Γενικός Eισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Xαράλαμπου Bαρνάβα (1999) 2 ΑΑΔ 638

(1999) 2 ΑΑΔ 638

[*638]17 Δεκεμβρίου, 1999

[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΚΑΛΛΗΣ, Δ/στές]

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσείων,

ν.

ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥ ΒΑΡΝΑΒΑ,

Εφεσιβλήτου.

(Ποινική Έφεση Aρ. 6700)

 

Ποινή — Ανεπάρκεια ποινής — Άσεμνη επίθεση κατά παράβαση του Άρθρου 151 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 — Θύμα της επίθεσης ήταν ανάπηρη κοπέλα — Εμμονή του εφεσίβλητου στο στόχο του παρά τις σφοδρές αντιρρήσεις του θύματος και την πλήρη έλλειψη ενθάρρυνσης — Εφεσίβλητος ηλικίας 28 ετών με λευκό ποινικό μητρώο — Παραδοχή ώστε να μη ξαναβιώσει το θύμα την φρικτή του εμπειρία — Αποκατάσταση σχέσεων — Διάπραξη αδικήματος 2 χρόνια και 3 μήνες περίπου πριν την εκδίκασή του — Επιβολή ποινής προστίμου £375 και διαταγή για πληρωμή £75 για τα έξοδα της δίκης — Κρίθηκε έκδηλα ανεπαρκής και αντικαταστάθηκε με ποινή φυλάκισης τριών μηνών.

Ποινή — Επιμέτρηση — Μετριαστικοί παράγοντες — Δήλωση θύματος άσεμνης επίθεσης για αποκατάσταση σχέσεων — Παραδοχή κατηγορούμενου για να μη ξαναβιώσει την εμπειρία του το θύμα — Λευκό ποινικό μητρώο — Διαρροή μεγάλου χρονικού διαστήματος από τη διάπραξη του αδικήματος — Συνιστούν μετριαστικούς παράγοντες αλλά δεν αποτελούν λόγο για να μην επιβληθεί η σωστή ποινή.

Ποινή — Εξατομίκευση — Δεν εξουδετερώνει τη σοβαρότητα του αδικήματος ή την ανάγκη για αποτροπή.

Η άσεμνη επίθεση διαπράχθηκε από τον εφεσίβλητο εναντίον της παραπονούμενης - η οποία ήταν ανάπηρη στα κάτω άκρα και διεκινείτο με αναπηρικό καροτσάκι - στο σπίτι της το οποίο βρισκόταν στην ίδια γειτονιά με το δικό του σπίτι.  Το βράδυ της 2.12.96, ο εφεσίβλητος εκμεταλλευόμενος την οικειότητα που δημιουργήθηκε μετα[*639]ξύ της οικογένειας του και της οικογένειας της παραπονουμένης, και όταν ο άντρας της έλειπε από το σπίτι, εισήλθε στο σπίτι της ενώ αυτή βρισκόταν στο αποχωρητήριο.  Παρά την προτροπή της να περιμένει, άνοιξε την πόρτα του και μπήκε.  Η κοπέλλα αντέδρασε, ο εφεσίβλητος αναγκάστηκε να περιμένει στο χωλ και όταν η παραπονούμενη βγήκε, της επανέλαβε φορτικά να αρχίσουν ερωτικό δεσμό.  Αποκορύφωμα του επεισοδίου ήταν ότι της έδειξε τα γεννητικά του όργανα και της έπιασε το στήθος μέσα από την πυτζάμα.

Στο δικαστήριο παρουσιάστηκε γραπτή δήλωση της παραπονούμενης ότι αποκαταστάθηκαν οι σχέσεις μεταξύ των δύο οικογενειών και ότι αυτή δεν είχε παράπονο. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού έλαβε υπόψη το εν λόγω γεγονός, το λευκό ποινικό μητρώο και το διαρρεύσαν χρονικό διάστημα μεταξύ της τέλεσης του αδικήματος μέχρι την επιβολή της ποινής τον Μάρτιο του 1999, επέβαλε στον εφεσίβλητο πρόστιμο £375 και τον διέταξε να πληρώσει £75 για τα έξοδα της δίκης.

Ο Γενικός Εισαγγελέας άσκησε έφεση κατά της ποινής την οποία προσβάλλει ως έκδηλα ανεπαρκή.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Η πράξη του εφεσίβλητου δεν ήταν αποτέλεσμα στιγμιαίας απερισκεψίας όπως εισηγήθηκε η συνήγορός του. Το αντίθετο συνέβη.  Υπήρξε εμμονή στο στόχο παρά τις σφοδρές αντιρρήσεις του θύματος και πλήρης έλλειψη ενθάρρυνσης. Το σημαντικότερο όμως είναι ο εξευτελισμός. Η ταπείνωση. Ο βιασμός της προσωπικότητας, που γίνεται εντονότερος στην περίπτωση μιας ανήμπορης κοπέλας. Αναγνωρίζεται ότι η παραδοχή της πράξης από το δράστη βοήθησε έτσι ώστε να μην ξαναβιώσει τη φρικτή της εμπειρία η κοπέλα.

2.  Η πρωτόδικος δικαστής, προώθησε την αρχή της εξατομίκευσης της ποινής σε σημείο που εξουδετέρωσε τους σκοπούς της.

3.  Η επιβληθείσα ποινή προστίμου ήταν από κάθε σκοπιά ανεπαρκής και αντικαθίσταται με ποινή φυλάκισης 3 μηνών.

Η έφεση επιτράπηκε. H ποινή προστίμου αντικαταστάθηκε με ποινή φυλάκισης 3 μηνών.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας v. Τσιολή (1991) 2 Α.Α.Δ. 194,

[*640]Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας v. Αβρααμίδη (1993) 2 Α.Α.Δ. 355,

R. v. Taylor [1997] 1 Cr. App. R. (S.) 36,

Townsend [1995] 16 Cr. App. R. (S.) 553,

Tanyildiz [1998] 1 Cr. App. R. (S.) 362.

Έφεση για Aνεπάρκεια Ποινής.

Έφεση από το Γενικό Eισαγγελέα εναντίον της ανεπάρκειας της ποινής που επιβλήθηκε στο Xαράλαμπο Bαρνάβα, ο οποίος βρέθηκε ένοχος στις 15 Φεβρουαρίου 1999, από το Eπαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού (Ποινική Yπόθεση Aρ. 7023/97) στην κατηγορία της άσεμνης επίθεσης, κατά παράβαση του Άρθρου 151 του Ποινικού Kώδικα, Kεφ. 154 και καταδικάστηκε από Πούγιουρο, E.Δ., σε πρόστιμο £375 και £75 έξοδα.

Π. Κληρίδης, Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, για τον Eφεσείοντα.

Π. Παπαπέτρου, για τον Eφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΔIKAΣTHPIO: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο δικαστής Σ. Νικήτας.

ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.:  Ο εφεσίβλητος κατηγορήθηκε για άσεμνη επίθεση (άρθρ. 151 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154) και παράνομη παραμονή σε ξένη περιουσία (άρθρ. 280 του ίδιου Κώδικα). Η τελευταία αυτή κατηγορία αποσύρθηκε όταν ο εφεσίβλητος άλλαξε την απάντηση του και παραδέχθηκε ενοχή στην κατηγορία για άσεμνη επίθεση, που αρχικά είχε αρνηθεί.  Του επιβλήθηκε σχετικά με αυτή πρόστιμο £375.  Περαιτέρω διατάχθηκε να πληρώσει £75 για τα έξοδα της δίκης.  Στην άλλη κατηγορία αθωώθηκε.  Η παραπάνω ποινή εφεσιβάλλεται από το Γενικό Εισαγγελέα ως έκδηλα ανεπαρκής “λαμβανομένων υπόψη των γεγονότων της υπόθεσης, των προσωπικών συνθηκών της παραπονούμενης, της ανάγκης για γενική και ειδική πρόληψη και της προστασίας προσώπων τελούντων υπό τις περιστάσεις της παραπονούμενης”.

Η παραπονούμενη είναι ανάπηρη.  Η αναπηρία της αφορά τα [*641]κάτω άκρα.  Διακινείται με αναπηρικό καροτσάκι.  Η οικογένεια της και εκείνη του εφεσίβλητου (αποτελούμενη από τη γυναίκα και το μικρό παιδί τους) ζουν στη Λεμεσό σε γειτονικά σπίτια.  Οι δύο οικογένειες ανέπτυξαν φιλικές σχέσεις στο πλαίσιο των οποίων αντάλλασσαν επισκέψεις.  Εκμεταλλευόμενος την οικειότητα που δημιουργήθηκε, ο εφεσίβλητος πήγε, στις 2/12/96, στο σπίτι της παραπονούμενης.  Αυτό έγινε ενωρίς το βράδυ της ημέρας εκείνης, σε χρόνο που έλειπε από το σπίτι ο άντρας της κοπέλας. Ο εφεσίβλητος που, ας λεχθεί εν παρόδω, ήταν τότε 28 χρονών, της πρότεινε να συνάψουν ερωτικές σχέσεις. Αυτός ήταν και ο μόνος σκοπός της επίσκεψης του. Η παραπονούμενη απέκρουσε την πρόταση και θορυβημένη του ζήτησε να φύγει. Ο παραπονούμενος συμμορφώθηκε.

Επανήλθε όμως την επομένη την ίδια περίπου ώρα. Εισήλθε στο σπίτι και της φώναξε, όταν αυτή βρισκόταν στο αποχωρητήριο.  Παρά την προτροπή της να περιμένει, άνοιξε την πόρτα του και μπήκε.  Η αχαρακτήριστη αυτή συμπεριφορά του προκάλεσε τις αντιδράσεις της κοπέλας που τον ανάγκασαν να περιμένει στο χώλ.  Στη συνέχεια, αφού βγήκε η παραπονούμενη, της επανέλαβε φορτικά να αρχίσουν ερωτικό δεσμό.  Συνάντησε πάλιν την άρνηση της, αλλά αγνόησε τις επανειλημμένες παρακλήσεις της να φύγει.  Αποκορύφωμα του επεισοδίου ήταν ότι της έδειξε τα γεννητικά του όργανα και απαίτησε να δει το στήθος της. Παρά τις απεγνωσμένες προσπάθειες της παραπονούμενης να τον αποφύγει και να τον διώξει, ο εφεσίβλητος την πλησίασε από πίσω και της έπιασε το στήθος μέσα από την πυτζάμα. Η παραπονούμενη κατάφερε όμως να απωθήσει τον εφεσίβλητο με τα χέρια, ο οποίος αναγκάστηκε να φύγει από το σπίτι γιατί στο μεταξύ η κοπέλα έβαλε τις φωνές.

Στο δικαστήριο παρουσιάστηκε γραπτή δήλωση της παραπονούμενης ότι αποκαταστάθηκαν στο μεταξύ οι παλιές καλές σχέσεις μεταξύ των δύο οικογενειών, και ότι η παραπονούμενη δεν είχε πια παράπονο. Στην εξέλιξη αυτή η πρωτόδικη δικαστής έδωσε ιδιαίτερη σημασία.  Έλαβε επίσης υπόψη την έκθεση του γραφείου ευημερίας που απολήγει στο ότι ο εφεσίβλητος έχει δημιουργήσει μια συγκροτημένη οικογένεια χωρίς προβλήματα.  Μνημονεύθηκε επίσης το λευκό του μητρώο.  Και ότι, έστω και κάπως καθυστερημένα, μεταμελήθηκε έμπρακτα παραδεχόμενος το αδίκημα.

Τονίστηκε ακόμη εμφαντικά πως διέρρευσε μεγάλο χρονικό διάστημα από την τέλεση του αδικήματος μέχρι την επιβολή της ποινής το Μάρτιο του 1999.  Για τις επιπτώσεις της καθυστέρησης στο θέμα αυτό επικαλέστηκε την υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας [*642]της Δημοκρατίας ν. Τσιολή (1991) 2 Α.Α.Δ. 194.  Η νομολογία έχει επικροτήσει, ομολογουμένως, την αρχή ότι σε περίπτωση καθυστέρησης η φυλάκιση πρέπει να αποφεύγεται εκτός αν αυτό είναι αναπόφευκτο:  Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Αβρααμίδη (1993) 2 Α.Α.Δ. 355.

Η πρωτόδικη δικαστής κατέληξε, αφού τόνισε ξανά τη σημασία της δήλωσης της παραπονούμενης, ότι “ενδεδειγμένη ποινή υπό τις περιστάσεις δεν μπορεί να είναι αυτή της φυλάκισης αλλά του προστίμου”.  Η αγόρευση της δικηγόρου του εφεσιβλήτου στράφηκε γύρω από τα ελαφρυντικά που δέχθηκε το δικαστήριο και τον παράγοντα της καθυστέρησης στην επιβολή ποινής. Τελικά μας κάλεσε στην περίπτωση που θα ανατρέπαμε την καταγνωσθείσα ποινή να αναστέλλαμε τη φυλάκιση που θα σκοπεύαμε να επιβάλουμε.

Επιστρέφουμε στα γεγονότα για να τα σχολιάσουμε.  Αναντίρρητα ήταν μια άνανδρη επίθεση που προκαλεί την αποστροφή.  Τη σοβαρότητα της επιτείνει ακόμη το γεγονός ότι ο εφεσίβλητος εκμεταλλεύθηκε το αίσθημα της εμπιστοσύνης και οικειότητας που απορρέει από τη φιλική σχέση για να επιβάλει τις ορέξεις του.  Αξίζει να παραθέσουμε στο σημείο αυτό σχετική παρατήρηση που έγινε στην R. v. Anthony Taylor [1997] 1 Cr. App. R. (S.) 36, 37, στην οποία μας παρέπεμψε ο κ. Κληρίδης, που δείχνει τη σημασία της κατάχρησης εμπιστοσύνης:

“We have considered those submissions with the greatest of care.  We find this a disturbing case.  This was a man who was placed in a position of trust so far as these helpless wheelchair bound women were concerned.  They had no chance of escape when he decided to behave in this irresponsible and indecent manner.  We share the judge’s view that this was a serious matter and called for a substantial sentence of imprisonment.  We acknowledge that he did plead guilty and that he thereby saved the women the embarrassment of recounting their experience in public. We acknowledge too that the level of indecency could have been more gross. There was no violence. However, we have to consider this case and the sentences, as Mr. Fitzgibbon invites us to do, in the light of other cases where a breach of trust has been established.”

Πρέπει να υπογραμμισθεί ότι δεν έχουμε εδώ την περίπτωση κάποιας στιγμιαίας απερισκεψίας, όπως εισηγήθηκε η κα Παπαπέτρου. Το αντίθετο συνέβη. Υπήρξε εμμονή στο στόχο παρά τις σφοδρές αντιρρήσεις του θύματος και την πλήρη έλλειψη ενθάρρυν[*643]σης. Ό,τι όμως είναι σημαντικό είναι ο εξευτελισμός. Η ταπείνωση.  Ο βιασμός της προσωπικότητας, που γίνεται εντονότερος στην περίπτωση μιας κοπέλας που είναι ανήμπορη να προστατεύσει τον εαυτό της λόγω αναπηρίας για να μην σκεφθεί ένας τον κοινωνικό αντίκτυπο μιας τέτοιας πράξης. Αναγνωρίζεται ότι η παραδοχή της πράξης από το δράστη βοήθησε έτσι ώστε να μην ξαναβιώσει τη φρικτή της εμπειρία η κοπέλα.  Το λευκό ποινικό μητρώο έχει σημασία, αλλά δεν αποτελεί λόγο για να μην επιβληθεί η σωστή ποινή. Παραθέτουμε το εξής σχετικό σχόλιο από την Townsend [1995] 16 Cr. App. R. (S.) 553, που υιοθετήθηκε στην Mete Tanyildiz [1998] 1 Cr. App. R. (S.) 362, 363:

“Nevertheless we have concluded that the Court in Neem was wrong in saying that as a matter of principle an indecent assault of this kind, for the first conviction, should not carry a sentence of custody.  We think it is open to a sentencing court in its discretion to impose a custodial sentence for such an offence.  We are not saying of course that it must do so; in many cases it is properly dealt with by a non-custodial sentence.”

Μολονότι τα στοιχεία αυτά αποτελούν ελαφρυντικές περιστάσεις που συντείνουν στη μείωση, η δικαστής προώθησε την αρχή της εξατομίκευσης της ποινής σε σημείο που εξουδετέρωσε τους σκοπούς της.  Αναφορικά με το θέμα της καθυστέρησης παραγνωρίστηκε ότι ο εφεσίβλητος ήταν ο κύριος πρόξενος της με τις αναβολές που ζήτησε.

Εκφράζουμε την άποψη χωρίς κανένα δισταγμό πως η μόνη κατάλληλη τιμωρία είναι η άμεση φυλάκιση. Η ποινή προστίμου ήταν από κάθε σκοπιά ανεπαρκής. Την ακυρώνουμε μαζί με το διάταγμα για έξοδα. Την αντικαθιστούμε με ποινή φυλάκισης 3 μηνών.

H έφεση επιτρέπεται. H ποινή προστίμου αντικαθίσταται με ποινή φυλάκισης 3 μηνών.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο