Aντρέα Aντρέας M. και Άλλοι ν. Aστυνομίας (1999) 2 ΑΑΔ 498

(1999) 2 ΑΑΔ 498

[*498]20 Oκτωβρίου, 1999

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΗΛΙΑΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]

ΑΝΤΡΕΑΣ Μ. ΑΝΤΡΕΑ,

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ,

ΝΙΚΟΣ ΧΡ. ΒΑΦΕΑ,

ΜΑΡΙΟΣ Μ. ΑΝΤΡΕΑ,

Εφεσείοντες,

v.

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

(Ποινικές Εφέσεις Αρ. 6774, 6775, 6776, 6777)

 

Μαρτυρία — Παραδεκτά γεγονότα — Γεγονός το οποίο καθίσταται παραδεκτό γεγονός δυνάμει του Νόμου 86/86, αποτελεί όχι μόνο μέρος της μαρτυρίας ενώπιον του Δικαστηρίου αλλά και αδιαμφισβήτητο γεγονός αναγόμενο ουσιαστικά σε δεδομένο, τέτοιας σημασίας που ακόμα και στην περίπτωση μαρτυρίας η οποία αντίκειται προς αυτό, η μαρτυρία εκείνη να κρίνεται ανάλογα — Το Δικαστήριο δεν έχει τη δυνατότητα αναθεώρησης αποδοχής κάποιου γεγονότος ως παραδεκτού γεγονότος.

Στην υπόθεση αυτή, στην οποία οι εφεσείοντες αντιμετώπιζαν κατηγορίες για επίθεση προκαλούσα πραγματική σωματική βλάβη και ανησυχία, ο πρωτόδικος Δικαστής ενώ εδέχθη ως παραδεκτό γεγονός κατάθεση μάρτυρα της Αστυνομίας ευνοϊκή για τους εφεσείοντες σε σχέση με τα γεγονότα της υπόθεσης, στη συνέχεια την απέκλεισε αποφασίζοντας ότι η εν λόγω κατάθεση δεν μπορούσε να γίνει αποδεκτή ως μαρτυρία και να ληφθεί υπόψη στην αξιολόγηση της μαρτυρίας.  Το Δικαστήριο αποφάσισε ότι υπήρχε εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον των εφεσειόντων οι οποίοι και κλήθηκαν να προβούν στην υπεράσπισή τους.

Οι εφεσείοντες κρίθηκαν ένοχοι των πιο πάνω κατηγοριών.  Εφεσίβαλαν τόσο την καταδίκη τους όσο και τις ποινές φυλάκισης ενός μέχρι τριών μηνών που τους είχαν επιβληθεί.

[*499]Ο συνήγορος των εφεσειόντων υποστήριξε ότι δεν υπήρξε δίκαιη δίκη λόγω της εσφαλμένης αντιμετώπισης από το πρωτόδικο Δικαστήριο παραδεκτού γεγονότος.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Και αν ακόμα το Δικαστήριο είχε τη δυνατότητα να αναθεωρήσει την ήδη αποδοχή της κατάθεσης ως παραδεκτού γεγονότος, σίγουρα αυτό δεν θα μπορούσε να είχε γίνει με τον τρόπο με τον οποίο έγινε και στο στάδιο το οποίο έγινε, μετά δηλαδή από τη συμπλήρωση της υπόθεσης της κατηγορίας και ιδιαίτερα στο στάδιο της τελικής απόφασης.

2.  Στην προκείμενη περίπτωση η αποδοχή της κατάθεσης ως παραδεκτού γεγονότος ήταν και καθοριστική της περαιτέρω εξέλιξης της υπόθεσης, η δε υπεράσπιση ακολούθησε την πορεία την οποία εξέλεξε με βάση αυτό το δεδομένο.  Με τον αποκλεισμό της εν λόγω κατάθεσης, όχι μόνο η απόφαση κατέστη ακροσφαλής, αφού διαφοροποιήθηκε το βάθρο των παραδεκτών γεγονότων, αλλά και ανετράπη η σηματοδοτηθείσα με την αρχική αποδοχή της επιλεγείσα γραμμή της υπεράσπισης στα πλαίσια του δικαιώματος των εφεσειόντων για δίκαιη δίκη.

Oι εφέσεις επιτράπηκαν. Οι εφεσείοντες αθωώθηκαν και απαλλάγηκαν.

Αναφερόμενη υπόθεση:

Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 A.A.Δ. 444.

Eφέσεις εναντίον Kαταδίκης και Ποινής.

Eφέσεις εναντίον της καταδίκης και της ποινής από τους Aντρέα M. Aντρέα, Παναγιώτη Παναγιώτου, Nίκο Xρ. Bαφέα και Mάριο M. Aντρέα, οι οποίοι βρέθηκαν ένοχοι στις 20 Iουλίου 1999, από το Eπαρχιακό Δικαστήριο Aμμοχώστου (Ποινική Yπόθεση Aρ. 6392/97) στις κατηγορίες επίθεσης προκαλούσας πραγματικής σωματικής βλάβης, κατά παράβαση των Άρθρων 243 και 20 του Ποινικού Kώδικα και πρόκλησης ανησυχίας, κατά παράβαση των Άρθρων 95 και 20 του Ποινικού Kώδικα και καταδικάστηκαν από Oικονόμου, E.Δ., σε ποινές φυλακίσεως ενός μέχρι τριών μηνών.

Γ. Πιττάτζης, για τους Eφεσείοντες.

[*500]Α. Μαππουρίδης, για την Eφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΠΙΚΗΣ, Π.:  Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Δ. Χατζηχαμπής.

XATZHXAMΠHΣ, Δ.: Οι εφέσεις αυτές προσβάλλουν τόσο την καταδίκη όσο και την ποινή σε σχέση με τους 4 εφεσείοντες αναφορικά με τα αδικήματα της επίθεσης προκαλούσας πραγματική σωματική βλάβη και της ανησυχίας, για τα οποία ευρέθησαν ένοχοι κατόπιν ακροάσεως και τους επιβλήθησαν ποινές φυλάκισης ενός μέχρι τριών μηνών.

Κατά τη διάρκεια της συζήτησης της υπόθεσης ο ευπαίδευτος συνήγορος για τους εφεσείοντες περιόρισε την επιχειρηματολογία του στον πρώτο από τους λόγους έφεσης και δεν επεκτάθηκε στους υπόλοιπους τους οποίους και εγκατέλειψε, περιλαμβανομένου του λόγου ο οποίος αφορά την ποινή ως έκδηλα υπερβολική.  Στο επίκεντρο της αγόρευσης του κ. Πιττάτζη ήταν η εισήγηση ότι ουσιαστικά δεν υπήρξε δίκαιη δίκη κατά το ότι ο ευπαίδευτος δικαστής, ενώ εδέχθη ως παραδεκτό γεγονός, προφανώς με βάση το Νόμο 86/86, κατάθεση σε σχέση με τα γεγονότα της υπόθεσης, στη συνέχεια την απέκλεισε αποφασίζοντας ότι η κατάθεση αυτή δεν μπορούσε να είναι αποδεκτή ως μαρτυρία και να ληφθεί υπ΄όψη στην αξιολόγηση της μαρτυρίας, αναιρώντας ουσιαστικά την προηγούμενη αποδοχή της και επηρεάζοντας με τον τρόπο αυτό την πορεία της υπεράσπισης καθ’ ότι η κατάθεση αυτή και αντιφατική με την υπόλοιπη μαρτυρία ήταν και εν πάση περιπτώσει είχε οδηγήσει την υπεράσπιση στη διαμόρφωση της γραμμής την οποία θα ακολουθούσε με δεδομένο ότι είχε γίνει δεκτή ως παραδεκτό γεγονός.

Είναι δεδομένο ότι ο ευπαίδευτος δικαστής, στο στάδιο της μαρτυρίας της Αστυνομίας με εισήγηση της και με τη σύμφωνη γνώμη όλων των μερών, έκαμε δεκτή την κατάθεση του εν λόγω προσώπου, ο οποίος εμφανίζετο ως μάρτυρας στο κατηγορητήριο, ως παραδεκτό γεγονός και είναι σαφές ότι η αποδοχή αυτή έγινε δυνάμει του Ν. 86/86.  Μετά το πέρας της μαρτυρίας της Αστυνομίας αποφάνθηκε δε ότι υπήρχε εκ πρώτης όψης υπόθεση εναντίον των εφεσειόντων οι οποίοι και εκλήθησαν να προβούν στην υπεράσπισή τους.  Και ήταν στο στάδιο της τελικής απόφασης που ο ευπαίδευτος δικαστής έκρινε ότι η κατάθεση αυτή δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως αποδεκτή και ως μέρος των γεγονότων ενώπιον του καθ΄ότι δεν υπήρξε συμμόρφωση με τους όρους του άρθρου 20 [*501]του εν λόγω νόμου οι οποίοι ρυθμίζουν τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες γραπτές δηλώσεις γίνονται δεκτές ως μαρτυρία ενώπιον του Δικαστηρίου.

Η ουσία του πράγματος έγκειται στο ότι, όταν  ένα γεγονός καθίσταται παραδεκτό γεγονός δυνάμει του Νόμου 86/86, όπως η κατάθεση στην προκειμένη περίπτωση, τότε το παραδεκτό αυτό γεγονός αποτελεί όχι μόνο μέρος της μαρτυρίας ενώπιον του δικαστηρίου αλλά και αδιαμφισβήτητο γεγονός αναγόμενο ουσιαστικά σε δεδομένο, το οποίο έχει τέτοια σημασία που ακόμα και στην περίπτωση μαρτυρίας η οποία αντίκειται προς αυτό η μαρτυρία εκείνη να κρίνεται ανάλογα, όπως έχει τονιστεί και πρόσφατα στην Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 A.A.Δ. 444.  Στην υπόθεση εκείνη υπήρξε θέμα μαρτυρίας εκ μέρους του εφεσείοντα η οποία έρχετο σε αντίθεση με τα παραδεκτά γεγονότα και το δικαστήριο τόνισε τη σημασία των παραδεκτών γεγονότων ως δεδομένα επί των οποίων το δικαστήριο ενεργεί αλλά και τις συνέπειες της εκτροπής άλλης μαρτυρίας η οποία δίδεται από τα παραδεκτά αυτά γεγονότα. 

Και αν ακόμα το δικαστήριο είχε τη δυνατότητα να αναθεωρήσει την ήδη αποδοχή της κατάθεσης ως παραδεκτού γεγονότος, στο οποίο δεν θα υπεισέλθουμε υπό τους ευρύτερους όρους που το έχει θέσει ο κ. Πιττάτζης στα πλαίσια και της νομολογίας στην οποία αναφέρθηκε, σίγουρα αυτό δεν θα μπορούσε να είχε γίνει με τον τρόπο με τον οποίο έγινε και στο στάδιο στο οποίο έγινε, μετά δηλαδή από τη συμπλήρωση της υπόθεσης της κατηγορίας και ιδιαίτερα στο στάδιο της τελικής απόφασης.  Το αποτέλεσμα της ενέργειας του δικαστηρίου να ανακαλέσει, ουσιαστικά αναθεωρώντας, τη δική του απόφαση στο στάδιο της τελικής απόφασης, και αντινομικό ήταν και είχε ως συνέπεια τον επηρεασμό των δικαιωμάτων των εφεσειόντων σε σχέση ιδιαίτερα με το δικαίωμα τους σε δίκαιη δίκη, πράγμα το οποίο επισημαίνεται ως η βάση του λόγου έφεσης αυτού. Έχουμε υπ’ όψη μας συγκεκριμένα το Άρθρο 12.5(β)(δ) του Συντάγματος όσον αφορά το δικαίωμα του κατηγορουμένου να προπαρασκευάσει την υπεράσπιση του και να παρουσιάσει μάρτυρες υπεράσπισης στα πλαίσια ποινικής δίκης, καθώς και τις αντίστοιχες πρόνοιες στο Άρθρο 30.3(β)(γ) όσον αφορά το δικαίωμα του κατηγορουμένου να προβάλει τους ισχυρισμούς του και να προσάγει μαρτυρία στα ευρύτερα πλαίσια της δίκαιης δίκης.

Στην προκειμένη περίπτωση, η αποδοχή της κατάθεσης ως παραδεκτού γεγονότος ήταν και καθοριστική της περαιτέρω εξέλιξης της υπόθεσης, η δε υπεράσπιση ακολούθησε την πορεία την οποία [*502]επέλεξε με βάση αυτό το δεδομένο. Όχι μόνο, όπως ήδη έχουμε αναφέρει, η κατάθεση βρίσκετο σε μεγάλο βαθμό σε αντίθεση με την υπόλοιπη μαρτυρία της Αστυνομίας και ήταν έτσι ευνοϊκή για τους εφεσείοντες, αλλά και το δικαίωμα των εφεσειόντων, αν γνώριζαν ότι η κατάθεση αυτή δεν θα περιλαμβάνετο στην τελική αξιολόγηση της μαρτυρίας, να παρουσιάσουν μαρτυρία και την εν γένει υπεράσπιση τους ανάλογα, επηρεάζετο ευθέως.  Συναφώς επισημαίνουμε ότι οι εφεσείοντες επέλεξαν, ως είχαν δικαίωμα, να μην δώσουν μαρτυρία και να μην καλέσουν μάρτυρες, ασφαλώς έχοντας υπ΄όψη στο στάδιο εκείνο ότι τα αναφερόμενα στην κατάθεση αυτή ήσαν μέρος της μαρτυρίας αλλά και αδιαμφισβήτητα παραδεκτά γεγονότα με ανάλογες διαστάσεις.  Με τον αποκλεισμό της κατάθεσης αυτής όχι μόνο η απόφαση κατέστη ακροσφαλής, αφού διαφοροποιήθηκε το βάθρο των παραδεκτών γεγονότων (και ασφαλώς δεν θα μπορούσαμε να προβούμε σε υποθέσεις και εικασίες για το ποια θα ήταν η απόφαση αν η κατάθεση δεν είχε αποκλεισθεί αλλά ληφθεί υπ’ όψη πέραν του να σημειώσουμε ότι αυτή ήταν ευνοϊκή για τους εφεσείοντες), αλλά και ανετράπη η σηματοδοτηθείσα με την αρχική αποδοχή της επιλεγείσα γραμμή της υπεράσπισης στα πλαίσια του δικαιώματος των εφεσειόντων σε δίκαιη δίκη.

Για τους λόγους αυτούς κρίνεται αποδεκτός ο πρώτος λόγος έφεσης σε κάθε μια από τις εφέσεις.  Η κάθε έφεση επιτυγχάνει και επιτρέπεται και η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται για κάθε ένα από τους εφεσείοντες οι οποίοι αθωώνονται και απαλλάσσονται.

Oι εφέσεις επιτρέπονται. Oι εφεσείοντες αθωώνονται και απαλλάσσονται.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο