Kλεοβούλου Bαρνάβας Eυγενίου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 ΑΑΔ 485

(1999) 2 ΑΑΔ 485

[*485]11 Οκτωβρίου, 1999

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΗΛΙΑΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]

ΒΑΡΝΑΒΑΣ ΕΥΓΕΝΙΟΥ ΚΛΕΟΒΟΥΛΟΥ,

Eφεσείων,

v.

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

(Ποινική Έφεση Aρ. 6716)

 

Ποινή — Διάρρηξη κατοικίας με σκοπό την κλοπή, κατά παράβαση του Άρθρου 292(α) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 — Συνολικό ποσό κλαπέντων αντικειμένων ανερχόμενο σε £2.795 από το οποίο επιστράφηκε ποσό £760  — Πέντε προηγούμενες καταδίκες για παρόμοια αδικήματα — Συστηματική διάπραξη παρόμοιων αδικημάτων — Λήφθηκαν υπόψη 10 παρόμοιες υποθέσεις όπως και μια άλλη που αφορούσε κλοπή οχήματος £1.000 που καταστράφηκε ενώ βρισκόταν στην κατοχή του εφεσείοντος — Εφεσείων ηλικίας 27 ετών, άγαμος, από φτωχή και προβληματική οικογένεια — Δεν υπηρέτησε στην Εθνική Φρουρά προσκομίζοντας ιατρικές βεβαιώσεις για ακαταλληλότητα στρατιωτικής θητείας — Επιβολή πενταετούς φυλάκισης —Δεν κρίθηκε έκδηλα υπερβολική.

Ποινή — Διακριτική ευχέρεια Εφετείου για διαφοροποίηση του ύψους της ποινής κατ’ έφεση — Προϋποθέσεις επέμβασης Εφετείου.

Ποινή — Αποτρεπτική ποινή — Παράμετροι της αποτροπής, ως παράγοντας ο οποίος επενεργεί στον καθορισμό της ποινής, είναι (α) η αποτροπή του ίδιου του παραβάτη από την επανάληψη του εγκλήματος και (β) η αποτροπή τρίτων από τη διάπραξη όμοιων εγκλημάτων.

Ποινή — Εξατομίκευση — Δεν πρέπει να εξουδετερώνει την αποτελεσματικότητα του Νόμου — Όταν ο κατηγορούμενος εμφανίζεται να αποτελεί ένα συνεχή κίνδυνο για την κοινωνία, δεν παραμένουν παρά μόνο μικρά περιθώρια για την εξατομίκευση της ποινής.

Με την παρούσα έφεση ο εφεσείων προσβάλλει το ύψος της πεντα[*486]ετούς φυλάκισης που του επιβλήθηκε κατόπιν δικής του παραδοχής σε τέσσερις κατηγορίες διάρρηξης κατοικίας με σκοπό κλοπή.  Οι κλοπές έγιναν σε διάστημα έντεκα ημερών και αντικείμενό τους ήταν χρήματα και χρυσαφικά.  Ο εφεσείων ζήτησε τη μείωση της ποινής ως έκδηλα αυστηρής, υποσχόμενος ότι θα αρχίσει μια νέα ζωή.

Το Εφετείο, αφού σημείωσε ότι ο εφεσείων διέπραξε το υπό εκδίκαση αδίκημα μετά την αποφυλάκιση του για προηγούμενο παρόμοιο αδίκημα, γεγονός που αποκαλύπτει την εμμονή του στην εγκληματική συμπεριφορά και τους κινδύνους που διατρέχει το κοινό από τη δράση του, επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση.

Η έφεση απορρίφθηκε.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Philippou v. Republic (1983) 2 C.L.R. 245,

Πισκόπου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 A.A.Δ. 342,

Αντωνιάδη ν. Αστυνομίας (1986) 2 Α.Α.Δ. 21,

Mansour v. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 434.

Έφεση εναντίον Ποινής.

Έφεση εναντίον της ποινής από το Bαρνάβα Eυγενίου Kλεοβούλου, ο οποίος βρέθηκε ένοχος στις 12 Mαΐου 1999, από το Kακουργιοδικείο Λάρνακας (Ποινική Yπόθεση Aρ. 4645/99) στις κατηγορίες διάρρηξης κατοικίας με σκοπό την κλοπή, κατά παράβαση του Άρθρου 292(α) του Ποινικού Kώδικα, Kεφ. 154 και καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης πέντε ετών.

O Eφεσείων εμφανίζεται αυτοπροσώπως.

Γ. Παπαϊωάννου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας A΄, για την Eφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΠΙΚΗΣ, Π.:  Η απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από το Δικαστή Τ. Ηλιάδη.

ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.:  Με την παρούσα έφεση ο εφεσείων προσβάλλει [*487]το ύψος της πενταετούς ποινής φυλάκισης που του επιβλήθηκε κατόπιν δικής του παραδοχής σε τέσσερις κατηγορίες διάρρηξης κατοικίας με σκοπό την κλοπή, κατά παράβαση του άρθρου 292(α) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.

Σύμφωνα με τα γεγονότα της α΄ κατηγορίας ο εφεσείων μπήκε παράνομα τις πρωϊνές ώρες στο δωμάτιο μιας ξένης ενώ αυτή κοιμόταν στο ξενοδοχείo Baronet στη Λάρνακα και έκλεψε το ποσό των 3.506 δολαρίων Αμερικής. Την ίδια μέρα της κλοπής ο εφεσείων, αφού μετέτρεψε τα δολάρια σε λίρες, αγόρασε ένα αυτοκίνητο έναντι του ποσού των £1.700.

Σύμφωνα με τα γεγονότα της β΄ κατηγορίας ο εφεσείων στις 17/2/99 μπήκε στο δωμάτιο ενός άλλου ένοικου του ξενοδοχείου Baronet στη Λάρνακα και ενώ αυτός κοιμόταν του έκλεψε το ποσό των £750.

Σύμφωνα με τα γεγονότα της γ΄ κατηγορίας ο εφεσείων στις 28/2/99 διέρρηξε την οικία της παραπονουμένης που βρισκόταν στο δρόμο Λάρνακας-Δεκέλειας και έκλεψε διάφορα είδη χρυσαφικών αξίας £1.800.

Την ίδια μέρα ο εφεσείων, αφού διέρρηξε και μπήκε στο σπίτι του παραπονουμένου στα Λειβάδια, έκλεψε ένα χρυσό αντρικό βραχιόλι αξίας £50 και χαρτονομίσματα αξίας £10.  Τα πιο πάνω αποτελούν τα γεγονότα της δ΄ κατηγορίας.

Στην επιβολή της ποινής ο εφεσείων ζήτησε και λήφθηκαν υπόψη άλλες 10 παρόμοιες υποθέσεις, όπως επίσης και μια άλλη που αφορούσε κλοπή οχήματος αξίας £1.000 που καταστράφηκε ενώ βρισκόταν στην κατοχή του εφεσείοντος.

Ο εφεσείων βαρύνεται με πέντε προηγούμενες καταδίκες για παρόμοια αδικήματα.  Η τελευταία καταδίκη ήταν ποινή φυλάκισης 3½ χρόνων που του επιβλήθηκε στις 31/3/97 για διάρρηξη κατοικίας κατά τη διάρκεια της νύκτας και κλοπή, στην οποία λήφθηκαν υπόψη άλλες 10 παρόμοιες υποθέσεις.  Προτού ακόμα συμπληρωθούν τα δύο χρόνια φυλάκισης του, ο εφεσείων, για άγνωστους προς το Δικαστήριο λόγους, απολύθηκε με αναστολή.  Ευθύς αμέσως μετά την απόλυση του επιδόθηκε σε νέο κύκλο διαρρήξεων για τους οποίους του επιβλήθηκε η ποινή της πενταετούς φυλάκισης, την οποία προσβάλλει με την παρούσα έφεση.

Το συνολικό ποσό των κλαπέντων αντικειμένων ανέρχεται σε [*488]£2.795, έχει δε επιστραφεί ένα ποσό £760 περίπου.

Ο εφεσείων, που παρουσιάστηκε χωρίς δικηγόρο, ισχυρίστηκε ότι η ποινή της πενταετούς φυλάκισης που του επιβλήθηκε ήταν αρκετά αυστηρή και ζήτησε τη μείωση της, υποσχόμενος ότι θα αρχίσει μια νέα ζωή.

Έχει καθιερωθεί νομολογιακά ότι το Ποινικό Εφετείο έχει τη διακριτική ευχέρεια να επέμβει και να διαφοροποιήσει το ύψος της ποινής που έχει επιβληθεί όταν διαπιστώνεται,

(α)   Εσφαλμένη καθοδήγηση του Δικαστηρίου αναφορικά με τα γεγονότα ή το Νόμο, ή και τα δύο,

(β)   Πρόσδοση σημασίας σε εξωγενείς παράγοντες στον καθορισμό της ποινής, και

(γ)   Όπου είναι έκδηλα υπερβολική ή ανεπαρκής. (Οι σχετικές αρχές εξηγούνται στην Philippou v. The Republic (1983) 2 C.L.R. 245 και στην πρόσφατη απόφαση Πισκόπου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 A.A.Δ. 342, στην οποία υπάρχει θεώρηση της σχετικής νομολογίας πάνω στο θέμα.)

Το Δικαστήριο έχει καθήκον να προσεγγίζει τον καθορισμό του είδους και του ύψους της ποινής έχοντας υπόψη την εξατομίκευση της ποινής. Όμως είναι γνωστή η αρχή ότι η εξατομίκευση δεν πρέπει να οδηγεί σε εξουδετέρωση της αποτελεσματικότητας του Νόμου.  Όταν ο κατηγορούμενος εμφανίζεται να αποτελεί ένα συνεχή κίνδυνο για την κοινωνία, δεν παραμένουν παρά μόνο μικρά περιθώρια για την εξατομίκευση της ποινής (ίδε Αντωνιάδη ν. Αστυνομίας (1986) 2 Α.Α.Δ. 21 και Mansour v. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 434).

Από τα στοιχεία που υπάρχουν ενώπιον του Δικαστηρίου φαίνεται ότι ο εφεσείων, που είναι ηλικίας 27 χρόνων και άγαμος, προέρχεται από μια φτωχική και προβληματική οικογένεια.  Φοίτησε μέχρι την α΄ τάξη του Γυμνασίου και ακολούθως αφού εγκατέλειψε τις σπουδές του, άρχισε να εργάζεται ως ελαιοχρωματιστής.  Ηταν ζωηρός και ανυπάκουος και διανυκτέρευε μακριά από την οικογένεια του στη Λευκωσία και Αγία Νάπα.  Δεν έχει υπηρετήσει στην Εθνική Φρουρά, προσκομίζοντας ιατρικές βεβαιώσεις ότι ήταν ακατάλληλος για στρατιωτική θητεία.

Δεν παραγνωρίζουμε τα προσωπικά περιστατικά του εφεσείοντος όπως αυτά έχουν προβληθεί από τον ίδιο και όσα συμπεριλαμβάνονται στην έκθεση του Γραφείου Ευημερίας.  Ο εφεσείων [*489]έχει προς τούτο τη συμπάθεια του Δικαστηρίου.  Όμως η κατανόηση που επιδεικνύεται από το Δικαστήριο δεν μπορεί να υπερφαλαγγίσει την ανάγκη της αποτροπής μέσα στα ιδιαίτερα περιστατικά της φύσης των αδικημάτων που έχει διαπράξει ο εφεσείων.  Το στοιχείο της αποτροπής στην κατηγορία αδικημάτων που αναφέρονται σε διαρρήξεις και κλοπές είναι έκδηλο.  Οι προεκτάσεις της αποτροπής εξετάστηκαν πρόσφατα στην υπόθεση Πισκόπου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 A.A.Δ. 342.  Όπως τονίστηκε στην απόφαση του Εφετείου που δόθηκε από τον Πική, Π.,

“Η αποτροπή, ως παράγοντας ο οποίος επενεργεί στον καθορισμό της ποινής, έχει δύο παραμέτρους.  Η μία έχει ως λόγο την αποτροπή του ίδιου του παραβάτη από την επανάληψη του εγκλήματος ή παρομοίων εγκλημάτων στο μέλλον. Η άλλη αφορά την αποτροπή τρίτων από τη διάπραξη όμοιων ή παρόμοιων εγκλημάτων.  Στη δεύτερη περίπτωση, η αποτροπή έχει δύο συνισταμένες:  Πρώτο, την αποτροπή η οποία είναι συνυφασμένη με τη σοβαρότητα του εγκλήματος, που αντανακλάται στο απόσπασμα και παρατίθεται στην απόφαση του Κακουργιοδικείου από το σύγγραμμα του Thomas “Principles of Sentencing”, και δεύτερο, την αποτροπή ως μέσου για την καταστολή εγκλημάτων που ευρίσκονται σε έξαρση. Στην περίπτωση σοβαρών εγκλημάτων το στοιχείο της αποτροπής είναι αλληλένδετο με τη σοβαρότητα της κατηγορίας εγκλημάτων, στην οποία ανήκει το υπό τιμωρία έγκλημα, και με την εγγενή ανάγκη για την αποτροπή τους.”

Έχουμε εξετάσει προσεκτικά όλα τα στοιχεία που έχουν προβληθεί από τον εφεσείοντα και έχουμε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι δεν χωρεί επέμβαση στο ύψος της ποινής.  Αξιοσημείωτο είναι ότι ο εφεσείων μετά την αποφυλάκισή του επιδόθηκε στο ίδιο έργο, γεγονός που αποκαλύπτει την εμμονή του στην εγκληματική συμπεριφορά και τους αντίστοιχους κινδύνους που διατρέχει το κοινό από τη δράση του.

Η έφεση απορρίπτεται.

H έφεση απορρίπτεται.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο