Kωνσταντίνου Γεώργιος ν. Δημοκρατίας (1999) 2 ΑΑΔ 411

(1999) 2 ΑΑΔ 411

[*411]19 Iουλίου, 1999

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ/στές]

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ,

Εφεσείων,

v.

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

(Ποινική Έφεση Aρ. 6471)

 

Ποινή — Ληστεία κατά παράβαση των Άρθρων 282, 283 και 20 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 — Εφεσείων, πατέρας ανήλικου παιδιού σχεδίασε και λήστεψε Τράπεζα υπό την απειλή κυνηγετικού όπλου – Δεν χρησιμοποιήθηκε βία — Μία προηγούμενη καταδίκη πάλι για ένοπλη ληστεία για την οποία επιβλήθηκε στον εφεσείοντα ποινή εξαετούς φυλάκισης, όταν ήταν 18 περίπου ετών — Προβληματική κατάσταση ψυχικής υγείας του εφεσείοντος λόγω της οποίας απολύθηκε από την Εθνική Φρουρά — Επιβολή ποινής φυλάκισης δέκα ετών, κατά πλειοψηφία — Δεν κρίθηκε έκδηλα υπερβολική.

Ποινή — Εξατομίκευση — Δεν πρέπει να εξουδετερώνει την σοβαρότητα του εγκλήματος και την ανάγκη αποτροπής.

Συνταγματικό Δίκαιο — Μαρτυρία ληφθείσα κατά παράβαση ανθρώπινου δικαιώματος κατοχυρωμένου από το Σύνταγμα — Δεν είναι αποδεκτή.

Ανθρώπινα Δικαιώματα και Ελευθερίες — Δικαίωμα ελεύθερης διακίνησης — Αποστέρηση τέτοιου δικαιώματος — Μέρος ΙΙ του Συντάγματος, Άρθρα 11, 13.1 και 34 — Εφαρμοστέες αρχές.

Αυτόφωρα αδικήματα — Άρνηση ή παράλειψη προσαγωγής δελτίου ταυτότητος — Ο περί Εγγραφής Κατοίκων Νόμος Κεφ. 85, Άρθρο 11(2) και Άρθρο 11(5) — Εξουσία αστυνομικού να απαιτήσει την προσαγωγή του δελτίου ταυτότητος — Η παράλειψη συμμόρφωσης συνιστά αδίκημα τιμωρούμενο με φυλάκιση ή και πρόστιμο — Η σύλληψη του ατόμου το οποίο αρνείται να παρουσιάσει το δελτίο ταυτότητάς του [*412]είναι νόμιμη —Έκφραση προβληματισμού από το Εφετείο ως προς την έκταση της εξουσίας που παρέχει το Άρθρο 11(2) του Κεφ. 85.

Απόδειξη — Περιστατική μαρτυρία — Ληστεία — Καταδίκη βασιζόμενη σε περιστατική μαρτυρία — Το σωρευτικό αποτέλεσμα της εν λόγω μαρτυρίας δεν άφηνε την παραμικρή αμφιβολία για την ενοχή του κατηγορουμένου.

Αστυνομία — Καθήκοντα και εξουσίες — Εξουσία για διεξαγωγή έρευνας — Παρέχεται από το Άρθρο 21(1)(β) του περί Αστυνομίας Νόμου, Κεφ. 285 και Άρθρα 25(1)(β) και 26(1)(α) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155.

Αστυνομία — Η σύλληψη υπόπτου για διάπραξη αδικήματος πρέπει να είναι δικαιολογημένη ενόψει των στοιχείων που κατέχει η Aστυνομία και της αντίδρασης του ιδίου — Η σύλληψη δεν πρέπει να εξυπηρετεί αλλότριο σκοπό — Η υπόθεση Parpas v. Republic διαφοροποιείται από την παρούσα υπόθεση.

Λίγο πριν τις 9 π.μ. της 17.3.97, άγνωστος με καλυμμένο το πρόσωπο και κράνος μπήκε στο υποκατάστημα της Ελληνικής Τράπεζας στα Λειβάδια της Επαρχίας Λάρνακας και υπό την απειλή κυνηγετικού όπλου ανάγκασε το διευθυντή να του παραδώσει τα χρήματα που βρίσκονταν στο ταμείο και ανέρχονταν σε £4.582.  Αφού τοποθέτησε τα χρήματα σε τσάντα που κρατούσε επιβιβάσθηκε σε αγωνιστική μοτοσυκλέτα η οποία τον ανέμενε με τον οδηγό της στη θέση του και τη μηχανή της σε λειτουργία και απομακρύνθηκαν προς τον αυτοκινητόδρομο.

Περίπου 15-20 λεπτά αργότερα, ο εφεσείων θεάθηκε από τον λοχία Νικολάου, ο οποίος περιπολούσε ακριβώς γιατί άκουσε στο ασύρματο μήνυμα για τη διάπραξη ληστείας, να οδηγεί αυτοκίνητο Datsun πράσινο στην περιοχή του νέου σταδίου ΓΣΖ, έξω από τη Λάρνακα.  Γύρω στις 9.40 π.μ. ο εφεσείων εντοπίσθηκε από τους αστυνομικούς Ανδρέου και Νεοκλέους ενώ κατευθυνόταν προς τη Μοσφιλωτή.  Αρνήθηκε να παρουσιάσει την ταυτότητά του ή την άδεια οδηγού του και φαινόταν αμήχανος.  Ακολούθησε η σύλληψη του και η έρευνα του αυτοκινήτου του.  Αντικείμενα που βρέθηκαν στο αυτοκίνητό του - μεταξύ των οποίων υπήρχαν και δέσμες χαρτονομισμάτων - έγιναν δεκτά ως τεκμήρια από την πλειοψηφία του Κακουργιοδικείου κατόπιν διεξαγωγής δίκης εντός δίκης.

Ο εφεσείων καταδικάστηκε από το Κακουργιοδικείο και του επιβλήθηκε ποινή δεκαετούς φυλάκισης.

[*413]Ο εφεσείων εφεσίβαλε την καταδίκη του προβάλλοντας τους ακόλουθους λόγους:

1) Η παραλαβή των αντικειμένων από το αυτοκίνητο του, συνιστούσε παραβίαση συνταγματικού του δικαιώματος.

2) Η σύλληψη του ήταν παράνομη και αντισυνταγματική, αφού, στην παρούσα υπόθεση όπως και στην υπόθεση Parpas, οι αστυνομικοί χρησιμοποίησαν πλάγια μέσα.  Δεν αποκάλυψαν στον εφεσείοντα εξ αρχής πως ήταν η ληστεία που τους ενδιέφερε, δεν τον έθεσαν σε εγρήγορση και με τη σύλληψη του για το αδίκημα της μη παρουσίασης του δελτίου ταυτότητάς του, το οποίο χρησιμοποίησαν ως πρόφαση, τον έθεσαν σε μειονεκτική θέση προς εξυπηρέτηση αλλότριου σκοπού.

3) Δεν υπήρχε άμεση μαρτυρία που να ενέπλεκε τον εφεσείοντα.  Η θέση του εφεσείοντος ήταν πως ενώ ανύποπτος περιφερόταν για αναζήτηση εργασίας, απλώς προσπάθησε να αποφύγει τους αστυνομικούς που έλεγχαν την τροχαία επειδή δεν είχε μαζί του την άδεια οδηγού του.

4) Το Κακουργιοδικείο καθοδηγήθηκε εσφαλμένα ως προς τη νομολογία αναφορικά με τα συμπεράσματα από την “πρόσφατη κατοχή”.

Ο εφεσείων εφεσίβαλε και την επιβληθείσα ποινή.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Δε δικαιολογείται παραλληλισμός μεταξύ των γεγονότων της υπόθεσης Parpas και της παρούσας. Δεν μπορεί να αποδοθεί στους αστυνομικούς σχέδιο οποιασδήποτε μορφής, ούτε αλλότριος σκοπός.  Παρόλο που η ληστεία βρισκόταν στη σκέψη τους, και δεν θα κατέφευγαν σε σύλληψη τυχαίου οδηγού που απλώς δεν είχε στην κατοχή του το δελτίο ταυτότητάς του, δεν συνέλαβαν τον εφεσείοντα για να τον θέσουν σε μειονεκτική θέση ούτε η σύλληψή του δικαιολογείται να χαρακτηριστεί ως πρόφαση.  Τα στοιχεία που είχαν και η αφύσικη αντίδραση του εφεσείοντος κατέστησε τη σύλληψη του αυτονόμως δικαιολογημένη ενέργεια.

2.  Η έρευνα στο αυτοκίνητο διενεργήθηκε με σαφώς δηλωμένο το στόχο της.  Απέβλεπε στην εξιχνίαση της ληστείας και αυτό εξηγήθηκε με σαφήνεια στον εφεσείοντα. Τα αντικείμενα παραλήφθηκαν ως σχετικά με τη ληστεία μετά από νόμιμη έρευνα που διενεργήθη[*414]κε σε γνώση του εφεσείοντα, σε σχέση προς τη ληστεία.  Η έρευνα ήταν, εν πάση περιπτώσει, νόμιμη.

3.  Ενόψει των περιστατικών της παρούσας υπόθεσης, το συμπέρασμα του Κακουργιοδικείου, πως από το σύνολο της μαρτυρίας προκύπτει, χωρίς καμιά απολύτως αμφιβολία, ότι ο εφεσείων ήταν ένοχος για το κακούργημα της ληστείας, είναι το μόνο που δικαιολογείται.

4.  Το Κακουργιοδικείο προσέγγισε το θέμα της “πρόσφατης κατοχής” με αναφορά στο πλαίσιο του συνόλου των στοιχείων και της μαρτυρίας που δόθηκε γι’ αυτά. 

5.  Η ποινή δεν κρίνεται έκδηλα υπερβολική.

Η έφεση απορρίφθηκε.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Police v. Georghiades (1983) 2 C.L.R. 33,

Vrahimis v. Police (1969) 2 C.L.R. 60,

Gendarmerie v. Michael 2 R.S.C.C. 103,

Al-Hamad a.o. v. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 117,

Psaras a.o. v. Republic (1987) 2 C.L.R. 132,

Parris v. Δημοκρατίας (1999) 2 A.A.Δ. 186,

Parpas v. Republic (1988) 2 C.L.R. 5,

Fournides v. Republic (1986) 2 C.L.R. 73,

Παφίτης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 102,

R. v. Loughlin [1951] 35 Cr. App. R. 69,

R. v. Senmour [1954] 38 Cr. App. R. 68,

R. v. Christ [1951] 35 Cr. App. R. 76,

R. v. Plain [1966] 51 Cr. App. R. 91,

[*415]R. v. Smythe [1980] 72 Cr. App. R. 8,

Kyprianou v. Police (1976) 2 C.L.R. 75,

Σάββα v. Δημοκρατίας (1968) 2 Α.Α.Δ. 218,

Μιχαήλ v. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 232,

Σωκράτους v. Δημοκρατίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 132,

Κωνσταντίνου v. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 224,

Pamboukas a.o. v. Republic (1987) 2 C.L.R. 257.

Έφεση εναντίον Kαταδίκης και Ποινής.

Έφεση εναντίον της καταδίκης και της ποινής από το Γεώργιο Kωνσταντίνου, ο οποίος βρέθηκε ένοχος στις 4 Mαρτίου 1998, από το Kακουργιοδικείο Λάρνακας (Ποινική Yπόθεση Aρ. 7336/97) στην κατηγορία της ληστείας κατά παράβαση των Άρθρων 282, 283 και 20 του Ποινικού Kώδικα και καταδικάστηκε από Xατζηχαμπή, Π.E.Δ., σε ποινή φυλάκισης 10 ετών.

Α. Ευτυχίου, για τον Eφεσείοντα.

M. Mαλαχτού-Παμπαλλή, για την Eφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΔIKAΣTHPIO: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από το Δικαστή Γ. Κωνσταντινίδη.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Το πρωϊ της 17.3.97 ληστεύθηκε υποκατάστημα της Ελληνικής Τράπεζας στα Λειβάδια της Επαρχίας Λάρνακας. Ο εφεσείων κατηγορήθηκε ως ο ένας από τους δύο δράστες, βρέθηκε ένοχος και το Κακουργιοδικείο του επέβαλε ποινή δεκαετούς φυλάκισης.  Εφεσιβάλλει την καταδίκη και την ποινή.

Αντικείμενα που βρέθηκαν σε αυτοκίνητο που οδηγούσε ο εφεσείων την ημέρα της ληστείας, παρά την ένστασή του, έγιναν δεκτά ως τεκμήρια.  Οι πρώτοι από τους λόγους έφεσης κατά της καταδίκης, αφορούν σ’ αυτό το θέμα.  Η εισήγηση είναι πως η παραλαβή των αντικειμένων ήταν το αποτέλεσμα παραβίασης συνταγμα[*416]τικού του δικαιώματος.  Υπέβαλε πως η απόφαση της πλειοψηφίας του Κακουργιοδικείου για το αντίθετο, είναι λανθασμένη.  Θα μας απασχολήσει αυτό το θέμα, ως πρώτο.

Διεξάχθηκε δίκη εντός δίκης σε σχέση με τα περιστατικά κάτω από τα οποία παραλήφθηκαν τα αντικείμενα. Τα επιχειρήματα του εφεσείοντα αναπτύχθηκαν στη βάση της μαρτυρίας των μελών της αστυνομίας που αναμείχθηκαν.  Ο ίδιος ο εφεσείων είχε επιλέξει να μην καταθέσει ως μάρτυρας.

Στις 9.15 π.μ. περίπου της 17 Μαρτίου 1997, ο Λοχίας Νεοκλέους και ο Αστυφύλακας Ανδρέου της υπηρεσίας συλλογής πληροφοριών άκουσαν μήνυμα πως διεπράχθη ένοπλη ληστεία σε υποκατάστημα της Ελληνικής Τράπεζας στα Λειβάδια και πως οι δυο δράστες διέφυγαν με ένα παλαιό πράσινο αυτοκίνητο Datsun.  Περιπολούσαν με υπηρεσιακό αυτοκίνητο χωρίς αστυνομική σήμανση - οι ίδιοι έφεραν πολιτική περιβολή - όταν στο δρόμο Καλού Χωριού - Μοσφιλωτής είδαν το αυτοκίνητο JJ 381 που ανταποκρινόταν στην περιγραφή. Το ακολούθησαν και το είδαν να εισέρχεται σε χωματόδρομο πριν από σημείο του δρόμου στο οποίο αστυνομικός με στολή ρύθμιζε την τροχαία λόγω οδικών έργων.  Η κίνησή του ήταν απότομη και, όπως το έθεσαν, αυτό πρόσθεσε στις υποψίες τους.  Ο χωματόδρομος  ήταν αδιέξοδος, το JJ381 σταμάτησε και ο οδηγός του, που βρισκόταν μόνος σ’ αυτό, κατέβηκε.  Ήταν ο εφεσείων.  Οι αστυνομικοί τον πλησίασαν, αποκάλυψαν την ιδιότητά τους δείχνοντας του την ταυτότητά τους και ζήτησαν τα στοιχεία του, συγκεκριμένα την ταυτότητά του ή την άδεια οδηγού του.  Ο εφεσείων δεν ανταποκρίθηκε.  Επαναλήφθηκε αρκετές φορές η πρόσκληση για την παρουσίασή τους, αλλά μάταια. Ο εφεσείων παρέμενε άφωνος, φαινόταν αμήχανος, και δεν ανταποκρινόταν.  Τότε οι αστυνομικοί τον συνέλαβαν, όπως του εξήγησαν, για το αυτόφωρο αδίκημα της μη παρουσίασης του δελτίου ταυτότητάς του.

Οι αστυνομικοί ειδοποίησαν την Αστυνομική Διεύθυνση Λάρνακας, οπότε είδαν μέσα στο αυτοκίνητο ένα γάντι και δέσμη χαρτονομισμάτων των £20.  Του επέστησαν την προσοχή, τον ρώτησαν γι’ αυτά και τους είπε να μιλήσουν με το δικηγόρο του.  Δεν ήθελαν να αγγίξουν οτιδήποτε, θεώρησαν πως θα έπρεπε να αναλάβουν ειδικοί από το Τμήμα Ανιχνεύσεως Εγκλημάτων και ανέμεναν.  Στο μεταξύ, αντιλήφθηκαν κίνηση του εφεσείοντα που ερμήνευσαν ως πρόθεσή του να διαφύγει, τον εμπόδισαν και με υπόδειξή τους, επειδή φοβούνταν την ύπαρξη όπλου, άνοιξε το χώρο αποσκευών του αυτοκινήτου.  Δεν υπήρχε οτιδήποτε εκεί.

[*417]Έφθασε στο σημείο ο Λοχίας Μ. Πάρπας μαζί με άλλους αστυνομικούς,  ενημερωμένοι ήδη για τα διατρέξαντα.  Το πρώτο που είδε ο Μ. Πάρπας στο αυτοκίνητο ήταν ένα γάντι, ορισμένα ρούχα καλυμμένα από το “χαλάκι” στο πάτωμα του αυτοκινήτου, και, ανάμεσά τους, ένα φυσίγγιο κυνηγετικού όπλου. Προέκυπταν υποψίες, πληροφόρησε τον εφεσείοντα πως διερευνούσε υπόθεση ένοπλης ληστείας και πως ήταν η πρόθεσή του να ερευνήσει το αυτοκίνητο.  Του επέστησε την προσοχή, ο εφεσείων του είπε “ίντα ληστεία μου λαλείς, ερεύνα το” και, στην παρουσία του, ακολούθησε η έρευνα.  Δεν είναι απαραίτητο να καταγράψουμε τώρα όλα τα αντικείμενα που βρέθηκαν. Ανάμεσά τους υπήρχαν και δέσμες χαρτονομισμάτων. Τις υπέδειξε στον εφεσείοντα, του επέστησε την προσοχή και η πρώτη αντίδραση του ήταν “πού εβρέθηκαν τα ριάλια”.  Του είπε πως υποψιαζόταν ότι ήταν προϊόν της ληστείας και ο εφεσείων πρώτα απάντησε “ίντα μόνο τζείνη η τράπεζα έσιει ριάλια;” και μετά, όταν του ζήτησε εξηγήσεις για την κατοχή τους, τον παρέπεμψε στο δικηγόρο του.

Η ένσταση του εφεσείοντα στην προσαγωγή των αντικειμένων στηρίχθηκε στο θεμελιωμένο πως είναι ανεπίτρεπτη η προσαγωγή μαρτυρίας που εξασφαλίζεται με παραβίαση συνταγματικά κατοχυρωμένου ανθρώπινου δικαιώματος  (βλ. Police v. Georghiades (1983) 2 C.L.R. 33).  Εν προκειμένω, του δικαιώματος της ελευθερίας που κατοχυρώνει το άρθρο 11 του Συντάγματος. Δεν υπήρξε, βέβαια, αντιγνωμία ως προς την αρχή.  Το θέμα ήταν αν υπήρξε τέτοια παραβίαση. Ο εφεσείων υποστήριξε πως η σύλληψη αυτή καθ’ εαυτήν, κρινόμενη δηλαδή αυτοτελώς, ήταν αντισυνταγματική.  Δεν ήταν όμως αυτή η βασική του θέση ούτε επικεντρώθηκε σ’ αυτή την έκφανση του ζητήματος όταν συζήτησε ενώπιόν μας την απόφαση της πλειοψηφίας του Kακουργιοδικείου, σύμφωνα με την οποία η σύλληψη δεν ήταν αντισυνταγματική ενόψει του άρθρου 11 του Συντάγματος και του νόμου που διέπει το θέμα.  Το άρθρο 11(2) του περι Εγγραφής Κατοίκων Νόμου Κεφ. 85 παρέχει, μεταξύ άλλων, σε αστυνομικό την εξουσία να απαιτεί από οποιοδήποτε πρόσωπο “να προσάξει το δελτίο ταυτότητας του”.  Διαζευκτικά, σε περίπτωση παράλειψης, να απαιτήσει την προσαγωγή του εντός τέτοιου χρονικού διαστήματος και σε πρόσωπο και χώρο όπως αυτός θα έκρινε κατάλληλο. Το άρθρο 11(5) του ίδιου νόμου καθιστά αδίκημα τιμωρούμενο με φυλάκιση ή και πρόστιμο την άρνηση ή παράλειψη προσαγωγής του δελτίου ταυτότητας κατά οποιανδήποτε από τις πιο πάνω περιπτώσεις. Το άρθρο 11.3 του Συντάγματος επιτρέπει τη σύλληψη χωρίς δικαστικό ένταλμα, μεταξύ άλλων, στην περίπτωση αυτόφωρου αδικήματος που τιμωρείται με φυλάκιση.  Όπως έκρινε η πλειοψηφία του Κακουργιοδικείου, ζη[*418]τήθηκε νομίμως η άμεση προσαγωγή του δελτίου ταυτότητας του εφεσείοντα, αυτός αρνήθηκε να συμμορφωθεί, το αδίκημα ήταν αυτόφωρο και, αφού τιμωρείται με φυλάκιση, υπήρχαν οι προϋποθέσεις για νόμιμη σύλληψη.

Δεν προέβαλε ο εφεσείων οτιδήποτε το συγκεκριμένο ως προς αυτή τη θεώρηση.  Mας παρέπεμψε στην απόφαση της μειοψηφίας του Προέδρου του Κακουργιοδικείου αλλά και εκεί δεν διαπιστώνεται πως δεν παρεχόταν νόμιμη δυνατότητα σύλληψης στην περίπτωση, εφόσον το ζήτημα κρινόταν αυτοτελώς.  Αναγνωρίζεται πως η μή προσαγωγή του δελτίου, ως αυτόφωρο αδίκημα, θα παρείχε επαρκή κάλυψη δυνάμει του άρθρου 11.3 του Συντάγματος και ό,τι συζητείται στη συνέχεια, σε συνάρτηση προς την εξουσία που παρέχει το άρθρο 11(2) του Κεφ. 85, είναι η έκταση αυτής της εξουσίας.  Και αυτό, όμως, στο επίπεδο  προβληματισμού. Η αντίληψη ως προς τη σημασία του δελτίου ταυτότητας κατά το χρόνο θέσπισης του Κεφ. 85 ενδεχομένως ήταν διαφορετική και εκφράστηκε αμφιβολία αναφορικά με το κατά πόσο το άρθρο 11(2) και (5) του νόμου θα έπρεπε να ερμηνευθεί ως παρέχον απόλυτη εξουσία για απαίτηση προσαγωγής και μετέπειτα άμεσης σύλληψης σε κάθε περίπτωση και κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες, λαμβάνοντας υπόψη “τη σοβαρότητα των αδικημάτων στην οποία το άρθρο 11.3 του Συντάγματος απευθύνεται όταν επιτρέπει τη σύλληψη ατόμου άνευ εντάλματος σύλληψης στην περίπτωση αυτόφωρου αδικήματος τιμωρούμενου με φυλάκιση...”

Δεν διαφωνούμε πως υπάρχει πεδίο για σοβαρό προβληματισμό. Έχουμε, μάλιστα, υπόψη την Ioannis Vrahimis v. The Police (1969) 2 C.L.R. 60 και θα λέγαμε πως είναι προς αυτή την κατεύθυνση που κινήθηκαν οι παρατηρήσεις του Εφετείου.  Αστυνομικοί ανέκοψαν ιατρό που οδηγούσε αυτοκίνητο σε κεντρικό σημείο της Λευκωσίας και ζήτησαν την προσαγωγή του δελτίου  ταυτότητας του και της άδειας οδηγού. Αυτός αντέδρασε, απομακρύνθηκε και αργότερα κατηγορήθηκε για παράβαση, μεταξύ άλλων, του άρθρου 11(2) και (5) του Κεφ. 85.  Βρέθηκε ένοχος και η έφεση του κατά της καταδίκης απορρίφθηκε. Παραμερίστηκε όμως η μικρή ποινή προστίμου που του επιβλήθηκε.  Δεν είχε αποκαλυφθεί ο λόγος για τον οποίο οι αστυνομικοί έκριναν αναγκαίο να ζητήσουν προσαγωγή της άδειας και του δελτίου ταυτότητας του και τονίστηκε πως η εκτέλεση αστυνομικών καθηκόντων και η άσκηση εξουσίας κατά την εφαρμογή του Νόμου πρέπει να καθοδηγείται από το δημόσιο συμφέρον όπως αυτό αναδύεται εύλογα στο πλαίσιο των περιστατικών της κάθε περίπτωσης.

[*419]Επίσης έχουμε υπόψη την Μοrphou Gendarmerie v. Christakis Michael 2 R.S.C.C. 103.  Στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας για παράλειψη του κατηγορουμένου να σταματήσει το αυτοκίνητό του σε συμμόρφωση προς σήμα αστυνομικού, παραπέμφθηκε στο Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο, δυνάμει του άρθρου 144 του Συντάγματος, ερώτημα αναφορικά με τη συνταγματικότητα του Κανονισμού που παρείχε την εξουσία και πρόβλεπε το αδίκημα.  Η απάντηση ήταν αρνητική αλλά τονίστηκε ταυτόχρονα πως αν ο Κανονισμός χρησιμοποιείται κατά τρόπο ασυμβίβαστο προς το σκοπό του ή έξω από το πλαίσιο του Άρθρου 11.2 του Συντάγματος, τότε επηρεαζόμενο πρόσωπο θα έχει δικαίωμα σε κατάλληλη θεραπεία.

Δεν έχουν εγερθεί εδώ ζητήματα συνταγματικότητας ή συσχετισμού προς το Σύνταγμα του ίδιου του άρθρου 11(2) και (5) του Κεφ. 85.  Ούτε και έχουμε ενώπιόν μας ερώτημα αναφορικά με την έκταση της εξουσίας που παρέχει, κατά τρόπο αφηρημένο. Συνεπώς, δεν θα επεκταθούμε. Ό,τι συζητείται είναι η σύλληψη που έγινε στο πλαίσιο των συγκεκριμένων περιστατικών της υπόθεσης και θα περιοριστούμε σ’ αυτό.

Οι αστυνομικοί δεν προσέγγισαν τον εφεσείοντα τυχαία και δεν ήταν χωρίς σοβαρό λόγο που ζήτησαν το δελτίο ταυτότητάς του. Οδηγούσε αυτοκίνητο που ταίριαζε στην περιγραφή εκείνου με το οποίο, κατά την ενημέρωση που είχαν, διέφυγαν οι δράστες.  Επιπλέον, με απότομη κίνηση, εισήλθε στο χωματόδρομο δίδοντας την εντύπωση πως προσπαθούσε να αποφύγει τους αστυνομικούς που ρύθμιζαν την τροχαία. Δεν ήταν αφύσικο να ενδιαφερθούν, σε πρώτο στάδιο, για την ταυτότητα του.  Εκείνο που ήταν αφύσικο ήταν η αντίδραση του εφεσείοντα όπως την περιγράψαμε. Ήταν τότε που οι αστυνομικοί τον συνέλαβαν και δεν θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε ως αυθαίρετη ή ως δυσανάλογη προς τις ανάγκες της στιγμής αυτή την ενέργειά τους.  Ο εφεσείων αναφέρθηκε στη δυνατότητα που παρέχεται από το άρθρο 11(2) για καθορισμό  εύλογου χρονικού διαστήματος για παρουσίαση του δελτίου ταυτότητας του. Δεν είναι απαραίτητο να διατυπώσουμε άποψη αναφορικά με την, σε κάθε περίπτωση και ανεξάρτητα από τις συνθήκες, δυνατότητα απαίτησης άμεσης προσαγωγής, ενόψει της διαζευκτικής δυνατότητας που παρέχεται.  Εδώ θα ήταν εξωπραγματικό να προσδιοριστεί τέτοιο μελλοντικό χρονικό διάστημα, που θα σήμαινε απομάκρυνση του εφεσείοντα ο οποίος, κάτω από τις περιστάσεις που περιγράψαμε, δεν αποκάλυπτε το όνομα ή οποιοδήποτε στοιχείο του.  Η εισήγηση αναφορικά με τη σύλληψη αυτή καθ΄εαυτή, δεν ευσταθεί.

[*420]Η βασική θέση του εφεσείοντα υπερβαίνει το αυτοτελώς νόμιμο της σύλληψης στο πλαίσιο του άρθρου 11.3 του Συντάγματος και του άρθρου 11(2) και (5) του Κεφ. 85.  Επίσης υπερβαίνει και το αυτοτελώς νόμιμο της έρευνας που οδήγησε στην ανέρευση των αντικειμένων.  Μάλιστα, ο κ. Ευτυχίου δήλωσε ρητά πως δεν θέτει θέμα σε σχέση με τη νομιμότητα έρευνας που διενεργείται ενόψει στοιχείων όπως αυτά που υπήρχαν στην παρούσα περίπτωση.  Σημειώνουμε πως, σύμφωνα με την απόφαση της πλειοψηφίας του Κακουργιοδικείου, παρείχε έρεισμα για τη διεξαγωγή έρευνας το άρθρο 21(1)(β) του περι Αστυνομίας Νόμου Κεφ. 285 και, περαιτέρω, τα άρθρα 25(1)(β) και 26(1)(α) του περι Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155.  Οι εφεσίβλητοι αναφέρθηκαν στα στοιχεία ως αναδεικνύοντα εύλογη την υποψία που σχηματίστηκε και επικαλέστηκαν συναφώς την Al-Hamad a.o. ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 117, στη σελίδα 131. Επίσης, με αναφορά στην Psaras & Another v. Republic (1987) 2 C.L.R. 132, υπέδειξαν πως η έρευνα αυτοκινήτου ή ακόμα και η είσοδος σε τόπο άλλο από κατοικία, δεν αποτελεί αντικείμενο συνταγματικής ρύθμισης·  oπότε και η ενδεχόμενη μή τήρηση του Νόμου, ακόμα και ως προς τα προαπαιτούμενα της, θα ξέφευγε της εμβέλειας της νομολογίας αναφορικά με το ανεπίτρεπτο αποδοχής μαρτυρίας, αφού αυτό συναρτάται προς συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα. Επ’ αυτού είναι ευθέως σχετική η πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην David Parris v. Δημοκρατίας (1999) 2 A.A.Δ. 186, αλλά, όπως προκύπτει από όσα σημειώσαμε, τέτοιο ζήτημα δεν εγείρεται στην πραγματικότητα στην παρούσα υπόθεση.  Προϋποθέτει διαπίστωση παρανομίας και τέτοια, ως προς αυτήν καθ΄εαυτήν την έρευνα και τα ερείσματά της που εξειδικεύθηκαν, δεν προτάθηκε και δεν μπορούμε να εντοπίσουμε.

Βρίσκεται στον πυρήνα της εισήγησης του εφεσείοντα η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Parpas v. Republic (1988) 2 C.L.R. 5. Είναι σ’ αυτήν που στηρίχτηκε η μειοψηφία του Kακουργιοδικείου και στη διαφοροποίησή της που η πλειοψηφία έκρινε πως τα αντικείμενα ήταν παραδεκτή μαρτυρία.

Στην υπόθεση Parpas η καταδίκη για πλαστογραφία βασίστηκε κυρίως σε σύγκριση από πραγματογνώμονα δειγμάτων γραφής του εφεσείοντα και των επιταγών που πλαστογραφήθηκαν. Τα δείγματα γραφής του εφεσείοντα λήφθηκαν όταν αυτός τελούσε υπο κράτηση σε αστυνομικό σταθμό μετά από σύλληψή του με δικαστικό ένταλμα.  Το δικαστικό ένταλμα εκδόθηκε στη βάση υποψίας πως ο εφεσείων κατείχε και απέκρυπτε πυροβόλα όπλα.  Μετά τη λήψη των δειγμάτων αφέθηκε ελεύθερος σε ό,τι αφορούσε σε [*421]όπλα και επανασυνελήφθη, και πάλιν δυνάμει δικαστικού εντάλματος, για πλαστογραφία και άλλα αδικήματα, άσχετα προς τα όπλα.  Το εφετείο διαπίστωσε πως η αρχική σύλληψη και κράτηση του έγινε με σκοπό να τεθεί σε τέτοια μειονεκτική θέση ώστε να  καταστεί ευκολότερο για την αστυνομία να λάβει δείγματα γραφής του για το αδίκημα της πλαστογραφίας.  Αποφασίστηκε πως και νόμιμη να ήταν η σύλληψη για τα όπλα, προέκυπτε θέμα ενόψει των προνοιών των αρθρων 33.2 και 34 του Συντάγματος. Σύμφωνα με το άρθρο 32 οι πρόνοιες του Μέρους ΙΙ του Συντάγματος για όρους, δεσμεύσεις ή περιορισμούς στους οποίους μπορούν να υποβληθούν τα θεμελιώδη δικαιώματα και ελευθερίες που κατοχυρώνει, δεν θα εφαρμόζονται για οποιοδήποτε σκοπό άλλο από εκείνο για τον οποίο θεσπίστηκαν.  Κατά δε το άρθρο 34, τίποτε από όσα διαλαμβάνει το Μέρος ΙΙ μπορεί να ερμηνευθεί ως παρέχον σε οποιονδήποτε δικαίωμα να επιδίδεται σε οποιαδήποτε δράση ή να εκτελεί πράξη που να στοχεύει στον περιορισμό των δικαιωμάτων και ελευθεριών που αναφέρονται στο Μέρος ΙΙ του Συντάγματος σε βαθμό μεγαλύτερο από τον προνοούμενο σ’ αυτό.  Ο τρόπος με τον οποίο είχε γίνει η επέμβαση στο δικαίωμα ελευθερίας του εφεσείοντα ήταν ασυμβίβαστος προς αυτά και η κράτησή του στον Αστυνομικό Σταθμό, κατά το μέρος της στη διάρκεια του οποίου λήφθηκαν τα δείγματα γραφής, κατέστη αντίθετη προς το άρθρο 11 του Συντάγματος επειδή η λήψη των δειγμάτων ήταν εντελώς ξένη προς το λόγο της σύλληψης και της κράτησης.

Είναι η εισήγηση του εφεσείοντα πως το Kακουργοδικείο θα έπρεπε να είχε οδηγηθεί στην ίδια κατάληξη, για τους ίδιους λόγους.  Όχι γιατί σε κάθε περίπτωση είναι ανεπίτρεπτη, μετά από σύλληψη για ένα αδίκημα, η εξασφάλιση μαρτυρίας για άλλο.  Αυτό το ξεκαθάρισε το Eφετείο στην υπόθεση Parpas. Διευκρίνησε πως δεν έθετε κανόνα γενικής εφαρμογής και πως τα πάντα εξαρτώνται από τα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε περίπτωσης.  Σημειώνουμε επίσης την υπόθεση Al-Hamad (ανωτέρω).  Η σύλληψη του εφεσείοντα στην υπόθεση εκείνη δεν είχε διενεργηθεί σε σχέση με το αδίκημα της απόπειρας φόνου για το οποίο, μεταξύ άλλων, καταδικάστηκε αλλά τα αντικείμενα που παραλήφθηκαν μετά από έρευνα του αυτοκινήτου του κρίθηκαν αποδεκτά ως μαρτυρία γι’ αυτό. Όπως εξηγήθηκε, με αναφορά στην Parpas, η αστυνομία, ενόψει της μαρτυρίας, δεν είχε χρησιμοποιήσει τις εξουσίες της για αλλότριους σκοπούς αλλά προς εκπλήρωση της αποστολής της που συνίστατο στη διερεύνηση πληροφοριών για τη διάπραξη αριθμού εγκλημάτων.  Είναι η εισήγηση του κ. Ευτυχίου πως στην παρούσα περίπτωση οι αστυνομικοί, όπως και στην υπόθεση Parpas, χρησιμοποίησαν πλάγια μέσα. Δεν αποκάλυψαν στον εφε[*422]σείοντα εξ αρχής πως ήταν η ληστεία που τους ενδιέφερε, δεν τον έθεσαν σε εγρήγορση και με τη σύλληψή του για το άλλο αδίκημα, το οποίο χρησιμοποίησαν ως πρόφαση, τον έθεσαν σε μειονεκτική θέση προς εξυπηρέτηση αλλότριου σκοπού.

Σε συμφωνία με την απόφαση της πλειοψηφίας του Κακουργιοδικείου, την ορθότητα της οποίας υποστήριξε η εφεσίβλητη, δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε πως δικαιολογείται παραλληλισμός μεταξύ των γεγονότων της υπόθεσης Parpas και της παρούσας.  Δεν μπορεί να αποδοθεί στους αστυνομικούς σχέδιο οποιασδήποτε μορφής, ούτε αλλότριος σκοπός.  Είναι σαφές ότι, στη βάση των πληροφοριών που είχαν, απλώς αντιδρούσαν μπροστά στις εξελίξεις. Ήταν, βέβαια, η ληστεία στη σκέψη τους και  μπορούμε να συμπεράνουμε πως δεν θα κατέφευγαν σε σύλληψη τυχαίου οδηγού που απλώς δεν είχε στην κατοχή του το δελτίο ταυτότητάς του.  Δεν συνέλαβαν όμως τον εφεσείοντα για να τον θέσουν σε μειονεκτική θέση ούτε δικαιολογείται να χαρακτηριστεί ως πρόφαση η σύλληψή του.  Τα στοιχεία που είχαν και η αφύσικη αντίδραση του εφεσείοντα κατέστησε τη σύλληψη αυτονόμως δικαιολογημένη ενέργεια.  Επιπλέον, δεν τέθηκε ο εφεσείων καν σε μειονεκτική θέση.  Οι χρονικοί συσχετισμοί δείχνουν πως αμέσως μετά την πληροφόρηση του εφεσείοντα πως βρισκόταν υπό σύλληψη, οι αστυνομικοί είδαν μέσα στο αυτοκίνητο γάντι και, κυρίως, δέσμη με χαρτονομίσματα των £20. Όσα οι ίδιοι αντιλαμβάνονταν στην αρχή ως απλές υπόνοιες σε υποκειμενικό επίπεδο, απέκτησαν αντικειμενική υπόσταση.  Υπήρχαν, πλέον, συγκεκριμένα στοιχεία που επέβαλλαν έρευνα του αυτοκινήτου. Τέτοια έρευνα προϋπέθετε παραμονή του αυτοκινήτου στον τόπο ως την άφιξη των εντεταλμένων. Οι αστυνομικοί δεν ήταν διατεθειμένοι να αναλάβουν πρωτοβουλίες που ανήκαν σε ειδικούς. Ήταν εύλογη αυτή η επιλογή και η προηγηθείσα σύλληψη του εφεσείοντα δεν μπορεί να παρεμβληθεί ως κώλυμα για ενέργειες που εξ αντικειμένου δικαιολογούνταν, στο πλαίσιο του νόμου.  Διαφορετικά, θα οδηγούμαστε σε μηχανιστικές προσεγγίσεις που θα απομάκρυναν από την ουσία και θα μετέτρεπαν τα κεφαλαιώδη ζητήματα του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων αλλά και της εξιχνίασης των εγκλημάτων, σε ζητήματα τύπου.  Η έρευνα, στο τέλος, διενεργήθηκε με σαφώς δηλωμένο το στόχο της.  Απέβλεπε στην εξιχνίαση της ληστείας και αυτό εξηγήθηκε με σαφήνεια στον εφεσείοντα.  Τα αντικείμενα παραλήφθηκαν ως σχετικά με τη ληστεία μετά από νόμιμη έρευνα που διενεργήθηκε σε γνώση του εφεσείοντα, σε σχέση προς τη ληστεία.  Μάλιστα ο εφεσείων δεν αντέδρασε σ’ αυτό και τέθηκε και το παράλληλο ζήτημα της παροχής από αυτόν συγκατάθεσης.  Ενώπιόν μας η κα Μαλακτού την επικαλέστηκε αλλά στο τέλος, με [*423]αναφορά στην Psaras & Another (ανωτέρω) δήλωσε πως δεν την πρότεινε ως ανεξάρτητο νομιμοποιητικό έρεισμα. Δεν θα μας απασχολήσει αυτό το θέμα.  Όπως έχουμε διαπιστώσει,  η έρευνα ήταν, εν πάση περιπτώσει, νόμιμη.  Οι λόγοι έφεσης ως προς το αποδεκτό των αντικειμένων ως μαρτυρίας  είναι αβάσιμοι και απορρίπτονται.

Οι υπόλοιποι λόγοι έφεσης αφορούν στην επάρκεια της μαρτυρίας που προσάχθηκε.  Με αναντίλεκτη τη διάπραξη της ληστείας, το θέμα ήταν η σύνδεση του εφεσείοντα με αυτό το έγκλημα.  Η θέση του ήταν πως ενώ ανύποπτος περιφερόταν για αναζήτηση εργασίας, απλώς προσπάθησε να αποφύγει τους αστυνομικούς που έλεγχαν την τροχαία επειδή δεν είχε μαζί του την άδεια οδηγού του.

Δεν υπήρχε άμεση μαρτυρία που να ενέπλεκε τον εφεσείοντα.  Κατά την ομόφωνη όμως απόφαση του Κακουργιοδικείου η περιστατική μαρτυρία που προσάχθηκε, τις επιπτώσεις της οποίας εκτίμησε με αναφορά στις υποθέσεις Fournides v. Republic (1986) 2 C.L.R. 73 και Παφίτης & Άλλοι ν. Δημοκρατίας (1990) 2 ΑΑΔ 102, δεν άφηνε την παραμικρή αμφιβολία για την ενοχή του εφεσείοντα.  Οι εισηγήσεις της υπεράσπισης για ποιοτική ανεπάρκεια της μαρτυρίας και για κενά σ΄αυτή, ενέπιπταν στη σφαίρα του απίθανου και του εξωπραγματικού.  Η υπόθεση χαρακτηρίστηκε ως κλασσική περίπτωση περιστατικής μαρτυρίας η οποία συνάδει μόνο με την ενοχή του κατηγορουμένου.

Λίγο πριν της 9.00 π.μ. της 17.3.97, άγνωστος, με καλυμμένο το πρόσωπο και κράνος μπήκε στο κατάστημα της τράπεζας. Υπό την απειλή κοντόκαννου κυνηγετικού όπλου ανάγκασε το διευθυντή  (Μ. Κ. Φουλής) να του παραδώσει τα χρήματα που βρίσκονταν στο ταμείο.  Ανέρχονταν σε £4,582.  Τα χρήματα τοποθετήθηκαν σε τσάντα που κρατούσε ο δράστης και αυτός, πατώντας πάνω στον πάγκο του Ταμείου, βγήκε από την τράπεζα.  Τον ανέμενε  αγωνιστική μοτοσυκλέτα, με τον οδηγό της στη θέση του και τη μηχανή σε λειτουργία, επιβιβάστηκε σ’ αυτή και απομακρύνθηκαν προς τον αυτοκινητόδρομο.  Τρία πρόσωπα είχαν δει αγωνιστική μοτοσυκλέτα με δυο άτομα σ’ αυτή σε διάφορα σημεία στα Λειβάδια.  Πρόκειται για τους μάρτυρες κατηγορίας Ισιδώρου, Μιχαήλ και Γεωργίου.  Ο οδηγός και  ο επιβάτης της φορούσαν κράνος αλλά θεάθηκε και καλτσόν στο πρόσωπο τους, κάτω από αυτό.  Οι δυο πρώτοι ακολούθησαν την πορεία της.  Την είδαν έξω από την τράπεζα, είδαν σε λίγο πρόσωπο με κοντόκαννο κυνηγετικό όπλο να εξέρχεται κρατώντας μια κίτρινη τσάντα και τους ακολούθησαν με [*424]τα αυτοκίνητά τους.  Σταμάτησαν σε καφενείο για να ειδοποιήσουν την αστυνομία, τους έχασαν αλλά σε σημείο που περιγράφηκε ως η αερογέφυρα του αυτοκινητόδρομου σε απόσταση 200 - 300 μέτρα, είδαν στη συνέχεια πρόσωπο να βγαίνει από τις ακακίες και να εισέρχεται σε ένα αυτοκίνητο πράσινο Datsun μέσα στο οποίο προηγουμένως πέταξε ένα κράνος και μια κίτρινη τσάντα.  Ο Ισιδώρου ακολούθησε το Datsun με το αυτοκίνητό του αλλά από κάποια απόσταση και στο στρίψιμο της Αραδίππου, το έχασε.

Περίπου 15 - 20 λεπτά αργότερα, άλλος μάρτυρας κατηγορίας είδε τον εφεσείοντα να οδηγεί ένα αυτοκίνητο Datsun πράσινο στην περιοχή του νέου σταδίου ΓΣΖ, έξω από τη Λάρνακα.  Επρόκειτο για το Λοχία Νικολάου που περιπολούσε, ακριβώς γιατί άκουσε στον ασύρματο μήνυμα για τη διάπραξη ληστείας. Δεν εγνώριζε τότε οτιδήποτε για τον τύπο ή το χρώμα του αυτοκινήτου και δεν προέβη σε οποιαδήποτε ενέργεια. Αργότερα είδε τις λεπτομέρειες από την τηλεόραση και αναγνώρισε τον εφεσείοντα και το αυτοκίνητο. Είχε ήδη κρατήσει στη μνήμη του το γράμμα J και τους δυο πρώτους αριθμούς της πινακίδας εγγραφής του. Όσα διαδραματίστηκαν στη συνέχεια τα έχουμε περιγράψει.  Γύρω στις 9.40 π.μ. ο εφεσείων εντοπίστηκε από τους Ανδρέου και Νεοκλέους ενώ κατευθυνόταν προς την Μοσφιλωτή.  Ακολούθησε η σύλληψή του και η έρευνα του αυτοκινήτου του.

Οι αστυνομικές έρευνες και οι επιστημονικές εξετάσεις οδήγησαν στη συλλογή των ακόλουθων στοιχείων:

1.  Στον πάγκο του ταμείου της τράπεζας, εκεί που κατά τη μαρτυρία πάτησε ο δράστης, βρέθηκε αποτύπωμα μέρους σόλας παπουτσιού. Πραγματογνώμονας, με επιστημονική μέθοδο που εξήγησε, το σύγκρινε με αποτύπωμα που πήρε από το δεξί παπούτσι που φορούσε ο εφεσείων κατά τη σύλληψή του. Ταυτίζονταν. Είχαν τα ίδια κατασκευαστικά ή ταξικά χαρακτηριστικά αλλά, και αυτό ήταν το ουσιώδες, είχαν επίσης όμοια επίκτητα χαρακτηριστικά. Είχαν και τα δυο το ίδιο “φάγωμα” και, κυρίως, την ίδια σχισμή, σε σχήμα κεραυνού όπως λέχθηκε, στο ίδιο ακριβώς σημείο.  Η πιθανότητα να υπήρχαν τέτοια χαρακτηριστικά σε άλλο παπούτσι ήταν πολύ απομεμακρυσμένη και δεν υπήρχε ενδεχόμενο λάθους.

2.  Σε σημείο κοντά στην αερογέφυρα του αυτοκινητόδρομου από όπου θεάθηκε πρόσωπο να εισέρχεται στο πράσινο Datsun και μαζί με άλλον να απομακρύνεται, βρέθηκε αγω[*425]νιστική μοτοσυκλέτα με τη μηχανή της ζεστή ακόμα. Οι μάρτυρες την αναγνώρισαν ως εκείνη που είδαν στα Λειβάδια και έξω από την τράπεζα, με την οποία απομακρύνθηκαν οι δυο που περιγράφησαν.  Πέρα από τη γενική της εμφάνιση είχε ως ιδιαίτερο διακριτικό το γεγονός ότι έλειπε ένας αριθμός από την οπίσθια πινακίδα της η οποία, επίσης, ήταν λίγο “ζαβωμένη”. Η μοτοσυκλέτα εκείνη είχε κλαπεί από γραφείο ενοικίασης στην Ορόκλινη. Επίσης ο Ισιδώρου, ο οποίος ας σημειωθεί είναι βαφέας αυτοκινήτων, αναγνώρισε και το αυτοκίνητο που οδηγούσε ο εφεσείων, ως εκείνο το οποίο ακολούθησε. Το αναγνώρισε και ο Μιχαήλ αλλά, όπως εξήγησε, δεν μπορούσε να ήταν σίγουρος.

3.  Η περιοχή στην οποία βρέθηκε η μοτοσυκλέτα ήταν βρεγμένη, λασπωμένη και με “λακούβες” από νερό.  Το κάτω μέρος της φόρμας που φορούσε ο εφεσείων, τα παπούτσια και οι κάλτσες του, ήταν βρεγμένα.  Το ίδιο βρεγμένα ήταν και ζεύγος υποδημάτων και κάλτσες σ’ αυτά που βρέθηκαν μέσα στο αυτοκίνητο που οδηγούσε ο εφεσείων.  Επίσης, μέσα στο αυτοκίνητο, βρέθηκε φύλλο ακακίας και “ξυνουδιού”, τα ταξινόμησε βοτανολόγος και, όπως διαπιστώθηκε, στην ίδια περιοχή υπήρχε τέτοια βλάστηση.

4.  Μέσα στο αυτοκίνητο, εκτός από το φυσίγγιο, το γάντι και άλλα, βρέθηκαν χαρτονομίσματα συνολικής αξίας £3,361, με δυο σημειώσεις.  Δεν περιλαμβάνονταν στον κατάλογο που υπήρχε στην τράπεζα και που κάλυπτε μέρος μόνο των κλαπέντων, αλλά:

(α) Ο Στυλιανού που ήταν ο ταμίας της τράπεζας τότε, αναγνώρισε στις σημειώσεις τη γραφή του.  Τρεις αριθμοί είχαν γραφεί από τον ίδιο στο πλαίσιο της διαδικασίας που ακολουθούσαν σε σχέση με την αξία φθαρμένων χαρτονομισμάτων για να τεθούν εκτός κυκλοφορίας από την Κεντρική Τράπεζα.  Οι σημειώσεις είχαν τοποθετηθεί από τον ίδιο στο συρτάρι του ταμείου μαζί με τα χαρτονομίσματα. Επίσης αναγνώρισε δυο χαρτονομίσματα, ένα της μιας λίρας και ένα των πέντε λιρών.  Το ένα έφερε λεκέ από αίμα και το άλλο ήταν κιτρινισμένο.  Τα είχε τοποθετήσει ο ίδιος σε δέσμη στο ίδιο συρτάρι.

(β) Ο Λοΐζου, ταμίας στην ίδια τράπεζα ως τις 7.3.97, αναγνώρισε τη δική του γραφή στη μια από τις σημειώσεις. Είχε γράψει ο ίδιος ορισμένους αριθμούς, στο πλαίσιο [*426]της ίδιας διαδικασίας αναφορικά με τα φθαρμένα χαρτονομίσματα.

(γ) Στη μια από τις σημειώσεις, πραγματογνώμονας εντόπισε δυο δακτυλικά αποτυπώματα. Το ένα ταυτιζόταν πλήρως με το αποτύπωμα του αριστερού αντίχειρα του ταμία Στυλιανού. Κατά τη μαρτυρία, ουδέποτε άγγιξε ο Στυλιανού τις σημειώσεις αφότου αυτές βρέθηκαν στο αυτοκίνητο που οδηγούσε ο εφεσείων.

Η υπεράσπιση, όπως αναφέραμε, είχε αμφισβητήσει την επάρκεια και την ποιότητα της μαρτυρίας που είχε προσαχθεί. Υπήρχαν, κατά την εισήγησή της, κενά και η επιστημονική μαρτυρία αλλά και η αναγνώριση της γραφής τους από τους μάρτυρες κατηγορίας χωρίς επιστημονική υποστήριξη, δεν ήταν δυνατό να  οδηγήσουν σε αναμφίβολη σύνδεση του εφεσείοντα προς το έγκλημα.  Μάλιστα, στο μάρτυρα Στυλιανού, υποβλήθηκε πως έγραψε μεν ο ίδιος τους αριθμούς στη σημείωση αλλά αργότερα, στο στάδιο της διερεύνησης της υπόθεσης.  Θα δούμε πως μετά ο εφεσείων κατέθεσε πως ήταν εκείνος που έγραψε τους αριθμούς στις σημειώσεις.  Επίσης αμφισβητήθηκε η ακρίβεια και η γενικότερη αξιοπιστία των αναγνωρίσεων που συνέδεαν τη μοτοσυκλέτα που βρέθηκε με το έγκλημα και τους δράστες με τη μοτοσυκλέτα εκείνη και το αυτοκίνητο που οδηγούσε ο εφεσείων.

Ο εφεσείων, με την ένορκη μαρτυρία του, προέβαλε την ακόλουθη εκδοχή.  Γύρω στις 6.30 π.μ. της 17.3.97, οδηγώντας το JJ 381 από το χωριό του Λυθροδόντας, πήγε στη Λάρνακα απέναντι από τις “Καμάρες” σε αναζήτηση εργασίας ως οικοδόμος. Δεν βρήκε κανένα, προχώρησε μέχρι τη θάλασσα στη Λάρνακα και αργότερα επέστρεψε στον ίδιο τόπο και πάλιν χωρίς αποτέλεσμα.  Πήρε το δρόμο της επιστροφής και ακολούθησε η σύλληψή του. Τα χρήματα που βρέθηκαν στο αυτοκίνητο του ανήκαν.  Προέρχονταν από την εργασία του από δάνειο και από τυχερά παιγνίδια.  Δεν υπήρχε λόγος να τα έχει στη τσέπη του.  Τα μετέφερε γιατί ενδιαφερόταν να αγοράσει αυτοκίνητο για την εργασία του ως οικοδόμος ή, όπως πρόσθεσε, γιατί ενδεχομένως το βράδυ θα έπαιζε ζάρι. Οι σημειώσεις στις οποίες αναφερθήκαμε γράφτηκαν από τον ίδιο αλλά δεν είχαν οποιαδήποτε σχέση με τα χρήματα.  Το φυσίγγιο μπορεί να παράπεσε αφού πριν μερικές μέρες είχε πάει σε κυνήγι μαζί με άλλο πρόσωπο που είχε όπλο, όπως βεβαίωσε και εκείνος.  Το γάντι ενδεχομένως ανήκε στη σύζυγό του.  Τα ρούχα, τα παπούτσια και οι κάλτσες του ήταν βρεγμένα γιατί σε κάποιο στάδιο της διαδρομής του κατέβηκε σε χωράφι για να μαζέψει αγρέλλια και [*427]πάτησε σε “ποταμό”. Τα άλλα υποδήματα και οι κάλτσες που βρέθηκαν στο αυτοκίνητο δεν ήταν βρεγμένα.  Μάλιστα έστριψε στο χωματόδρομο αμέσως πριν τη σύλληψή του όχι μόνο για να αποφύγει τους αστυνομικούς για το λόγο που έδωσε αρχικά αλλά και για να αλλάξει κάλτσες και παπούτσια·  όσο και αν δεν ήταν δικά του ούτε στο μέγεθός του εκείνα που βρέθηκαν στο αυτοκίνητο, το οποίο επίσης δεν του ανήκε.  Όταν του ζητήθηκε να εξηγήσει γιατί δεν έλεγε το όνομά του στους αστυνομικούς, η απάντησή του ήταν, “ίντα να πω το όνομά μου”.

Το Κακουργιοδικείο, έκρινε ως αξιόπιστους τους μάρτυρες κατηγορίας, απέρριψε τους ισχυρισμούς για ανεπάρκεια, αβεβαιότητα και κενά και σχολίασε κάθε σημείο που εγέρθηκε. Το αποτύπωμα της σόλας στον πάγκο το χαρακτήρισε ως το επισκεπτήριο του εφεσείοντα.  Μόνο ο δράστης είχε πατήσει στο πάγκο του ταμείου και ο εφεσείων δεν είχε αλλάξει παπούτσια.  Η διαπίστωση πως στη μια από τις σημειώσεις βρέθηκε δακτυλικό αποτύπωμα του Στυλιανού, ουσιαστικά δεν είχε αμφισβητηθεί. Η θέση της υπεράσπισης ήταν πως ο Στυλιανού άγγιξε τη σημείωση αργότερα.  Η μαρτυρία του Στυλιανού και των αστυνομικών στο θέμα ήταν απόλυτη και το Κακουργιοδικείο δεν είχε καμιά αμφιβολία πως έλεγαν την αλήθεια.  Ο Στυλιανού ουδέποτε άγγιξε τις σημειώσεις μετά τη ληστεία.  Η μαρτυρία ως προς τη μοτοσυκλέτα και το αυτοκίνητο ήταν αξιόπιστη και ασφαλής.  Οι χρονικοί συσχετισμοί, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και τα άλλα στοιχεία συμπλήρωναν την εικόνα.  Ο εφεσείων, λίγη ώρα μετά τη ληστεία, οδηγούσε αυτοκίνητο που αναγνωρίστηκε ως όμοιο με εκείνο με το οποίο διέφυγαν οι δράστες. Μέσα στο αυτοκίνητο βρέθηκαν χαρτονομίσματα φθαρμένα που επίσης αναγνωρίστηκαν και επιπλέον, σημειώσεις που το Κακουργιοδικείο δεν είχε αμφιβολία ότι γράφτηκαν από τους υπαλλήλους της τράπεζας.  Σε μια από αυτές βρέθηκε δακτυλικό αποτύπωμα του Στυλιανού και υπήρχε και η αξιόπιστη και ασφαλής μαρτυρία για το αποτύπωμα της σόλας, τα φύλλα ακακίας και “ξυνουδιού” και τα βρεγμένα ρούχα, υποδήματα και κάλτσες.

Απέναντι τους βρισκόταν μια εντελώς αναξιόπιστη μαρτυρία.  Το Κακουργιοδικείο χαρακτήρισε τη μαρτυρία του εφεσείοντα ως κατασκευασμένη, αφελώς μάλιστα, χωρίς συνέπεια και λογική ή έστω αληθοφάνεια. Την απέρριψε χωρίς δισταγμό και κατέληξε στη διαπίστωση πως, χωρίς αμφιβολία, ο εφεσείων ήταν ένοχος.  Σ΄αυτό το πλαίσιο, με αναφορά στις υποθέσεις R. v. Loughlin [1951] 35 Cr. App. R. 69, R. v. Senmour [1954] 38 Cr. App. R. 68, R. Christ [1951] 35 Cr. App. R. 76, R. v. Plain [1966] 51 Cr. App. [*428]R. 91 και R. v. Smythe [1980] 72 Cr. App. R.8, αναφέρθηκε στο γεγονός της πρόσφατης κατοχής χαρτονομισμάτων που αποδείχτηκε πως αποτελούσαν μέρος των κλαπέντων και στις ενοχοποιητικές επιπτώσεις του, στο πλαίσιο του συνόλου των στοιχείων, όταν δεν υπήρχε λογική εξήγηση γι’ αυτή.

Η επιχειρηματολογία για τον εφεσείοντα, στο πλαίσιο των λόγων έφεσης, αφορούσε κατά βάση στη δυνατότητα εξαγωγής συμπεράσματος ενοχής, στο βαθμό που απαιτείται σε ποινικές υποθέσεις. Και εφόσον, όπως διαπίστωσε το Κακουργιοδικείο, οι μάρτυρες κατηγορίας ήταν έντιμοι μάρτυρες που είπαν την αλήθεια όπως την αντιλαμβάνονταν, οι παρατηρήσεις τους εξ αντικειμένου δεν μπορούσαν να αποτελέσουν ασφαλή βάση ενόψει της φύσης τους αλλά και του συσχετισμού τους προς άλλη μαρτυρία που επίσης προσάχθηκε από την κατηγορούσα αρχή.  Και αυτό, ανεξάρτητα από την απόρριψη της μαρτυρίας του εφεσείοντα, ως προς την οποία δεν διατυπώθηκε οποιοδήποτε παράπονο. Ήταν καθήκον της κατηγορούσας αρχής να θεμελιώσει, με θετική μαρτυρία, την ενοχή του εφεσείοντα. Συζητήθηκαν ιδιαίτερα τα ακόλουθα σημεία:

1.   Δεν ήταν δυνατό να εξαχθεί με ασφάλεια πως το αυτοκίνητο που είδαν οι μάρτυρες ήταν εκείνο που οδηγούσε ο εφεσείων.  Πέρα από την ανεπάρκεια των δεδομένων, ο Ισιδώρου δεν το είδε να κατευθύνεται όταν έφθασε στο στρίψιμο της Αραδίππου προς τη Λάρνακα και αφού λίγα λεπτά μετά ο εφεσείων θεάθηκε από τον λοχία Νικολάου να οδηγεί αμέριμνος στην περιοχή του Νέου ΓΣΖ, δεν μπορούσε να ήταν ο οδηγός του αυτοκινήτου με το οποίο, έστω, διέφυγαν οι δράστες.

2.   Η αναγνώριση των χαρτονομισμάτων ήταν επισφαλής και αδυνάτιζε ακόμα περισσότερο αφού δεν βρέθηκαν στο αυτοκίνητο χαρτονομίσματα που περιέχονταν στον κατάλογο που τηρούσε η τράπεζα.

3.   Τα χαρακτηριστικά που οδήγησαν σε συμπέρασμα ταύτισης του αποτυπώματος της σόλας στον πάγκο του ταμείου με το παπούτσι που φορούσε ο εφεσείων δεν ήταν αρκετά και θα ήταν επικίνδυνο να εξαχθεί από αυτό συμπέρασμα ενοχής.

4.   Η μαρτυρία για την αναγνώριση της μοτοσυκλέτας ήταν επισφαλής.  Όσο και αν βρέθηκε κοντά, εγκαταλελειμένη και με τη μηχανή ζεστή ακόμα, ήταν πιθανόν να την άφησε εκεί ο πραγματικός κλέφτης της.

[*429]

5.   Δεν υπήρχαν τα χρονικά περιθώρια για την απομάκρυνση από το αυτοκίνητο των άλλων αντικειμένων που αναφέρθηκαν  (κράνος, τσάντα, όπλο) και τα υπόλοιπα χρήματα. Η κρίση του Κακουργιοδικείου πως υπήρχε τέτοια δυνατότητα αποτελεί αυθαίρετη υπόθεση.

6.   Χρειαζόταν η μαρτυρία γραφολόγου σε σχέση με τους αριθμούς στις σημειώσεις.

7.   Και να είχε αποδειχθεί πως τα χρήματα που βρέθηκαν στο αυτοκίνητο ήταν μέρος των κλαπέντων, ήταν ανοικτό το ενδεχόμενο να ήταν μόνο κλεπταποδόχος ο εφεσείων.  Η νομολογία ως προς την “πρόσφατη κατοχή” κλοπιμαίων, δεν προσεγγίστηκε ορθά.  Δεν ήταν δυνατό να εξαχθεί συμπέρασμα ενοχής για τη ληστεία, μόνο στη βάση της.

Εξετάσαμε τις εισηγήσεις και τα στοιχεία.  Είναι ορθή η εισήγηση της εφεσίβλητης πως δεν στοιχειοθετείται λόγος που να δικαιολογεί παρέμβασή μας.  Το συμπέρασμα του Κακουργιοδικείου πως, από το σύνολο της περιστατικής μαρτυρίας, προκύπτει χωρίς καμιά απολύτως αμφιβολία ότι ο εφεσείων ήταν ένοχος για το κακούργημα της ληστείας, είναι το μόνο που δικαιολογείται. Δεν έχει στοιχειοθετηθεί οτιδήποτε που να δείχνει πως το Κακουργιοδικείο έσφαλε ως προς την αξιολόγηση της μαρτυρίας, τις διαπιστώσεις και τα συμπεράσματα που προέκυπταν από αυτή και τα όσα ειδικά συζητήθηκαν από τον εφεσείοντα, αποτελούν αποσπασματική προσέγγιση των στοιχείων, κατά παραγνώριση του πλέγματος που δημιουργεί ο συσχετισμός του συνόλου.

Δεν είναι ορθό πως η μαρτυρία του Ισιδώρου απέκλεισε το ενδεχόμενο να κινήθηκε το αυτοκίνητο με τους δράστες προς τη Λάρνακα.  Τους ακολουθούσε από απόσταση, πράγματι είχε ορατότητα προς το δρόμο που οδηγούσε προς τη Λάρνακα και δεν το είδε εκεί, αλλά αυτό δεν απέκλειε την πιθανότητα είτε της μή πλήρους και ανά πάσα στιγμή κάλυψης της περιοχής ή, τουλάχιστον, το αυτοκίνητο να προχώρησε ευθείαν και μετά να στράφηκε προς τη Λάρνακα.  Από την άλλη, οι αποστάσεις και οι χρονικοί συσχετισμοί παραλληλίστηκαν από άλλους μάρτυρες, που επίσης κρίθηκαν αξιόπιστοι, και που προέβηκαν σε μετρήσεις.  Ήταν εφικτό να βρίσκεται ο εφεσείων στο στρίψιμο της Αραδίππου, στο νέο ΓΣΖ και σημείο της σύλληψης του κατά τις ώρες που προσδιορίστηκαν. Επίσης ήταν εφικτό να είχε εγκαταλείψει το αυτοκίνητο ο δεύτερος από τους δράστες πριν φθάσει ο Εφεσείων στο νέο ΓΣΖ και, [*430]στο μεταξύ ή ακόμα και μετά, να είχαν απομακρυνθεί από το αυτοκίνητο τα αντικείμενα που αναφέρθηκαν και το υπόλοιπο των κλαπέντων.  Ο κατάλογος των χαρτονομισμάτων που υπήρχε στην τράπεζα δεν κάλυπτε όλα τα κλαπέντα και δεν ήταν ασυμβίβαστο προς τα στοιχεία το γεγονός ότι τα ανευρεθέντα στο αυτοκίνητο δεν περιλαμβάνονταν σ’ αυτό.  Οι μάρτυρες που αναγνώρισαν τη γραφή τους στις σημειώσεις ήταν απόλυτοι και δεν μπορούμε να δεκτούμε πως, αφού έγινε δεκτό πως έλεγαν την αλήθεια, πάσχει η στήριξη σ’ αυτή.  Επίσης δεν πάσχει η αποδοχή της μαρτυρίας πως ο Στυλιανού δεν άγγιξε τις σημειώσεις μετά τη ληστεία, που αναδείκνυε, όπως και τα άλλα, βέβαιη την παρουσία στο αυτοκίνητο αντικειμένων - των σημειώσεων και των χαρτονομισμάτων - που βρίσκονταν αμέσως προηγουμένως στο συρτάρι του ταμείου της τράπεζας.  Αυτά, ενόψει του αποτυπώματος της σόλας αλλά και ως συμπεράσματος από την πρόσφατη κατοχή κλοπιμαίων, έδειχναν πως ο εφεσείων ήταν ένοχος στην κατηγορία που του προσάχθηκε. Συναφώς δεν δεχόμαστε πως το Κακουργιοδικείο καθοδηγήθηκε εσφαλμένα ως προς τη νομολογία αναφορικά με τα συμπεράσματα απο την “πρόσφατη κατοχή”.  (Βλ. συναφώς και Ιοannis Kyprianou v. Police (1976) 2 C.L.R. 75).  Αντίθετα προς την εισήγηση του εφεσείοντα, το Κακουργιοδικείο προσέγγισε και αυτό το θέμα  με αναφορά στο πλαίσιο του συνόλου των στοιχείων ανάμεσα στα οποία, πέρα από την ανυπαρξία αποδεκτής εξήγησης αλλά και τα άλλα στα οποία αναφερθήκαμε, ήταν και τα βρεγμένα ρούχα, παπούτσια και κάλτσες, τα φύλλα που βρέθηκαν στο αυτοκίνητο και η μαρτυρία γι’ αυτά.  Η έφεση κατά της καταδίκης είναι αβάσιμη και απορρίπτεται.

Η πλειοψηφία του Κακουργιοδικείου επέβαλε στον εφεσείοντα την ποινή της δεκαετούς φυλάκισης.  Ο Πρόεδρός του έκρινε πως αρμόζουσα ήταν εκείνη της οκταετούς φυλάκισης.  Ο εφεσείων εισηγείται πως η προσέγγιση της μειοψηφίας ήταν πιο ισορροπημένη και μας κάλεσε να παρέμβουμε.  Δεν αμφισβήτησε τη σοβαρότητα του εγκλήματος - τιμωρείται με ποινή ισόβιας φυλάκισης - και την ανάγκη που επισημάνθηκε για αποτρεπτική ποινή ενόψει της φύσης του εγκλήματος αλλά και της ανησυχητικής συχνότητάς του.  Εισηγείται όμως πως προσδόθηκε υπέρμετρη βαρύτητα στην προηγούμενη καταδίκη του, πάλιν για ένοπλη ληστεία, και πως ουσιαστικά παραγνωρίστηκαν οι προσωπικές του περιστάσεις  -  πατέρας ενός ανήλικου παιδιού - και η προβληματική κατάσταση της ψυχικής του υγείας.  Αναφέρθηκε στο γεγονός ότι τελικά δεν χρησιμοποιήθηκε βία και εισηγήθηκε πως η φύση του αδικήματος δεν απέκλειε εξατομίκευση όπως δείχνουν οι διάφορες ποινές που επιβλήθηκαν για το ίδιο αδίκημα σε αριθμό υποθέσεων.  Αναφέρθηκε [*431]στις υποθέσεις Σάββα ν. Δημοκρατίας (1968) 2 Α.Α.Δ. 218, Μιχαήλ ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 232, Σωκράτους ν. Δημοκρατίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 132 και Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 224.

Το Κακουργιοδικείο στάθμισε όλα τα δεδομένα και δεν είναι ορθό πως προκύπτει οτιδήποτε από όσα στήριξαν την εισήγηση του εφεσείοντα. Η προηγούμενη καταδίκη για ένοπλη ληστεία, όταν ο εφεσείων ήταν 18 περίπου ετών, για την οποία του επιβλήθηκε ποινή εξαετούς φυλάκισης το 1987 (Βλ. Pamboukas and Another v. Republic (1987) 2 C.L.R. 257), προσεγγίστηκε ορθά.  Δεν ήταν παράγων που δικαιολογούσε επαύξηση της ποινής και είχε παρέλθει μεγάλο χρονικό διάστημα από τότε.  Δεν έπαυε όμως να αφορούσε και εκείνη σε ένοπλη ληστεία που σαφώς περιόριζε τα περιθώρια επιείκειας.

Είχε διαπιστωθεί παλαιότερα πως ήταν προβληματική η κατάσταση της ψυχικής υγείας του εφεσείοντα και πως γι’ αυτό απολύθηκε από την Εθνική Φρουρά.  Υποβλήθηκε όμως τότε σε θεραπεία και δεν υπήρχαν στοιχεία για το παρόν.  Δεν διακρίνουμε σφάλμα του Κακουργιοδικείου ως προς αυτό το στοιχείο, το οποίο, όπως σημειώθηκε, δεν παραγνωρίστηκε. Όπως δεν παραγνωρίστηκαν και οι υπόλοιπες προσωπικές του περιστάσεις, με την ορθή υπενθύμιση πως, όπως τονίστηκε στην Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 224, στην οποία έγινε αναφορά, δεν μπορούσε με την εξατομίκευση να εξουδετερωθεί η σοβαρότητα του εγκλήματος και η ανάγκη αποτροπής. Το αδίκημα ήταν σχεδιασμένο και ενώ δεν είχε χρησιμοποιηθεί βία σαφώς επιδείχθηκε αποφασιστικότητα για χρήση βίας μπροστά στην οποία έντρομοι από τον κίνδυνο για τη ζωή τους που αντιμετώπιζαν, υπέκυψαν οι υπάλληλοι της τράπεζας.

Δεν διαπιστώνουμε σφάλμα αρχής ούτε μπορούμε να θεωρήσουμε την ποινή που επιβλήθηκε ως εκδήλως υπερβολική.  Είναι ορθή η εισήγηση της εφεσίβλητης πως δεν παρέχεται περιθώριο για παρέμβαση προς μείωση ποινής που επέβαλε το Κακουργιοδικείο ως ο κατ’ εξοχήν κριτής της.  Η έφεση κατά της ποινής είναι αβάσιμη και απορρίπτεται.

H έφεση απορρίπτεται.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο