Aναστασιάδης Xαράλαμπος ν. Aστυνομίας (1999) 2 ΑΑΔ 565

(1999) 2 ΑΑΔ 565

[*565]19 Νοεμβρίου, 1999

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]

ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΔΗΣ,

Eφεσείων,

v.

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Εφεσίβλητης,

(Ποινική Έφεση Aρ. 6823)

 

Έφεση — Κατά διατάγματος κράτησης κατηγορουμένου μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσής του ενώπιον του Κακουργιοδικείου — Το Εφετείο δεν έχει δικαιοδοσία να επιληφθεί της έφεσης δυνάμει του Άρθρου 11.7 του Συντάγματος — Εκτενής αναφορά στη σχετική νομολογία και ανάλυση αυθεντιών — Αρχή στην Αναστασίου ν. Αστυνομίας ισχύει και στην παρούσα υπόθεση.

Έφεση — Δικαίωμα έφεσης κατά των αποφάσεων ποινικού Δικαστηρίου — Περιορίζεται στις περιπτώσεις που ρητά προβλέπεται από τις διατάξεις του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου —Το Σύνταγμα δεν παρέχει δικαίωμα έφεσης.

Ο εφεσείων ο οποίος παραπέμφθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού σε δίκη ενώπιον του Κακουργιοδικείου, διατάχθηκε να παραμείνει υπό κράτηση μέχρι τότε.  Εφεσίβαλε το διάταγμα προσωποκράτησής του.  Η Κατηγορούσα Αρχή υποστήριξε ότι δεν παρέχεται δικαίωμα έφεσης στην περίπτωση.  Το Εφετείο επιλήφθηκε αυτού του προδικαστικού ζητήματος πριν προχωρήσει στην εξέταση επί της ουσίας της έφεσης.

Ο συνήγορος του εφεσείοντα υποστήριξε ότι το θέμα καλύπτεται από το Άρθρο 11.7 του Συντάγματος. Θεώρησε πως, κατά το εν λόγω άρθρο του Συντάγματος, κάθε απόφαση για κράτηση υπόκειται σε έφεση, όπως ήταν και η γραμμή που ακολουθείτο από τη νομολογία μέχρι την απόφαση στην υπόθεση Αναστασίου.  Εισηγήθηκε επίσης ότι η παρούσα υπόθεση διαφοροποιείται από την υπόθεση Αναστασίου στην οποία η διαταγή που εφεσιβλήθηκε ήταν ενδιάμεση.

[*566]Αποφασίστηκε ότι:

1.  Η παρούσα υπόθεση δεν διαφοροποιείται από την υπόθεση Αναστασίου.  Η διαπίστωση ανυπαρξίας νομοθετικής πρόνοιας για δικαίωμα έφεσης κατά απόφασης για κράτηση που εκδίδεται από το Δικαστήριο που εκδικάζει την υπόθεση, ισχύει και για την απόφαση για κράτηση ενόψει παραπομπής σε Κακουργιοδικείο, ως την ημέρα της ανάληψης της υπόθεσης από αυτό.

2.  Στην Αναστασίου, μεταξύ άλλων, έγινε αναφορά σε μεγάλο αριθμό υποθέσεων στις οποίες το Ανώτατο Δικαστήριο επελήφθη εφέσεων κατά διαταγμάτων κράτησης αυτής της μορφής. Όμως, όπως εξηγήθηκε, σε καμιά δεν είχε εγερθεί και συζητηθεί τέτοιο δικαιοδοτικό ζήτημα και κατά την επίλυσή του επισημάνθηκε η πρόνοια του Άρθρου 131(1) του Κεφ. 155 σύμφωνα με την οποία “τηρουμένων των διατάξεων οποιουδήποτε άλλου νομοθετήματος που ισχύει εκάστοτε δεν χωρεί έφεση από απόφαση ή διάταγμα Δικαστηρίου που ασκεί ποινική διαδικασία εκτός όπου προβλέπεται από το Νόμο αυτό”.

H προδικαστική ένσταση επέτυχε. Η έφεση απορρίφθηκε.

Αναφερόμενη υπόθεση:

Αναστασίου ν. Αστυνομίας (1999) 2 A.A.Δ. 435.

Έφεση.

Έφεση από το Xαράλαμπο Aναστασιάδη εναντίον της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, ημερομηνίας 3 Nοεμβρίου 1999, με την οποία διατάχθηκε η κράτησή του μέχρι τη διεξαγωγή της δίκης από το Kακουργιοδικείο.

E. Eυσταθίου με Δ. Θεοδώρου, για τον Eφεσείοντα.

Π. Kληρίδης, Eισαγγελέας της Δημοκρατίας, για την Eφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΔIKAΣTHPIO: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από το Δικαστή Γ. Κωνσταντινίδη.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Δικαστής του Επαρχιακού Δικαστη[*567]ρίου Λεμεσού έκρινε πως συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις του Νόμου και παρέπεμψε τον εφεσείοντα σε δίκη ενώπιον του Κακουργιοδικείου που θα συνεδριάσει στη Λεμεσό στις 22.11.99. Η κατηγορούσα αρχή υπέβαλε αίτημα για την κράτηση του εφεσείοντα στο μεταξύ και ο δικαστής, αφού άκουσε τα επιχειρήματα των δυο πλευρών, με αναφορά στο άρθρο 157(1) του περι Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 155, το ενέκρινε.  Αιτιολόγησε την απόφασή του σημειώνοντας τη σοβαρότητα των αδικημάτων που φέρεται ότι διέπραξε ο εφεσείων και την πιθανότητα καταδίκης του. Κυρίως, όμως, την πιθανότητα να επηρέαζε μάρτυρες αν δεν διατασσόταν η κράτησή του. 

Η παρούσα έφεση στρέφεται κατά της διαταγής για κράτηση του εφεσείοντα. Της δώσαμε προτεραιότητα και την ακούσαμε χθες, όχι όμως σε σχέση με την ουσία της.  Κατά την εισήγηση του κ. Κληρίδη η έφεση θα πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη.  Όπως υποστήριξε, δεν παρέχεται δικαίωμα έφεσης στην περίπτωση.  Επιληφθήκαμε, επομένως, αυτού του προδικαστικού ζητήματος.

Η θέση του κ. Κληρίδη στηρίκτηκε στην πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Τάσος Αναστασίου ν. Αστυνομίας (1999) 2 A.A.Δ. 435. Εκεί ασκήθηκε ανάλογη εξουσία δυνάμει του άρθρου 48 του Κεφ. 155 από τον επαρχιακό δικαστή που θα εκδίκαζε την υπόθεση σε ημερομηνία που όρισε.  Το Ανώτατο Δικαστήριο, στην απόφασή του που εξέδωσε ο Πικής Π., μετά από εκτεταμένη αναφορά στη νομολογία, υπέδειξε το θεμελιωμένο πως  “το δικαίωμα έφεσης κατά αποφάσεων ποινικού δικαστηρίου περιορίζεται στις περιπτώσεις που ρητά προβλέπεται από τις διατάξεις του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου”.  Επίσης πως το Σύνταγμα δεν παρέχει δικαίωμα έφεσης κατά αποφάσεων ποινικού δικαστηριου.  Συζήτησε και την ευρύτερη αρχή σύμφωνα με την οποία “ενδιάμεσες αποφάσεις ποινικών δικαστηρίων δεν υπόκεινται σε έφεση” και κατέληξε πως τα άρθρα 132 - 137 του Κεφ. 155, που αναφέρονται στο δικαίωμα άσκησης έφεσης, δεν καλύπτουν την περίπτωση. Παραθέτουμε τα σχετικά αποσπάσματα από τις σελ. 442 και 443 της απόφασης:

“........ Σε κανένα από τα Άρθρα αυτά δεν προνοείται έφεση κατά ενδιάμεσης απόφασης ποινικού δικαστηρίου ή, ειδικά, κατά απόφασης ποινικού δικαστηρίου, επαγόμενης την κράτηση υποδίκου εκκρεμούσης της δίκης. ............

Το αναπόφευκτο συμπέρασμα είναι ότι, κατ΄αρχήν, δεν παρέχεται δικαίωμα έφεσης κατά ενδιάμεσων αποφάσεων ποινικού [*568]δικαστηρίου και, οριστικά, δεν παρέχεται δικαίωμα έφεσης κατά αποφάσεων του επαρχιακού δικαστηρίου στην άσκηση της ποινικής του δικαιοδοσίας, που λαμβάνονται κατά την ενάσκηση της εξουσίας που παρέχεται από το Άρθρο 48 του Κεφ. 155.”

Ο κ. Ευσταθίου αναφέρθηκε στη μεγάλη σειρά των υποθέσεων στις οποίες το Ανώτατο Δικαστήριο ανέλαβε κατά το παρελθόν δικαιοδοσία και εκδίκασε εφέσεις αυτού του περιεχομένου.  Αναγνώρισε, όμως, πως πλέον, ως προς την πτυχή που κάλυψε, η υπόθεση Αναστασίου είναι καθοριστική.  Η θέση του, όπως την ανέπτυξε αρχικά, ήταν πως διαφοροποιείται από την παρούσα. Εξήγησε πως εδώ δεν έχουμε διαταγή δυνάμει του άρθρου 48 του Κεφ. 155.  Η εφεσιβαλλόμενη, όπως εισηγήθηκε, δεν είναι ενδιάμεση. Δεν προέρχεται από το Δικαστήριο που θα εκδίκαζε την υπόθεση και, από αυτή την άποψη, είναι αυτοτελής.  Η υπόθεση δεν θα επανερχόταν ενώπιον του ιδίου δικαστή και περιείχε διαταγή αυτόνομη.  Μας κάλεσε να θεωρήσουμε τις όποιες γενικότερες αναφορές στην υπόθεση Αναστασίου, που δεν ήταν απαραίτητες για τους σκοπούς διαταγής που εκδόθηκε δυνάμει του άρθρου 48, ως απλές παρατηρήσεις - obiter dicta -, μή δεσμευτικές.

Δεν αμφισβήτησε όμως το θεμελιακό πως για να υπάρχει δικαίωμα έφεσης αυτό πρέπει να παρέχεται ρητά.  Ούτε ήταν η θέση του ότι υπάρχει νομοθετική διάταξη αναγνωριστική δικαιώματος έφεσης κατά διαταγής όπως η εφεσιβαλλόμενη.  Η άποψή του ήταν πως το θέμα καλύπτεται από το άρθρο 11.7 του Συντάγματος.  Πρόκειται, όπως υποστήριξε, γι’ αυτοτελή διάταξη που, όμως, δεν απασχόλησε στην υπόθεση Αναστασίου. Θεωρεί πως, κατά το Άρθρο 11.7 του Συντάγματος, κάθε απόφαση για κράτηση υπόκειται σε έφεση, όπως ήταν και η γραμμή που ακολουθείτο από τη νομολογία μέχρι την απόφαση στην υπόθεση Αναστασίου.  Αναφέρθηκε συναφώς στο Άρθρο 11.6 του Συντάγματος. Δέκτηκε πως, όπως ήταν και η εισήγηση του κ. Κληρίδη, το δικαίωμα έφεσης που ρητά αναγνωρίζεται εκεί αφορά στη διαφορετική περίπτωση διατάγματος για κράτηση συλληφθέντος για την περίοδο - μέχρι τρεις μήνες - ως τη συμπλήρωση της ανάκρισης αναφορικά με το αδίκημα σε σχέση με το οποίο συνελήφθη.  Πρόσθεσε, όμως, πως αφού για αυτό το έλασσον το Σύνταγμα αναγνωρίζει δικαίωμα έφεσης, το Άρθρο 11.7 πρέπει να ερμηνευθεί σύμφωνα με την εισήγησή του.

Αυτά, όπως τα αντιλαμβανόμαστε, συνιστούν ουσιαστικά εισήγηση για απόφαση αντίθετη προς εκείνη στην υπόθεση Αναστασίου.  Αν είναι ορθά και αν πράγματι από τις πρόνοιες του Συντάγματος προκύπτει δικαίωμα έφεσης για κάθε διάταγμα κράτησης, [*569]δεν θα παρεχόταν περιθώριο διαφοροποίησης στην περίπτωση κράτησης δυνάμει του άρθρου 48 του Κεφ. 155· όσο και αν ο κ. Ευσταθίου αναγνώρισε πως είναι λογικό να μή αναγνωρίζεται δικαίωμα έφεσης κατά διατάγματος κράτησης το οποίο, δυνητικά, θα ίσχυε από ημέρας εις ημέραν, διαρκούσας της εκδίκασης μιας υπόθεσης.

Το άρθρο 11 του Συντάγματος κατοχυρώνει το δικαίωμα της ελευθερίας και της προσωπικής ασφάλειας. Πράγματι η παράγραφος 6 καλύπτει τη δυνατότητα κράτηση συλληφθέντος “οσάκις η περι της διαπράξεως του αδικήματος ανάκρισις δι’ ό συνελήφθη, δεν συνεπληρώθη”.  Δεν αναφέρεται σε περίπτωση όπως η παρούσα και η διάταξή του πως “πάσα κατά τα ανωτέρω απόφασις του δικαστού υπόκειται εις έφεσιν”, ορθά δεν προτείνεται ως έρεισμα για την παρούσα έφεση.

Το άρθρο 11.7 έχει ως εξής: 

“Πας στερηθείς της ελευθερίας αυτού δια συλλήψεως ή κρατήσεως δικαιούται να προσφύγη εις το αρμόδιον δικαστήριον, ίνα τούτο κρίνη ταχέως την νομιμότητα της κρατήσεως και διατάξη την απόλυσιν αυτού, εάν η κράτησις δεν είναι νόμιμος.”

Δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε  με την εισήγηση του κ. Ευσταθίου.  Αντίθετα, θεωρούμε ορθή την άποψη του κ. Κληρίδη πως το μόνο δικαίωμα έφεσης που αναγνωρίζει το Άρθρο 11 του Συντάγματος είναι το εξειδικευόμενο στην παράγραφο 6.  Προφανής στόχος του άρθρου 11.7 είναι η συνταγματική διασφάλιση της πρόσβασης σε αρμόδιο Δικαστήριο προς έλεγχο της νομιμότητας σύλληψης ή κράτησης.  Δεν αφορά σε κράτηση που ακριβώς διατάχθηκε από αρμόδιο Δικαστήριο και δεν στοχεύει στη συνταγματική καθιέρωση δικαιώματος έφεσης σε κάθε τέτοια περίπτωση.  Προκειμένου για κράτηση στο πλαίσιο δικαστικής διαδικασίας κατά το άρθρο 11.6, το πρόβλεψε ρητά.  

Δεν μπορούμε να διακρίνουμε ουσιαστικό διαφοροποιητικό στοιχείο μεταξύ της παρούσας και της υπόθεσης Αναστασίου.  Η διαπίστωση της ανυπαρξίας νομοθετικής πρόνοιας για δικαίωμα έφεσης κατά απόφασης για κράτηση που εκδίδεται από το Δικαστήριο που εκδικάζει την υπόθεση, ισχύει και για την απόφαση για κράτηση ενόψει παραπομπής σε Κακουργιοδικείο, ως την ημέρα της ανάληψης της υπόθεσης από αυτό.  Με αυτό ως δεδομένο, ενόψει της νομολογίας πως δικαίωμα έφεσης υπάρχει μόνο όταν το παρέχει ο Νόμος, καταλήγουμε πως, με βάση το προηγούμενο της [*570]υπόθεσης Αναστασίου, δεν παρέχεται δικαίωμα έφεσης στην περίπτωση.  Σημειώνουμε πως στην Αναστασίου, μεταξύ των άλλων, έγινε αναφορά σε μεγάλο αριθμό υποθέσεων στις οποίες, πράγματι, το Ανώτατο Δικαστήριο επελήφθη εφέσεων κατά διαταγμάτων κράτησης αυτής της μορφής. Όμως, όπως εξηγήθηκε, σε καμιά δεν είχε εγερθεί και συζητηθεί τέτοιο δικαιοδοτικό ζήτημα και, κατά την επίλυσή του, επισημάνθηκε η πρόνοια του άρθρου 131(1) του Κεφ. 155 σύμφωνα με την οποία,

“Τηρουμένων των διατάξεων οποιουδήποτε άλλου νομοθετήματος που ισχύει εκάστοτε δεν χωρεί έφεση από απόφαση ή διάταγμα Δικαστηρίου που ασκεί ποινική διαδικασία εκτός όπως προβλέπεται από το Νόμο αυτό.”

Η προδικαστική ένσταση επιτυγχάνει.  Η έφεση απορρίπτεται ως απαράδεκτη.

H προδικαστική ένσταση επιτυγχάνει. H έφεση απορρίπτεται.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο