(1999) 2 ΑΑΔ 454
[*454]29 Σεπτεμβρίου, 1999
[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στές]
ΝΙΚΗ ΗΛΙΑ,
Εφεσείουσα,
v.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινική Έφεση Aρ. 6694)
Ευρήματα Δικαστηρίου — Εύρημα πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η πρόκληση τροχαίου ατυχήματος σε αυτοκινητόδρομο οφείλετο στο αμελές οδήγημα της εφεσείουσας, όταν ανέκοψε την πορεία του οχήματος του παραπονουμένου — Ήταν εύλογα επιτρεπτό και δεν παρεχόταν πεδίο για επέμβαση του Εφετείου.
Ευρήματα Δικαστηρίου — Ευρήματα πρωτόδικου Δικαστηρίου επί των γεγονότων και της αξιοπιστίας μαρτύρων — Προϋποθέσεις επέμβασης Εφετείου.
Απόδειξη — Απόδειξη στοιχείων που δεν αμφισβητούνται από τον κατηγορούμενο — Δεν αναμένεται από την Κατηγορούσα Αρχή να τα αποδεικνύει.
Τροχαία ατυχήματα — Εφαρμοστέες νομικές αρχές αναφορικά με την αντιμετώπιση τους.
Στις 14.2.98, η εφεσείουσα ξεκίνησε το αυτοκίνητο της που ήταν σταματημένο στο κράσπεδο του αυτοκινητόδρομου Λάρνακος -Λευκωσίας και μπήκε στην αριστερή λωρίδα προς Λευκωσία με αποτέλεσμα να ανακόψει την πορεία του οχήματος του παραπονουμένου που οδηγείτο στον αυτοκινητόδρομο με την ίδια κατεύθυνση, με αποτέλεσμα το αυτοκίνητο του να συγκρουστεί με το πίσω μέρος του οχήματος της εφεσείουσας.
Οι εκδοχές των διαδίκων ήταν διαφορετικές ως προς τις συνθήκες του ατυχήματος. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε την εκδοχή του παραπονουμένου και του μάρτυρά του σύμφωνα με την οποία το όχημα της εφεσείουσας μπήκε στο δρόμο και εκινείτο πάρα πολύ σιγά όταν ο παραπονούμενος βρισκόταν πολύ πλησίον του, ώστε να μην [*455]του δίδεται η ευκαιρία αποτελεσματικής αντίδρασης. Η εφεσείουσα κρίθηκε ένοχη αμελείας, γιατί εισήλθε στον αυτοκινητόδρομο ενώ δεν ήταν ασφαλές να το πράξει, προκαλώντας έτσι το ατύχημα.
Η εφεσείουσα προσβάλλει τα ευρήματα αξιοπιστίας και γεγονότων του Δικαστηρίου υποστηρίζοντας ότι υπήρχαν ανακρίβειες και αντιφάσεις στη μαρτυρία που έπρεπε να οδηγήσουν το Δικαστήριο στην απόρριψη της εκδοχής του παραπονουμένου και του μάρτυρά του.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Είναι γενικά νομολογημένη αρχή ότι το Ανώτατο Δικαστήριο δεν επεμβαίνει στα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου εκτός αν αυτά δεν ήταν εύλογα επιτρεπτά με βάση τα γεγονότα και εκτός αν ο εφεσείων ικανοποιήσει το Δικαστήριο ότι η αιτιολογία ήταν ανεπαρκής και τα ευρήματα δεν δικαιολογούνταν από τη μαρτυρία στο σύνολό της. Ανάλογες αρχές ισχύουν και για ευρήματα αξιοπιστίας.
2. Ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε τις αντιφάσεις ως προς τις αποστάσεις στις οποίες αναφέρθηκαν οι μάρτυρες κατηγορίας ως επουσιώδεις.
3. Η αξιολόγηση της μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο και η κατάληξη στα ευρήματα του είναι ορθή και δεν παρέχεται πεδίο για επέμβαση του Εφετείου προς ανατροπή τους.
4. Η Κατηγορούσα Αρχή δεν είχε υποχρέωση να αποδείξει μη αμφισβητούμενα στοιχεία, όπως ήταν η ύπαρξη ή μη των αναμμένων φώτων του αυτοκινήτου του παραπονούμενου κατά την στιγμή του ατυχήματος. Ήταν καθήκον της κατηγορούμενης, αν η εκδοχή της ήταν ότι δεν είχε φώτα το όχημα του παραπονούμενου, να θέσει τούτο στους μάρτυρες, κάτι που απέτυχε να πράξει και το ήγειρε μόνο στο στάδιο των αγορεύσεων.
5. Η έφεση αυτή ήταν εντελώς αδικαιολόγητη.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Bullows v. Νεοφύτου κ.ά. (1994) 1 Α.Α.Δ. 41,
Mamas v. “ARMA” Tyres (1966) 1 C.L.R. 158,
[*456]Nearchou v. Papaefstathiou (1970) 1 C.L.R. 109,
Roussou v. Aristodemou (1989) 1 C.L.R. 12,
Μαυρίδης ν. Dharaghji a.o. (1990) 1 A.A.Δ. 1013,
Elia v. Nicola (1985) 1 C.L.R. 286,
Αγησιλάου v. Χρίστου (1989) 1 (Ε) Α.Α.Δ. 713,
Halil v. Κλεάνθους κ.ά. (1992) 1 (Β) C.L.R. 739.
Έφεση εναντίον Kαταδίκης.
Έφεση εναντίον της καταδίκης από τη Nίκη Hλία, η οποία βρέθηκε ένοχη στις 18 Mαρτίου 1999, από το Eπαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας (Ποινική Yπόθεση Aρ. 4954/98) στην κατηγορία της αμελούς οδήγησης κατά παράβαση των Άρθρων 8 και 19(1), (4) του Περί Mηχανοκινήτων Oχημάτων και Tροχαίας Kινήσεως Nόμου του 1972 και καταδικάστηκε από Kαουτζάνη, E.Δ., σε πρόστιμο Λ.K.140.
Γ. Λουκαϊδης, για τον Eφεσείοντα.
Σ. Τσιβιτανίδου-Κίζη, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Eφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Η εφεσείουσα καταδικάστηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας για αμελή οδήγηση κατά παράβαση των άρθρων 8 και 19(1), (4) του Περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμου του 1972. Με την παρούσα έφεση της προσβάλλει την καταδίκη της.
Στις 14.2.98, στον αυτοκινητόδρομο Λάρνακας-Λευκωσίας, η εφεσείουσα ξεκίνησε το αυτοκίνητο της που ήταν σταματημένο στο κράσπεδο του αυτοκινητόδρομου και μπήκε στην αριστερή λωρίδα προς Λευκωσία, με αποτέλεσμα να ανακόψει την πορεία του οχήματος του παραπονουμένου, που οδηγείτο στον αυτοκινητόδρομο με την ίδια κατεύθυνση, με συνέπεια τη σύγκρουση του αυτοκινήτου του με το πίσω μέρος του οχήματος της εφεσείουσας.
Ήταν η εκδοχή του παραπονούμενου ότι, ενώ οδηγούσε στον [*457]αυτοκινητόδρομο κατά τη διάρκεια της νύκτας, πρόσεξε το αυτοκίνητο της εφεσείουσας να είναι σταθμευμένο στο κράσπεδο του δρόμου με τα φώτα του να αναβοσβήνουν και ενώ βρισκόταν σε κοντινή απόσταση από αυτό η εφεσείουσα το οδήγησε εντός του δρόμου και σταμάτησε, με αποτέλεσμα να συγκρουσθεί ο παραπονούμενος με αυτό, παρόλον ότι εφάρμοσε το σύστημα τροχοπεδήσεως του. Από τη μαρτυρία του αστυνομικού που ετοίμασε το σχεδιάγραμμα φαίνεται ότι το όχημα του παραπονούμενου άφησε ίχνη τροχοπεδήσεως μήκους 29 μέτρων.
Η εκδοχή της εφεσείουσας φαίνεται στην κατάθεση της στην Αστυνομία, την οποία και υιοθέτησε χωρίς όρκο κατά τη διάρκεια της δίκης. Είναι ο ισχυρισμός της ότι αφού κοίταξε και αντελήφθη οχήματα να έρχονται, αλλά σε μεγάλη απόσταση, που κατά την κρίση της της επέτρεπε να μπει στο δρόμο, μπήκε στον αυτοκινητόδρομο και ενώ είχε προχωρήσει για 300 περίπου μέτρα και η ταχύτητα της ήταν 90 χιλ. την ώρα, ένοιωσε το κτύπημα στο πίσω μέρος του οχήματός της.
Επισημαίνουμε ότι η εκδοχή του παραπονούμενου υποστηρίζεται πλήρως από τον ανεξάρτητο Μ.Κ.2, ο οποίος τον ακολουθούσε. Μεταξύ άλλων, ο μάρτυρας αυτός ανέφερε ότι το αυτοκίνητο της εφεσείουσας μπήκε στο δρόμο και εκινείτο πάρα πολύ σιγά και τούτο έγινε σε στιγμή που ο παραπονούμενος βρισκόταν πολύ πλησίον του, ώστε να μην του δίδεται η ευκαιρία να αντιδράσει αποτελεσματικά.
Ο παραπονούμενος υπέθεσε ότι ο λόγος που σταμάτησε το αυτοκίνητο μόλις μπήκε στο δρόμο ήταν για να δώσει την ευκαιρία σε άλλο όχημα συναδέλφου του συζύγου της, που βρισκόταν και εκείνο σταθμευμένο μπροστά της στο κράσπεδο και δεν είχε φώτα, για να προχωρήσει πριν απ’ αυτό.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού ανέλυσε με λεπτομέρεια τη μαρτυρία, έκαμε τις παρατηρήσεις του και κατέληξε στο να απορρίψει την εκδοχή της εφεσείουσας και να δεχθεί εκείνη του παραπονούμενου και του μάρτυρα του, βρίσκοντας την κατηγορούμενη ένοχη αμέλειας, γιατί εισήλθε στον αυτοκινητόδρομο ενώ δεν ήταν ασφαλές να πράξει τούτο, προκαλώντας έτσι το ατύχημα.
Η εφεσείουσα μέσω του συνηγόρου της προσβάλλει τα ευρήματα αξιοπιστίας και γεγονότων του Δικαστηρίου, εισηγούμενη ότι υπήρχαν ανακρίβειες στη μαρτυρία του παραπονούμενου, Μ.Κ.4 και του άλλου μάρτυρα, Μ.Κ.2, καθώς και αντιφάσεις που έπρεπε [*458]να οδηγήσουν το Δικαστήριο στην απόρριψη της εκδοχής τους.
Είναι γενικά νομολογημένη αρχή ότι το Ανώτατο Δικαστήριο δεν επεμβαίνει στα ευρήματα του πρωτόδικου Δικακστηρίου εκτός αν αυτά δεν ήταν εύλογα επιτρεπτά με βάση τα γεγονότα και εκτός αν ο εφεσείων ικανοποιήσει το Δικαστήριο ότι η αιτιολογία ήταν ανεπαρκής και τα ευρήματα δεν δικαιολογούνταν από τη μαρτυρία εξεταζόμενη στο σύνολο της. (Βλ. Bullows v. Νεοφύτου και Άλλης (1994) 1 Α.Α.Δ. 41, Mamas v. “ARMA” Tyres (1966) 1 C.L.R. 158, Nearchou v. Papaefstathiou (1970) 1 C.L.R. 109, Roussou v. Aristodemou (1989) 1 C.L.R. 12, Μαυρίδης ν. Dharaghji and Others (1990) 1 Α.Α.Δ. 1013).
Aνάλογες αρχές ισχύουν και για ευρήματα αξιοπιστίας. (Βλ. Elia v. Nicola (1985) 1 C.L.R. 286, Αγησιλάου ν. Χρίστου (1989) 1(E) Α.Α.Δ. 713).
Ανέφερε βασικά ο συνήγορος της εφεσείουσας ότι οι αντιφάσεις αναφέρονται στις αποστάσεις στις οποίες αναφέρθηκαν οι μάρτυρες κατηγορίας, υποδεικνύοντας ότι η μαρτυρία τους για απόσταση από το αυτοκίνητο της εφεσείουσας 25-35 μέτρα, δεν είναι δυνατόν να είναι ορθή, έχοντας υπόψη το μήκος των ιχνών τροχοπεδήσεως. Περαιτέρω, θεώρησε ως αντίφαση τη μαρτυρία του παραπονούμενου που ανέφερε ότι το αυτοκίνητο της εφεσείουσας σταμάτησε μπροστά του και εκείνης του Μ.Κ.2, που είπε ότι προχωρούσε μπροστά του πολύ σιγά.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο επελήφθη των θεμάτων αυτών και ορθά κατά τη γνώμη μας, θεώρησε τις “αντιφάσεις” αυτές ως επουσιώδεις.
Συμφωνούμε απόλυτα με το πρωτόδικο Δικαστήριο. Δεν θα αναμένετο κάποιος να μπορεί να υπολογίζει με ακρίβεια αποστάσεις κάτω από τέτοιες συνθήκες και οποιαδήποτε ανακρίβεια σε αυτές δεν επηρεάζει, κατά τη γνώμη μας, την αξιοπιστία του. Δεν μας έχει ικανοποιήσει η εφεσείουσα ότι υπάρχει οτιδήποτε το μεμπτό στην κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας και την κατάληξη στα ευρήματά του που να μας δίδει το δικαίωμα ή να επιβάλλει επέμβαση μας στα ευρήματα και τα συμπεράσματα του.
Ήταν επίσης εισήγηση του συνηγόρου της εφεσείουσας ότι η Κατηγορούσα Αρχή δεν έδωσε καμμιά μαρτυρία αν τα φώτα του οχήματος του παραπονούμενου ήταν αναμμένα κατά τη στιγμή [*459]του ατυχήματος, ούτως ώστε να μπορεί να κριθεί η δυνατότητα της εφεσείουσας να αντιληφθεί την παρουσία του στο δρόμο. Βρίσκουμε την εισήγηση αυτή εντελώς ανεδαφική. Δεν αναμένεται από την Κατηγορούσα Αρχή να αποδεικνύει τέτοια στοιχεία που δεν αμφισβητούνται, γιατί με αυτή τη λογική θα έπρεπε να αποδεικνύεται χωρίς οποιοδήποτε λόγο η καλή κατάσταση οχημάτων, η καλή λειτουργία φώτων και τόσοι άλλοι παράγοντες που μπορεί να επηρεάζουν τις συνθήκες κάτω από τις οποίες συμβαίνει ένα ατύχημα. Ήταν καθήκον της κατηγορούμενης, αν η εκδοχή της ήταν ότι δεν είχε φώτα το όχημα του παραπονούμενου, να θέσει τούτο στους μάρτυρες, κάτι που απέτυχε να πράξει και το ήγειρε μόνο στά στάδιο των αγορεύσεων.
Κατά συνέπεια κρίνουμε ότι ούτε αυτός ο λόγος έφεσης δεν μπορεί να ευσταθήσει.
Καταλήγοντας, δεν μπορούμε παρά να παρατηρήσουμε ότι η έφεση αυτή ήταν εντελώς αδικαιολόγητη και επαναλαμβάνουμε το τι λέχθηκε στην υπόθεση Halil v. Κλεάνθους και Άλλου (1992) 1(Β) C.L.R. 739, στη σελ. 741:
“Για δεκάδες χρόνια τώρα τα Δικαστήριά μας εξετάζουν εκατοντάδες υποθέσεις τροχαίων ατυχημάτων. Εκδόθηκαν δε ισάριθμες αποφάσεις, στις οποίες έχουν θεμελιωθεί όχι μόνο οι εφαρμοζόμενες νομικές αρχές αλλά εκφράστηκε και η δικαστική κατευθυντήρια σκέψη σε ότι αφορά την αντιμετώπιση τους. Εντούτοις συνεχίζει η τακτική της προώθησης πλείστων υποθέσεων στην ακρόαση, και εν συνεχεία στην έφεση, με όλα τα ζητήματα υπό αμφισβήτηση, ενώ η έκβαση της υπόθεσης θα πρέπει να είναι εκ των προτέρων λογικά αναμενόμενη από διαδίκους και δικηγόρους.”
Κάτω από το φως των πιο πάνω, η έφεση απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος της εφεσείουσας.
H έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο