(1999) 2 ΑΑΔ 616
[*616]8 Δεκεμβρίου, 1999
[ΠΙΚΗΣ, Π., ΗΛΙΑΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]
ΓΙΩΡΓΟΥΛΛΑ ΓΕΩΡΓΙΟΥ,
(Eφεσείουσα στην Ποινική Έφεση Aρ. 6759)
ΣΠΥΡΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ,
(Eφεσείουσα στην Ποινική Έφεση Aρ. 6801)
ΖΑΚΟ ΛΤΔ,
(Eφεσείουσα στην Ποινική Έφεση Aρ. 6802)
v.
AΣTYNOMIAΣ,
Eφεσίβλητης.
(Ποινικές Eφέσεις Aρ. 6759, 6801, 6802)
Συνταγματικό Δίκαιο — Συνταγματικότητα νόμων — Κατά πόσο το Άρθρο 5 του περί Βοηθών Καταστημάτων Νόμου, Κεφ. 185 αντίκειται προς το Άρθρο 25 του Συντάγματος και είναι ως εκ τούτου αντισυνταγματικό.
Συνταγματικό Δίκαιο — Δικαίωμα εργασίας — Η ελευθερία την οποία κατοχυρώνει το Άρθρο 25 του Συντάγματος δεν αποτιμάται θεωρητικά αλλά λειτουργικά στο πλαίσιο του κοινωνικού χώρου.
Συνταγματικό Δίκαιο — Δημόσιο συμφέρον — Δεν ταυτίζεται με προσωποποιημένο ιδιαίτερο συμφέρον του κάθε μέλους του αλλά με το γενικό συμφέρον στην προαγωγή κοινών επιδιώξεων ωφέλιμων για το δημόσιο — Εκτενής αναφορά στη σχετική νομολογία και ανάλυση αυθεντιών.
Οι εφεσείοντες καταδικάσθηκαν από το Επαρχιακό Δικαστήριο για παράβαση των προνοιών του περί Βοηθών Καταστημάτων Νόμου, Κεφ. 185, (ο νόμος), και των σχετικών Κανονισμών που απαγορεύουν τη λειτουργία των καταστημάτων το απόγευμα της Τετάρτης. Αμφισβήτησαν τη συνταγματικότητα του Άρθρου 5 του νόμου, το οποίο ορίζει ότι τα καταστήματα παραμένουν κλειστά τα απογεύματα του Σαββάτου και της Τετάρτης.
[*617]Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τη θέση των εφεσειόντων ότι η αύξηση των ημιαργιών από μια σε δύο την βδομάδα, με τη θέσπιση του περί Βοηθών Καταστημάτων (Τροποποιητικού) Νόμου του 1979 (Ν. 69/79), προσέδωσε αρνητικές διαστάσεις για τα συνταγματικά δικαιώματα των καταστηματαρχών, ώστε το άρθρο 5 του νόμου να καθίσταται αντιφατικό προς το δικαίωμα εργασίας των καταστηματαρχών που κατοχυρώνει το Άρθρο 25.1 του Συντάγματος. Οι λόγοι απορρίψεως εστιάζονται στην προστασία των βοηθών καταστημάτων και του γενικού συμφέροντος της δικαιοσύνης. Και οι δύο λόγοι ανάγονται στο παραδεκτό των περιορισμών που μπορεί να τεθούν εξ ονόματος του δημοσίου συμφέροντος.
Αποφασίστηκε κατά πλειοψηφία ότι το Άρθρο 5 του περί Βοηθών Καταστημάτων Νόμου, Κεφ. 185, δεν είναι αντισυνταγματικό.
Α. Υπό Πική, Π., συμφωνούντος και του Ηλιάδη, Δ.:
1. Εφόσον καταδεικνύεται ότι ο σκοπός για τον οποίο επιβάλλεται ο περιορισμός δεν προάγεται, η νομοθετική διάταξη η οποία τον θεσμοθετεί καταστέλλεται ως αντισυνταγματική.
2. Η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου διασαφηνίζει ότι η λελογισμένη ρύθμιση των όρων άσκησης του δικαιώματος εργασίας στον κοινωνικό χώρο δεν συνιστά άρνηση του δικαιώματος.
3. Ο περί Βοηθών Καταστημάτων Νόμος, Κεφ. 185, έχει δύο κεντρικούς στόχους (α) τη ρύθμιση της λειτουργίας των καταστημάτων και (β) τον καθορισμό των όρων απασχόλησης των βοηθών καταστημάτων. Οι πρόνοιες του Άρθρου 5 συμπλέκονται και με τους δύο σκοπούς του νομοθετήματος. Το Άρθρο 5, συναρτάται και προς τις δύο υπόλοιπες διατάξεις του νόμου που συνθέτουν τις ρυθμίσεις που διέπουν και τα δύο θέματα.
4. Οι ώρες λειτουργίας, αλλά και οι μέρες λειτουργίας των καταστημάτων, είναι θέμα άμεσου ενδιαφέροντος του δημοσίου.
5. Ο περιορισμός που τέθηκε με τη καθιέρωση και δεύτερης ημιαργίας εβδομαδιαίως, εξυπηρετεί το δημόσιο συμφέρον. Η καθιέρωση και η επικράτηση της ημιαργίας αυτής, χαρακτηρίζει την κοινή πεποίθηση για αναγκαιότητα του κλεισίματος των καταστημάτων σε προκαθορισμένες ημέρες και ώρες της εβδομάδος, ώστε να παρέχεται ο χρόνος στους βοηθούς να επιδίδονται σε άλλες δραστηριότητες που δημιουργήθηκαν με την μεταβολή των συνθηκών ζωής στο ατομικό, οικογενειακό και κοινωνικό πεδίο.
[*618]Β. Υπό Χατζηχαμπή, Δ.:
Η καθιέρωση της δεύτερης ημιαργίας εβδομαδιαίως, συνιστά περιορισμό του δικαιώματος εργασίας το οποίο κατοχυρώνεται από το Άρθρο 25.1 του Συντάγματος το οποίο δεν μπορεί να έχει έρεισμα στο δημόσιο συμφέρον στα πλαίσια του Άρθρου 25.2 του Συντάγματος. Το δημόσιο συμφέρον δεν μπορεί να εξετάζεται γενικά και αόριστα αλλά συγκεκριμένα και με σαφήνεια. Στην παρούσα υπόθεση, δεν διαπιστώνεται τέτοια συγκεκριμενοποίηση του επικαλούμενου δημοσίου συμφέροντος σε συνάρτηση με την κρινόμενη νομοθετική πρόνοια που να ανταποκρίνεται προς την προσέγγιση της νομολογίας, είτε στην πρωτόδικη απόφαση είτε άλλως.
Οι εφέσεις απορρίφθηκαν κατά πλειοψηφία.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Ali Ratip of Ktima, 3 R.S.C.C. 102,
Police v. Liveras, 3 R.S.C.C. 65,
District Officer Nicosia a.o. v. Michael, 4 R.S.C.C. 126,
Police v. Lanitis Bros Ltd (Coca-Cola) 3 R.S.C.C. 10,
Nicosia Police v. Georghiou a.o., 4 R.S.C.C. 36,
The Board for Registration of Architects & Civil Engineers v. Kyriakides (1966) 3 C.L.R. 640,
Hadjiloukas v. The Board for Registration of Architects & Civil Engineers (1966) 3 C.L.R. 666,
Kontos v. Republic (Permits Authority) (1974) 3 C.L.R. 112,
Marabou Floating Restaurant Ltd v. Republic (Council of Ministers) (1973) 3 C.L.R. 397,
Meridien Trading v. Minister of Commerce (1987) 3 C.L.R. 1930,
Eleourgia Pettemerides Ltd v. Republic (1988) 3 C.L.R. 1880,
Vorkas a.o. Republic (1984) 3 C.L.R. 757,
[*619]Πρόεδρος της Δημοκρατίας v. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ. 2) (1993) 3 Α.Α.Δ. 165,
Police v. Constantinou (1961) 2 R.S.C.C. 123,
Police v. Lanitis Bros Ltd (1962) 3 R.S.C.C. 19,
Police v. Liveras (1962) 3 R.S.C.C. 65,
District Officer Nicosia v. Michael (1963) 3 R.S.C.C. 126,
Avraam v. Municipality of Morphou (1979) 3 C.L.R. 165,
Xenophontos v. Police (1971) 2 C.L.R. 279,
Police v. Georghiou (1962) 4 R.S.C.C. 36,
Printing & Numerical Registering Co. v. Sampson [1875] L.R. 19 Eq. 462.
Eφέσεις.
Eφέσεις κατά της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας, ημερομηνίας 20 Mαΐου 1998, (Ποινική Yπόθεση Aρ. 4002/98) με την οποία οι εφεσείοντες καταδικάστηκαν για παράβαση των σχετικών διατάξεων του περί Bοηθών Kαταστημάτων Nόμου, Kεφ. 185 και των σχετικών Kανονισμών που απαγορεύουν (με ορισμένες εξαιρέσεις) τη λειτουργία των καταστημάτων, το απόγευμα της Tετάρτης.
Γ. Τριανταφυλλίδης, για τους Eφεσείοντες και στις τρεις εφέσεις.
Α. Μαππουρίδης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας A΄, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την Eφεσίβλητη και στις τρεις εφέσεις.
Cur. adv. vult.
ΠΙΚΗΣ, Π.: Η απόφασή μου που ακολουθεί είναι η απόφαση της πλειοψηφίας. Με αυτή συμφωνεί ο Ηλιάδης, Δ.. Ο Χατζηχαμπής Δ., καταλήγει σε διαφορετικό αποτέλεσμα για τους λόγους που εξηγεί στη δική του ξεχωριστή απόφαση.
ΠΙΚΗΣ, Π.: Η εφεσείουσα, στην Ποινική Έφεση 6759, είναι [*620]υπάλληλος και ο εφεσείων στην Ποινική Έφεση 6801, διευθυντής της εφεσείουσας στην Ποινική Έφεση 6802, ιδιοκτήτριας καταστήματος το οποίο ήταν ανοικτό το απόγευμα Τετάρτης, ημιαργία κατά την οποία απαγορεύεται το άνοιγμα των καταστημάτων. Το Επαρχιακό Δικαστήριο καταδίκασε τους τρεις εφεσείοντες ότι παρέβησαν τις σχετικές διατάξεις του περί Βοηθών Καταστημάτων Νόμου, Κεφ. 185, (ο νόμος), και των σχετικών Κανονισμών που απαγορεύουν, (με ορισμένες εξαιρέσεις), τη λειτουργία των καταστημάτων, το απόγευμα της Τετάρτης. Το άρθρο 5 του νόμου ορίζει ότι τα καταστήματα παραμένουν κλειστά δύο απογεύματα της εβδομάδος. αυτά καθορίστηκαν ως τα απογεύματα του Σαββάτου και της Τετάρτης (Κ.3 - Κ.Δ.Π. 105/97).
Οι εφεσείοντες δεν αρνήθηκαν το βάσιμο των κατηγοριών κάτω από την ισχύουσα νομοθεσία. Ό,τι αμφισβήτησαν και αμφισβητούν ενώπιόν μας είναι τη συνταγματικότητα της νομοθεσίας η οποία στοιχειοθετεί το αδίκημα, ειδικά του Άρθρου 5 του νόμου, το οποίο προβλέπει:
«Κάθε κατάστημα είναι κλειστό δύο εβδομαδιαίες ημέρες το αργότερο στη μία μεταμεσημβρινή και παραμένει κλειστό και δεν επανανοίγει νωρίτερα από τις πέντε το πρωΐ το οποίο έπεται κάθε μια από τις πιο πάνω δύο εβδομαδιαίες ημέρες:
Νοείται ότι το άρθρο αυτό δεν εφαρμόζεται σε οποιοδήποτε κατάστημα που μένει ανοιχτό μόνο για έναν ή περισσότερους από τους σκοπούς που εκτίθενται στον Πρώτο Πίνακα του Νόμου αυτού.»
Καθώς προκύπτει από το περιεχόμενο και τη διάρθρωσή του ο νόμος σκοπεί στη ρύθμιση, (α) της λειτουργίας των καταστημάτων, και (β) των όρων απασχόλησης του προσωπικού των καταστημάτων. Το άρθρο 5, αποτελεί μέρος μιας ενότητας διατάξεων με τις οποίες ρυθμίζονται, (i) οι ώρες λειτουργίας των καταστημάτων, (άρθρο 4), (ii) η καθιέρωση της Κυριακής ως αργίας, (άρθρο 6), (iii) ο συνολικός αριθμός των ωρών εργασίας των βοηθών καταστημάτων κατά εβδομάδα (άρθρο 7), (iv) η καθιέρωση δύο ημιαργιών (άρθρο 5), και (v) η απαγόρευση κάθε εργασίας από τους βοηθούς καταστημάτων κατά τη διάρκεια μιάς των ημιαργιών (άρθρο 8).
Ο νόμος θεσπίστηκε το 1942. Κατ’ αρχή έκανε πρόνοια για μια αργία και μια ημιαργία την εβδομάδα. Με τροποποίηση την [*621]οποία επέφερε ο νομοθέτης το 1979, με τη θέσπιση του περί Βοηθών Καταστημάτων (Τροποποιητικού) Νόμου του 1979, (Ν.69/79), οι ημιαργίες αυξήθηκαν σε δύο και με κανονιστική πράξη ορίστηκαν ως τα απογεύματα του Σαββάτου και της Τετάρτης (Κ.Δ.Π. 105/97). Η αύξηση των ημιαργιών προσέδωσε νέες, όπως εισηγήθηκε ο δικηγόρος των εφεσειόντων, αρνητικές για τα συνταγματικά δικαιώματα των καταστηματαρχών διαστάσεις, ώστε η σχετική νομοθετική διάταξη (άρθρο 5), να καθίσταται αντιφατική προς το δικαίωμα εργασίας των καταστηματαρχών που κατοχυρώνει το Άρθρο 25.1 του Συντάγματος. Η καθιέρωση της δεύτερης ημιαργίας συνιστά περιορισμό που δεν ανευρίσκει έρεισμα στις διατάξεις της παραγράφου 2, του Άρθρου 25, το οποίο επιτρέπει, κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις, την επιβολή όρων και περιορισμών στην άσκηση του δικαιώματος εργασίας.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τη θέση των κατηγορουμένων (εφεσειόντων) για δύο ουσιαστικά λόγους, αμφότεροι των οποίων ανάγονται στο παραδεκτό των περιορισμών που μπορεί να τεθούν εξ ονόματος του δημοσίου συμφέροντος. Οι λόγοι αυτοί εστιάζονται στην προστασία των βοηθών καταστημάτων και του γενικού συμφέροντος της οικονομίας.
Η πρώτη εισήγηση του κ. Τριανταφυλλίδη αφορούσε τη φύση του συμφέροντος κατ’ επίκληση του οποίου μπορεί να δικαιολογηθούν περιορισμοί στην άσκηση του δικαιώματος εργασίας. Το συμφέρον υπέβαλε, εξικνείται σε ιδιαίτερο ατομικό συμφέρον κάθε μέλους του δημοσίου. Επικαλέστηκε προς υποστήριξη της θέσης αυτής απόσπασμα από το σύγγραμμα Basu’s Commentary on the Constitution of India, Τέταρτη Έκδοση, Τόμος 1, σελ. 526-567, στο οποίο προσδιορίζεται η έννοια του γενικού δημοσίου συμφέροντος (general public interest). Υποδείξαμε ότι το συμφέρον του δημοσίου δεν ταυτίζεται με εξατομικευμένο ιδιαίτερο συμφέρον εκάστου μέλους του, αλλά με το κοινό συμφέρον στην προαγωγή σκοπών που εξυπηρετούν το δημόσιο, όπως άλλωστε προκύπτει από τη νομολογία στην οποία μας παρέπεμψε. Η αδυναμία του προβληθέντος επιχειρήματος έγινε κατανοητή και η περαιτέρω ανάπτυξή του εγκαταλείφθηκε.
Η νομολογία στην οποία μας παρέπεμψε ο κ. Τριανταφυλλίδης, και στην οποία θα αναφερθούμε πιο κάτω υποστηρίζει ότι το συμφέρον του δημοσίου δεν ταυτίζεται με προσωποποιημένο ιδιαίτερο συμφέρον του κάθε μέλους του αλλά με το γενικό συμφέρον στην προαγωγή κοινών επιδιώξεων ωφέλιμων για το δημόσιο.
[*622]Η βασική θέση του κ. Τριανταφυλλίδη, στην οποία επικέντρωσε και την επιχειρηματολογία του, είναι ότι η καθιέρωση δύο ημιαργιών και ειδικά της δεύτερης ημιαργίας δεν προάγει το δημόσιο συμφέρον και ως εκ τούτου ο τεθείς περιορισμός δεν ευρίσκει στήριγμα στις διατάξεις της παραγράφου 2 του Άρθρου 25 του Συντάγματος. Η νομολογία στην οποία μας παρέπεμψε, ερμηνευτική της παραγράφου 2 του Άρθρου 25, και των περιορισμών που μπορεί να τεθούν στην άσκηση του δικαιώματος εργασίας, τείνει να καταδείξει την ευρύτητα της γωνίας κάτω από την οποία οράται το δημόσιο συμφέρον και τη διακριτική ευχέρεια του νομοθέτη να προσδιορίσει κατ’ αρχή τη συνισταμένη του.
Διαφαίνεται από την απόφαση στην In re Ali Ratip of Ktima, 3 R.S.C.C. 102, 105, ότι η ελευθερία την οποία κατοχυρώνει το Άρθρο 25 δεν αποτιμάται θεωρητικά αλλά λειτουργικά στο πλαίσιο του κοινωνικού χώρου. Στην Police v. Georghios D. Liveras, 3 R.S.C.C. 65, δημοτικοί κανονισμοί, περιοριστικοί του δικαιώματος στάθμευσης, κρίθηκαν παραδεκτοί χάριν του δημοσίου συμφέροντος. Προκύπτει από την απόφαση αυτή ότι περιορισμοί στη χρήση δημοσίων χώρων ανάγονται στη ρυθμιστική εξουσία του Κράτους το εύρος της οποίας είναι μεγάλο.
Χάριν του δημοσίου συμφέροντος κρίθηκε δικαιολογημένη στη District Officer Nicosia & Others v. Demosthenis Michael, 4 R.S.C.C. 126, η απαγόρευση πώλησης κρέατος έξω από τα κρεοπωλεία στην κοινότητα Αστρομερίτη. Η προστασία της υγείας του κοινού που αποτελεί ιδιαίτερο κεφάλαιο προστασίας κάτω από το Άρθρο 25.2, δικαιολογούσε εξ ίσου τον περιορισμό που επιβλήθηκε.
Σημαντική είναι η απόφαση στη Police v. Lanitis Bros. Ltd (Coca-Cola) 3 R.S.C.C. 10, λόγω της εμβέλειας του περιορισμού αφενός και του συσχετισμού του δημοσίου συμφέροντος με γενικής φύσεως επιδιώξεις, αφετέρου. Γενική απαγόρευση ανάρτησης διαφημιστικών πινακίδων στην ύπαιθρο σε χώρους άλλους από το σημείο στο οποίο πωλούνται τα αγαθά, θεωρήθηκε δικαιολογημένη για την προστασία του περιβάλλοντος στην ύπαιθρο (Άρθρο 23.2 του Συντάγματος), όσο και παραδεκτή ως όρος άσκησης του δικαιώματος του εμπορεύεσθαι χάριν του δημοσίου συμφέροντος (Άρθρο 25.2 του Συντάγματος).
Εφόσον καταδεικνύεται ότι ο σκοπός για τον οποίο επιβάλλεται ο περιορισμός δεν προάγεται, η νομοθετική διάταξη η οποία τον θεσμοθετεί καταστέλλεται ως αντισυνταγματική. Με [*623]αυτά υπόψη αποφασίστηκε στη Nicosia Police v. Evgenia Georghiou & Others, 4 R.S.C.C. 36, ότι η απαγόρευση που έθετε ο περί Αρτοποιείων (Νυκτερινή Εργασία), Νόμος, Κεφ. 177, στη νυκτερινή λειτουργία των αρτοποιείων, δεν ήταν αναγκαία είτε για την προστασία της υγείας του κοινού γενικά, ή των υπαλλήλων των αρτοποιείων ειδικά, που ήταν οι σκοποί για τους οποίους θεσμοθετήθηκε. Κατά συνέπεια το άρθρο 3 του νόμου που επέβαλλε τον περιορισμό, κρίθηκε αντισυνταγματικό.
Η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου διασαφηνίζει ότι η λελογισμένη ρύθμιση των όρων άσκησης του δικαιώματος εργασίας στον κοινωνικό χώρο δεν συνιστά άρνηση του δικαιώματος. μόνο όπου οι γενόμενες ρυθμίσεις περιορίζουν την άσκηση του δικαιώματος σε όρια που είναι ασυμβίβαστα με την ελευθερία που εγγυάται το Σύνταγμα, παραβιάζεται το δικαίωμα. (Βλ. μεταξύ άλλων The Board for Registration of Architects & Civil Engineers v. Christodoulos Kyriakides (1966) 3 C.L.R. 640, Joseph Hadjiloukas v. The Board for Registration of Architects & Civil Engineers (1966) 3 C.L.R. 666.) Οι όροι και περιορισμοί οι οποίοι ανάγονται στα «συνήθως απαιτούμενα» για την άσκηση οποιουδήποτε επαγγέλματος προσόντα, γίνονται δεκτοί εφόσον εκ της φύσεώς τους ανάγονται στα κοινώς παραδεκτά στον συγκεκριμένο τομέα εργασίας. Αυτή είναι η πρώτη κατηγορία όρων και περιορισμών στους οποίους μπορεί να υπαχθεί η άσκηση του δικαιώματος που κατοχυρώνει η παράγραφος 1 του Άρθρου 25. Η δεύτερη, αφορά όρους και περιορισμούς οι οποίοι κρίνονται απαραίτητοι προς εξυπηρέτηση ενός ή περισσοτέρων σκοπών που εξειδικεύονται, περιλαμβανομένου και του δημοσίου συμφέροντος.
Χρήσιμη αναφορά μπορεί να γίνει και σε σειρά άλλων αποφάσεων που καταδεικνύουν ότι επάγγελμα ή επιτήδευμα ασκείται μέσα στον κοινωνικό χώρο λαμβανομένης υπόψη της οργάνωσής του, υπό τον όρο πάντα ότι αυτή δεν συρρικνώνει τις βασικές παραμέτρους του δικαιώματος. Από αυτό το πνεύμα διαπνέεται η Dinos Kontos v. Republic (Permits Authority) (1974) 3 C.L.R. 112, στην οποία αποφασίστηκε ότι περιορισμοί στη στάθμευση στο χώρο του αεροδρομίου δεν συνιστούσαν επέμβαση στην άσκηση του επιτηδεύματος ή της επιχείρησης του δημόσιου μεταφορέα. Ανάλογη υπήρξε η προσέγγιση του Δικαστηρίου στη Marabou Floating Restaurant Ltd. v. Republic (Council of Ministers) (1973) 3 C.L.R. 397, όπου αποφασίστηκε ότι η απαγόρευση της λειτουργίας εστιατορίου μέσα στο χώρο του λιμανιού της Κερύνειας δεν συνιστούσε περιορισμό του δικαιώματος άσκησης του επαγ[*624]γέλματος του εστιάτορα. Εξάλλου στη Meridien Trading v. Minister of Commerce (1987) 3 C.L.R. 1930, θεωρήθηκε ότι περιορισμοί στο εισαγωγικό εμπόριο και συγκεκριμένα η ανάγκη εξασφάλισης άδειας για την εισαγωγή εμπορευμάτων, δεν συνιστούσε περιορισμό της ελευθερίας του εμπορεύεσθαι. (Βλ. επίσης Eleourgia Pettemerides Ltd v. Republic (1988) 3 C.L.R. 1880.) Σχετική με το θέμα είναι και η απόφαση στη Vorkas and Others v. Republic (1984) 3 C.L.R. 757.
Όροι και περιορισμοί που τίθενται για την προαγωγή ενός ή περισσοτέρων επιτρεπτών, κατά το Άρθρο 25.2 σκοπών, πρέπει να συσχετίζονται προς αυτούς και να συμβάλλουν στην ευόδωσή τους. Στην Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ. 2) (1993) 3 Α.Α.Δ. 165, περιορισμοί στην άσκηση του επαγγέλματος του μεταπωλητή οχημάτων κρίθηκαν αυθαίρετοι και αποκηρύχθηκαν ως αντισυνταγματικοί. Δεν ανάγονταν στα συνήθως απαιτούμενα για την άσκηση του συγκεκριμένου επαγγέλματος, ούτε είχαν σχέση με διαφαινόμενο συμφέρον του δημοσίου στην επιβολή τους. Σκοπούσαν, όπως τονίζεται στην απόφαση της Ολομέλειας, στη δημιουργία ενός κλειστού κύκλου μεταπωλητών, οικογενειακού χαρακτήρα, και ως τέτοιου απαράδεκτου.
Όπως εξηγήσαμε στην αρχή της απόφασης, ο περί Βοηθών Καταστημάτων Νόμος, Κεφ. 185, έχει δύο κεντρικούς στόχους, (α) τη ρύθμιση της λειτουργίας των καταστημάτων και (β) τον καθορισμό των όρων απασχόλησης των βοηθών καταστημάτων. Οι πρόνοιες του άρθρου 5, συμπλέκονται και με τους δύο σκοπούς του νομοθετήματος. Το άρθρο 5, συναρτάται και προς τις υπόλοιπες διατάξεις του νόμου που συνθέτουν τις ρυθμίσεις που διέπουν και τα δύο θέματα.
Οι ώρες λειτουργίας, αλλά και οι μέρες λειτουργίας των καταστημάτων, είναι θέμα άμεσου ενδιαφέροντος του δημοσίου. Ο καθορισμός των ημερών και των ωρών λειτουργίας των καταστημάτων και της απασχόλησης των βοηθών, ανάγεται και στους δύο άξονες του νομοθετήματος. Ο καθορισμός των ρυθμίσεων για τη λειτουργία των καταστημάτων και την απασχόληση των βοηθών επάγεται τη συνεκτίμηση πολλών παραγόντων συνυφασμένων με τις επιδιώξεις του ανθρώπου σε πολλούς τομείς.
Περιορισμοί στην άσκηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου κρίνονται πάντα αυστηρά. Η επιβολή τους πρέπει να καταφαίνεται ως απόλυτα αναγκαία και η έκταση του περιορι[*625]σμού δεν πρέπει να είναι μεγαλύτερη απ’ ότι είναι απαραίτητο για την προαγωγή του σκοπού χάριν του οποίου επιβάλλεται.
Ο κ. Τριανταφυλλίδης έθεσε το ερώτημα, - πού μπορεί να ανευρεθεί δικαιολογία για τη δεύτερη ημιαργία δοθέντος ότι οι ώρες λειτουργίας των καταστημάτων είναι καθορισμένες όπως και οι ώρες εργασίας των βοηθών καταστημάτων; - Το ίδιο ερώτημα θα μπορούσε να τεθεί και για την ημιαργία του Σαββάτου και για την αργία της Κυριακής. Η επέκταση του ερωτήματος εμφανίζει το πρόβλημα στις σωστές του διαστάσεις. Τόσο η καθιέρωση ημέρας αργίας όσο και η καθιέρωση ημερών ημιαργίας συναρτάται με την οργάνωση του κοινωνικού συνόλου και την προαγωγή των σύνθετων σκοπών του δημοσίου. σκοπών τους οποίους δεν θα απαριθμήσουμε. Θα υπογραμμίσουμε μόνο ότι σχετίζονται με κάθε πτυχή της ζωής και της λειτουργίας του ανθρώπου στο κοινωνικό πεδίο. Μόνο όπου ρυθμίσεις συνήθεις για την άσκηση επαγγέλματος, επιτηδεύματος ή τη διεξαγωγή εμπορίου όπως είναι ο καθορισμός των ωρών και ημερών λειτουργίας των καταστημάτων πλήττουν τον πυρήνα του δικαιώματος που κατοχυρώνει το Άρθρο 25.1 και τείνουν να εξουδετερώσουν την ελευθερία που εγγυάται, δικαιολογείται η αποκήρυξή τους ως αντισυνταγματικών.
Και για τους βοηθούς καταστημάτων η καθιέρωση ημερών αργίας και ημιαργίας δεν σχετίζεται μόνο με το συνολικό επιτρεπτό χρόνο απασχόλησής τους, αλλά και με τη διασφάλιση προκαθορισμένου ελεύθερου χρόνου, κυρίως κατά τη διάρκεια της ημέρας για την επίδοσή τους σε άλλες επιδιώξεις του ανθρώπου στον ιδιαίτερο χώρο του και στον κοινωνικό περίγυρο. Αρκεί να αναφέρουμε μερικούς από τους σκοπούς στους οποίους οι βοηθοί καταστημάτων μπορεί να διαθέσουν το χρόνο της ημιαργίας για να καταφανεί το συμφέρον του δημοσίου στην εξασφάλισή τους· παιδεία, πολιτισμός, αθλητισμός, οικογένεια, και συμμετοχή στα κοινά. Στην εξασφάλιση των συνθηκών σύντονης λειτουργίας του ανθρώπου στον κοινωνικό χώρο, το δημόσιο έχει μεγάλο συμφέρον· προς την εξυπηρέτηση αυτού του συμφέροντος συναρτάται η καθιέρωση της δεύτερης ημιαργίας για τους βοηθούς καταστημάτων. Η καθιέρωση και δεύτερης ημιαργίας συνιστά, σε τελική ανάλυση, ρύθμιση της λειτουργίας των καταστημάτων. Και ερωτάται, συρρικνώνει η καθιέρωση δεύτερης ημιαργίας το δικαίωμα του εμπορεύεσθαι σε βαθμό που να πλήττει την ελευθερία που εγγυάται το Άρθρο 25.1; Κρίνουμε, όχι. Τα καταστήματα λειτουργούν έξι ημέρες της εβδομάδος, έξι πρωϊνά και τέσσερα απογεύματα.
[*626]Αυτή τούτη η καθιέρωση ημέρας αργίας και δεύτερης ημέρας ως ημιαργίας την εβδομάδα που θεσμοθετήθηκε με το νόμο του 1942 και η επικράτησή τους έκτοτε, χαρακτηρίζει την κοινή πεποίθηση περί της αναγκαιότητας του κλεισίματος των καταστημάτων σε προκαθορισμένες ημέρες και ώρες της εβδομάδος, ώστε να παρέχεται ο χρόνος στους βοηθούς να επιδίδονται σε άλλες δραστηριότητες. Η μεταβολή των συνθηκών της ζωής στο ατομικό, οικογενειακό - λαμβανομένης υπόψη και της μεγάλης αύξησης του αριθμού των εργαζομένων μητέρων - και κοινωνικό πεδίο, έκτοτε, και η πολυπλοκότητά τους προσδίδουν έρεισμα στην υιοθέτηση το 1979 δεύτερης ημιαργίας· περιορισμός που εξυπηρετεί το δημόσιο συμφέρον. Και στη δημόσια υπηρεσία ίσχυαν, για μεγάλο χρονικό διάστημα δύο ημιαργίες, γεγονός που επίσης αντανακλά την αναγκαιότητα παροχής στους εργαζόμενους επαρκούς ελεύθερου χρόνου κατά τη διάρκεια της ημέρας ώστε να τους παρέχεται η ευχέρεια επίδοσης στις άλλες επιδιώξεις και δραστηριότητες του ανθρώπου.
Καταλήγουμε ότι το Άρθρο 5 του περί Βοηθών Καταστημάτων Νόμου, Κεφ. 185, δεν είναι αντισυνταγματικό. Οι εφέσεις απορρίπτονται.
ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Η χωριστή απόφαση μου είναι διάφορη εκείνης των αδελφών μου δικαστών σε σκεπτικό και κατάληξη. Στην απόφαση τους εκτίθεται τόσο το πραγματικό όσο και το νομικό υπόβαθρο του εγειρόμενου θέματος, επί του οποίου και δεν θα επεκταθώ. Επικεντρώνομαι στο εγειρόμενο θέμα της ισχυριζόμενης αντισυνταγματικότητας του άρθρου 5 του περί Βοηθών Καταστημάτων Νόμου, Κεφ. 185, όπως τροποποιήθηκε, και της ΚΔΠ 105/97, ως προς το άρθρο 25.1 του Συντάγματος. Πιο συγκεκριμένα, η εισήγηση του κ. Τριανταφυλλίδη αφορά τη συνταγματικότητα του άρθρου 5 όπως τροποποιήθηκε από το άρθρο 3 του περί Βοηθών Καταστημάτων Νόμου του 1979, δυνάμει του οποίου οι καθοριζόμενες ημιαργίες των καταστημάτων αυξήθησαν από μία που ήταν δυνάμει του αρχικού νόμου του 1942, Κεφ. 185, σε δύο, και της ΚΔΠ 105/97 η οποία καθόρισε τις δύο ημιαργίες ως την Τετάρτη και το Σάββατο. Η αύξηση αυτή των ημιαργιών, υποβάλλει ο κ. Τριανταφυλλίδης, δεν μπορεί να δικαιολογηθεί βάσει του δημοσίου συμφέροντος ώστε να εφαρμόζονται οι πρόνοιες του Άρθρου 25.2 του Συντάγματος.
Είναι δεδομένο ότι η θεσμοθέτηση ημιαργιών συνιστά περιορισμό του δικαιώματος εργασίας που κατοχυρώνεται από το Άρθρο 25.1 του Συντάγματος και ότι η μόνη στήριξη που θα μπορούσε να [*627]δοθεί στον περιορισμό αυτό πρέπει να αναζητηθεί στην επίκληση του δημοσίου συμφέροντος δυνάμει του Άρθρου 25.2 του Συντάγματος, αφού δεν μπορούν να συντρέχουν οι άλλοι λόγοι για τους οποίους το Άρθρο 25.2 επιτρέπει περιορισμούς στο εν λόγω δικαίωμα. Και είναι με αυτή τη βάση που το θέμα παρουσιάσθηκε τόσο πρωτόδικα όσο και ενώπιον μας. Η άποψη μου ότι η καθιέρωση της δεύτερης ημιαργίας δεν μπορεί να έχει έρεισμα στο δημόσιο συμφέρον δεν αρνείται και δεν μειώνει την αρχή ότι ο ισχυριζόμενος αντισυνταγματικότητα φέρει και το ανάλογο βάρος της απόδειξης και ότι τα δικαστήρια οφείλουν να αναγνωρίζουν ευρύτητα στη διακριτική ευχέρεια του νομοθέτη να σταθμίσει τις παραμέτρους και τις συνέπειες του δημοσίου συμφέροντος σε κάθε δεδομένη περίπτωση. Θεωρώ όμως ότι η ευρύτητα αυτή δεν μπορεί να είναι τέτοια ώστε να ανατρέπει την επιθυμητή και συχνά λεπτή ισορροπία μεταξύ του θεμελιώδους του δικαιώματος και της δημόσιας πολιτικής, και ότι πρέπει να έχει συγκεκριμένη διάσταση στα πλαίσια των επιδιωκόμενων σκοπών του υπό εξέταση νόμου. Υποθέσεις όπως οι Police v. Constantinou (1961) 2 R.S.C.C. 123, Police v. Lanitis Bros Ltd (1962) 3 R.S.C.C. 19, Police v. Liveras (1962) 3 R.S.C.C. 65, District Officer Nicosia v. Michael (1963) 3 R.S.C.C. 126 (ακολουθήθηκε στην Avraam v. Municipality of Morphou (1979) 3 C.L.R. 165), Xenophontos v. Police (1971) 2 C.L.R. 279, από τη νομολογία η οποία συζητήθηκε στην ακρόαση, συνιστούν καθαρές περιπτώσεις τέτοιας προσέγγισης. Στη Lanitis ο σκοπός του νόμου, μέσω της απόλυτης απαγόρευσης τοποθέτησης διαφημίσεων στην ύπαιθρο εκτός των “σημείων πώλησης” ήταν ξεκάθαρος και παρείχε συγχρόνως τη βεβαία και καθαρή αιτιολόγηση της επίκλησης του δημοσίου συμφέροντος. Η απαγόρευση, όπως το έθεσε ο Forsthoff, Π., δίδοντας την απόφαση, είναι η ακόλουθη:
“... is necessary in the public interest generally inasmuch as it protects and prevents the scenery and amenities of the countryside from being spoiled by advertisements. In the opinion of the Court such absolute prohibition is necessary in the public interest because anything short of that would not sufficiently protect the public interest in this respect.”
Ήταν έτσι όχι μόνο ξεκάθαρη αλλά και σίγουρα αναγκαία η εν λόγω απαγόρευση.
Ομοίως, στη Liveras η συνάφεια της κρινόμενης απαγόρευσης στάθμευσης προς το δημόσιο συμφέρον για τη ρύθμιση της τροχαίας κίνησης ήταν ευθεία, προφανής και εκτεταμένη, καθιστώντας [*628]την απαγόρευση αναγκαία, όπως και στην Constantinou στην οποία η απαγόρευση εμπορικής χρήσης μη αδειούχων λεωφορείων εκρίθη αναγκαία και για σκοπούς της δημόσιας ασφάλειας και για σκοπούς του δημοσίου συμφέροντος που ουσιαστικά εταυτίζοντο. Ιδιαίτερα έτσι και στη Michael, στην οποία το δημόσιο συμφέρον για τον περιορισμό της πώλησης κρέατος σε καθορισμένες και ελεγχόμενες αγορές ήταν τόσο ισχυρό προς όφελος της δημόσιας υγείας - που ουσιαστικά ταυτίζετο με το δημόσιο συμφέρον, αφού, όπως το έθεσε ο Forsthoff, Π., δίδοντας την απόφαση, στη σ. 128:
“... otherwise it would have been difficult to exercise effective control before sale over the suitability for human consumption of fresh meat and to prevent all possible dangers of infection of such meat whilst being exposed for sale.”
Εις δε τη Xenophontos η αιτιολόγηση του περιορισμού, που αφορούσε τη δυνατότητα παραιτηθέντων δικαστών να δικηγορήσουν πριν περάσει ένα έτος και αποσκοπούσε στην αποτελεσματική ρήξη της ιδιότητας του δικαστή, κρίθηκε βασικά σε συνάρτηση με την προστασία των δικαιωμάτων άλλων στο επάγγελμα, που ταυτίζετο και με το ανάλογο δημόσιο συμφέρον, και πάλι προφανές και εγγενές στον ίδιο τον περιορισμό.
Η προσέγγιση αυτή διέπει και τη σημαντική απόφαση στην υπόθεση Police v. Georghiou [1962] 4 R.S.C.C. 36, στην οποία μάλιστα κρίθηκε ότι πρόνοια νόμου που απαγόρευε την εργοδότηση προσώπων σε αρτοποιεία κατά τη διάρκεια της νύκτας συνιστούσε περιορισμό του δικαιώματος εργασίας που δεν μπορούσε να δικαιολογηθεί για λόγους δημοσίου συμφέροντος κάτω από το Άρθρο 25.2. Το δικαστήριο προσέγγισε με ανάλογη λεπτομέρεια ανάλυσης τους προβληθέντες λόγους δημοσίου συμφέροντος για να τους κρίνει και τελικά απορρίψει επί των ιδίων των όρων τους ως μη τεκμηριωθέντες. Ένας από αυτούς τους λόγους ήταν και το ότι η νυκτερινή εργασία σε αρτοποιεία, ως εκ της συνεχούς φυσικής έντασης που εξυπακούει, ήταν δυσμενής για την υγεία των εργαζομένων, ισχυρισμός που δεν έγινε δεκτός εν όψει και της προσαχθείσας ειδικής μαρτυρίας και δοθέντος ότι κατά τα άλλα η ισχύουσα νομοθεσία προνοούσε επαρκώς για την προστασία της υγείας των εργαζομένων. Η υπόθεση αυτή δείχνει πολύ καλά ότι το δημόσιο συμφέρον του οποίου γίνεται επίκληση δεν μπορεί να εξετάζεται γενικά και αόριστα αλλά συγκεκριμένα και με σαφήνεια.
Στην προκειμένη περίπτωση δεν θεωρώ ότι το προβαλλόμενο δημόσιο συμφέρον στην καθιέρωση της δεύτερης ημιαργίας είναι [*629]τόσο ξεκάθαρα διαπιστώσιμο και ταυτισμένο με την ίδια την κρινόμενη πρόνοια που να την καλύπτει στα πλαίσια του Άρθρου 25.2. Καθ΄όσον, δυνάμει του άρθρου 8 του Νόμου, το οποίο και δεν προσβάλλεται, οι βοηθοί καταστημάτων δικαιούνται μία ημεραργία την εβδομάδα, οι δε ώρες εργασίας τους καθορίζονται από το άρθρο 7 του Νόμου, το οποίο βεβαίως επίσης δεν προσβάλλεται, η καθιέρωση της δεύτερης ημιαργίας δεν φαίνεται να σκοπεί στην προστασία των ήδη κατοχυρωμένων δικαιωμάτων δυνάμει των άρθρων 7 και 8, ούτε ασφαλώς μπορεί να ερμηνευθεί ως αποσκοπούσα στην παροχή δεύτερης ημιαργίας στους βοηθούς καταστημάτων αφού τέτοια ερμηνεία δεν θα ήταν συμβατή με τη διατήρηση του άρθρου 8 ως έχει. Αυτό ανατρέπει και τη βάση για το πρώτο σκέλος της πρωτόδικης απόφασης ότι το υπό κρίση νομοθέτημα θεσπίσθηκε για λόγους δημοσίου συμφέροντος που αφορούν στην προστασία των εργαζομένων.
Αν, από την άλλη, η δεύτερη ημιαργία δεν έχει αναφορά στους ίδιους τους βοηθούς καταστημάτων αλλά στη ρύθμιση αυτή καθ’ αυτή των ημερών και ωρών λειτουργίας των καταστημάτων γενικά, το δημόσιο συμφέρον δεν είναι εμφανές. Κατ’ αρχή, ο ίδιος ο Νόμος, αναφερόμενος ως ο περί Βοηθών Καταστημάτων Νόμος, είναι αμφίβολο αν επιδιώκει να ρυθμίσει τις ημέρες και ώρες λειτουργίας των καταστημάτων ανεξάρτητα από τα συμφέροντα των βοηθών καταστημάτων ως ο κεντρικός άξονας του. Από αυτή την άποψη, οι πρόνοιες των άρθρων 4, 5, 6, 7 και 8 συσχετίζονται προς την προστασία των δικαιωμάτων των βοηθών καταστημάτων και όχι ευρύτερα προς τη λειτουργία των καταστημάτων αυτών καθ’ αυτών. Αυτό υποστηρίζεται και από αναφορά στα άρθρα 9 (διαλείμματα για γεύματα βοηθών καταστημάτων), 10 (παροχή καθισμάτων σε βοηθούς καταστημάτων), 11 (ανάρτηση καταλόγων βοηθών καταστημάτων και των ωρών εργασίας τους όπως και της οριζόμενης ημέρας ημιαργίας τους).
Πέραν τούτου όμως, και κυρίως, αδυνατώ να διαπιστώσω τέτοια συγκεκριμενοποίηση του επικαλούμενου δημοσίου συμφέροντος σε συνάρτηση με την κρινόμενη νομοθετική πρόνοια που να ανταποκρίνεται προς την προσέγγιση της νομολογίας. Αφήνω κατά μέρος τη λανθασμένη αντίληψη του ευπαίδευτου πρωτόδικου δικαστή ότι η κήρυξη του άρθρου 5, όπως τροποποιήθηκε, και της ΚΔΠ 105/97 ως αντισυνταγματικών θα είχε ως συνέπεια να επιτρέπεται η λειτουργία των καταστημάτων επί εικοσιτετραώρου βάσεως, αφού κάτι τέτοιο ασφαλώς δεν προκύπτει, δεδομένου ότι το μόνο που προσβάλλεται είναι η εισαγωγή της δεύτερης ημιαργίας. Ο ευπαίδευτος πρωτόδικος δικαστής, στο άλλο σκέλος της [*630]αναφοράς του στο δημόσιο συμφέρον, περιέλαβε την επιδίωξη διατήρησης “αντικειμενικών συνθηκών υγιούς ανταγωνισμού”, στις οποίες υπεισέρχεται και “το συμφέρον του καταναλωτή”, όπως και την επιδίωξη εξασφάλισης “των γενικότερων συμφερόντων της εθνικής οικονομίας και όχι απλώς για την εξυπηρέτηση στενά ιδιωτικών συμφερόντων”. Έχω την άποψη ότι, όπως δείχνει και η νομολογία, το δημόσιο συμφέρον δυνάμει του οποίου μπορούν κατ΄εξαίρεση να επιτραπούν περιορισμοί στο δικαίωμα εργασίας δεν μπορεί να είναι τόσο γενικά, αν και εύηχα, διαπιστώσιμο, αφού σε τέτοια περίπτωση τα πάντα θα μπορούσαν να τεθούν κάτω από την έννοια του δημοσίου συμφέροντος, με αποτέλεσμα την έγκριση κάθε είδους περιορισμού που τίθεται κατ΄επίκληση του δημοσίου συμφέροντος, θα αρκούσε δε η απλή επίκληση του δημοσίου συμφέροντος για να τεθεί ο περιορισμός στα πλαίσια του. Αν ήταν έτσι, τα συνταγματικά κατοχυρωμένα θεμελιώδη δικαιώματα θα υπόκειντο σε διάβρωση εντελώς ξένη προς το πνεύμα όσο και το γράμμα του Συντάγματος και ο ρόλος του δικαστηρίου ως κριτής της συνταγματικότητας θα εξουδετερώνετο. Ούτε θα ήταν βεβαίως ορθή η εκ των υστέρων προσφυγή σε λόγους δημοσίου συμφέροντος που θα μπορούσαν ή δεν θα μπορούσαν να ισχύουν στη συγκεκριμένη περίπτωση ανάλογα με την αντίκρυση του πράγματος και έναντι των οποίων θα μπορούσαν να τεθούν άλλοι λόγοι που θα συνηγορούσαν αντίθετα. Δεν είναι δυνατό να υπερτονισθεί ότι τα θεμελιώδη δικαιώματα δυνάμει του Συντάγματος, ως τέτοια, εξυπακούουν το ύψιστο δημόσιο συμφέρον στην απόλαυση τους, και ότι το οποιοδήποτε δημόσιο συμφέρον για περιορισμό τους πρέπει ως εκ τούτου να είναι όχι μόνο αρκούντως ισχυρό αλλά και εμφανές και δεόντως συγκεκριμένο για να επικρατήσει. Τέτοιο δημόσιο συμφέρον δεν διαπιστώνεται στην προκειμένη περίπτωση είτε στην πρωτόδικη απόφαση είτε άλλως. Τα λόγια του Sir George Jessel, M.R., στην υπόθεση Printing & Numerical Registering Co. v. Sampson [1875] L.R. 19 Eq. 462, σ. 465, λεχθέντα τα πλαίσια της συνάρτησης της δημόσιας πολιτικής προς την ελευθερία του συμβάλλεσθαι, ηχούν με ανάλογο νόημα και στην υπόθεση αυτή:
“... if there is one thing which more than another public policy requires, it is that men of full age and competent understanding shall have the utmost liberty of contracting ....”
Καθ’ όσον λοιπόν θα εξαρτάτο από εμένα, θεωρώ ότι η καθιέρωση της δεύτερης ημιαργίας στο άρθρο 5 του Κεφ. 185, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 3 του περί Βοηθών Καταστημάτων Νόμου του 1979, και η εξειδίκευση της από την ΚΔΠ 105/97, συνιστά πε[*631]ριορισμό του δικαιώματος εργασίας το οποίο κατοχυρώνεται από το Άρθρο 25.1 του Συντάγματος το οποίο δεν μπορεί να έχει έρεισμα στο δημόσιο συμφέρον στα πλαίσια του Άρθρου 25.2 του Συντάγματος.
Oι εφέσεις απορρίπτονται κατά πλειοψηφία.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο