Χαραλάμπους Παντελής Γεωργίoυ ν. Δημοκρατίας (2000) 2 ΑΑΔ 1

(2000) 2 ΑΑΔ 1

[*1]10 Ιανουαρίου, 2000

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΗΛΙΑΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]

ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ,

Εφεσείων,

v.

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

(Ποινική Έφεση Αρ. 6659)

――――――――――――

Ποινή ―  Πλαστογραφία ―  Κυκλοφορία πλαστογραφημένης επιταγής ― Απόσπαση χρημάτων και εμπορευμάτων με ψευδείς παραστάσεις ― Κλοπή επιταγών ― Βεβαρυμένο ποινικό μητρώο (δεκατρείς προηγούμενες καταδίκες) για τη διάπραξη παρόμοιων αδικημάτων ― Λήφθηκαν υπόψη τριάντα προηγούμενα παρόμοια αδικήματα ― Οικειοποίηση ποσού £5.000,00 από τις παράνομες πράξεις ― Επιβολή συντρέχουσων ποινών φυλάκισης έξι ετών στις κατηγορίες πλαστογραφίας και κυκλοφορίας και δύο ετών στις κατηγορίες απόσπασης χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις και κλοπής ― Επικυρώθηκαν από το Εφετείο.

[*2]Ποινή ― Η ποινή που επιβάλλεται σε κάθε υπόθεση είναι αλληλένδετη με τις ιδιαιτερότητες των γεγονότων που την συνθέτουν και με τις ιδιαιτερότητες, των συνθηκών του παραβάτη ― Προηγούμενες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου ως προς τον καθορισμό της ποινής δεν έχουν το δεσμευτικό χαρακτήρα, που ενέχει ο καθορισμός αρχών δικαίου.

Ποινή ― Επιμέτρηση ― Μετριαστικοί παράγοντες ― Παραδοχή ― Όταν δεν υποδηλώνει μεταμέλεια, η οποία προοιωνίζεται αλλαγή τρόπου συμπεριφοράς και αποχή από εγκληματική δράση στο μέλλον, δεν συνιστά μετριαστικό παράγοντα.

Ο εφεσείων, ο οποίος κρίθηκε ένοχος από το Κακουργιοδικείο στις κατηγορίες πλαστογραφίας και κυκλοφορίας πλαστογραφημένης επιταγής, απόσπασης χρημάτων και εμπορευμάτων με ψευδείς παραστάσεις και κλοπής, εφεσίβαλε τις συντρέχουσες ποινές φυλάκισης που του επιβλήθηκαν ως έκδηλα υπερβολικές. Ο εφεσείων υποστήριξε ότι το Δικαστήριο δεν απέδωσε την δέουσα βαρύτητα στους μετριαστικούς παράγοντες οι οποίοι ήταν οι ακόλουθοι:

1.  Η παραδοχή του κατηγορουμένου στην Αστυνομία και το Δικαστήριο.

2.  Οι προσωπικές του συνθήκες.

Ο εφεσείων υπέβαλε επίσης ότι το Δικαστήριο δεν εξατομίκευσε την ποινή, στο βαθμό που να αντανακλάται και η παράμετρος των προσωπικών συνθηκών του εφεσείοντος στον καθορισμό της.

Ο συνήγορος της Κατηγορούσας Αρχής υποστήριξε ότι δεν σημειώθηκε σφάλμα στην καθοδήγηση του Δικαστηρίου ως προς τις αρχές που διέπουν τον καθορισμό της ποινής, ενώ η επιβληθείσα ποινή, υπό το φως του συνόλου των γεγονότων, είναι απόλυτα δικαιολογημένη.  Επεσήμανε δε ότι η παρούσα υπόθεση παραλληλίζεται άμεσα με την απόφαση στην Παπαδόπουλος v. Δημοκρατίας στην οποία επιβλήθηκε επίσης ποινή έξι ετών φυλάκισης για παρόμοια εγκλήματα.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Δυνατότητα για μείωση της ποινής από το Εφετείο παρέχεται μόνο όπου το στοιχείο της υπερβολής στην ποινή βρίσκει αντικειμενικό έρεισμα μετά από το συσχετισμό της με το σύνολο των περιστατικών της υπόθεσης, περιλαμβανομένου του ατόμου του κατηγορουμένου.

2.  Στην προκείμενη περίπτωση, κανένα στοιχείο υπερβολής δεν διακρίνε[*3]ται στην επιβληθείσα ποινή, η οποία καταφαίνεται ως καθ’ όλα δικαιολογημένη.

Η έφεση απορρίφθηκε.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Παπαδόπουλος ν. Δημοκρατίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 179,

Philippou v. Republic (1983) 2 C.L.R. 245,

Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 525,

Ψωμά ν. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 40.

Έφεση εναντίον Ποινής.

Έφεση από τον Παντελή Γ. Χαραλάμπους κατά της ποινής φυλάκισης των έξι ετών για κάθε ένα από τα αδικήματα της πλαστογραφίας και κυκλοφορίας της ίδιας πλαστογραφημένης επιταγής και δύο ετών για κάθε ένα από τα αδικήματα της απόσπασης χρημάτων και εμπορευμάτων με ψευδείς παραστάσεις και κλοπής επιταγών (ποινές συντρέχουσες) οι οποίες του επιβλήθηκαν από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού (Παπαδοπούλου, Π., Λιάτσο Α.Ε.Δ. και Χριστοδούλου, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 12398/98), ημερομηνίας 27/1/99 ως έκδηλα υπερβολικές.

Ε. Χειμώνας, για τον Εφεσείοντα.

Π. Κληρίδης, Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γ.Μ. Πικής Π..

ΠΙΚΗΣ, Π.: Το Κακουργιοδικείο έκρινε τον εφεσείοντα ένοχο, βάσει της δικής του παραδοχής, διάπραξης των αδικημάτων της:-

(α)   Πλαστογραφίας επιταγής.

(β)   Κυκλοφορίας της ίδιας πλαστογραφημένης επιταγής.

(γ)   Απόσπασης χρημάτων και εμπορευμάτων με ψευδείς παραστάσεις· και

(δ) Κλοπής επιταγών.

[*4]Τον τιμώρησε με συντρέχουσες ποινές φυλάκισης έξι ετών για κάθε ένα από τα πρώτα δύο αδικήματα και με ποινές φυλάκισης δύο ετών για κάθε ένα από τα άλλα δύο αδικήματα. Στην επιμέτρηση της ποινής λήφθηκαν υπόψη, μετά από αίτηση του εφεσείοντος, άλλα τριάντα αδικήματα της ίδιας φύσης προς εκείνα για τα οποία καταδικάστηκε, τα οποία ενείχαν το στοιχείο της κλοπής και της απάτης.

Ως αποτέλεσμα της εγκληματικής του δραστηριότητας, ο εφεσείων οικειοποιήθηκε ποσό περίπου £5.000,00. Το μητρώο του εφεσείοντος είναι βεβαρυμένο με δεκατρείς προηγούμενες καταδίκες για τη διάπραξη όμοιων αδικημάτων - πλαστογραφίας, κυκλοφορίας πλαστών εγγράφων, απόσπασης χρημάτων με ψευδείς πραστάσεις και κλοπής.

Με την έφεσή του, προσβάλλει την ποινή, που του επιβλήθηκε, ως έκδηλα υπερβολική.

Ο δικηγόρος του αναγνώρισε τη σοβαρότητα των αδικημάτων και τις συνέπειες που ενέχει στον καθορισμό της ποινής το βεβαρυμένο μητρώο του εφεσείοντος. Υποστήριξε, όμως, ότι δεν προσμέτρησαν όσο θα έπρεπε, ή στο βαθμό που θα έπρεπε, παράγοντες μετριαστικοί της ποινής, γεγονός που καθιστά την επιβληθείσα ποινή έκδηλα υπερβολική.

Τα κενά στην καθοδήγηση του Κακουργιοδικείου στον προσδιορισμό των παραμέτρων της ποινής, σε σχέση με γεγονότα που ελαφρύνουν την τιμωρία, είναι, σύμφωνα με το δικηγόρο του εφεσείοντος, τα ακόλουθα δύο:-

1. Παράλειψη απόδοσης της δέουσας βαρύτητας στην παραδοχή του εφεσείοντος στις ανακριτικές αρχές και ενώπιον του Δικαστηρίου. Η σχετική περικοπή της απόφασης του Δικαστηρίου, στην οποία αποκαλύπτεται το, κατ’ ισχυρισμό, σφάλμα, είναι η ακόλουθη:-

«Η παραδοχή του κατηγορούμενου στην Αστυνομία και στο Δικαστήριο είναι πολύ περιορισμένης σημασίας και έτσι θα την αντικρίσουμε. Δόθηκε στην Αστυνομία, εν όψει των περιορισμένων άλλων επιλογών που είχε ο κατηγορούμενος, η δε ομολογία του στο Δικαστήριο δεν περιείχε το στοιχείο της μεταμέλειας. Δόθηκε και συνέχιζε να διαπράττει αδικήματα.»

Οι διαπιστώσεις του Δικαστηρίου συναρτώνται, όπως προκύπτει από το κείμενο της απόφασης, με τα ειπωθέντα από το Ανώ[*5]τατο Δικαστήριο στην Παπαδόπουλος ν. Δημοκρατίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 179, αναφορικά με την εγκληματική δράση του εφεσείοντος, σ’ εκείνη την υπόθεση, ο οποίος συνέχισε να εγκληματεί και μετά τη σύλληψή του, γεγονός αποκαλυπτικό της κατάρρευσης των μηχανισμών αναστολής της ροπής του καταδικασθέντος σε συγκεκριμένη όμοια με την παρούσα υπόθεση εγκληματική δράση.  Συνεπώς, οι παραδοχές του δεν υποδήλωναν μεταμέλεια, η οποία προοιωνίζεται αλλαγή τρόπου συμπεριφοράς και αποχή από εγκληματική δράση στο μέλλον. παράγοντες στους οποίους εστειάζεται η σημασία της παραδοχής ως στοιχείου μετριαστικού της τιμωρίας, που δικαιολογεί το διαπραχθέν έγκλημα.

2. Το δεύτερο σφάλμα, η διάπραξη του οποίου εκθέτει την ποινή ως έκδηλα υπερβολική, εντοπίζεται στην παράλειψη του Δικαστηρίου να αποδώσει στις προσωπικές συνθήκες του εφεσείοντος τη δέουσα βαρύτητα, ως ελαφρυντικού στοιχείου, και να εξατομικεύσει την ποινή, στο βαθμό που να αντανακλάται και αυτή η παράμετρος των γεγονότων στον καθορισμό της.

Το Δικαστήριο μνημονεύει τις προσωπικές συνθήκες του εφεσείοντος, κάμνει αναφορά στις δυσμενείς προσωπικές του περιστάσεις, γεγονός που καταδεικνύει ότι τις είχε υπόψη του. Δεν τις προσδιορίζει, όμως, ειδικά ως στοιχείο μετριαστικό της ποινής στο καταληκτικό μέρος της απόφασης. Αναφέρει, όμως, ότι εξετάστηκαν «όλα τα περιστατικά της υπόθεσης» και ότι η ποινή καθορίστηκε αφού το Δικαστήριο συνεκτίμησε «... τους παράγοντες που συνθέτουν το μέτρο της ποινής ...».

Στον καθορισμό της ποινής των έξι ετών φυλάκισης επενέργησε, όπως συνάγεται, το στοιχείο της αποτροπής όχι, όμως, σε βαθμό που να υποδηλώνει ότι χάθηκε κάθε ελπίδα για τον εφεσείοντα. Η προβλεπόμενη από το νόμο ποινή (ανώτατο όριο) για τα εγκλήματα της πλαστογράφησης και κυκλοφορίας πλαστής επιταγής είναι ισόβια κάθειρξη.

Ο κ. Κληρίδης υποστήριξε ότι δε σημειώθηκε κανένα σφάλμα στην καθοδήγηση του Δικαστηρίου, ως προς τις αρχές που διέπουν τον καθορισμό της ποινής, ενώ αυτή τούτη η επιβληθείσα ποινή προβάλλει, υπό το φως του συνόλου των γεγονότων, ως καθόλα δικαιολογημένη. Παραλληλίζεται δε, κατά την εισήγησή του, άμεσα με την απόφαση στην Παπαδόπουλος ν. Δημοκρατίας, (ανωτέρω), στην οποία, επίσης, επιβλήθηκε ποινή έξι ετών φυλάκισης για τα εγκλήματα της πλαστογραφίας και κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου. Και σ’ εκείνη την υπόθεση, λήφθηκαν, όπως και στην παρούσα, υπόψη στον καθορισμό της ποινής σειρά άλλων παρόμοιων αδικημάτων. Το ποσό, το οποίο οικειοποιήθηκε ο εφεσείων, σ’ εκείνη την υπόθεση, ήταν, όπως και στην προκείμενη, περίπου £5.000,00. Άλλη ομοιότητα είναι ότι και σ’ εκείνη, όπως και στην παρούσα, ο εφεσείων βαρυνόταν με προηγούμενες καταδίκες για παρόμοια αδικήματα.

Ο κ. Χειμώνας επεσήμανε ότι, σε αντίθεση με την παρούσα υπόθεση, ο εφεσείων στην Παπαδόπουλος ν. Δημοκρατίας είχε πρηγούμενες καταδίκες για τετραετή και πενταετή φυλάκιση, ενώ η μεγαλύτερη ποινή φυλάκισης, που επιβλήθηκε στον εφεσείοντα, σε προηγούμενη περίπτωση, ήταν δυόμισι χρόνια. Εισηγήθηκε δε ότι η αύξηση των ποινών πρέπει να είναι κλιμακωτή και όχι αλματώδης.

Προηγούμενες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αναφορικά με τις επιβληθείσες ποινές, είναι ενδεικτικές του μέτρου τιμωρίας συγκεκριμένων εγκλημάτων και των παραμέτρων του καθορισμού της ποινής. Δεν έχουν, όμως, το δεσμευτικό χαρακτήρα, που ενέχει ο καθορισμός αρχών δικαίου. Και τούτο, γιατί η ποινή που επιβάλλεται σε κάθε υπόθεση είναι αλληλένδετη με τις ιδιαιτερότητες των γεγονότων που την συνθέτουν και με τις ιδιαιτερότητες των συνθηκών του παραβάτη.

Όπως υπογραμμίζει το Εφετείο στην Παπαδόπουλος ν. Δημοκρατίας, (ανωτέρω), καθοδηγούμενο από προηγούμενη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου επί του θέματος,* δυνατότητα παρέμβασης στην επιβληθείσα από το πρωτόδικο Δικαστήριο ποινή «... παρέχεται μόνο όπου το στοιχείο της υπερβολής στην ποινή βρίσκει αντικειμενικό έρεισμα μετά από το συσχετισμό της με το σύνολο των περιστατικών της υπόθεσης, περιλαμβανομένου του ατόμου του κατηγορουμένου.» (σελ. 182).

Στην προκείμενη περίπτωση, κανένα στοιχείο υπερβολής δε διακρίνεται στην επιβληθείσα ποινή, η οποία καταφαίνεται ως καθ’ όλα δικαιολογημένη.

Η έφεση απορρίπτεται.

Η έφεση απορρίπτεται.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο