Γενικός Eισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Natalia Kozina (1999) 2 ΑΑΔ 503

(1999) 2 ΑΑΔ 503

[*503]21 Οκτωβρίου, 1999

[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Eφεσείων,

v.

NATALIA KOZINA,

Εφεσίβλητης.

(Ποινική Έφεση Αρ. 6498)

 

Αθωωτική απόφαση — Αθώωση κατηγορουμένης λόγω αποκλεισμού αποδεκτής μαρτυρίας με την αιτιολογία ότι λήφθηκε κατά παράβαση των συνταγματικών της δικαιωμάτων — Διατάχθηκε επανεκδίκαση.

Μαρτυρία — Καθίσταται απαράδεκτη όταν ο τρόπος ή η μέθοδος ή τα μέσα που χρησιμοποιήθηκαν από τις διωκτικές αρχές για την εξασφάλισή της συνιστούν παραβίαση συνταγματικών δικαιωμάτων του κατηγορουμένου ή γιατί η μαρτυρία αποσπάσθηκε ή εξασφαλίσθηκε με πρωτοβουλία των διωκτικών αρχών κάτω από συνθήκες παραβίασης των συνταγματικών δικαιωμάτων του κατηγορουμένου.

Ποινικός Κώδικας — Δημόσια εξύβριση κατά παράβαση του Άρθρου 99 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 — Εξύβριση αστυνομικού με αγγλικές λέξεις — Δεν χρειάζεται μαρτυρία από πλευράς Κατηγορούσας Αρχής ως προς το νόημα τους εφόσον οι μάρτυρες αστυνομικοί κατέθεσαν ότι κατάλαβαν τι είπε η κατηγορούμενη και θεώρησαν την φράση υβριστική.

Ποινικός Κώδικας — Δημόσια εξύβριση κατά παράβαση του Άρθρου 99 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 — Η εξύβριση, κατά το Νόμο, πρέπει να γίνει “με τέτοιο τρόπο που ενδέχεται να προκαλέσει σε παρευρισκόμενο πρόσωπο επίθεση” — Το κριτήριο είναι κατά πόσο ο μέσος λογικός άνθρωπος θα προκληθεί.

Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας αθώωσε και απάλλαξε την εφεσίβλητη στις κατηγορίες για (1) επίθεση κατά οργάνου τηρήσεως της τάξεως (2) δημόσια εξύβριση και (3) ανησυχία, αφού δεν αποδέ[*504]κτηκε τη μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής ως μαρτυρία νομικά επιτρεπτή προς στοιχειοθέτηση των εν λόγω κατηγοριών.

Σύμφωνα με τη μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής, τις πρωϊνές ώρες της 12.3.1998 ομάδα 15-20 αστυνομικών εισήλθε στο καμπαρέ Crystal με σκοπό τη διενέργεια έρευνας.  Ο Μ.Κ. 3 και ο Μ.Κ. 5, αστυνομικοί και ο Μ.Κ. 4 λοχίας, ανέφεραν ότι ήταν υπεύθυνοι να ελέγξουν τους ειδικά διαρυθμισμένους χώρους όπου γυναίκες χορεύουν ιδιωτικά σε άντρες.  Όταν εισήλθαν σε ένα τέτοιο χώρο αντίκρυσαν την κατηγορούμενη να χορεύει καθισμένη πάνω σε άνδρα ξαπλωμένο σε καναπέ και γυμνό από τη μέση και πάνω, φορώντας μόνο το κάτω εσώρουχό της.  Ο λοχίας έδειξε την ταυτότητα του και τους υπέδειξε να σηκωθούν πάνω λέγοντας στην κατηγορούμενη “get up”. Τότε η κατηγορούμενη άρχισε να φωνάζει λέγοντας “I fuck police, I fuck Cypriots”.  Ο λοχίας την κάλεσε να σταματήσει αυτή δεν συμμορφώθηκε, τον κτύπησε στο στήθος και τον ράπισε στο πρόσωπο.

Οι ενέργειες των αστυνομικών έγιναν χωρίς ένταλμα έρευνας ή σύλληψης.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η απαίτηση του Μ.Κ. 4 να εγερθεί η κατηγορούμενη για να την ελέγξει και να τον ακολουθήσει για έλεγχο από αστυνομικούς της Υπηρεσίας Αλλοδαπών, συνιστούσε παράβαση των ατομικών της δικαιωμάτων και ειδικά της ατομικής της ελευθερίας, έτσι ώστε να μην παρέχεται στο Δικαστήριο ευχέρεια να αποδεχθεί την σχετική μαρτυρία ως ληφθείσα κατά παράβαση των βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται ρητά από το Σύνταγμα.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε αναφορικά με την εξύβριση ότι:

1) Εφόσον το σχετικό υλικό είχε τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου σε γλώσσα άγνωστη για το Δικαστήριο δεν ήταν δυνατό να αξιολογηθεί η εν λόγω φράση ως υβριστική, και

2) Το ενδεχόμενο πρόκλησης σε επίθεση, που συνιστά συστατικό στοιχείο του αδικήματος, δεν υπήρχε, γιατί παριστάμενοι κατά το επεισόδιο ήταν μόνο αστυνομικοί και δεν “αναμένεται γενικά από αστυνομικό την ώρα που ενεργεί ως τέτοιος, να αντιδράσει με τον τρόπο που ενδέχεται να αντιδράσει ο μέσος προσβεβλημένος άνθρωπος”.

Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας άσκησε έφεση κατά της [*505]αθωωτικής απόφασης.  Υποστηρίχθηκε ότι:

1.  Ο Νόμος εφαρμόστηκε πλημμελώς επί των πραγματικών γεγονότων της υπόθεσης “και/ή απόδειξη πλημμελώς αποκλείστηκε”.

2.  Η προσπάθεια των αστυνομικών να ελέγξουν τα στοιχεία της εφεσίβλητης δεν συνιστούσε σύλληψη και μάλιστα αντισυνταγματική όπως έκρινε το πρωτόδικο Δικαστήριο.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αγνόησε ότι διενεργήθη νόμιμη σύλληψη της κατηγορούμενης για τα αυτόφωρα αδικήματα της επίθεσης και της δημόσιας εξύβρισης.

3.  Εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η Κατηγορούσα Αρχή έπρεπε να παρουσιάσει μαρτυρία για τη μετάφραση της φράσης που είπε η εφεσίβλητη στην ελληνική γλώσσα, ιδιαίτερα ενόψη της επισήμανσής του ότι υπήρχε μαρτυρία από παριστάμενα πρόσωπα ότι “εξέλαβαν τα όσα φώναζε η κατηγορούμενη ως εξυβριστικά”.

4.  Εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι δεν υφίσταται το συστατικό στοιχείο του ενδεχόμενου πρόκλησης σε επίθεση από παριστάμενα πρόσωπα.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Ο αποκλεισμός της μαρτυρίας αστυνομικών ήταν εσφαλμένος αφού δεν λήφθηκε κατά παράβαση των συνταγματικών δικαιωμάτων της εφεσίβλητης.

     Η αρχή αποκλεισμού μαρτυρίας που εξασφαλίζεται σαν αποτέλεσμα παραβίασης συνταγματικών δικαιωμάτων δεν μπορεί να έχει τέτοια εμβέλεια ώστε πρόσωπο το οποίο βρίσκεται υπό σύλληψη σαν αποτέλεσμα παραβίασης του δικαιώματος ατομικής ελευθερίας να απολαμβάνει ασυλίας σε περίπτωση που διαπράττει αδίκημα στη διάρκεια της αντισυνταγματικής κράτησής του.

2.  Το συμπέρασμα στο οποίο έχει αχθεί το πρωτόδικο Δικαστήριο σε σχέση με την απουσία μετάφρασης δεν βρίσκει έρεισμα στη Νομολογία.

3.  Ο Νόμος ομιλεί για εξύβριση άλλου “με τέτοιο τρόπο που ενδέχεται να προκαλέσει σε παρευρισκόμενο πρόσωπο επίθεση” και δεν περιέχει οποιαδήποτε ταξινόμηση των προσώπων που είναι παρόντα ανάλογα με το επάγγελμά τους.

[*506]         Το κριτήριο είναι κατά πόσο ο μέσος λογικός άνθρωπος θα προκληθεί. Το κριτήριο αυτό δεν διαφοροποιείται ανάλογα με το επάγγελμα των προσώπων που είναι παρόντα.

Η έφεση επιτράπηκε. Διατάχθηκε η επανεκδίκαση της υπόθεσης από άλλο Δικαστή.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Psaras a.o. v. Republic (1987) 2 C.L.R. 132,

Police v. Georghiades (1983) 2 C.L.R. 33,

Αστυνομία v. Γιάλλουρου (1992) 2 Α.Α.Δ. 147,

Merthodja v. Police (1987) 2 C.L.R. 227,

Bolster v. Αστυνομικού Διευθυντή Λεμεσού (1997) 2 Α.Α.Δ. 89.

Έφεση εναντίον Aθωωτικής Aπόφασης.

Έφεση από το Γενικό Eισαγγελέα της Δημοκρατίας εναντίον της απόφασης ημερομηνίας 6 Mαΐου 1998, του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας (Ποινική Yπόθεση Aρ. 3855/98) με την οποία ο Oικονόμου, E.Δ., αθώωσε την κατηγορούμενη στις κατηγορίες επίθεσης κατά οργάνου τηρήσης της τάξεως κατά παράβαση του Άρθρου 244(β) του Ποινικού Kώδικα, Kεφ. 154, δημόσιας εξύβρισης κατά παράβαση του Άρθρου 99 του Ποινικού Kώδικα, Kεφ. 154 και ανησυχίας κατά παράβαση του Άρθρου 95 του Ποινικού Kώδικα, Kεφ. 154.

Γ. Παπαϊωάννου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας A΄, για τον Eφεσείοντα.

Α. Πετουφάς, για την Eφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.:  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Π. Καλλής.

ΚΑΛΛΗΣ, Δ.:  Η εφεσίβλητη έχει δικαστεί από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας πάνω στις ακόλουθες τρεις κατηγορίες:

[*507](1)         Επίθεσης κατά οργάνου τηρήσεως της τάξεως κατά παράβαση του άρθρου 244 (β) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 - στις 12.3.98, στο Καπαρέ “CRYSTAL” στη Λάρνακα επιτέθηκε κατά του Λοχία 1775 Γ. Σούπερμαν “εν τη δεούση εκτελέσει” του καθήκοντος του.

(2)  Δημόσιας εξύβρισης κατά παράβαση του άρθρου 99 του Κεφ. 154 - κατά τον αυτό τόπο και χρόνο που αναφέρεται στην 1η κατηγορία ευρισκόμενη σε δημόσιο μέρος, δηλαδή στο Καπαρέ CRYSTAL στη Λάρνακα εξύβρισε τον Λοχία 1775 με τις φράσεις “Fuck you, fuck all the Policemen” κατά τρόπο ενδεχόμενο να προκαλέσει παριστάμενο πρόσωπο σε επίθεση.

(3)  Ανησυχίας κατά παράβαση του άρθρου 95 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154 - κατά τον αυτό τόπο και χρόνο που αναφέρεται στην πρώτη κατηγορία “άνευ ευλόγου αιτίας προκάλεσε θόρυβο ή ταραχή εις δημόσιο μέρος, ήτοι εις το Καμπαρέ CRYSTAL στη Λάρνακα κατά τρόπο ενδεχόμενο να προκαλέσει διασάλευση της ειρήνης.”

Η μαρτυρία πάνω στην οποία έχει βασιστεί η Κατηγορούσα Αρχή έχει συνοψιστεί ως εξής από το πρωτόδικο δικαστήριο:

“Σύμφωνα με την μαρτυρία που πρόσφερε η Κατηγορούσα Αρχή τις πρωινές ώρες της 12.3.1998 ομάδα 15-20 αστυνομικών εισήλθε στο καπαρέ Crystal με σκοπό την διενέργεια έρευνας. Ο Μ.Κ.1 Ανδρέας Ναθαναήλ, γκαρσόνι και διευθυντής στο καπαρέ, συγκατατέθηκε στην διενέργεια της έρευνας.  Ανάμεσα στους αστυνομικούς ήταν ο Αστ. 3027 Ανδρέας Περικλέους (Μ.Κ.3), ο Λοχ. 1775 Γεώργιος Σούπερμαν (Μ.Κ.4) και ο Αστ. 4561 Α. Καράς (Μ.Κ.5).

Ο Μ.Κ.3 ανέφερε ότι μαζί με άλλους συναδέλφους του προέβαιναν σε έλεγχο νυχτερινών κέντρων.  Αυτός, ο Λοχ. 1775 και ο Αστ. 4561 ήσαν υπεύθυνοι για να ελέγξουν τους ειδικά διαρυθμισμένους χώρους όπου οι γυναίκες χορεύουν ιδιωτικά σε άντρες.  Ο συγκεκριμένος χώρος ήταν κλειστός στις τρεις πλευρές και μπροστά υπήρχε κουρτίνα που ήταν κλειστή.  Την παραμέρισε ο λοχίας και εισήλθαν στον χώρο. Τότε αντίκρυσαν ένα άντρα να βρίσκεται ξαπλωμένος σε καναπέ, γυμνός από την μέση και πάνω και την κατηγορούμενη να χορεύει καθισμένη πανω του φορώντας μόνο το κάτω εσώρουχο της.  Ο λοχίας επιδεικνύοντας την ταυτότητα του φώναξε αστυνομία ‘police’ και τους υπέδειξε να σηκωθούν πάνω λέγοντας στην κατηγο[*508]ρούμενη ‘get up’.  Τότε η κατηγορούμενη άρχισε να φωνάζει και να χειρονομεί, ο λοχίας της ξαναείπε ‘police get up’.  Η κατηγορούμενη συνέχισε να φωνάζει λέγοντας ‘I fuck police, I fuck Cypriots’.  Ο λοχίας την κάλεσε να σταματήσει, αυτή συνέχισε να βρίζει κατά τον ίδιο τρόπο και ταυτόχρονα χτύπησε τον λοχία στο στήθος και ακολούθως τον ράπισε στο πρόσωπο.   Όταν προσπάθησε να τον ξαναχτυπήσει ο λοχίας της άρπαξε το χέρι και της είπε ότι είναι υπό σύλληψη.

Ο Μ.Κ.4 αναφέρθηκε και αυτός στα ειδικά διαμορφωμένα δωμάτια στα οποία όπως είπε πληρώνει ο πελάτης για να έχει προσωπικά ο ίδιος χορό και κοπέλλα.  Ο χώρος δεν ήταν ορατός από το κυρίως μέρος του καπαρέ.  Εισήλθε από το άνοιγμα το οποίο δεν θυμόταν αν καλυπτόταν από κουρτίνα.  Ανέφερε στα πρόσωπα που βρίσκονταν εκεί ‘Police.  Please up for check’.   Η κοπέλλα αντέδρασε με χειρονομίες και λέγοντας ‘fuck you, fuck all the Cypriots, fuck all the policemen’ τον κτύπησε στο στήθος.  Ακολούθως τον χτύπησε στο πρόσωπο οπότε ο μάρτυρας της ανέφερε ότι είναι υπό σύλληψη.

Ο Μ.Κ.5 αναφέρθηκε και αυτός στο συμβάν προβάλλοντας τους ίδιους βασικά ισχυρισμούς.

Σε σχέση με τις προθέσεις των αστυνομικών οι ίδιοι ανέφεραν τα ακόλουθα:   το καθήκον τους ήταν γενικά για έλεγχο των καπαρέ σχετικά με άδειες λειτουργίας και τον τρόπο που λειτουργούν σε σχέση με τους εν λόγω χώρους, ώστε να μην υπάρχουν κοπέλλες που να χορεύουν γυμνές και να τις αγγίζουν οι άντρες στους χώρους αυτούς.  Αυτά σύμφωνα με τον Μ.Κ.3.

Σύμφωνα με τον Μ.Κ.4 το καθήκον τους ήταν να πάρουν τα στοιχεία των προσώπων που βρίσκονται στα μικρά δωμάτια για να ελέγξουν κατά πόσον υπήρχαν ανήλικοι και ταυτόχρονα είχαν καθήκον να ερευνήσουν κατά πόσον υπήρχαν άλλες παρανομίες γενικά και ειδικότερα σε σχέση με ναρκωτικά ή όπλα.

.............................................................................................................

Ειδικότερα σε σχέση με την κατηγορούμενη, για να την συνοδεύσει για να ελεχθεί από αστυνομικούς της υπηρεσίας αλλοδαπών που βρίσκονταν στο καπαρέ, αλλά και για να ελέγξει ο ίδιος αν ερωτοτροπούσαν μέσα στο δωμάτιο.  Ερωτήθηκε στην αντεξέταση κατά πόσον συνιστούσε εκπλήρωση των καθηκόντων του η έρευνα ως προς το ‘ποιός είναι ποιός’.   Η απάντη[*509]ση του ήταν ότι οι αποφάσεις αυτές λαμβάνονται από την ηγεσία της αστυνομίας.

..............................................................................................................

Οι ενέργειες των αστυνομικών έγιναν χωρίς ένταλμα έρευνας ή σύλληψης.”

           

Το πρωτόδικο δικαστήριο έκαμε αναφορά στο άρθρο 25 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, το οποίο ρυθμίζει τις προϋποθέσεις διεξαγωγής έρευνας χωρίς ένταλμα. Σημείωσε ότι οι πρόνοιες του άρθρου 25 πρέπει να διαβάζονται και να εφαρμόζονται υπό το φως των διατάξεων των άρθρων 11.3, 15  και 16.1 του Συντάγματος.  Το άρθρο 11.1 του Συντάγματος διασφαλίζει το δικαίωμα της ελευθερίας και προσωπικής ασφάλειας.  Το δε άρθρο 11.3 επιτρέπει τη σύλληψη χωρίς αιτιολογημένο δικαστικό ένταλμα, που εκδίδεται σύμφωνα με τους τύπους που προδιαγράφονται από το Νόμο, μόνο στις περιπτώσεις αυτόφωρου αδικήματος που τιμωρείται “δια θανάτου ή φυλακίσεως”.  Το άρθρο 15.1 διασφαλίζει το δικαίωμα της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής, το δε άρθρο 16.1 το απαραβίαστο της κατοικίας.

Το πρωτόδικο δικαστήριο αποφάνθηκε ότι “δεν τίθεται θέμα ιδιωτικής ζωής ή ιδιωτικού ασύλου” γιατί “κατά τον ουσιώδη χρόνο η κατηγορούμενη ενεργούσε επαγγελματικά προσφέροντας κατ’ ιδίαν χορό έναντι χρηματικού ανταλλάγματος” (βλ. Psaras and Another v. Republic (1987) 2 C.L.R. 132). Στη  συνέχεια το πρωτόδικο δικαστήριο αναφέρθηκε στο ζήτημα της σύλληψης με αναφορά στο άρθρο 11.2 και 11.3 του Συντάγματος. Έκρινε ότι οι ενέργειες του Μ.Κ.4 μπορούν να χαρακτηριστούν ως σύλληψη.  Παραθέτουμε το σκεπτικό της απόφασης:

“Η απαίτηση του Μ.Κ.4 να εγερθεί η κατηγορούμενη για να την ελέγξει και να τον ακολουθήσει για έλεγχο από αστυνομικούς της Υπηρεσίας Αλλοδαπών, ενείχε το στοιχείο του περιορισμού της ελευθερίας και των κινήσεων της, εφόσον της επιβαλλόταν να εγερθεί και να ακολουθήσει τον αστυνομικό.   Σύμφωνα με το άρθρο 9(1) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, στοιχείο της σύλληψης δεν είναι μόνο το άγγιγμα του ατόμου αλλά και ο περιορισμός του.  Ως περιορισμός θα πρέπει εν προκειμένω να εκληφθεί όχι μόνο η παρεμπόδιση των κινήσεων, αλλά και η επιβολή συγκεκριμένων κινήσεων υπό το φως, πάντα, της φιλελεύθερης και διασταλτικής ερμηνείας που επιβάλλεται σε σχέση με θέματα ατομικών ελευθε[*510]ριών. Οι ενέργειες, συνεπώς, του Μ.Κ.4 μπορούν να χαρακτηριστούν ως σύλληψη.

Η σύλληψη όμως δεν έγινε, σε σχέση με οποιαδήποτε συγκεκριμένη πράξη της κατηγορούμενης, οπότε θα μπορούσε να εξεταστεί περαιτέρω η νομιμότητα σύλληψης χωρίς ένταλμα.  Οι ενέργειες του Μ.Κ.4 δεν συσχετίστηκαν κατά τον ουσιώδη χρόνο συγκεκριμένα λ.χ. με το ενδεχόμενο διάπραξης άσεμνης πράξης (176 Π.Κ.) ή άσεμνης επίδειξης (177 Π.Κ.).  Άλλωστε από τη μαρτυρία προκύπτει ότι οι σχετικές ενέργειες γίνονταν μεν σε καπαρέ, που αναμφίβολα αποτελεί εν γένει δημόσιο χώρο, αλλά σε επί μέρους τμήμα του και υπό περιστάσεις τέτοιες έτσι ώστε, ως προς το συγκεκριμένο αυτό τμήμα, να μην υπάρχει το στοιχείο της δημόσιας ενέργειας.  Η απαίτηση του Μ.Κ.4 δεν αφορούσε εν πάσει περιπτώσει σε τέτοιες ή άλλες συγκεκριμένες πράξεις, αλλά υπό το φως της όλης μαρτυρίας εντάσσεται σε γενική ‘εκστρατεια ψαρέματος’, και πιο συγκεκριμένα επρόκειτο για γενική και αόριστη εκστρατεία σε σχέση με τα ιδιαίτερα δωμάτια των καπαρέ, μετά από απόφαση της ηγεσίας της αστυνομίας.

Συνεπώς, έστω και αν δεν υπάρχει το στοιχείο της παραβίασης ιδιωτικού ασύλου ή της ιδιωτικής ζωής, δεν τηρήθηκε η πρωταρχική προϋπόθεση που θα δικαιολογούσε οποιαδήποτε ενέργεια  έρευνας ή σύλληψης, που είναι ο συσχετισμός του συγκεκριμένου κατηγορουμένου με συγκεκριμένο αδίκημα. Οι ενέργειες της Αστυνομίας δεν μπορούν να χαρακτηριστούν εν προκειμένω ως προκαταρκτικές στην διαλεύκανση συγκεκριμένων αδικημάτων, όπως εξ ορισμού θα πρέπει να είναι τέτοιες ενέργειες.

............................................................................................................

Υπό το φως όλων των ανωτέρω η απαίτηση του Μ.Κ.4 προς την κατηγορούμενη να εγερθεί με σκοπό να τον ακολουθήσει για έλεγχο κρίνεται, υπό τις περιστάσεις, ως παράνομη και μάλιστα αντισυνταγματική, ως ενέργεια που συνιστούσε παράβαση των ατομικών δικαιωμάτων της κατηγορουμένης και ειδικά της ατομικής της ελευθερίας.

..............................................................................................................

Τα βασικά ανθρώπινα δικαιώματα διασφαλίζονται στην Κύπρο ρητά από συνταγματικές πρόνοιες έτσι ώστε να μην παρέχεται ευχέρεια στα Δικαστήρια ως προς την αποδοχή μαρτυ[*511]ρίας που λαμβάνεται κατά παράβαση τους.  Τέτοια μαρτυρία είναι κατά απόλυτο τρόπο μη αποδεκτή (Αστυνομία ν. Γεωργιάδης (1983) 2 Α.Α.Δ. 33 και Αστυνομία ν. Χριστόδουλου Γιάλλουρου (1992) 2 A.A.Δ. 147).”

Ήταν το τελικό συμπέρασμα του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι το όλο επίδικο περιστατικό που οδήγησε στην απαγγελία των κατηγοριών ξεκίνησε από τις παραπάνω πράξεις της Αστυνομίας και ειδικά του Μ.Κ.4.  Οι πράξεις αυτές δεν συνιστούν μόνο την έναρξη αλλά και το θεμέλιο της επίδικης ιστορίας με τέτοιο τρόπο ώστε να επηρεάζεται η καθ’ όλου εγκυρότητα των αστυνομικών ενεργειών και όσων σχετίζονται με αυτές.  Η κατ’ ισχυρισμό επίθεση, εξύβριση κι ανησυχία είναι αδιάσπαστα συνδεδεμένες με τις εν λόγω ενέργειες των αστυνομικών και ειδικά του Μ.Κ.4.  Γι’ αυτό το λόγο - κατέληξε το πρωτόδικο δικαστήριο - οποιαδήποτε σχετική μαρτυρία δεν κρίνεται αποδεκτή και κατά συνέπεια δεν υπάρχει νομικά επιτρεπτή μαρτυρία προς στοιχειοθέτηση των κατηγοριών.

Σε σχέση με την κατηγορία της δημόσιας εξύβρισης το πρωτόδικο δικαστήριο παρατήρησε ότι η συγκεκριμένη φράση δεν είναι στην ελληνική γλώσσα “και δεν προσφέρθηκε μαρτυρία υπό τύπο μετάφρασης της επίμαχης φράσης στην ελληνική”. Το κενό δεν μπορούσε να καλυφθεί μέσα από δικαστική γνώση γιατί “η συγκεκριμένη λέξη ‘fuck’ δεν είχε ενσωματωθεί στην ελληνική γλώσσα ή αφομοιωθεί ως λέξη του ελληνικού λεξιλογίου”.

Το πρωτόδικο δικαστήριο σημείωσε ότι είναι “το δικαστήριο που πρέπει να αποφασίσει ως πραγματικό γεγονός και με βάση τη συνήθη έννοια των λέξεων το κατά πόσο μια φράση είναι υβριστική υπό την έννοια ότι ενδέχεται να προκαλέσει παριστάμενο σε επίθεση, ανεξάρτητα από το τί αντελήφθησαν παριστάμενα πρόσωπα”.  Εφόσο - κατέληξε το πρωτόδικο δικαστήριο - το σχετικό υλικό είχε τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου σε γλώσσα άγνωστη για το δικαστήριο δεν ήταν δυνατό να αξιολογηθεί η συγκεκριμένη φράση ως υβριστική.

Το πρωτόδικο δικαστήριο παρατήρησε, επίσης, ότι δεν υπάρχει το στοιχείο του ενδεχομένου πρόκλησης σε επίθεση που είναι συστατικό στοιχείο του αδικήματος γιατί παριστάμενοι κατά την ώρα του επεισοδίου ήταν μόνο αστυνομικοί και δεν “αναμένεται γενικά από αστυνομικό την ώρα που ενεργεί ως τέτοιος, να αντιδράσει με τον τρόπο που ενδέχεται να αντιδράσει ο μέσος προσβεβλημένος άνθρωπος”.

[*512]

Για τους λόγους που έχουμε προαναφέρει το πρωτόδικο δικαστήριο δέχθηκε την εισήγηση της υπεράσπισης ότι δεν έχει αποδειχθεί εκ πρώτης όψεως υπόθεση και αθώωσε και απάλλαξε την εφεσίβλητη.

Η έφεση.

Εναντίον της αθωωτικής απόφασης έχει ασκηθεί η παρούσα έφεση από τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας.

Έχει υποστηριχθεί ότι ο Νόμος εφαρμόστηκε πλημμελώς επί των πραγματικών γεγονότων της υπόθεσης “και/ή απόδειξη πλημμελώς αποκλείστηκε”. Ειδικότερα έχει υποστηριχθεί: “Και αν ακόμα θεωρηθεί ως ορθή η θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου για αντισυνταγματική σύλληψη της κατηγορουμένης, πράγμα που ο Εφεσείων αρνείται, εσφαλμένα το Δικαστήριο έκρινε ότι ετύγχανε εφαρμογής στην παρούσα υπόθεση η αρχή περί αποκλεισμού μαρτυρίας που είναι το προϊόν παραβίασης θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών του ανθρώπου, αφού ουδεμία προσπάθεια έγινε προσαγωγής τέτοιας μαρτυρίας”.

Θα εξετάσουμε τον πιο πάνω λόγο της έφεσης με το να υποθέσουμε, χωρίς να το αποφασίσουμε, γιατί δεν χρείαζεται, ότι έχουν παραβιασθεί τα συνταγματικά δικαιώματα της εφεσίβλητης με τον τρόπο που έχει αποφανθεί το πρωτόδικο δικαστήριο.

Έχει νομολογηθεί ότι μαρτυρία που λαμβάνεται ή εξασφαλίζεται κατά παράβαση των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών που διασφαλίζονται από το Μέρος ΙΙ του Συντάγματος δεν είναι αποδεκτή (Βλ. Police v. Georghiades (1983) 2 C.L.R. 33, 66).

Κατά την κρίση μας η μαρτυρία καθίσταται απαράδεκτη γιατί ο τρόπος ή η μέθοδος ή ο μηχανισμός ή τα μέσα που χρησιμοποιήθηκαν από τις διωκτικές αρχές για την εξασφάλιση της συνιστούν παραβίαση συνταγματικών δικαιωμάτων του κατηγορουμένου ή γιατί η μαρτυρία αποσπάσθηκε ή εξασφαλίστηκε με πρωτοβουλία των διωκτικών αρχών κάτω από συνθήκες παραβίασης των συνταγματικών δικαιωμάτων του κατηγορουμένου π.χ.:

(α)  Μαρτυρία που εξασφαλίστηκε με μαγνητοφώνηση της συνομιλίας του κατηγορουμένου με άλλο πρόσωπο ήταν απαράδεκτη γιατί είχαν παραβιαστεί τα δικαιώματα του κατηγορουμένου που διασφαλίζονται από τα άρθρα 15 και 17 του Συντάγ[*513]ματος (Βλ. Georghiades, πιο πάνω).

(β)  Μαρτυρία που εξασφαλίστηκε σαν αποτέλεσμα παρακολούθησης τηλεφωνικής συνδιαλέξεως χωρίς την συγκατάθεση των συνομιλούντων κρίθηκε απαράδεκτη λόγω παραβίασης των πιο πάνω άρθρων 15 και 17 του Συντάγματος (Βλ. Αστυνομία ν. Γιάλλουρου (1992) 2 Α.Α.Δ. 147).

(γ)  Μαρτυρία - Κατάθεση που δόθηκε από τον ίδιο τον κατηγορούμενο - ενώ βρισκόταν υπό κράτηση, κατά παράβαση του άρθρου 11 του Συντάγματος, κρίθηκε απαράδεκτη (Βλ. Merthodja v. Police (1987) 2 C. L.R. 227).

Ποια είναι τώρα η μαρτυρία η οποία επιδιώκεται να παρουσιασθεί από την Κατηγορούσα Αρχή; Είναι μαρτυρία από μάρτυρες οι οποίοι ήταν παρόντες κατά την διάρκεια του επεισοδίου μεταξύ της εφεσίβλητης και του Μ.Κ.4 και παρακολούθησαν αυτοπροσώπως τα διαδραματιζόμενα.  Πρόσεξαν - όπως ισχυρίσθηκαν - την εφεσίβλητη να φωνάζει, να κτυπά και να υβρίζει τον Μ.Κ.4.  

Εγείρεται το ερώτημα:  Έχουν οι διωκτικές αρχές χρησιμοποιήσει οποιοδήποτε τρόπο ή μέθοδο ή μηχανισμό ή μέσα για την εξασφάλιση της επίδικης μαρτυρίας τα οποία συνιστούν παραβίαση οποιουδήποτε συνταγματικού δικαιώματος της εφεσίβλητης;  Έχουν οι διωκτικές αρχές αναλάβει οποιαδήποτε πρωτοβουλία για την εξασφάλιση της επίδικης μαρτυρίας ή άλλης μαρτυρίας ενώ η εφεσίβλητη βρισκόταν κάτω από αντισυνταγματική κράτηση;

Η απάντηση και στα δύο ερωτήματα είναι αρνητική.  Ακολουθεί πως η σχετική κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου ήταν εσφαλμένη.   Η επίδικη μαρτυρία ήταν αποδεκτή. 

Πρέπει να παρατηρήσουμε ότι η απόφανση του πρωτόδικου δικαστηρίου τείνει να εισάξει την πιο κάτω πρόταση:

Πρόσωπο το οποίο βρίσκεται υπό σύλληψη σαν αποτέλεσμα παραβίασης του δικαιώματος ατομικής ελευθερίας, το οποίο διασφαλίζεται από το άρθρο 11 του Συντάγματος, απολαμβάνει ασυλίας σε περίπτωση που στη διάρκεια της αντισυνταγματικής κράτησης του διαπράξει οποιοδήποτε αδίκημα ακόμη και φόνο.  Οι παριστάμενοι μπορούν να παρακολουθήσουν τα διαδραματιζόμενα αλλά αποκλείονται από του να τα καταθέσουν.

Είναι προφανές ότι η αρχή η οποία αποκλείει μαρτυρία που [*514]εξασφαλίζεται σαν αποτέλεσμα παραβίασης συνταγματικών δικαιωμάτων δεν μπορεί να έχει τέτοια εμβέλεια.

Ενόψει του πιο πάνω συμπεράσματος μας θεωρούμε αχρείαστη την εξέταση του λόγου της έφεσης με τον οποίο αμφισβητείται η ορθότητα του συμπεράσματος του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι η προσπάθεια των αστυνομικών να ελέγξουν τα στοιχεία της εφεσίβλητης συνιστούσε σύλληψη και μάλιστα αντισυνταγματική, και του λόγου της έφεσης σύμφωνα με τον οποίο το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα αγνόησε ότι διενεργήθη νόμιμη σύλληψη της κατηγορούμενης για τα αυτόφωρα αδικήματα της επίθεσης και της δημόσιας εξύβρισης.

Με την έφεση έχει επίσης αμφισβητηθεί η πρωτόδικη κατάληξη η οποία σχετίζεται με το αδίκημα της δημόσιας εξύβρισης. Υποστηρίχθηκε ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι έπρεπε η Κατηγορούσα Αρχή να παρουσιάσει μαρτυρία για τη μετάφραση της φράσης “Fuck you, fuck all the policemen” στην ελληνική γλώσσα, ιδαίτερα ενόψει της επισήμανσής του ότι υπήρχε μαρτυρία από παριστάμενα πρόσωπα ότι “εξέλαβαν τα όσα φώναζε η κατηγορούμενη ως εξυβριστικά”.

Υποστηρίχθηκε, επίσης, ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε  ότι δεν υφίσταται το συστατικό στοιχείο του ενδεχόμενου πρόκλησης σε επίθεση από παριστάμενα πρόσωπα.  Η εσφαλμένη καθοδήγηση του Δικαστηρίου - συνεχίζει η εισήγηση - ισχύει τόσο σε σχέση με το Διευθυντή του καπαρέ, όσο και για τους αστυνομικούς ιδιαίτερα, σε σχέση με τους οποίους λέχθηκε ότι “δεν αναμένεται, γενικά, από αστυνομικό, την ώρα που ενεργεί ως τέτοιος, να αντιδράσει με τον τρόπο που αναμένεται να αντιδράσει ο μέσος προσβεβλημένος άνθρωπος.”.

Θεωρούμε ότι το συμπέρασμα στο οποίο έχει αχθεί το πρωτόδικο δικαστήριο σε σχέση με την απουσία μετάφρασης δεν βρίσκει έρεισμα στη Νομολογία.  Παραπέμπουμε στην Bolster v. Αστυνομικού Διευθυντή Λεμεσού (1997) 2 A.A.Δ. 89, στην οποία έχει εγερθεί το ίδιο θέμα.  Το Εφετείο επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση με την οποία είχε κριθεί ότι δεν χρειαζόταν μαρτυρία “ειδικού από πλευράς Κατηγορούσας Αρχής για να πεί τί σημαίνουν οι λέξεις που αναφέρονται στο κατηγορητήριο επειδή λέχθηκαν στα Αγγλικά, δεδομένου ότι οι μάρτυρες αστυνομικοί είπαν ότι κατάλαβαν τί είπε στο λοχία η εφεσείουσα και θεώρησαν τη φράση υβριστική”.

Αναφορικά με το δεύτερο συμπέρασμα του πρωτόδικου δικα[*515]στηρίου, το οποίο αναφέρεται στην ενδεχόμενη αντίδραση των αστυνομικών, έχουμε την άποψη πως ο Νόμος δεν προβαίνει σε ταξινόμηση των προσώπων που είναι παρόντα ανάλογα με το επάγγελμα τους. Ο Νόμος ομιλεί για εξύβριση άλλου “με τέτοιο τρόπο που ενδέχεται να προκαλέσει σε παρευρισκόμενο πρόσωπο επίθεση” και δεν περιέχει οποιαδήποτε ταξινόμηση. Το κριτήριο είναι κατά πόσο ο μέσος λογικός άνθρωπος θα προκληθεί.  Το κριτήριο αυτό δεν διαφοροποιείται ανάλογα με το επάγγελμα των προσώπων που είναι παρόντα.

Τα αστυνομικά όργανα αναμένεται να έχουν τις αυτές ευαισθησίες και αντιδράσεις όπως όλα τα ανθρώπινα όντα.  Η ένταξη τους σε διαφορετική κατηγορία δεν προβλέπεται με οποιοδήποτε τρόπο - ρητό ή εξυπακουόμενο - από το Νόμο.  Ακολουθεί πως η σχετική κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου ήταν εσφαλμένη.

Για τους πιο πάνω λόγους η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται.  Διατάσσεται η επανεκδίκαση της υπόθεσης από άλλο Δικαστή.

H έφεση επιτρέπεται. Διατάσσεται η επανεκδίκαση της υπόθεσης από άλλο Δικαστή.

 


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο