Πέτρου Πέτρος και Άλλος ν. Aστυνομίας (1999) 2 ΑΑΔ 679

(1999) 2 ΑΑΔ 679

[*679]23 Δεκεμβρίου, 1999

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]

ΠΕΤΡΟΣ ΠΕΤΡΟΥ,

(Eφεσείων στην Ποινική Έφεση Aρ. 6850)

ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΚΥΡΙΑΚΟΥ,

(Εφεσείων στην Ποινική Έφεση Aρ. 6851)

v.

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

(Ποινικές Eφέσεις Aρ. 6850, 6851)

 

Διάταγμα προσωποκράτησης — Έφεση εναντίον διατάγματος ανανέωσης προσωποκράτησης υπόπτων προς διευκόλυνση αστυνομικών ανακρίσεων, λόγω του ότι προέκυψαν νέα στοιχεία κατά τη μαρτυρία που προσάχθηκε, ως προς την έκταση της εγκληματικής δραστηριότητας που τελούσε υπό διερεύνηση — Η αστυνομία υπέχει μεγαλύτερο βάρος απόδειξης στις περιπτώσεις διαδοχικών αιτήσεων για προσωποκράτηση — Προϋποθέσεις που πρέπει να ικανοποιηθούν στην περίπτωση ανανέωσης διατάγματος κράτησης.

Οι εφεσείοντες συνελήφθηκαν ως ύποπτοι για υπόθεση συνωμοσίας για διάπραξη κακουργήματος, ψευδών καταχωρίσεων σε λογαριασμούς, πλαστογραφία, κυκλοφορία πλαστών εγγράφων και κλοπής από υπαλλήλους του ποσού των £4.600.000, περιουσία της ΣΠΕ Πολεμιδιών.

Αντικείμενο της έφεσης είναι το διάταγμα για την κράτησή τους, εκκρεμουσών των ανακρίσεων από την αστυνομία, για περαιτέρω διάστημα οκτώ ημερών.  Προηγήθηκαν άλλα τρία διατάγματα κράτησης, το τελευταίο για 6 μέρες. Αμφισβήτηση σε σχέση με την ύπαρξη στοιχείων που ευλόγως καθιστούν τους εφεσείοντες ύποπτους για τη διάπραξη των αδικημάτων, δεν υπάρχει. Ό,τι συζητήθηκε αφορά στο κατά πόσο ήταν δικαιολογημένη η κρίση πως ήταν αναγκαία η περαιτέρω κράτησή τους.

[*680]Οι εφεσείοντες υποστήριξαν ότι:

1.  Η αστυνομία είχε αυξημένο βάρος απόδειξης αφού είχαν προηγηθεί άλλα διατάγματα κράτησης.

2.  Το πρωτόδικο δικαστήριο δεν κατέληξε σε διαπίστωση αναφορικά με το θέμα πιθανότητας του επηρεασμού μαρτύρων ή της καταστροφής τεκμηρίων.

3.  Δεν αξιοποιήθηκε ικανοποιητικά ο χρόνος που είχε ως τότε στη διάθεσή της η Αστυνομία.

4.  Δεν προέκυπτε από τη μαρτυρία πως χρειαζόταν ο χρόνος των περαιτέρω 8 ημερών.

5.  Το πρωτόδικο δικαστήριο δεν εξέτασε την εισήγηση ότι πραγματικός σκοπός της Αστυνομίας ήταν η εξασφάλιση μαρτυρίας για στοιχειοθέτηση άλλων κατηγοριών.

Αποφασίστηκε ότι:

Οι λόγοι έφεσης είναι εντελώς αβάσιμοι.  Από τη μαρτυρία σαφώς προέκυπτε γνήσια ανάγκη περαιτέρω κράτησης προς διευκόλυνση των ανακρίσεων και το χρονικό διάστημα των οκτώ ημερών ήταν πράγματι δικαιολογημένο ενόψει των κατευθύνσεων προς τις οποίες οδηγούσε η μαρτυρία που είχε ως τότε εξασφαλιστεί. Η αστυνομία υπέχει μεγαλύτερο βάρος απόδειξης στις περιπτώσεις διαδοχικών αιτήσεων για προσωποκράτηση. Όμως δεν διαφοροποιούνται, ως θέμα αρχής, τα προαπαιτούμενα.  Στην περίπτωση ανανέωσης διατάγματος κράτησης απαιτείται:

α) μαρτυρία που να ικανοποιεί ότι ο χρόνος που παρήλθε αξιοποιήθηκε δεόντως και ότι η παράταση της κράτησης είναι ευλόγως αναγκαία για τις ανακρίσεις, και

β) παροχή περισσότερων λεπτομερειών για τη φύση της μαρτυρίας που τείνει να καταδείξει εμπλοκή του υπόπτου.  Στην προκείμενη περίπτωση ο μάρτυρας της αστυνομίας επεκτάθηκε με αναφορά στη φύση της μαρτυρίας που εξασφαλίστηκε, στις επιπτώσεις της, στον κύκλο των ερευνών που θα έπρεπε να αναληφθούν και στους κινδύνους από την απόλυση των εφεσειόντων σε μια τόσο σοβαρή και πολύπλοκη υπόθεση.  Η κρίση του πρωτόδικου δικαστηρίου πως ήταν δικαιολογημένη η περαιτέρω κράτηση για οκτώ μέρες είναι ορθή και, στη βάση των αρχών που καθιερώθηκαν, [*681]ενόψει των δεδομένων, δεν δικαιολογείται παρέμβαση προς ανατροπή της.

Oι εφέσεις απορρίφθηκαν.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Stamataris a.o. v. Police (1983) 2 C.L.R. 107,

Χούρη v. Αστυνομίας (1989) 2 C.L.R. 56,

Xατζηδημητρίου v. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 45,

Κωνσταντινίδης v. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 109,

Κακούρη κ.ά. v. Αστυνομίας (1997) 2 A.A.Δ. 391,

Μεϊτανής κ.ά. v. Αστυνομίας (1998) 2 A.A.Δ. 137,

Λοΐζου v. Δημοκρατίας (1999) 2 A.A.Δ. 304,

Economides a.o. v. Police (1983) 2 C.L.R. 301,

Αναστασίου v. Αστυνομίας (1999) 2 A.A.Δ. 435,

Σιημητράς κ.ά. v. Αστυνομίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 397,

Aeroporos a.o. v. Police (1987) 2 C.L.R. 323,

Συμιλλίδης v. Αστυνομίας (Aρ. 1) (1997) 2 Α.Α.Δ. 160,

Συμιλλίδης v. Aστυνομίας (Aρ. 2) (1997) 2 A.A.Δ. 165,

Δημητριάδης v. Αστυνομίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 312.

Eφέσεις.

Eφέσεις από τον Πέτρο Πέτρου και Kυριάκο Kυριάκου εναντίον της απόφασης Δικαστή του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Mεττούρης, E.Δ.) ημερομηνίας 19 Δεκεμβρίου 1999, με την οποία διατάχθηκε η κράτησή τους, εκκρεμούσων των ανακρίσεων, για περαιτέρω διάστημα οκτώ ημερών.

Μ. Κυπριανού με Π. Ευσταθίου και N. Παπανικολάου, για τον Eφεσείοντα στην Έφεση Aρ. 6850.

[*682]Μ. Κυπριανού με Ν. Παπανικολάου, για τον Eφεσείοντα στην Έφεση Aρ. 6851.

Μ. Μαλαχτού, Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Eφεσίβλητη.

Cur. adv.vult.

ΔIKAΣTHPIO: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από το δικαστή Γ. Κωνσταντινίδη.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.:  Η αστυνομία εξετάζει υπόθεση συνωμοσίας για διάπραξη κακουργήματος, ψευδών καταχωρίσεων σε λογαριασμούς, πλαστογραφία, κυκλοφορία πλαστών εγγράφων και κλοπής από υπαλλήλους του ποσού των £4.600.000, περιουσία της Συνεργατικής Πιστωτικής Εταιρείας Πολεμιδιών.

Οι εφεσείοντες συνελήφθηκαν ως ύποπτοι.  Ο ένας περιγράφεται ως υπεύθυνος μηχανογράφησης και τρεχουμένων. Ο δεύτερος ως κεντρικός ταμίας. Αντικείμενο της έφεσης είναι το διάταγμα για την κράτησή τους, εκκρεμουσών των ανακρίσεων, για περαιτέρω διάστημα οκτώ ημερών. Προηγήθηκαν άλλα τρία διατάγματα κράτησης, το τελευταίο για 6 μέρες. Αμφισβήτηση σε σχέση με την ύπαρξη στοιχείων που ευλόγως καθιστούν τους εφεσείοντες υπόπτους για τη διάπραξη των αδικημάτων, δεν υπάρχει. Ό,τι συζητήθηκε αφορά στο κατά πόσο ήταν δικαιολογημένη η κρίση πως ήταν αναγκαία η περαιτέρω κράτησή τους.  Υποστηρίχτηκαν τα ακόλουθα:

(α)  Η αστυνομία είχε αυξημένο βάρος απόδειξης αφού είχαν προηγηθεί άλλα διατάγματα κράτησης, μάλιστα το τελευταίο για 6 μόνο μέρες. Επικαλέστηκαν οι εφεσείοντες τις υποθέσεις Stamataris and Another v. Police (1983) 2 C.L.R. 107 και Χούρη ν. Αστυνομίας (1989) 2 C.L.R. 56.  Σύμφωνα με την εισήγηση των εφεσειόντων, το πρωτόδικο δικαστήριο ενώ αναφέρθηκε σε άλλες αρχές με παραπομπή στη νομολογία, δεν έστρεψε την προσοχή του προς αυτή την επιπρόσθετη.

(β)  Το πρωτόδικο δικαστήριο δεν κατέληξε σε διαπίστωση αναφορικά με το κρίσιμο θέμα της πιθανότητας του επηρεασμού μαρτύρων ή της καταστροφής τεκμηρίων. Σημείωσε απλώς πως αυτό το θέμα δεν είναι ο μοναδικός παράγοντας και πως συνεκτιμάται στο πλαίσιο του συνόλου των γεγονό[*683]των, μαζί με τους άλλους παράγοντες που κατά τη νομολογία επενεργούν.  Παρεμβάλουμε πως με ξεχωριστό λόγο έφεσης υποστηρίζεται και το αντιφατικό πως το πρωτόδικο δικαστήριο “εσφαλμένα θεώρησε ότι επειδή τα πρόσωπα τα οποία προτίθετο η αστυνομία να ανακρίνει είναι του συγγενικού και φιλικού περιβάλλοντος, το γεγονός αυτό από μόνο του τα καθιστά ευάλωτα σε επηρεασμό”.  Είναι η εισήγηση των εφεσειόντων πως ολόκληρο το αποδεικτικό υλικό βρισκόταν ήδη υπό τον έλεγχο των ανακριτικών αρχών.  Περαιτέρω, δεν υπήρχε μαρτυρία, απαραίτητη σε τέτοιες περιπτώσεις, ότι με οποιονδήποτε τρόπο πράγματι προσπάθησαν να επηρεάσουν μάρτυρες ή να καταστρέψουν τεκμήρια.  Είχαν ληφθεί καταθέσεις από δεκάδες μάρτυρες αλλά τέτοιος ισχυρισμός ουδέποτε προεβλήθη. Επικαλέστηκαν τις υποθέσεις Φώτος Χ”Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (1997) 2 AA.Δ. 45, Κώστας Ευστρατίου  Κωνσταντινίδης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1997) 2 A.A.Δ. 109, Κακούρη κ.ά. ν. Αστυνομίας (1997) 2 A.A.Δ. 391, Γιάννης Μεϊτανής κ.ά. ν. Αστυνομίας (1998) 2 A.A.Δ. 137 και Αιμίλιος Λοΐζου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 A.A.Δ. 304.

(γ)  Δεν είχε αξιοποιηθεί ικανοποιητικά ο χρόνος που είχε ως τότε στη διάθεσή της η Αστυνομία.  Είχε εγερθεί το θέμα και το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε την εισήγηση αλλά χωρίς αιτιολόγηση.

(δ)  Δεν προέκυπτε από τη μαρτυρία πως χρειαζόταν ο χρόνος των περαιτέρω 8 ημερών.  Εν πάση περιπτώσει, το πρωτόδικο δικαστήριο δεν αιτιολόγησε την κρίση του πως ήταν εύλογα αναγκαία η έκδοση τέτοιου διατάγματος.

(ε)  Το πρωτόδικο δικαστήριο δεν εξέτασε ούτε προβληματίστηκε αναφορικά με την εισήγηση ότι σκοπός της αστυνομίας, στην πραγματικότητα, ήταν η εξασφάλιση μαρτυρίας για στοιχειοθέτηση άλλων κατηγοριών.

Η κα Μαλαχτού υποστήριξε την πρωτόδικη απόφαση, επισήμανε την πολυπλοκότητα της υπόθεσης και στάθηκε στο γεγονός ότι ουσιώδη στοιχεία που εξειδικεύθηκαν προέκυψαν μόλις την προηγούμενη μέρα.  Συμφώνησε πως στις περιπτώσεις διαδοχικών αιτήσεων τέτοιας μορφής αυξάνεται το βάρος που υπέχει η αστυνομία και υποστήριξε πως εδώ, σαφώς το απέσεισε.  Αυτό δεν αφορούσε στις γενικές αρχές που διέπουν το θέμα σε κάθε αίτηση για προσωποκράτηση αλλά στην απαίτηση δικαιολόγη[*684]σης της περαιτέρω κράτησης όταν ήδη προηγήθηκε άλλη. Επισήμανε πως η νομολογία που επικαλέστηκαν οι εφεσείοντες αναφορικά με το ζήτημα του επηρεασμού μαρτύρων αφορά στην άσκηση της διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου να διατάξει την απόλυση ή την κράτηση κατηγορουμένων και εντόπισε διαφορές.

Κατ’ εξοχήν σκοπός της κράτησης, όπως εξηγήθηκε επανειλημμένα, είναι η διευκόλυνση των ανακρίσεων (βλ. Economides and Another v. Police (1983) 2 C.L.R. 301, και Χούρη, ανωτέρω) και δεν νομίζουμε πως θα ήταν καν δυνατό να προκαθοριστεί τί ακριβώς οι ανάγκες ευλόγως απαιτούν κατά περίπτωση.  Η αντίληψη πως απαραίτητα χρειάζεται να θεμελιωθεί με μαρτυρία ότι πράγματι ο ύποπτος επηρέασε ήδη ή προσπάθησε να επηρεάσει μάρτυρες ή να καταστρέψει τεκμήρια, είναι εσφαλμένη.  Οι υποθέσεις που αναφέρθηκαν (εκδόθηκαν πριν την Τάσος Αναστασίου ν. Αστυνομίας (1999) 2 A.A.Δ. 435) σε σχέση με την άσκηση της διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου για κράτηση ή απόλυση κατηγορούμενου, παρερμηνεύθηκαν.  Ούτε σε εκείνες τις περιπτώσεις τέθηκε τέτοια προϋπόθεση. Στην Μεϊτανής ακυρώθηκε το διάταγμα κράτησης επειδή ως μόνο έρεισμα είχε τον ισχυρισμό πως έγινε προσπάθεια τέτοιου επηρεασμού ο οποίος όμως τελικά δεν επιβεβαιώθηκε. Αποδοκιμάστηκε επίσης η θεώρηση πως προέκυπτε γενικά τέτοιος κίνδυνος επειδή οι παραπονούμενες ήταν αλλοδαπές.  Στην Κακουρή ακριβώς εξηγήθηκε πως το κριτήριο είναι “οι πιθανοί κίνδυνοι να επηρεαστούν μάρτυρες”.  Στην Κωνσταντινίδη, με αναφορά και στην Σιημητράς και Άλλοι ν. Αστυνομίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 397 που αφορούσε σε διάταγμα προσωποκράτησης και σε νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, τονίστηκε πως ό,τι εξετάζεται είναι η ύπαρξη ευλόγως δικαιολογημένου φόβου επηρεασμού μαρτύρων.  Στην Λοΐζου το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε σε θετική διαπίστωση ότι έγινε πράγματι προσπάθεια επηρεασμού των μαρτύρων και, πέρα από αντιφατικότητα που επισημάνθηκε, τονίστηκε πως ανεπιτρέπτως το Δικαστήριο επεκτάθηκε πέραν της διαπίστωσης της ύπαρξης πιθανού κινδύνου, που είναι το ζητούμενο. Εξηγήθηκε πως δεν ήταν επιτρεπτό να προβεί σε τέτοιο “θετικό εύρημα”.  Στη Φώτος Χατζηδημητρίου το διάταγμα δεν εκδόθηκε για τέτοιο λόγο και ήταν προς άλλα που συναρτήθηκε η ακύρωσή του.

Υπήρχε όγκος δεδομένων αναφορικά με το ευλόγως αναγκαίο της κράτησης των εφεσειόντων.  Δεν ήταν απλώς το τεράστιο ποσό που φέρονταν να έκλεψαν, όπως εισηγήθηκαν οι εφε[*685]σείοντες. Με την πρόοδο των ανακρίσεων, κατά τη μαρτυρία που προσάχθηκε, προέκυψαν νέα στοιχεία ως προς την έκταση της εγκληματικής δραστηριότητας που τελούσε υπό διευρεύνηση και, εν πάση περιπτώσει, κάθε άλλο παρά όλο το αποδεικτικό υλικό βρισκόταν υπό τον έλεγχο της αστυνομίας. Έγινε αναφορά σε συνεχή παράπονα που υποβάλλονταν, αυτά συσχετίστηκαν προς τα αδικήματα που διερευνώνταν και εξηγήθηκε πως εξακολουθούσε να αναζητείται μεγάλος αριθμός εγγράφων και επιταγών. Επιπλέον, δεν είχαν ακόμα εντοπιστεί δυο πιθανοί συνένοχοι και παρέμενε προς επιτέλεση, πέρα από τις αξιολογήσεις του συλλεγέντος υλικού, μεγάλο ανακριτικό έργο που περιλάμβανε και τη λήψη μαρτυρίας από μεγάλο αριθμό προσώπων του περιβάλλοντος των εφεσειόντων, σε μια υπόθεση που χαρακτηρίστηκε ως ιδιαιτέρως πολύπλοκη και πρωτοφανής για τα κυπριακά δεδομένα. Είναι γεγονός ότι κατά την αναφορά του στο “θέμα του επηρεασμού των μαρτύρων ή της καταστροφής τεκμηρίων” το πρωτόδικο δικαστήριο περιορίστηκε στην παρατήρηση πως αυτό δεν συνιστά το μόνο σχετικό παράγοντα και πως αυτό συνεκτιμάται με τα υπόλοιπα στο πλαίσιο του συνόλου των γεγονότων. Αυτά όμως ακολουθούσαν την παράθεση της βασικής εισήγησης των εφεσειόντων πως θα έπρεπε να απορριφθεί η αίτηση αφού δεν είχε φανεί ότι πράγματι επηρέασαν ή προσπάθησαν να επηρεάσουν μάρτυρες ή να καταστρέψουν τεκμήρια. Το πρωτόδικο δικαστήριο συνόψισε τη μαρτυρία και αναφέρθηκε στις υποθέσεις Σταματάρης, ανωτέρω, Aeroporos and Another v. Police (1987) 2 C.L.R. 323, Xoύρη, ανωτέρω, Σιημητράς, ανωτέρω, Συμιλλίδης ν. Αστυνομίας (Aρ. 1) (1997) 2 A.A.Δ. 160, και Συμιλλίδης ν. Aστυνομίας (Aρ. 2) (1997) 2 A.A.Δ. 165 , και Δημητριάδης ν. Αστυνομίας (1997) 2 A.A.Δ. 312, αναφορικά με τις αρχές. Κατέληξε στο τέλος πως η αίτηση της αστυνομίας ήταν δικαιολογημένη.  Εξήγησε πως η αστυνομία, αντίθετα πρός ό,τι υποστηρίζουν οι εφεσείοντες, είχε αξιοποιήσει το χρόνο τής ως τότε κράτησής τους και αναφέρθηκε στο μεγάλο αριθμό μαρτύρων, πολλοί από τους οποίους ανήκαν στο περιβάλλον των εφεσειόντων, από τους οποίους θα έπρεπε να ληφθούν καταθέσεις.  Αυτά υποστηρίζονται από τη μαρτυρία και χωρίς έρεισμα είναι ο καταλογισμός αδράνειας στην αστυνομία ή σκόπιμης προσπάθειας να εξασφαλιστεί διάταγμα κράτησης μή αναγκαίο για αλλότριους σκοπούς. Ήταν συναφώς εύλογη και η αντίδραση του μάρτυρα της αστυνομίας στην προσπάθεια να υπολογιστούν οι περαιτέρω ανάγκες με αναφορά σε λεπτά που χρειάζονταν για τη λήψη μιας κατάθεσης.  Εξήγησε ο μάρτυρας πως ιδίως σε υποθέσεις τέτοιας φύσης δεν είναι δυνατό να γίνουν τέτοιοι μαθηματικοί υπολογισμοί.  Οι μάρτυρες [*686]δεν βρίσκονταν “στη γραμμή “ έξω από το γραφείο του ανακριτή και ο χρόνος εξαρτάται από αριθμό αστάθμητων παραγόντων, η επίδραση των οποίων δεν είναι δυνατό να εκτιμηθεί με ακρίβεια, εκ των προτέρων.

Οι λόγοι έφεσης είναι εντελώς αβάσιμοι. Από τη μαρτυρία σαφώς προέκυπτε γνήσια ανάγκη περαιτέρω κράτησης προς διευκόλυνση των ανακρίσεων και το χρονικό διάστημα των οκτώ ημερών ήταν πράγματι δικαιολογημένο ενόψει των κατευθύνσεων προς τις οποίες οδηγούσε η μαρτυρία που είχε ως τότε εξασφαλιστεί. Η αστυνομία υπέχει μεγαλύτερο βάρος απόδειξης στις περιπτώσεις διαδοχικών αιτήσεων για προσωποκράτηση. (Βλ. συναφώς και Εconomides, ανωτέρω). Είναι όμως ορθό πως δεν διαφοροποιούνται, ως θέμα αρχής, τα προαπαιτούμενα.  Εξηγήθηκε στην Σταματάρης πως  στην περίπτωση ανανέωσης διατάγματος κράτησης απαιτείται μαρτυρία που να ικανοποιεί ότι ο χρόνος που παρήλθε αξιοποιήθηκε δεόντως και ότι η παράταση της κράτησης είναι ευλόγως αναγκαία για τις ανακρίσεις.  Στη δε Χούρη έγινε αναφορά στο αναμενόμενο πλέον της παροχής περισσότερων λεπτομεριών για τη φύση της μαρτυρίας που τείνει να καταδείξει εμπλοκή του υπόπτου.  Στην προκείμενη περίπτωση ο μάρτυρας της αστυνομίας επεκτάθηκε με αναφορά στη φύση της μαρτυρίας που εξασφαλίστηκε, στις επιπτώσεις της, στον κύκλο των ερευνών που θα έπρεπε να αναληφθούν και στους κινδύνους από την απόλυση των εφεσειόντων σε μια τόσο σοβαρή και πολύπλοκη υπόθεση.  Η κρίση του πρωτόδικου δικαστηρίου πως ήταν δικαιολογημένη η περαιτέρω κράτηση για οκτώ μέρες αναδεικνύεται ορθή και, στη βάση των αρχών που καθιερώθηκαν, ενόψει των δεδομένων, δεν δικαιολογείται παρέμβαση προς ανατροπή της.

Η έφεση απορρίπτεται.

Oι εφέσεις απορρίπτονται.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο