(1999) 2 ΑΑΔ 558
[*558]29 Οκτωβρίου, 1999
[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στές]
ΧΡΙΣΤΑΚΗΣ ΑΝΔΡΕΟΥ ΑΝΘΙΑ,
Εφεσείων,
ν.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ (AP. 2),
Εφεσίβλητης.
(Ποινική Έφεση Aρ. 6715)
Ευρήματα Δικαστηρίου — Ευρήματα πρωτόδικου Δικαστηρίου — Εύρημα ότι ο εφεσείων ενεργούσε ως συναυτουργός στη διάπραξη του αδικήματος δεκασμού — Υποστηρίζετο πλήρως από την μαρτυρία η οποία έγινε αποδεκτή.
Μαρτυρία — Αξιολόγηση μαρτυρίας — Η αξιολόγηση της μαρτυρίας επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια του πρωτόδικου Δικαστηρίου, που έχει το πλεονέκτημα να ακούει τους μάρτυρες ενώ καταθέτουν και να παρακολουθεί τη συμπεριφορά τους ενώ βρίσκονται στο εδώλιο του μάρτυρα — Προϋποθέσεις επέμβασης Εφετείου.
Μαρτυρία — Αξιοπιστία μαρτύρων — Αντιφάσεις επουσιώδους σημασίας δεν μπορούν να επηρεάσουν την αξιοπιστία των μαρτύρων.
Μαρτυρία — Ενισχυτική μαρτυρία — Ποία η σημασία της και ποίες οι εξαιρέσεις στον γενικό κανόνα ότι μαρτυρία ενός προσώπου δεν χρειάζεται ενισχυτική μαρτυρία.
Συνεργία — Το ενδιαφέρον και η συμμετοχή του εφεσείοντος σε υπόθεση δεκασμού υποδηλούσαν τη συμμετοχή του στη διάπραξη του εν λόγω αδικήματος.
Ο εφεσείων, ο οποίος γνώριζε ότι από τον παραπονούμενο είχαν κλαπεί το διαβατήριο, η άδεια οδήγησης και η ταυτότητά του, και τον τόπον που βρίσκονταν, προθυμοποιήθηκε μαζί με ένα άλλο πρόσωπο να τον βοηθήσουν να τα επανακτήσει έναντι ποσού £300. Ο παραπονούμενος πλήρωσε £120 και το άλλο πρόσωπο σε μια ώρα παρέδωσε [*559]στον παραπονούμενο τα κλαπέντα αντικείμενα. Όταν το άλλο πρόσωπο ζήτησε χρήματα από τον παραπονούμενο, αυτός κατήγγειλε την υπόθεση στην Αστυνομία.
Ο εφεσείων βρέθηκε ένοχος σε κατηγορία λήψης χρημάτων με τρόπο που υποδήλωνε δεκασμό κατά παράβαση των Άρθρων 126 και 20 του Ποινικού Κώδικα και καταδικάστηκε σε 12 μήνες φυλάκιση. Η έφεση του εστρέφετο κατά της καταδίκης του. Προβλήθηκαν οι ακόλουθοι λόγοι έφεσης:
1) Ύπαρξη αντιφάσεων στη μαρτυρία των μαρτύρων της Κατηγορούσας Αρχής.
2) Απουσία ενισχυτικής μαρτυρίας για την ενίσχυση της κατάθεσης του παραπονουμένου και
3) Μη συμμετοχή στη διάπραξη του αδικήματος.
Το Εφετείο αποφάνθηκε ότι κανένας από τους λόγους έφεσης δεν ευσταθούσε και απέρριψε την έφεση εφαρμόζοντας τις αρχές που αναφέρονται στις πιο πάνω εισαγωγικές σημειώσεις.
Η έφεση απορρίφθηκε.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Katsiamalis v. Republic (1980) 2 C.L.R. 107,
Αθανασίου v. Loizias Contracting and Building (Overseas) Ltd (1993) 3 A.A.Δ. 329.
Έφεση εναντίον Kαταδίκης.
Έφεση εναντίον της καταδίκης από το Xριστάκη Aνδρέου Aνθία, ο οποίος βρέθηκε ένοχος στις 12 Mαΐου 1999, από το Kακουργιοδικείο Λάρνακας (Ποινική Yπόθεση Aρ. 11495/98) στην κατηγορία της λήψης χρημάτων με τρόπο που υποδήλωνε δεκασμό κατά παράβαση των Άρθρων 126 και 20 του Ποινικού Kώδικα και καταδικάστηκε από Aρέστη Π.E.Δ., Παναγή, A.E.Δ., Δημητριάδου, E.Δ., σε ποινή φυλάκισης 12 μηνών.
Ο Εφεσείων εμφανίζεται προσωπικά.
Χαρ. Χαραλάμπους, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Eφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
[*560]ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από το Δικαστή Τ. Ηλιάδη.
ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων, που βρέθηκε ένοχος σε κατηγορία λήψης χρημάτων με τρόπο που υποδήλωνε δεκασμό κατά παράβαση των άρθρων 126 και 20 του Ποινικού Κώδικα και καταδικάστηκε σε 12 μήνες φυλάκιση, με την παρούσα έφεση προσβάλλει την εγκυρότητα της καταδίκης του.
Τα γεγονότα
Ο παραπονούμενος (ΜΚ1) ήταν παντρεμένος και διέμενε μαζί με τη γυναίκα του που κατάγεται από τη Τσεχία και με τα παιδιά του σε σπίτι στην Ορόκλινη. Ο παραπονούμενος διεξήγαγε επιχείρηση ενοικίασης θαλάσσιων αθλημάτων (water sports) μπροστά από ξενοδοχείο που βρίσκεται στην παραλία της Λάρνακας. Κατά τον ουσιώδη χρόνο τόσο η γυναίκα του όσο και τα παιδιά του απουσίαζαν στην Τσεχία. Επιστρέφοντας γύρω στις 4.00 το πρωΐ στις 27/6/98 στο σπίτι του, διαπίστωσε ότι το σπίτι είχε διαρρηχθεί αφού αφαιρέθηκαν δύο ράβδοι από αλουμίνιο από το παράθυρο της κουζίνας. Μεταξύ των αντικειμένων που είχαν κλαπεί ήταν και το διαβατήριο, η άδεια οδήγησης και η ταυτότητα του. Ο παραπονούμενος ειδοποίησε αμέσως σχετικά την Αστυνομία.
Το απόγευμα της επόμενης μέρας ο εφεσείων μαζί με τη φιλενάδα του και άλλο πρόσωπο μετέβηκαν στον τόπο εργασίας του παραπονουμένου. Ο παραπονούμενος που γνώριζε τον εφεσείοντα, αφού ο τελευταίος είχε διατελέσει στο παρελθόν εργοδοτούμενος του, τον ρώτησε αστειευόμενος πού βρισκόταν το προηγούμενο βράδυ και αυτός του απάντησε ότι βρισκόταν στη Λεμεσό. Ακολούθως ο παραπονούμενος τον πληροφόρησε ότι είχε διαρρηχθεί το σπίτι του και ότι είχαν κλαπεί το διαβατήριο του και η άδεια παραμονής και εργασίας του στην Τσεχία, που τα χρειαζόταν. Ο εφεσείων και το άλλο πρόσωπο τον πληροφόρησαν ότι ο αδελφός του άλλου προσώπου ήταν κλέφτης και σχετιζόταν με ένα παραχαράκτη από τη Λευκωσία που αγόραζε διαβατήρια από κλέφτες και τα πωλούσε. Τόσο ο εφεσείων όσο και το τρίτο πρόσωπο ανέφεραν στον παραπονούμενο ότι γνώριζαν ότι τα αντικείμενα που είχαν κλαπεί βρισκόντουσαν στην κατοχή του παραχαράκτη στη Λευκωσία και ότι μπορούσαν να τον βοηθήσουν να τα επανακτήσει έναντι οικονομικού ανταλλάγματος. Μετά από συζήτηση κατέληξαν στο ποσό των £300 και ο παραπονούμενος έδωσε στο άλλο πρόσωπο £120. Το άλλο [*561]πρόσωπο έφυγε και επέστρεψε μετά από μια ώρα παραδίδοντας στον παραπονούμενο τα αντικείμενα που είχαν κλαπεί. Μετά από έξι περίπου μέρες το πρόσωπο που είχε παραδώσει στον παραπονούμενο τα κλαπέντα αντικείμενα, μετέβηκε στο χώρο εργασίας του παραπονουμένου και του ζήτησε χρήματα. Ο παραπονούμενος αρνήθηκε να τον πληρώσει και κατάγγειλε την υπόθεση στην Αστυνομία.
Ο εφεσείων καταθέτοντας ενόρκως ανέφερε ότι όταν αποφυλακίστηκε στις 12/6/98 πήγε στη Λεμεσό και αφού πήρε χρήματα από τους αδελφούς Χαμπή και Αντρο Αεροπόρο επέστρεψε στη Λάρνακα για να ανοίξει μια λέσχη. Είχε κατορθώσει να μαζέψει συνολικά ένα ποσό £16.000 και ενώ ετοιμαζόταν να λειτουργήσει τη δική του λέσχη απειλήθηκε από το Λουκά Φανιέρο, του οποίου θίγονταν τα συμφέροντα, όπως και από πρόσωπα του περιβάλλοντος του Λουκά Φανιέρου μέσα στα οποία συμπεριλαμβανόταν και κάποιος Χαράλαμπος Πουτζουρής. Τις πρωϊνές ώρες της 23/6/98 ο εφεσείων αντιλήφθηκε το Χαράλαμπο Πουτζουρή μαζί με ένα άλλο πρόσωπο να κινούνται ύποπτα έξω από το σπίτι του και αργότερα ανακαλύφθηκε στην είσοδο του σπιτιού του ένας εκρηκτικός μηχανισμός. Για να αποφύγει δυσάρεστες καταστάσεις ο εφεσείων έφυγε από τη Λάρνακα και μετέβηκε στο σπίτι του θείου του στη Δερύνεια όπου και διέμενε μέχρι τις 28/6/98. Ακολούθως επέστρεψε στη Λάρνακα στις 28/6/98 και μετέβηκε στην παραλία μαζί με το τρίτο πρόσωπο για να ζητήσει από τον παραπονούμενο ένα ποσό £600 που του χρωστούσε ο παραπονούμενος για τα έξοδα ενός δείπνου. Η όλη υπόθεση εναντίον του εφεσείοντος ήταν το αποτέλεσμα μιας σκευωρίας της Αστυνομίας η οποία επιζητούσε να τον ενοχοποιήσει.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε την εκδοχή της Κατηγορούσας Αρχής και αφού απέρριψε την εκδοχή του εφεσείοντος τον βρήκε ένοχο στην κατηγορία του δεκασμού.
Ο εφεσείων, που είχε εμφανιστεί χωρίς δικηγόρο, ισχυρίζεται ότι η πρωτόδικη απόφαση θα πρέπει να ακυρωθεί για τους πιο κάτω λόγους:
(1) Έχουν παρατηρηθεί διαφορές στη μαρτυρία που έχει δοθεί από τους μάρτυρες της Κατηγορούσας Αρχής,
(2) Δεν έχει παρουσιασθεί ενισχυτική μαρτυρία για την ενίσχυση της κατάθεσης του παραπονουμένου και
(3) Ο εφεσείων δεν συμμετέσχε στη διάπραξη του αδικήματος.
[*562]Αντιφάσεις στις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας
Έχει υποβληθεί εκ μέρους του εφεσείοντος ότι στη μαρτυρία που έχει παρουσιαστεί από την Κατηγορούσα Αρχή παρουσιάζονται αντιφάσεις στις καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας που καθιστούν τη μαρτυρία τους αναξιόπιστη, σε βαθμό που να κλονίζεται η εγκυρότητα της καταδικαστικής απόφασης. Πιο συγκεκριμένα ο εφεσείων εισηγήθηκε ότι υπάρχουν αντιφάσεις στην ένορκη μαρτυρία του παραπονουμένου σε σχέση με το περιεχόμενο της αρχικής του κατάθεσης που είχε δώσει στην Αστυνομία και ιδιαίτερα αναφορικά με τα αντικείμενα που είχε αναφέρει ότι είχαν κλαπεί, που συμπεριλάμβαναν μεταξύ άλλων μια καδένα και ένα ζευγάρι γυαλιά Rayban. Επιπρόσθετα ο εφεσείων εισηγήθηκε ότι ο παραπονούμενος κατά τη διάρκεια της κύριας του εξέτασης ανέφερε ότι ο εφεσείων είχε πάει μόνο μια φορά στο σπίτι του ενώ αντεξεταζόμενος παραδέχθηκε ότι τον είχε επισκεφθεί 3 με 4 φορές στο σπίτι του.
Οι αρχές που διέπουν πότε ένα Ποινικό Εφετείο μπορεί να επέμβει για να ανατρέψει ευρήματα ενός πρωτόδικου Δικαστηρίου έχουν καθοριστεί με σαφήνεια σε μια σειρά αποφάσεων. Όπως έχει τονιστεί επανειλημμένα η αξιολόγηση της μαρτυρίας επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια του πρωτόδικου Δικαστηρίου, που έχει το πλεονέκτημα να ακούει τους μάρτυρες ενώ καταθέτουν και να παρακολουθεί τη συμπεριφορά τους ενώ βρίσκονται στο εδώλιο του μάρτυρα. Το Ποινικό Εφετείο επεμβαίνει μόνο στα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου αν τα συμπεράσματα δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία που έχει παρουσιαστεί (ίδε Katsiamalis v. Republic (1980) 2 C.L.R. 107) ή αν το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να προβεί σε ένα συγκεκριμένο εύρημα σχετικά με ένα σημαντικό θέμα της διαδικασίας (ίδε Aθανασίου ν. Loizias Contracting and Building (Overseas) Ltd (1993) 3 A.A.Δ. 329).
Έχουμε εξετάσει προσεκτικά την εισήγηση του εφεσείοντος και έχουμε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Οι αντιφάσεις που έχουν εντοπιστεί δεν είναι ουσιώδους σημασίας σε βαθμό που θα μπορούσαν να επηρεάσουν την αξιοπιστία του παραπονουμένου. Αντίθετα σημειώνουμε ότι είναι λεπτομέρειες χωρίς ουσιαστική σημασία που θα μπορούσαν να επηρεάσουν τη διαμόρφωση της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Ενισχυτική μαρτυρία
Ο εφεσείων έχει υποβάλει ότι η Κατηγορούσα Αρχή απέτυχε [*563]να παρουσιάσει ενισχυτική μαρτυρία προς υποστήριξη των θέσεων του παραπονουμένου. Ο γενικός κανόνας είναι ότι η μαρτυρία ενός προσώπου που καταθέτει δεν χρειάζεται ενισχυτική μαρτυρία στο δίκαιο της απόδειξης και ένα Δικαστήριο μπορεί να βασιστεί πάνω στη μαρτυρία ενός και μόνο μάρτυρα, έστω και αν αυτό εξυπακούει απόρριψη της μαρτυρίας ενός μεγάλου αριθμού μαρτύρων που έχουν κληθεί και καταθέσει εκ μέρους της άλλης πλευράς.
Στο γενικό κανόνα ότι η μαρτυρία ενός προσώπου δεν χρειάζεται ενισχυτική μαρτυρία έχουν δημιουργηθεί μερικές νομοθετικές εξαιρέσεις (όπως π.χ. σε περιπτώσεις απαιτήσεων εναντίον περιουσίας αποθανόντος προσώπου), όπως επίσης και εξαιρέσεις που έχουν διαμορφωθεί στο Κοινοδίκαιο (όπως π.χ. σε περιπτώσεις σεξουαλικών αδικημάτων). Και τούτο γιατί σε μερικές περιπτώσεις η μοναδική μαρτυρία που προσφέρεται μπορεί να είναι αναξιόπιστη π.χ. λόγω της ηλικίας του μάρτυρα ή λόγω του ότι έχει συμμετάσχει και ο ίδιος στη διάπραξη του αδικήματος ή λόγω της ιδιάζουσας φύσης του αδικήματος.
Στην παρούσα περίπτωση που εξετάζεται κατηγορία λήψης χρημάτων με τρόπο που υποδήλωνε δεκασμό κατά παράβαση του άρθρου 126 του Ποινικού Κώδικα, η εισήγηση του εφεσείοντος δεν μπορεί να ευσταθήσει και τούτο γιατί τόσο το Κοινοδίκαιο όσο και οι σχετικές νομοθετικές εξαιρέσεις δεν επιβάλλουν την προσκόμιση οποιασδήποτε ενισχυτικής μαρτυρίας προς υποστήριξη της κατάθεσης του παραπονουμένου.
Συμμετοχή του εφεσείοντος στη διάπραξη του αδικήματος
Ο εφεσείων έχει επίσης αμφισβητήσει το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου που τον φέρει να έχει ενεργήσει ως συναυτουργός στη διάπραξη του αδικήματος, ισχυριζόμενος ότι η παρουσία του σε διάφορα χρονικά διαστήματα μαζί με το τρίτο πρόσωπο και τον παραπονούμενο δεν μπορεί να οδηγήσει σε συμπέρασμα ότι είχε συμμετάσχει στη διάπραξη του αδικήματος.
Από τη σχετική απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου φαίνεται ότι ο εφεσείων γνώριζε ότι τα αντικείμενα που θα παραδίνονταν στον παραπονούμενο ήταν κλοπιμαία και ήταν αυτός που εισηγήθηκε ότι μπορούσε να βοηθήσει στην ανεύρεση τους. Ο εφεσείων ήταν το πρόσωπο που ανέφερε στον παραπονούμενο ότι το τρίτο πρόσωπο είχε αδελφό που σχετιζόταν με παραχαράκτη, στην κατοχή του οποίου βρίσκονταν τα κλαπέντα αντι[*564]κείμενα και ακολούθως είχε συμμετάσχει ενεργά στη συζήτηση μεταξύ του παραπονουμένου και του τρίτου προσώπου για τον καθορισμό του ποσού που θα έπαιρνε το τρίτο πρόσωπο για να παραδώσει τα κλαπέντα αντικείμενα στον παραπονούμενο. Όταν δε το τρίτο πρόσωπο έφυγε για να φέρει τα αντικείμενα, ο εφεσείων παρέμεινε μαζί με τον παραπονούμενο, πράγμα που αποδεικνύει τόσο το ενδιαφέρον του όσο και τη συμμετοχή του στην όλη υπόθεση. Ο εφεσείων ήταν επίσης παρών όταν ο παραπονούμενος παρέδωσε στο τρίτο πρόσωπο το ποσό των £120 για την επιστροφή των κλαπέντων αντικειμένων. Όλα τα πιο πάνω υποδηλούν τη συμμετοχή του στη διάπραξη του αδικήματος και ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε σε συμπέρασμα ότι ο εφεσείων ήταν ένοχος στην κατηγορία του δεκασμού που αντιμετώπιζε σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 20(γ) του Κεφ. 154.
Η έφεση απορρίπτεται.
H έφεση απορρίπτεται.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο