lordships’ opinion it is plainly right in principle.”

Σε ελληνική μετάφραση:

“... το κριτήριο που εφαρμόζεται κατά την εξέταση του ζητήματος δεκτότητας μαρτυρίας είναι κατά πόσο είναι σχετική με επίδικο θέμα.  Αν είναι, είναι αποδεκτή και το δικαστήριο δεν πρέπει να απασχολείται με το πώς εξασφαλίστηκε. Ενώ αυτή η πρόταση μπορεί να μη είχε διατυπωθεί ρητά σε οποιαδήποτε Αγγλική υπόθεση υπάρχουν αποφάσεις που την υποστηρίζουν, και κατά την γνώμη του δικαστηρίου είναι ορθή σαν θέμα αρ[*215]χής.”

Στη σελ. 204 ανέφερε:

“No doubt in a criminal case the judge always has a discretion to disallow evidence if the strict rules of admissibility would operate unfairly against the accused. This was emphasised in the case before this Board of Noor Mohamed v. R. [1949] 1 All E.R. 365, 370, and in the recent case in the House of Lords of Harris v. Director of Public Prosecutions [1952] 1 All E.R. 1044, 1048.  If, for instance, some admission of some piece of evidence, e.g., a document, had been obtained from a defendant by a trick, no doubt the judge might properly rule it out.”

Σε ελληνική μετάφραση:    

“Χωρίς αμφιβολία σε μια ποινική υπόθεση ο δικαστής διαθέτει πάντοτε διακριτική ευχέρεια να μην επιτρέψει μαρτυρία αν οι αυστηροί κανόνες δεκτότητας θα λειτουργούσαν άδικα εναντίον του κατηγορουμένου. Αυτό τονίστηκε στην υπόθεση Board of Noor Mohamed v. R. [1949] 1 All E.R. 365, 370, και στην πρόσφατη υπόθεση της δικαστικής επιτροπής της Βουλής των Λόρδων στην Harris v. Director of Public Prosecutions [1952] 1 All E.R. 1044, 1048. Αν, για παράδειγμα, κάποια παραδοχή σε ένα κομμάτι μαρτυρίας π.χ. ένα έγγραφο έχει εξασφαλισθεί από ένα κατηγορούμενο με τέχνασμα, χωρίς αμφιβολία, ο δικαστής ορθά μπορεί να την αποκλείσει.”

Αναφερόμενος στα πιο πάνω στην Jeffrey v. Black [1978] Q.B. 490, o Lord Widgery C.J. είπε στη σελ. 497:

 

“Δεν έχω την παραμικρή αμφιβολία ότι πρέπει σταθερά να δεχθούμε την πρόταση ότι μια παρατυπία στην εξασφάλιση της μαρτυρίας δεν  καθιστά την μαρτυρία μη αποδεκτή.”

Σύμφωνα με τον Blackstone (πιο πάνω) σελ. 1793, είναι αποδεκτή μαρτυρία αν έχει εξασφαλισθεί με ένα από τους πιο κάτω τρόπους:

(α)       Με κλοπή (Leatham [1861] 8 Cox CC 498, 501).

(β)       Με παράνομη έρευνα προσώπου (Jones v. Owen [1870] 34 J.P. 759 και Kuruma (πιο πάνω)).

[*216](γ)         Με παράνομη έρευνα υποστατικών (Jeffrey (πιο πάνω)).

(δ)       Από Αστυνομικούς Πράκτορες (Sang [1979] 2 All E.R. 1221).

(ε) Με υποκλοπή συνομιλίας, τηλεφωνημάτων κλπ. (Steward [1970] 1 W.L.R. 907, Keeton [1970] 54 Cr. App. R. 267, Ali [1966] 1 Q.B. 688, Senat [1968] 52 Cr. App. R. 282, Bailey [1993] 3 All E.R. 513).

Θέτουμε μια παρένθεση για να υπενθυμίσουμε ότι, σύμφωνα με την Κυπριακή Νομολογία, ενόψει των διατάξεων των άρθρων 34 και 35 του Συντάγματος, δεν υπάρχει στην Κύπρο “δυνατότητα έγκρισης της προσαγωγής ως αποδεικτικού μέσου μαρτυρίας που λήφθηκε κατά παραβίαση δικαιωμάτων και ελευθεριών που κατοχυρώνει το Σύνταγμα” (Βλ. Δημοκρατία ν. Κυπριανίδη κ.ά. (1994) 2 Α.Α.Δ. 37, 47, Police v. Georghiades (1983) 2 C.L.R. 33, Georghiou v. Republic (1984) 2 C.L.R. 65, Merthodja v. Police (1987) 2 C.L.R. 227, Al-Hamad κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 117, 128, Enotiades v. Police (1986) 2 C.L.R. 64, Psaras v. Republic (1987) 2 C.L.R. 132 και Αστυνομία ν. Γιάλλουρος (1992) 2 Α.Α.Δ. 147).

Στην Callis v. Gunn [1964] 1 Q.B. 495 o Lord Parker C.J., αφού έκαμε αναφορά στο πιο πάνω απόσπασμα της σελ. 204 - από την υπόθεση Kuruma - σημείωσε τα πιο κάτω στη σελ. 501-502:

“... in considering whether admissibility would operate unfairly against a defendant one would certainly consider whether (the evidence) had been obtained in an oppressive manner by force or against the wishes of an accused person. That is the general principle ...

[The overriding discretion] would certainly be exercised by excluding the evidence if there was any suggestion of it having been obtained oppressively, by false representations, by a trick, by threats, by bribes, anything of that sort.”

Σε ελληνική μετάφραση:

“... εξετάζοντας κατά πόσο η δεκτότητα θα λειτουργήσει άδικα εναντίον του κατηγορουμένου ένας πρέπει οπωσδήποτε να εξετάσει κατά πόσο η μαρτυρία εξασφαλίσθηκε με καταπιεστικό τρόπο, με βία ή παρά τη θέληση του κατηγορουμένου.  Αυτή είναι η γενική αρχή ...

[*217][Η υπερισχύουσα διακριτική ευχέρεια] θα ασκηθεί οπωσδήποτε με τον αποκλεισμό της μαρτυρίας εάν υπάρχει οτιδήποτε που δείχνει ότι είχε εξασφαλιστεί καταπιεστικά με ψευδείς παραστάσεις, με απειλές, δωροδοκίες ή με κάτι παρόμοιο.”

Στην Jeffrey (πιο πάνω) κρίθηκε ότι το δικαστήριο άσκησε εσφαλμένα τη διακριτική του ευχέρεια με το να αποκλείσει μαρτυρία για την κατοχή ναρκωτικών η οποία είχε εξασφαλιστεί με παράνομη έρευνα του δωματίου του κατηγορουμένου, και παρόλο ότι ο Widgery C.J. τόνισε ότι οι περιπτώσεις άσκησης της διακριτικής ευχέρειας πρέπει να είναι εξαιρετικές, υπέδειξε τα πιο κάτω στη σελ. 498:

“... if the case is such that not only have the police officers entered without authority, but they have been guilty of trickery or they have misled someone, or they have been oppressive or they have been unfair, or in other respects they have behaved in a manner which is morally reprehensible, then it is open to the justices to apply their discretion and decline to allow the  particular evidence to be let in as part of the trial.”

Σε ελληνική μετάφραση:

“Αν η υπόθεση είναι τέτοια που όχι μόνο οι αστυνομικοί εισήλθαν χωρίς εξουσία, αλλά ήταν ένοχοι τεχνάσματος ή είχαν παραπλανήσει κάποιον ή ήταν καταπιεστικοί ή άδικοι, ή κατά τα άλλα είχαν συμπεριφερθεί με τρόπο ο οποίος είναι ηθικά επιλήψιμος, τότε οι δικαστές μπορούν να ασκήσουν τη διακριτική τους ευχέρεια και να αρνηθούν να επιτρέψουν προσκόμιση  της συγκεκριμένης μαρτυρίας στη δίκη.”

Ο Blackstone (πιο πάνω) σελ. 1795 παρατηρεί:  Παρά τα διάφορα γνωμικά αναφορικά με την ύπαρξη διακριτικής ευχέρειας για αποκλεισμό μαρτυρίας η οποία είχε εξασφαλιστεί με τρόπο καταπιεστικό, ανάρμοστο ή άδικο αυτή η διακριτική ευχέρεια έχει ασκηθεί σε πολύ λίγες περιπτώσεις.  Ασκήθηκε στην Ameer [1977] Crim. L.R. 104 για να αποκλεισθεί μαρτυρία η οποία λήφθηκε σαν αποτέλεσμα των δραστηριοτήτων αστυνομικού πράκτορα.  Το ίδιο έγινε και στις υποθέσεις Foulder [1973] Crim. L.R. 45 και Burnett [1973] Crim. L.R. 748.  Ωστόσο, όπως υποδεικνύεται από τον ευπαίδευτο συγγραφέα, όλες αυτές οι υποθέσεις ανατράπηκαν από την Sang (πιο πάνω) - απόφαση της Δικαστικής Επιτροπής των Λόρδων.

[*218]Θα γίνει ιδιαίτερη αναφορά στην υπόθεση Sang γιατί η επιχειρηματολογία της υπεράσπισης στηρίχθηκε σχεδόν αποκλειστικά πάνω στα όσα νομολογήθηκαν σ’ αυτή την υπόθεση.

Σύμφωνα με τον Lord Diplock - στην υπόθεση Sang (πιο πάνω) - πηγή της νομολογίας για ύπαρξη διακριτικής ευχέρειας για αποκλεισμό μαρτυρίας ήταν τα όσα λέχθηκαν από τον Λόρδο Αρχιδικαστή Goddard στην Kuruma (πιο πάνω) (παρατίθενται στη σελ. 18).

Επεξηγώντας το πιο πάνω απόσπασμα από την υπόθεση Kuruma ο Lord Diplock παρατήρησε στις σελ. 1228-29:

“... there is nothing in this passage to suggest that when Lord Goddard CJ spoke of admissible evidence operating ‘unfairly’ against the accused he intended to refer to any wider aspect of unfairness than the probable prejudicial effect of the evidence on the minds of the jury outweighing its true evidential value; though he no doubt also had in mind the discretion that had long been exercised in England under the Judge’s Rules to refuse to admit confessions by the accused made after the crime even though strictly they may be admissible.  The instance given in the passage I have italicised appears to me to deal with a case which falls within the latter category since the document ‘obtained from a defendant by a trick’ is clearly analogous to a confession which the defendant has been unfairly induced to make, and had, indeed, been so treated in R v. Barker [1941] 3 All E.R. 33 where an incriminating document obtained from the defendant by a promise of favours was held to be inadmissible.”

Σε ελληνική μετάφραση:

“Δεν υπάρχει οτιδήποτε σ’ αυτό το απόσπασμα το οποίο δείχνει ότι όταν ο Λόρδος Αρχιδικαστής Goddard μιλούσε για αποδεκτή μαρτυρία η οποία λειτουργεί άδικα εναντίον του κατηγορουμένου είχε πρόθεση να αναφερθεί σε οποιαδήποτε ευρύτερη πτυχή αδικίας πέρα από το ότι ο πιθανός δυσμενής επηρεασμός της μαρτυρίας στο μυαλό των ενόρκων θα υπερισχύει της πραγματικής αποδεικτικής της αξίας· παρόλο ότι χωρίς αμφιβολία είχε επίσης κατά νουν την διακριτική ευχέρεια που ασκείται από μακρού χρόνου στην Αγγλία, δυνάμει των Δικαστικών Κανόνων, για αποκλεισμό των ομολογιών του κατηγορουμένου μετά τη διάπραξη του αδικήματος, οι οποίες, αυστηρώς ομιλούντες, δυνατόν να είναι αποδεκτές. Η περίπτωση [*219]που αναφέρεται στο απόσπασμα που έχω υπογραμμίσει φαίνεται να έχει σχέση με υπόθεση η οποία εμπίπτει εντός της τελευταίας κατηγορίας εφόσον έγγραφο που λήφθηκε από τον κατηγορούμενο με τέχνασμα είναι καθαρά ανάλογο με ομολογία την οποία ο κατηγορούμενος έχει πεισθεί να δώσει με άδικο τρόπο, και έχει πράγματι τύχει τέτοιας μεταχείρισης στην R. v. Barker [1941] 3 All E.R. 33 όπου ένα ενοχοποιητικό έγγραφο το οποίο εξασφαλίσθηκε από τον κατηγορούμενο μετά από υπόσχεση για επίδειξη εύνοιας κρίθηκε μη αποδεκτό.”

Ο Λόρδος Diplock κατέληξε ως εξής στη σελ. 1230:

“A fair trial according to law involves, in the case of a trial on indictment, that is should take place before a judge and a jury; that the case against the accused should be proved to the satisfaction of the jury beyond all reasonable doubt on evidence that is admissible in law; and, as a corollary to this, that there should be excluded from the jury information about the accused which is likely to have an influence on their minds prejudicial to the accused which is out of proportion to the true probative value of admissible evidence conveying that information. If these conditions are fulfilled and the jury receive correct instructions from the judge as to the law applicable to the case, the requirement that the accused should have a fair trial according to law is, in my view, satisfied; for the fairness of a trial according to law is not all one-sided: it requires that those who are undoubtedly guilty should be convicted as well as that those about whose guilt there is any reasonable doubt should be acquitted. However much the judge may dislike the way in which a particular piece of evidence was obtained before proceedings were commenced, if it is admissible evidence probative of the accused’s guilt it is no part of his judicial function to exclude it for this reason. If your Lordships so hold you will be reverting to the law as it was laid down by Lord Moulton in R. v. Christie [1914] A.C.. 545, Lord du Parcq in Noor Mohamed v. R. [1949] 1 All E.R. 365, and Viscount Simon in Harris v. Director of Public Prosecutions [1952] 1 All E.R. 1044 before the growth of what I believe to have been a misunderstanding of Lord Goddard CJ’s dictum in Kuruma Son of Kaniu v. R. [1955] A.C. 197, 204.”

 

Σε ελληνική μετάφραση:

[*220]“Μια δίκαιη δίκη σύμφωνα με το Νόμο συνεπάγεται τη διεξαγωγή της ενώπιον δικαστή και ενόρκων· ότι η υπόθεση εναντίον του κατηγορουμένου πρέπει να αποδειχθεί αφού ικανοποιηθούν οι ένορκοι πέρα από κάθε λογική αμφιβολία με βάση μαρτυρία που είναι αποδεκτή σύμφωνα με το Νόμο. και σαν απόρροια αυτού ότι πρέπει να αποκλείεται από τους ενόρκους πληροφορία για τον κατηγορούμενο η οποία ενδέχεται να έχει επηρεασμό στο μυαλό τους δυσμενή για τον κατηγορούμενο ο οποίος είναι δυσανάλογος της αληθινής αποδεικτικής αξίας αποδεκτής μαρτυρίας η οποία μεταδίδει εκείνη την πληροφορία.  Αν αυτοί οι όροι τηρηθούν και οι ένορκοι καθοδηγηθούν σωστά από το Δικαστή αναφορικά με το εφαρμοζόμενο στην υπόθεση δίκαιο η απαίτηση οπως ο κατηγορούμενος τύχει δίκαιης δίκης σύμφωνα με το Νόμο, ικανοποιείται κατά την άποψη μου γιατί η διεξαγωγή της δίκης με δίκαιο τρόπο σύμφωνα με το νόμο δεν είναι μονόπλευρη.  Απαιτεί όπως εκείνοι που είναι χωρίς αμφιβολία ένοχοι πρέπει να καταδικάζονται καθώς και εκείνοι που για την ενοχή τους υπάρχει εύλογη αμφιβολία πρέπει να αθωώνονται. Όσο και αν ο δικαστής δεν εγκρίνει τον τρόπο με τον οποίο εξασφαλίσθηκε ένα συγκεκριμένο κομμάτι μαρτυρίας πριν από την έναρξη της διαδικασίας αν αυτή είναι αποδεκτή μαρτυρία αποδεικτική της ενοχής του κατηγορουμένου δεν αποτελεί μέρος της δικαστικής λειτουργίας του να την αποκλείσει για αυτό το λόγο. Αν η Δικαστική Επιτροπή των Λόρδων αποφασίσει με αυτό τον τρόπο τότε θα επιστρέψει στο δίκαιο όπως αυτό έχει διατυπωθεί από τον Lord Moulton στην R. v. Christie [1914] A.C. 545, τον Lord du Parcq στην Noor Mohamed v. R. [1949] 1 All E.R. 365, και τον Viscount Simon στην Harris v. Director of Public Prosecutions [1952] 1 All E.R. 1044 πριν από την ανάπτυξη αυτού το οποίο όπως πιστεύω αποτελούσε παρεξήγηση του γνωμικού του Lord Goddard C.J. στην Kuruma Son of Kaniu v. R. [1955] A.C. 197, 204.”

Ο Viscount Dilhorne έθεσε το θέμα ως πιο κάτω στη σελ. 1234:

“Evidence may be obtained unfairly though not illegally but it is not the manner which it has been obtained but its use at the trial if accompanied by prejudicial effects outweighing its probative value and so rendering the trial unfair to the accused which will justify the exercise of judicial discretion to exclude it.”

Σε ελληνική μετάφραση:

[*221]“Μαρτυρία μπορεί να ληφθεί με τρόπο άδικο ανκαι όχι παράνομα αλλά δεν είναι ο τρόπος λήψης της αλλά η χρήση της κατά την δίκη αν συνοδεύεται από δυσμενή αποτελέσματα  που υπερισχύουν της αποδεικτικής της αξίας με τρόπο που να καθίσταται η δίκη άδικη για τον κατηγορούμενο, η οποία δικαιολογεί την άσκηση διακριτικής ευχέρειας για αποκλεισμό της.”

Ο πυρήνας της τελικής κατάληξης της Δικαστικής Επιτροπής της Βουλής των Λόρδων στην υπόθεση Sang βρίσκεται στο πιο κάτω απόσπασμα από την απόφαση του Lord Diplock στη σελ. 1231:

“(1) A trial judge in a criminal trial has always a discretion to refuse to admit evidence if in his opinion its prejudicial effect outweighs its probative value. 

 (2) Save with regard to admissions and confessions and generally with regard to evidence obtained from the accused after commission of the offence, he has no discretion to refuse to admit relevant admissible evidence on the ground that it was obtained by improper or unfair means. The court is not concerned with how it was obtained. It is no ground for the exercise of discretion to exclude that the evidence was obtained as the result of the activities of an agent provocateur.”

Σε ελληνική μετάφραση:

“(1) Το εκδικάζον δικαστήριο σε μια ποινική δίκη έχει πάντοτε διακριτική ευχέρεια να αρνηθεί να δεχθεί μαρτυρία αν κατά την γνώμη του o δυσμενής της επηρεασμός υπερισχύει  της αποδεικτικής της αξίας. 

 (2) Εκτός σε σχέση με παραδοχή και ομολογία και γενικά σε σχέση με μαρτυρία που λαμβάνεται από τον κατηγορούμενο μετά τη διάπραξη του αδικήματος το δικαστήριο δεν έχει εξουσία να αρνηθεί την αποδοχή σχετικής αποδεκτής μαρτυρίας για το λόγο ότι εξασφαλίσθηκε με ανάρμοστα ή άδικα μέσα.  Δεν απασχολεί το δικαστήριο ο τρόπος εξασφάλισης της.  Δεν αποτελεί λόγο για την άσκηση διακριτικής ευχέρειας για αποκλεισμό το ότι η μαρτυρία εξασφαλίστηκε ως αποτέλεσμα των δραστηριοτήτων πράκτορα της Αστυνομίας.”

Σύμφωνα με τον Blackstone (πιο πάνω), σελ. 1793, η πιο πάνω θέση αντιπροσωπεύει τη θέση του κοινοδικαίου.  

[*222]Στην Alfred Robert Apicella [1986] 82 Cr. App. R. 295, 298 υποδεικνύεται ότι η σχετική νομολογιακή θέση βρίσκεται στη Sang.  

Χρειάζεται επεξήγηση η παραγ. 1 (πιο πάνω). Η υπόθεση O’ Connor [1986] 85 Cr. App. R. 298 θα φωτίσει το ζήτημα:  Ο Α και ο Β κατηγορήθηκαν μαζί για συνωμοσία διάπραξης αδικήματος.  Ο Α παραδέχθηκε ενοχή και ο Β αρνήθηκε την κατηγορία.  Κατά τη δίκη του Β η Κατηγορούσα Αρχή επεδίωξε να παρουσιάσει την καταδίκη του Α.  Κρίθηκε ότι ο δυσμενής επηρεασμός από αυτή τη μαρτυρία ξεκάθαρα υπερισχύει της αποδεικτικής της αξίας, γιατί η παραδοχή του Α για τη διάπραξη του αδικήματος δυνατό να οδηγούσε τους ενόρκους στο συμπέρασμα ότι ο Β θα πρέπει να είχε συνωμοτήσει με τον Α και επομένως μπορούσε να γίνει επίκληση της διακριτικής ευχέρειας του κοινοδικαίου για αποκλεισμό της μαρτυρίας.

Βλέπουμε λοιπόν πως ενώ η παραδοχή του Α έχει ελάχιστη αποδεικτική αξία σε ότι αφορά την ενοχή του Β εντούτοις είναι δυνατό να οδηγήσει τους ενόρκους σε θετικό συμπέρασμα ενοχής.  Αυτό αποτελεί κλασσική περίπτωση δυσμενούς επηρεασμού του κατηγορουμένου ο οποίος υπερισχύει της αποδεικτικής αξίας της μαρτυρίας.

Θα επανέλθουμε επί του θέματος μετά την εξέταση της εισήγησης για παραβίαση των άρθρων 28 και 30.2 του Συντάγματος.

Η εισήγηση για την παραβίαση του άρθρου 28 έχει σαν βάθρο την παράλειψη των διωκτικών αρχών να δώσουν την ευκαιρία στον εφεσείοντα να είναι παρών κατά την διεξαγωγή της δεύτερης μεταθανάτιας εξέτασης.  Αυτή η παράλειψη - σύμφωνα με την υπεράσπιση - παραβιάζει την αρχή της ισότητας η οποία διασφαλίζεται από το άρθρο 28 του Συντάγματος και πιο συγκεκριμένα την αρχή της ισότητας των όπλων.

Το άρθρο 30.2 του Συντάγματος αντιστοιχεί με το άρθρο 6(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Θεμελιωδών Ελευθεριών (“η Σύμβαση”).  Για το λόγο αυτό η Νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και της Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων παρέχει χρήσιμη καθοδήγηση.  Στη συνέχεια θα αναφερθούμε στη σχετική νομολογία των πιο πάνω σωμάτων.

Το δικαίωμα για δίκαιη δίκη αποτελεί θεμελιώδη στοιχείο του άρθρου 6. Η απαίτηση “για δίκαιη δίκη” καλύπτει τη διαδικασία [*223]στο σύνολό της και όχι μόνο την ακρόαση στο ακροατήριο (Eur. Court H.R. Monnell and Morris 2.3.1987 Series A No. 115, pp. 21-25, paras. 55-70).  Έτσι το κατά πόσο ένα πρόσωπο έτυχε δίκαιης δίκης προσεγγίζεται με το να εξετάζεται ολόκληρη η διαδικασία ανκαι ένα συγκεκριμένο περιστατικό μπορεί να έχει αποφασιστική επίδραση (App. No. 7945/77 X. v. Norway, Dec. 4.7.78, D.R. 14 p. 228).  Γενικά η έννοια της δίκαιης δίκης απαιτεί σεβασμό της αρχής της ισότητας των όπλων δηλαδή της διαδικαστικής ισότητας μεταξύ των μερών (Eur. Court H.R. Delcourt Judgment of 17 Junuary 1970 Series A No. 11, p. 15, para. 28).  Μια μικρή ανισότητα η οποία δεν επηρεάζει τη χρηστότητα της διαδικασίας στο σύνολο της δεν παραβιάζει το άρθρο 6 (App. No. 10142/82, U. v. Luxembourg, Dec. 8.7.85 D.R. 42, p. 86).  Αυτό που ακριβώς χρειάζεται θα εξαρτηθεί σε κάποιο βαθμό από τη φύση της υπόθεσης, περιλαμβανομένης και της φύσης και της σπουδαιότητας των επιδίκων θεμάτων. Πρέπει να υπάρχουν επαρκείς διαδικαστικές διασφαλίσεις ανάλογες με τη φύση της υπόθεσης.  Αυτές περιλαμβάνουν, όπου αυτό είναι αρμόζον, επαρκείς ευκαιρίες για παρουσίαση μαρτυρίας, αμφισβήτηση εχθρικής μαρτυρίας, και παρουσίαση επιχειρηματολογίας επί των επιδίκων θεμάτων (Eur. Court H.R., H v. Belgium Judgment of 30 November 1987 Series A No. 127, p. 35, para. 53).

 

Η αρχή της ισότητας των όπλων συνεπάγεται ότι οποιοσδήποτε είναι μέρος σε μια διαδικασία - ποινική ή μη ποινική - πρέπει να έχει εύλογη ευκαιρία να παρουσιάσει την υπόθεση του στο δικαστήριο κάτω από συνθήκες που δεν το θέτουν σημαντικά σε μειονεκτική θέση έναντι του αντιδίκου του (Kaufman v. Belgium, No. 10938/84, 50 D.R. 98, 115 [1986]).

Αποτελεί θέμα του εθνικού δικαίου ο καθορισμός κανόνων για τη δεκτότητα μαρτυρίας και θέμα του Εθνικού Δικαστηρίου η αξιολόγηση της προσαχθείσας μαρτυρίας (Eur. Court H.R. Scherk judgment of 12 July 1988, Series A No. 140, p. 29, para. 46).  Ωστόσο κατά την εξέταση του κατά πόσο η διαδικασία στο σύνολό της ήταν δίκαιη, η φύση της μαρτυρίας που έγινε αποδεκτή και ο τρόπος με τον οποίο εξασφαλίσθηκε είναι σχετικοί παράγοντες.

Όπως παρατηρείται στο “Law of the European Convention on Human Rights” των Harris, Boyle και Warbrick, σελ. 210, αυτή η προσέγγιση είναι αναπόφευκτη δεδομένων των μεγάλων παραλλαγών στους κανόνες απόδειξης στα διάφορα ευρωπαϊκά νομικά συστήματα, όπου υπάρχει π.χ. το σύστημα του Κοινοδικαίου το οποίο ελέγχει την δεκτότητα μαρτυρίας πολύ αυστηρά και το σύ[*224]στημα αστικού δικαίου το οποίο θέτει πολύ λίγους περιορισμούς.

Αναφορικά με τη δεκτότητα μαρτυρίας που λήφθηκε παράνομα το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο έκρινε:  Ενώ κανόνας που επιτρέπει την χρήση μαρτυρίας, που εξασφαλίσθηκε παράνομα, δυνάμει του Εθνικού Δικαίου, σε μια ποινική δίωξη δεν αποτελεί από μόνος του παραβίαση του άρθρου 6,  η εφαρμογή του σε μια συγκεκριμένη περίπτωση δυνατόν να αποτελεί μια τέτοια παραβίαση.  Στην Scherk (πιο πάνω) δεν σημειώθηκε παραβίαση του άρθρου 6(1) όταν παράνομα εξασφαλισθείσα μαγνητοφώνηση, η οποία ενοχοποιούσε τον κατηγορούμενο, έγινε αποδεκτή. Αυτό συνέβηκε επειδή η υπεράσπιση αντέκρουσε την αυθεντικότητα της ταινίας και υπήρχε άλλη μαρτυρία η οποία υποστήριζε την καταδίκη.  Όπως υποδεικνύεται στο πιο πάνω σύγγραμμα, σελ. 210, το δικαστήριο δυνατόν να κατέληγε σε διαφορετικό συμπέρασμα αν η ταινία ήταν η μόνη μαρτυρία ή η κυρίως ενοχοποιητική μαρτυρία ή αν υπήρχαν αμφιβολίες ως προς την αυθεντικότητα της οι οποίες μπορούσαν να εγερθούν από την υπεράσπιση.  Τονίζουμε και πάλιν ότι στην Κύπρο η παρουσίαση της ταινίας θα ήταν απαράδεκτη ενόψει των συνταγματικών διατάξεων.

Με όλα τα πιο πάνω κατά νούν θα εξετάσουμε τον σχετικό λόγο της έφεσης.

Προκύπτει για εξέταση το πιο κάτω ζήτημα:

Κατά πόσο ο τρόπος εξασφάλισης της μαρτυρίας του Δρ. Ματσάκη παραβιάζει τα συνταγματικά δικαιώματα του εφεσείοντα τα οποία διασφαλίζονται από τα πιο πάνω  άρθρα 28 και 30.2 του Συντάγματος.

Πρέπει να υπομνήσουμε ότι η σχετική μαρτυρία έχει εξασφαλιστεί στη διάρκεια της διερεύνησης του επίδικου αδικήματος.  Δεν υπάρχει τίποτε στο Σύνταγμα που ορίζει ότι οι αστυνομικές/διωκτικές  αρχές πρέπει να διερευνούν μια ποινική υπόθεση και να συγκεντρώνουν αποδεικτικό υλικό στην παρουσία ενός υπόπτου.

Ειδικότερα και σε σχέση με την διενέργεια της μεταθανάτιας εξέτασης πτώματος ο ύποπτος για το φόνο δεν περιλαμβάνεται ανάμεσα στα πρόσωπα στα οποία ο Θανατικός Ανακριτής έχει υποχρέωση να δώσει ειδοποίηση για να παρευρεθούν (Halsbury’s Laws of Engalnd, 3η έκδοση, Τόμος 8, παραγ. 961).

Στην κρινόμενη περίπτωση η επίδικη μεταθανάτια εξέταση έλαβε χώραν με πρωτοβουλία των συγγενών του θύματος και το απο[*225]τέλεσμα της χρησιμοποιήθηκε από την Κατηγορούσα Αρχή. Τα πράγματα θα ήταν ίσως διαφορετικά αν ο εφεσείων - τότε ύποπτος - επεδίωκε να του δοθεί η ευκαιρία να είναι παρών σε οποιαδήποτε από τις δύο μεταθανάτιες εξετάσεις και το αίτημα του δεν γινόταν δεκτό.  Έπειτα δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι και η μαρτυρία που εξασφαλίστηκε σαν αποτέλεσμα της πρώτης μεταθανάτιας εξέτασης και για την οποία δεν έχει προβληθεί οποιαδήποτε ένσταση, οδηγεί, όπως θα δούμε στη συνέχεια, στην καταδίκη του εφεσείοντα.  Το γεγονός ότι η Κατηγορούσα Αρχή αποκτά κάποιο πλεονέκτημα γιατί έχει την πρωτοβουλία σε ότι αφορά τη διενέργεια της ανάκρισης και τη συγκέντρωση αποδεικτικού υλικού δεν οδηγεί κατ΄ ανάγκη σε παραβίαση των πιο πάνω συνταγματικών δικαιωμάτων του εφεσείοντα ούτε καθιστά τη δίκη μη δίκαιη.  Ο τελευταίος είχε την πλήρη ευκαιρία να αντεξετάσει τους μάρτυρες της Κατηγορούσας Αρχής και να τους αντικρούσει με δικούς του μάρτυρες.  Έτυχε πλήρους διαδικαστικής ισότητας.  Είχε καθόλα εύλογη ευκαιρία να παρουσιάσει την υπόθεση του, να αμφισβητήσει τη μαρτυρία της άλλης πλευράς και να επιχειρηματολογήσει επί των επιδίκων θεμάτων.  Η δίκη του δεν εξέπεσε από τα θέσμια μιας δίκαιης δίκης λόγω της μαρτυρίας του Δρ. Ματσάκη.  Σε πλήρη, λοιπόν, ταύτιση με το πρωτόδικο δικαστήριο κρίνουμε ότι δεν έχει σημειωθεί οποιαδήποτε παραβίαση των συνταγματικών δικαιωμάτων του εφεσείοντα.

Θα εξετάσουμε στη συνέχεια τον τρόπο άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου δικαστηρίου να δεχθεί την επίδικη μαρτυρία μετά τη διαπίστωση του ότι έχει εξασφαλιστεί με τρόπο που παραβιάζει το Κεφ. 153.

Όπως υποδείξαμε πιο πάνω (βλ. σελ. 25) η υπόθεση Sang αντανακλά τις αρχές του κοινοδικαίου. Έχουμε βέβαια υπόψη μας ότι οι αποφάσεις των αγγλικών δικαστηρίων δεν έχουν δεσμευτικό αλλά μόνο πειστικό χαρακτήρα (Mouzouris v. Xylophagou Plantations Ltd (1977) 1 C.L.R. 287, Adamtsas Ltd v. Republic (1977) 3 C.L.R. 181, Αστυνομία ν. Ξυδιά (1992) 2 Α.Α.Δ. 26).  Ωστόσο όπου οι αγγλικές αποφάσεις κατοπτρίζουν αρχές του αγγλικού κοινοδικαίου οι αρχές αυτές τυγχάνουν εφαρμογής βάσει των διατάξεων του άρθρου 29(1)(γ) του περί Δικαστηρίων Νόμου, 1960 (Ν. 14/60) (Hassanein v. “Hellenic Island” κ.ά. (Αρ. 2) (1994) 1 Α.Α.Δ. 578, 583).  Επομένως οι αρχές του αγγλικού κοινοδικαίου που σχετίζονται με τη δεκτότητα μαρτυρίας που εξασφαλίστηκε με τρόπο παράνομο τυγχάνουν εφαρμογής στην Κύπρο.  Η μόνη επιφύλαξη είναι τούτη:  Όπου η εξασφάλιση της μαρτυρίας συνεπάγεται και παραβίαση συνταγματικών δικαιωμάτων τότε αυτή είναι [*226]απαράδεκτη.  Ακολουθεί πως η εξέταση του επίδικου θέματος θα διεξαχθεί με βάση τα νομολογηθέντα στη Sang.

Έχουμε ήδη επεξηγήσει τον τρόπο λειτουργίας της πρώτης αρχής που έχει διατυπωθεί στη Sang - δυσμενής επηρεασμός ο οποίος υπερισχύει της αποδεικτικής αξίας. Προσθέτουμε:  Αυτό που έχει σημασία είναι τούτο:  Κατά πόσο υπάρχει οτιδήποτε (α)  στο περιεχόμενο της μαρτυρίας, (β) στον τρόπο εξασφάλισης της, και (γ)  στον τρόπο χρησιμοποίησης της από την Κατηγορούσα Αρχή, το οποίο οδηγεί σε δυσμενή συμπεράσματα σε σχέση με την ενοχή του κατηγορουμένου δυσανάλογα με την αποδεικτική αξία που θα είχε η μαρτυρία αν δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις που απαρριθμούνται πιο πάνω.  Το γεγονός ότι η μαρτυρία έχει μεγάλη αποδεικτική αξία δεν την καθιστά απαράδεκτη. Αντίθετα όσο πιο μεγάλη είναι η αποδεικτική αξία τόσο πιο δύσκολος καθίσταται ο αποκλεισμός της.  Ένα κομμάτι μαρτυρίας δεν επηρεάζει δυσμενώς τον κατηγορούμενο επειδή είναι ενοχοποιητικό.  Τέτοιος επηρεασμός υπάρχει αν η αποδοχή τέτοιας μαρτυρίας θα καταστήσει τη δίκη μη δίκαιη.  Ο δυσμενής επηρεασμός έχει σχέση με το “δίκαιο” της δίκης. Δυσμενής επηρεασμός υπάρχει όταν δημιουργούνται συνθήκες μη δίκαιης δίκης.

Έχουμε τη σταθερή άποψη ότι στην κρινόμενη περίπτωση δεν συντρέχει τέτοια περίπτωση.  Το γεγονός ότι η μαρτυρία εξασφαλίσθηκε κατά παράβαση των προνοιών του Κεφ. 153 δεν αποτελεί παράγοντα ο οποίος θα οδηγούσε σε δυσμενή επηρεασμό του εφεσείοντα που υπερισχύει της αποδεικτικής της αξίας. Εφόσον η μαρτυρία ήταν σχετική και μεγάλης αποδεικτικής αξίας, και εφόσο δεν συντρέχει οποιαδήποτε από τις προϋποθέσεις που τέθηκαν στην πιο πάνω παράγ. 2 της Sang, ορθά έγινε δεκτή από το πρωτόδικο δικαστήριο.  Ακολουθεί πως ο σχετικός λόγος της έφεσης πρέπει να απορριφθεί.

Οι λόγοι έφεσης 2 και 3:

Με τους πιο πάνω λόγους της έφεσης ο εφεσείων ισχυρίσθηκε:

“2. (α)  Η ενοχή του εφεσείοντα δεν απεδείχθη υπό της Κατηγορούσης Αρχής πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας εφ’ όσον η προσαχθείσα μαρτυρία στο σύνολο της επιδέχετο και άλλες λογικές εξηγήσεις τες οποίες το Πρωτόδικο Δικαστήριο απεδέχθη σαν πιθανές αλλά όχι προτιμητέες.

(β)  Επί πλέον η προσαχθείσα μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής όχι μόνο δεν κατώρθωσε ν’ αποκλείση κάθε άλλη λογική [*227]εξήγηση αλλά αντίθετα εστήριξε την ύπαρξη της.

3. Εφόσον το Πρωτόδικο Δικαστήριο σε δύο τουλάχιστον σημεία της αποφάσεως του απεφάνθη ότι οι θέσεις του Μ.Υ.2 Καθηγητή Δρ. Πέτρου Βανέζη στο Δικαστήριο ήσαν τέτοιας φύσεως ώστε να δικαιολογούν την μη προτίμηση της μαρτυρίας του από εκείνη του Δρ. Ματσάκη, το Δικαστήριο εσφαλμένα κατέληξε στο τελικό συμπέρασμα ενοχής του εφεσείοντα εφ’ όσον η μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής επεδέχετο και άλλες λογικές εξηγήσεις τες οποίες το Δικαστήριο εδέχθηκε σας πιθανές όχι όμως και σαν προτιμητέες και χωρίς να τες αποκλείει, κατά παράβαση των αρχών του Δικαίου της Απόδειξης και της πάγιας Νομολογίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου.”

Έρεισμα για τους πιο πάνω λόγους έφεσης αποτέλεσε το πιο κάτω απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση:

(1) Από τη σελ. 380:

“Σίγουρα η άποψη του Καθηγητή Βανέζη (που συνάδει με αυτή του Καθηγητή Ψαρούλη), ότι το θύμα μπορεί να δέχθηκε 5-6 κτυπήματα στο λαιμό, έχοντας υπόψη το σοβαρό τραυματισμό στην περιοχή, είναι μια επεξήγηση, όχι όμως προτιμητέα (η υπογράμμιση είναι δική μας) ενόψει της αντίθετης και πιο ενδελεχούς μαρτυρίας του Δρ. Ματσάκη όπως την έχουμε επεξηγήσει πιο πάνω.  Σημειώνεται ότι και ο Δρ. Βανέζης μετά την εξέταση του ιδίου του λάρυγγα διαφοροποίησε την αρχική του θέση δεχόμενος κατά την αντεξέταση του ότι ‘... σίγουρα υπήρχε πίεση στο λαιμό ...’ χωρίς να αποκλείεται ταυτόχρονα ότι υπήρξαν και κάποια γρονθοκοπήματα.”

(2) Από τη σελ. 386:

“Είναι πολύ προτιμότερη (η υπογράμμιση είναι δική μας) η θέση της Κατηγορούσας Αρχής ότι το σώμα έπεφτε, όπως παραστατικά  το έθεσε ο ευπαίδευτος συνήγορος της Κατηγορούσας Αρχής, ως μια ‘σακκούλα πατάτες’.”

Η σχετική επιχειρηματολογία του ευπαίδευτου συνήγορου συνοψίζεται ως πιο κάτω:

Με τη χρήση του όρου “προτιμητέα” και “προτιμότερη” το πρωτόδικο δικαστήριο δεν απορρίπτει τη μαρτυρία του Καθηγητή Βανέζη. Η λέξη “προτίμηση” αφήνει έδαφος για αμφιβολίες.  [*228]Υπήρχαν ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου και οι εκδοχές των Καθηγητών Ψαρούλη και Βανέζη.  Για να υπάρχει απόδειξη “πέραν  πάσης αμφιβολίας” αυτές οι εκδοχές έπρεπε να αποκλεισθούν. Όπως το έθεσε ο ευπαίδευτος συνήγορος “εδώ δεν έγινε τέτοιος αποκλεισμός. Αν δεν απορριφθούν πλήρως τότε υπάρχει αμφιβολία”.  Δεν υπάρχει τίποτε από το οποίο μπορεί να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε την εκδοχή του Καθηγητή Βανέζη. Προτίμησε μόνο τη μαρτυρία του Δρ. Ματσάκη.  Οι μάρτυρες Ψαρούλης και Ματσάκης ήταν μάρτυρες της Κατηγορούσας Αρχής. Ο Καθηγητής Ψαρούλης, του οποίου η μαρτυρία “δεν είχε προτιμηθεί”, μίλησε για τυχαίο κτύπημα στο λάρυγγα και ότι ο εφεσείων δεν είχε πρόθεση πρόκλησης θανάτου.   Η πρόθεση πρόκλησης θανάτου πρέπει να αποδειχθεί ως γεγονός.  Ο μόνος μάρτυρας ο οποίος μίλησε για πρόθεση ήταν ο Δρ. Ματσάκης. Οι άλλοι δύο εμπειρογνώμονες απέκλεισαν την πρόθεση.   Επομένως με βάση το σύνολο της μαρτυρίας η πρόθεση δεν έχει αποδειχθεί πέρα από κάθε λογική αμφιβολία.

Σε σχέση με το μέρος της εισήγησης που αναφέρεται στην μαρτυρία του Καθηγητή Ψαρούλη παρατηρούμε: 

Η μαρτυρία του Καθηγητή Ψαρούλη όχι μόνο δεν αποκλείει την πρόθεση αλλά οδηγεί σε συμπέρασμα για την ύπαρξη της.  Ο Καθηγητής Ψαρούλης κατέθεσε ότι λόγω των κτυπημάτων που είχε δεχθεί το θύμα το τελευταίο που θα μπορούσε να σκεφθεί η γυναίκα εκείνη τη στιγμή “ήταν να πηδήξει από το παράθυρο”, γι’ αυτό και έγραψε ότι ήταν ανίκανη να πέσει από μόνη της.  Το ακόλουθο απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση (σελ. 389) είναι απόλυτα σχετικό:

“Ακόμη όμως και αν ένας δεχόταν τη μαρτυρία του Καθηγητή Ψαρούλη και παρέμενε μόνο στα δικά του ευρήματα, είναι φανερό και πάλι από το εύρημα του Καθηγητή Ψαρούλη ότι με βάση τα τραύματα που δέχθηκε η Αυγουστίνα, αυτή ήταν ανίκανη από μόνη της να πέσει από το παράθυρο.  Αυτό οδηγεί στο συμπέρασμα ότι σπρώχθηκε από το παράθυρο ή εν πάση περιπτώσει δεν έπεσε αυτόβουλα και είναι σε αυτό το στάδιο που ενεργοποιείται η περαιτέρω θεώρηση των πραγμάτων, όπως τα επεξήγησε ο Δρ. Ματσάκης.”

Στη Charitonos and Others v. Republic (1971) 2 C.L.R. 40 αποφασίσθηκε ότι το Εφετείο δεν μπορεί να εξετάζει τις πρωτόδικες αποφάσεις μικροσκοπικά ή να διαφωνεί με μια λέξη ή φράση.   Πρέπει να διαβάζει τις αποφάσεις στο σύνολο τους για να διαπι[*229]στώνει ποιά είναι η σημασία τους.

Για την πιο πάνω κατάληξη του το Εφετείο άντλησε καθοδήγηση από την Αγγλική Νομολογία στην οποία θα γίνει αναφορά αμέσως πιο κάτω: 

Στην R. v. Kritz [1949] 33 Cr. App. R. 169 τονίσθηκε:  

“It would be a great misfortune, in criminal cases especially, if the accuracy or inaccuracy of a summing-up were to depend upon whether or not the Judge or the Chairman had used a particular formula of words. It is not the particular formula of the words that matters; it is the effect of the summing-up.  If the jury are charged whether in one set of words or in another and are made to understand that they have to be satisfied and must not return a verdict against a defendant unless they feel sure, and that the onus is all the time on the prosecution and not on the defence,  then whether the learned Judge uses one form of language or whether he uses another is neither here not there.”

Σε ελληνική μετάφραση

“Θα ήταν μεγάλη συμφορά, ειδικά στις ποινικές υποθέσεις, αν η ορθότητα ή μη της καθοδήγησης προς τους ενόρκους θα εξαρτάται πάνω στο κατά πόσο ο δικαστής χρησιμοποίησε ή όχι συγκεκριμένη φόρμουλα λέξεων.  Δεν είναι η συγκεκριμένη φόρμουλα των λέξεων που έχει σημασία αλλά το αποτέλεσμα της καθοδήγησης στους ενόρκους. Αν οι ένορκοι καθοδηγηθούν είτε με τη χρησιμοποίηση μιας φρασεολογίας είτε άλλης, και τους δίνεται να αντιληφθούν ότι πρέπει να ικανοποιηθούν και δεν πρέπει να εκδόσουν καταδικαστική απόφαση εναντίον ενός κατηγορούμενου, εκτός αν αισθάνονται βέβαιοι, και ότι το βάρος το έχει πάντοτε η Κατηγορούσα Αρχή και όχι η υπεράσπιση, τότε το κατά πόσο ο δικαστής χρησιμοποιεί μια ή άλλη φρασεολογία δεν έχει καμιά σημασία.”

Στην R. v. Summers, 36 Cr. App. R. 14, 15 το θέμα τέθηκε ως εξής:

“Τhe jury should be told that it is not for the prisoner to prove his innocence, but for the prosecution to prove his guilt.  If a jury is told that it is their duty to regard the evidence and see that it satisfies them so that they can feel sure when they return a verdict of Guilty, that is much better than using the expression [*230]‘reasonable doubt’ and I hope in future that that will be done.  I never use the expression when summing-up.  I always tell a jury that, before they convict, they must feel sure and must be satisfied that the prosecution have established the guilt of the prisoner.”

Σε ελληνική μετάφραση:

“Στους ενόρκους πρέπει να λεχθεί ότι δεν εναπόκειται στον κατηγορούμενο να αποδείξει την αθωώτητα του, αλλά στην Κατηγορούσα Αρχή να αποδείξει την ενοχή του.  Αν λεχθεί στους ενόρκους ότι έχουν καθήκον να εξετάσουν την μαρτυρία και να βρουν ότι τους ικανοποιεί έτσι ώστε να αισθάνονται βέβαιοι όταν εκδίδουν καταδικαστική ετυμηγορία αυτό είναι πολύ καλύτερο από τη  χρησιμοποίηση της φράσης ‘εύλογη αμφιβολία’ και ελπίζω ότι αυτό θα γίνεται στο μέλλον.  Δεν χρησιμοποιώ αυτή τη φράση όταν καθοδηγώ τους ενόρκους.  Πάντοτε λέγω στους ενόρκους ότι προτού καταδικάσουν, πρέπει να είναι βέβαιοι και πρέπει να ικανοποιούνται ότι η Κατηγορούσα Αρχή έχει αποδείξει την ενοχή του κατηγορούμενου.”

Στην R. v. Gill, 47 Cr. App. R. 166, 174 μετά από εξέταση της καθοδήγησης του δικαστηρίου προς τους ενόρκους στο σύνολό της το Εφετείο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν πρέπει να ακυρωθεί η καταδίκη.

Στην R. v. Blackburn, 39 Cr. App. R. 84, 85 υποδείχθηκε ότι ανεξάρτητα από τη φρασεολογία που έχει χρησιμοποιηθεί αυτό που ενδιαφέρει το δικαστήριο είναι κατά πόσο το δικαστήριο το έκαμε καθαρό στους ενόρκους ότι εναπόκειται στην Κατηγορούσα Αρχή να αποδείξει την ενοχή του κατηγορουμένου.

Στην R. v. Stoddart, 2 Cr. App. R. 217 τονίσθηκε ότι η καθοδήγηση του δικαστηρίου προς τους ενόρκους πρέπει να εξετάζεται υπό το φως της πορείας της δίκης και των ζητημάτων που είχαν εγερθεί από τους δικηγόρους των μερών. Το Εφετείο δεν εξετάζει κατά πόσο αυτή ή εκείνη η λέξη ήταν η καλύτερη που  μπορούσε να επιλεγεί, ή κατά πόσο η επίδικη καθοδήγηση μπορούσε να εκφρασθεί με πληρέστερο τρόπο. Το Εφετείο απονέμει δικαιοσύνη και εξετάζει έγκυρες ενστάσεις σε σχέση με θέματα που θα οδηγούσαν σε πλημμελή απονομή της δικαιοσύνης (Βλ. και R. v. Trigg, 47 Cr. App. R. 94, 99 και Walters v. The Queen [1969] 2 A.C. 26, 29, 30, 31).

Στην R. v. Attfield [1961] 45 Cr. App. R. 309, 314 το θέμα τέθηκε ως εξής:

[*231]

“This court finds itself in the position of having to apply, so to speak, two parallel principles.  In the first place, the direction as to the burden of proof and as to the standard of proof is undoubtedly of cardinal importance.  That is a point in favour of the appellant, and if the direction fails in that respect, then indeed the appeal is all the more cogent. On the other hand, there is a counterbalancing principle that this court has said that the words of a summing-up are not to be weighed in too nice scales provided that the substance of the summing-up presents to the jury the issue in a form in accordance with law. It is in the application of those two counterbalancing principles that this court fulfils its function.”

Σε ελληνική μετάφραση:

“Το δικαστήριο αυτό βρίσκεται στη θέση όπου θα πρέπει να εφαρμόσει δύο παράλληλες αρχές. Εν πρώτοις η καθοδήγηση ως προς το βάρος απόδειξης και ως προς το βαθμό απόδειξης είναι κεφαλαιώδους σημασίας.  Αυτό αποτελεί σημείο υπέρ του εφεσείοντα και αν η καθοδήγηση αποτυγχάνει σε σχέση με αυτή την πτυχή τότε η έφεση είναι περισσότερο πειστική. Από την άλλη υπάρχει μια εξισορροπητική αρχή όπου αυτό το δικαστήριο είπε ότι οι λέξεις της καθοδήγησης δεν πρέπει να ζυγίζονται με ζυγαριά ακριβείας νοουμένου ότι η ουσία της καθοδήγησης παρουσιάζει στους ενόρκους το επίδικο θέμα με τρόπο που συνάδει με τον Νόμο.  Είναι με την εφαρμογή αυτών των εξισορροπητικών αρχών που το Δικαστήριο αυτό εκτελεί τις λειτουργίες του.”

Από την εξέταση της απόφασης στο σύνολό της αποκαλύπτεται ότι οι πιο πάνω αναφορές δεν ήταν οι μόνες τις οποίες έκαμε το πρωτόδικο δικαστήριο. Μεταφέρουμε αποσπάσματα από την πρωτόδικη απόφαση στα οποία σχολιάζεται η μαρτυρία των τριών εμπειρογνωμόνων:

“(1) Οι επεξηγήσεις που προσπάθησε να δώσει ο Καθηγητής Βανέζης κατά την εξέταση του, ότι πιθανώς το σώμα καθώς έπεφτε να κτύπησε στην προεξοχή της ανθοδόχης ή κάπου αλλού, όχι κάθετα αλλά διαγώνια, δεν είναι πειστικές.  Είναι πολύ απλή και λογική η εξήγηση που έδωσε ο Δρ. Ματσάκης μετά από την ενδελεχή έρευνα του χώρου του ατυχήματος.  Άλλωστε, και ο ίδιος ο Δρ. Βανέζης παραδέχθηκε με ειλικρίνεια στο στάδιο της αντεξέτασης ότι είχε δυσκολία να εξηγήσει το εμπιεσμέ[*232]νο κάταγμα στο λαιμό.

(2)  Η αντίθετη προσπάθεια του Καθηγητή Βανέζη να διαφοροποιήσει την εμφάνιση αληθινών και μη μωλώπων, ανάλογα δηλαδή με το αν το άτομο ήταν ή όχι ζωντανό κατά το χρόνο δημιουργίας των μωλώπων, δεν έπεισε (το δικαστήριο) δεδομένου ότι και πάλι δικαιολόγησε αυτή τη διαφοροποίηση με την κιτρινωπή εμφάνιση στην περίπτωση των μη αληθινών μωλώπων (όπως για παράδειγμα τη φωτογραφία 22 στο τεκμήριο 2Γ), η οποία όμως διαφοροποίηση δεν αναφέρεται και δεν εμφανίζεται πουθενά στα διάφορα συγγράμματα πάνω στο θέμα και τα οποία  τέθηκαν κατά την αντεξέταση του Καθηγητή Βανέζη υπόψη του.

(3)  Υπενθυμίζεται ότι στην αντεξέταση του ο Καθηγητής Βανέζης δέχθηκε ότι μετά την εξέταση του λάρυγγα στον οποίο έκαμε και περαιτέρω τομές, όπως ανέφερε στην κυρίως εξέταση του, βρήκε και ο ίδιος το συμπιεσμένο κάταγμα που είχε μια καμπυλωτή εμφάνιση και με ειλικρίνεια δέχθηκε ότι πιθανώς να υπήρξε πίεση πάνω στο λαιμό ως αποτέλεσμα αυτού του ευρήματος.  Όμως δεν επεξήγησε τίποτε σε σχέση με την εξέταση των ιστολογικών τεμαχίων πνεύμονος και συνεπώς η θέση του Δρ. Ματσάκη στο ζήτημα αυτό παρέμεινε αναλλοίωτη και χωρίς αντίκρουση.

(4)  Τέλος, είναι σημαντική η θέση του Καθηγητή Βανέζη στο τέλος της μαρτυρίας του, ότι ‘εκείνο το εμπιεστικό κάταγμα συνάδει περισσότερο με πίεση σε εκείνη την περιοχή’ παρά ως προερχόμενο από οποιαδήποτε άλλη αιτία.  Το τι ο Καθηγητής Βανέζης προσπάθησε να δώσει στο Δικαστήριο, χωρίς όμως επιτυχία, ήταν να προσφέρει πιθανολογήσεις για διάφορα επί μέρους ζητήματα, πιθανολογήσεις οι οποίες όμως δεν έχουν κατ’ ουσία δημιουργήσει ρωγμές στα ουσιαστικά ευρήματα του Δρ. Ματσάκη, όπως έχουν επεξηγηθεί και γίνει δεκτά πιο πάνω, και οι οποίες πιθανολογήσεις, σε πολλά σημεία δεν απέκλεισαν κατ’ ουσία τα ευρήματα του Δρ. Ματσάκη.

(5)  Στη συγκεκριμένη όμως περίπτωση και με δεδομένο το ότι ο Δρ. Ματσάκης διενήργησε ενδελεχή αυτοψία στο χώρο, ενώ ο Καθηγητής Βανέζης (και ο Καθηγητής Ψαρούλης), δεν έπραξαν κάτι τέτοιο, η εξήγηση του Δρ. Ματσάκη παραμένει ως η μόνη αποδεκτή και λογική από το Δικαστήριο.       

(6) Αναμφίβολα η εξαγωγή του λάρυγγα έδωσε την ευκαιρία στο Δρ. Ματσάκη να μπορέσει να μελετήσει επισταμένα το ανα[*233]τομικό αυτό μέρος του σώματος και να παρατηρήσει και να εξαγάγει συμπεράσματα τα οποία δεν μπορούσε ο Καθηγητής Ψαρούλης και η Ελένη Αντωνίου να βρουν με την απλή διάνοιξη του λαιμού που είχε γίνει κατά την πρώτη νεκροψία.   Και ο Δρ. Ματσάκης επεξήγησε σαφώς τη διαφορά μεταξύ διάνοιξης και τομής και εξαγωγής (‘dissection’).  Ακόμη όμως και αν ένας δεχόταν τη μαρτυρία του Καθηγητή Ψαρούλη και παρέμενε μόνο στα δικά του ευρήματα, είναι φανερό και πάλι από το εύρημα του Καθηγητή Ψαρούλη ότι με βάση τα τραύματα που δέχθηκε η Αυγουστίνα, αυτή ήταν ανίκανη από μόνη της να πέσει από το παράθυρο. Αυτό οδηγεί στο συμπέρασμα ότι σπρώχθηκε από το παράθυρο ή εν πάση περιπτώσει δεν έπεσε αυτόβουλα και είναι σε αυτό το στάδιο που ενεργοποιείται η περαιτέρω θεώρηση των πραγμάτων, όπως τα επεξήγησε ο Δρ. Ματσάκης.”

Είναι επίσης πολύ σημαντικά τα όσα λέχθηκαν από το πρωτόδικο δικαστήριο στις τελευταίες δύο παραγράφους της απόφασης του - παρατίθενται στις σελ. 2-3  της παρούσας απόφασης.

Οι πιο πάνω υπογραμμίσεις είναι δικές μας.  Έχοντας υπόψη την πρωτόδικη απόφαση στο σύνολο της, και ιδιαίτερα τα πιο πάνω αποσπάσματα, δεν έχουμε οποιαδήποτε αμφιβολία ότι:

(1)       Το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε τη μαρτυρία των Καθηγητών Ψαρούλη και Βανέζη στο βαθμό που αυτή διαφέρει από εκείνη του Δρ. Ματσάκη και δέχθηκε χωρίς οποιαδήποτε επιφύλαξη τη μαρτυρία του Δρ. Ματσάκη.

(2)       Το πρωτόδικο δικαστήριο καθοδηγήθηκε σωστά τόσο ως προς το βάρος της απόδειξης όσο και ως προς το βαθμό της απόδειξης.  Εξήγησε με πληρότητα τους λόγους αποδοχής της μαρτυρίας του Δρ. Ματσάκη και τους λόγους απόρριψης της μαρτυρίας των δύο άλλων εμπειρογνωμόνων.  Έχει ικανοποιηθεί πέρα από κάθε λογική αμφιβολία για την ενοχή του εφεσείοντα.

Ακολουθεί πως οι σχετικοί  λόγοι έφεσης δεν ευσταθούν.

Ο λόγος έφεσης 4:

“Εσφαλμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν απεδέχθη την εισήγηση της Υπεράσπισης ότι εφ’ όσον η μαρτυρία των δύο κυριωτέρων μαρτύρων κατηγορίας Δρ. Ψαρούλη (ιατροδικαστή της Δημοκρατίας) και Δρ. Ματσάκη (ιατροδικαστή διά την οικογένεια του θύματος) εσυγκρούετο εις τοιούτον βαθμόν ώστε η μια ν’ αποκλείει την άλλη, το Δικαστήριο δεν είχε άλλην επιλογή παρά ν’ απορρίψη την υπόθεση ενώ το Δικαστήριο αντίθετα και κατά παράβαση βασικών αρχών την Ποινικής Δικονομίας και της πάγιας νομολογίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου προέβη στην αποδοχή της μαρτυρίας ενός εκ των δύο μαρτύρων κατηγορίας του Δρ. Ματσάκη χωρίς ν’ αποδεχθή την μαρτυρία του Δρ. Ψαρούλη και κατέληξε στην εσφαλμένη καταδίκη του εφεσείοντα.”

Με αφορμή την εναρκτήρια αγόρευση*  της Κατηγορούσας Αρχής ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα έχει υποστηρίξει τα πιο κάτω:

Ο καθηγητής Ψαρούλης είναι ο ιατροδικαστής ο οποίος μετακλήθηκε από τη Θεσσαλονίκη για να διενεργήσει την μεταθανάτια εξέταση.  Η μαρτυρία του συγκρούεται πάνω σε όλα τα σημεία της με εκείνη του Ματσάκη.  Σύμφωνα με τον ευπαίδευτο συνήγορο το θέμα που προκύπτει για εξέταση είναι τούτο:

Κατά πόσο σε μια υπόθεση όπου η μαρτυρία δυο μαρτύρων της Κατηγορούσας Αρχής συγκρούεται μπορεί η Κατηγορούσα Αρχή να εισηγηθεί στο δικαστήριο να δεχθεί την μιά από τις δύο.

Τέτοια πορεία δεν είναι δυνατή.  Δεν μπορεί το δικαστήριο - συνεχίζει η εισήγηση - να δεχθεί την μια και να απορρίψει την άλλη. Έπρεπε η Κατηγορούσα Αρχή να εφοδιάσει την υπεράσπιση με την κατάθεση του Καθηγητή Ψαρούλη για να καταστεί δυνατή η κλήση του από την υπεράσπιση.  Από τη στιγμή “που τον έβαλε στο εδώλιο η Κατηγορούσα Αρχή δεσμεύεται από τη μαρτυρία του”.  Δεν εγείρεται θέμα επιλογής γιατί οι δύο μάρτυρες συγκρούονται.  Το πρωτόδικο δικαστήριο σε τέτοια περίπτωση έπρεπε να είχε απορρίψει την κατηγορία.

Η πιο πάνω εισήγηση τέθηκε και ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου.  Σύμφωνα με την πρωτόδικη προσέγγιση η ορθή νομική  θέση είναι ότι στο κοινό δίκαιο “ο διάδικος μπορούσε πάντοτε [*235]να αντικρούσει το δικό του μάρτυρα καλώντας για το σκοπό αυτό άλλη μαρτυρία, αν ο πρώτος μάρτυρας δεν ήταν ευνοϊκός”.   Στην προκειμένη υπόθεση, συνέχισε το πρωτόδικο δικαστήριο, η Κατηγορούσα Αρχή κάλεσε και τον Καθηγητή Ψαρούλη, μέσα στα πλαίσια του καθήκοντος της να παρουσιάσει όλους τους αναγκαίους μάρτυρες, είτε είναι βοηθητικοί προς την υπόθεση της είτε όχι.     Το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε ως εξής:

“Το ζήτημα δεν εξαντλείται στον απλό εντοπισμό διαφοράς μεταξύ δύο μαρτύρων κατηγορίας, αλλά στην ενδελεχή αξιολόγηση της μαρτυρίας τους και στην εξαγωγή των αναγκαίων συμπερασμάτων.  Αν η κατάληξη είναι ότι η μαρτυρία του Καθηγητή Ψαρούλη πρέπει να προτιμηθεί ή η σύγκρουση των απόψεων των δύο μαρτύρων είναι αγεφύρωτη, τότε ανάλογες θα είναι βέβαια οι επιπτώσεις και στην ενοχή ή μη του κατηγορουμένου.”

Έρεισμα της πιο πάνω κατάληξης του πρωτόδικου δικαστηρίου ήταν οι υποθέσεις Mclean v. Weir [1977] 3 C.C.L.Τ. 87, Ewer v. Ambrose [1825] 3 B & C 746, Dallison v. Gaffery [1964] 2 All E.R. 610, 622.  Καθοδηγήθηκε, επίσης, από τον Cross on Evidence, 4η έκδοση, σελ. 220, 221 και από τον Phipson on Evidence, 13η έκδοση, παραγ. 33-46.

Έχουμε παραθέσει το σχετικό μέρος της εναρκτήριας δήλωσης της Κατηγορούσας Αρχής (βλ. σελ. 37).   Καθώς έχει νομολογηθεί (βλ. Παφίτης κ.ά. ν Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 102, 122 (απόφαση Πική, Δ., όπως ήταν τότε)):   “Η εναρκτήρια δήλωση της Κατηγορίας απέβλεπε:  (1)  στην προδιαγραφή της υπόθεσης που η μαρτυρία στην κατοχή της κατηγορίας αποκάλυπτε και (2)  στην παροχή μέσω προηγούμενης πληροφόρησης ευκαιρίας στην υπεράσπιση να αντιμετωπίσει και να απαντήσει στην υπόθεση της κατηγορίας ...  Κάθε αποτυχία της κατηγορίας να αποδείξει την υπόθεση που σκιαγραφεί στο άνοιγμα της υπόθεσης τείνει να εξασθενήσει την κατηγορία”.

Προκύπτει για εξέταση το πιο κάτω ζήτημα:

Κατά πόσο η Κατηγορούσα Αρχή έχει ενεργήσει ορθά με το να καλέσει σαν μάρτυρες κατηγορίας τον Καθηγητή Ψαρούλη και τον Δρ. Ματσάκη. 

Στην R. v. Oliva [1965] 49 Cr. App. R. 298, 310, το θέμα τίθεται ως εξής: 

[*236]“The prosecution do not, of course, put forward every witness as a witness of truth, but where the witness’s evidence is capable of belief, then it is their duty, well recognised, that he should be called, even though the evidence that he is going to give is inconsistent with the case sought to be proved.  Their discretion must be exercised in a manner which is calculated to further the interest of justice, and at the same time be fair to the defence.”

Σε ελληνική μετάφραση: 

“Βεβαίως η Κατηγορούσα Αρχή δεν προβάλλει τον κάθε μάρτυρα σαν μάρτυρα αλήθειας αλλά όπου η μαρτυρία ενός μάρτυρα μπορεί να γίνει πιστευτή τότε είναι υποχρέωση της Κατηγορούσας Αρχής, καλώς αναγνωρισμένη, να τον καλέσει, έστω και αν η μαρτυρία που θα δώσει είναι ασυμβίβαστη με την υπόθεση την οποία επιδιώκει να αποδείξει.  Η διακριτική ευχέρεια της Κατηγορούσας Αρχής πρέπει να ασκείται με τρόπο ο οποίος προάγει το συμφέρον της δικαιοσύνης και ταυτόχρονα να είναι ακριβοδίκαιος για την υπεράσπιση.”

Η υπόθεση Oliva έχει αναφερθεί με επιδοκιμασία στην Πέγκερος ν. Δημοκρατίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 143, 152.

Στην King v. Harris [1927] 2 K.B. 587 o Lord Hewart C.J., στη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας παρατήρησε:

“In criminal cases the prosecution is bound to call all the material witnesses before the Court, even though they give inconsistent accounts, in order that the whole of the facts may be before the jury.”

Σε ελληνική μετάφραση:    

“Σε ποινικές υποθέσεις η Κατηγορούσα Αρχή έχει  υποχρέωση να καλέσει όλους τους ουσιώδης μάρτυρες ενώπιον του Δικαστηρίου, έστω και αν οι εκδοχές τους είναι ασυμβίβαστες, έτσι ώστε το σύνολο των γεγονότων να βρίσκεται ενώπιον του Δικαστηρίου.”

Η πιο πάνω παρατήρηση σχολιάσθηκε ως πιο κάτω στην Adel Muhammed El Dabbah v. Attorney-General of Palestine [1944] A.C. 156:

“In their Lordship’s view, the learned chief justice could not have intended to negative the long-established right of the prosecutor to exercise his discretion to determine who the material witnesses [*237]are.”

Σε ελληνική μετάφραση:

“Κατά την άποψη μας ο ευπαίδευτος Αρχιδικαστής δεν μπορούσε να σκόπευε στην εξουδετέρωση του καθιερωμένου από  μακρού χρόνου δικαιώματος της Κατηγορούσας Αρχής να ασκεί τη διακριτική της ευχέρεια για να αποφασίζει ποιοί είναι οι ουσιώδεις μάρτυρες.”

Στη Seneviratne v. R. [1936] 3 All E.R. 36, 49 o Lord Roche παρατηρεί:

“Their Lordships do not desire to lay down any rules to fetter discretion on a matter such as this which is so dependent on the particular circumstances of each case.  Still less do they desire to discourage the utmost candour and fairness on the part of those conducting prosecutions; but at the same time they cannot, speaking generally, approve of an idea that the prosecution must call witnesses irrespective of considerations of number and of reliability, or that a prosecution ought to discharge the functions both of prosecution and of defence.  If it does so confusion is apt to result ... witnesses essential to the unfolding of the narratives on which the prosecution is based, must, of course, be called by the prosecution, whether in the result the effect of their testimony is for or against the case for the prosecution.”

Σε ελληνική μετάφραση:

“Το δικαστήριο δεν επιθυμεί να θέσει οποιουσδήποτε κανόνες περιορισμού της διακριτικής ευχέρειας πάνω σε ένα ζήτημα όπως αυτό  το οποίο εξαρτάται τόσο πολύ από τα συγκεκριμένα περιστατικά της κάθε υπόθεσης.  Ακόμη λιγότερη είναι η επιθυμία του Δικαστηρίου να αποθαρρύνει την Κατηγορούσα Αρχή από του να ενεργεί δίκαια και με ειλικρίνεια· όμως ταυτόχρονα, γενικώς ομιλούντες, δεν μπορεί να εγκριθεί η ιδέα ότι η Κατηγορούσα Αρχή πρέπει να καλεί μάρτυρες ανεξάρτητα από τους παράγοντες του αριθμού και αξιοπιστίας ή ότι η Κατηγορούσα Αρχή πρέπει να εκτελεί τόσο τις λειτουργίες της Κατηγορούσας Αρχής όσο και της Υπεράσπισης.  Αν κάμνει κάτι τέτοιο σίγουρα θα προκύψει σύγχιση... Μάρτυρες απαραίτητοι για το ξεδίπλωμα των αφηγήσεων επί των οποίων βασίζεται η ποινική δίωξη πρέπει βέβαια να καλούνται από την Κατηγορούσα Αρχή έστω και αν στο τέλος το αποτέλεσμα της μαρτυ[*238]ρίας τους είναι υπέρ ή εναντίον της υπόθεσης της Κατηγορούσας Αρχής.”

Οι αρχές που προκύπτουν από τη Νομολογία είναι τούτες:

(1)       Η Κατηγορούσα Αρχή έχει διακριτική ευχέρεια να αποφασίσει ποιοί μάρτυρες θα κληθούν.  Η κάθε περίπτωση εξαρτάται από τα συγκεκριμένα περιστατικά της και δεν μπορούν να τεθούν κανόνες για τον τρόπο άσκησης της διακριτικής ευχέρειας.  Ωστόσο αυτή η διακριτική ευχέρεια πρέπει να ασκείται με τρόπο που προάγει το συμφέρον της δικαιοσύνης και που είναι, ταυτόχρονα, ακριβοδίκαιος για την υπεράσπιση.

(2)       Αν η μαρτυρία ενός μάρτυρα μπορεί να γίνει πιστευτή η Κατηγορούσα Αρχή έχει υποχρέωση να τον καλέσει έστω και αν η μαρτυρία του είναι ασυμβίβαστη με την υπόθεση την οποία επιδιώκει να αποδείξει.

Η ενέργεια της Κατηγορούσας Αρχής να καλέσει σαν μάρτυρες τον Καθηγητή Ψαρούλη και τον Δρ. Ματσάκη θα εξεταστεί υπό το φως των πιο πάνω θέσεων της νομολογίας.

Η Κατηγορούσα Αρχή με την εναρκτήρια δήλωση της - το σχετικό μέρος παρατίθεται στη σελ. 37 - το έκαμε καθαρό ότι η υπόθεση θα βασιζόταν πάνω στην μαρτυρία του Δρ. Ματσάκη.  Παρόλο ότι η μαρτυρία του Καθηγητή Ψαρούλη “ήταν ασυμβίβαστη με την υπόθεση την οποία επεδίωκε να αποδείξει” η Κατηγορούσα Αρχή τον κάλεσε σαν μάρτυρα.  Αυτή η ενέργεια της Κατηγορούσας Αρχής συνάδει πλήρως με τις πιο πάνω θέσεις της νομολογίας.  Η Κατηγορούσα Αρχή έχει ενεργήσει με τον ενδεδειγμένο τρόπο. Αυτός ο τρόπος προάγει το συμφέρον της δικαιοσύνης και, ταυτόχρονα, είναι ακριβοδίκαιος για την υπεράσπιση.  Ακολουθεί πως δεν υπάρχει τίποτε το επιλήψιμο στον τρόπο με τον οποίο έχει ενεργήσει η Κατηγορούσα Αρχή.  Ο σχετικός λόγος της έφεσης δεν ευσταθεί.

Το επόμενο ζήτημα που προκύπτει για εξέταση είναι τούτο:

Έχοντας υπόψη την απουσία σύμπτωσης ανάμεσα στη μαρτυρία των δύο μαρτύρων - του Καθηγητή Ψαρούλη και του Δρ. Ματσάκη - μπορούσε το δικαστήριο να επιλέξει τη μια από τις δύο μαρτυρίες ή έπρεπε - όπως είναι η θέση της υπεράσπισης - να είχε προχωρήσει στην απόρριψη της κατηγορίας;

[*239]Πρέπει να προσδιορίσουμε τις διαστάσεις της απουσίας σύμπτωσης.  Παρατηρούμε ότι η μαρτυρία και των δύο οδηγεί σε συμπέρασμα ενοχής του εφεσείοντα πέρα από κάθε λογική αμφιβολία.  Και των δύο η μαρτυρία οδηγεί στο ασφαλές συμπέρασμα ότι το θύμα δεν έπεσε από μόνο του από το παράθυρο του διαμερίσματος. Η απουσία σύμπτωσης έγκειται στο εξής:

Ο μεν Καθηγητής Ψαρούλης είπε ότι ήταν ζωντανή πριν από την πτώση της, ο δε Δρ. Ματσάκης είπε ότι ήταν νεκρή - λόγω στραγγαλισμού - πριν από την πτώση της.  Επομένως η απουσία σύμπτωσης δεν έχει σχέση με την αθωώτητα του εφεσείοντα.

Ο Cross on Evidence, 4η έκδοση, σελ. 220-221 παρατηρεί ότι στο κοινοδίκαιο  ο διάδικος μπορούσε πάντοτε να αντικρούσει το δικό του μάρτυρα καλώντας για το σκοπό αυτό άλλη μαρτυρία, αν αυτός ο μάρτυρας δεν ήταν ευνοϊκός, αλλά αυτό δεν ισοδυναμούσε με μετριασμό της απαγόρευσης για διάψευση του δικού του μάρτυρα.  Ο ευπαίδευτος συγγραφέας κάμνει αναφορά στην Ewer v. Ambrose [1825] 3 B & C 746 στην οποία κάποιος ο οποίος είχε κληθεί από τον εναγόμενο για να αποδείξει την ύπαρξη συνεταιρισμού απέδειξε το αντίθετο.  Κρίθηκε ότι ο εναγόμενος μπορούσε να βασισθεί πάνω στη μαρτυρία άλλων μαρτύρων για να υποστηρίξει την ύπαρξη του συνεταιρισμού.  Το θέμα τέθηκε ως εξής:

“If a witness proves a case against the party calling him, the latter may show the truth by other witnesses.  But it is undoubtedly true, that if a party calls a witness to prove a fact, he cannot, when he finds the witness proves the contrary, give general evidence to show that the witness is not to be believed on his oath, but he may show by other evidence that he is mistaken as to the fact which he is called to prove.”

Σε ελληνική μετάφραση:

 

“Αν ένας μάρτυρας αποδεικνύει μια υπόθεση εναντίον του διαδίκου που τον καλεί, ο τελευταίος μπορεί να υποδείξει την αλήθεια με άλλους μάρτυρες.  Αλλά είναι αναμφίβολα ορθό ότι αν ένας διάδικος καλεί ένα μάρτυρα για να αποδείξει ένα γεγονός, δεν μπορεί όταν διαπιστώνει ότι ο μάρτυρας αυτός αποδεικνύει το αντίθετο, να δώσει γενική μαρτυρία για να δείξει ότι ο μάρτυρας δεν πρέπει να γίνει πιστευτός επί του όρκου του, αλλά μπορεί να δείξει με άλλη μαρτυρία ότι λανθάνεται αναφορικά με το γεγονός που καλείται να αποδείξει.”

[*240]Η παρούσα υπόθεση πρέπει να προσεγγισθεί με βάση τα δικά της περιστατικά.  Τα επισημαίνουμε:

Η Κατηγορούσα Αρχή είχε κάμει από την αρχή, μέσα από την εναρκτήρια αγόρευση της, ξεκάθαρη τη θέση της. Θα βασιζόταν πάνω στην εκδοχή του Δρ. Ματσάκη. Ωστόσο σε μια επίδειξη ακριβοδίκαιης προσέγγισης κάλεσε και τον Καθηγητή Ψαρούλη, έστω και αν η μαρτυρία του δεν ήταν σύμφωνη με την υπόθεση την οποία επεδίωκε ν’ αποδείξει. Η Κατηγορούσα Αρχή δεν επεδίωξε με την μαρτυρία του Καθηγητή Ψαρούλη να αποδείξει την υπόθεση της.  Γνώριζε από την αρχή ότι ο Καθηγητής Ψαρούλης δεν θα ήταν ευνοϊκός μάρτυρας.  Ο τρόπος με τον οποίο έχει ενεργήσει η Κατηγορούσα Αρχή συνάδει πλήρως με τα νομολογηθέντα στην Ewer v. Ambrose (πιο πάνω).  Με τη μαρτυρία του Δρ. Ματσάκη  η Κατηγορούσα Αρχή δεν επεδίωξε να αποδείξει ότι ο Καθηγητής Ψαρούλης δεν έπρεπε να γίνει πιστευτός επί του όρκου του αλλά επεδίωξε να αποδείξει ότι έκαμνε λάθος.  Σε τέτοια περίπτωση το  θέμα είναι θέμα αξιολόγησης της μαρτυρίας.  Το δικαστήριο μπορεί μετά από αξιολόγηση της μαρτυρίας να επιλέξει ποιά από τις δύο μαρτυρίες να δεχθεί.  Αντίθετη προσέγγιση θα στερούσε από το δικαστήριο την ευχέρεια να επιλύσει απουσία σύμπτωσης (“conflict of evidence”) στη μαρτυρία.  Καθώς έχει νομολογηθεί η επίλυση θεμάτων που έχουν σχέση με την απουσία σύμπτωσης στη μαρτυρία αποτελεί καθήκο του δικαστηρίου (Dallison v. Caffery [1964] 2 All E.R. 610, 622) -  Βλ. και  Blackstone’s (πιο πάνω), σελ. 1313:

“Traditionally, questions such as whether a crucial prosecution witness should be believed in the light of his performance in cross-examination or whether inconsistencies between a number of prosecution witnesses meant that none of them could be relied upon were regarded as matters for the jury, not the judge.”

Σε ελληνική μετάφραση:

“Παραδοσιακά, ερωτήματα όπως το κατά πόσο βασικός μάρτυρας κατηγορίας πρέπει να γίνει πιστευτός υπό το φως της απόδοσης του στην αντεξέταση ή κατά πόσο απουσία σύμπτωσης ανάμεσα σε αριθμό μαρτύρων κατηγορίας εσήμαινε ότι κανένας δεν μπορεί να γίνει πιστευτός θεωρούνται ως ζητήματα για τους ενόρκους.”

Περαιτέρω:  Αντίθετη προσέγγιση θα απεθάρρυνε την Κατηγορούσα Αρχή από του να ασκεί τη διακριτική της ευχέρεια με τρόπο που είναι ακριβοδίκαιος για την υπεράσπιση και που προάγει τους [*241]σκοπούς της δικαιοσύνης.  Με άλλα λόγια από του να γίνουν πιστευτοί και μάρτυρες οι οποίοι δεν υποστηρίζουν την υπόθεση που επιδιώκει να αποδείξει η Κατηγορούσα Αρχή.  Η υπόθεση R. v. Shippey [1988] Crim. L. R. 767, την οποία έχει επικαλεσθεί η υπεράσπιση, δεν τυγχάνει εφαρμογής.  Αφορούσε στην προσέγγιση του Δικαστηρίου σε περίπτωση εισήγησης για μη απόδειξη εκ πρώτης όψεως υπόθεσης.

Ορθά λοιπόν το πρωτόδικο δικαστήριο προέβη στην αποδοχή της μαρτυρίας του Δρ. Ματσάκη αφού πρώτα αξιολόγησε με τον δέοντα τρόπο το σύνολο της ενώπιον του σχετικής μαρτυρίας και έδωσε επαρκείς και πειστικούς λόγους για την αποδοχή της.  Ακολουθεί πως ο σχετικός λόγος της έφεσης δεν μπορεί να πετύχει.

Με τον επόμενο λόγο της έφεσης ο εφεσείων παραπονείται:

“Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το γεγονός ότι ο Δρ. Ματσάκης κατά τη δεύτερη νεκροψία αφαίρεσε τον λάρυγγα του θύματος και αφού προέβη στην εξέταση τον έβαλε σε ένα υδατοστεγές δοχείο με φορμόλη και τον εκράτησε σπίτι του για ένα χρόνο αντί να το παραδώση για φύλαξη από τις Αστυνομικές Αρχές ή από τον Θανατικό Ανακριτή ουδόλως επηρέασε την πιθανότητα αλλοίωσης ή αλλαγής του εφ’ όσον:

(α) Τέτοια πράξη δεν συνάδει με την πάγια τακτική διαφυλάξεως τεκμηρίων σε ποινική υπόθεση.

(β) Δεν υπήρξε ενώπιον του Δικαστηρίου ικανοποιητική μαρτυρία σχετικώς με την διαφύλαξη του τεκμηρίου αυτού.”

Έχουμε αναφερθεί στις συνθήκες  αφαίρεσης και φύλαξης του λάρυγγα από τον Δρ. Ματσάκη. Παρατηρούμε:  Ο Δρ. Ματσάκης δεν είναι παρά ένας ιδιώτης.  Κλήθηκε μετά από παράκληση των συγγενών του θύματος να προβεί στη διεξαγωγή δεύτερης μεταθανάτιας εξέτασης.  Οσοδήποτε αγαθά και αν ήταν τα κίνητρα του δεν είχε δικαίωμα να αφαιρέσει οποιοδήποτε μέρος από το πτώμα του θύματος.  Η συγκέντρωση και φύλαξη τεκμηρίων ανήκει αποκλειστικά στις αρμοδιότητες των διωκτικών αρχών.  Στην κρινόμενη περίπτωση ο Δρ. Ματσάκης έχει ενεργήσει εκτός των ορίων που προδιαγράφονται από τον Νόμο - Κεφ. 153 - και από την καθιερωμένη πρακτική.

Σε σχέση με την ουσία του λόγου της έφεσης δεν έχει τεθεί οτι[*242]δήποτε ενώπιον μας που να δείχνει ότι ο λάρυγγας του θύματος είχε αλλοιωθεί.  Αντίθετα, σύμφωνα με τον μάρτυρα της Υπεράσπισης Καθηγητή Βανέζη, “ο λάρυγγας ήταν διατηρημένος σε φορμόλη και μπόρεσε να τον δεί και να κάμει περαιτέρω τομές”.

Το όλο θέμα της αφαίρεσης και φύλαξης του λάρυγγα συμπλέκεται με το παράνομο της δευτέρας μεταθανάτιας εξέτασης.  Έχουμε ήδη αποφανθεί (βλ. σελ. 29) ότι η μαρτυρία η οποία εξασφαλίστηκε κατά την εξέταση εκείνη μπορούσε να γίνει αποδεκτή.  Το ίδιο ισχύει και με το θέμα της αφαίρεσης και φύλαξης του λάρυγγα.

Με τον τελευταίο λόγο της έφεσης ο εφεσείων παραπονείται ότι τα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου “ουδόλως εβασίστηκαν σε συγκεκριμένα σημεία της προσαχθείσας μαρτυρίας αλλά παραμένουν στην σφαίρα των απλών πιθανολογήσεων”.

Υποστηρίχθηκε ότι δεν έχει αποδειχθεί πέρα από κάθε λογική αμφιβολία ποιά ήταν η αιτία θανάτου, ο χρόνος θανάτου και κατά πόσο το θύμα ήταν ζωντανό όταν έπεφτε από το παράθυρο.

Τα επιχειρήματα που έχουν προβληθεί υπέρ του πιο πάνω λόγου της έφεσης συμπλέκονται με εκείνα που έχουν προβληθεί υπέρ των λόγων έφεσης 2 και 3 (βλ. σελ.  29-36).

Έχουμε ήδη αποφανθεί ότι το πρωτόδικο δικαστήριο ορθά δέχθηκε την μαρτυρία του Δρ. Ματσάκη και ορθά καθοδηγήθηκε σε σχέση με το βάρος και το βαθμό απόδειξης.  Τα ευρήματα του - παρατίθενται στις σελ. 2-3 - βρίσκουν έρεισμα στη μαρτυρία που έγινε αποδεκτή.  Τα δε συμπεράσματα που έχουν εξαχθεί από εκείνα τα ευρήματα δικαιολογούνται πλήρως. Έχουν αποδειχθεί πέρα από κάθε λογική αμφιβολία όλα τα σημεία τα οποία θίγονται από την επιχειρηματολογία της υπεράσπισης. Η μαρτυρία, η οποία έγινε δεκτή από το πρωτόδικο δικαστήριο στο σύνολο της, δικαιολογεί πλήρως την καταδικαστική απόφαση.  Η ενοχή του εφεσείοντα έχει αποδειχθεί με το βαθμό βεβαιότητας που απαιτείται στις ποινικές υποθέσεις.  Υπήρχε ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου συντριπτική μαρτυρία η οποία δικαιολογεί πλήρως την καταδικαστική ετυμηγορία. Εκτός από τη μαρτυρία του Δρ. Ματσάκη υπήρχε και η μαρτυρία του πατέρα του θύματος.  Η αφήγηση του τελευταίου - παρατίθεται στις σελ. 5-6 - ενισχύει πλήρως την εκδοχή του Δρ. Ματσάκη.   Δεν συντρέχει οποιοσδήποτε λόγος επέμβασης του Εφετείου.  

[*243]Η έφεση κατά της καταδίκης απορρίπτεται.  Η έφεση κατά της ποινής αποσύρθηκε και απορρίφθηκε στη διάρκεια της ακρόασης της έφεσης κατά της καταδίκης.

Εκφράζουμε την ευαρέσκεια μας για την πολύτιμη βοήθεια που μας έδωσαν οι συνήγοροι των μερών σε μια πολύ δύσκολη και σοβαρή υπόθεση. Χωρίς αυτή το έργο μας θα ήταν πολύ δυσκολότερο.

H έφεση απορρρίπτεται.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο