Γενικός Eισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Xαράλαμπου Γιάγκου (1999) 2 ΑΑΔ 254

(1999) 2 ΑΑΔ 254

[*254]13 Μαΐου, 1999

[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Eφεσείων,

ν.

ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥ ΓΙΑΓΚΟΥ,

Eφεσιβλήτου.

(Ποινική Έφεση Αρ. 6663)

 

Αναδρομικότητα νόμου — Εκκρεμής διαδικασία — Κατά πόσο ο περί Ποινικής Δικονομίας (Τροποποιητικός) Νόμος του 1998 (Ν. 54(1)/98), με τον οποίο δόθηκε δικαίωμα άσκησης έφεσης στον Γενικό Εισαγγελέα κατά επιβληθείσας από Κακουργιοδικείο ποινής, έχει αναδρομική ισχύ ούτως ώστε να επηρεάζει κεκτημένα δικαιώματα κατηγορουμένου.

Ερμηνεία νόμων — Ακύρωση υφιστάμενου νόμου με νέο νόμο — Κατά πόσο ο νέος νόμος επηρεάζει δικαιώματα που εξασφαλίσθηκαν βάσει του ακυρωθέντος νόμου — Ο περί Ερμηνείας Νόμος, Κεφ. 1, Άρθρα 10(2)(γ) και (ε) — Εφαρμοστέες αρχές.

Λέξεις και Φράσεις — “Repeals any other enactment” — “καταργεί οποιαδήποτε άλλη διάταξη”, στον περί Ερμηνείας Νόμο, Κεφ. 1 — Δεν πρέπει να ερμηνεύεται περιοριστικά.

Ο εφεσίβλητος καταδικάστηκε στις 19/11/98 από το Κακουργιοδικείο για το έγκλημα του εμπρησμού (άρθρο 315(α) του Ποινικού Κώδικα).  Κατά πλειοψηφία επιβλήθηκε στον εφεσίβλητο ποινή διετούς φυλάκισης η οποία αναστάληκε.  Ο εφεσείων άσκησε έφεση κατά της καταδίκης του και η εισαγγελική αρχή, άσκησε την παρούσα έφεση κατά της ποινής την οποία θεώρησε έκδηλα ανεπαρκή.

Στην αρχή της συζήτησης της έφεσης ο εφεσίβλητος ήγειρε προδικαστική ένσταση στην προώθηση της με την εισήγηση ότι ο Γενικός Εισαγγελέας δεν είχε κατά νόμο δικαίωμα άσκησης έφεσης κατά της επιβληθείσας από το Κακουργιοδικείο ποινής.

[*255]Κατά την έναρξη της διαδικασίας στο Κακουργιοδικείο με την καταχώρηση σ’ αυτό της κατηγορίας, δηλαδή στις 17.7.97 ο περί Ποινικής Δικονομίας Νόμος, ως ίσχυε τότε, δεν παρείχε δικαίωμα έφεσης στο Γενικό Εισαγγελέα εναντίον αθωωτικής απόφασης Κακουργιοδικείου ή της ποινής που αυτό επιβάλλει.  Ο περί Ποινικής Δικονομίας (Τροποποιητικός) Νόμος του 1998 (Ν. 54(1)/98) δημοσιεύτηκε μεταγενέστερα, δηλαδή στις 2.7.98.

Ο εφεσίβλητος ισχυρίστηκε πως η μη ύπαρξη δικαιώματος στο Γενικό Εισαγγελέα να ασκεί έφεση κατά αθωωτικής απόφασης Κακουργιοδικείου και της ποινής που αυτό επιβάλλει, συνιστούσε προνόμιο για τον εφεσίβλητο που υφίστατο κατά τη διάρκεια της δίκης του.  Γι’ αυτό και ως νόμιμο κεκτημένο δικαίωμα του δεν απώλλυται.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Η τροποποίηση που εισήξε ο Νόμος 54(1)/98 είναι όχι μόνο ουσιαστικού περιεχομένου, αλλά ταυτόχρονα και κεφαλαιώδους σημασίας.  Πράγματι, καταργήθηκε ένα βασικό δικαίωμα – πλεονέκτημα που είχε κατηγορούμενος ενώπιον Kακουργιοδικείου.  Να κριθεί δηλαδή η κατηγορία που αντιμετώπιζε, και σε περίπτωση καταδίκης του η αρμόζουσα ποινή, πρωτόδικα και τελεσίδικα από το Κακουργιοδικείο.

2.  Οι διατάξεις του άρθρου 10(2)(γ) και (ε) του περί Ερμηνείας Νόμου, Κεφ. 1, ρυθμίζουν με σαφή τρόπο το ζήτημα.  Η χρήση στις πιο πάνω διατάξεις της φράσης “repeals any other enactment” – “καταργεί οποιαδήποτε άλλη διάταξη” - δεν πρέπει να ερμηνεύεται περιοριστικά.  Εκείνο που έχει σημασία δεν είναι ο νομοτεχνικός τρόπος με τον οποίο επιφέρεται η τροποποίηση στο νόμο αλλά η ουσιαστική αλλαγή που συντελείται μ’ αυτή στο νομοθέτημα.

     Η καταχώρηση της έφεσης του Γενικού Εισαγγελέα εναντίον της επιβληθείσας από το Κακουργιοδικείο ποινής έγινε χωρίς να έχει προς τούτο νομικό δικαίωμα, και απορρίπτεται.

Η έφεση απορρίφθηκε.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Γενικός Εισαγγελέας v. Πουρής κ.ά. (1979) 2 Α.Α.Δ. 15,

Δημοκρατία v. Ερμογένους κ.ά. (1990) 2 Α.Α.Δ. 459,

[*256]Constantinides v. Republic (1978) 2 C.L.R. 337.

Έφεση για Aνεπάρκεια Ποινής.

Έφεση από τον Γενικό Eισαγγελέα της Δημοκρατίας για ανεπάρκεια της ποινής που επιβλήθηκε στο Xαράλαμπο Γιάγκου, ο οποίος βρέθηκε ένοχος στις 19 Nοεμβρίου 1998, από το Kακουργιοδικείο Πάφου (Ποινική Yπόθεση Aρ. 5633/97) στην κατηγορία του εμπρησμού, κατά παράβαση του Άρθρου 315(α) του Ποινικού Kώδικα και καταδικάστηκε από Xατζηχαμπή Π.E.Δ., Kολατσή, A.E.Δ., Γιασεμή, E.Δ. σε διετή φυλάκιση με αναστολή.

Σ. Μάτσας, Aνώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Eφεσείοντα.

Α. Αλεξάνδρου και Επ. Κορακίδης, για τον Eφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων, κατηγορούμενος στην εκκρεμούσα Ποινική έφεση 6657, καταδικάστηκε στις 19.11.98, μετά από μακρά δίκη ενώπιον του Κακουργιοδικείου που συνεδρίασε στη Πάφο, για το έγκλημα του εμπρησμού, (άρθρο 315(α) του Ποινικού Κώδικα).  Οι δικαστές δεν συμφώνησαν ως προς την κατάλληλη ποινή που θα επιβαλλόταν στον κατηγορούμενο.  Ο Πρόεδρος του Κακουργιοδικείου κ. Χ΄Χαμπής, όπως ήταν τότε, και ο δικαστής Γιασεμής, έκριναν πως η αρμόζουσα ποινή ήταν διετής φυλάκιση, και μάλιστα με αναστολή εφόσον ήταν της γνώμης πως συνέτρεχαν εξαιρετικές περιστάσεις για την αναστολή της σύμφωνα με τις πρόνοιες του Περί Υφ΄Όρον Αναστολής της Εκτελέσεως Ποινής Φυλακίσεως εις Ωρισμένας Περιπτώσεις Νόμου του 1972, Ν.95/72, όπως έχει τροποποιηθεί πρόσφατα με το Ν.41(1)/97.  Το άλλο μέλος του Κακουργιοδικείου, η δικαστής Κολατσή, θεώρησε πως η πρέπουσα ποινή ήταν η τριετής φυλάκιση.  Ίσχυσε βέβαια η απόφαση της πλειοψηφίας. 

Ο εφεσείων καταχώρισε την πιο πάνω έφεση κατά της καταδίκης του.  Την ίδια ημέρα η εισαγγελική αρχή, προφανώς έκπληκτη από την επιβληθείσα ποινή, που θεωρεί έκδηλα ανεπαρκή, άσκησε την παρούσα έφεση, της οποίας ο ορισμός προηγήθηκε, γιατί τα πρακτικά της δίκης που αφορούν στη διαδικασία που οδήγησαν στην καταδίκη θα είναι έτοιμα πολύ αργότερα. 

Στην αρχή της συζήτησης της έφεσης οι δικηγόροι του εφεσί[*257]βλητου ήγειραν προδικαστική ένσταση στην προώθηση της, με την εισήγηση πως ο Γενικός Εισαγγελέας δεν είχε κατά νόμο δικαίωμα άσκησης έφεσης κατά της επιβληθείσας από το Κακουργιοδικείο ποινής. Πρότειναν επίσης, σε περίπτωση που η εισήγηση τους αυτή θα απορριπτόταν, πως θα ήταν ορθό να συζητηθεί πρώτα η έφεση που καταχώρισε ο κατηγορούμενος εναντίον της καταδίκης του. 

Κατά την έναρξη της διαδικασίας στο Κακουργιοδικείο με την καταχώριση σ’ αυτό της κατηγορίας, δηλαδή στις 17.7.97, ο περί Ποινικής Δικονομίας Νόμος, ως ίσχυε τότε, δεν παρείχε δικαίωμα έφεσης στο Γενικό Εισαγγελέα εναντίον αθωωτικής απόφασης Κακουργιοδικείου ή της ποινής που αυτό επιβάλλει.  Η νομολογία μας πάνω στο ζήτημα, που αφορά στην ερμηνεία του άρθρου 132 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, είναι ξακάθαρη.  (Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Πουρής κ.ά. (1979) 2 Α.Α.Δ. 15 και  Δημοκρατία ν. Ερμογένους κ.ά. (1990) 2 Α.Α.Δ. 459). 

Στις 2.7.98 εδημοσιεύθη ο περί Ποινικής Δικονομίας (Τροποποιητικός) Νόμος του 1998, Ν.54(1)/98.  Το άρθρο 4 του Νόμου αυτού τροποποιεί το άρθρο 137 του βασικού περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.155, έτσι που να παρέχεται πλέον δικαίωμα στο Γενικό Εισαγγελέα να ασκεί ή να εγκρίνει έφεση κατά αθωωτικής απόφασης Κακουργιοδικείου, καθώς και κατά της ποινής που τούτο επιβάλλει.

Η ποινή επιβλήθηκε στον εφεσίβλητο στις 13.1.99,  όταν δηλαδή ο πιο πάνω τροποποιητικός νόμος ήταν σε ισχύ.

Οι δικηγόροι του εφεσίβλητου προτείνουν πως, η μη ύπαρξη δικαιώματος στο Γενικό Εισαγγελέα να ασκεί έφεση κατά αθωωτικής απόφασης κακουργιοδικείου, και της ποινής που αυτό επιβάλλει, συνιστούσε προνόμιο για τον εφεσίβλητο που υφίστατο κατά τη διάρκεια της δίκης του.  Γι΄αυτό, και ως νόμιμο κεκτημένο δικαίωμα του, δεν απώλλυται.  Αναφέρθηκαν δε προς τούτο και στις σχετικές διατάξεις του άρθρου 10(2)(γ) του περί Ερμηνείας Νόμου, Κεφ.1

Ο δικηγόρος της Δημοκρατίας εισηγήθηκε πως η φύση της τροποποίησης του επίμαχου τροποποιητικού Νόμου είναι δικονομικής φύσης και, σύμφωνα με γνωστή αρχή δικαίου, δικονομικές αλλαγές που επιφέρονται σε νόμο έχουν αναδρομική ισχύ.

Δεν υπάρχει δισταγμός στην κρίση μας. Οι δικηγόροι του εφεσίβλητου έχουν δίκαιο. Η τροποποίηση που εισήξε ο Νόμος [*258]54(1)(98 είναι όχι μόνο ουσιαστικού περιεχομένου, αλλά ταυτόχρονα και κεφαλαιώδους σημασίας.  Πράγματι, καταργήθηκε ένα βασικό δικαίωμα - πλεονέκτημα που είχε κατηγορούμενος ενώπιον κακουργιοδικείου.  Να κριθεί δηλαδή η κατηγορία που αντιμετώπιζε, και σε περίπτωση καταδίκης του η αρμόζουσα ποινή, πρωτόδικα και τελεσίδικα από το Κακουργιοδικείο.  Βέβαια, το δικαίωμα έφεσης δίδεται από το νόμο, όπως ρητά προβλέπεται στο άρθρο 155(2) του Συντάγματος.

Οι διατάξεις του άρθρου 10(2)(γ) και (ε) του περί Ερμηνείας Νόμου, Κεφ.1,  ρυθμίζουν με σαφή τρόπο το ζήτημα.  Τις παραθέτουμε:

«10.-(2)  Όταν Νόμος ακυρώνει οποιοδήποτε άλλο νομοθέτημα, τότε εκτός αν φαίνεται αντίθετη πρόθεση η ακύρωση δεν θα -

........................................................................................................

(γ) επηρεάζει δικαίωμα, προνόμιο, υποχρέωση, ή ευθύνη που εξασφαλίζεται, προέρχεται ή προκύπτει, βάσει νομοθετήματος που ακυρώθηκε με τον τρόπο αυτό·  ή

.........................................................................................................

(ε)  επηρεάζει έρευνα, νομική διαδικασία ή θεραπεία σχετικά με οποιοδήποτε δικαίωμα, προνόμιο, υποχρέωση, ευθύνη, ποινή, κατάσχεση ή τιμωρία όπως αναφέρθηκε πιο πάνω,

και τέτοια έρευνα, νομική διαδικασία, ή θεραπεία μπορεί να εγερθεί, συνεχιστεί, ή εκτελεσθεί και τέτοια ποινή, κατάσχεση ή τιμωρία μπορεί να επιβληθεί ωσάν ο ακυρωτικός Νόμος δεν ψηφιζόταν.»

(Επίσημο κείμενο του Νόμου που εδημοσιεύθη στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 6.6.97)

Η χρήση στις πιο πάνω διατάξεις της φράσης «repeals any other enactment» - «καταργεί οποιαδήποτε άλλη διάταξη», δεν πρέπει να ερμηνεύεται, κατά τη γνώμη μας, περιοριστικά. Εκείνο που έχει σημασία δεν είναι ο νομοτεχνικός τρόπος με τον οποίο επιφέρεται η τροποποίηση στο νόμο, αλλά η ουσιαστική αλλαγή που συντελείται μ’ αυτή στο νομοθέτημα.

Οι πιο πάνω θεσμοθετημένες διατάξεις  στο Κεφ.1 κωδικοποιούν ουσιαστικά καλά εμπεδωμένες αρχές στο Κοινοδίκαιο. Η απόφαση του Privy Council στην υπόθεση The Colonial, Sugar [*259]Refining Company, Limited v. Irving, [1905] A.C. 369 είναι απόλυτα σχετική με το θέμα που μας απασχολεί, και ως προς τις νομικές αρχές αλλά και τα γεγονότα της υπόθεσης.  Παραθέτουμε περικοπή η οποία περικλείει ουσιαστικά τον πυρήνα της αιτιολογίας της απόφασης.

«.......... And therefore the only question is, Was the appeal to His Majesty in Council a right vested in the appellants at the date of the passing of the Act, or was it a mere matter of procedure?  It seems to their Lordships that the question does not admit of doubt.  To deprive a suitor in a pending action of an appeal to a  superior tribunal which belonged to him as of right is a very different thing from regulating procedure. In principle, their Lordships see no difference between abolishing an appeal altogether and transferring the appeal to a new tribunal.  In either case there is an interference with existing rights contrary to the well-known general principle that statutes are not to be held to act retrospectively unless a clear intention to that effect is manifested.»

H απόφαση αυτή υιοθετήθηκε και στην υπόθεση Evangelos A. Constantinides v. The Republic, (1978) 2 C.L.R. 337.

H καταχώριση, επομένως, της έφεσης του Γενικού Εισαγγελέα εναντίον της επιβληθείσας από το Κακουργιοδικείο ποινής έγινε χωρίς να έχει προς τούτο νομικό δικαίωμα, και απορρίπτεται.

H έφεση απορρίπτεται.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο