Αγαθοκλέους Χαράλαμπος ν. Αστυνομίας (2000) 2 ΑΑΔ 7

(2000) 2 ΑΑΔ 7

[*7]14 Ιανουαρίου, 2000

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]

ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΑΓΑΘΟΚΛΕΟΥΣ,

Εφεσείων,

v.

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

(Ποινική Έφεση Αρ. 6677)

 

Διάταγμα προσωποκράτησης ― Έκδοση διατάγματος προσωποκράτησης υπόπτου προς διευκόλυνση ανακρίσεων σε σχέση με διερευνόμενο αδίκημα ― Κριτήριο αποτελεί η υπόνοια συμμετοχής του υπόπτου στο υπό διερεύνηση αδίκημα και όχι το κατά πόσο αυτός πράγματι το διέπραξε ― Η εισαγωγή άσχετης μαρτυρίας συνιστά εκτροπή από την ορθή διαδικασία.

Κατά τη διαδικασία έκδοσης διατάγματος προσωποκράτησης του εφεσείοντος, ο συνήγορος του, ζήτησε να του επιτραπεί να προσάξει μαρτυρία για να αποδείξει “πού ήταν ο ύποπτος τις συγκεκριμένες ώρες” για να αποσυνδεθεί δηλαδή από το αδίκημα.  Η παρούσα έφεση στρέφεται κατά της απόρριψης του πιο πάνω αιτήματος.

Ο συνήγορος του εφεσείοντος υποστήριξε ότι ο εφεσείων είχε το δικονομικό δικαίωμα κλήσης μαρτύρων και ο αποκλεισμός του απέληγε σε “ανισότητα όπλων”.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Η μαρτυρία που ήθελε να προσάξει ο εφεσείων ήταν άσχετη. Η προσαγωγή της θα εξέτρεπε τη διαδικασία αφού θα εισήγαγε ζητήματα εντελώς ασύνδετα προς το αντικείμενό της. Δεν αποτελεί αντικείμενο της διαδικασίας το κατά πόσο πράγματι ο καθ’ ου η αίτηση διέπραξε το αδίκημα. Όπως καθορίζει η νομολογία κριτήριο είναι το εύλογο της υπόνοιας για ανάμειξη του υπόπτου στο έγκλημα.

2.  Εκείνο που ανησυχεί το Δικαστήριο είναι η κατάχρηση του δικαι[*8]ώματος για αντεξέταση με τη μετατροπή της σε μέσο για την εισαγωγή άσχετης μαρτυρίας.

Η έφεση απορρίφθηκε.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Κωνσταντινίδης ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 109,

Ρόπας κ.ά. ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 288,

Stamataris a.ο. v. Police (1983) 2 C.L.R. 107,

Χούρη ν. Αστυνομίας (1989) 2 C.L.R. 56,

Aeroporos a.o. v. Police (1987) 2 C.L.R. 232,

Συμιλλίδης ν. Αστυνομίας (Αρ. 1) (1997) 2 Α.Α.Δ. 160,

Δημητριάδης ν. Αστυνομίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 312.

Έφεση εναντίον Διατάγματος Προσωποκράτησης.

Έφεση από το Χαράλαμπο Αγαθοκλέους κατά του διατάγματος κράτησής του για περίοδο οκτώ ημερών προς διευκόλυνση των ανακρίσεων σε σχέση με απόπειρα καταστροφής περιουσίας με εκρηκτικές ύλες κατά παράβαση του Άρθρου 325 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, το οποίο εκδόθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας (Χατζηγιάννη-Ιωσήφ, Ε.Δ.), στις 9/3/99.

Μ. Σταματάρης, για τον Εφεσείοντα.

Στ. Τσιβιτανίδου, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από το Δικαστή Γ. Κωνσταντινίδη.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Το πρωτόδικο δικαστήριο διέταξε την κράτηση του εφεσείοντα για περίοδο 8 ημερών προς διευκόλυνση των ανακρίσεων σε σχέση με απόπειρα καταστροφής περιουσίας με εκρηκτικές ύλες κατά παράβαση του άρθρου 325 του Ποινικού Κώ[*9]δικα, Κεφ. 154. Έκρινε ότι η μαρτυρία που προσάχθηκε από την Aστυνομία δημιουργούσε εύλογη υποψία πως ο εφεσείοντας ενεχόταν, ότι δεν είχαν ακόμα συμπληρωθεί οι ανακρίσεις και ότι ήταν απαραίτητη η κράτηση αφού υπήρχε πιθανότητα επηρεασμού μαρτύρων και καταστροφής ή απόκρυψης τεκμηρίων. Εξήγησε περαιτέρω πως η περίοδος των οκτώ ημερών ήταν δικαιολογημένη ενόψει του ανακριτικού έργου που απέμενε.

Διατυπώθηκαν ορισμένοι λόγοι έφεσης και σε σχέση με τα πιο πάνω αλλά αυτοί δεν προωθήθηκαν. Ο κ. Σταματάτης μας πληροφόρησε πως μόνο ένα θέμα ήθελε να συζητήσει, όπως το χαρακτήρισε, κρίσιμο για την παρούσα υπόθεση αλλά και ευρύτερης σημασίας. Όταν συμπληρώθηκε η κατάθεση του μάρτυρα της αστυνομίας, δήλωσε την πρόθεσή του να καλέσει και ο εφεσείων μάρτυρες. Η εκπρόσωπος της Aστυνομίας ενέστη και το πρωτόδικο δικαστήριο δεν επέτρεψε αυτή την πορεία. Σύμφωνα με την εισήγησή του, κατά παράβαση του Άρθρου 30.2 και 30.3 του Συντάγματος για δίκαιη δίκη. Ο εφεσείων είχε το δικονομικό δικαίωμα κλήσης μαρτύρων και ο αποκλεισμός του απέληξε σε “ανισότητα όπλων”. Επικαλέστηκε την Κώστας Ευστρατίου Κωνσταντινίδη ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 109, αναφορικά με την ισότητα των όπλων ως στοιχείου της δίκαιης δίκης και το Άρθρο 11.6 του Συντάγματος που ρητά κατοχυρώνει δικαίωμα έφεσης στην περίπτωση. Αυτό το τελευταίο σημαίνει, εξήγησε, πως η διαδικασία δεν ήταν ενδιάμεση αλλά αυτοτελής και πως ήταν δικαίωμα του εφεσείοντα να προσάξει τη δική του μαρτυρία στο πλαίσιό της, για να διαπιστωθούν τα αληθή γεγονότα και να εξαχθούν τα ορθά συμπεράσματα.

Η κα Τσιβιτανίδου υποστήριξε την πρωτόδικη απόφαση και, επιπρόσθετα προς τη νομολογία που αναφέρεται σ’ αυτή, παρέπεμψε στη Ρόπας κ.ά. ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 288, αναφορικά με το επίπεδο απόδειξης που απαιτείται, δυνάμει του άρθρου 24 του περι Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 155, σε διαδικασία αυτής της φύσης.

Η συζήτηση του θέματος από τον εφεσείοντα και τα επιχειρήματα που ανέπτυξε, εκλαμβάνουν πως το πρωτόδικο δικαστήριο απέκλεισε την προσαγωγή μαρτυρίας γενικώς και αορίστως. Δεν ήταν όμως τέτοιο γενικό θέμα που απασχόλησε ούτε παρέχεται έρεισμα για εξέταση των λόγων έφεσης κάτω από τέτοιο πρίσμα.  Ο εφεσείων δήλωσε με σαφήνεια τί είδους μαρτυρία ήθελε να προσάξει. [*10]Ήθελε να προσάξει μαρτυρία για να αποδείξει “πού ήταν ο ύποπτος τις συγκεκριμένες ώρες”, για να αποσυνδεθεί δηλαδή από το αδίκημα. Είναι αυτή τη στόχευση που το πρωτόδικο Δικαστήριο απέκλεισε. Με αναφορά στις Stamataris and Another v. Police (1983) 2 C.L.R. 107, Χούρη ν. Αστυνομίας (1989) 2 C.L.R. 56 και Συμιλλίδης ν. Αστυνομίας (Aρ. 1) (1997) 2 A.A.Δ. 160, έκρινε πως ήταν ανεπίτρεπτη η προσαγωγή τέτοιας μαρτυρίας. Η απόφασή του, λοιπόν, δεν ήταν “δικονομικής” υφής αλλά αφορούσε στο τί μπορεί να προσάγεται, ως σχετικό.

Συμφωνούμε με την πρωτόδικη απόφαση. Η μαρτυρία που ήθελε να προσάξει ο εφεσείων ήταν άσχετη. Η προσαγωγή της  θα εξέτρεπε τη διαδικασία αφού θα εισήγαγε ζητήματα εντελώς ασύνδετα προς το αντικείμενο της. Δεν αποτελεί αντικείμενο της διαδικασίας το κατά πόσο πράγματι ο καθ’ ου η αίτηση διέπραξε το αδίκημα. (Βλ. συναφώς την Αeroporos and Another v. Police (1987) 2 C.L.R. 232 στη σελίδα 236). Το πρωτόδικο δικαστήριο σε καμιά περίπτωση δεν θα μπορούσε να αξιολογήσει τη μαρτυρία που ο εφεσείων ήθελε να προσκομίσει προς τέτοια κατεύθυνση, όπως ήταν η δηλωμένη προοπτική της. Οι ισχυρισμοί του εφεσείοντα είχαν υποβληθεί στους ανακριτές και περιλαμβάνονταν και αυτοί σε όσα διερευνούνταν. Η νομολογία που αναφέρθηκε δεν άπτεται του συγκεκριμένου θέματος αλλά είναι ευθέως σχετική.  Στην Stamataris εξηγήθηκε πως έργο του Δικαστηρίου συναφώς είναι η εξακρίβωση αν η υποψία είναι γνήσια και εύλογη. Στην Χούρη, ο εφεσείων είχε καταθέσει ενόρκως αλλά στην απόφαση του Δικαστηρίου που εξέδωσε ο Πικής Δ., όπως ήταν τότε, τονίστηκαν τα ακόλουθα αναφορικά με το έργο του δικαστή:

“Δεν είναι έργο του όμως να προβαίνει σε ευρήματα αξιοπιστίας σχετικά με τις συγκρουόμενες εκδοχές που προβάλλονται ενώπιον του Δικαστηρίου. Το αντικείμενο της διαδικασίας για την έκδοση εντάλματος προσωποκράτησης είναι η εξακρίβωση της γνησιότητας και το εύλογο των υπονοιών των αστυνομικών αρχών για συμμετοχή ή σύμπραξη του υπόπτου στη διάπραξη του εγκλήματος”.

Προς την ίδια κατεύθυνση δείχνουν και τα ακόλουθα από την απόφαση του Εφετείου, που επίσης εξέδωσε ο Πικής Π., στην Αναστάσιος Συμιλλίδης ν. Αστυνομίας (Αρ. 1) (1997) 2 Α.Α.Δ. 160:

“Περί υπονοιών ο λόγος. Ό,τι αποτιμάται, στο στάδιο της αίτησης για προσωποκράτηση, δεν είναι η αποδεικτική αξία των στοιχείων [*11]ή η δραστικότητα τους και αν αυτά συνθέτουν εκ πρώτης όψεως υπόθεση ενοχής. Όπως καθορίζει η νομολογία κριτήριο είναι το εύλογο της υπόνοιας για ανάμειξη του υπόπτου στο έγκλημα.”

Ο κ. Σταματάρης παρατήρησε πως, στη βάση της πρωτόδικης απόφασης, θα περιορίζονταν και οι δυνατότητες κατά την αντεξέταση των ίδιων των μαρτύρων που καλεί η αστυνομία. Αυτό είναι ορθό αλλά είναι το αντίθετο που θα μας ανησυχούσε. Η κατάχρηση, δηλαδή, του δικαιώματος για αντεξέταση με τη μετατροπή της σε μέσο για την εισαγωγή άσχετης μαρτυρίας. Υπενθυμίζουμε εδώ τις παρατηρήσεις στην υπόθεση Χαράλαμπος Δημητριάδης ν. Αστυνομίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 312, ακριβώς σε σχέση με το ανεπίτρεπτο της επέκτασης της αντεξέτασης σε άσχετα θέματα.

Η έφεση απορρίπτεται.

Η έφεση απορρίπτεται.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο