Aνδρέου Aνδρέας Xαραλάμπους ν. Γενικόν Eμπόριον Mιχαήλ Kαλλής Λτδ. και Άλλου (1999) 2 ΑΑΔ 571

(1999) 2 ΑΑΔ 571

[*571]24 Νοεμβρίου, 1999

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΗΛΙΑΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]

ΑΝΔΡΕΑΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ ΑΝΔΡΕΟΥ,

Εφεσείων,

ν.

1.  ΓΕΝΙΚΟN ΕΜΠΟΡΙΟΝ ΜΙΧΑΗΛ ΚΑΛΛΗΣ ΛΤΔ.,

2.  ΜΙΧΑΗΛ ΚΑΛΛΗ,

Εφεσιβλήτων.

(Ποινική Έφεση Αρ. 6790)

 

Έφεση — Κατά αθωωτικής απόφασης Επαρχιακού Δικαστηρίου σε ιδιωτική ποινική υπόθεση — Το Άρθρο 137 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, καθιστά την εξουσιοδότηση του Γενικού Εισαγγελέα προϋπόθεση για την άσκηση της έφεσης.

Έφεση — Δικαίωμα έφεσης κατά των αποφάσεων ποινικού Δικαστηρίου — Παρέχεται από τις διατάξεις των Άρθρων 132-137 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155 — Το Σύνταγμα δεν παρέχει δικαίωμα έφεσης κατά αποφάσεων ποινικών ή πολιτικών δικαστηρίων —Εκτενής αναφορά στη σχετική νομολογία και ανάλυση αυθεντιών.

Ο εφεσείων-κατήγορος προσήψε εναντίον των εφεσιβλήτων-κατηγορουμένων 14 κατηγορίες για έκδοση επιταγών χωρίς αντίκρυσμα κατά παράβαση του Άρθρου 305Α του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.  Οι εφεσίβλητοι αρνήθηκαν τις κατηγορίες.  Η υπόθεση απορρίφθηκε και οι εφεσίβλητοι απαλλάγηκαν και αθωώθηκαν, λόγω της παράλειψης του εφεσείοντος να εμφανιστεί κατά την ημέρα της δίκης.

Ο εφεσείων εφεσίβαλε με την παρούσα έφεση την αθωωτική απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου.  Η έφεση ασκήθηκε χωρίς τη συγκατάθεση του Γενικού Εισαγγελέα.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Σειρά αποφάσεων ερμηνευτικών του Άρθρου 25(2) του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν. 14/60) διασαφηνίζει ότι το δικαίωμα έφεσης, το οποίο παρέχεται κατά αποφάσεων ποινικού δικαστηρί[*572]ου, τελεί υπό την αίρεση των προνοιών του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155.

2.  Δικαίωμα έφεσης παρέχεται από τις διατάξεις των Άρθρων 132-137 του Κεφ. 155.  Το Άρθρο 131 του Κεφ. 155 περιορίζει το δικαίωμα έφεσης στις περιπτώσεις που ρητά προβλέπονται από τις πρόνοιες του νόμου – (Άρθρο 131(1) – Κεφ. 155) – και ρητά ορίζει ότι δε χωρεί έφεση κατά αθωωτικής απόφασης, εκτός με τη σύσταση ή τη γραπτή έγκριση του Γενικού Εισαγγελέα – (Άρθρο 131(2) – Κεφ. 155).  Οι πρόνοιες του Κεφ. 155 περί της εξασφάλισης σε ορισμένες περιπτώσεις, προγενέστερης άδειας από το δικαστήριο για άσκηση έφεσης έχουν ατονήσει, ενόψει της σημασίας του όρου «δύναται» στο πλαίσιο του Άρθρου 25(2) του Ν. 14/60.

     Το Σύνταγμα δεν παρέχει δικαίωμα έφεσης κατά αποφάσεων ποινικών ή πολιτικών δικαστηρίων.  Μόνη εξαίρεση αποτελούν οι πρόνοιες του Άρθρου 11.6 του Συντάγματος.

     Το Άρθρο 137 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, καθιστά την εξουσιοδότηση του Γενικού Εισαγγελέα προϋπόθεση για την άσκηση έφεσης από τρίτο (τον κατήγορο), κατά αθωωτικής απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου.

Η έφεση απορρίφθηκε.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Rodosthenous a.o. v. Police (1961) C.L.R. 48,

Hinis v. Police (1963) 1 C.L.R. 14,

Georghadji a.o. v. Republic (1971) 2 C.L.R. 229,

Attorney-General v. Pouris a.o. (1979) 2 C.L.R. 15,

Δημοκρατία v. Ερμογένους κ.ά. (1990) 2 Α.Α.Δ. 459,

Γεν. Εισαγγελέας v. Λαζαρίδη κ.ά. (1992) 2 Α.Α.Δ. 8,

Αναστασίου v. Αστυνομίας (1999) 2 A.A.Δ. 435,

Shourris v. Republic a.o. v. Police (1961) C.L.R. 11,

Attorney-General v. Georghiou (1984) 2 C.L.R. 251,

Christofi v. Police (1970) 2 C.L.R. 117,

Ευαγγέλου v. Αστυνομίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 252,

Ιατρικές Υπηρεσίες v. Πίττα (1995) 2 Α.Α.Δ. 261,

Γεωργίου v. Σαμαρά (Αρ. 1) (1995) 2 Α.Α.Δ. 114,

Κίρλαππου v. Ευθυμίου (1997) 2 Α.Α.Δ. 338.

Έφεση εναντίον Aθωωτικής Aπόφασης.

Έφεση από τον εφεσείοντα κατήγορο των εφεσιβλήτων, κατά της αθωωτικής απόφασης ημερομηνίας 22 Iουλίου 1999, του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου (Ποινική Yπόθεση Aρ. 1136/99),  η οποία ασκήθηκε χωρίς τη συγκατάθεση του Γενικού Eισαγγελέα.

Μ. Μιχαηλίδης, για τον Eφεσείοντα.

Καμιά εμφάνιση για τους Eφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΔIKAΣTHPIO: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γ.Μ. Πικής, Π..

ΠΙΚΗΣ, Π.: Ο εφεσείων, ο κατήγορος των εφεσιβλήτων ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου, εφεσίβαλε με την παρούσα έφεση την αθωωτική απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Η έφεση ασκήθηκε χωρίς τη συγκατάθεση του Γενικού Εισαγγελέα. 

Πριν επιληφθούμε της ουσίας της έφεσης, ζητήσαμε από το δικηγόρο του εφεσείοντος να δικαιολογήσει το παραδεκτό της έφεσης, παραπέμποντας στις διατάξεις του Άρθρου 137 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, ΚΕΦ. 155*, το  μόνο άρθρο του ΚΕΦ. 155 που αναφέρεται σε δικαίωμα έφεσης κατά αθωωτικής απόφασης επαρχιακού δικαστηρίου. 

Ανταποκρινόμενος στην πρόσκληση του Δικαστηρίου, ο δικηγόρος του εφεσείοντος υποστήριξε ότι η εφαρμογή του Άρθρου [*574]137 του ΚΕΦ. 155 ισχύει αποκλειστικά σε εφέσεις, οι οποίες ασκούνται κατά αθωωτικών αποφάσεων, στις οποίες ο Γενικός Εισαγγελέας είναι ο ίδιος κατήγορος.  Η συγκατάθεση του Γενικού Εισαγγελέα, υπέβαλε, και αναγκαία να είναι βάσει του νόμου για την άσκηση έφεσης, μπορεί εύλογα να υποτεθεί ότι θα παρεχόταν στην προκείμενη περίπτωση, λαμβανομένων υπόψη της φύσης των κατηγοριών και των λόγων για τους οποίους αθωώθηκαν οι κατηγορούμενοι.  Επομένως, η μη εξασφάλιση της συγκατάθεσής του μπορεί να θεωρηθεί ως τυπική παράλειψη, η οποία δεν πρέπει να αφεθεί να εξοβελίσει την έφεση. 

Τέλος, υπέβαλε ότι η όποια παράλειψη στη στοιχειοθέτηση της έφεσης πρέπει να αντιμετωπιστεί με επιείκεια από το Δικαστήριο, ενόψει των λόγων της έφεσης, γεγονός που και πάλιν κατατείνει στην παραδοχή της ως έγκυρου διαβήματος.  Ο εφεσείων προσήψε εναντίον των εφεσιβλήτων - κατηγορουμένων 14 κατηγορίες για την έκδοση επιταγών χωρίς αντίκρισμα, κατά παράβαση των προνοιών του Άρθρου 305Α του Ποινικού Κώδικα, ΚΕΦ. 154. Οι εφεσίβλητοι αρνήθηκαν τις κατηγορίες.  Η υπόθεση απορρίφθηκε και οι εφεσίβλητοι απαλλάγηκαν και αθωώθηκαν, λόγω της παράλειψης του εφεσείοντος να εμφανιστεί κατά την ημέρα της δίκης. 

Ο κ. Μιχαηλίδης δε μας παρέπεμψε σε οποιοδήποτε άρθρο της Ποινικής Δικονομίας άλλο από το Άρθρο 137, το οποίο παρέχει δικαίωμα έφεσης κατά αθωωτικής απόφασης του επαρχιακού δικαστηρίου. 

Σειρά αποφάσεων, ερμηνευτικών του Άρθρου 25(2) του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960, (Ν. 14/60), διασαφηνίζει ότι το δικαίωμα έφεσης, το οποίο παρέχεται κατά αποφάσεων ποινικού δικαστηρίου, τελεί υπό την αίρεση των προνοιών του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, ΚΕΦ. 155 - (βλ. Rodosthenous and Another v. The Police (1961) C.L.R. 48· Ioannis Georghiou Hinis v. The Police (1963) 1 C.L.R. 14· Evangelos Christofi v. The Police (1970) 2 C.L.R. 117· Photini Polycarpou Georghadji and Another v. The Republic (1971) 2 C.L.R. 229· Attorney-General v. Pouris & Others (1979) 2 C.L.R. 15· Δημοκρατία ν. Ερμογένους & Άλλων (1990) 2 Α.Α.Δ. 459· Γεν. Εισαγγελέας ν. Λαζαρίδη & Άλλου (1992) 2 Α.Α.Δ. 8). 

Στην πρόσφατη απόφασή μας στην Αναστασίου ν. Αστυνομίας, (1999) 2 A.A.Δ. 435, μετά από θεώρηση των σχετικών διατάξεων του νόμου και της σχετικής νομολογίας, διαπιστώσαμε ότι: «Δικαίωμα έφεσης παρέχεται από τις διατάξεις των Άρθρων 132 - 137 [*575]του ΚΕΦ. 155».  Το Άρθρο 131 του ΚΕΦ. 155 περιορίζει το δικαίωμα έφεσης στις περιπτώσεις που ρητά προβλέπονται από τις πρόνοιες του νόμου - (Άρθρο 131(1) - ΚΕΦ. 155) - και ρητά ορίζει ότι δε χωρεί έφεση κατά αθωωτικής απόφασης, εκτός με τη σύσταση ή τη γραπτή έγκριση του Γενικού Εισαγγελέα - (Άρθρο 131(2) - ΚΕΦ. 155).  Η άλλη επεξήγηση, η οποία γίνεται στην Αναστασίου, είναι ότι οι πρόνοιες του ΚΕΦ. 155 περί της εξασφάλισης, σε ορισμένες περιπτώσεις,  προγενέστερης άδειας από το δικαστήριο για την άσκηση έφεσης έχουν ατονήσει, ενόψει της σημασίας του όρου «δύναται» στο πλαίσιο του Άρθρου 25(2) του Ν. 14/60 - (βλ. Theodoros Panayioti Shourris v. The Republic and Gregoris N. Kazantzis v. The Police (1961) C.L.R. 11).  

Το Σύνταγμα δεν παρέχει δικαίωμα έφεσης κατά αποφάσεων ποινικών ή πολιτικών δικαστηρίων - (Attorney-General v. Georghiou (1984) 2 C.L.R. 251· Γεν. Εισαγγελέας ν. Λαζαρίδη & Άλλου, (ανωτέρω). Μόνη εξαίρεση αποτελούν οι πρόνοιες του Άρθρου 11.6 του Συντάγματος - (βλ., μεταξύ άλλων, Ευαγγέλου ν. Αστυνομίας (1997) 2 A.A.Δ. 252).

Η θεώρηση των αρχών και ρυθμίσεων, που διέπουν το δικαίωμα έφεσης κατά αποφάσεων ποινικού δικαστηρίου, που έγινε στην Αναστασίου ν. Αστυνομίας, (ανωτέρω), αντανακλάται στην πολύ πρόσφατη απόφαση του Εφετείου, που δόθηκε από τον  Κωνσταντινίδη, Δ., στην Αναστασιάδης ν. Αστυνομίας (1999) 2 A.A.Δ. 565

Στην Ιατρικές Υπηρεσίες ν. Πίττα (1995) 2 Α.Α.Δ. 261, εξετάστηκε ειδικά το δικαίωμα του κατήγορου να εφεσιβάλλει απόφαση του ποινικού δικαστηρίου. Στην απόφαση του Δικαστηρίου, την οποία έδωσε ο Νικολάου, Δ., επεξηγείται ότι τέτοιο δικαίωμα μπορεί να αντληθεί μόνο από τις διατάξεις του Άρθρου 137(1) του ΚΕΦ. 155. 

Η απόφαση περί του αντιθέτου στη Γεωργίου ν. Σαμαρά (Αρ. 1) (1995) 2 Α.Α.Δ. 114, δεν επιδοκιμάστηκε. Επί του προκειμένου αναφέρεται στην Ιατρικές Υπηρεσίες (ανωτέρω):- (σελ. 265) 

«Είναι προφανές ότι η Γεωργίου ν. Σαμάρα (ανωτέρω) αφήνει ακλόνητη την επί του θέματος ισχυρή γραμμή της νομολογίας από την οποία αποτελεί αδικαιολόγητη παρέκκλιση.  Πρέπει λοιπόν να αγνοηθεί.»

Στην Κίρλαππου ν. Ευθυμίου (1997) 2 A.A.Δ. 338, κρίναμε την έφεση του κατήγορου κατά αθωωτικής απόφασης επαρχιακού δικαστηρίου χωρίς την προγενέστερη συγκατάθεση του Γενικού Εισαγγελέα αβάσιμη.  Είπαμε:-

«Το άρθρο 137 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, καθιστά την εξουσιοδότηση του Γενικού Εισαγγελέα, προϋπόθεση για την άσκηση έφεσης από τρίτο (τον κατήγορο), κατά αθωωτικής απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου. Το δικαίωμα έφεσης προκύπτει από την εξουσιοδότηση και πρέπει να αποκρυσταλλωθεί πριν την καταχώρησή της.  Το δικαίωμα έφεσης πηγάζει από την έγκριση του Γενικού Εισαγγελέα και πρέπει να αποκρυσταλλώνεται πριν την καταχώρησή της* .»

Για τους ίδιους ακριβώς λόγους και η παρούσα έφεση κρίνεται αβάσιμη και, ως εκ τούτου, απορριπτέα.

Η έφεση απορρίπτεται.

H έφεση απορρίπτεται.

 


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο