(1999) 2 ΑΑΔ 662
[*662]23 Δεκεμβρίου, 1999
[ΠΙΚΗΣ, Π., ΗΛΙΑΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]
ΚΥΡΙΑΚΟΣ Α. ΚΑΪΜΗΣ,
Εφεσείων,
v.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινική Έφεση Aρ. 6756)
Κατοχή και μεταφορά εκρηκτικών υλών κατά παράβαση του Άρθρου 4(5)(9) του περί Εκρηκτικών Υλών Νόμου, Κεφ. 54 — Η Κατηγορούσα Αρχή φέρει το βάρος να αποδείξει πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας γνώση της φυσικής κατοχής ενός αντικειμένου αλλά και γνώση του είδους του — Οποιαδήποτε εξήγηση του κατηγορουμένου που δημιουργεί αμφιβολία στο Δικαστήριο για την ύπαρξη γνώσης οδηγεί στην αθώωση του — Εσφαλμένη αξιολόγηση της μαρτυρίας από το Κακουργιοδικείο στο σύνολό της — Οδήγησε σε ακύρωση της καταδίκης και σε αθώωση του κατηγορουμένου.
Απόδειξη — Περιστατική μαρτυρία — Για να οδηγήσει σε καταδίκη, πρέπει να είναι τέτοια που στο σύνολό της να οδηγεί αναπόφευκτα σε συμπέρασμα ενοχής, μη επιδεχόμενη λογικά άλλη ερμηνεία ή εξήγηση και μη ούσα συμβατή με άλλη άποψη των πραγμάτων.
Λέξεις και Φράσεις “Κατοχή” στο Άρθρο 4(5)(α) του περί Εκρηκτικών Υλών Νόμου, Κεφ. 54 — Εξυπακούει φυσικό έλεγχο με ταυτόχρονη γνώση της φύσης του αντικειμένου.
Ο εφεσείων οδηγούσε το αυτοκίνητο του στις 12.12.1998 στη Λευκωσία όταν περί τις 5.20 π.μ. ανεκόπη από την Αστυνομία η οποία ερεύνησε το αυτοκίνητο του εντοπίζοντας ένα αυτοσχέδιο εκρηκτικό μηχανισμό στο πάτωμα του αυτοκινήτου πίσω από τη θέση του συνοδηγού. Ο μηχανισμός ήταν τοποθετημένος σε μεγάφωνο αυτοκινήτου τυλιγμένο σε ύφασμα και συνίστατο από χειροβομβίδα και άλλη εκρηκτική ύλη σε χρησιμοποιήσιμη κατάσταση. Ο εφεσείων σε ερώτηση των αστυνομικών τι ήσαν απάντησε “εν χειροβομβίδα” και όταν κλήθηκε να απομακρυνθεί για λόγους ασφάλειας είπε “εν παίζει” και σε περαιτέρω ερώτηση πως το γνώριζε ο εφεσείων είπε “τόσην ώραν εν [*663]έπαιξε, εν να παίξει τωρά;” Ο εφεσείων αρνήθηκε γνώση και σε σχέση με τα εκρηκτικά.
Ο εφεσείων καταδικάστηκε από το Κακουργιοδικείο σε δύο κατηγορίες αφορώσες αντίστοιχα κατοχή και μεταφορά εκρηκτικών υλών και εφεσίβαλε την καταδίκη του υποστηρίζοντας έλλειψη αιτιολογίας στην καταδικαστική απόφαση.
Το Εφετείο επέτρεψε την έφεση κατά πλειοψηφία.
Αποφασίστηκε ότι:
Α) Υπό Χατζηχαμπή, Δ., συμφωνούντος και του Πική, Π.:
1. Το Κακουργιοδικείο είχε ορθή αντίληψη της νομικής θέσης, η οποία αποδόθηκε από τον Αρτεμίδη, Δ., στην υπόθεση Youssef v. Δημοκρατίας, σύμφωνα με την οποία “οποιαδήποτε εξήγηση του κατηγορουμένου που δημιουργεί αμφιβολία στο Δικαστήριο για την ύπαρξη αυτού του στοιχείου, δηλαδή της γνώσης, οδηγεί στην αθώωσή του”. Όμως η αντίληψη αυτή δεν έχει αντίκρυσμα στη συλλογιστική του δικαστηρίου επί της εκτίμησης της μαρτυρίας. Τα ευρήματα του δικαστηρίου ότι το αυτοκίνητο του εφεσείοντα οδηγείτο και οδηγήθηκε μόλις το προηγούμενο απόγευμα από άλλο άτομο και ότι ο εφεσείων συνήθιζε να το αφήνει ανοικτό θα έπρεπε να σταθμιστούν μαζί με την υπόλοιπη μαρτυρία, πράγμα που δεν έγινε, για να διαπιστωθεί κατά πόσο επί του συνόλου της μαρτυρίας αποδεικνύετο η γνώση του εφεσείοντα ως το ζητούμενο ή αν υπήρχαν εύλογες αμφιβολίες γι’ αυτή. Ανάλογες, έστω και ήσσονος σημασίας, παρατηρήσεις μπορούν να γίνουν για την εξ αρχής απόρριψη από το δικαστήριο οποιασδήποτε σημασίας στο ότι ο εφεσείων δέχθηκε με ευκολία και φυσικότητα να ερευνηθεί το αυτοκίνητο του και στο ότι δεν προσπάθησε να διαφύγει όταν αντελήφθη την Αστυνομία. Το δικαστήριο ουσιαστικά προβαίνει σε δικούς του συλλογισμούς για να εξηγήσει τη συμπεριφορά του εφεσείοντα. Περαιτέρω το δικαστήριο δεν συνστάθμισε και δεν αξιολόγησε την έλλειψη σύνδεσης του εφεσείοντα με τα τεκμήρια όσον αφορά δακτυλικά αποτυπώματα και εξετάσεις DNA.
2. Η αντίδραση του εφεσείοντα όταν ρωτήθηκε τι ήσαν τα ανευρεθέντα λέγοντας “εν χειροβομβίδα”, δεν επιδέχετο της ερμηνείας η οποία της εδόθη από το δικαστήριο και δεν οδηγούσε με ασφάλεια, όπως θεώρησε το δικαστήριο, σε συμπέρασμα γνώσης της ύπαρξης των εκρηκτικών.
[*664]3. Το Κακουργιοδικείο δεν απευθύνθηκε επαρκώς στις αρχές που διέπουν την εκτίμηση της αποτελεσματικότητας της περιστατικής μαρτυρίας και δεν εφάρμοσε ορθά τις αρχές αυτές στην αξιολόγηση της μαρτυρίας. Οι αρχές αυτές καθορίστηκαν με σαφήνεια από τον Πική, Δ., όπως ήταν τότε, στην υπόθεση Fournides v. Republic. Αυτό πλήττει την καταδίκη και δεν αφήνει περιθώρια για επανεκδίκαση.
Β) Υπό Ηλιάδη, Δ.:
1. Στην παρούσα περίπτωση το βασικό ερώτημα που εγείρεται είναι κατά πόσο ο εφεσείων γνώριζε
(ι) ότι μετέφερε το μηχανισμό και
(ιι) ότι ο μηχανισμός ήταν εκρηκτικός.
Οι προεκτάσεις της “κατοχής” καθορίζονται με το Άρθρο 4(5)(α) του Κεφ. 54.
Η λέξη “κατοχή” εξυπακούει φυσικό έλεγχο και ταυτόχρονη γνώση της φύσης του αντικειμένου.
Η ύπαρξη της γνώσης μπορεί να αποδειχθεί με έμμεση μαρτυρία (π.χ. παραδοχή) ή με περιστατική μαρτυρία (π.χ. γεγονότα που οδηγούν σε συμπέρασμα που δεν επιδέχεται συμβιβασμούς με άλλες λογικές εξηγήσεις).
2. Μια προσεκτική ανάλυση των λεπτομερειών του αδικήματος δείχνει ότι ο εφεσείων ήταν γνώστης, τόσο του είδους όσο και της μεταφοράς του εκρηκτικού μηχανισμού.
3. Η αξιοπιστία της μαρτυρίας δεν θα πρέπει να περιορίζεται μόνο στα κριτήρια της περιστατικής μαρτυρίας πριν από τη διάπραξη του αδικήματος, που όντως στην παρούσα υπόθεση δημιουργούν ερωτηματικά ως προς τη συνοχή της περιστατικής μαρτυρίας, αλλά θα πρέπει να δίδεται η δέουσα σημασία και στις δηλώσεις και αντιδράσεις του εφεσείοντος μετά τον εντοπισμό του εκρηκτικού μηχανισμού. Δηλώσεις από κατηγορούμενο που στρέφονται εναντίον του μπορεί να γίνουν αποδεκτές ως απόδειξη της αλήθειας του περιεχομένου τους. Οι αντιδράσεις του εφεσείοντος και οι δηλώσεις του μετά τον εντοπισμό του εκρηκτικού μηχανισμού, ισοδυναμούν με παραδοχή ότι γνώριζε ότι μετέφερε ένα εκρηκτικό μηχανισμό.
Η έφεση επιτράπηκε κατά πλειοψηφία. Ο εφεσείων αθωώθηκε και απαλλάχθηκε.
[*665]Αναφερόμενες υποθέσεις:
Youssef v. Δημοκρατίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 289,
Fournides v. Republic (1986) 2 C.L.R. 75,
Μιχαηλίδης ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 172,
Παφίτης ν. Δημοκρατίας (1999) 2 A.A.Δ. 444,
R. v. Hallam [1957] 41 Cr. Ap. R. 111,
Ιακώβου ν. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 211.
Έφεση εναντίον Kαταδίκης.
Έφεση εναντίον της καταδίκης από τον Kυριάκο A. Kαΐμη, ο οποίος βρέθηκε ένοχος στις 18 Iουνίου 1999, από το Kακουργιοδικείο Λευκωσίας (Ποινική Yπόθεση Aρ. 34503/98) στις κατηγορίες της κατοχής και μεταφοράς εκρηκτικών υλών κατά παράβαση των Άρθρων 2 και 4(4)(δ) του περί Eκρηκτικών Yλών Nόμου, Kεφ. 54, όπως τροποποιήθηκε, και καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης 2 1/2 ετών.
Μ. Κυπριανού με Ν. Παπανικολάου, για τον Eφεσείοντα.
Α. Μαππουρίδης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την Eφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΠΙΚΗΣ, Π.: Η πρώτη απόφαση που θα δοθεί είναι εκείνη του Χατζηχαμπή, Δ.. Με αυτή και εγώ συμφωνώ. Αποτελεί συνεπώς την απόφαση της πλειοψηφίας που σηματοδοτεί και την έκβαση της έφεσης. Ο Ηλιάδης, Δ. καταλήγει σε διαφορετικό αποτέλεσμα για τους λόγους που εξηγεί στην χωριστή του απόφαση.
ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Ο Εφεσείων καταδικάσθηκε από το Κακουργιοδικείο σε δύο κατηγορίες αφορώσες αντίστοιχα κατοχή και μεταφορά εκρηκτικών υλών. Όπως παρατήρησε ο ευπαίδευτος συνήγορος του κατά την ακρόαση, οι ευάριθμοι λόγοι έφεσης διέπονται από την κοινή εισήγηση του αναιτιολόγητου της καταδικαστικής απόφασης.
[*666]Ο Εφεσείων οδηγούσε το αυτοκίνητο του στις 12.12.1998 στη Λευκωσία όταν περί τις 5.20 π.μ. ανεκόπη από την Αστυνομία, η οποία και ακολούθως στην παρουσία του ερεύνησε το αυτοκίνητο εντοπίζοντας ένα αυτοσχέδιο εκρηκτικό μηχανισμό στο πάτωμα του αυτοκινήτου στο πίσω μέρος της θέσης του συνοδηγού. Ο μηχανισμός ήταν τοποθετημένος σε μεγάφωνο αυτοκινήτου τυλιγμένο σε ύφασμα και συνίστατο από χειροβομβίδα και άλλη εκρηκτική ύλη που ήσαν σε χρησιμοποιήσιμη κατάσταση. Ο αστυνομικός που βρήκε τα εκρηκτικά ρώτησε τον Εφεσείοντα τι ήσαν και αυτός του απάντησε “εν χειροβομβίδα”. Καλώντας τον δε να απομακρυνθεί από εκεί για λόγους ασφάλειας, ο εφεσείων είπε “εν παίζει”, και σε περαιτέρω ερώτηση πώς το γνώριζε ο εφεσείων είπε “τόσην ώραν εν έπαιξε, εν να παίξει τωρά”; Ο Εφεσείων αρνήθηκε γνώση και σχέση με τα εκρηκτικά. Τα γεγονότα αυτά, ως ευρήματα, βασίσθησαν στη μαρτυρία της Δημοκρατίας, η δε μαρτυρία του Εφεσείοντα δεν έγινε δεκτή.
Η γνώση του Εφεσείοντα, ως στοιχείου της κατοχής η οποία συνιστούσε τη βάση των κατηγοριών, ήταν στο επίκεντρο της εισήγησης του ευπαιδεύτου συνηγόρου του ότι δεν απεδείχθη τέτοια γνώση της ύπαρξης των εκρηκτικών που να τεκμηριώνει την ισχυριζόμενη κατοχή τους. Το ίδιο το Κακουργιοδικείο, αναλύοντας την έννοια της κατοχής με αναφορά και στη νομολογία όπως και στη νομοθεσία, ορθά διαπίστωσε ότι δεν αρκεί η απόδειξη φυσικής κατοχής και ότι απαιτείται και η απόδειξη γνώσης της φυσικής κατοχής όπως και την φύσης του αντικειμένου της κατοχής για στοιχειοθέτηση της, το βάρος απόδειξης των οποίων φέρει πάντοτε ο κατήγορος. Το Κακουργιοδικείο, εξετάζοντας το θέμα της γνώσης ως το ουσιαστικό θέμα που προέκυπτε, παρατήρησε τα ακόλουθα στις σελίδες 22-25:
“Θα εξετάσουμε στη συνέχεια αν η Κατηγορούσα Αρχή έχει θέσει ενώπιον μας τέτοια γεγονότα ώστε να μπορούμε να καταλήξουμε σ’ ένα τέτοιο συμπέρασμα. Θα το κάμουμε μάλιστα υπό το φως του ευρήματος μας ότι το αυτοκίνητο του κατηγορουμένου οδηγείτο και όντως οδηγήθηκε το απόγευμα της 11.12.98 και από άλλο πρόσωπο και υπό το φως του ευρήματος μας ότι ο κατηγορούμενος συνήθιζε να αφήνει το αυτοκίνητο του ανοικτό. Τα πιο πάνω δύο γεγονότα θα μπορούσαν να δημιουργούν στο μυαλό μας τουλάχιστο κάποιες υποψίες ή αμφιβολίες ότι ο εκρηκτικός μηχανισμός τοποθετήθηκε στο όχημα του κατηγορουμένου όχι από τον ίδιο αλλά από κάποιους τρίτους, παρόλο ότι και εδώ γεννώνται ερωτηματικά για τη σκοπιμότητα μιας τέτοιας ενέργειας. Από τη στιγμή όμως που θα [*667]εντοπίσουμε στοιχεία στη συμπεριφορά του κατηγορούμενου ότι την κρίσιμη ώρα που οδηγούσε το αυτοκίνητο γνώριζε θετικά την ύπαρξη του μηχανισμού ή οποιαδήποτε δυνατότητα τρίτων να τοποθετήσουν το μηχανισμό είναι πλέον μόνο θεωρητική και δεν οδηγεί την υπόθεση του κατηγορουμένου πουθενά. Πιστεύουμε ότι υπάρχουν ενώπιον μας στοιχεία από τα γεγονότα που έχουμε δεχθεί τα οποία μας οδηγούν στο ασφαλές συμπέρασμα ότι ο κατηγορούμενος είχε γνώση της ύπαρξης των εκρηκτικών υλών. Πριν τα απαριθμήσουμε όμως θα θέλαμε να σχολιάσουμε κάποια σημεία της μαρτυρίας τα οποία έχουμε δεχθεί και τα οποία κατά την υπεράσπιση θα πρέπει να ερμηνευθούν υπέρ του κατηγορουμένου, ότι δηλαδή δείχνουν άγνοια εκ μέρους του.
Έχουμε κληθεί να σημειώσουμε ότι ο κατηγορούμενος με πολλή ευκολία και φυσικότητα δέχθηκε όπως γίνει η έρευνα στον ίδιο και το αυτοκίνητο του. Δεν νομίζουμε ότι αυτό είναι στοιχείο το οποίο μπορεί να μας εμβάλει σε προβληματισμό. Ο κατηγορούμενος ήταν ήδη μπροστά σε μια κατάσταση από την οποία δεν μπορούσε να ξεφύγει. Δεν είχε επιλογή. Μπορούσε ακόμη να ελπίζει ότι δεν θα εντοπίζονταν τα εκρηκτικά. Έχουμε βεβαίως ήδη απορρίψει τη θέση του ότι είπε “γύρτε και τη μαξιλάρα” διότι δεν τον πιστεύουμε. Ήταν μια εκ των υστέρων σκέψη του.
Έχουμε εξ άλλου ήδη σχολιάσει τη θέση του κατηγορουμένου ότι θα μπορούσε να διαφύγει από παρόδους αν όντως γνώριζε το τι μετέφερε. Λέμε ξανά ότι αν το επιχειρούσε θα προκαλούσε περισσότερο την προσοχή χωρίς να είναι βέβαιος ότι μπορούσε να ξεφύγει. Σημειώνουμε δε ότι αν ξέφευγε για να απαλλαγεί τα εκρηκτικά έπρεπε να σταματήσει, να κατεβεί από το αυτοκίνητο και να τα μεταφέρει κάπου με προσοχή, όχι απλώς για να τα ρίξει κάπου και ήταν αυτή διαδικασία χρονοβόρα και μη προσφερόμενη για διαφυγή.
Τα πιο κάτω με ασφάλεια μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι ο κατηγορούμενος γνώριζε τι μετέφερε.
(α) Ενώ ο κατηγορούμενος ισχυρίζεται ότι ποτέ δεν ασφάλιζε τις πόρτες του αυτοκινήτου του η πόρτα του συνοδηγού κατά την ώρα της έρευνας ήταν ασφαλισμένη και μάλιστα μόνο από μέσα ήταν δυνατή η απασφάλιση της.
Αυτή η ασυνήθιστη για τον κατηγορούμενο ενέργεια οδηγεί [*668]στο συμπέρασμα ότι ο κατηγορούμενος εκείνο το βράδυ πήρε κάποια ιδιαίτερα μέτρα προφύλαξης. Ο κατηγορούμενος ήθελε να προστατέψει αυτό που έκρυβε στο αυτοκίνητο του, και να μην υπάρχει εύκολη πρόσβαση στο αυτοκίνητο. Ασφαλώς αν ήταν αναγκαίο είχε τη δυνατότητα να κλειδώσει και την πόρτα του οδηγού όπως ήταν το εύρημα μας.
(β) Μόλις υποδείχθηκε στον κατηγορούμενο ο εκρηκτικός μηχανισμός αντέδρασε λέγοντας “εν χειροβομβίδα”. Αναγνώρισε αμέσως το τι ήταν. Εδώ δεν είναι θέμα αν ήταν όντως σε θέση ν’ αναγνωρίζει μια χειροβομβίδα ή όχι αλλ’ έχει σημασία η άμεση αναφορά του χωρίς σκέψη, χωρίς έκπληξη και χωρίς διαμαρτυρία για την ανεύρεση της. Θ’αναμέναμε διαφορετική αντίδραση από κάποιο που δεν γνωρίζει ότι στο αυτοκίνητο του μεταφερόταν ένας επικίνδυνος μηχανισμός. Ήταν κάτι που θα μπορούσε να έθετε την ίδια τη ζωή του σε κίνδυνο αλλ’ αντιδρά με το ν’ αναγνωρίσει απλώς τη χειροβομβίδα.
(γ) Η αντίδραση του σε προτροπή ν’ απομακρυνθεί ότι “εν παίζει” είναι άλλο στοιχείο που δείχνει τη γνώση του κατηγορουμένου. Δείχνει πρόσωπο εξοικειωμένο με το μηχανισμό. Η εξήγηση του ότι “τόση ώρα δεν έπαιζε, εν να παίξει τωρά” καίτοι προβάλλεται σαν δικαιολογία της πρώτης αντίδρασης του, δηλαδή του “εν παίζει”, και πάλι αποκαλύπτει βεβαιότητα ανθρώπου που είναι ενήμερος της κατάστασης και δεν ανησυχεί. Αυτός που δεν έχει γνώση της ύπαρξης και των λεπτομερειών του μηχανισμού θα έπρεπε να ανησυχεί με μια χειροβομβίδα στο αυτοκίνητο του διότι μπορούσε να προορίζεται για τον ίδιο και θα μπορούσε να εκραγεί ανά πάσα στιγμή. Ήταν βέβαιος ότι δεν ήταν για τον εαυτό του και γνώριζε ότι δεν θα μπορούσε να τεθεί σε λειτουργία χωρίς περαιτέρω εργασία όπως μας εξήγησε ο Σιακαλλής. Κάποιος που για κλάσματα δευτερολέπτου βλέπει όχι απλά μια χειροβομβίδα αλλά ένα εκρηκτικό μηχανισμό στο αυτοκίνητο του δεν λέγει με βεβαιότητα “δεν παίζει” αν δεν ξέρει λεπτομέρειες του εκρηκτικού μηχανισμού. Πρέπει να γνωρίζει γιατί “δεν παίζει” για να λέγει “δεν παίζει” και “τόση ώρα εν έπαιζε, εν να παίξει τωρά”.
(δ) Θεωρούμε τον χρόνο κατά τον οποίο ο κατηγορούμενος μετέφερε τον εκρηκτικό μηχανισμό σαν χρόνο που βοηθούσε κάποιον ο οποίος εκινείτο παράνομα ν’ αποφύγει να γίνει αντιληπτός. Όπως έχουμε επισημάνει ήταν ακόμη σκοτάδι και ευνοούσε κάποιον ο οποίος εκινείτο προωθώντας κάποιο παράνομο σκοπό. Όπως έχουμε πει απορρίπτουμε τον ισχυρισμό [*669]του κατηγορουμένου ότι εκοιμάτο μέχρι εκείνης της στιγμής στο κατάστημα του. Και ενώ δεν χρησιμοποιούμε την απόρριψη αυτής της εκδοχής του κατηγορουμένου σαν στοιχείο εναντίον του όσον αφορά τη “γνώση” λέμε ότι δεν είναι φυσιολογικό κάποιος να φεύγει από το κατάστημα του η ώρα 5.00 π.μ. μέσα στο σκοτάδι εκτός αν κινείται ύποπτα και παράνομα.”
Αδυνατούμε να θεωρήσουμε ισχυρή τη συλλογιστική του Κακουργιοδικείου που το οδήγησε στην κατάληξη του, και μάλιστα εν όψει της προηγηθείσας στην απόφαση νομικής ανάλυσης κατά την οποία απορρίφθηκε οποιαδήποτε εισήγηση ότι βάσει του άρθρου 4(5)(9) του περί Εκρηκτικών Υλών Νόμου, Κεφάλαιο 54, δεν απαιτείται η σχετική γνώση ή ότι ο κατηγορούμενος έχει το βάρος να ανατρέψει το τεκμήριο γνώσης. Η τοποθέτηση του Κακουργιοδικείου στη βάση του σκεπτικού της υπόθεσης Ιακώβου ν. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 211 το κατεύθυνε στη διαπίστωση ότι “για να αποδειχθεί κατοχή χρειάζεται απόδειξη γνώσης της φυσικής κατοχής ενός αντικειμένου αλλά και γνώσης του είδους του αντικειμένου.... Σε καμμιά περίπτωση το βάρος της απόδειξης της γνώσης δεν παρακάμπτεται, μειώνεται ή πολύ περισσότερο μετατοπίζεται στους ώμους του Κατηγορουμένου” (σελίδες 15-16). Και ότι, αναφορικά με το άρθρο 4(5)(9), “... ο νομοθέτης με την απόδειξη της φυσικής κατοχής δεν θέλησε να δημιουργήσει και τεκμήριο ότι ο κατηγορούμενος γνώριζε ότι το είχε στην κατοχή του” (σ. 16). Περαιτέρω, όπως αναφέρεται στο απόσπασμα το οποίο παρέθεσε το Κακουργιοδικείο από την απόφαση στην υπόθεση Youssef ν. Δημοκρατίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 289, σ. 295, την οποία έδωσε ο Αρτεμίδης, Δ.:
“Επειδή βέβαια το στοιχείο της γνώσης συνήθως ανάγεται αποκλειστικά στην πνευματική λειτουργία του κατηγορουμένου, η Κατηγορούσα Αρχή μπορεί να το αποδείξει με την τεκμηρίωση στοιχείων και περιστατικών που περιβάλλουν την υπόθεση, και που αποδεικνύουν πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας τη γνώση. Οποιαδήποτε εξήγηση του κατηγορουμένου που δημιουργεί αμφιβολία στο Δικαστήριο για την ύπαρξη αυτού του στοιχείου, δηλαδή της γνώσης, οδηγεί στην αθώωση του.”
Η ορθή αυτή αντίληψη της νομικής θέσης όμως δεν έχει αντίκρυσμα στη συλλογιστική του δικαστηρίου που ακολουθεί επί της εκτίμησης της μαρτυρίας. Κατ’ αρχή, επισημαίνουμε ότι το δικαστήριο, όπως το ίδιο αναφέρει, έκαμε συγκεκριμένο εύρημα ότι το αυτοκίνητο του Εφεσείοντα οδηγείτο και οδηγήθηκε μόλις το προηγούμενο απόγευμα από άλλο άτομο και ότι ο εφεσείων συνή[*670]θιζε να το αφήνει ανοικτό. Και ενώ παρατηρεί στη συνέχεια ότι τα ευρήματα αυτά θα του δημιουργούσαν αμφιβολίες ότι τα εκρηκτικά τοποθετήθησαν από τον ίδιο τον Εφεσείοντα, προχωρεί να πει ότι η δυνατότητα τοποθέτησης των εκρηκτικών από πρόσωπο άλλο από τον Εφεσείοντα, προφανώς χωρίς τη γνώση του, θα καθίστατο θεωρητική αν εντοπίζοντο στοιχεία στη συμπεριφορά του Εφεσείοντα κατά το χρόνο που ανακόπηκε που έδειχναν ότι γνώριζε θετικά την ύπαρξη των εκρηκτικών. Τα δύο ευρήματα του δικαστηρίου όμως δεν μπορούσαν αν διαχωρισθούν, όπως διαχωρίσθησαν, από την υπόλοιπη μαρτυρία με αυτό τον τρόπο, αφού θα έπρεπε να συνσταθμισθούν με την υπόλοιπη μαρτυρία, πράγμα που δεν έγινε, για να διαπιστωθεί κατά πόσον επί του συνόλου της μαρτυρίας αποδεικνύετο η γνώση του Εφεσείοντα ως το ζητούμενο ή αν υπήρχαν εύλογες αμφιβολίες για αυτή. Ανάλογες, έστω και ήσσονος σημασίας, παρατηρήσεις μπορούν να γίνουν για την εξ αρχής απόρριψη από το δικαστήριο οποιασδήποτε σημασίας στο ότι ο Εφεσείων δέχθηκε με ευκολία και φυσικότητα να γίνει έρευνα στο αυτοκίνητο του και στο ότι δεν προσπάθησε να διαφύγει όταν αντελήφθη την Αστυνομία. Το δικαστήριο ουσιαστικά προβαίνει σε δικούς του συλλογισμούς για να εξηγήσει τη συμπεριφορά του Εφεσείοντα. Παρατηρούμε δε περαιτέρω και το ότι το δικαστήριο δεν συνστάθμισε και δεν αξιολόγησε καθόλου την έλλειψη σύνδεσης του εφεσείοντα με τα τεκμήρια όσον αφορά δακτυλικά αποτυπώματα και εξετάσεις DNA.
Αλλά και η αντίκρυση των στοιχείων τα οποία το δικαστήριο θεώρησε ότι υπήρχαν στην υπόλοιπη μαρτυρία προδίδουν την ίδια συλλογιστική αδυναμία της απόφασης. Το δικαστήριο επεσήμανε τέσσερα στοιχεία τα οποία, προφανώς συνεκτιμούμενα, όπως το έθεσε στη σ. 23 “με ασφάλεια μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι ο κατηγορούμενος γνώριζε τι μετέφερε”. Το πρώτο ήταν εκείνο της πόρτας του συνοδηγού. Η σημασία η οποία απεδόθη στο ότι αυτή ήταν ασφαλισμένη, ενώ ο Εφεσείων ισχυρίσθηκε στη μαρτυρία του ότι ποτέ δεν ασφάλιζε τις πόρτες, έγκειτο στην ερμηνεία ότι η ασυνήθιστη αυτή ενέργεια του οδηγούσε στο συμπέρασμα ότι την ασφάλισε ειδικά εκείνο το βράδυ παίρνοντας ιδιαίτερα μέτρα για να προστατεύσει τα εκρηκτικά αποκλείοντας εύκολη πρόσβαση στο αυτοκίνητο. Αυτό όμως είναι non sequitur. Κατ’ αρχή, βασίζετο στην υπόθεση ότι ήταν ο ίδιος ο εφεσείων που είχε ασφαλίσει την πόρτα. Το ίδιο όμως το δικαστήριο, αν και είχε δεχθεί ως εύρημα του ότι το αυτοκίνητο του Εφεσείοντα οδηγείτο και μάλιστα οδηγήθηκε μόλις το προηγούμενο απόγευμα από άλλο πρόσωπο, παρατηρώντας ότι το εύρημα του αυτό θα μπορούσε να του δημιουργήσει αμφιβολίες ότι τα εκρηκτικά τοποθετήθησαν στο αυτοκίνητο [*671]από άλλο πρόσωπο, τελικά δεν συνστάθμισε το εύρημα του αυτό με το ότι η πόρτα του συνοδηγού ευρέθη ασφαλισμένη, σε συνάρτηση με την πιθανότητα η πόρτα να ασφαλίσθηκε από το εν λόγω άλλο πρόσωπο. Κατά δεύτερο λόγο, και αν ακόμα εκλαμβάνετο ως δεδομένο ότι ήταν ο εφεσείων που είχε ασφαλίσει την πόρτα, δεν ακολουθεί, και μάλιστα με ασφάλεια όπως θεώρησε το δικαστήριο, ότι ο εφεσείων την ασφάλισε για να αποκλείσει πρόσβαση στο αυτοκίνητο ως ιδιαίτερο μέτρο προστασίας των εκρηκτικών, ή, όπως το έθεσε το ίδιο το δικαστήριο, ότι “Ο κατηγορούμενος ήθελε να προστατεύσει αυτό που έκρυβε στο αυτοκίνητο του, και να μην υπάρχει εύκολη πρόσβαση στο αυτοκίνητο του”. Η γνώση του Εφεσείοντα για τα εκρηκτικά ήταν το ζητούμενο, και δεν θα μπορούσαν να αντιστραφούν οι όροι ώστε ουσιαστικά να προϋποτεθεί η γνώση αυτή για να ερμηνευθεί με ασφάλεια η ασφάλιση της πόρτας ως αποσκοπούσα στην προστασία τους. Ούτε, επί των ιδίων των όρων της σκέψης του δικαστηρίου, μπορούμε να δούμε έναντι ποίου προσώπου θα παρείχε προστασία η ασφάλιση της πόρτας, εκτός αν το ίδιο εκείνο πρόσωπο γνώριζε την ύπαρξη τους εκεί.
Το δεύτερο στοιχείο στο οποίο βασίσθηκε το δικαστήριο ήταν η αντίδραση του Εφεσείοντα όταν ρωτήθηκε τι ήσαν τα ανευρεθέντα, λέγοντας “εν χειροβομβίδα”. Το δικαστήριο, όπως αναφέρει, δεν απέδωσε σημασία στη δήλωση αυτή ως αποκαλύπτουσα γνώση της φύσης του αντικειμένου, που και έτσι να ήταν δεν θα απεκάλυπτε αναγκαστικά και γνώση της ύπαρξης του ούτε θα ήταν αναγκαστικά ενοχοποιητική σε αναφορά με το γιατί ο Εφεσείων το αναγνώρισε ως χειροβομβίδα. Της απέδωσε σημασία ως “άμεση αναφορά του χωρίς σκέψη, χωρίς έκπληξη και χωρίς διαμαρτυρία για την ανεύρεση της (sic)”, αφού “θ΄αναμέναμε διαφορετική αντίδραση από κάποιο που δεν γνωρίζει ότι στο αυτοκίνητο του μεταφερόταν ένας επικίνδυνος μηχανισμός”. Πέραν όμως της εγγενούς αδυναμίας προσδιορισμού της αντικειμενικής αντίδρασης ενός ανύποπτου μεταφορέα εκρηκτικών επί της ανευρέσεως των, η αντίδραση του Εφεσείοντα οπωσδήποτε δεν ήταν τέτοια που να μπορούσε να της προσδοθεί η ερμηνεία η οποία της εδόθη από το δικαστήριο και να οδηγήσει με ασφάλεια όπως θεώρησε το δικαστήριο σε συμπέρασμα γνώσης της ύπαρξης των εκρηκτικών.
Η περαιτέρω αντίδραση του Εφεσείοντα “εν παίζει” στην προτροπή του αστυνομικού να απομακρυνθεί ήταν το τρίτο στοιχείο στο οποίο βασίσθηκε το δικαστήριο για να διαπιστώσει ότι ο εφεσείων γνώριζε την ύπαρξη των εκρηκτικών, θεωρώντας ότι “Δείχνει πρόσωπο εξοικειωμένο με το μηχανισμό.” Το δικαστήριο έκρινε το ίδιο σημαίνουσα και την περαιτέρω δήλωση του Εφεσείοντα [*672]ότι “τόσην ώραν εν έπαιξεν, εν να παίξει τωρά;”, ως αποκαλύπτουσα “βεβαιότητα ανθρώπου που είναι ενήμερος της κατάστασης και δεν ανησυχεί”. Και η εκτίμηση αυτή υστερεί. Κατ’ αρχή, η ενδεχόμενη γνώση του Εφεσείοντα ότι η χειροβομβίδα “εν παίζει” δεν μπορούσε να αποδοθεί με τη βεβαιότητα με την οποία την απέδωσε το δικαστήριο στην προηγούμενη γνώση του της ύπαρξης και της κατάστασης των εκρηκτικών, αφού θα μπορούσε να προέρχεται από γενική γνώση τέτοιων αντικειμένων. Εξάλλου, ούτε και η Αστυνομία φαίνεται να ανησύχησε ότι μπορούσε να υπάρχει κίνδυνος να “παίξει” η χειροβομβίδα, αφού τη χειρίστηκε η ίδια με την ανεύρεση της χωρίς την παρουσία ειδικού πυροτεχνουργού. Όσο για τη δεύτερη δήλωση του Εφεσείοντα, δεν μπορεί να αντικρισθεί, όπως φαίνεται να αντικρίσθηκε από το δικαστήριο, εκτός πλαισίου. Η δήλωση έγινε σε απάντηση ερώτησης του αστυνομικού πως γνώριζε ότι “εν παίζει”, εμπεριέχοντας τη δική της λογική σε αναφορά όχι με προηγούμενη γνώση της κατάστασης των εκρηκτικών αλλά με τα δεδομένα της ίδιας της αναφοράς της.
Για το τελευταίο στοιχείο στο οποίο βασίσθηκε το δικαστήριο λίγα χρειάζονται να λεχθούν αφού είναι εμφανής η αδυναμία της σκέψης ότι ο χρόνος που εκινείτο ο εφεσείων ήταν τέτοιος “που βοηθούσε κάποιο ο οποίος εκινείτο παράνομα ν΄αποφύγει να γίνει αντιληπτός”, και ότι “δεν είναι φυσιολογικό κάποιος να φεύγει από το κατάστημα του η ώρα 5.00 π.μ. μέσα στο σκοτάδι εκτός αν κινείται ύποπτα και παράνομα”. Κάτι τέτοιο δεν θα μπορούσε, με ασφάλεια όπως θεώρησε το δικαστήριο, να οδηγήσει είτε σε συμπέρασμα ύποπτης και παράνομης διακίνησης είτε, ακόμα λιγότερο, σε συμπέρασμα γνώσης της ύπαρξης των εκρηκτικών.
Στη βάση της απόφασης του Κακουργιοδικείου υπεισέρχεται η διάσταση της περιστατικής μαρτυρίας. Ως εκ της φύσης της, η προκειμένη υπόθεση εβασίζετο σε περιστατική μαρτυρία για την απόδειξη της αναγκαίας γνώσης εκ μέρους του Εφεσείοντα. Το Κακουργιοδικείο δεν απευθύνθηκε επαρκώς στις αρχές που διέπουν την εκτίμηση της αποτελεσματικότητας της περιστατικής μαρτυρίας και δεν εφάρμοσε ορθά τις αρχές αυτές στην αξιολόγηση της μαρτυρίας με την οποία ασχολήθηκε. Οι αρχές όμως είναι ξεκάθαρες. Όπως ετέθη από τον Πική, Δ., ως ήτο τότε, δίδοντας την απόφαση του Εφετείου στην υπόθεση Fournides v. Republic (1986) 2 C.L.R. 75 στη σ. 97, σε ένα απόσπασμα που έχει επανειλημμένα παρατεθεί με επιδοκιμασία:
“There is, indeed, no judicial predisposition against circumstantial evidence. The feature that distinguishes it from direct evidence is [*673]that though individual parts of it are not in themselves conclusive of the guilt of the accused, this may be the cumulative effect of pieces of circumstantial evidence strung together; provided always its causative effect is incompatible with any basis other than that of guilt of the accused.
Where cogent, it must be stressed, circumstantial evidence may provide a basis for the conviction of the accused that eliminates the possibility of a conviction founded on human error.”
Και στη Μιχαηλίδης ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 172, στη σ. 200, επίσης ο Πικής, Δ., αφού αναφέρθηκε στη Fournides, ως εξής:
“Ξεχωριστά (individual) μέρη της περιστατικής μαρτυρίας συχνά παρομοιάζονται με τους κρίκους αλυσίδας. Όπως οι κρίκοι της αλυσίδας πρέπει να είναι συνεκτικοί και αλληλένδετοι με τους υπόλοιπους κρίκους, έτσι και τα ιδιαίτερα τμήματα της περιστατικής μαρτυρίας πρέπει να συναρτώνται μεταξύ τους ως θέμα λογικής συνέπειας ώστε να συγκροτούν ένα αδιάσπαστο σύνολο. Άλλες αποφάσεις παρομοιάζουν την περιστατική μαρτυρία με δίκτυ στερεά συνδεδεμένο, ώστε να συγκρατεί χωρίς κίνδυνο πτώσης το περιεχόμενο του.”
Θα θέλαμε επίσης να αναφερθούμε στην πρόσφατη απόφαση στην υπόθεση Παφίτης ν. Δημοκρατίας (1999) 2 A.A.Δ. 444.
Η ουσία των πιο πάνω, ότι δηλαδή η περιστατική μαρτυρία, για να οδηγήσει σε καταδίκη, πρέπει να είναι τέτοια που στο σύνολο της να οδηγεί αναπόφευκτα σε συμπέρασμα ενοχής, μη επιδεχόμενη λογικά άλλη ερμηνεία ή εξήγηση και μη ούσα συμβατή με άλλη άποψη των πραγμάτων, δεν διέπει ιδιαίτερα την προσέγγιση του Κακουργιοδικείου στο σύνολο της μαρτυρίας, και μάλιστα στα τέσσερα στοιχεία στα οποία βασίσθηκε, παρά την αναφορά του στο ότι ήταν με ασφάλεια που κατέληξε στο συμπέρασμα ενοχής. Αυτό πλήττει την καταδίκη και δεν αφήνει περιθώρια διαταγής για επανεκδίκαση.
Η έφεση επιτρέπεται. Επί εκάστης κατηγορίας η καταδικαστική απόφαση παραμερίζεται και ο Εφεσείων αθωώνεται και απαλλάσσεται.
ΠΙΚΗΣ, Π.: Η απόφαση της μειοψηφίας του Δικαστηρίου θα δοθεί από το Δικαστή Τ. Ηλιάδη.
ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.: Γύρω στις 5.20 το πρωΐ της 12/12/98 περιπο[*674]λικό με άντρες της αστυνομίας που υπηρετούσαν στην Υπηρεσία Συλλογής Πληροφοριών ανέκοψαν το υπ’ αριθμό ND 261 όχημα, τύπου πικ-απ, που οδηγούσε ο εφεσείων στη συμβολή της Λεωφόρου Αγλαντζιάς προς τη Λεωφόρο Λεμεσού (απέναντι από το Aluminium Tower) και κατόπιν έρευνας βρήκαν κρυμμένο πίσω από τη θέση του συνοδηγού ένα αντικείμενο που ήταν τυλιγμένο με μπλε ύφασμα. Μέσα στο αντικείμενο, που ήταν ένα κιβώτιο μεγαφώνου, διαπιστώθηκε ότι υπήρχε μια χειροβομβίδα και μια άσπρη στερεά ουσία που φαίνονταν ενωμένα με ένα υλικό που έμοιαζε με γόμα. Ο αστυνομικός που εντόπισε τον εκρηκτικό μηχανισμό χρησιμοποιώντας ένα φανό (ηλεκτροφάναρο), ρώτησε τον εφεσείοντα “Τι είναι αυτά τα πράγματα;” και ο εφεσείων απάντησε “εν χειροβομβίδα”. Ενας αστυνομικός τους ζήτησε να απομακρυνθούν όλοι αμέσως από τη σκηνή για λόγους ασφάλειας και ο εφεσείων τότε του είπε “εν παίζει”. Αφού του επιστήθηκε η προσοχή στο Νόμο ρωτήθηκε πώς ξέρει ότι δεν παίζει. Ο εφεσείων τότε απάντησε “Τόση ώρα εν έπαιξε, εν να παίξει τωρά;”
Σύμφωνα με τον ειδικό Πυροτεχνουργό της αστυνομίας ο μηχανισμός ήταν αυτοσχέδιος εκρηκτικός μηχανισμός τύπου παγίδας, έτοιμος για χρήση. Αποτελείτο από μια χειροβομβίδα και πλάκες εκρηκτικής ύλης ΤΝΤ, όπως επίσης και από εκρηκτική ύλη C4 που χρησιμοποιείται για κατεδαφίσεις. Η περόνη της χειροβομβίδας ήταν δεμένη με ένα τυλιγμένο σύρμα που βρισκόταν κοντά στη χειροβομβίδα. Σύμφωνα με τον Πυροτεχνουργό της αστυνομίας, όταν μια περόνη είναι συνδεδεμένη με ένα σύρμα (ή τέλι) η χειροβομβίδα δεν μπορεί να εκραγεί από μόνη της αλλά χρειάζεται μια περαιτέρω ενέργεια για τη μετακίνηση της περόνης. Οι δύο άκρες της περόνης ήταν τοποθετημένες με τέτοιο τρόπο που δεν υπήρχε κίνδυνος τυχαίας μετακίνησης της κατά τη μεταφορά της χειροβομβίδας. Με τη βοήθεια του μαγνήτη που βρισκόταν στο κάτω μέρος του πλαισίου του μεγαφώνου ο μηχανισμός θα μπορούσε να επικολληθεί σε μια μεταλλική επιφάνεια, όπως π.χ. αυτοκινήτου. Το σύρμα το οποίο ήταν δεμένο στην περόνη της χειροβομβίδας θα μπορούσε ακολούθως να δεθεί σε ένα σταθερό σημείο, όπως π.χ. ένα πάσσαλο ή δένδρο. Οταν το αντικείμενο πάνω στο οποίο θα ετοποθετείτο ο εκρηκτικός μηχανισμός θα εκινείτο, το σύρμα θα τραβούσε την περόνη της χειροβομβίδας η οποία θα εκρήγνυτο. Η έκρηξη της χειροβομβίδας θα προκαλούσε ακολούθως την έκρηξη των υπόλοιπων εκρηκτικών υλών που βρίσκονταν μέσα στο κιβώτιο του μεγαφώνου. Πρέπει να τονισθεί ότι δακτυλοσκοπική έρευνα του κιβωτίου του μεγαφώνου, της χειροβομβίδας και της περόνης [*675]δεν αποκάλυψε την ύπαρξη δακτυλικών αποτυπωμάτων.
Όταν ο εφεσείων κατηγορήθηκε γραπτώς για την κατοχή των εκρηκτικών απάντησε, “Δεν είναι δικά μου αυτά τα πράγματα”. Οταν ο υπεύθυνος του ΤΑΕ Λευκωσίας ρώτησε τον εφεσείοντα πού βρήκε τα εκρηκτικά, ο τελευταίος απάντησε “εβάλαν μου τα”. Την επόμενη μέρα όταν ρωτήθηκε από το ίδιο πρόσωπο αν ήταν αληθής ο ισχυρισμός του δικηγόρου του εφεσείοντος ότι οι εκρηκτικές ύλες είχαν τοποθετηθεί από την αστυνομία για να τον ενοχοποιήσει, ο εφεσείων απάντησε “μπορεί να είναι και αστυνομικοί”.
Ο εφεσείων, που διατηρεί κατάστημα επιδιόρθωσης ελαστικών στην περιοχή ΣΟΠΑΖ στη Λευκωσία, ισχυρίστηκε ότι είχε και άλλα τρία αυτοκίνητα αλλά εκτελούσε τις περισσότερες εργασίες του με το ND 261. Το πιο πάνω όχημα το χρησιμοποιούσαν και φίλοι του. Τη νύκτα της σύλληψης του είχε αφήσει το ND 261 σε ένα χωράφι κοντά στο κατάστημα του και πήγε με ένα φίλο του και μια κοπέλα σε κυνήγι λαγού. Επέστρεψαν γύρω στις 1.00 το πρωΐ και αφού ο φίλος του έφυγε, ο εφεσείων παρέμεινε με την κοπέλα στο κατάστημα του μέχρι τις 4.00 το πρωΐ. Ακολούθως η κοπέλα έφυγε με το δικό της όχημα και ο εφεσείων έμεινε για να κοιμηθεί στο κατάστημα του. Όμως επειδή κρύωνε πήρε το αυτοκίνητο του για να μεταβεί στο σπίτι του στο Στρόβολο, όταν και ανακόπηκε από την αστυνομία. Όταν τον πληροφόρησαν ότι ήθελαν να ερευνήσουν το αυτοκίνητο του δεν έφερε ένσταση, μάλιστα δε τους είπε “γύρτε και τη μαξιλάρα”. Όταν απεκαλύφθη το αντικείμενο πίσω από το κάθισμα οι αστυνομικοί άρχισαν να φωνάζουν “ίντα που τούτον δαμαί;” και ο εφεσείων τους απάντησε “εν χειροβομβίδα”. Ο εφεσείων παραδέχθηκε ότι τους είπε επίσης ότι δεν παίζει, εννοώντας ότι αφού η χειροβομβίδα ήταν για τόση ώρα μέσα στο αυτοκίνητο και δεν είχε εκραγεί, δεν θα μπορούσε να εκραγεί την ώρα της σύλληψης του.
Το Κακουργιοδικείο αποδέχθηκε τους ισχυρισμούς της αστυνομίας και απέρριψε την εκδοχή του εφεσείοντος αναφορικά με τους ισχυρισμούς του για το κάθισμα του συνοδηγού. Ακολούθως το Κακουργιοδικείο αφού έλαβε υπόψη ότι ενώ ο εφεσείων δεν κλείδωνε συνήθως την πόρτα του οχήματος του η πόρτα του συνοδηγού βρέθηκε κλειδωμένη, αφού αντέδρασε λέγοντας ότι είναι χειροβομβίδα προσθέτοντας ότι εφόσον δεν είχε εκραγεί μέχρι τότε δεν μπορούσε να εκραγεί τη στιγμή της σύλληψης του, και αφού μετακινείτο σε ώρα που βοηθούσε κάποιο που εκινείτο παράνομα [*676]να αποφύγει να γίνει αντιληπτός, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο εφεσείων είχε γνώση του τι μετέφερε και τον βρήκε ένοχο.
Ο κεντρικός πυρήνας πάνω στον οποίο βασίζεται η έφεση είναι ο ισχυρισμός του εφεσείοντος ότι τα συμπεράσματα του Κακουργιοδικείου ότι είχε γνώση του τι μετέφερε, δεν υποστηρίζονται από την προσαχθείσα μαρτυρία και ότι το εύρημα ενοχής είναι αυθαίρετο.
Το άρθρο 12.4 του Συντάγματος που προνοεί ότι ένας κατηγορούμενος θεωρείται αθώος μέχρις ότου αποδειχθεί ένοχος σύμφωνα με το Νόμο, δεν αφήνει καμιά αμφιβολία ότι το βάρος απόδειξης μιας ποινικής κατηγορίας τοποθετείται στους ώμους της Κατηγορούσας Αρχής. Στην παρούσα περίπτωση το βασικό ερώτημα που εγείρεται είναι κατά πόσο ο εφεσείων γνώριζε
(i) ότι μετέφερε το μηχανισμό και
(ii) ότι ο μηχανισμός ήταν εκρηκτικός.
Οι προεκτάσεις της “κατοχής” καθορίζονται με το άρθρο 4(5)(α) του Κεφ. 54 που προνοεί ότι,
“Έχει στην κατοχή του” περιλαμβάνει όχι μόνο το να έχει στη δική του προσωπική κατοχή, αλλά επίσης και να έχει εν γνώση του στην πραγματική κατοχή ή φύλαξη οποιουδήποτε άλλου προσώπου, ή να έχει οτιδήποτε σε οποιοδήποτε τόπο (είτε που ανήκει σε ή κατέχεται από κάποιο ή όχι) για τη χρήση ή το όφελος κάποιου οποιουδήποτε άλλου προσώπου και αν υπάρχουν δύο ή περισσότερα πρόσωπα και οποιοδήποτε ή περισσότερα από αυτά με τη γνώση και συναίνεση των υπολοίπων έχει ή έχουν οτιδήποτε στη φύλαξη του ή φύλαξη τους ή κατοχή, αυτό θεωρείται και εκλαμβάνεται ότι βρίσκεται στη φύλαξη και κατοχή καθενός και όλων αυτών.”
Στην Αγγλική υπόθεση R. v. Hallam [1957] 41 Cr. Ap. R. 111 αναφορικά με το θέμα της κατοχής και γνώσης τονίστηκαν τα εξής:
“We think the proper direction to give to a jury on this charge is that they must first of all be satisfied that the accused had the substance in his possession. Secondly, they must be satisfied that it was in his possession under circumstances such as to give rise to a reasonable suspicion that he had it in his possession not for a lawful object. If they are satisfied of that, then they can infer that the accused knew it was an explosive substance.”
[*677]
Στην Κύπρο το θέμα της κατοχής εξετάστηκε στην υπόθεση Ιακώβου ν. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 211, όπου τονίστηκε ότι η λέξη “κατοχή” εξυπακούει φυσικό έλεγχο με ταυτόχρονη γνώση της φύσης του αντικειμένου.
Η ύπαρξη της γνώσης μπορεί να αποδειχθεί με έμμεση μαρτυρία (π.χ. παραδοχή) ή με περιστατική μαρτυρία (π.χ. γεγονότα που οδηγούν σε συμπέρασμα που δεν επιδέχεται συμβιβασμούς με άλλες λογικές εξηγήσεις).
Έχω εξετάσει τους ισχυρισμούς που έχουν προβληθεί εκ μέρους του εφεσείοντος για την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης και έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι αυτοί δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτοί.
Μια προσεκτική ανάλυση των λεπτομερειών του αδικήματος δείχνει ότι ο εφεσείων ήταν γνώστης τόσο του είδους όσο και της μεταφοράς του εκρηκτικού μηχανισμού. Το συμπέρασμα αυτό μπορεί να εξαχθεί από τα διάφορα περιστατικά που σχετίζονται με τη διάπραξη του αδικήματος. Αρχικά η άμεση αντίδραση του όταν του υποδείχθηκε ο μηχανισμός που βρέθηκε ότι “εν χειροβομβίδα” χωρίς να εκπλαγεί ή να διαμαρτυρηθεί, υποδεικνύει πρόσωπο που γνώριζε το είδος του εκρηκτικού μηχανισμού. Πρέπει να σημειωθεί ότι ο εφεσείων προέβηκε στη δήλωση ότι το αντικείμενο που είχε ανευρεθεί ήταν χειροβομβίδα, ενώ ο αστυνομικός που εξέταζε το κιβώτιο του μεγαφώνου χρησιμοποιούσε ένα φανό αφού μέσα στο σκοτάδι δεν μπορούσε να διακρίνει καθαρά το περιεχόμενο του κιβωτίου. Ταυτόχρονα η αρνητική αντίδραση του να απομακρυνθεί λόγω του πιθανού κίνδυνου έκρηξης αποκαλύπτει ότι γνώριζε ότι δεν υπήρχε μια τέτοια πιθανότητα, αφού η περόνη της χειροβομβίδας είχε ήδη αφαιρεθεί και δεν μπορούσε να εκραγεί εκτός αν κάποιο πρόσωπο επενέβαινε για να μετακινήσει την περόνη. Επιπρόσθετα το γεγονός ότι η πόρτα του συνοδηγού ήταν ασφαλισμένη και δεν μπορούσε να ανοίξει παρά μόνο από μέσα δείχνει ότι ο εφεσείων ήθελε να αποκλείσει τη δυνατότητα ενός τρίτου προσώπου να ανοίξει την πόρτα από έξω.
Μπορεί μερικά γεγονότα της περιστατικής μαρτυρίας που σημειώθηκαν πριν από τη σύλληψη να δημιουργούν ερωτηματικά ως προς τη συνοχή της περιστατικής μαρτυρίας, όπως π.χ. η οδήγηση του οχήματος του εφεσείοντος την προηγούμενη μέρα από τρίτο πρόσωπο. Όμως η αξιοπιστία της μαρτυρίας δεν θα πρέπει να περιορίζεται μόνο στα κριτήρια της περιστατικής μαρτυρίας πριν [*678]από τη διάπραξη του αδικήματος, αλλά θα πρέπει να δοθεί η δέουσα σημασία και στις δηλώσεις και αντιδράσεις του εφεσείοντος μετά τον εντοπισμό του εκρηκτικού μηχανισμού. Δηλώσεις από ένα κατηγορούμενο που στρέφονται εναντίον του μπορεί να γίνουν αποδεκτές ως απόδειξη της αλήθειας του περιεχομένου τους τόσο σε πολιτικές όσο και σε ποινικές υποθέσεις. (Cross and Tapper on Evidence, 8th Edition, p. 642). Κατά την άποψη μου οι αντιδράσεις του εφεσείοντος και οι δηλώσεις στις οποίες προέβηκε μετά τον εντοπισμό του εκρηκτικού μηχανισμού, δεν μπορούν παρά να ισοδυναμούν με παραδοχή ότι γνώριζε ότι μετέφερε ένα εκρηκτικό μηχανισμό.
Για τους πιο πάνω λόγους θα απέρριπτα την έφεση.
H έφεση επιτρέπεται κατά πλειοψηφία. O εφεσείων αθωώνεται και απαλλάσσεται.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο