Kωνσταντίνου Aνδρέας Προδρόμου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 ΑΑΔ 260

(1999) 2 ΑΑΔ 260

[*260]20 Μαΐου, 1999

[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΑΝΔΡΕΑΣ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ,

Εφεσείων,

ν.

ΔHMOKPATIAΣ,

Εφεσίβλητης.

(Ποινική Έφεση Αρ. 6535)

 

Απόδειξη — Περιστατική μαρτυρία — Υπόθεση στηριζόμενη σε περιστατική μαρτυρία — Παράλειψη Κακουργιοδικείου να καθορίσει με καθαρότητα και ένα προς ένα τα αποδειχτικά στοιχεία που βρήκε ότι συνιστούσαν κρίκους περιστατικής μαρτυρίας και να τα συνδέσει με τη σειρά σε αλυσίδα που τελικά να δένει τον κατηγορούμενο ως το δράστη του εγκλήματος — Οδήγησε σε παραμερισμό της καταδίκης.

Απόδειξη — Μάρτυρες — Κανόνας ότι παράλειψη αντεξέτασης μαρτύρων σε ουσιώδες μέρος της μαρτυρίας τους, ισοδυναμεί με αποδοχή της — Έχει ευρύτερο πεδίο εφαρμογής σε πολιτικές παρά σε ποινικές υποθέσεις — Το Δικαστήριο έχει καθήκο να προβληματισθεί έντονα πριν αποφασίσει να αποδεχθεί την εν λόγω μαρτυρία.

Απόδειξη — Ψεύδη του κατηγορουμένου — Ανάλυση της σημασίας τους.

Τις πρώτες πρωϊνές ώρες της 3.8.96, ξέσπασε φωτιά στο ξυλουργείο του εφεσείοντα στα Πάνω Πολεμίδια.  Η φωτιά έγινε αντιληπτή από γείτονα γύρω στις 2.50 π.μ.  Ο εφεσείων έδωσε κατάθεση ισχυριζόμενος ότι η φωτιά ξέσπασε τυχαία.  Ο λοχίας που έπαιρνε την κατάθεση πρόσεξε ότι ο εφεσείων είχε έντονο κοκκίνισμα στη μύτη και στη δεξιά πλευρά του προσώπου.  Κλήθηκε ιατροδικαστής ο οποίος διαπίστωσε εγκαύματα “A” και “B” βαθμού στο πρόσωπο του εφεσείοντα, στα χέρια και στα πόδια.  Τα εγκαύματα κάλυπταν 35 μέχρι 45% του σώματος του και ήταν πολύ πρόσφατα.

Ο εφεσείων ανακρινόμενος, λίγο πριν την αποπεράτωση της ια[*261]τροδικαστικής εξέτασης, στις 9.45 π.μ. παραδέχθηκε ενοχή. Στις 10.05 π.μ. έδωσε ανακριτική-ενοχοποιητική κατάθεση, η οποία αποτέλεσε το αντικείμενο δίκης εντός δίκης και τελικά δεν έγινε αποδεκτή από το Εφετείο.

Το Κακουργιοδικείο κατέληξε στην ενοχή του εφεσείοντα πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, έστω και αν δεν τεκμηριώθηκε κίνητρο.

Λόγοι έφεσης:

1.  Εσφαλμένα το Κακουργιοδικείο αποδέχθηκε τη μαρτυρία του ανακριτή της υπόθεσης ότι λίγο πριν περατωθεί η ιατροδικαστική εξέταση, ο εφεσείων είπε “Εντάξει εγώ το έκαμα και θα σας τα πω ούλλα”.  Ο δικηγόρος του εφεσείοντα εισηγήθηκε ότι, προτού αποδεχθεί τη μαρτυρία για την παραδοχή αυτή, το Κακουργιοδικείο όφειλε, παρά την ανυπαρξία ένστασης, και παρά το ότι δεν αντικρούσθηκε κατά την αντεξέταση, να εξετάσει αν πράγματι έγινε και, αν ναι, τη θεληματικότητα της και, ειδικότερα, κατά πόσο ήταν ασφαλές να στηριχθεί πάνω στην παραδοχή αυτή, λαμβανομένων υπόψη των συνθηκών κάτω από τις οποίες έγινε. 

2.  Το Κακουργιοδικείο καθοδήγησε τον εαυτό του λανθασμένα αναφορικά με το θέμα της καταφυγής από τον εφεσείοντα σε ψεύδη.

3.  Το Κακουργιοδικείο δεν ανέλυσε ορθά τη μαρτυρία που είχε ενώπιον του αναφορικά με τα εγκαύματα του εφεσείοντα και λανθασμένα κατέληξε στη θέση ότι ο εφεσείων για πρώτη φορά έδωσε εξήγηση, ως προς τον τρόπο πρόκλησης τους, με τη δική του μαρτυρία ενώπιον του Κακουργιοδικείου.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Η μη αποδοχή της ανακριτικής κατάθεσης του εφεσείοντα δεν μπορούσε και ορθά, να γίνει αποδεκτή, αφού δόθηκε κάτω από συνθήκες που, όπως ανέφερε το Κακουργιοδικείο, δεν απέκλειαν το ενδεχόμενο η εν λόγω κατάθεση να μην ήταν θεληματική.  Άρα πως μπορούσε να γίνει αποδεκτή παραδοχή του εφεσείοντα που έγινε στον ίδιο τόπο και προς τους ίδιους ανθρώπους, μόλις μισή περίπου ώρα προηγουμένως; Αναμφίβολα οι λόγοι που ίσχυαν για να μην γίνει αποδεκτή η ανακριτική κατάθεση του εφεσείοντα ίσχυαν κατά μείζονα λόγο και για τη μη αποδοχή της παραδοχής του.

2.  Από αποσπάσματα της απόφασης του Κακουργιοδικείου προκύπτει ότι καθοδήγησε λανθασμένα τον εαυτό του πάνω στο θέμα [*262]“Ψέματα του Κατηγορουμένου”.  Θεώρησε ότι το γεγονός της εκ μέρους του απόρριψης της εκδοχής του εφεσείοντα αποδείκνυε αφ’ εαυτού ότι ο εφεσείων είπε ψέματα στο δικαστήριο έτσι που το ψεύδος στο οποίο κατέφυγε να μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως μαρτυρία που “να οδηγεί σε συμπέρασμα ενοχής” του.

     Το ψέμα στο δικαστήριο έπρεπε να αποδειχτεί με ανεξάρτητη μαρτυρία.  Μόνο σε τέτοια περίπτωση θα μπορούσε, εφόσο συνέτρεχαν και τα κριτήρια ότι (α) το ψέμα ηταν ηθελημένο, (β) αναφέρετο σε ουσιώδες ζήτημα και (γ) είχε ως κίνητρο την επίγνωση της ενοχής και το φόβο της αλήθειας, να χρησιμοποιηθεί ως περιστατική μαρτυρία σε βάρος του εφεσείοντα.  Το ψέμα στο δικαστήριο θα μπορούσε να αποδειχθεί π.χ. με παραδοχή του εφεσείοντα στην αντεξέταση ότι είπε ψέματα στην κύρια εξέταση ή ότι είπε ψέματα απαντώντας προηγούμενη ερώτηση στην αντεξέταση.

3.  Ο εφεσείων έδωσε την ίδια εκδοχή αναφορικά με τα εγκαύματα του τόσο στην ανακριτική του κατάθεση όσο και με τη μαρτυρία του στο Κακουργιοδικείο.

4.  Εφόσον η υπόθεση στηριζόταν σε περιστατική μαρτυρία, η απόφαση του Κακουργιοδικείου έπρεπε να αναφέρει με καθαρότητα και ένα προς ένα τα αποδεικτικά στοιχεία που βρήκε ότι συνιστούσαν κρίκους περιστατικής μαρτυρίας και να τα συνδέει με τη σειρά σε αλυσίδα που τελικά να δένει τον εφεσείοντα ως το δράστη του εγκλήματος.

Η έφεση επιτράπηκε. Ο εφεσείων αθωώθηκε.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Tumahole Bereng v. King [1949] A.C. 253,

R. v. Lucas [1981] 73 Cr. App. R. 159,

R. v. Goodway [1993] 98 Cr. App. R. 11,

R. v. Strudwick and Merry [1994] 99 Cr. App. R. 326,

Vouniotis v. Republic (1975) 2 C.L.R. 34,

Αλ-Χάματ κ.ά. v. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 117,

[*263]Μιχαηλίδης v. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 172.

Έφεση εναντίον Kαταδίκης και Ποινής.

Έφεση εναντίον της καταδίκης και της ποινής από τον Aνδρέα Προδρόμου Kωνσταντίνου, ο οποίος βρέθηκε ένοχος στις 27 Mαΐου 1998, από το Kακουργιοδικείο Λεμεσού (Ποινική Yπόθεση Aρ. 17296/97) για τον εμπρησμό του ξυλουργείου του στα Πάνω Πολεμίδια, κατά παράβαση του Άρθρου 315(α) και 319 του Ποινικού Kώδικα και καταδικάστηκε από Παπαδοπούλου, Π.E.Δ., Xριστοδούλου, A.E.Δ. και Λιάτσο E.Δ., σε ποινή φυλάκισης 4 χρόνων.

Χρ. Πουργουρίδης, για τον Eφεσείοντα.

Γ. Κυριακίδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, και M.-A. Σταυρινίδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Eφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γαβριηλίδης.

ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων βρέθηκε ένοχος από το Κακουργιοδικείο για τον εμπρησμό του ξυλουργείου του στα Πάνω Πολεμίδια.

Τα γεγονότα που οδήγησαν στη σύλληψη και τη μετέπειτα καταδίκη του εφεσείοντα, όπως τα αποδέχθηκε το Κακουργιοδικείο, ήταν σε συντομία τα ακόλουθα.

Ο εφεσείων διατηρούσε ξυλουργείο στην οδό Αγίας Αναστασίας στα Πάνω Πολεμίδια.  Στις 3/8/1996 το ξυλουργείο, όπως και παρακείμενη ξένη αποθήκη, έγιναν παρανάλωμα του πυρός και καταστράφηκαν μαζί με το περιεχόμενό τους.  Η φωτιά έγινε αντιληπτή από γείτονα γύρω στις 2.50 π.μ... Αμέσως ειδοποιήθηκε η αστυνομία και η πυροσβεστική.  Το πρώτο περιπολικό της αστυνομίας έφθασε στη σκηνή γύρω στις 3.05 π.μ..  Μερικά λεπτά αργότερα έφθασε και το πρώτο πυροσβεστικό όχημα.  Σε λίγο εμφανίστηκε και ο εφεσείων.  Προσπάθησε να μπει στο ξυλουργείο αλλά παρεμποδίστηκε από την αστυνομία.  Γύρω στις 3.30 έως 3.40 π.μ. αφίχθηκε στη σκηνή ο λοχίας του Τ.Α.Ε. Λεμεσού Μ. Μιχαήλ.  Εκεί συνάντησε τον εφεσείοντα και τον κάλεσε στο Τ.Α.Ε. για να δώσει κατάθεση.  Μετά μια περίπου ώρα, από τις 4.30 π.μ. μέχρι τις 5.45 π.μ., στα γραφεία του Τ.Α.Ε., πήρε από τον εφεσείοντα [*264]ανοικτή κατάθεση. Ενώ έπαιρνε την κατάθεση πρόσεξε έντονο κοκκίνισμα στη μύτη και στη δεξιά πλευρά του προσώπου του εφεσείοντα.  Τον ρώτησε που οφειλόταν αυτό το κοκκίνισμα και εκείνος του απάντησε “Εξηφόρτωνα εχτές όλη την μέρα στον ήλιο και έκρουσα”.  Γύρω στις 6.30 π.μ. ο ανακριτής της υπόθεσης, τότε λοχίας Γ. Πετρή, συνάντησε για πρώτη φορά τον εφεσείοντα στο μπαλκόνι του Τ.Α.Ε..  Επειδή και αυτός με τη σειρά του πρόσεξε κοκκίνισμα στο πρόσωπο του εφεσείοντα τον ρώτησε πώς το έπαθε.  Ο εφεσείων του απάντησε “Θα το έπαθα εχτές που ξεφόρτωνα ξύλα στον ήλιο”.  Του πρόσφερε τσιγάρο και τότε πρόσεξε καμένες τρίχες στο πάνω μέρος της δεξιάς παλάμης και στο πρόσωπο του εφεσείοντα.  Αφού του επέστησε την προσοχή του στο νόμο, τον ρώτησε πώς το έπαθε.  Ο εφεσείων, όμως, δεν απάντησε.  Ακολούθως ζήτησε από τον εφεσείοντα να σηκώσει το μανίκι του δεξιού χεριού.  Το ανασήκωσε με κάποια δυσκολία και τότε πρόσεξε ξεφλούδισμα της επιδερμίδας στο δεξιό αγκώνα του εφεσείοντα που έμοιαζε με έγκαυμα.  Αφού του επέστησε και πάλι την προσοχή του στο νόμο, τον ρώτησε πώς προκλήθηκε το ξεφλούδισμα και αυτός απάντησε “Μπορεί νάκρουσα που εμάχουμουν να σβήσω τη φωτιά”.  Στη συνέχεια ρώτησε τον εφεσείοντα αν ήθελε να τον δει γιατρός.  Εκείνος του είπε πως δεν ήταν τίποτε.  Αργότερα, με τη συγκατάθεση του εφεσείοντα, κλήθηκε στα γραφεία του Τ.Α.Ε. ο ιατροδικαστής Π. Σταυριανός.  Εκεί εξέτασε τον εφεσείοντα μεταξύ της 9.20 π.μ. και της 9.45 π.μ..  Κατά την εξέταση ήταν παρόντες οι λοχίες Μ. Μιχαήλ και Γ. Πετρή και ο αστυνομικός φωτογράφος                  Σ. Περικλέους.  Ο ιατροδικαστής διαπίστωσε εγκαύματα “Α΄” και “Β΄” βαθμού στο πρόσωπο του εφεσείοντα, στα χέρια και στα πόδια.  Τα εγκαύματα κάλυπταν 35 μέχρι 45% του σώματος του.  Κατά τη γνώμη του ιατροδικαστή, γνώμη που αποδέχθηκε το Κακουργιοδικείο, τα εγκαύματα προκλήθηκαν λόγω επαφής, για ελάχιστο χρόνο, του ακάλυπτου μέρους του σώματος του εφεσείοντα με ξαφνική και στιγμιαία φλόγα που τον περιέζωσε.  Κανονικά τα εγκαύματα είχαν προκληθεί τις τελευταίες δέκα έως δώδεκα ώρες.  Λίγο πριν περατωθεί η ιατροδικαστική εξέταση, και αφού διαπιστώθηκαν εγκαύματα και στα πόδια του, ο εφεσείων, σύμφωνα με τη μαρτυρία του λοχία Γ. Πετρή, είπε “Εντάξει εγώ το έκαμα και θα σας τα πω ούλλα”.  Αφού περατώθηκε η ιατροδικαστική εξέταση ο λοχίας Μ. Μιχαήλ συνέλαβε τον εφεσείοντα με βάση δικαστικό ένταλμα.  Του επέστησε την προσοχή του στο νόμο και αυτός απάντησε “Εντάξει ρε παιδκιά, θα σας τα πω ούλλα”.  Ακολούθως μεταξύ της 10.05 και της 10.30 π.μ. λήφθηκε από τον εφεσείοντα ανακριτική κατάθεση.  Μετά το πέρας της κατάθεσης ο εφεσείων, συνοδευόμενος από την αστυνομία, μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο για περίθαλψη όπως ήταν η συμβουλή του ιατροδικαστή.

[*265]

Ο εφεσείων έδωσε ένορκη μαρτυρία στο Κακουργιοδικείο.  Η εκδοχή του ήταν ότι το βράδυ της 2/8/1996 πήγε με τη γυναίκα του και ένα φιλικό ζευγάρι σε εστιατόριο για φαγητό.  Επέστρεψαν στο σπίτι γύρω στις 11 έως 11.30 μ.μ. και πήγαν για ύπνο.  Ο ίδιος δεν είχε ύπνο και αφού σηκώθηκε κατέβηκε στο υπόγειο.  Σκεφτόταν το μαγαζί του γιατί εκείνο το βράδυ θα έριχναν πυροτεχνήματα και αποφάσισε να πάει στο ξυλουργείο.  Υπήρχαν όμως και άλλοι λόγοι.  Η επόμενη μέρα δεν ήταν εργάσιμη και, εν πάση περιπτώσει, τον ευχαριστούσε να πηγαίνει στο μαγαζί του τέτοιες ώρες.  Φόρεσε κοντό παντελόνι και κοντομάνικη φανέλλα και πήγε. Η ώρα ήταν γύρω στις 1.00 π.μ. της 3/8/1996.  Φθάνοντας εκεί πρόσεξε ότι η πόρτα κινδύνου ήταν λίγο ανοικτή.  Κατέβηκε και μπήκε στο ξυλουργείο χωρίς να ανάψει τα φώτα γιατί ο διακόπτης ήταν κλειστός. Μόλις μπήκε αισθάνθηκε έντονη μυρωδιά “thinner”.  Κρατούσε τσιγάρο, δεν το πέταξε όμως γιατί έξω υπήρχαν ξερά φύλλα.  Σε κάποια στιγμή άκουσε μπροστά του μια ανάφλεξη σε σωρό από ξύλα και σε απόσταση τριών μέχρι τεσσάρων μέτρων από τη θέση που βρισκόταν.  Αμέσως πήρε από τον πάγκο μια-δυο κουβέρτες και άρχισε να χτυπά τη φωτιά για να τη σβήσει.  Ενώ προσπαθούσε να σβήσει τη φωτιά ένοιωσε τις φλόγες στα πόδια του και κάψιμο στα μαλιά του.  Αφού βεβαιώθηκε ότι η φωτιά είχε σβήσει πήγε στο σπίτι του.  Για όσο χρόνο ήταν στο μαγαζί δεν άναψε τα φώτα.  Δεν θυμόταν τι έκαμε το τσιγάρο που κρατούσε.  Μόλις επέστρεψε στο σπίτι του μπήκε κάτω από το ντους γιατί τον έκαιγαν τα χέρια και τα πόδια του.  Γύρω στις 3.00 π.μ. χτύπησε το τηλέφωνο, το σήκωσε η γυναίκα του και του είπε ότι καίγεται το ξυλουργείο. Ντύθηκε βιαστικά και σε μερικά λεπτά ήταν στο ξυλουργείο. Εκεί υπήρχε αστυνομία, πυροσβεστική και αρκετός κόσμος.  Δεν τον άφησαν να πλησιάσει τη φωτιά.  Ενώ ήταν εκεί τον πλησίασε ο λοχίας Μ. Μιχαήλ και τον κάλεσε στο σταθμό όπου έδωσε γραπτή κατάθεση.  Δεν είχε λόγο να κάψει το μαγαζί του.

Ο εφεσείων αρνήθηκε ότι, κατά τη σύλληψή του, είπε στο λοχία     Μ. Μιχαήλ “Εντάξει, θα σας τα πω ούλλα”.  Επίσης αρνήθηκε ότι, μετά την ιατροδικαστική εξέταση, είπε στο λοχία Πετρή “Εντάξει, εγώ το έκαμα και θα τα σας πω ούλλα”.

Το Κακουργιοδικείο, αφού αξιολόγησε τη μαρτυρία, αποδέχθηκε τη θέση της Κατηγορούσας Αρχής και απέρριψε τη θέση της Υπεράσπισης.  Απορρίπτοντας την εκδοχή του εφεσείοντα, ως κατασκεύασμα εκ των υστέρων, το Κακουργιοδικείο τόνισε με ιδιαίτερη έμφαση το γεγονός (α) ότι ο ίδιος παραδέχθηκε κατά τη μαρτυρία του πως οι εξηγήσεις που έδιδε στην αστυνομία μετά τη πυρ[*266]καγιά ήταν ψέματα και (β) ότι για πρώτη φορά στο Δικαστήριο έκαμε νύξη “ως προς τον τρόπο που υπέστη εγκαύματα”. Υπενθύμισε, επίσης, το γενικό κανόνα ότι παράλειψη αντεξέτασης μαρτύρων σε ουσιώδες ζήτημα ισοδυναμεί με αποδοχή της μαρτυρίας τους. Ακολούθως, και αφού διευκρίνισε ότι δεν ικανοποιήθηκε ότι ο εφεσείων είχε οποιοδήποτε κίνητρο να κάψει το ξυλουργείο του, το Κακουργιοδικείο προχώρησε και τον βρήκε ένοχο στηριζόμενο στην υπόλοιπη μαρτυρία. Η κατάληξη της απόφασης του Κακουργιοδικείου, κατάληξη που θα σχολιάσουμε εκτενώς στη συνέχεια, έχει ως εξής:-

“...  Έχουμε ήδη δώσει τους λόγους που απορρίψαμε την εκδοχή του (του εφεσείοντα) έτσι που το ψεύδος στο οποίο κατέφυγε να οδηγεί σε συμπέρασμα ενοχής. Η παραδοχή του επίσης στον Μ.Κ.22 (Λοχία Γ. Πετρή) οδηγεί στο ίδιο συμπέρασμα ενοχής.

Εξετάσαμε κάθε πτυχή της υπόθεσης.  Πιστεύουμε ότι η ολότητα της μαρτυρίας έστω και αν δεν έχει τεκμηριωθεί κίνητρο, είναι τέτοια που μας επιτρέπει να καταλήξουμε πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας στην ενοχή του κατηγορουμένου.  Ο κατηγορούμενος βρίσκεται ένοχος και στις δύο κατηγορίες.”

Η έφεση επικεντρώθηκε σε τρεις κυρίως λόγους.

Ο πρώτος λόγος έφεσης είναι ότι εσφαλμένα το Κακουργιοδικείο αποδέχθηκε τη μαρτυρία του ανακριτή της υπόθεσης λοχία Γ. Πετρή ότι, λίγο πριν περατωθεί η ιατροδικαστική εξέταση, ο εφεσείων είπε “Εντάξει εγώ το έκαμα και θα σας τα πω ούλλα”.  Είναι η εισήγηση του δικηγόρου του εφεσείοντα ότι, προτού αποδεχθεί τη μαρτυρία για την παραδοχή αυτή, το Κακουργιοδικείο όφειλε, παρά την ανυπαρξία ένστασης, και παρά το ότι δεν αντικρούσθηκε κατά την αντεξέταση, να εξετάσει αν πράγματι έγινε και, αν ναι, τη θεληματικότητά της και, ειδικότερα, κατά πόσο ήταν ασφαλές να στηριχθεί πάνω στην παραδοχή αυτή λαμβανομένων υπόψη των συνθηκών κάτω από τις οποίες έγινε.

Όπως προαναφέραμε, μεταξύ των ωρών 9.20 π.μ. και 9.45 π.μ., ο εφεσείων εξετάσθηκε στα γραφεία του Τ.Α.Ε. από τον ιατροδικαστή Π. Σταυριανό.  Ο ανακριτής της υπόθεσης, λοχίας Γ. Πετρή, ενώ στην κύρια εξέταση δεν ανέφερε τίποτε σχετικά, κατά την αντεξέταση  ισχυρίσθηκε ότι, λίγο πριν περατωθεί η ιατροδικαστική εξέταση, ο εφεσείων παραδέχθηκε ενοχή με τη φράση “Εντάξει εγώ το έκαμα και θα σας τα πω ούλλα”.  Επί του ισχυρισμού αυτού [*267]ο ανακριτής δεν αντεξετάσθηκε. Ο εφεσείων, όμως, κατά τη δική του εξέταση, αρνήθηκε ότι έκαμε τέτοια παραδοχή.  Κατά την αντεξέταση δεν του υποβλήθηκε ότι πράγματι έκαμε την παραδοχή αυτή.  Του υποβλήθηκε όμως ότι, κατά τη σύλληψή του από το λοχία Μ. Μιχαήλ, απάντησε “Εντάξει ρε παιδκιά, θα σας τα πω ούλλα”.  Ο ιατροδικαστής, ο λοχίας Μ. Μιχαήλ και ο άλλος αστυνομικός, που έδωσαν μαρτυρία πριν τον ανακριτή της υπόθεσης, δεν ανέφεραν ότι ο εφεσείων έκαμε ενώπιόν τους την παραδοχή που ισχυριζόταν ο ανακριτής.

Το Κακουργιοδικείο, εφαρμόζοντας τον κανόνα ότι παράλειψη αντεξέτασης μαρτύρων σε ουσιώδες σημείο της μαρτυρίας τους ισοδυναμεί με αποδοχή της, αποδέχθηκε, άνευ ετέρου, την ισχυριζόμενη παραδοχή και στηρίχθηκε σ’ αυτή.

Ανεξάρτητα από το γεγονός ότι ο εν λόγω κανόνας έχει ευρύτερο πεδίο εφαρμογής στις πολιτικές παρά στις ποινικές υποθέσεις και, επομένως, το Κακουργιοδικείο είχε καθήκον να προβληματισθεί έντονα κατά πόσο θα ΄πρεπε να αποδεχθεί τη μαρτυρία του ανακριτή κάτω από τις συνθήκες που την περιέβαλλαν, η ισχυριζόμενη παραδοχή δεν έπρεπε να γίνει αποδεχτή από το Κακουργιοδικείο για ένα πολύ σοβαρότερο λόγο, τον ακόλουθο.  Σύμφωνα με τον ανακριτή η παραδοχή έγινε λίγο πριν περατωθεί η ιατροδικαστική εξέταση του εφεσείοντα στις 9.45 π.μ..  Είκοσι λεπτά  αργότερα, στις 10.05 π.μ., ο εφεσείων άρχισε να δίδει ανακριτική - ενοχοποιητική κατάθεση η οποία συμπληρώθηκε στις 10.30 π.μ..  Η ανακριτική αυτή κατάθεση αποτέλεσε το αντικείμενο δίκης εντός δίκης και, τελικά, δεν έγινε αποδεχτή από το Κακουργιοδικείο με το ακόλουθο αιτιολογικό:-

“...  Η επέκταση της ανάκρισης υπό μορφή λήψης της κατάθεσης έχοντας υπόψη την κατάσταση της υγείας του κατηγορουμένου, το γεγονός ότι βρισκόταν στον Αστυνομικό Σταθμό λίγο μετά τις 4:00 π.μ. απαντώντας σε ερωτήσεις αρχικά στην ανοικτή κατάθεση και στη συνέχεια απαντώντας σε ερωτήσεις όσων ασχολούνταν με την υπόθεση είτε ως ανακριτές είτε ως προϊστάμενοι, δημιουργούν ερωτηματικά και αμφιβολίες ως προς τις συνθήκες κάτω από τις οποίες δόθηκε η υπό κρίση κατάθεση.  Η σπουδή του λοχία Πετρή να προχωρήσει στην εξασφάλιση πρώτα της κατάθεσης έστω και αν ο κατηγορούμενος έκρυβε τα εγκαύματα του και ο ιατροδικαστής δρ. Σταυριανός βεβαίωνε ότι για μισή έως μια ώρα δεν υπάρχει πρόβλημα, και μετά να μεταφέρουν στο Νοσοκομείο τον κατηγορούμενο δημιουργεί ερωτηματικά και αμφιβολίες σε σχέση με τη θεληματικό[*268]τητα της κατάθεσης.  Δεν μπορούμε να αποκλείσουμε ότι οι συνθήκες κάτω από τις οποίες δόθηκε η κατάθεση δεν μείωσαν τη θέληση του κατηγορουμένου έτσι ώστε να ανοίξει το στόμα το ενώ κάτω από διαφορετικές συνθήκες θα παρέμενε σιωπηλός (επί του σημείου σχετική είναι η υπόθεση R. v. Prager [1972] 56 Cr.A.R. 151).”

Μα αν η ανακριτική κατάθεση του εφεσείοντα δεν μπορούσε, και ορθά, να γίνει αποδεχτή για τους πιο πάνω λόγους, πώς μπορούσε να γίνει αποδεχτή παραδοχή του, που έγινε στον ίδιο τόπο και προς τους ίδιους ανθρώπους, μόλις μισή, ας πούμε, ώρα, προηγουμένως;  Αναμφίβολα οι λόγοι που ίσχυαν για να μην γίνει αποδεκτή η ανακριτική κατάθεση του εφεσείοντα ίσχυαν, κατά μείζονα λόγο, και για τη μη αποδοχή της παραδοχής του.

Ο δεύτερος λόγος έφεσης είναι ότι το Κακουργιοδικείο καθοδήγησε τον εαυτό του λανθασμένα αναφορικά με το θέμα της καταφυγής από τον εφεσείοντα σε ψεύδη.

Σύμφωνα με το Δίκαιο της Απόδειξης που εφαρμόζουμε στην Κύπρο στο θέμα “Ψέματα του Κατηγορούμενου” ισχύουν οι ακόλουθες αρχές:-

(1)  Το γεγονός ότι το δικαστήριο απέρριψε την εκδοχή του κατηγορούμενου δε συνιστά αφ’ εαυτού στοιχείο περιστατικής μαρτυρίας ενισχυτικό της εκδοχής της κατηγορούσας αρχής.

(2)  Το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος είπε ψέματα δεν αποδεικνύει αφ’ εαυτού θετικά την υπόθεση της κατηγορούσας αρχής.

(3)  Ψέματα που λέχθηκαν από τον κατηγορούμενο, είτε εντός είτε εκτός δικαστηρίου, μπορούν να αποτελέσουν περιστατική μαρτυρία σε βάρος του εφόσον ικανοποιούνται τα ακόλουθα τέσσερα κριτήρια:-

(α)   Το ψέμα πρέπει να είναι ηθελημένο.

(β)   Πρέπει να αναφέρεται σε ουσιώδες ζήτημα.

(γ)   Το κίνητρο για το ψέμα πρέπει να είναι η επίγνωση της ενοχής και ο φόβος της αλήθειας.  Το δικαστήριο πρέπει να έχει κατά νου ότι είναι ενδεχόμενο κάποιος να λέει ψέματα στην προσπάθεια του, για παράδειγμα, να προβάλει μια δίκαιη υπόθεση ή από ντροπή ή από πανικό.

(δ)   Το ψέμα πρέπει να αποδεικνύεται με ανεξάρτητη μαρτυρία, δηλαδή είτε με παραδοχή είτε με μαρτυρία από ανεξάρτητο [*269]μάρτυρα.

(Βλ., Phipson on Evidence, 14th Edition, 1990, paragraph 14-22,  Cross on Evidence, 7th Edition, 1990, pages 249-250, Γ.Π.Κακογιάννη “Η Απόδειξη”, 1983, παράγραφοι 12-23, 12-24, 12-25, Blackstone΄s Criminal Practice [1995] F 5.24 και F5.26, Archbold, 1998, paragraphs 4-402 και 402α, Tumahole Bereng v. King [1949] A.C. 253, R. v. Lucas [1981] 73 Cr.App.R. 159, R. v. Goodway [1993] 98 Cr. App. R. 11, R. v. Strudwick and Merry, [1994], 99 Cr.App.R. 326).

Μέσα στα πλαίσια των πιο πάνω αρχών κινήθηκε και το κυπριακό Εφετείο στις υποθέσεις Vouniotis v. Republic (1975) 2 C.L.R. 34, Αλ-Χάματ και Άλλων ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 117, Μιχαηλίδης ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 172.

Στην απόφασή του το Κακουργιοδικείο, αφού παρέθεσε τα τέσσερα κριτήρια που πρέπει να ικανοποιούνται για να μπορούν τα ψέματα που λέχθηκαν από τον κατηγορούμενο, είτε εντός είτε εκτός δικαστηρίου, να αποτελέσουν περιστατική μαρτυρία σε βάρος του, κριτήρια που τέθηκαν από τον Αρχιδικαστή Lane στην υπόθεση R. v. Lucas (αρχή (3) πιο πάνω), προχώρησε λέγοντας τα εξής:-

“Εφόσον πληρούνται οι πιο πάνω προϋποθέσεις η απόρριψη της θέσης του κατηγορούμενου η οποία περιβάλλεται από το ψέμα μπορεί ανάλογα με τις συνθήκες κάτω από τις οποίες επήλθε να αποτελέσει στοιχείο το οποίο να καταδείχνει ενοχή.”

Στη συνέχεια, στο τέλος της απόφασης, το Κακουργιοδικείο κατέληξε λέγοντας τα εξής:-

“...  Έχουμε ήδη δώσει τους λόγους που απορρίψαμε την εκδοχή του (του εφεσείοντα) έτσι που το ψεύδος στο οποίο κατέφυγε να οδηγεί σε συμπέρασμα ενοχής.  ...”

Είναι φανερό από τα πιο πάνω αποσπάσματα της απόφασής του ότι το Κακουργιοδικείο καθοδήγησε λανθασμένα τον εαυτό του πάνω στο θέμα “Ψέματα του Κατηγορούμενου”.  Θεώρησε ότι το γεγονός της εκ μέρους του απόρριψης της εκδοχής του εφεσείοντα αποδείκνυε αφ΄ εαυτού ότι ο εφεσείων είπε ψέματα στο δικαστήριο έτσι που το ψεύδος στο οποίο κατέφυγε να μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως μαρτυρία που “να οδηγεί σε συμπέρασμα ενοχής” του.  Όμως η προσέγγιση αυτή παραβιάζει την αρχή ότι το γε[*270]γονός της απόρριψης της εκδοχής του κατηγορούμενου δεν συνιστά αφ΄ εαυτού στοιχείο περιστατικής μαρτυρίας ενισχυτικό της εκδοχής της κατηγορούσας αρχής (αρχή (1) πιο πάνω). Για να μπορούσε να αντληθεί ψέμα από τη μαρτυρία του εφεσείοντα δεν αρκούσε η απόρριψη της εκδοχής του από το Κακουργιοδικείο. Το ψέμα στο δικαστήριο έπρεπε να αποδειχτεί με ανεξάρτητη μαρτυρία.  (Βλ. σχετικά και την υπόθεση Barber , The Times, 29/7/1988, όπου το αγγλικό Εφετείο ακύρωσε την καταδίκη του πατέρα για αιμομιξία με την κόρη του όταν η μόνη μαρτυρία που έτεινε να αποδείξει ότι ο πατέρας, αρνούμενος την αιμομιξία, είπε ψέματα στο δικαστήριο ήταν εκείνη της κόρης του και, πρωτόδικα, ο δικαστής καθοδήγησε τους ένορκους πάνω στη βάση ότι η απόρριψη της εκδοχής του πατέρα θα μπορούσε να μετρήσει ως μαρτυρία ενισχυτική εκείνης της κόρης του.) Μόνο αν το ψέμα στο δικαστήριο αποδεικνυόταν με ανεξάρτητη μαρτυρία θα μπορούσε, εφόσο συνέτρεχαν και τα άλλα τρία κριτήρια, να χρησιμοποιηθεί ως περιστατική μαρτυρία σε βάρος του εφεσείοντα (αρχή (3) πιο πάνω).  Πώς θα μπορούσε το ψέμα στο δικαστήριο να αποδειχτεί;  Θα μπορούσε να αποδειχτεί π.χ. με παραδοχή του εφεσείοντα κατά την αντεξέταση ότι είπε ψέματα στην κύρια εξέταση ή ότι είπε ψέματα απαντώντας προηγούμενη ερώτηση στην αντεξέταση.

Όμως το Κακουργιοδικείο καθοδήγησε λανθασμένα τον εαυτό του και αναφορικά με τα ψέματα που, όπως αποδείχτηκε, είπε ο εφεσείων εκτός δικαστηρίου όπως π.χ. το ψέμα ότι κάηκε από τον ήλιο.  Το Κακουργιοδικείο δεν συνδέει τα ψέματα αυτά, κατά τρόπο σαφή και συγκεκριμένο, με οποιοδήποτε άλλο στοιχείο περιστατικής μαρτυρίας, αν, κατά τη κρίση του, όντως υπήρχε τέτοιο στοιχείο. Παρουσιάζεται να στηρίζεται στα ψέματα αυτά καθ’ εαυτά. Όμως τα ψέματα δεν μπορούν αφ’ εαυτών να αποδείξουν θετικά την υπόθεση της κατηγορούσας αρχής (αρχή (2) πιο πάνω).

Ο τελευταίος λόγος στον οποίο επικεντρώθηκε η έφεση είναι ότι το Κακουργιοδικείο δεν ανέλυσε ορθά τη μαρτυρία που είχε ενώπιόν του αναφορικά με τα εγκαύματα του εφεσείοντα και λανθασμένα κατέληξε στη θέση ότι ο εφεσείων για πρώτη φορά έδωσε εξήγηση, ως προς τον τρόπο που προκλήθηκαν, με τη δική του μαρτυρία ενώπιον του Κακουργιοδικείου.

Και αυτός ο λόγος ευσταθεί.  Παραθέτοντας τη μαρτυρία του ανακριτή, το Κακουργιοδικείο αναφέρει στην απόφασή του ότι, σύμφωνα με την εν λόγω μαρτυρία, όταν ο ανακριτής, κατά τις 6.30 π.μ., διαπίστωσε κάποιο ξεφλούδισμα στον αγκώνα του εφεσείοντα, και τον ρώτησε σχετικά, αυτός απάντησε “Μπορεί νά[*271]κρουσα που εμάχουμουν να σβήσω τη φωτιά”.  Αξιολογώντας τη σχετική μαρτυρία του εφεσείοντα, το Κακουργιοδικείο αναφέρει τα εξής:-

“... Το ψέμα για τα εγκαύματα διεφάνη αμέσως μετά την ιατροδικαστική εξέταση χωρίς όμως και πάλι ο κατηγορούμενος να αναφέρει οτιδήποτε ως προς τον τρόπο που υπέστη τα εγκαύματα.  Το θέτει για πρώτη φορά με τη δική του μαρτυρία στο Δικαστήριο.  Ο ισχυρισμός του ότι γύρω στις 6:00-6:30 π.μ. είχε αποκαλύψει την πλήρη έκταση τους στο Μ.Κ.22 παρατηρούμε ότι σε κανένα στάδιο της αντεξέτασης του μάρτυρα αυτού δεν υποβλήθηκε.  Αντίθετα δεν αμφισβητήθηκε η θέση του μάρτυρα ότι τα εγκαύματα στα πόδια, που ήταν και τα πιο σοβαρά, αποκαλύφθηκαν κατά την ιατροδικαστική εξέταση.”

Μα ο ισχυρισμός του εφεσείοντα δεν ήταν ότι στις 6.00 έως 6.30 π.μ. αποκάλυψε στον ανακριτή την “πλήρη έκταση” των εγκαυμάτων του. Κάτι τέτοιο δεν ισχυρίστηκε ότι έκαμε. Μίλησε όμως, σύμφωνα με τον ίδιο τον ανακριτή, για τον τρόπο που υπέστη τα εγκαύματα αυτά και τα απέδωσε στην προσπάθειά του να σβήσει τη φωτιά. Την ίδια εκδοχή πρόβαλε και με τη μαρτυρία του στο Κακουργιοδικείο.

Η κατάληξη του Κακουργιοδικείου “Εξετάσαμε κάθε πτυχή της υπόθεσης. Πιστεύουμε ότι η ολότητα της μαρτυρίας ... μας επιτρέπει να καταλήξουμε πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας στην ενοχή του κατηγορουμένου.” δεν παρέχει οποιοδήποτε πρόσθετο έρεισμα στην απόφασή του.  Εφόσον η υπόθεση στηριζόταν σε περιστατική μαρτυρία, η απόφαση του Κακουργιοδικείου έπρεπε να αναφέρει με καθαρότητα και ένα προς ένα τα αποδειχτικά στοιχεία που ευρίσκει ότι συνιστούν κρίκους περιστατικής μαρτυρίας και να τα συνδέει με τη σειρά σε αλυσίδα που τελικά να δένει τον εφεσείοντα ως το δράστη του εγκλήματος.

Η έφεση επιτρέπεται.

Η καταδίκη και η ποινή του εφεσείοντα παραμερίζονται.

Ο εφεσείων αθωώνεται.

H έφεση επιτρέπεται. O εφεσείων αθωώνεται.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο