Oδυσσέα Nίκος ν. Aστυνομίας (1999) 2 ΑΑΔ 490

(1999) 2 ΑΑΔ 490

[*490]18 Οκτωβρίου, 1999

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΗΛΙΑΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]

ΝΙΚΟΣ ΟΔΥΣΣΕΑ,

Εφεσείων,

v.

AΣTYNOMIAΣ,

Εφεσίβλητης.

(Ποινική Έφεση Aρ. 6682)

 

Απόδειξη — Ηθελημένη κατάθεση κατηγορουμένου προς την Αστυνομία — Αμφισβήτηση της ορθότητας του περιεχομένου της κατά τη δίκη — Κατά πόσο ήταν παραδεκτή η αντεξέταση του κατηγορούμενου αναφορικά με την εν λόγω κατάθεση και η αποδοχή της ως τεκμηρίου.

Ποινική Δικονομία — Εκδίκαση ποινικών υποθέσεων — Η Κατηγορούσα Αρχή έχει καθήκον να προσαγάγει το σύνολο της ουσιώδους μαρτυρίας που έχει στη διάθεσή της — Αρχές στην Πέγκερος ν. Δημοκρατίας — Διαφοροποίηση της από την παρούσα υπόθεση.

Δικαστική απόφαση — Αιτιολογία — Στοιχειοθετείται με αναφορά στα επίδικα θέματα, που στην ποινική δίκη, καθορίζονται από το κατηγορητήριο, την αξιολόγηση της μαρτυρίας, τον καθορισμό των ευρημάτων και τη σαφή διατύπωση της ετυμηγορίας του Δικαστηρίου.

Έξοδα —Έξοδα έφεσης — Διακριτική ευχέρεια Εφετείου — Ο περί Ποινικής Δικονομίας Νόμος, Κεφ. 155, Άρθρο 151 — Εφαρμοστέες αρχές.

Ο εφεσείων κρίθηκε ένοχος για το αδίκημα της συμπλοκής και καταδικάστηκε σε πρόστιμο £300.  Εφεσίβαλε την καταδίκη του προβάλλοντας λόγους που αφορούσαν (1) την παράλειψη της Κατηγορούσας Αρχής να καλέσει τον αστυνομικό ανακριτή της υπόθεσης να καταθέσει ως μάρτυρας, (2) την αποδοχή από το Δικαστήριο φωτοαντίγραφου της κατάθεσης του εφεσείοντα στην Αστυνομία, δηλωτικού της ύπαρξής της και (3) την παράλειψη του Δικαστηρίου να διαπραγματευθεί στην απόφασή του επιχειρήματα, που πρόβαλε στην αγόρευσή [*491]του ο δικηγόρος του.

Κατά την ακρόαση, έγινε εισήγηση ότι η αντεξέταση δεν έπρεπε να είχε επιτραπεί και για τον λόγο ότι τα όσα ο εφεσείων προσυπέγραφε δεν ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Μετά την αναγνώριση της υπογραφής του εφεσείοντος, και, κατ’ επέκταση της αυθεντικότητας της προέλευσής της, ήταν παραδεκτή η αντεξέταση του εφεσείοντος, και η αποδοχή ως τεκμηρίου της κατάθεσης του, όχι ως μαρτυρίας για την αλήθεια του περιεχομένου της αλλά ως σημείο αναφοράς για τη συνοχή της εκδοχής του.

2.  Στην παρούσα υπόθεση, αντίθετα προς την υπόθεση Πέγκερος ν. Δημοκρατίας, δεν τέθηκε οτιδήποτε ενώπιον του Δικαστηρίου - ότι η απουσία του εξεταστή της υπόθεσης άφησε οποιοδήποτε κενό στα ουσιώδη γεγονότα της υπόθεσης - ώστε να γεννάται θέμα απόκλισης της Κατηγορούσας Αρχής από το καθήκον να προσαγάγει ενώπιον του Δικαστηρίου ουσιώδη μαρτυρία αναφορικά με τα επίδικα θέματα της δίκης.

3.  Δεν αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της αιτιολόγησης δικαστικής απόφασης ειδική αναφορά ή διαπραγμάτευση κάθε επιχειρήματος που προβάλλεται.  Στην προκείμενη περίπτωση η προσαχθείσα μαρτυρία ήταν συντριπτική για το διαπραχθέν αδίκημα και η θεώρηση της από το πρωτόδικο Δικαστήριο καθ’ όλα άρτια.

4.  Αναφορικά με το θέμα των εξόδων, το Άρθρο 151, του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155 παρέχει διακριτική ευχέρεια στο ποινικό δικαστήριο, το οποίο επιλαμβάνεται της υπόθεσης, να προβεί στην έκδοση διαταγής ως προς τα έξοδα.  Στην άσκηση της εν λόγω διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου υπεισέρχονται και άλλοι παράγοντες δημοσίου συμφέροντος, οι οποίοι αφορούν την έγερση της ποινικής διαδικασίας κατ’ αντίθεση προς τις πολιτικές υποθέσεις που κατά κανόνα ακολουθεί το αποτέλεσμα.

     Το αδικαιολόγητο της έφεσης μπορεί να αποτελέσει βάσιμο λόγο για την καταδίκη του εφεσείοντος από το Εφετείο στην καταβολή των εξόδων της έφεσης.

     Με δεδομένη την ανυπαρξία ουσιαστικού ερείσματος της έφεσης στην παρούσα υπόθεση, θεωρείται δικαιολογημένη η έκδοση δια[*492]ταγής ως προς τα έξοδα, εις βάρος του εφεσείοντος, για ποσό το οποίο καθορίζεται σε £100.

Η έφεση απορρίφθηκε με £100 έξοδα εις βάρος του εφεσείοντος.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Πέγκερος ν. Δημοκρατίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 143,

Pioneer Candy Ltd v. Tryfon & Sons (1981) 1 C.L.R. 540,

Neophytou v. Police (1981) 2 C.L.R. 195,

Μενελάου ν. Αστυνομίας (1998) 2 A.A.Δ. 232,

Katharina v. Ευθυμίου κ.ά. (1998) 2 A.A.Δ. 78,

Ηλία ν. Αστυνομίας (1999) 2 A.A.Δ. 454.

Έφεση εναντίον Kαταδίκης.

Έφεση εναντίον της καταδίκης από το Nίκο Oδυσσέα, ο οποίος βρέθηκε ένοχος στις 26 Φεβρουαρίου 1999, από το Eπαρχιακό Δικαστήριο Πάφου (Ποινική Yπόθεση Aρ. 11787/96) στην κατηγορία της συμπλοκής, κατά παράβαση του Άρθρου 89 του Ποινικού Kώδικα, Kεφ. 154 και καταδικάστηκε από Ψαρά-Mιλτιάδου, E.Δ., σε πρόστιμο £300.

Α. Αλεξάνδρου, για τον Eφεσείοντα.

Στ. Τσιβιτανίδου - Κίζη, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Eφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΔIKAΣTHPIO: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γ.Μ. Πικής, Π..

ΠΙΚΗΣ, Π.:  Η έφεση στρέφεται κατά της καταδίκης του εφεσείοντος για το αδίκημα της συμπλοκής, για το οποίο κρίθηκε ένοχος από το Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου και καταδικάστηκε σε πρόστιμο £300,00.

[*493]Προβλήθηκαν έντεκα συνολικά λόγοι έφεσης.  Εφτά αποσύρθηκαν κατά την ακρόαση.  Παρέμειναν τέσσερις λόγοι έφεσης - (οι λόγοι 1, 3, 4 και 10) - οι δύο από τους οποίους - (3 και 4) - περιστρέφονται γύρω από το ίδιο θέμα, τη μη κλήση του αστυνομικού ανακριτή της υπόθεσης να καταθέσει ως μάρτυρας.

Ο πρώτος λόγος αναφέρεται στην αντεξέταση του εφεσείοντος, με αναφορά στο περιεχόμενο της κατάθεσης, στην οποία προέβη στις Αστυνομικές Αρχές.  Όπως είναι διατυπωμένος ο λόγος έφεσης, φαίνεται να επικεντρώνεται στο γεγονός ότι φωτοαντίγραφο και όχι η ίδια η κατάθεση έγινε δεκτή ως τεκμήριο, δηλωτικό της ύπαρξής της.

Κατά την ακρόαση, έγινε εισήγηση ότι η αντεξέταση δεν έπρεπε να είχε επιτραπεί και για το λόγο ότι τα όσα ο εφεσείων προσυπέγραψε δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα.  Το ηθελημένο της κατάθεσής του δεν αμφισβητείται.  Ό,τι αμφισβητείται, είναι η ορθότητα του περιεχομένου της και, συγκεκριμένα, τα όσα βεβαίωσε με την υπογραφή του ότι είπε.  Η δικηγόρος της Δημοκρατίας αντέκρουσε την εισήγηση, παραπέμποντας στις διατάξεις του Άρθρου 65 του Αγγλικού Νόμου Criminal Procedure Law 1865, το οποίο, όπως υπέβαλε, τυγχάνει εφαρμογής την Κύπρο, θέση η οποία ευρίσκει έρεισμα στις διατάξεις του Άρθρου 29(1)(ε) του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960, (Ν. 14/60).

Αναμφίβολα ήταν παραδεκτή η αντεξέταση του εφεσείοντος, με σημείο αναφοράς την ηθελημένη κατάθεσή του στην Αστυνομία και τις διαφαινόμενες αντιφάσεις προς το περιεχόμενό της.  Μετά την αναγνώριση, όπως στην προκείμενη υπόθεση, της υπογραφής του εφεσείοντος και, κατ’ επέκταση, της αυθεντικότητας της προέλευσής της, ήταν παραδεκτή η αντεξέταση του εφεσείοντος και, μετέπειτα, η αποδοχή ως τεκμηρίου της κατάθεσής του, όχι ως μαρτυρίας για την αλήθεια του περιεχομένου της αλλά ως σημείου αναφοράς για τη συνοχή της εκδοχής του. Δε θα επεκταθούμε, όμως, στο θέμα αυτό, εφόσον το Δικαστήριο αποφάσισε να αγνοήσει κάθε διαφαινόμενη από την αντιπαραβολή προς την κατάθεσή του αντίφαση προς την εκδοχή του ενώπιον του Δικαστηρίου.  Στην απόφαση αυτή άχθηκε, ενόψει της θέσης του εφεσείοντος ότι τα αναγραφόμενα στο σχετικό μέρος της κατάθεσής του δεν τα ανέφερε στον αστυνομικό ο οποίος την πήρε, γεγονός το οποίο παρείδε όταν την προσυπέγραφε.  

Οι λόγοι 3 και 4 της έφεσης συναιρούνται εις ένα λόγο, που έχει ως βάση την παράλειψη της Κατηγορούσας Αρχής να καλέσει ως μάρτυρα τον αστυνομικό ανακριτή της υπόθεσης και έρεισμα την αρχή η οποία υιοθετείται στην Πέγκερος ν. Δημοκρατίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 143, ως προς την υποχρέωση της Κατηγορούσας Αρχής να προσαγάγει, κατά τη δίκη, κάθε μέρος της μαρτυρίας, το οποίο είναι ουσιώδες για την κρίση της ενοχής του κατηγορουμένου.

Στην Πέγκερος, (ανωτέρω), αποφασίστηκε ότι οι ίδιες οι διαπιστώσεις του Δικαστηρίου καθιστούσαν συγκεκριμένο πρόσωπο ουσιώδη μάρτυρα «... για την αξιολόγηση της εκδοχής του εφεσείοντα* η οποία τέθηκε στην Κατηγορούσα Αρχή.» - (σελ. 160).  Ως αποτέλεσμα, κρίθηκε ότι:- (σελ. 160) 

«Η απουσία του από το εδώλιο του μάρτυρα απο-στέρησε το Δικαστήριο ουσιώδους μαρτυρίας για την εκδοχή του εφεσείοντα για τα διαδραματισθέντα.»

Νωρίτερα, στην απόφαση του Δικαστηρίου, έγινε αναφορά σε σειρά αγγλικών αποφάσεων, οι οποίες υποστηρίζουν ότι παράλειψη της κατηγορούσας αρχής «... να καλέσει ουσιώδη μάρτυρα, κλονίζει το θεμέλιο της κατηγορίας διότι αφήνει σκοτεινές πτυχές της υπόθεσης που θα μπορούσαν να φωτιστούν με τη μαρτυρία του ...» - (σελ. 151).

Τελικά, το Εφετείο θεώρησε την ετυμηγορία του ποινικού δικαστηρίου ακροσφαλή, και για το λόγο ότι καταφαίνεται ως «... άδικη ή εμπεριέχει το σπέρμα της αδικίας (potentially unjust), οποτεδήποτε η Κατηγορούσα Αρχή αφίσταται του καθήκοντος να προσαγάγει το σύνολο της ουσιώδους μαρτυρίας στη διάθεσή της.» - (σελ. 152). 

Στην προκείμενη περίπτωση, δεν τέθηκε ο,τιδήποτε ενώπιον του Δικαστηρίου - ότι η απουσία του εξεταστή της υπόθεσης άφησε οποιοδήποτε κενό στα ουσιώδη γεγονότα της υπόθεσης, ώστε να γεννάται ζήτημα απόκλισης της Κατηγορούσας Αρχής από το καθήκον να προσαγάγει ενώπιον του Δικαστηρίου ουσιώδη, για τα επίδικα θέματα της ποινικής δίκης, μαρτυρία. 

Και ο δεύτερος λόγος της έφεσης κρίνεται ανεδαφικός.

Ο τελευταίος λόγος της έφεσης - (λόγος 10) - εδράζεται στην παράλειψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου να διαπραγματευθεί στην [*495]απόφασή του επιχειρήματα, που πρόβαλε στην αγόρευσή του υπέρ της υπόθεσης του εφεσείοντος ο δικηγόρος του.  Αφήνεται να νοηθεί ότι η παράλειψη αυτή καθιστά την απόφαση αναιτιολόγητη ή, εξ αντικειμένου, τρωτή, λόγω της δυνατότητας εμφιλοχώρησης σφάλματος στην κριτική θεώρηση της υπόθεσης από το Δικαστήριο. 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, στην απόφασή του, κάμνει εκτενή αναφορά στη μαρτυρία, ιδιαίτερα στα αμφισβητούμενα σημεία της.  Η μαρτυρία και οι προεκτάσεις της αξιολογούνται.  Προς την αξιολόγηση αυτή συναρτώνται τα ευρήματά του, στα οποία εδραιώνεται η ετυμηγορία του Δικαστηρίου. 

Η αιτιολόγηση της δικαστικής απόφασης αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της δικαστικής λειτουργίας.  Η αιτιολόγηση στοιχειοθετείται με αναφορά στα επίδικα θέματα, που, στην ποινική δίκη, καθορίζονται από το κατηγορητήριο (κατηγορίες), την αξιολόγηση της μαρτυρίας, τον καθορισμό των ευρημάτων του καθώς και τη σαφή διατύπωση της ετυμηγορίας του Δικαστηρίου - (βλ., μεταξύ άλλων, Pioneer Candy Ltd v. Tryfon & Sons (1981) 1 C.L.R. 540· Neophytou v. Police (1981) 2 C.L.R. 195).  Δεν αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της αιτιολόγησης δικαστικής απόφασης ειδική αναφορά ή διαπραγμάτευση κάθε επιχειρήματος που προβάλλεται.  Η δραστικότητα ενός επιχειρήματος συναρτάται με την επίδραση, που μπορεί να έχει στη θεώρηση των επιδίκων θεμάτων.  Εφόσον επιχείρημα είναι δραστικό και παραγνωρίζεται, οι συνέπειες είναι ορατές στην απόφαση του δικαστηρίου και μπορεί να εξεταστούν στην έφεση. 

Στην προκείμενη υπόθεση, η προσαχθείσα μαρτυρία ήταν συντριπτική για το διαπραχθέν αδίκημα και η θεώρησή της από το πρωτόδικο Δικαστήριο καθ’ όλα άρτια. 

Η έφεση θα απορριφθεί.

Ακούονται, μετά από πρόσκληση του Δικαστηρίου, τα δύο μέρη, αναφορικά προς τα έξοδα της έφεσης. 

Εκ μέρους της εφεσίβλητης, υποστηρίχθηκε ότι πρέπει να επιδικαστούν έξοδα εις βάρος του εφεσείοντος.  Αντίθετα, ο δικηγόρος του εφεσείοντος υποστήριξε ότι καμιά διαταγή ως προς τα έξοδα δεν πρέπει να εκδοθεί. 

Το Άρθρο 151 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, ΚΕΦ. 155,  παρέχει διακριτική ευχέρεια σε ποινικό δικαστήριο, το οποίο επι[*496]λαμβάνεται ποινικής υπόθεσης, να προβεί στην έκδοση διαταγής ως προς τα έξοδα. 

Όπως διαπιστώσαμε στη Μενελάου ν. Αστυνομίας (1998) 2 A.A.Δ. 232, καθοδηγούμενοι από τη σχετική νομολογία:-

«Η διαταγή για την καταβολή των εξόδων της ποινικής δίκης είναι, χωρίς να αποκλείεται, ασύνηθες τιμωρητικό μέτρο, έστω και όπου η διάρκεια της ποινής είναι βραχεία, σε περιπτώσεις που επιβάλλεται ποινή φυλάκισης - (βλ. The Attorney-General v. Georghios Stavrou & Others (1962) C.L.R. 274· Lambros Costa Nicolaou v. The Republic (1966) 2 C.L.R. 60· Koumas Georghiou Kouma v. The Police (1967) 2 C.L.R. 230· Costas Christou Christofakis v. The Police (1963) 1 C.L.R. 33).»

Στην Katharina v. Ευθυμίου κ.ά. (1998) 2 A.A.Δ. 78, διαγράφεται σε γενικές γραμμές το πλαίσιο άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου:-

«Το Άρθρο 151 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου παρέχει διακριτική ευχέρεια στο Δικαστήριο να προβεί στην έκδοση διαταγής ως προς τα έξοδα.  Η άσκηση γενικά της εξουσίας για την επιδίκαση εξόδων σε ποινικές υποθέσεις αποτέλεσε το αντικείμενο συζήτησης στην Pishorn v. Police (1973) 9 J.S.C. 1132.  Διευκρινίζεται ότι η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας για την παροχή εξόδων δεν ασκείται όπως και στις πολιτικές υποθέσεις, που, κατά κανόνα, ακολουθεί το αποτέλεσμα. Υπεισέρχονται στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου και όλοι οι άλλοι παράγοντες δημοσίου συμφέροντος, οι οποίοι αφορούν την έγερση ποινικής διαδικασίας.»

Στην υπόθεση εκείνη, το Δικαστήριο επιδίκασε έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων μετά την απόσυρση της έφεσης του εφεσείοντος. 

Σχετική με το ίδιο θέμα, είναι και η πρόσφατη απόφαση στην Ηλία ν. Αστυνομίας (1999) 2 A.A.Δ. 454, στην οποία τονίζεται ότι το αδικαιολόγητο της έφεσης μπορεί να αποτελέσει βάσιμο λόγο για την καταδίκη του εφεσείοντος από το εφετείο στην καταβολή των εξόδων της έφεσης. 

Και στην προκείμενη περίπτωση, κρίνουμε ότι η έφεση εστερείτο ουσιαστικού ερείσματος.  Τούτου δοθέντος και λαμβανομένης υπόψη της φύσης της κατηγορίας και της τιμωρίας, η οποία έχει επιβληθεί, θεωρούμε δικαιολογημένη την έκδοση διαταγής ως προς [*497]τα έξοδα, εις βάρος του εφεσείοντος, για ποσό το οποίο καθορίζουμε σε £100,00.

Η έφεση απορρίπτεται με £100,00 έξοδα εις βάρος του εφεσείοντος.

H έφεση απορρίπτεται με £100 έξοδα εις βάρος του εφεσείοντος.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο