Kimonas Petros & Nicos Kofteros Construction Ltd ν. Eπαρχιακού Λειτουργού Eργασίας (1999) 2 ΑΑΔ 310

(1999) 2 ΑΑΔ 310

[*310]10 Iουνίου, 1999

[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

PETROS KIMONAS & NICOS KOFTEROS CONSTRUCTION LTD,

Eφεσείουσα,

ν.

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ,

Eφεσιβλήτου.

(Ποινική Έφεση Αρ. 6480)

 

Ποινή — Παραβιάσεις των διατάξεων του περί Εργοστασίων Νόμου, Κεφ. 134, όπως τροποποιήθηκε, και των σχετικών Κανονισμών (5 κατηγορίες) και των διατάξεων του περί Ασφάλειας και Υγείας στην Εργασία Νόμου 89(1)/96 (1 κατηγορία) — Μη συμμόρφωση προς τις εκ του νόμου απορρέουσες υποχρεώσεις της εφεσείουσας μέχρι την ημέρα της εκδίκασης της υπόθεσης — Επιβολή ποινής προστίμου £700 στην κάθε μια από τις κατηγορίες 1, 2, 4 και 5, £600 στην 3η και £300 στην έκτη — Επικυρώθηκαν κατ’ έφεση.

Έφεση — Για ακύρωση της καταδίκης της εφεσείουσας η οποία δεν είχε παρουσιασθεί την ημέρα που η υπόθεση ήταν ορισμένη για απόδειξη — Δεν παραβιάσθηκε το δικαίωμα της εφεσείουσας που διασφαλίζεται με το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος.

Η εφεσείουσα και ο διευθυντής της, συγκατηγορούμενος 2 δεν εμφανίστηκαν την ημέρα που ήταν ορισμένη η υπόθεση, στις 11.11.97, ενώπιον του Δικαστηρίου. Το Δικαστήριο εξέδωσε ένταλμα σύλληψης του κατηγορουμένου 2, ενώ όρισε για απόδειξη την υπόθεση εναντίον της εφεσείουσας στις 12.12.97.

Την πιο πάνω ημερομηνία η ώρα 8.30 π.μ. η Δικαστής αφού άκουσε τη μαρτυρία κατά της εφεσείουσας, έκρινε πως αποδείχθηκαν οι κατηγορίες και επέβαλε τις ποινές προστίμου που αναφέρονται στις πιο πάνω εισαγωγικές σημειώσεις.  Αναφορικά με το 2ο κατηγορούμενο όρισε την υπόθεση στις 22.1.98 για προγραμματισμό.  Λίγο αργότερα παρουσιάσθηκε στο Δικαστήριο ο δικηγόρος της εφεσείουσας και του κατηγορουμένου 2, ο οποίος ζήτησε την ακύρωση της καταδί[*311]κης της εφεσείουσας, ώστε να οριστεί η υπόθεση σε άλλη ημερομηνία για να μπορέσει να εμφανιστεί εκ μέρους της και του κατηγορουμένου 2.  Η Δικαστής αρνήθηκε το αίτημα.

Με την υπό συζήτηση έφεση ο δικηγόρος της εφεσείουσας υποστήριξε ότι η καταδίκη πρέπει να ακυρωθεί γιατί δεν δόθηκε σ’ αυτή η ευκαιρία να υπερασπιστεί, δικαίωμα που διασφαλίζει το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος.  Υπέβαλε επίσης πως το ύψος του προστίμου είναι έκδηλα υπερβολικό, δεδομένου ότι το σύνολο του για ολόκληρο το κατηγορητήριο ανέρχεται σε £3.700.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Η πρωτόδικος Δικαστής δεν προχώρησε σε συνοπτική διαδικασία να καταδικάσει την εφεσείουσα.  Αντίθετα αφού άκουσε τη μαρτυρία της κατηγορούσας αρχής που ήταν λεπτομερής και εμπεριστατωμένη, αιτιολόγησε πλήρως την απόφαση της με αναφορά στα γεγονότα της υπόθεσης για το ζήτημα της αρμόζουσας ποινής.

2.  Η στάση τόσο της εφεσείουσας όσο και του κατηγορουμένου 2 δείχνει έλλειψη σεβασμού στη δικαστική διαδικασία και επίσης έλλειψη της δέουσας επιμέλειας αναφορικά με τον χειρισμό της υπόθεσης που αντιμετώπιζαν.

3.  Οι ποινές προστίμου που επιβλήθηκαν, δεν είναι, υπό τις συνθήκες της παρούσας υπόθεσης, έκδηλα υπερβολικές.

Η έφεση απορρίφθηκε.

Έφεση εναντίον Kαταδίκης και Ποινής.

Έφεση εναντίον της καταδίκης και της ποινής από την εταιρεία Petros Kimonas & Nicos Kofteros Construction Ltd, η οποία βρέθηκε ένοχη στις 12 Δεκεμβρίου 1997, από το Eπαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας (Ποινική Yπόθεση Aρ. 35152/97) σε 6 συνολικά κατηγορίες, 5 για σοβαρές παραβάσεις των διατάξεων του περί Eργοστασίων Nόμου, Kεφ. 134, όπως τροποποιήθηκε με τους Nόμους 43/64, 32/72, 22/82, 25/89, 20/90, 220/91 και 90(1)/96 και των σχετικών Kανονισμών, και μία που στηριζόταν στον περί Aσφάλειας και Yγείας στην Eργασία Nόμο 89(1)/96 και καταδικάστηκε από Σωκράτους, E.Δ.σε £700 πρόστιμο στις κατηγορίες 1,2,4 και 5, £600 στην κατηγορία 3 και £300 στην κατηγορία 6.

Π. Πετράκης, για την Eφεσείουσα.

[*312]Α. Χριστοφόρου, για τον Eφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.:  Η εφεσείουσα, εργοληπτική εταιρεία περιορισμένης ευθύνης, αντιμετώπισε με συγκατηγορούμενο 2 το διευθυντή της,  6 συνολικά κατηγορίες, 5 για σοβαρές παραβάσεις των διατάξεων του περί Εργοστασίων Νόμου, Κεφ.134, όπως τροποποιήθηκε με τους Nόμους 43/64, 32/72, 22/82, 25/89, 20/90, 220/91 και 90(1)/96 και των σχετικών Κανονισμών, και μία που στηριζόταν στον περί Ασφάλειας και Υγείας στην Εργασία Νόμο 89(1)/96.

Η υπόθεση ορίστηκε ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας στις 11.11.97.  Η εφεσείουσα και ο κατηγορούμενος 2 δεν εμφανίστηκαν, μολονότι  η κλήση είχε επιδοθεί σ’ αυτούς.  Το Δικαστήριο, μετά από αίτημα της κατηγορούσας αρχής, εξέδωσε ένταλμα σύλληψης του κατηγορούμενου 2, ενώ όρισε για απόδειξη την υπόθεση εναντίον της εφεσείουσας στις 12.12.97.

Την πιο πάνω ημερομηνία η ώρα 8.30 το πρωϊ, καθώς η πρακτική των Δικαστηρίων, η Δικαστής, αφού άκουσε τη μαρτυρία εναντίον της εφεσείουσας, έκρινε πως οι εις βάρος της κατηγορίες αποδείκτηκαν και  επέβαλε, στις κατηγορίες 1, 2, 4 και 5 χρηματική ποινή προστίμου £700 για την κάθε μια, στην 3η £600 και στην 6η £300.  Αναφορικά με το 2ο κατηγορούμενο, για τον οποίο είχε εκδοθεί ένταλμα σύλληψης, όρισε την υπόθεση στις 22.1.98 για προγραμματισμό.  Λίγο αργότερα, στις 9.20π.μ. την ίδια μέρα, εμφανίστηκε ενώπιον της Δικαστού ο δικηγόρος της εφεσείουσας και του 2ου κατηγορουμένου, ο οποίος και ζήτησε την ακύρωση της καταδίκης της εφεσείουσας, ώστε να οριστεί η υπόθεση σε άλλη ημερομηνία για να μπορέσει να εμφανιστεί εκ μέρους της και του κατηγορουμένου 2.  Πολύ ορθά η Δικαστής αρνήθηκε το αίτημα, εφόσον θεώρησε πως η ενώπιον της διαδικασία είχε λήξει και επί του θέματος δεν είχε πλέον οποιαδήποτε δικαιοδοσία.

Με την υπό συζήτηση έφεση ο δικηγόρος της εφεσείουσας εισηγείται πως η καταδίκη πρέπει να ακυρωθεί γιατί δεν δόθηκε σ’ αυτή η ευκαιρία να υπερασπιστεί, δικαίωμα που διασφαλίζει το άρθρο 30.2 του Συντάγματος.  Υπέβαλε επίσης πως το ύψος του προστίμου είναι έκδηλα υπερβολικό, δεδομένου ότι το σύνολο του για ολόκληρο το κατηγορητήριο ανέρχεται σε £3,700. 

Κρίνουμε πως η έφεση εναντίον της καταδίκης είναι αβάσιμη.  Στην εφεσείουσα επιδόθηκε η κλήση αλλά δεν εμφανίστηκε ενώ[*313]πιον του Δικαστηρίου στις 11.11.97. Ο δικηγόρος της μας είπε πως τούτο οφείλετο στο γεγονός πως ο 2ος κατηγορούμενος έχασε την κλήση, κάτι που διαπίστωσε λίγες μέρες μετά. 

Έστω και αν δεχθούμε πως ο κατηγορούμενος 2 έχασε την κλήση, αναμφισβήτητο παραμένει το γεγονός πως παρεχόταν σ’ αυτόν αρκετός χρόνος, από την ημέρα που το διαπίστωσε, να επικοινωνήσει με το πρωτοκολητείο, ώστε να ειδοποιηθεί το Δικαστήριο ότι προτίθετο να εμφανιστεί στις 12.12.97. Ειδικώτερα, ο 2ος κατηγορούμενος, διευθυντής της εφεσείουσας, που γνώριζε πλέον πως εκκρεμούσε εναντίον του ένταλμα σύλληψης, αν είχε σεβασμό στη δικαστική δικαδικασία και επεδείκνυε τη δέουσα επιμέλεια, θα παρουσιαζόταν με την πρώτη ευκαιρία ενώπιον του για να απολογηθεί και να ζητήσει την ακύρωση του εντάλματος, ώστε να οριστεί η υπόθεση για ακρόαση. Αντί όμως να συμπεριφερθεί με τον πρέποντα τρόπο, περίμενε αδικαιολόγητα να έλθει η ημερομηνία που όρισε το Δικαστήριο για απόδειξη της υπόθεσης. Ενέργεια που αποδείχτηκε αργοπορημένη.

Οφείλουμε να επισημάνουμε πως η πρωτόδικος Δικαστής δεν προχώρησε με συνοπτική διαδικασία να καταδικάσει την  εφεσείουσα.  Αντίθετα, αφού άκουσε τη μαρτυρία που προσκόμισε η κατηγορούσα αρχή, που ήταν λεπτομερής και εμπεριστατωμένη, αιτιολόγησε πλήρως την απόφαση της με αναφορά στα γεγονότα της υπόθεσης και στη νομολογία για το ζήτημα της αρμόζουσας ποινής.

Οι κατηγορίες που αντιμετώπισε η εφεσείουσα, όπως καταδεικνύεται στις λεπτομέρειες τους, ήταν πολύ σοβαρές.  Η κάθε μια συνιστούσε ξεχωριστό κίνδυνο για τους εργαζόμενους, και μέχρι της ημέρας που το Δικαστήριο επελήφθη της υπόθεσης δεν υπήρξε συμμόρφωση προς τις εκ του νόμου απορρέουσες υποχρεώσεις της. 

Ο δικηγόρος της εφεσείουσας μας ανέφερε πως το σύνολο του προστίμου είναι πολύ ψηλό και δυσβάσταχτο γι’ αυτήν, μια μικρή εργοληπτική εταιρεία. Ζητήσαμε να πληροφορηθούμε σε ποιό στάδιο βρίσκεται η υποθεση εναντίον του διευθυντή της, και  ο συνήγορος μας πληροφόρησε πως οι κατηγορίες εναντίον του έχουν αποσυρθεί.

Συμφωνούμε με τις παρατηρήσεις της πρωτόδικου Δικαστού πως κατηγορίες αυτής της φύσης είναι πολύ σοβαρές, ιδιαίτερα όταν επιδεικνύεται πλήρης και συνεχιζόμενη αδιαφορία προς τις υποχρεώσεις που επιβάλλουν οι νόμοι, και μάλιστα όταν μετά την καταγγελία δεν παρατηρείται συμμόρφωση, ή τουλάχιστο προ[*314]σπάθεια συμμόρφωσης.  Οι ποινές προστίμου που επιβλήθηκαν είναι αυστηρές.  Κρίνουμε όμως πως δεν εμπίπτουν μέσα στα όρια της έκδηλα υπερβολικής ποινής, ώστε να δικαιολογείται η επέμβαση μας.  Η έφεση απορρίπτεται.

H έφεση απορρίπτεται.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο