(1999) 2 ΑΑΔ 644
[*644]20 Δεκεμβρίου, 1999
[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΚΑΛΛΗΣ, Δ/στές]
ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσείων,
ν.
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥ ΔΗΜΟΣΘΕΝΟΥΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ,
Εφεσιβλήτου.
(Ποινική Έφεση Aρ. 6551)
Αθωωτική δικαστική απόφαση — Αποζείν μερικώς από κέρδη πορνείας κατά παράβαση του Άρθρου 164(1) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 — Διατήρηση οίκου ανοχής κατά παράβαση του Άρθρου 156 του ίδιου Κώδικα — Ισχυρή μαρτυρία εναντίον του κατηγορούμενου αποδείκνυε τη γνώση του ότι ζούσε από κέρδη πορνείας, που αποτελεί συστατικό στοιχείο του αδικήματος κάτω από το Άρθρο 164(1) του Κεφ. 154 — Ύπαρξη τεκμηρίου τέτοιας γνώσης λόγω συνοίκησης με πόρνη — Εσφαλμένη αξιολόγηση της νομικής σημασίας και του αποτελέσματος της μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο — Οδήγησε σε παραμερισμό της αθωωτικής απόφασης.
Ποινή — Αποζείν μερικώς από κέρδη πορνείας κατά παράβαση του Άρθρου 164(1) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 — Διατήρηση οίκου ανοχής κατά παράβαση του Άρθρου 156 του ίδιου Κώδικα — Μετά τον παραμερισμό της αθωωτικής απόφασης κατ’ έφεση, επιβλήθηκαν συντρέχουσες ποινές άμεσης φυλάκισης 6 μηνών στην κατηγορία για αποζείν από κέρδη πορνείας και 3 μηνών στην κατηγορία για διατήρηση οίκου ανοχής.
Λέξεις και Φράσεις — “Πόρνη” στη σχετική νομολογία — Περιλαμβάνει και την περίπτωση που γυναίκα προσφέρεται για ασέλγεια επί πληρωμή χωρίς να αποτελεί προϋπόθεση η ολοκλήρωση της γενετήσιας πράξης.
Ο εφεσίβλητος ήταν ενοικιαστής του διαμερίσματος αρ. 104 στην πολυκατοικία “ΡΙΑΛΑ” στη Λεμεσό. Το εν λόγω διαμέρισμα επικοινωνούσε με το διαμ. 103 από άνοιγμα στο διαχωριστικό τοίχο του [*645]εξώστη των εν λόγω διαμερισμάτων και η διαφυγή των ενοίκων του ενός διαμερίσματος προς το άλλο ήταν εύκολη. Στην είσοδο του κτιρίου υπήρχε φρουρός. Περαιτέρω είχε εγκατασταθεί κλειστό ηλεκτρονικό σύστημα παρακολούθησης με το οποίο μπορούσε να ελεγχθεί η είσοδος οποιουδήποτε στα διαμερίσματα.
Στις 26.5.97 η Αστυνομία έθεσε υπό παρακολούθηση τα διαμερίσματα με αρ. 103 και 104 και διαπίστωσε την προσέλευση ανδρών που επισκέφθηκαν το 103. Στις 29.5.97, ενεργώντας στη βάση σχεδίου, η Αστυνομία χρησιμοποίησε νεαρό αλλοδαπό φοιτητή (Μ.Κ. 1) ο οποίος ανέβηκε στο διαμέρισμα 104, όπου ήλθε σε σαρκική επαφή με τη συγκατηγορούμενη του εφεσίβλητου Νομική Καρακωνσταντή, αφού της κατέβαλε, ποσό £30, το οποίο του ζήτησε. Τα χαρτονομίσματα φωτοτυπήθηκαν από την αστυνομία πριν δοθούν στον Μ.Κ. 1. Επίσης σημαδεύτηκαν και σημειώθηκαν οι αριθμοί τους.
Στο μεταξύ, αστυνομικός ο Μ.Κ. 7, πήγε πάνω στο διαμέρισμα παριστάνοντας τον πελάτη. Τον παρέλαβε η Νεκταρία Βλάχου η άλλη συγκατηγορούμενη του εφεσίβλητου. Ενώ συζητούσαν το ποσό που θα πλήρωνε, επέδραμε η αστυνομία που ήταν εφοδιασμένη με δικαστικό ένταλμα έρευνας. Ο εφεσίβλητος, όταν αντιλήφθηκε την αστυνομία πέταξε από το μπαλκόνι ένα σακκούλι νάϋλον που περιείχε χρησιμοποιημένα προφυλακτικά και σημειωματάριο με τα ονόματα 4 γυναικών.
Η έρευνα που ακολούθησε στη παρουσία του εφεσίβλητου, αποκάλυψε και άλλα ενοχοποιητικά στοιχεία, όπως αχρησιμοποίητα προφυλακτικά, απολυμαντικά υγρά και χρήματα μεταξύ των οποίων και τα τρία σημαδεμένα δεκάλιρα που ο Μ.Κ. 1 έδωσε στη Νομική.
Οι κατηγορούμενοι αρνήθηκαν ενοχή. Ο εφεσίβλητος αθωώθηκε και απαλλάγηκε και στις δύο κατηγορίες. Η Κατηγορούσα Αρχή ανέστειλε τη δίωξη εναντίον των δύο γυναικών μετά το πέρας της απολογίας τους, όταν ακούστηκε όλη η μαρτυρία και η υπόθεση έφτασε ουσιαστικά στο τέλος της.
Ο Γενικός Εισαγγελέας εφεσίβαλε την αθωωτική απόφαση προβάλλοντας τους ακόλουθους λόγους:
1) Το Δικαστήριο εσφαλμένα αθώωσε τον κατηγορούμενο με το αιτιολογικό ότι δεν υπήρχε απόδειξη, με βάση την οποία το Δικαστήριο να μπορούσε εύλογα να διαπιστώσει πραγματικό γεγονός.
2) Ο νόμος εφαρμόστηκε πλημμελώς στα παραδεκτά γεγονότα.
[*646]Ο εκπρόσωπος της Εισαγγελίας υποστήριξε επίσης ότι η μαρτυρία συνοίκησης δημιουργεί, σύμφωνα με το Άρθρο 164(3) του Κεφ. 154, τεκμήριο γνώσης ότι ο εμπλεκόμενος ζει από τα αθέμιτα κέρδη πορνείας.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Η μαρτυρία για τη συγκατοίκηση του εφεσίβλητου με τις δύο πρώην συγκατηγορούμενές του υπήρξε πληθωρική. Και οι δύο παραδέχθηκαν στη μαρτυρία τους το γεγονός. Όπως και ο ίδιος. Μόνο που έδωσαν άλλη χροιά στη συμβίωσή τους. Οι σοβαρές αντιφάσεις αναφορικά με την γνωριμία του εφεσίβλητου με τη Νομική φανερώνουν έλλειψη αξιοπιστίας, που ήταν μεταξύ των παραγόντων που ώθησαν το δικαστήριο να απορρίψει χωρίς δυσκολία τη μαρτυρία του εφεσίβλητου.
2. Αντιφάσεις υπήρξαν και ως προς τις εξηγήσεις του εφεσίβλητου για την ανεύρεση των διαφόρων τεκμηρίων στα διαμερίσματα.
3. Δεν είναι επομένως παράξενο που η υπεράσπιση δεν αμφισβήτησε σοβαρά τα πλείστα ευρήματα και συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου τα οποία προκύπτουν από την ισχυρή μαρτυρία, που κάλεσε η Κατηγορούσα Αρχή.
4. Η μαρτυρία εναντίον του εφεσίβλητου, η οποία μπορεί να χαρακτηρισθεί ως συντριπτική, αποδεικνύει τη γνώση του, που χωρίς αυτήν δεν μπορεί, ομολογουμένως, να υπάρξει καταδίκη. Ενοικίασε τα διαμερίσματα, που επικοινωνούσαν μεταξύ τους για ευνόητους λόγους. Η συγκάληψη της δραστηριότητας του με τη μέθοδο της παροχής υπηρεσιών μασάζ και οι κάρτες για το σκοπό αυτό. Οι αγγελίες στις εφημερίδες. Η συγκατοίκηση με τις δύο γυναίκες. Το σύστημα παρακολούθησης, βρισκόταν εν ενεργεία, η φρούρηση της εισόδου, τα συμβάντα της 29.5.97. Ιδιαίτερα η ανεύρεση των χρημάτων. Η συμπεριφορά του εφεσίβλητου μετά την επιδρομή της Αστυνομίας. Όλα δείχνουν πως επρόκειτο για μια πολύ προσεκτικά οργανωμένη επιχείρηση πορνείας σε σταθερή βάση.
5. Ο πρωτόδικος δικαστής υπέπεσε σε λάθος αναφορικά με τη νομική σημασία και το αποτέλεσμα της μαρτυρίας. Η άποψη ότι χρειαζόταν απευθείας μαρτυρία για τη λήψη των χρημάτων δεν βρίσκει έρεισμα στη νομολογία. Υπήρξε εξ ίσου ισχυρή περιστατική μαρτυρία.
[*647]6. Ο πρωτόδικος δικαστής έσφαλε και αναφορικά με τη δεύτερη κατηγορία. Είναι αδιάφορο αν ο ενεχόμενος ασκεί ή όχι βιοποριστικό επάγγελμα.
Για τους λόγους που αναφέρονται πιο πάνω η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Eπιβάλλεται η ενδεδειγμένη ποινή της άμεσης φυλάκισης η οποία καθορίζεται σε 6 μήνες για την κατηγορία κάτω από τις διατάξεις του Άρθρου 164(1)(α) του Ποινικού Κώδικα και 3 μήνες για την κατηγορία κάτω από τις διατάξεις του Άρθρου 156(1)(α) του ίδιου Κώδικα. Οι ποινές θα συντρέχουν.
Η έφεση επιτράπηκε. Η αθωωτική απόφαση παραμερίστηκε. Επιβλήθηκαν ποινές φυλάκισης ως ανωτέρω.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
R. v. Chr. Ptohopoulos, 52 Cr. App. R. 47,
R. v. De Munk [1918-1919] All E.R. Rep. 499,
R. v. Webb [1963] 3 All E.R. 177,
R. v. Clarke, 63 Cr. App. R. 16,
R. v. Wilson, 78 Cr. App. R. 247,
Αυξεντίου άλλως Μπίλλυς ν. Δημοκρατίας (1999) 2 A.A.Δ. 5,
Petrides v. Police (1969) 2 C.L.R. 114,
Singleton v. Ellison [1895] 1 Q.B. 607,
Caldwell v. Leech [1913] 23 Cox 510,
Strath v. Foxon [1955] 3 All E.R. 398,
Winter v. Woolfe [1931] 1 K.B. 549,
Kelly v. Purvis, 76 Cr. App. R. 165,
Stevens & Stevens v. Christy, 85 Cr. App. R. 249.
[*648]Έφεση εναντίον Aθωωτικής Aπόφασης.
Έφεση από το Γενικό Eισαγγελέα εναντίον της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, ημερομηνίας 22 Iουνίου 1998, (Ποινική Yπόθεση Aρ. 20198/97), με την οποία αθωώθηκε ο εφεσίβλητος στις κατηγορίες ότι αποζούσε από κέρδη πορνείας και διατηρούσε οίκο ανοχής κατά παράβαση των Άρθρων 164(1)(α), 156(1)(α), 20 και 35 του Ποινικού Kώδικα, Kεφ. 154.
Π. Κληρίδης, Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, για τον Eφεσείοντα.
N. Kαλλής, για τον Eφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΔIKAΣTHPIO: Την απόφαση του δικαστηρίου θα δώσει ο δικαστής Σ. Νικήτας.
ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Ο εφεσίβλητος κατηγορήθηκε στο Δικαστήριο Λεμεσού, ενώπιον Ανώτερου Επαρχιακού Δικαστή, για εκμετάλλευση πορνών, ότι, δηλαδή, αποζούσε εν μέρει από τα κέρδη πορνείας (άρθρ. 164(1) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154). και για διατήρηση οίκου ανοχής (άρθρ. 156 του ίδιου Κώδικα). Το κατηγορητήριο καλύπτει την περίοδο από 6/5/97 μέχρι και 29/5/97 με την παρακάτω εξαίρεση. Σε δύο κατηγορίες ήταν συγκατηγορούμενες του, κατ’ επίκληση των διατάξεων του άρθρ. 20 του Κώδικα, η Νομική Καρακωνσταντή και η Νεκταρία Βλάχου, που κατάγονται από την Ελλάδα (θα τις αποκαλούμε στο εξής με τα μικρά τους ονόματα). Η κατηγορία εναντίον της πρώτης αφορούσε την περίοδο που άρχιζε στις 14/5/97, ημερομηνία άφιξης της στην Κύπρο, μέχρι 29/5/97.
Οι κατηγορούμενοι αρνήθηκαν ενοχή. Ύστερα από σχετικά μακρά ακροαματική διαδικασία ο εφεσίβλητος αθωώθηκε και απαλλάγηκε και στις δύο κατηγορίες. Η Κατηγορούσα Αρχή ανέστειλε τη δίωξη εναντίον των δυο γυναικών γιατί, όπως δήλωσε στο δικαστήριο ο εκπρόσωπος της, “έχουν προκύψει κάποια στοιχεία τα οποία δεν είναι του παρόντος δικαστηρίου και είναι ανάγκη να δω τι θα κάμω με τις κατηγορούμενες 2 και 3”. Αυτό έγινε στο στάδιο που περατώθηκε η απολογία τους, όταν ακούστηκε όλη η μαρτυρία και η υπόθεση έφτασε, ουσιαστικά, στο τέλος της.
Η αθωωτική απόφαση προσβάλλεται για δυο λόγους. Η ειδοποίηση έφεσης, ακολουθώντας το λεκτικό του άρθρου 137(1)(i) και [*649](iii) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, που ρυθμίζει το δικαίωμα έφεσης από το Γενικό Εισαγγελέα, τους διατυπώνει ως εξής:
“(1) Tο Δικαστήριο εσφαλμένα αθώωσε τον κατηγορούμενο με το αιτιολογικό ότι δεν υπήρχε απόδειξη, με βάση την οποία το Δικαστήριο να μπορούσε εύλογα να διαπιστώσει πραγματικό γεγονός.
(2) Ο νόμος εφαρμόστηκε πλημμελώς στα παραδεκτά γεγονότα.”
Ο πρωτόδικος δικαστής, σχολιάζοντας τη μαρτυρία της Κατηγορούσης Αρχής, επεσήμανε κάποιες “μικροδιαφορές και μικροαντιφάσεις”, όπως τις χαρακτήρισε, που στερούνται σημασίας. και δεν αλλοιώνουν την εικόνα φιλαλήθειας που παρουσίασαν οι μάρτυρες. Αντίθετα, η ύπαρξη τους στα επουσιώδη αναμένεται και τονίζει την αξιοπιστία και φυσικότητα της μαρτυρίας, την οποία αποδέχθηκε στο σύνολο της. Ο δικαστής ήταν καυστικός με τον εφεσίβλητο, που στη μαρτυρία του τήρησε στάση πλήρους άρνησης και άγνοιας των τεκταινομένων στα διαμερίσματα, που βρίσκονταν υπό τον έλεγχο του κατά τον κρίσιμο χρόνο.
Αξίζει να μεταφέρουμε το σχόλιο για τη μαρτυρία του, που απορρίφθηκε:
“Ο κατηγορούμενος και οι δυο μάρτυρες που κατέθεσαν, πρώην συγκατηγορούμενες του δεν έκαμε καθόλου καλή εντύπωση στο Δικαστήριο ως πρόσωπα που αγαπούσαν την αλήθεια και η προσπάθεια τους ήταν να συγκαλύψουν τα πραγματικά γεγονότα της υπόθεσης λέγοντας αναλήθειες για τον λόγο ότι η μαρτυρία τους είναι κατάσπαρτη από αντιφάσεις μεταξύ τους και με τα κατατεθέντα τεκμήρια.”
Μπορούμε λοιπόν να συνοψίσουμε τα ουσιώδη γεγονότα στηριζόμενοι στα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου, που η υπεράσπιση δεν έχει ουσιαστικά αμφισβητήσει κατά τη συζήτηση της έφεσης. Στις 26/5/97 η αστυνομία έθεσε υπό παρακολούθηση τα διαμερίσματα με αρ. 103 και 104, που είναι στον 1ο όροφο πολυκατοικίας γνωστής ως πολυκατοικία “ΡΙΑΛΑ” στη Λεμεσό. Ο εφεσίβλητος ήταν ενοικιαστής του διαμερίσματος αρ. 104 με βάση ενοικιαστήριο έγγραφο, που προσκομίστηκε στη δίκη ως τεκμ. 3. Κατά την παρακολούθηση διαπιστώθηκε η προσέλευση αριθμού ανδρών που επισκέφθηκαν το 103. Θεάθηκαν στον εξώστη του. Ας σημειωθεί ότι το διαμέρισμα αυτό επικοινωνούσε με το 104 από άνοιγμα στον [*650]τοίχο που χωρίζει τον εξώστη κάθε διαμερίσματος. Δεν είναι άσχετο να λεχθεί ότι διαπιστώθηκε ακόμη, στη διάρκεια της παρακολούθησης, ότι ήταν εύκολη η διαφυγή των ενοίκων του ενός διαμερίσματος προς το άλλο. Στην είσοδο του κτιρίου υπήρχε φρουρός. Περαιτέρω είχε εγκατασταθεί κλειστό ηλεκτρονικό σύστημα παρακολούθησης με το οποίο μπορούσε να ελεγχθεί η είσοδος οποιουδήποτε στο κτίριο και στα διαμερίσματα.
Η αστυνομία στη συνέχεια έδρασε με βάση σχέδιο, που συνέλαβε και κατάρτισε ο Υπαστυνόμος Οικονομίδης (Μ.Κ.4). Στις 29/5/97, νεαρός αλλοδαπός φοιτητής ονόματι Περέρα (Μ.Κ.1) ανέβηκε στο διαμέρισμα 104, ύστερα από συνεννόηση που είχε με τον Υπαστυνόμο. Τον υποδέχθηκε η Νομική με την οποία ήλθε σε σαρκική επαφή, αφού της κατέβαλε, για τις υπηρεσίες της, σε χαρτονομίσματα, ποσό £30, το οποίο του ζήτησε. Δεν έκαμε χρήση του προφυλακτικού που του προσφέρθηκε λόγω των θρησκευτικών του πεποιθήσεων. Αργότερα αυτό φωτογραφήθηκε εκεί που το βρήκε η Αστυνομία, δηλαδή, πάνω στο κρεβάτι, που ήταν στο δωμάτιο. Επισημαίνεται ότι ο Μ.Κ.1 είχε μαζί του συνολικό ποσό £60, το οποίο του έδωσε ο Μ.Κ.4. Τα χαρτονομίσματα φωτοτυπήθηκαν από την αστυνομία, πριν του δοθούν. Επίσης σημαδεύτηκαν και σημειώθηκαν οι αριθμοί τους.
Στο αναμεταξύ, ο αστυνομικός Χ”Σωτηρίου, Μ.Κ.7, πήγε πάνω στο διαμέρισμα παριστάνοντας τον πελάτη. Τον παρέλαβε η Νεκταρία. Ενώ συζητούσαν το ποσό που θα πλήρωνε για να έχει σαρκική σχέση μαζί της επέδραμε η αστυνομία, που ήταν εφοδιασμένη με δικαστικό ένταλμα έρευνας. Όταν έφτασε η αστυνομία, ο Μ.Κ.1 δεν είχε ακόμη ολοκληρώσει. Τον βρήκαν γυμνό ενώ η κοπέλα ήταν ημίγυμνη και κρατούσε στο χέρι την περισκελίδα της. Την έφοδο (στο διαμέρισμα 104) διενήργησε ο Μ.Κ.4 με ομάδα αστυνομικών. Πέτυχαν είσοδο τους σε αυτό από το μπαλκόνι του με τη χρήση σκάλας που είχαν μαζί τους. Απέφυγαν την κύρια είσοδο γιατί προφανώς θα πρόδινε την παρουσία τους το σύστημα παρακολούθησης, και ενδεχομένως θα προειδοποιούσε ο φρουρός. Ο εφεσίβλητος, όταν αντιλήφθηκε την αστυνομία, πέταξε από το μπαλκόνι ένα σακκούλι νάϋλον, που, όπως διαπιστώθηκε όταν περισυλλέγηκε, περιείχε χρησιμοποιημένα προφυλακτικά. Με τον ίδιο τρόπο προσπάθησε να απαλλαγεί φύλλου χάρτου από σημειωματάριο (τεκμ. 12) με τα ονόματα 4 γυναικών.
Η έρευνα, που ακολούθησε στην παρουσία του εφεσίβλητου, αποκάλυψε και άλλα ενοχοποιητικά στοιχεία, όπως αχρησιμοποίητα προφυλακτικά, απολυμαντικά υγρά και άλλα. Σταματούμε [*651]στο πιο σημαντικό. Κάτω από τον καναπέ, όπου καθόταν ο εφεσίβλητος όταν επέδραμε η Αστυνομία, βρέθηκαν χρήματα μεταξύ των οποίων και τα τρία σημαδεμένα δεκάλιρα που ο Περέρα έδωσε στη Νομική. Η αντίδραση του εφεσίβλητου, όταν του επιστήθηκε η προσοχή στο νόμο, ήταν ότι δεν ήξερε τίποτε. Ούτε ήξερε οτιδήποτε για τις επαγγελματικές κάρτες, που εντόπισε η Αστυνομία, του Ινστιτούτου Μασάζ “Μεσσαλίνα”, όπως και για τη δημοσίευση στον τύπο για τη λειτουργία του, η οποία παρέπεμπε σε τηλέφωνο που αναφερόταν στις κάρτες του εφεσίβλητου (τεκμ. 36). Παρόλο που υπέγραψε συμφωνία με τη Νεκταρία για την εργοδότηση της ως μασέζ (τεκμ. 35).
Μια άλλη πτυχή, που έθιξε ο κ. Κληρίδης, αφορά τη μαρτυρία συνοίκησης, που δημιουργεί, σύμφωνα με το άρθρ. 164(3) του Κεφ. 154, τεκμήριο γνώσης. Θεωρείται ότι, στην περίπτωση που αποδεικνύεται το παραπάνω στοιχείο, ο εμπλεκόμενος ζει από τα αθέμιτα κέρδη πορνείας. Το τεκμήριο, με βάση την ίδια διάταξη, εξουδετερώνεται στην περίπτωση που αυτός ικανοποιεί το δικαστήριο για το αντίθετο, με το κριτήριο όμως απόδειξης του ισοζυγίου των πιθανοτήτων: βλ. R. v. Chr. Ptohopoulos 52 Cr. App. R. 47. Το Αγγλικό Εφετείο ερμήνευσε εκεί το άρθρ. 30(2) της Sexual Offences Act 1956, που είναι πανομοιότυπο με το άρθρ. 164(3).
Η μαρτυρία για τη συγκατοίκηση των τριών υπήρξε πληθωρική. Οι δυο πρώην συγκατηγορούμενες του εφεσίβλητου παραδέχθηκαν στη μαρτυρία τους το γεγονός. Όπως και ο ίδιος. Μόνο που έδωσαν άλλη χροιά στη συμβίωση τους. Το κοινό σενάριο, που ο δικαστής απέρριψε, ήταν πως η Νομική θα παντρευόταν τον εφεσίβλητο με παράνυφο τη φίλη της Νεκταρία, που ήταν φιλοξενούμενη τους στο διαμέρισμα. Πώς έγινε η γνωριμία ήταν αντικείμενο σοβαρών αντιφάσεων. Προδίνουν την έλλειψη αξιοπιστίας, που ήταν μεταξύ των παραγόντων που ώθησαν το δικαστήριο να απορρίψει χωρίς δυσκολία τη μαρτυρία του εφεσίβλητου. Ο τελευταίος είπε πως γνώρισε τη Νομική τυχαία στο δρόμο. Η ίδια ανέφερε πως η γνωριμία έγινε σε φιλικό σπίτι. Στην κατάθεση της στην αστυνομία είπε κάτι άλλο.
Οι εξηγήσεις που έδωσε ο εφεσίβλητος για την ανεύρεση των διαφόρων τεκμηρίων στα διαμερίσματα συνιστούν μια άλλη αποστράπτουσα από αντιφάσεις, αντινομίες και αφέλειες πτυχή της υπόθεσης. Μερικά μόνο παραδείγματα. Ο κατηγορούμενος είπε στη μαρτυρία του ότι, όταν ενοικίασε το διαμέρισμα, το σύστημα παρακολούθησης ήταν εκεί. Στην κατάθεση του (τεκμ. 37) παραδέχεται ότι το εγκατέστησε ο ίδιος για σκοπούς ελέγχου. Στη μαρτυ[*652]ρία του δέχθηκε ότι έκαμε γραπτή συμφωνία με τη Νεκταρία. Στην κατάθεση του δίνει άλλη, αντιφατική και παιδαριώδη, εξήγηση. Τα ίδια θα μπορούσαν να λεχθούν και για τη Νομική αναφορικά με τη παρουσία του Περέρα στο διαμέρισμα. Και την κατάσταση που βρισκόταν, όταν τη βρήκε η αστυνομία μαζί με τον Περέρα.
Δεν είναι επομένως παράξενο που η υπεράσπιση δεν αμφισβήτησε σοβαρά τα πλείστα ευρήματα και συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου τα οποία προκύπτουν από την ισχυρή μαρτυρία, που κάλεσε η Κατηγορία. Ο πρωτόδικος δικαστής ασχολήθηκε με τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος που δημιουργεί το άρθρ. 164. Αναζήτησε καθοδήγηση ως προς την έννοια της λέξης “πόρνη” από την παλιά αυθεντία R. v. De Munk [1918-1919] All E.R. Rep. 499, όπως αυτή επεξηγήθηκε και συμπληρώθηκε από τη μεταγενέστερη υπόθεση R. v. Webb [1963] 3 All E.R. 177. Ο όρος περιλαμβάνει και την περίπτωση που γυναίκα προσφέρεται για ασέλγεια επί πληρωμή χωρίς να αποτελεί προϋπόθεση η ολοκλήρωση της γενετήσιας πράξης. Σύμφωνα με την Webb είναι μέσα στις παραμέτρους του όρου και καλύπτεται η περίπτωση όπου ο ρόλος της σε ασελγείς πράξεις είναι μόνο παθητικός.
Έτσι, ο πρωτόδικος δικαστής, κατέληξε ότι “ασχέτως αν δεν ολοκληρώθηκε η συνουσία τα πιο πάνω γεγονότα συνιστούν πορνεία εκ μέρους της Νομικής”. Προέβη επίσης σε εύρημα συγκατοίκησης. Προχώρησε όμως να απαλλάξει τον εφεσίβλητο κυρίως για το λόγο ότι δεν υπήρχε κατά την αντίληψη του “σαφής μαρτυρία” ότι η Νομική παρέδωσε τα χρήματα που πήρε από τον Περέρα στον εφεσίβλητο. Δεν αποδείχθηκε με άλλα λόγια το βασικότερο συστατικό στοιχείο του αδικήματος. Τα σημαδεμένα χρήματα καθώς και η προσπάθεια του εφεσίβλητου να απαλλαγεί των ενοχοποιητικών στοιχείων (που πέταξε από το μπαλκόνι) οδηγούν, κατά τον πρωτόδικο δικαστή, μόνο “σε εύλογες υποθέσεις”, για την ενοχή του. Όμως δεν ικανοποιούν το ψηλό επίπεδο απόδειξης της ποινικής δίκης. Κατά την άποψη του η έλλειψη της παραπάνω μαρτυρίας άφησε κενό στη μαρτυρία της Κατηγορούσης Αρχής, που δικαιολογούσε την απαλλαγή του εφεσίβλητου στην κατηγορία κάτω από το άρθρ. 164.
Ο πρωτόδικος δικαστής αθώωσε τον εφεσίβλητο στη 2η κατηγορία (διατήρηση πορνείου) για το μοναδικό λόγο ότι το διαμέρισμα δεν χρησιμοποιήθηκε μόνο για διεξαγωγή πορνείας, αλλά και ως “Ινστιτούτο Μασάζ”, ούτω καλούμενο. Παρά την επίμονη άρνηση του εφεσίβλητου ότι δεν είχε καμιά ανάμειξη με τέτοια απασχόληση. Ο αιτιολογικός συλλογισμός της απόφασης βρίσκεται [*653]στην παρακάτω παράγραφο:
“Κατά τη γνώμη του Δικαστηρίου για να χαρακτηριστεί ένας χώρος σαν οίκος ανοχής θα πρέπει στο χώρο αυτό η μοναδική και αποκλειστική εργασία που πρέπει να γίνεται είναι η άσκηση πορνείας επί συστηματικής βάσης εκ μέρους μιας πόρνης. Στην προκείμενη περίπτωση το διαμέρισμα 104 ήταν ινστιτούτο μασάζ όπως προκύπτει από τη μαρτυρία του Χ”Σωτηρίου, στον οποίο η Νεκταρία με την είσοδο του στο διαμέρισμα τον ρώτησε εάν ήθελε να του κάμει μασάζ ή έρωτα και το γεγονός αυτό φανερώνει, εκ πρώτης όψεως, ότι στο χώρο αυτό εκτελούντο εργασίες μασάζ και όχι κατά τρόπο αποκλειστικό πορνεία εκ μέρους των γυναικών που έμεναν σε αυτό.”
Ο κ. Π. Κληρίδης ανέλυσε, σε κάποια έκταση, τις μαρτυρίες και τις επιπτώσεις τους, επισημαίνοντας ότι θεμελιώνουν, με την απαιτούμενη βεβαιότητα, εφόσον η μαρτυρία της υπεράσπισης κατέρρευσε υπό το βάρος της αναξιοπιστίας της, όλα τα συστατικά στοιχεία των αδικημάτων. Ως προς το αδίκημα του άρθρ. 164 υπέδειξε, μεταξύ άλλων, ότι υπήρχε ικανοποιητική μαρτυρία ότι ο κατηγορούμενος πήρε τα χρήματα, αφού βρέθηκαν κάτω από τον καναπέ όπου καθόταν σε συνθήκες που απέκλεισαν κάθε άλλη εξήγηση. Η μετακύληση του βάρους απόδειξης με βάση το τεκμήριο του εδ. 3 στον εφεσίβλητο ήταν αναπόφευκτη, αφού όλες οι προϋποθέσεις εφαρμογής του, όπως επεξηγούνται στις υποθέσεις R. v. Clarke 63 Cr. App. R. 16 και R. v. Wilson 78 Cr. App. R. 247, είχαν αποδειχθεί. Πρόσθεσε όμως πως η μαρτυρία στο σύνολο της ήταν τόσο ισχυρή που δεν υπήρχε λόγος προσφυγής στο τεκμήριο.
Ως προς τη δεύτερη κατηγορία (διατήρηση πορνείου) υπέβαλε ότι η αντιμετώπιση του θέματος από τον πρωτόδικο δικαστή ήταν νομικά λανθασμένη ενόψει της απόφασης του Εφετείου στην Ποινική Έφεση αρ. 6561 Χρήστος Αυξεντίου άλλως Μπίλλυς ν. Δημοκρατίας ημερ. 15/1/99, η οποία στηρίχθηκε στην προγενέστερη πραγμάτευση του θέματος στην Petrides v. The Police (1969) 2 C.L.R. 114.
Ξεκινώντας από την τελευταία κατηγορία ο δικηγόρος υπεράσπισης υπέβαλε ότι πράγματι, όπως συμπέρανε ο πρωτόδικος δικαστής, δεν υπήρχε μαρτυρία ότι στο διαμέρισμα 104 ασκείται πορνεία συστηματικά. Η μόνη περίπτωση για την οποία δόθηκε μαρτυρία ήταν εκείνη της 29/5/97 με τον Περέρα. Ούτε αποδείχθηκε πως το διαμέρισμα 103, όπου διέμενε ο εφεσίβλητος, χρησιμοποιήθηκε για τους ίδιους σκοπούς. Ακόμη δεν υπήρχε μαρτυρία [*654]που να τον συνδέει με τα διαδραματιζόμενα στο διπλανό διαμέρισμα. Ελλείπει επομένως το στοιχείο της γνώσης που είναι ουσιαστικό για την απόδειξη του αδικήματος. Βασικά ο κ. Καλλής υιοθέτησε το σκεπτικό της αθωωτικής απόφασης σχετικά με την κατηγορία αυτή. Αναφερόμενος στην κατηγορία του άρθρ. 164 υποστήριξε το λόγο της απόφασης για την απαλλαγή του πελάτη του. Και επέμεινε πως δεν υπήρχε ικανοποιητική μαρτυρία ότι ο εφεσίβλητος πήρε τα χρήματα που είσπραξε προηγουμένως η Νομική. Η συγκατοίκηση από μόνη της δεν ήταν δυνατό να στηρίξει καταδίκη. Τέλος δεν αποδείχθηκε ότι η εγκατάσταση του κλειστού κυκλώματος έγινε από τον ίδιο.
Έχουμε ένα σύντομο σχόλιο για τις εισηγήσεις της υπεράσπισης. Καμιά δεν ευσταθεί. Ας πάρουμε τη γνώση του κατηγορουμένου που χωρίς αυτήν δεν μπορεί, ομολογουμένως, να υπάρξει καταδίκη. Η μαρτυρία εναντίον του εφεσίβλητου μπορεί να χαρακτηρισθεί ως συντριπτική. Ενοικίασε τα διαμερίσματα, που επικοινωνούσαν μεταξύ τους για ευνόητους λόγους. Η συγκάλυψη της δραστηριότητας του με τη μέθοδο της παροχής υπηρεσιών μασάζ. Οι κάρτες για το σκοπό αυτό. Οι αγγελίες στις εφημερίδες. Η συγκατοίκηση με τις δυο γυναίκες. Ας σημειωθεί εδώ ότι μέσα στην ίδια περίοδο υπήρχε και τρίτη γυναίκα στο διαμέρισμα, που επισκέφθηκε ένας από τους αστυνομικούς μάρτυρες και συζήτησαν την αμοιβή για τις υπηρεσίες της. Η πρόσληψη της Νεκταρίας ως μασέζ. Το σύστημα παρακολούθησης, που βρισκόταν εν ενεργεία. Ακόμη και αν δεν το είχε εγκαταστήσει ο ίδιος, όπως ισχυρίστηκε, η κατάσταση δεν αλλάζει. Το χρησιμοποιούσε. Περαιτέρω η φρούρηση της εισόδου. Τα συμβάντα της 29/5/97. Ιδιαίτερα η ανεύρεση των χρημάτων. Η συμπεριφορά του εφεσίβλητου μετά την επιδρομή της Αστυνομίας. Εννοούμε την αποτυχημένη προσπάθεια που έκαμε να απαλλαγεί από ορισμένα ενοχοποιητικά στοιχεία. Όλα δείχνουν πως επρόκειτο για μια πολύ προσεκτικά οργανωμένη επιχείρηση πορνείας σε σταθερή βάση.
Υπάρχει στην παρούσα περίπτωση καταιγιστική μαρτυρία ότι ο εφεσίβλητος αποζούσε μερικώς και σε γνώση του από τα πορνικά κέρδη. Οι συνθήκες ανεύρεσης των σημαδεμένων χρημάτων, με όλα τα άλλα στοιχεία, δεν έπρεπε να αφήσουν καμιά αμφιβολία ως προς την ενοχή του. Η υπόθεση θεμελιώθηκε κάτω από το εδ. 1 του άρθρ. 164. Εν πάση περιπτώσει και να δεχθούμε, χάρη συζήτησης, την άλλη άποψη, υπήρχε τουλάχιστον μαρτυρία για να ενεργοποιήσει το τεκμήριο του εδαφίου 3 του ίδιου άρθρου, το οποίο ο εφεσίβλητος δεν ανέτρεψε με τη μαρτυρία του.
[*655]Ο πρωτόδικος δικαστής υπέπεσε σε λάθος αναφορικά με τη νομική σημασία και το αποτέλεσμα της μαρτυρίας. Η άποψη ότι χρειαζόταν απευθείας μαρτυρία για τη λήψη των χρημάτων δεν βρίσκει έρεισμα στη νομολογία. Υπήρχε εξίσου ισχυρή περιστατική μαρτυρία. Τα γεγονότα που παραθέσαμε και που ήταν στην ουσία τους αναντίλεκτα συνιστούν την υποκειμενική και αντικειμενική υπόσταση της πρώτης κατηγορίας.
Ο πρωτόδικος δικαστής έσφαλε και αναφορικά με τη δεύτερη κατηγορία. Είναι αδιάφορο αν ο ενεχόμενος ασκεί ή όχι βιοποριστικό επάγγελμα. Όπως παρατήρησε ο Αρτεμίδης Δ, στην Αυξεντίου, ανωτέρω:
“...... Το αδίκημα συντελείται όταν κάποιος εν γνώσει του ζει μερικώς ή εξ ολοκλήρου από τα κέρδη πορνείας. Δεν έχει σημασία αν οι πραγματικές εισπράξεις από την πορνεία αναμιγνύονται με το εισόδημα άλλων καθαρών πηγών.”
Στην Petrides, που υιοθετεί η απόφαση Αυξεντίου, ο τότε πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου Βασιλειάδης είπε, στις σελ. 115-116:
“In addition to this evidence, six male young witnesses stated how they were served at the bar in question, both with drink and sex, confirming the evidence of the waitresses on the point; and establishing, beyond any doubt in the mind of the trial Judge, that the customary business on appellant’s premises, included prostitution, part of the earnings of which were channelled through the proceeds of his business, to the appellant.”
Υποστατικό που χρησιμοποιείται μόνο από μια γυναίκα για σκοπούς πορνείας δεν εμπίπτει στην έννοια του όρου “οίκος ανοχής”: Singleton v. Ellison [1895] 1 Q.B. 607. Στην Caldwell v. Leech [1913] 23 Cox 510, κρίθηκε ότι μπορεί να αποδοθεί σε υποστατικό ο χαρακτηρισμός αυτός αν χρησιμοποιείται από δυο ή περισσότερες γυναίκες για τον παραπάνω σκοπό. Βλέπε επίσης Strath v. Foxon [1955] 3 All E.R. 398. Eπισημαίνεται όμως ότι το άρθρ. 156 δεν απαιτεί να ασκείται πορνεία επ’ αμοιβή: Winter v. Woolfe [1931] 1 K.B 549 και Kelly v. Purvis 76 Cr. App. R. 165.
Δεν είναι ανάγκη το υποστατικό να χρησιμοποιείται ταυτόχρονα από δυο ή περισσότερες γυναίκες για να ικανοποιηθεί το κριτήριο εφόσον γίνεται μεμονωμένη χρήση από ομάδα γυναικών: Stevens & Stevens v. Christy 85 Cr. App. R. 249. Όπως, τέλος, [*656]αναφέρει ο Archbold, έκδοση 1995, παρ. 20-181 στη σελ. 2/353, είναι θέμα πραγματικό και θέμα βαθμού κατά πόσο στη συγκεκριμένη περίπτωση το υποστατικό αποτελεί οίκο ανοχής.
Εδώ, στα διαμερίσματα δρούσαν 3 γυναίκες ή έστω δύο και υπήρχε σύγχρονος μηχανισμός προειδοποίησης, που βρισκόταν σε λειτουργία. Το σύστημα συμπλήρωνε η τοποθέτηση φρουρού στην είσοδο του κτιρίου. Τα τεκμήρια που βρέθηκαν στα διαμερίσματα δείχνουν σταθερά προς την ίδια κατεύθυνση ότι, δηλαδή, επρόκειτο για οργανωμένο πορνείο. Το ενοικιαστήριο έγγραφο για το 104, που υπέγραψε ο εφεσίβλητος με τον ιδιοκτήτη, εκφράζει και την προοπτική διάρκειας των δραστηριοτήτων αυτών όπως τις περιέγραψαν οι αστυνομικοί μάρτυρες. Από μια κυκλική ματιά στις μαρτυρίες καταλήγουμε ανενδοίαστα στο συμπέρασμα πως είχε αποδειχθεί από την Κατηγορούσα Αρχή και η κατηγορία αυτή με το αυστηρό κριτήριο απόδειξης που ισχύει στις ποινικές υποθέσεις.
Για τους λόγους που εξηγήσαμε είναι αναπόφευκτος ο παραμερισμός της πρωτόδικης απόφασης. Βρίσκουμε ότι η Κατηγορούσα Αρχή απέδειξε την ενοχή του εφεσίβλητου και στις δύο κατηγορίες πέρα από κάθε λογική αμφιβολία. Ο εφεσίβλητος κρίνεται ένοχος και στις δύο κατηγορίες (άρθρ. 145(3)(α)(i) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155). Θα εξετάσουμε τώρα το θέμα της ποινής, αφού πρώτα ακούσουμε τους δικηγόρους.
Oι δικηγόροι ακούγονται:
ΠOINH
Έχουμε αναφερθεί στα γεγονότα της υπόθεσης από κάθε σκοπιά στην απόφαση που εκδώσαμε πριν από λίγο. Kαι δε χρειάζεται περαιτέρω ανάλυση. O δικηγόρος του εφεσίβλητου έθεσε υπόψη μας ως ελαφρυντικά τα εξής: ότι ο εφεσίβλητος ξενοίκιασε το διαμέρισμα και έθεσε τέρμα στην παράνομη δράση του· ότι τώρα εργοδοτείται νόμιμα σε οίκο στοιχημάτων· ότι παντρέυτηκε το Φεβρουάριο του 1998 και ζει τώρα μια κανονική ζωή· ότι δεν έχει ποινικό μητρώο· ότι από την αθωωτική απόφαση μέχρι σήμερα πέρασε αρκετός καιρός· και ότι η δίωξη εναντίον των δύο πρώην συγκατηγορουμένων του αναστάληκε από το Γενικό Eισαγγελέα. H εισήγηση του συνήγορου για μετριασμό της ποινής απολήγει σε τούτο: ότι τα ελαφρυντικά που μας έθεσε συνιστούν λόγο αναστολής της ποινής φυλάκισης που ενδεχομένως το δικαστήριο θα επέβαλλε στον εφεσίβλητο.
[*657]Όπως αναφέραμε στην κύρια απόφαση μας, η δίωξη κατά των συγκατηγορουμένων του εφεσίβλητου διακόπηκε μετά την κλήση τους σε απολογία και αφού συμπλήρωσαν τη μαρτυρία τους. H δήλωση του εκπροσώπου της Kατηγορούσας Aρχής, όταν διέκοψε τη δίωξη, κατ’ επίκληση του άρθρ. 113.2 του Συντάγματος, στην οποία ανέφερε τους λόγους για την ενέργεια του αυτή, λαμβάνεται υπόψη στην επιμέτρηση της ποινής. Eδώ το γεγονός λειτουργεί ως παράγων μετριασμού. Δεν εξετάζεται γιατί δεν έχει εγερθεί το ευρύτερο ζήτημα της αναστολής ποινικής δίωξης στην περίπτωση που δεν αποκαλύπτονται οι λόγοι. Tονίζουμε ότι στο θέμα αυτό τα μέλη του Δικαστηρίου έχουν διαφορετική προσέγγιση. Tα παραπάνω στοιχεία συντελούν στη μείωση της ποινής. Πρέπει όμως να σημειώσουμε ότι οι αναβολές που ζήτησε ο εφεσίβλητος, όπως διαπιστώνεται από το πρακτικό, συνέβαλαν στην καθυστέρηση για την οποία παραπονείται.
Tο αδίκημα του άρθρου 164 του Ποινικού Kώδικα ότι κάποιος αποζεί από τα αθέμιτα κέρδη πορνείας είναι σοβαρό. Tελευταία, με την έξαρση που παρατηρείται σε εγκλήματα κατά των ηθών, ο νομοθέτης αύξησε το ανώτατο όριο της ποινής από 2 σε 5 χρόνια (βλ. άρθρο 4 του Tροποποιητικού Nόμου αρ. 99(I)/96). Tο άρθρο δεν καταπολεμά μόνο την εκμετάλλευση της ακολασίας, αλλά και την πράξη ως εστία εγκληματικότητας. Eιδικά μέσα στις παρούσες κοινωνικές συνθήκες. Ένα επιβαρυντικό στοιχείο, που δεν πρέπει να παραγκωνισθεί, είναι η ιδιαίτερα προσεκτική οργάνωση, για να καταστεί δύσκολη, αν όχι αδύνατη, κάθε προσπάθεια ανίχνευσης της παράνομης δραστηριότητας του εφεσίβλητου.
Έχοντας υπόψη κάθε σχετικό παράγοντα που ασκεί επίδραση στο είδος και μέγεθος της ποινής καταλήξαμε, χωρίς δισταγμό, πως ενδείκνυται η άμεση φυλάκιση. Δεν συντρέχει κανένας από τους λόγους αναστολής.
O εφεσίβλητος καταδικάζεται σε 6 μήνες φυλάκιση για την κατηγορία κάτω από τις διατάξεις του άρθρου 164(1)(α) του Ποινικού Kώδικα και 3 μήνες φυλάκιση για την κατηγορία κάτω από τις διατάξεις του άρθρου 156(1)(α) του ίδιου Kώδικα. Oι ποινές θα συντρέχουν.
H έφεση επιτρέπεται. H αθωωτική απόφαση παραμερίζεται. Eπιβάλλονται ποινές φυλάκισης ως ανωτέρω.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο