(1999) 2 ΑΑΔ 583
[*583]26 Nοεμβρίου, 1999
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]
(Ποινική Yπόθεση Aρ. 6704)
ΒΙΚΤΩΡΑΣ ΙΩΣΗΦ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ,
Eφεσείων,
v.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
(Eφεσείων στις Yποθέσεις Aρ. 6718, 6754)
v.
ΒΙΚΤΩΡΑ ΙΩΣΗΦ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ,
(Eφεσιβλήτου στην Yπόθεση Aρ. 6718)
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥ ΑΝΔΡΕΑ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ,
(Eφεσιβλήτου στην Yπόθεση Aρ. 6754)
(Ποινικές Eφέσεις Aρ. 6704, 6718, 6754)
Ποινή — Ναρκωτικά — Κατοχή και χρήση 82,35 γραμμαρίων κάνναβης — Παραδοχή στην Αστυνομία και ενώπιον του Κακουργιοδικείου μετά από μερική ακρόαση — Λήφθηκαν υπόψη δύο εκκρεμείς υποθέσεις για παρόμοια αδικήματα — Επιβολή ποινής φυλάκισης 12 και 4 μηνών αντίστοιχα — Κρίθηκε επιεικής και επικυρώθηκε κατ’ έφεση.
Ποινή — Ναρκωτικά — Κατοχή 82,22 γραμμαρίων κάνναβης — Εφεσείων ηλικίας 30 ετών, πατέρας τεσσάρων ανήλικων παιδιών, μόνος προστάτης οικογένειας με πολλά οικονομικά προβλήματα — Λευκό ποινικό μητρώο — Χαρακτηρίστηκε ως καλός οικογενειάρχης από το Τμήμα Ευημερίας — Επιβολή ποινής φυλάκισης 9 μηνών με τριετή αναστολή — Κρίθηκε επιεικής και επικυρώθηκε κατ’ έφεση.
[*584]Ποινή — Διαφοροποίηση — Η αδικαιολόγητη διαφοροποίηση της ποινής (disparity of sentence) συνιστά ξεχωριστό λόγο έφεσης.
Ποινή — Αναστολή της ποινής φυλάκισης ενός από τους συγκατηγορουμένους — Κατά πόσο αποτελεί απαράδεκτη διαφοροποίηση και κατ’ επέκταση άνιση μεταχείριση για τον άλλο.
Ποινή — Επιμέτρηση — Ελαφρυντικοί παράγοντες — Παραδοχή — Πότε συνιστά ελαφρυντικό παράγοντα.
Ποινή — Επιμέτρηση — Προσωπικές καιι οικογενειακές περιστάσεις — Καθήκον επιμέτρησης της ποινής βρίσκεται στους ώμους του πρωτόδικου Δικαστή — Προϋποθέσεις επέμβασης του Εφετείου.
Ποινή — Αναστολή της ποινής φυλάκισης — Διακριτική ευχέρεια πρωτόδικου Δικαστηρίου — Η έκδοση διατάγματος αναστολής δικαιολογείται από τις εξαιρετικές περιστάσεις της υπόθεσης ή τις προσωπικές περιστάσεις του κατηγορουμένου — Ο περί Αναστολής της Εκτελέσεως Ποινής Φυλακίσεως Νόμος του 1972, όπως τροποποιήθηκε με το Νόμο 41(1)/97 — Περιορισμός διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου.
Ποινή — Εξατομίκευση — Δεν μπορεί να υποβαθμίσει τη σοβαρότητα των αδικημάτων και να εξουδετερώνει τη αποτρεπτικότητα της ποινής.
Ποινή — Αποτρεπτική ποινή — Είναι επιβεβλημένη στις περιπτώσεις κατοχής και χρήσης ναρκωτικών λόγω της έξαρσης που παρατηρείται αναφορικά με τη διάπραξή τους — Όχι μόνο στις περιπτώσεις εμπορίας αλλά και στην περίπτωση των χρηστών συντρέχουν ισχυροί λόγοι για την επιβολή αποτρεπτικών ποινών.
Ο εφεσείων, στην έφεση 6704 και ο συγκατηγορούμενος του, εφεσίβλητος στην έφεση αρ. 6754, βρέθηκαν ένοχοι, ο μεν πρώτος για παράνομη κατοχή και χρήση 82,35 γραμμαρίων κάνναβης, ο δε δεύτερος για παράνομη κατοχή 82,22 γραμμαρίων κάνναβης. Το Κακουργιοδικείο επέβαλε στον εφεσείοντα ποινή άμεσης φυλάκισης 12 και 4 μηνών αντίστοιχα σε κάθε κατηγορία και στον εφεσίβλητο στην έφεση αρ. 6754 ποινή φυλάκισης 9 μηνών με τριετή αναστολή. Η απόφαση για αναστολή της ποινής του εφεσίβλητου λήφθηκε διά πλειοψηφίας διαφωνούντος του ενός μέλους του Κακουργιοδικείου.
Ο εφεσείων παραδέχθηκε αμέσως στην Αστυνομία ότι τα ναρκωτικά που βρέθηκαν στο αυτοκίνητο του τα κατείχε για δική του χρήση. [*585]Στο Κακουργιοδικείο παραδέχθηκε την κατηγορία μετά από μερική ακρόαση. Λήφθηκαν υπόψη δύο προηγούμενες παρόμοιες υποθέσεις που εκκρεμούσαν στο Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου και στις οποίες ο εφεσείων παραδέχθηκε ενοχή.
Ο εφεσίβλητος στην έφεση αρ. 6754 βρέθηκε ένοχος κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας. Οι προσωπικές του περιστάσεις είναι οι ακόλουθες: Παρόλο το νεαρό της ηλικίας του (30 ετών) έχει ήδη 4 ανήλικα παιδιά ηλικίας κάτω των 10 ετών, είναι ο μόνος προστάτης της οικογένειας η οποία διαμένει σε ενοικιαζόμενη οικία, έχει χρέη αρκετών χιλιάδων λιρών, περιγράφεται από το Τμήμα Ευημερίας και τους παράγοντες του χωριού του ως καλός οικογενειάρχης και έχει λευκό ποινικό μητρώο.
Ο εφεσείων άσκησε έφεση εναντίον της ποινής ως έκδηλα υπερβολικής και επίσης πρόβαλε τον λόγο για άνιση μεταχείριση λόγω της διαφοροποίησης της ποινής του με την ποινή του συγκατηγορούμενου του.
Ο Γενικός Εισαγγελέας άσκησε έφεση εναντίον της ποινής που επιβλήθηκε στον εφεσείοντα για ανεπάρκεια και εναντίον της ποινής που επιβλήθηκε στον εφεσίβλητο τόσο για την ανεπάρκεια όσο και για την αναστολή εκτέλεσης της ποινής φυλάκισης.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Η ποινή φυλάκισης που επιβλήθηκε στους κατηγορούμενους είναι επιεικής παρά υπερβολική. Βρίσκεται μέσα στα περιθώρια των αρχών επιβολής της ποινής, του νόμου και της νομολογίας. Το καθήκον της επιμέτρησης της ποινής βρίσκεται στους ώμους του πρωτόδικου Δικαστή. Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο όταν καταφαίνεται ότι η επιβληθείσα ποινή ήταν αποτέλεσμα σφάλματος αρχής ή όταν είναι έκδηλα υπερβολική ή ανεπαρκής.
2. Η αδικαιολόγητη διαφοροποίηση της ποινής συνιστά ξεχωριστό λόγο έφεσης. Το γεγονός ότι σε ένα από τους δύο συγκατηρούμενους επιβάλλεται ποινή άμεσης φυλάκισης και για τον άλλο αναστέλλεται, δεν αποτελεί απαράδεκτη διαφοροποίηση και ανισότητα μεταχείρισης αν υπάρχουν οι ορθοί λόγοι για αναστολή της ποινής στην περίπτωση του ενός και όχι στην περίπτωση του άλλου. Στην εκδικαζόμενη υπόθεση η διαφοροποίηση είναι δικαιολογημένη λόγω των προσωπικών περιστάσεων του εφεσίβλητου οι οποίες είναι εντελώς διαφορετικές από αυτές του εφεσείοντα, όπως περιγράφονται πιο πάνω.
[*586]3. Το Άρθρο 3(2) του περί Αναστολής της Εκτελέσεως Ποινής Φυλακίσεως Νόμου του 1972, όπως τροποποιήθηκε με το Νόμο 41(1)/97, προνοεί ότι η έκδοση διατάγματος αναστολής δικαιολογείται από τις εξαιρετικές περιστάσεις της υπόθεσης ή τις προσωπικές περιστάσεις του κατηγορουμένου. Το Κακουργιοδικείο, στην παρούσα υπόθεση ενήργησε εντός των ορίων της διακριτικής του ευχέρειας, κρίνοντας ότι στην περίπτωση του εφεσίβλητου εδικαιολογείτο η αναστολή της εκτέλεσης της ποινής φυλάκισης που του επέβαλε, λόγω των ιδιαζουσών προσωπικών του περιστάσεων.
Oι εφέσεις απορρίφθηκαν.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Παγιαβλάς v. Αστυνομίας (1998) 2 A.A.Δ. 240,
Antoniades v. Police (1986) 2 C.L.R. 21,
Κωνσταντίνου v. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 224,
Κάττου κ.ά. v. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 543,
Φανάρας κ.ά v. Δημοκρατίας (1999) 2 A.A.Δ. 50,
Χαραλάμπους v. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 222,
Σουπαρής v. Αστυνομίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 58,
Λοΐζου v. Αστυνομίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 227,
Σάββα v. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 231,
Παπαδόπουλος v. Δημοκρατίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 179,
Παναγιώτου (Αντάρτης) v. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 138,
Nicolaou v. Police (1969) 2 C.L.R. 120,
Κάττου κ.ά. v. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 498,
Koukos v. Police (1986) 2 C.L.R. 1,
Παναγή v. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 115,
[*587]Δημητρίου v. Δημοκρατίας (1999) 2 A.A.Δ. 141,
Azinas a.o. v. Police (1981) 2 C.L.R. 9,
Μπαλλής v. Δημοκρατίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 273,
R. v. Burton, Nightingale February 12, 1972, Current Sentencing Practice, Τόμος Πρώτος, Α9-4Β01,
R. v. Cameron [1993] 13 Cr. App. R. 801,
R. v. French [1994] 15 Cr. App. R. 194,
R. v. Edney [1994] 15 Cr. App. R. 889.
Eφέσεις εναντίον Ποινής.
Έφεση από το Bίκτωρα I. Bασιλείου εναντίον της ποινής, η οποία του επιβλήθηκε από το Kακουργιοδικείο Πάφου (Ποινική Yπόθεση Aρ. 9515/98), ως έκδηλα υπερβολικής, στις κατηγορίες παράνομης κατοχής και καπνίσματος κάνναβης, κατά παράβαση του περί Nαρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Oυσιών Nόμου 29/77.
Eφέσεις από το Γενικό Eισαγγελέα εναντίον της ποινής που επιβλήθηκε α) στον εφεσίβλητο Bίκτωρα I. Bασιλείου ως παντελώς ανεπαρκούς και β) στον εφεσίβλητο Xαράλαμπο A. Xαραλάμπους τόσο για την ανεπάρκεια της ποινής όσο και για την αναστολή εκτέλεσης της.
Α. Αλεξάνδρου, για τον Eφεσείοντα στην Ποινική Έφεση Aρ. 6704.
Σ. Mάτσας, για τον Eφεσίβλητο στην Ποινική Έφεση Aρ. 6704.
O Eφεσείων είναι παρών.
Σ. Μάτσας, για τον Eφεσείοντα στην Ποινική Έφεση Aρ. 6718.
Α. Αλεξάνδρου, για τον Eφεσίβλητο στην Ποινική Έφεση Aρ. 6718.
O Eφεσίβλητος είναι παρών.
[*588]Σ. Μάτσας, για τον Eφεσείοντα στην Ποινική Έφεση Aρ. 6754.
Χρ. Πουργουρίδης, για τον Eφεσίβλητο στην Ποινική Έφεση Aρ. 6754.
O Εφεσίβλητος είναι παρών.
Cur. adv. vult.
KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Μ. Κρονίδης, Δ..
KPONIΔHΣ, Δ.: Ο εφεσείων στην Έφεση 6704 παραδέκτηκε, μετά από μερική ακρόαση ενώπιον του Κακουργιοδικείου, που συνεδρίαζε στην Πάφο, δύο κατηγορίες (α) κατηγορία παράνομης κατοχής ελεγχόμενου φαρμάκου Τάξεως Β, δηλαδή 82,35 γραμμάρια κάνναβης κατά παράβαση των προνοιών του περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου του 1977 (Νόμος 29/77 ως έχει τροποποιηθεί από τους Νόμους 67/83, 20(1)/92) και Κ.Δ.Π. 81/95 και 4/96 και (β) κατηγορία για κάπνισμα κάνναβης κατά παράβαση των προνοιών του ίδιου Νόμου.
Ο συγκατηγορούμενος του εφεσείοντα, εφεσίβλητος στην Έφεση αρ. 6754, βρέθηκε ένοχος κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας σε κατηγορία για παράνομη κατοχή ελεγχόμενου φαρμάκου Τάξεως Β, δηλαδή 82,22 γραμμάρια κάνναβης κατά παράβαση των ίδιων προνοιών του Νόμου όπως αναφέρεται για τον πιο πάνω εφεσείοντα.
Το Κακουργιοδικείο αφού άκουσε τα γεγονότα της υπόθεσης και τις αγορεύσεις των δικηγόρων τους για τους παράγοντες μετριασμού της ποινής επέβαλε στον εφεσείοντα ποινή άμεσης φυλάκισης 12 και 4 μηνών αντίστοιχα σε κάθε κατηγορία και στον εφεσίβλητο στην έφεση 6754 ποινή φυλάκισης 9 μηνών με τριετή αναστολή δυνάμει του περί Αναστολής της Εκτελέσεως Ποινής Φυλάκισης Νόμου του 1972 όπως τροποποιήθηκε με το Νόμο 41(1)/97. Η απόφαση για αναστολή της ποινής του εφεσίβλητου λήφθηκε διά πλειοψηφίας διαφωνούντος του ενός μέλους του Κακουργιοδικείου.
Ο εφεσείων Βίκτωρας Ι. Βασιλείου άσκησε έφεση εναντίον της ποινής ως έκδηλα υπερβολικής, προβάλλοντας πέντε συνολικά λόγους. Τέσσερις λόγοι της έφεσης συναρτώνται στο γεγονός ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα και αυθαίρετα διαφοροποίησε [*589]την ποινή που του επέβαλε από την ποινή που επεβλήθη στο συγκατηγορούμενό του (εφεσίβλητο στην έφεση 6754) δημιουργώντας αίσθημα αδικίας και άνισης μεταχείρισης μεταξύ των συγκατηγορουμένων. Με άλλο λόγο αυθύπαρκτο θεωρεί την ποινή ως υπερβολική.
Ο Γενικός Εισαγγελέας άσκησε έφεση (Έφεση αρ. 6718) εναντίον της ποινής που επιβλήθηκε στον εφεσείοντα Βίκτωρα Ι. Βασιλείου ως παντελώς ανεπαρκούς και εναντίον της ποινής που επιβλήθηκε στον εφεσίβλητο Χαράλαμπο Α. Χαραλάμπους τόσο για την ανεπάρκεια της όσο και για την αναστολή εκτέλεσης της ποινής φυλάκισης.
Τα γεγονότα, όπως παρουσιάστηκαν στο Κακουργιοδικείο, είναι απλά και έχουν ως ακολούθως:-
Στις 27.10.98 η αστυνομία ανέκοψε το αυτοκίνητο υπ’ αρ. εγγραφής RH118 που οδηγείτο από τον εφεσείοντα από Λεμεσό προς Πάφο, στη Λεωφόρο Γρίβα Διγενή στην Πάφο. Η αστυνομία ρώτησε τον εφεσείοντα αν μεταφέρει οτιδήποτε παράνομο και ο τελευταίος απάντησε ότι στο αυτοκίνητό του υπήρχε ρητίνη κάνναβης βάρους 80 γραμμαρίων. Η αστυνομία βρήκε μπροστά από τη θέση του συνοδηγού μια κόκκινη νάϋλον τσάντα μέσα στην οποία ήσαν συσκευασμένα σε τρία ξεχωριστά ασημόχαρτα ναρκωτικά συνολικού βάρους 82,22 γραμμαρίων. Ο εφεσείων παραδέχθηκε αμέσως ότι ήσαν δικά του και ότι τα κατείχε για δική του χρήση. Αργότερα στην αυλή του Αστυνομικού Σταθμού Πάφου όπου οδηγήθηκε ο εφεσείων και το αυτοκίνητό του, ανακαλύφθηκε στο συρταράκι του ταμπλό του αυτοκινήτου άλλη μικρή ποσότητα κάνναβης, βάρους 0.13 γραμμαρίων. Ο εφεσείων παραδέχθηκε επίσης ότι τη μικρή ποσότητα αυτή την είχε “από πέρσι” για δική του χρήση.
Εμπειρογνώμονες μάρτυρες της Αστυνομίας που εξέτασαν δακτυλοσκοπικά τα ασημόχαρτα με τα οποία ήσαν περιτυλιγμένα τα ναρκωτικά που βρέθηκαν στην κατοχή του εφεσείοντα, απεκάλυψαν δακτυλικά και παλαμικά αποτυπώματα του εφεσίβλητου (κατηγορούμενου 2 στο κατηγορητήριο). Το Κακουργιοδικείο, μετά από μακρά ακρόαση, βρήκε ένοχο τον εφεσίβλητο για την κατοχή των ναρκωτικών βάρους 82,22 γραμμαρίων όπως φαίνεται στην αρχή της απόφασής μας.
Για την επιμέτρηση της ποινής όσον αφορά τον εφεσείοντα το Κακουργιοδικείο έλαβε υπόψη και δύο ποινικές υποθέσεις που εκ[*590]κρεμούσαν στο Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου και στις οποίες ο εφεσείων παραδέχθηκε ενοχή. Η μεν πρώτη υπόθεση αφορούσε κατοχή ναρκωτικών Τάξης Β, βάρους 0,03 γραμμαρίων και κάπνισμα ρητίνης κάνναβης και η δεύτερη κατοχή επίσης ναρκωτικών Τάξης Β, βάρους 0,1398 γραμμαρίων και επίσης κάπνισμα ρητίνης κάνναβης.
Ο δικηγόρος του εφεσείοντα υπέβαλε ότι δεν είναι αιτιολογημένη η διαφοροποίηση της ποινής μεταξύ των συγκατηγορουμένων εφόσον, κατά την εισήγησή του, συνέτρεχαν περισσότερα στοιχεία ελαφρυντικών περιστάσεων υπέρ του εφεσείοντα από τον συγκατηγορούμενό του, εφεσίβλητο στην Έφεση 6754. Περαιτέρω ο δικηγόρος του εφεσείοντα υπέβαλε ότι το Κακουργιοδικείο δεν έδωσε τη δέουσα βαρύτητα, κατά την επιμέτρηση της ποινής για τον εφεσείοντα, στους ελαφρυντικούς παράγοντες που προσμετρούσαν προς όφελος του και ιδιαίτερα το στοιχείο της παραδοχής, της συνεργασίας με τις ανακριτικές αρχές, της έμπρακτης μεταμέλειάς του, και του γεγονότος ότι σκοπός της κατοχής των ναρκωτικών δεν ήταν η εμπορία αλλά η αποκλειστική χρήση τους από τον ίδιο τον εφεσείοντα.
Αντίθετα ο δικηγόρος που παρουσιάστηκε για το Γενικό Εισαγγελέα υπεστήριξε ότι οι ποινές των 12 μηνών και 9 μηνών με αναστολή που επεβλήθησαν στους κατηγορούμενους από το Κακουργιοδικείο είναι πασιφανώς ανεπαρκείς αφού μας παρέπεμψε στην πλούσια νομολογία επί του θέματος. Όσον αφορά δε την αναστολή εκτέλεσης της ποινής για τον εφεσίβλητο υπέβαλε ότι δεν δικαιολογείται γιατί δεν συνέτρεχαν εξαιρετικές περιστάσεις όπως διαγράφονται από τον τροποποιητικό Νόμο 41(1)/97. Εισηγήθηκε ότι οι προσωπικές περιστάσεις του εφεσίβλητου δεν είναι ούτε εξαιρετικές ούτε ασυνήθεις αλλά συνήθεις περιστάσεις που συναντούνται σε μεγάλη κατηγορία προσώπων που αντιμετωπίζουν ποινικές υποθέσεις ενώπιον των Ποινικών Δικαστηρίων.
Ο δικηγόρος του εφεσίβλητου υπεστήριξε ότι η καθοδήγηση του Κακουργιοδικείου, το οποίο αναφέρθηκε στην αυθεντία Φώτιος Α. Παγιαβλάς ν. Αστυνομίας (1998) 2 A.A.Δ. 240, ήταν άψογη και δεν υπερέβη τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας.
Το Κακουργιοδικείο στην απόφασή του επισημαίνει τη σοβαρότητα των αδικημάτων της κατοχής και χρήσης ναρκωτικών ουσιών η οποία αντανακλάται τόσο από τις προβλεπόμενες από το Νόμο ποινές όσο και από την καθοδήγηση της πλούσιας νομολογίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
[*591]Η εξατομίκευση της ποινής δεν μπορεί να υποβαθμίσει τη σοβαρότητα των αδικημάτων τα οποία διαπράχθηκαν και την ανάγκη πρόσδοσης αποτρεπτικού χαρακτήρα στην τιμωρία αυτής της κατηγορίας αδικημάτων. Η διαδικασία της εξατομίκευσης της ποινής δεν πρέπει να οδηγεί στην εξουδετέρωση του αποτρεπτικού χαρακτήρα της ποινής. (Βλέπε: Antoniades v. Police (1986) 2 C.L.R. 21, Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 224 και Φώτιος Α. Παγιαβλάς ν. Αστυνομίας (πιο πάνω)).
Όπως λέχθηκε στην τελευταία (Παγιαβλάς) η ανάγκη για την αποτελεσματική εφαρμογή του Νόμου δικαιολογείται, όλως ιδιαίτερα, όπου συγκεκριμένη κατηγορία εγκλημάτων προσλαμβάνει ανησυχητικές διαστάσεις, γεγονός που οριοθετεί και το πλαίσιο αντιμετώπισής τους (Βλέπε: Κάττου και Άλλος ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 543).
Η κατοχή και χρήση ναρκωτικών έχει προσλάβει ανησυχητικές διαστάσεις, γεγονός που επιβάλλει κατά κανόνα την επιβολή αποτρεπτικών ποινών. Η έξαρση που παρατηρείται στη χρήση ναρκωτικών, καθιστά την αποτροπή κυρίαρχο στοιχείο στον καθορισμό και την έκταση της ποινής. Στην Παγιαβλάς ποινή φυλάκισης τριών μηνών για κατοχή μικρής ποσότητας ρητίνης κάνναβης και χρήσης της ενόψει των ιδιαίτερων περιστατικών της υπόθεσης, μειώθηκε σε ποινή φυλάκισης 45 ημερών.
Το Κακουργιοδικείο έχοντας υπόψη τη σοβαρότητα των αδικημάτων και αφού έλαβε υπόψη τους ελαφρυντικούς παράγοντες για έκαστο τον κατηγορουμένων κατέληξε να επιβάλει τις ποινές φυλάκισης που αναφέρθηκαν πιο πάνω.
Ο δικηγόρος του εφεσείοντα παραπονέθηκε ότι το Κακουργιοδικείο δεν έδωσε τη δέουσα βαρύτητα στους ελαφρυντικούς αυτούς παράγοντες. Δεν συμφωνούμε με τη θέση αυτή. Το Κακουργιοδικείο έλαβε, κατά την επιμέτρηση της ποινής, όλους τους ελαφρυντικούς παράγοντες που αναφέρονται και στους δύο κατηγορουμένους, έδωσε δε σε κάθε ένα απ’ αυτούς την ενδεδειγμένη βαρύτητα. Ιδιαίτερα είναι φανερό από την απόφαση του Κακουργιοδικείου ότι έλαβε υπόψη το γεγονός ότι η κατοχή των ναρκωτικών δεν συνοδεύετο από εμπορία τους αλλά για χρήση μόνο του εφεσείοντα κάνοντας αναφορά στην υπόθεση Φώτιος Παγιαβλάς (πιο πάνω) όπου λέχθηκαν τα εξής στις σελίδες 246 και 247:-
“Ο κ. Αλεξάνδρου υπέβαλε ότι η ανάγκη για αποτροπή βαρύνει, κατά το πλείστον, σε υποθέσεις εμπορίας ναρκωτικών - (βλ. [*592]Chaer v. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 585). Πράγματι, γίνεται διάκριση μεταξύ εμπόρων και χρηστών ναρκωτικών. Στην περίπτωση των πρώτων, η ανάγκη για την επιβολή αποτρεπτικών ποινών είναι κατάδηλη. Αποζούν από τη διασπορά της καταστροφής. Η διάκριση, όμως, μεταξύ των δύο κατηγοριών παραβατών, αμβλύνεται σε μεγάλο βαθμό, αναλογιζόμενοι ότι είναι οι χρήστες που συντηρούν την εμπορία ναρκωτικών. Χωρίς τους χρήστες, δε θα υπάρχει αγορά για τα ναρκωτικά. Η καταπολέμηση του κακού στη γένεσή του, διέρχεται μέσα από την καταπολέμηση της κατανάλωσης ναρκωτικών. Έτσι, και στην περίπτωση των χρηστών, συντρέχουν ισχυροί λόγοι για την επιβολή αποτρεπτικών ποινών.”.
Επίσης το Κακουργιοδικείο έλαβε υπόψη την, έστω και καθυστερημένη, παραδοχή του εφεσείοντα. Σημειώνουμε ότι ο εφεσείοντας παραδέχθηκε την κατοχή των ναρκωτικών αμέσως μόλις ανευρέθηκαν στο αυτοκίνητο του, ακολούθως όμως ενώπιον του Δικαστηρίου αρνήθηκε ενοχή και στο μέσο της ακρόασης της υπόθεσης, άλλαξε απάντηση και παραδέχθηκε ενοχή. Ομολογία που έγινε κάτω από τις πιο πάνω συνθήκες κάθε άλλο παρά έγκαιρη μπορεί να θεωρηθεί. Ούτε έγκαιρη μπορεί να θεωρηθεί η παραδοχή του στο μέσο της ακρόασης ενώπιον του Κακουργιοδικείου. (Βλέπε: Βασίλης Φανάρας κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1999) 2 A.A.Δ. 50).
Έχουμε μελετήσει με πολλή προσοχή την υπόθεση. Αξιολογήσαμε με πολύ περίσκεψη την κάθε πτυχή της. Έχουμε τη γνώμη πως η ποινή της φυλάκισης που επιβλήθηκε στους κατηγορούμενους είναι επιεικής παρά υπερβολική. Δεν είναι όμως έξω από τα περιθώρια των αρχών επιβολής της ποινής, του νόμου, ή της νομολογίας. Δεν έχει αποδειχθεί ούτε το έκδηλο της υπερβολής ούτε το έκδηλο της ανεπάρκειας. Με βάση σταθερή θέση της νομολογίας το καθήκον της επιμέτρησης της ποινής βρίσκεται στους ώμους του πρωτόδικου Δικαστή. Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο όταν καταφαίνεται ότι ήταν αποτέλασμα σφάλματος αρχής ή όταν είναι έκδηλα υπερβολική ή ανεπαρκής (Βλέπε: Χαραλάμπους ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 222, Σουπαρής ν. Αστυνομίας (1994) 2 ΑΑΔ 58, Λοΐζου ν. Αστυνομίας (1996) 2 A.A.Δ. 227).
Δυνατότητα επέμβασης παρέχεται μόνο όπου το στοιχείο της υπερβολής βρίσκει αντικειμενικό έρεισμα από το συσχετισμό της προς το σύνολο των περιστατικών της υπόθεσης, περιλαμβανομένων και των προσωπικών περιστάσεων του κατηγορούμενου. (Βλέπε: Σάββα ν. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 231, Παπαδόπουλος ν. Δημοκρατίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 179, Σωκράτης Παναγιώτου [*593](Αντάρτης) ν. Δημοκρατίας (1997) 2 A.A.Δ. 138).
Η αρχή της ίσης μεταχείρισης των παραβατών έχει βαθιές ρίζες στο δίκαιο και έχει καθολική εφαρμογή. Δεν περιορίζεται στους τρόπους τιμωρίας των παραβατών, αλλά εκτείνεται και στην εκτέλεση της ποινής, όπως υποστηρίζει και η αγγλική νομολογία επί του θέματος. Η άνιση μεταχείριση των παραβατών προσβάλλει το κοινό περί δικαιοσύνης αίσθημα και κλονίζει την πίστη στο δίκαιο. (Βλέπε: Georgios Yiasoumis Nicolaou v. The Police (1969) 2 C.L.R. 120, Κάττου κ.ά. ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 498, Koukos v. The Police (1986) 2 C.L.R. 1, Παναγή ν. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 115, Ιάκωβος Χριστοδούλου Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 A.A.Δ. 141).
Το Ανώτατο Δικαστήριο αναγνώρισε την αδικαιολόγητη διαφοροποίηση της ποινής (disparity of sentence) ως ξεχωριστό λόγο έφεσης στη Nicolaou v. The Police (1969) 2 C.L.R. 120 και μεταγενέστερα έκαμε εκτενή ανάλυση του θέματος στην Azinas and Others v. The Police (1981) 2 C.L.R. 9.
Ο δικηγόρος του εφεσείοντα ισχυρίστηκε ενώπιόν μας, αναπτύσσοντας τους λόγους έφεσης αρ. 1, 2 και 3, ότι η διαφοροποίηση της ποινής τόσο όσον αφορά την έκταση της (12 μήνες με 9 μήνες) όσο και τον τρόπο εκτέλεσής της (αναστολή της εκτέλεσης της ποινής για τον εφεσίβλητο) είναι αδικαιολόγητη. Ισχυρίζεται ότι συνέτρεχαν ισχυρότερα ελαφρυντικά για τον εφεσείοντα παρά για τον εφεσίβλητο με προεξάρχουσα την παραδοχή και τη συνεργασία του με τις Αστυνομικές Αρχές. Έχουμε ήδη σχολιάσει προηγουμένως τα ελαφρυντικά αυτά στοιχεία και δεν θα επαναλάβουμε εαυτούς.
Το Κακουργιοδικείο κατεύθυνε την προσοχή του στο θέμα αυτό και παρέθεσε τους λόγους για τη διαφοροποίηση της ποινής μεταξύ των δύο συγκατηγορουμένων. Τόνισε το Κακουργιοδικείο ότι, οι λόγοι που το οδήγησαν στη διαφοροποίηση της ποινής των συγκατηγορουμένων ήσαν, μεταξύ άλλων, το γεγονός ότι λήφθησαν υπόψη κατά την επιμέτρηση της ποινής για τον εφεσείοντα και δύο άλλες εκκρεμείς υποθέσεις ενώπιον του Δικαστηρίου με παρόμοιες κατηγορίες και ότι κατείχε έστω ελαφρώς μικρότερη ποσότητα ναρκωτικών.
Εξετάζοντας το ζήτημα της αναστολής εκτέλεσης της ποινής το Κακουργιοδικείο κατεύθυνε την προσοχή του τόσο στις πρόνοιες του σχετικού νόμου όπως έχουν τροποποιηθεί πρόσφατα από τον [*594]τροποποιητικό Νόμο αρ. 41(1)/97 όσο και τις αρχές που διέπουν το θέμα όπως έχουν οριοθετηθεί από την απόφαση Φώτιος Α. Παγιαβλάς (πιο πάνω). Το Κακουργιοδικείο, ορθά κατά τη γνώμη μας, θεώρησε ότι δεν συνέτρεχαν ασυνήθεις περιστάσεις όσον αφορά τον εφεσείοντα που θα συνηγορούσαν στην αναστολή εκτελέσεως της ποινής. Ορθά παρατήρησε ότι η καθυστερημένη παραδοχή του εφεσείοντα, μετά απο μερική ακρόαση και η υπόσχεσή του να σταματήσει τη χρήση ναρκωτικών αποτελούν συνήθεις μετριαστικούς παράγοντες που δεν δικαιολογούν την παροχή του ευεργετήματος της αναστολής της εκτέλεσης της ποινής.
Το γεγονός ότι σε έναν από τους δύο συγκατηγορούμενους επιβάλλεται ποινή άμεσης φυλάκισης και για τον άλλο αναστέλλεται, δεν αποτελεί απαράδεκτη διαφοροποίηση και ανισότητα μεταχείρισης αν υπάρχουν οι ορθοί λόγοι για αναστολή της ποινής στην περίπτωση του ενός και όχι στην περίπτωση του άλλου (Βλέπε: Μπαλλής ν. Δημοκρατίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 273 και R. v. Burton, Nightingale February 12, 1972, Current Sentencing Practice, Τόμος Πρώτος, A9-4B01).
Στην Μπάλλης (πιο πάνω) στη σελίδα 280, αναφέρονται τα εξής:-
“Η ανισότητα μεταχείρισης σαν λόγος εφέσεως σπάνια είναι αποτελεσματική ως ένα ανεξάρτητο επιχείρημα, όπως αναφέρεται στο Principles of Sentencing 2nd Edition, D.A. Thomas στη σελ. 71 όπου αναφέρει ότι η ανισότητα μεταχείρισης πρέπει να είναι δυσμενής και να μη στηρίζεται σε λογικά, νομικά κριτήρια και να είναι τόσο συνταρακτική που το Εφετείο να αισθανθεί ότι ήτο υπόχρεο να μειώσει την ποινή και να αποτελεί άρνηση δικαιοσύνης που να αφήνει τον εφεσείοντα να υποφέρει από ένα μεγάλο πραγματικό αίσθημα παραπόνου. Είναι αδύνατο να καθοριστεί με ακρίβεια ο βαθμός της διαφοροποίησης ο οποίος θα είναι αρκετά σοβαρός που να δικαιολογεί τη μείωση μιας κατά τα άλλα κατάλληλης ποινής. Δηλαδή πρέπει αυτή να προκαλεί στον εφεσείοντα βάσιμο αίσθημα παραπόνου ή να είναι έκδηλη η άρνηση δικαιοσύνης.”.
Για τους λόγους αυτούς οι λόγοι έφεσης 1, 2 και 3 κρίνονται ως ανεδαφικοί και απορρίπτονται.
Όσον αφορά τον εφεσίβλητο στην έφεση 6754 θεωρούμε σκόπιμο να παραθέσουμε το σχετικό απόσπασμα της απόφασης της πλειοψηφίας που έχει ως εξής:-
[*595]“Εξετάσαμε το θέμα κατά πόσο ο 2ος κατηγορούμενος δικαιούται αναστολής ενόψει του περιορισμού της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου να αναστέλλει την ποινή φυλάκισης μόνο στις περιπτώσεις εκείνες που η αναστολή δικαιολογείται από τις “εξαιρετικές περιστάσεις της υπόθεσης ή τις προσωπικές περιστάσεις του κατηγορούμενου”. Όσον αφορά τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης σίγουρα καταλήγουμε ότι αυτές δεν θεωρούνται ως εξαιρετικές, αλλά συνήθεις. Όσον αφορά τις προσωπικές περιστάσεις του κατηγορούμενου παρόλο που από το λεκτικό του εδαφίου (2) του άρθρου 3 ως έχει τροποποιηθεί δεν φαίνεται με σαφήνεια αν πρέπει και αυτές να είναι “εξαιρετικές” εντούτοις από την προαναφερθείσα υπόθεση Φώτιος Αντώνη Παγιαβλάς η οποία είναι δεσμευτική για το Δικαστήριο τούτο φαίνεται ότι και οι προσωπικές περιστάσεις πρέπει να είναι ασύνηθεις και/ή εξαιρετικές.
Εξετάζοντας τις προσωπικές περιστάσεις του 2ου κατηγορούμενου ο οποίος παρά το σχετικά νεαρό της ηλικίας του (30 ετών) έχει ήδη 4 ανήλικα παιδιά ηλικίας κάτω των 10 ετών, είναι ο μόνος προστάτης της οικογένειας η οποία διαμένει σε ενοικιαζόμενη οικία και με χρέη αρκετών χιλιάδων λιρών, και την περιγραφή του τόσο από την έκθεση του Τμήματος Κοινωνικής Ευημερίας όσο και από παράγοντες του χωριού του ως καλού οικογενειάρχη συνδυαζόμενα όλα αυτά με το λευκό του ποινικό μητρώο, πιστεύουμε ότι αυτά μπορούν να αποτελέσουν ασύνηθεις και/ή εξαιρετικές προσωπικές περιστάσεις που να επιτρέπουν στο Δικαστήριο να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια υπέρ του κατηγορούμενου έστω και αν η διακριτική αυτή ευχέρεια περιορίστηκε ουσιωδώς με το Ν. 41(1)/97 παρά απ’ ότι ήταν προηγουμένως. Στην απόφασή μας αυτή δεν αγνοήσαμε ότι για τον 1ο κατηγορούμενο δεν αναστείλαμε την ποινή και ότι η αρχή της ισότητας εφαρμόζεται και στις περιπτώσεις που το δικαστήριο για τον ένα κατηγορούμενο διατάσσει την αναστολή και για τον άλλο όχι. Όμως οι προσωπικές περιστάσεις του 1ου κατηγορούμενου (σε διάσταση, χωρίς παιδιά, άνεργος, συντηρούμενος έστω και μερικώς από την συμβία του) είναι τέτοιες που είναι εντελώς διαφορετικές από αυτές του 2ου κατηγορούμενου όπως τις περιγράψαμε πιο πάνω.”.
Το άρθρο 3(2) του βασικού νόμου όπως τροποποιήθηκε έχει ως εξής:-
“(2) Το Δικαστήριο δε διατάσσει αναστολή εκτέλεσης της ποινής φυλακίσεως εκτός αν έχει τη γνώμη ότι η έκδοση διατάγ[*596]ματος αναστολής δικαιολογείται από τις εξαιρετικές περιστάσεις της υπόθεσης ή τις προσωπικές περιστάσεις του κατηγορουμένου.”.
Η τροποποίηση αυτή ακολούθησε την τροποποίηση επί του θέματος που έγινε στην Αγγλία με το Criminal Justice Act του 1991 η οποία έχει ως εξής:-
“A Court shall not deal with an offender by means of a suspended sentence unless it is of the opinion - (a) that the case is one in which a sentence of imprisonment would have been appropriate even without the power to suspend the sentence; and (b) that the exercise of that power can be justified by the exceptional circumstances of the case.”.
Στην υπόθεση Παγιαβλάς (πιο πάνω) το Εφετείο χωρίς να ερμηνεύσει ευθέως τη διάταξη του Νόμου άντλησε καθοδήγηση από την Αγγλική νομολογία και αποφάσισε ως εξής στη σελίδα 250:
“Οι περιστάσεις πρέπει να είναι ασυνήθεις και να προσιδιάζουν είτε στα περιστατικά της υπόθεσης, ή στις περιστάσεις του παραβάτη, ή σε συνδυασμό των δύο.”.
Δέχθηκε δηλαδή πως, για να καθιστούσαν δυνατή την αναστολή, θα πρέπει και οι προσωπικές περιστάσεις να είναι εξαιρετικές.
Ο κ. Πουργουρίδης όπως άλλωστε και ο κ. Μάτσας επικαλέστηκαν την Παγιαβλάς. Ουσιαστικό αντικείμενο της συζήτησης ήταν το κατά πόσο οι προσωπικές περιστάσεις του εφεσίβλητου ήταν εξαιρετικές. Ο κ. Μάτσας εισηγήθηκε ότι δεν τις χαρακτήριζε οτιδήποτε το ασύνηθες. Ο κ. Πουργουρίδης επικαλέστηκε την Αγγλική νομολογία και υποστήριξε το αντίθετο, επικαλούμενος την R. v. Cameron [1993] 13 Cr. App. R. 801.
Από την αγγλική νομολογία φαίνεται ότι ιδιάζουσες προσωπικές περιστάσεις δικαιολογούν την αναστολή της εκτέλεσης της ποινής. Στην υπόθεση R. v. Julia Ann French [1994] 15 Cr. App. R. 194 το Αγγλικό Εφετείο θεώρησε ότι το “emotional distress” και “depression” που υπέφερε η κατηγορούμενη πριν τη διάπραξη του αδικήματος είναι εξαιρετική προσωπική περίσταση που δικαιολογούσε την αναστολή. Στην R. v. Cameron (πιο πάνω) θεωρήθηκε ότι η επανένωση του κατηγορούμενου με την οικογένεια του αποτελούσε εξαιρετική περίσταση που δικαιολογούσε επίσης την αναστολή. Στην R. v. Edney [1994] 15 Cr. App. R. 889 θεωρήθηκε ως [*597]εξαιρετική περίσταση, που δικαιολογούσε την αναστολή, το γεγονός της αφοσίωσης που επέδειξε η κατηγορούμενη προς την ηλικιωμένη μητέρα της από την οποία καταχράσθηκε και έκλεψε μεγάλο ποσό χρημάτων.
Το Κακουργιοδικείο, ασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια, έκρινε ότι εδικαιολογείτο η αναστολή της εκτέλεσης της ποινής φυλάκισης που επέβαλε στον εφεσίβλητο λόγω των ιδιαζουσών προσωπικών περιστάσεων του κατηγορουμένου. Αυτές οι προσωπικές περιστάσεις ήσαν το λευκό ποινικό του μητώο, το νεαρό της ηλικίας του, ότι είναι έγγαμος και πατέρας τεσσάρων ανηλίκων παιδιών ηλικίας από 3 μηνών μέχρι 9 χρόνων και κατά συνέπεια προστάτης της πολυμελούς αυτής οικογένειας. Προσέτι το Κακουργιοδικείο έλαβε υπόψη την έκθεση του Τμήματος Ευημερίας στην οποία ο εφεσίβλητος χαρακτηρίζεται ως εργατικός, φιλήσυχος και καλός οικογενειάρχης που χαίρει εκτίμησης στην κοινότητά του.
Δεν έχουμε ικανοποιηθεί ότι το Κακουργιοδικείο έχει εκφύγει από τα ακραία όρια της διακριτικής του εξουσίας. Η παρατήρηση του δικηγόρου της Δημοκρατίας ότι ο εφεσίβλητος για ένα μικρό χρονικό διάστημα ήταν άνεργος και βοηθείτο η οικογένειά του από τον πατέρα του και άρα δεν ήταν ο μοναδικός προστάτης της δεν είναι δυνατό να αναιρέσει την ιδιότητά του ως του προστάτη της πολυμελούς οικογένειάς του.
Η προσέγγιση του Κακουργιοδικείου στην παρούσα υπόθεση, κάτω από τις περιστάσεις της υπόθεσης, ήταν εύλογα επιτρεπτή.
Τελικά και οι τρεις εφέσεις απορρίπτονται.
Oι εφέσεις απορρίπτονται.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο