Κορέλλης Αχιλλέας ν. Δημοκρατίας (2000) 2 ΑΑΔ 12

(2000) 2 ΑΑΔ 12

[*12]18 Ιανουαρίου, 2000

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ/στές]

ΑΧΙΛΛΕΑΣ ΚΟΡΕΛΛΗΣ,

Εφεσείων,

v.

ΔΗΜΟΚΡΑΤIAΣ,

Εφεσίβλητης.

(Ποινική Έφεση Αρ. 6688)

 

Ποινικός Κώδικας ― Βιασμός κατά παράβαση των Άρθρων 144 και 145 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 ― Καταδίκη στη βάση της μαρτυρίας της παραπονουμένης η οποία ενισχυόταν από το πρώτο παράπονο και άλλη σχετική μαρτυρία.

Απόδειξη ―  Αξιολόγηση μαρτυρίας σε υπόθεση βιασμού ―  Ήταν ορθή, και δεν παρεχόταν πεδίο για επέμβαση του Εφετείου προς ανατροπή των διαπιστώσεων του Κακουργιοδικείου ως προς την ενοχή του κατηγορουμένου ― Το έργο της αξιολόγησης της μαρτυρίας ανήκει κατ’ εξοχήν στο πρωτόδικο Δικαστήριο ― Προϋποθέσεις επέμβασης του Εφετείου.

Απόδειξη ― Αξιοπιστία μαρτύρων ― Αξιόπιστη μαρτυρία ― Μόνο αξιόπιστη μαρτυρία βαρύνει την πλάστιγγα των πιθανοτήτων ― Απίθανη, κατά τη συνήθη ροή των πραγμάτων εκδοχή, γίνεται παραδεκτή, εφόσον ο μάρτυρας κρίνεται αξιόπιστος, και αντίθετα, εκδοχή πιθανολογούμενη ως ορθή απορρίπτεται, εφόσον ο μάρτυρας κρίνεται αναξιόπιστος ― Η σύμμειξη θεμάτων που άπτονται του βάρους ή του βαθμού της απόδειξης από τη μια και της αξιοπιστίας των μαρτύρων από την άλλη, είναι εσφαλμένη.

Δικαιώματα κατηγορουμένου ― Δικαίωμα για δίκαιη δίκη ― Άρνηση της κατηγορούσας αρχής να παραδώσει στην υπεράσπιση τεκμήρια που φέρονταν ότι ανήκαν στην παραπονούμενη ― Δεν δημιούργησε δυσμενή επηρεασμό για τον κατηγορούμενο που επέβαλλε τον παραμερισμό της καταδίκης.

[*13]Ποινική Δικονομία ― Προδικαστική αποκάλυψη μαρτυρικού υλικού ― Διακριτική ευχέρεια της κατηγορούσας αρχής ― Άρθρο 7 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155.

Στις 21.8.96, ο εφεσείων, ιατρός ουρολόγος, περιέθαλψε στο ιατρείο του τον Αλέξανδρο Ηρακλείδη με τον οποίο η παραπονούμενη διατηρούσε τότε ερωτικό δεσμό. Στις 22.8.96, μετά από επιθυμία του εφεσείοντος, εξέτασε και την ίδια ενώ ο Αλέξανδρος την περίμενε έξω από το ιατρείο. Τότε, κατά τη μαρτυρία της παραπονουμένης, ο εφεσείων έβαλε βαζελίνη στον κόλπο της με το δάκτυλό του και τοποθέτησε το πέος του μέσα στον κόλπο της, περίπου πέντε εκατοστά για χρονική περίοδο 2-3 δευτερολέπτων.

Το Κακουργιοδικείο έκρινε ένοχο τον εφεσείοντα σε κατηγορία για βιασμό και του επέβαλε ποινή τριετούς φυλάκισης.  Η καταδίκη στηρίκτηκε στη μαρτυρία της παραπονουμένης η οποία ενισχύετο από τα πρώτα παράπονα της και από την ανίχνευση της βαζελίνης στο σλιπ που αυτή φορούσε τη στιγμή εκείνη.

Ο εφεσείων είχε δώσει γραπτή κατάθεση στην αστυνομία την οποία υιοθέτησε με την ανώμοτη δήλωση του ενώπιον του Κακουργιοδικείου. Αρνήθηκε τους ισχυρισμούς της παραπονουμένης και υποστήριξε ότι αυτοί εστόχευαν να τον βλάψουν επαγγελματικά.

Ο εφεσείων εφεσίβαλε την καταδίκη του.

Οι λόγοι έφεσης αφορούσαν:

(1)   Στον τρόπο με τον οποίο προσεγγίστηκε και αξιολογήθηκε η μαρτυρία της παραπονουμένης, αφ’ εαυτής, αλλά και σε συνάρτηση προς την υπόλοιπη μαρτυρία, ιδίως ενόψει συγκεκριμένων αδυναμιών ή αντιφάσεων που ο εφεσείων θεωρούσε ότι υπήρχαν.

(2)   Στον τρόπο αξιολόγησης της μαρτυρίας της κατηγορούσας αρχής.  Συζητήθηκαν συναφώς η επιστημονική μαρτυρία που προσάχθηκε, ο συσχετισμός της προς την υπόθεση, ο τρόπος της αξιολόγησης της, οι επιστημονικές μέθοδοι που χρησιμοποιήθηκαν, η επάρκεια και το ενδεδειγμένο τους και σε σχέση με ορισμένα ζητήματα το γεγονός ότι δεν οδήγησαν στον εντοπισμό συγκεκριμένων στοιχείων. Υποστηρίχθηκε επίσης ότι ο εφεσείων δεν έτυχε αμερόληπτης μεταχείρισης λόγω της παρέμβασης, στο στάδιο της διερεύνησης της υπόθεσης, των δικηγόρων της παραπονουμένης και του Γενικού Εισαγγελέα.

[*14]

(3)   Στο κατ’ ισχυρισμό εσφαλμένο της καταδίκης, αφού αφηνόταν αμφιβολία αναφορικά με το αν πράγματι το πέος του εφεσείοντος εισήλθε μέσα στον κόλπο της εφεσείουσας.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Το Κακουργιοδικείο είχε πλήρη συνείδηση πως ολόκληρη η υπόθεση της κατηγορούσας αρχής δομήθηκε στη μαρτυρία της παραπονουμένης η αξιοπιστία της οποίας ήταν το κεντρικό ζήτημα.  Καθηκόντως εξέτασε όσα η υπεράσπιση πρόβαλε ως ανατρεπτικά της εκδοχής της ή ως επηρεάζοντα τη μαρτυρία της και δεν διακρίνεται κανένα σφάλμα στην προσέγγιση του θέματος από το Κακουργιοδικείο.

2.  Η άποψη της υπεράσπισης για αντιστροφή του βάρους απόδειξης δεν ευσταθεί. Η βάση της υπόθεσης της κατηγορούσας αρχής ήταν η μαρτυρία της παραπονουμένης. Αν αυτή ήταν αξιόπιστη και αν από αυτή προέκυπταν τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος, δεν θα μπορούσε να υπάρξει ζήτημα ως προς τη θεμελίωση της ενοχής του εφεσείοντα από την κατηγορούσα αρχή, που αναμφίβολα είχε αυτό το βάρος.  Όσα συζητήθηκαν δεν αφορούσαν σε στοιχεία που προωθούσε η κατηγορούσα αρχή για να αποδείξει την ενοχή του εφεσείοντα αλλά είχαν εγερθεί από την υπεράσπιση για να πλήξουν την αξιοπιστία της παραπονουμένης.  Οι σχετικές εισηγήσεις της υπεράσπισης παραγνωρίζουν τη νομολογία αναφορικά με το εσφαλμένο της σύμμειξης ζητημάτων που άπτονται του βάρους της απόδειξης από τη μια και της αξιοπιστίας των μαρτύρων από την άλλη.

3.  Η μαρτυρία δεν έδειξε σε κανένα σημείο μονομέρεια ή μεροληπτική στάση και, πολύ λιγότερο, δεν συνδέθηκε προς τέτοια στάση οποιοδήποτε αποτέλεσμα δυσμενές για τον εφεσείοντα. Όσοι ενεπλάκησαν στη διερεύνηση της υπόθεσης κατέθεσαν ως μάρτυρες και η απόδοση αλλότριων κινήτρων στους ανακριτές δεν δικαιολογείται από τη μαρτυρία.

4.  Η κατ’ ισχυρισμό εμπλοκή του Γενικού Εισαγγελέα στηρίχθηκε σε συλλογισμούς και εισηγήσεις οι οποίες στερούνται υπόβαθρου.

5.  Η διαταγή του Κακουργιοδικείου για παράδοση από την κατηγορούσα αρχή τεκμηρίων στην υπεράσπιση, ακυρώθηκε λόγω έλλειψης εξουσίας του Κακουργιοδικείου να την εκδώσει (Γενικός Εισαγγελέας (1998) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1718). Αναγνωρίστηκε όμως πως η ίδια η κατηγορούσα αρχή, στο πλαίσιο των αρχών που αναφέρθη[*15]καν, μπορεί να υπέχει υποχρέωση αποκάλυψης μαρτυρίας που κατέχει. Κρίθηκε συνεπώς πως σε κάθε περίπτωση το Δικαστήρο “εξετάζει κατά πόσο η υποχρέωση έχει εκπληρωθεί και αν όχι κατά πόσο αποτελεί ουσιώδη παρατυπία ικανή να οδηγήσει σε παραμερισμό της καταδίκης”. Η κατηγορούσα αρχή έχει διακριτική ευχέρεια να παραδώσει στην υπεράσπιση όλο το υλικό το οποίο καλύπτεται από το Άρθρο 7 του Κεφ. 155 ή οποιοδήποτε άλλο υλικό για να καταστεί η δίκη δίκαιη. Ο ισχυρισμός της υπεράσπισης ότι, η άρνηση ή παράλειψη της κατηγορούσας αρχής να της παραδώσει το σλιπ που φερόταν ότι ανήκε στην παραπονούμενη, στέρησε στον κατηγορούμενο τη δυνατότητα να το υποβάλει και ο ίδιος σε επιστημονική εξέταση και, συνεπώς, ετίθετο θέμα δυσμενούς επηρεασμού που επέβαλλε τον παραμερισμό της καταδίκης, δεν ευσταθεί. Από τη στιγμή που αυτό κατατέθηκε στο Δικαστήριο, εναπόκειτο πλέον στη διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου να δώσει οδηγίες για παράδοσή του στην υπεράσπιση. Όμως δεν τέθηκε οποιοδήποτε αίτημα στο Δικαστήριο κατά τη διάρκεια της ακρόασης της υπόθεσης στην οποία αφιερώθηκαν πολλές δικάσιμοι.

6.  Η εισήγηση για μη αποκάλυψη και παράδοση στην υπεράσπιση αριθμού γραπτών καταθέσεων της παραπονουμένης προς την Αστυνομία στερείται υπόβαθρου και ορθά απορρίφθηκε.

7.  Το γεγονός ότι δεν ανιχνεύθηκε βαζελίνη στη γάζα που χρησιμοποίησε ο ιατροδικαστής Σοφοκλέους όταν σκούπισε το αιδοίο της παραπονουμένης και στις τρίχες που απέκοψε, δεν αποδυναμώνει τη σημασία ανίχνευσης βαζελίνης στο σλιπ της ως στοιχείο που ενίσχυε τη μαρτυρία της.

Η ανίχνευση βαζελίνης στο σλιπ ορθά κρίθηκε ως ενισχυτική μαρτυρία. Η παραπονούμενη αναφέρθηκε στη χρήση βαζελίνης από τον εφεσείοντα ευθύς εξ αρχής, στο πρώτο παράπονό της στον Αλέξανδρο και στη γραπτή της κατάθεση την ημέρα εκείνη. Δεν υπήρξε αμφισβήτηση επ’ αυτού. Η μη αναφορά της σε δοχείο βαζελίνης δεν μπορούσε να επηρεάσει την αξιοπιστία της. Δεν διαπιστώνεται λάθος στην προσέγγιση του Κακουργιοδικείου επί του θέματος αυτού.

8.  Η μη ανίχνευση γενετικού υλικού στα κολπικά επιχρίσματα δεν ήταν απαραίτητη για την διαπίστωση ότι έγινε είσοδος και έξοδος του πέους του κατηγορουμένου στον κόλπο της παραπονούμενης, ενόψει της διάρκειας εισδοχής που ήταν 2-3 δευτερόλεπτα.

[*16]9.        Το Κακουργιοδικείο ορθά απέρριψε τους ισχυρισμούς περί σκευωρίας ή κινήτρου για ενοχοποίηση από την παραπονούμενη του άγνωστου της εφεσείοντα ή για ψέματα οφειλόμενα σε οτιδήποτε άλλο. Δεν διαπιστώνεται οτιδήποτε που θα δικαιολογούσε ανατροπή της κρίσης του.

10.  Αποδείχθηκε με βεβαιότητα από τη μαρτυρία της παραπονούμενης πως ο εφεσείων τοποθέτησε το πέος του μέσα στον κόλπο της και πως χωρίς καμιά αμφιβολία διέπραξε το κακούργημα του βιασμού.

Η έφεση απορρίφθηκε.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Woolmington v. D.P.P., 25 Cr. App. R. 72,

McGreevy v. D.P.P. [1973] 1 All E.R. 503,

Ekdotiki Eteria Cosmos v. Police (1984) 2 C.L.R. 121,

Paris v. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 186,

R. v. Birmingham City Justice, ex parte Chris Foreign Foods (Wholesalers) Ltd [1970] 3 All E.R. 945,

Τράπεζα Κύπρου Λτδ v. Dynacon Ltd κ.ά. (1999) 1 Α.Α.Δ. 717,

Λιασίδης (1999) 1 Α.Α.Δ. 185,

Γενικός Εισαγγελέας (1998) 1 (Γ) Α.Α.Δ. 1718,

R. v. DPP, ex p. Lee [1999] 2 All E.R. 737,

DPP v. Hester [1972] 3 All E.R. 1056,

DPP v. Kilbourne [1973] 1 All E.R. 440,

Vouniotis v. Republic (1975) 2 C.L.R. 34,

A-G of Hong-Kong v. Wong Muk-Ping [1987] 3 All E.R. 488,

Γενικός Εισαγγελέας ν. Χαράλαμπου Γιάγκου (1999) 2 Α.Α.Δ. 254,

[*17]Λαζούρας ν. Σεργίου (1999) 1 Α.Α.Δ. 500,

Δημοκρατία ν. Alan Ford (1995) 2 A.A.Δ. 232,

Walter Berkley Hart [1932] 23 Cr. App. R. 202,

O’Connell v. Adams [1973] Cr. L.R. 113,

Kevin Fenlon and Others [1980] 71 Cr. App. Rep. 307,

Μοσχάτου ν. Μοσχάτου (1999) 1 Α.Α.Δ. 785,

Κωνσταντινίδης v. Κατζιή (1993) 1 Α.Α.Δ. 492,

Kades v. Nicolaou (1986) 1 C.L.R. 212,

Charalambous v. Republic (1985) 2 C.L.R. 97,

Αθανασίου κ.ά. ν. Κουνούνη (1997) 1 (Β) Α.Α.Δ. 614,

Anastassiades v. Republic (1977) 2 C.L.R. 97,

Σοφοκλέους ν. Δημοκρατίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 259.

Έφεση εναντίον Καταδίκης.

Έφεση από τον Αχιλλέα Κορέλλη εναντίον της καταδίκης του σε τριετή φυλάκιση από το Μόνιμο Κακουργιοδικείο Λευκωσίας (Χατζηχαμπής, Π.Ε.Δ., Κολατσή, Α.Ε.Δ., Γιασεμής, Ε.Δ.,) (Ποινική Υπόθεση Αρ. 36434/97), ημερομηνίας 10/3/99, ως ενόχου σε κατηγορία για βιασμό κατά παράβαση των Άρθρων 144 και 145 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.

Ε. Ευσταθίου με Μ.Γ. Πική, για τον Εφεσείοντα.

Μ. Μαλαχτού-Παμπαλλή, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄ με Ρ.

Βραχίμη, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από το Δικαστή Γ. Κωνσταντινίδη.

[*18]

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Το Κακουργιοδικείο έκρινε τον εφεσείοντα ένοχο σε κατηγορία για βιασμό, κατά παράβαση των άρθρων 144 και 145 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 και του επέβαλε ποινή τριετούς φυλάκισης.  Η καταδίκη στηρίκτηκε στη μαρτυρία της παραπονουμένης Ειρήνης Παπαλουκά. Το Κακουργιοδικείο δεν είχε αμφιβολία πως αυτή είπε την αλήθεια στο Δικαστήριο. Περαιτέρω, διαπίστωσε την ύπαρξη ενισχυτικής μαρτυρίας. Ο εφεσείων εφεσιβάλλει την καταδίκη του. Έφεση άσκησε και ο Γενικός Εισαγγελέας κατά της ποινής, θεωρώντας την ως εκδήλως ανεπαρκή. Την απέσυρε όμως με αναφορά στην Γενικός Εισαγγελέας ν. Χαράλαμπου Γιάγκου (1999) 2 Α.Α.Δ. 254, στην οποία κρίθηκε ότι το δικαίωμα έφεσης που δόθηκε στο Γενικό Εισαγγελέα με τον περί Ποινικής Δικονομίας Τροποποιητικό Νόμο του 1998, (Ν. 54(1)/98), δεν κάλυπτε την περίπτωση.

Ο βιασμός, κατά τη μαρτυρία της παραπονουμένης, διαπράχθηκε μέσα στο ιδιαίτερο εξεταστήριο του ιατρείου του εφεσείοντα, στην κλινική Ευαγγελίστρια.  Θα δούμε τις λεπτομέρειες της μαρτυρίας αλλά μπορούμε από τώρα να διαγράψουμε το ευρύτερο πλαίσιο. Ο Αλέξανδρος Ηρακλείδης, με τον οποίο η παραπονούμενη διατηρούσε τότε ερωτικό δεσμό παρουσίασε αιμορραγία στο πέος. Ανησύχησαν, αναζήτησαν ουρολόγο στο Χρυσό Οδηγό και επικοινώνησαν με τον εφεσείοντα. Στην πρώτη συνάντησή τους, στις 21.8.96, ο εφεσείων περιέθαλψε τον Αλέξανδρο και ορίστηκε δεύτερη, την επομένη, για να του αφαιρεθεί η γάζα. Στις 22.8.96, μετά την αφαίρεση της γάζας, η παραπονούμενη, κατά τη μαρτυρία της, μετά από επιθυμία του εφεσείοντα να εξετάσει και την ίδια, παρέμεινε στο ιατρείο ενώ ο Αλέξανδρος την περίμενε έξω από αυτό. Τότε, κατά τη μαρτυρία της παραπονουμένης, διαπράχθηκε ο βιασμός.

Ο εφεσείων προέβη σε γραπτή κατάθεση στην αστυνομία το περιεχόμενο της οποίας υιοθέτησε με την ανώμοτη δήλωση του ενώπιον του Κακουργιοδικείου. Όπως ισχυρίστηκε, δεν είχε συμβεί απολύτως τίποτε. Η ίδια η παραπονούμενη του ζήτησε να τον δει ιδιαιτέρως, μετά την αφαίρεση της γάζας είπε στον Αλέξανδρο να περιμένει έξω, η παραπονούμενη του υπέβαλε ορισμένες ερωτήσεις αναφορικά με την αιτία, τη σοβαρότητα και τις επιπτώσεις της αιμορραγίας του, τις απάντησε και εκείνη έφυγε. Οτιδήποτε άλλο ήταν ψέμα που στόχευε να τον βλάψει επαγγελματικά.

[*19]Όταν η παραπονούμενη μαζί με τον Αλέξανδρο βγήκαν έξω από την κλινική, κάτω από περιστάσεις που περιγράφηκαν, κλαίοντας του ανέφερε τα κατά τον ισχυρισμό της συμβάντα. Ο Αλέξανδρος έξαλλος εισήλθε στην κλινική. Μετά από μερικά λεπτά, συνοδευόμενος από τον ιατρό Α. Κωνσταντινίδη, Επιστημονικό Διευθυντή της Κλινικής, επέστρεψε στην παραπονούμενη. Η παραπονούμενη, κλαίοντας ακόμα και φωνάζοντας επανέλαβε τον ισχυρισμό της. Όσα είπε στον Αλέξανδρο και στον Α. Κωνσταντινίδη έγιναν δεκτά ως πρώτο παράπονο και κρίθηκαν από το Κακουργιοδικείο ως ένα από τα δυο στοιχεία ενισχυτικής μαρτυρίας που θεώρησε ότι υπήρχαν.

Επιχειρήματα σε σχέση με αυτή την πτυχή της υπόθεσης δεν διατυπώθηκαν. Η διαπίστωση του Κακουργιοδικείου πως η παραπονούμενη, αμέσως μετά την έξοδό της από την κλινική, προέβη σε τέτοια παράπονα και η κρίση πως αυτά ήταν πρώτα παράπονα με την έννοια του νόμου και πως συνιστούσαν ενισχυτική μαρτυρία, παρέμειναν απρόσβλητες. Οι λόγοι έφεσης αφορούν πρώτα στον τρόπο με τον οποίο προσεγγίστηκε και αξιολογήθηκε η μαρτυρία της παραπονουμένης αφ΄εαυτής αλλά και σε συνάρτηση προς την υπόλοιπη μαρτυρία, ιδίως ενόψει συγκεκριμένων αδυναμιών ή αντιφάσεων που ο εφεσείων θεωρεί ότι υπάρχουν. Στη συνέχεια, στον τρόπο με τον οποίο αξιολογήθηκαν ελλείψεις ή κενά, όπως τα θεωρεί, στην υπόθεση της κατηγορούσας αρχής και στη σημασία που τους προσδόθηκε στο πλαίσιο του θεμελιώδους πως η κατηγορούσα αρχή υπείχε, ως το τέλος, το βάρος της απόδειξης της ενοχής πέρα από κάθε λογική αμφιβολία. Συζητήθηκαν συναφώς η επιστημονική μαρτυρία που προσάχθηκε, ο συσχετισμός της προς την υπόθεση, ο τρόπος της αξιολόγησής της και οι επιπτώσεις από αυτή. Επίσης, οι ίδιες οι επιστημονικές μέθοδοι που χρησιμοποιήθηκαν, η επάρκεια και το ενδεδειγμένο τους και, σε σχέση με ορισμένα ζητήματα, το γεγονός ότι δεν οδήγησαν στον εντοπισμό συγκεκριμένων στοιχείων. Ανεξάρτητα από αυτά, υποστηρίχτηκε πως ο εφεσείων δεν έτυχε αμερόληπτης μεταχείρισης στο στάδιο της διευρεύνησης της καταγγελίας, αφού οι ανακρίσεις διεξάχθηκαν υπό το βάρος και την επίδραση ανεπίτρεπτης παρέμβασης από τους δικηγόρους της παραπονουμένης αλλά και από τον ίδιο το Γενικό Εισαγγελέα. Επιπλέον, ότι στερήθηκε δυνατότητας που εξ αντικειμένου προσφερόταν αφού η κατηγορούσα αρχή δεν έθεσε στη διάθεση της υπεράσπισης τεκμήρια της υπόθεσης. Τέλος, με ξεχωριστό λόγο έφεσης, υποστηρίχθηκε πως ακόμα και στη βάση της μαρτυρίας της παραπονουμένης δεν ήταν δυνατή η καταδίκη αφού αφηνόταν αμφι[*20]βολία αναφορικά με το αν πράγματι το πέος του εφεσείοντα εισήλθε μέσα στον κόλπο της παραπονουμένης. Υποβλήθηκε τελικά και λόγος έφεσης με αναφορά στο χρόνο που παρήλθε ως την εκδίκαση της υπόθεσης αλλά αυτό το θέμα παρέμεινε εκεί, δηλαδή στη γενικότητα με την οποία διατυπώθηκε. Δεν προωθήθηκε τέτοιο θέμα ενώπιόν μας με αναφορά σε οτιδήποτε το συγκεκριμένο ώστε να μπορεί να τίθεται ζήτημα θεμελίωσης τέτοιας άποψης που, εν πάση περιπτώσει, δεν αναπτύχθηκε ενώπιόν μας.

Κατέθεσαν η παραπονούμενη και άλλοι 23 μάρτυρες κατηγορίας. Είναι χρήσιμο να καταγράψουμε ορισμένα γενικά σε σχέση με την μαρτυρία τους. Στον Αλέξανδρο Ηρακλείδη έχουμε αναφερθεί. Ήταν δέκτης του πρώτου παραπόνου και συζητήθηκαν ορισμένες πτυχές της μαρτυρίας του ιδίως αναφορικά με την κατάσταση στο εξεταστήριο του εφεσείοντα. Η μαρτυρία της μητέρας της παραπονουμένης Π. Παπαλουκά δεν ήταν άμεσα συνδεδεμένη προς τα συμβάντα. Δεν ήταν παρούσα. Το ίδιο και η μαρτυρία του πατέρα της Χρ. Παπαλουκά. Η υπεράσπιση όμως διασυνδέει λεπτομέρειες της μαρτυρίας της μητέρας της παραπονουμένης προς την άποψή της αναφορικά με τον τρόπο της διερεύνησης της υπόθεσης. Σημειώνουμε πως, κατά τη μαρτυρία τους, οι γονείς της παραπονουμένης δεν γνώριζαν ότι είχε ποτέ σεξουαλικές σχέσεις. Συναφώς η γυναικολόγος Ειρήνη Ανδρέου διαπίστωσε πως ο υμένας της παραπονουμένης είχε παλιά ρήξη και, όταν την εξέτασε για τους σκοπούς της υπόθεσης, δεν είδε σημεία άσκησης βίας.

Αριθμός μαρτύρων εργάζονταν στην κλινική Ευαγγελίστρια.  Αυτοί ήταν:  Ο ιατρός Α. Κωνσταντινίδης δέκτης και αυτός πρώτου παραπόνου όπως σημειώσαμε. Του αποδόθηκαν κίνητρα αλλότρια, σε σχέση όμως προς άλλα σημεία της μαρτυρίας του. Συζητήθηκε η στάση και οι ενέργειες του μετά το πρώτο παράπονο και η μαρτυρία του αναφορικά με την κατάσταση στο εξεταστήριο του εφεσείοντα. Η Α. Θεοδοσιάδου, καθαρίστρια στην κλινική. Μετά το κατ΄ισχυρισμόν αδίκημα, που τοποθετείται στις 10.00 π.μ. περίπου, μεταξύ της 1.30 - 2.00 μ.μ. καθάρισε το ιατρείο του εφεσείοντα και πέταξε τη νάυλον σακκούλα από το καλάθι που βρισκόταν σ’ αυτό. Η μαρτυρία συσχετίστηκε προς τη δυνατότητα εισόδου στο ιατρείο μετά την καταγγελία στην αστυνομία. Η Σ. Κουζάλη υπάλληλος υποδοχής και τηλεφωνήτρια στην κλινική. Αναφέρθηκε στην αντίδραση του Αλέξανδρου μετά το πρώτο παράπονο. Το ίδιο και ο Δ. Ιωάννου υπεύθυνος χειρουργείου στην Κλινική. Είδε τον Αλέξανδρο έξαλλο και εξαγριωμένο να κτυπά τις πόρτες. Τον οδή[*21]γησε στον ιατρό Α. Κωνσταντινίδη. Η Δ. Χαλιού, ακτινογράφος στην κλινική, νύμφη του βοηθού του εφεσείοντα. Περιέγραψε την παραπονούμενη κατά την έξοδό της από το ιατρείο του εφεσείοντα. Την είδε να κινείται, κατά την εκτίμησή της φυσιολογικά, κρατώντας ένα άσπρο χαρτί. Ο Φ. Χαλιός, βοηθός του εφεσείοντα. Έφυγε από το ιατρείο κατά την άφιξη της παραπονουμένης και του Αλέξανδρου. Ο εφεσείων θα προέβαινε στη συνέχεια σε κάποια επέμβαση στο χειρουργείο της κλινικής και θα την προετοίμαζε. Πράγματι διενεργήθηκε η επέμβαση από τον εφεσείοντα αλλά, πριν από αυτό, μετά από τηλεφωνική επικοινωνία με υπάλληλο στην αίθουσα υποδοχής, πήγε εκεί και πληροφορήθηκε τα διατρέξαντα δηλαδή την καταγγελία που έγινε.  Δεν είπε τίποτε στον εφεσείοντα μετά από υπόδειξη του Α. Κωνσταντινίδη και ο εφεσείων προχώρησε στην επέμβαση. Τέλειωσε γύρω στις 1.20 μ.μ, έφυγε και τελικά ενημερώθηκε από τον ίδιο γύρω στις 4.00 μ.μ.  Αναφέρθηκε ο μάρτυρας στην κατάσταση στο εξεταστήριο, σε άλλες λεπτομέρειες που καταγράφονται στην απόφαση του Κακουργιοδικείου και στις πολύ άσχημες, όπως τις έκρινε, σχέσεις του Α. Κωνσταντινίδη με τον εφεσείοντα.

Οι μάρτυρες μέλη της αστυνομίας ήταν έξι. Ο Λοχίας Κ. Ανδρέου παρουσίασε φωτογραφίες του ιατρείου και εξεταστηρίου  που πήρε στις 24.8.96.  Ο Λοχ. Κ. Αριστείδου συμμετείχε από την αρχή ως το τέλος στη διερεύνηση της καταγγελίας, συνοδευόμενος σε ορισμένες περιπτώσεις από την Αστυφύλακα Μ. Νικηφόρου.  Ο Υπαστυνόμος Στ. Ιωαννίδης, υπό τις οδηγίες του οποίου τελούσαν οι προηγούμενοι. Συμμετέσχε στη διερεύνηση ως την αντικατάστασή του, στις 24.8.96, από τον Υπαστυνόμο Σ. Τσιόλη. Ο Υπαστυνόμος Α. Σωκράτους, η επουσιώδης μαρτυρία του οποίου δεν συζητήθηκε.

Οι υπόλοιποι μάρτυρες κατηγορίας ήταν ειδικοί που προέβησαν σε παρατηρήσεις και επιστημονικές εξετάσεις:  Ο Ιατροδικαστής Σ. Σοφοκλέους που εξέτασε την παραπονούμενη περί τις 3.00 μ.μ. της 22.8.96 στην κλινική. Παρέλαβε τα ρούχα της και, μεταξύ άλλων, τρίχες από το εφηβαίο της και κολπικά επιχρίσματα. Επίσης σκούπισε το αιδοίο της με γάζα.  Δεν είδε κακώσεις ή ερυθρότητα στα γεννητικά όργανά της αλλά εξήγησε πως δεν ανέμενε ερυθρότητα στην περίπτωση εισδοχής του πέους στον κόλπο μόνο για μερικά λεπτά όταν η εξέταση διενεργείται μερικές ώρες αργότερα. Ο Μ. Καριόλου, Διευθυντής Εργαστηρίου στο Ινστιτούτο Νευρολογίας και Γενετικής. Επεξεργάστηκε τα κολπικά επιχρίσματα, το σλιπ, όπως [*22]περιγράφηκε, της παραπονουμένης και δυο εσώβρακα του εφεσείοντα, τεκμήρια που πήρε από τον Μ. Χριστοδουλίδη, Βιολόγο στο Ινστιτούτο. Δεν ανεύρε σε οτιδήποτε από αυτά ξένο γενετικό υλικό. Η κα Κονάρη, υπεύθυνη Εργαστηρίου Δικανικής Χημείας του Κρατικού Χημείου.  Δεν εντόπισε βαζελίνη στη γάζα που χρησιμοποίησε και στις τρίχες που απέκοψε ο Ιατροδικαστής Σοφοκλέους. Ανίχνευσε όμως βαζελίνη σε σλιπ που της παραδόθηκε ως εκείνο που φορούσε η παραπονούμενη.  Αυτό ήταν το δεύτερο από τα στοιχεία τα οποία, σύμφωνα με την απόφαση του Κακουργιοδικείου, ενίσχυαν τη μαρτυρία της παραπονουμένης. Ο Ι. Σιάτης των Φαρμακευτικών Υπηρεσιών του Υπουργείου Υγείας. Αναφέρθηκε στις ιδιότητες της βαζελίνης, ειδικά στο αδιάλυτό της. Ο Σπ. Ηλιάδης ουρολόγος. Αναφέρθηκε στις εκκρίσεις υγρών από τους αδένες κατά τη στύση, μετά την εκσπερμάτωση, αλλά, ενδεχομένως και πριν από αυτή.

Από την υπεράσπιση κλήθηκαν δυο μάρτυρες. Η εκ των δικηγόρων του εφεσείοντα Ν. Ταλαρίδου που αναφέρθηκε στη συμβουλή της προς τον εφεσείοντα στις 22.8.96, να μήν προβεί σε γραπτή κατάθεση προς την αστυνομια. Ο Κ. Κωνσταντινίδης, ειδικός ανδρολόγος.  Κατά τη μαρτυρία του, με την εισδοχή του πέους στο κόλπο, ανεξάρτητα από το πόσο σύντομη είναι ή από το βάθος της εισδοχής, αποβάλλονται απαραιτήτως υγρά.

Η μαρτυρία της παραπονουμένης ήταν κεντρικό θέμα και, αντί άλλης αναφοράς σ΄αυτή, θα παραθέσουμε τη σύνοψή της στην πρωτόδικη απόφαση.

“Στη συνέχεια ο κ. Κορέλλης μπήκε μαζί με τον Αλέξη στο εξεταστήριο για να αλλάξει τη γάζα, ενώ η Ειρήνη έμεινε στο γραφείο του, το οποίο χωρίζεται από το εξεταστήριο με συρόμενη κουρτίνα. Μετά από την αλλαγή, ο κ. Κορέλλης είπε στον Αλέξη να περιμένει έξω από το ιατρείο για να πει κάτι στην Ειρήνη, όπως και έκανε αφού και η Ειρήνη του είπε εν τάξει. Ο κ. Κορέλλης τότε είπε στην Ειρήνη ότι ήθελε να την εξετάσει για να διαπιστώσει αν παρουσίαζε στενότητα σε σχέση με το πρόβλημα που είχε παρουσιασθή στον Αλέξη. Η Ειρήνη κατ΄αρχήν είπε ότι δεν ήταν αναγκαίο, ο κ. Κορέλλης όμως επέμενε λέγοντας ότι δεν θα την χρεώσει και η Ειρήνη συγκατάνευσε και πέρασε στο εξεταστήριο. Η πόρτα του ιατρείου ήταν κλειστή και η κουρτίνα του εξεταστηρίου μισάνοικτη. Της είπε να κατεβάσει το παντελόνι και το slip της και τα κατέβασε μέχρι τα γόνατα. Ο ίδιος βγήκε από το εξεταστή[*23]ριο και επιστρέφοντας κρατούσε ένα βαζάκι και πλαστικά γάντια. Της είπε να ξαπλώσει μπρούμυτα στο κρεβατάκι, όπως και έκανε, εξηγώντας ότι παρέμεινε ιστάμενη γέρνοντας μπρούμυτα στο κρεβατάκι με τις αγκώνες ακουμπισμένες σ΄αυτό. Έβαλε το χέρι του στη μέση της και της είπε να πάει λίγο πιο κάτω. Η Ειρήνη έβλεπε προς το εξωτερικό παράθυρο του ιατρείου, οι κουρτίνες του οποίου ήσαν κλειστές. Δεν μπορούσε να δει τον κ. Κορέλλη, ο οποίος ήταν πίσω της και ο οποίος άρχισε να την εξετάζει με το δάκτυλο εξωτερικά και εσωτερικά στον κόλπο. Η ίδια έδειξε ότι ενοιωθε άβολα αλλά θεωρούσε ότι έτσι ήταν η εξέταση αφού ο κ. Κορέλλης δεν διέθετε το ειδικό εξεταστικό κρεβατάκι των γυναικολόγων. Στη συνέχεια της είπε ότι θα της έβαζε βαζελίνη από το βαζάκι το οποίο ήταν δίπλα και πάνω στο κρεβατάκι μαζί με τα γάντια και το οποίο αναγνώρισε στο Τεκ. 21. Η ίδια δεν γνώριζε γιατί και δεν ρώτησε. Της έβαλε βαζελίνη τόσο εξωτερικά όσο και εσωτερικά στον κόλπο με το δάκτυλό του. Μετά τον ένοιωσε να έρχεται πιο κοντά της, αισθανόμενη το παντελόνι του πάνω στα πόδια της, και ένοιωσε το πέος του να μπαίνει μέσα της. Αυτόματα σκέφθηκε μήπως είχε κάποιο εργαλείο και του είπε “τί κάμνετε γιατρέ; ένοιωσε δε το πέος του να μπαίνει πιο μέσα στον κόλπο της, περίπου πέντε εκατοστά. Τότε συνειδητοποιώντας τί έγινε, σηκώθηκε πάνω, γύρισε πίσω και τον είδε, λέγοντας του “τι κάμνετε γιατρέ;”  Είδε ότι είχε τα χέρια του μπροστά από τα γεννητικά του όργανα, ενώ το παντελόνι του ήταν ανοικτό, δηλαδή το πάνω μέρος του παντελονιού ήταν γυρισμένο προς τα έξω. Από την ώρα που ένοιωσε το πέος του μέχρι την ώρα που γύρισε και τον είδε πέρασαν περίπου 3-4 δευτερόλεπτα. Ο κ. Κορέλλης φορούσε καφέ προς λαδί παντελόνι, πουκάμισο καφέ με μαύρες ρίγες και δεν φορούσε την ιατρική ρόμπα την οποία φορούσε την προηγουμένη. Σήκωσε τα ρούχα της, ενώ αυτός πρέπει να πήγε δίπλα στην τουαλέττα του ιατρείου, και έτρεξε και βγήκε από το ιατρείο, στο οποίο είχε μείνει 6 - 7 λεπτά από την ώρα που βγήκε ο Αλέξης. Ήθελε να φύγει από την κλινική και έτρεξε προς την έξοδο χωρίς να σταματήσει στην αίθουσα αναμονής όπου καθόταν ο Αλέξης αλλά απλώς λέγοντας του νάρθει. Περπατούσε γρήγορα και κοίταζε κάτω. Ο Αλέξης τη ρωτούσε επίμονα τί είχε πάθει αυτή όμως δεν του είπε, λέγοντάς του ότι θα του πει μετά.  Βγήκαν από την κλινική και πήγαν στο αυτοκίνητο, εκεί δε ο Αλέξης συνέχισε να τη ρωτά, μάλιστα τράβηξε και το χειρόφρενο για να μήν προχωρήσει, και η Ειρήνη άρχισε να κλαίει. Όπως είπε, δεν του έλεγε διότι ένοιωθε κάτι μέσα της που δεν μπορούσε να το βγάλει, ένοιωθε σιοκαρισμένη και ηθελε μόνο να φύγει απ’ εκεί. Όταν όμως άρχισε να κλαίει κατάφερε και του [*24]είπε τί είχε γίνει, ότι ο γιατρός της είπε να την εξετάσει για να δει αν ήταν στενή, την έβαλε να κατεβάσει τα ρούχα της, ότι ξάπλωσε στο κρεβατάκι και ότι τη βίασε. Ο Αλέξης βγήκε από το αυτοκίνητο και γύρισε σε 5 - 10 λεπτά, ακολούθως επανήλθε δε με το γιατρό κ. Κωνσταντινιδη.  Στο αυτοκίνητο η Ειρήνη είπε και στον κ. Κωνσταντινίδη τι είχε γίνει.

Έχουμε δώσει μια γενική περιγραφή των εισηγήσεων του εφεσείοντα. Θα τις δούμε τώρα με μεγαλύτερη λεπτομέρεια. Ορισμένες δεν συναρτήθηκαν προς συγκεκριμένα σημεία της μαρτυρίας.  Κατά την άποψη της υπεράσπισης εγείρονται ζητήματα κεφαλαιώδους σημασίας, η ορθή αντίκρυση των οποίων θα πρέπει να οδηγήσει σε ακύρωση της καταδίκης ανεξάρτητα από οτιδήποτε το επί μέρους.

Το πρώτο επιχείρημα αυτής της φύσης, αναφέρεται στον τρόπο με τον οποίο το Κακουργιοδικείο προσήγγισε τη μαρτυρία της παραπονουμένης σε συσχετισμό προς την υπόλοιπη.  Εκτιμάται από τον εφεσείοντα πως το Κακουργιοδικείο, αφού θεώρησε τη μαρτυρία της παραπονουμένης ως “εξ υπαρχής αξιόπιστη” αξιολόγησε την υπόλοιπη μαρτυρία “έχοντας ως μέτρο ή υπόβαθρο την εναρμόνιση της μαρτυρίας αυτής προς το περιεχόμενο της μαρτυρίας της παραπονουμένης”. Όπως τονίστηκε, στην πραγματικότητα η μαρτυρία της παραπονουμένης  έγινε δεκτή ως αξιόπιστη επειδή, κατά την κρίση του Κακουργιοδικείου, δεν υπήρχε οτιδήποτε που να την αναιρεί. Αυτό το βασικό σφάλμα είχε και περαιτέρω παρενέργεια. Ουσιώδη επί μέρους επίδικα θέματα, το βάρος της απόδειξης των οποίων είχε η κατηγορούσα αρχή, “εθεωρήθησαν ως δεδομένα ώστε εν τέλει το βάρος της αποδείξεως της μή υπάρξεώς των, να το επωμισθεί η Υπεράσπιση η οποία ουσιαστικά ανέλαβε το βάρος της αποδείξεως της αθωώτητας του εφεσείοντος, πληττομένου κατά τον τρόπο αυτό του τεκμηρίου της αθωώτητος.” Επικαλέστηκε συναφώς ο εφεσείων τις υποθέσεις Woolmington v. D.P.P. 25 Cr. App. R. 72 και συναφώς τις McGreevy v. D.P.P. [1973] 1 All E.R. 503 και Εkdotiki Eteria Cosmos v. Police (1984) 2 C.L.R. 121 στη σελ. 139. Tονίστηκε ειδικότερα πως αυτή η εσφαλμένη προσέγγιση οδήγησε σε πάσχουσα αξιολόγηση της επιστημονικής μαρτυρίας που προσάχθηκε και σε εξαγωγή από αυτή ανεπίτρεπτων συμπερασμάτων ενοχής. Θα δούμε στο κατάλληλο σημείο πως εξειδικεύθηκε, με αναφορά στη μαρτυρία, αυτό το επιχείρημα.

Το δεύτερο επιχείρημα αφορά στον τρόπο της διερεύνησης της [*25]υπόθεσης. Κατά την εισήγηση του εφεσείοντα ήταν άδικος, μονόπλευρος και μεροληπτικός ή, τουλάχιστον, αυτή την εντύπωση άφηνε. Στόχευε στον εντοπισμό ενοχοποιητικών στοιχείων μόνο, και αυτό ενόψει παρεμβάσεων εξωτερικών παραγόντων, ειδικά των δικηγόρων της παραπονουμένης. Αυτοί ήταν άνθρωποι ευρύτερου κύρους και η ανεπίτρεπτη εμπλοκή τους θα πρέπει να θεωρηθεί ότι προσδιόρισε την περαιτέρω πορεία. Οι δικηγόροι της παραπονουμένης, με επιστολές που απέστειλαν στον Αρχηγό της Αστυνομίας στις 22.8.96 και στις 26.8.96, ζήτησαν την αντικατάσταση μέλους του κλιμακίου που ανέλαβε τη διερεύνηση της υπόθεσης ο οποίος, κατά τις πληροφορίες που είχαν, προσπαθούσε να τη συγκαλύψει.  Αντικαταστάθηκε ο Υπαστυνόμος Ιωαννίδης από την Υπαστυνόμο Τσιόλη και οι ενέργειες του τελευταίου, όπως και των άλλων που συνέχισαν να συμμετέχουν, θα έπρεπε να ιδωθούν κάτω από αυτό το πρίσμα. Συγκεκριμενοποιήθηκαν επισκέψεις στο ιατρείο του εφεσείοντα που ακολούθησαν και η λήψη συμπληρωματικών καταθέσεων από την παραπονούμενη και τον Αλέξανδρο, μάλιστα στην παρουσία δικηγόρου τους.  Σε μια περίπτωση, όπως θα δούμε και μετά, η παραπονούμενη διαφοροποίησε ισχυρισμό στην πρώτη της κατάθεση πως “ξάπλωσε μπρούμυτα” και σε άλλη πρόσθεσε λεπτομέρειες που απέκλειαν την ύπαρξη βαζελίνης στο σώμα της από άλλη αιτία.

Μολύνθηκε, συνεπώς, ολόκληρη η ανακριτική πορεία και, ενόψει αυτών των επιστολών, στις οποίες προστέθηκε και τρίτη ημερομηνίας 12.2.97, χωρίς άλλα, ο εφεσείων δικαιούται σε αθώωση.  Σε τελική ανάλυση παραβιάστηκε το δικαίωμα του για δίκαιη δίκη, τμήμα της οποίας πρέπει να θεωρηθεί ότι αποτελεί και η διερεύνηση μιας καταγγελίας. Επικαλέστηκε επ’ αυτού ο εφεσείων το έργο του Stephanou Stavrou The Guarantees for Accused Persons under Article 6 of the European Convention on Human Rights στις σελίδες 70 - 72, την La Convention Europeenne des Droits De L’ Homme - Gerard Cohen - Jonathan, σελ. 420, μετάφραση της οποίας έθεσε στη διάθεσή μας, την David Paris v. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 186, τη μελέτη του J.A.Andrews Human Rights in Criminal Procedure στη σελ. 339, την υπόθεση R. v. Birmingham City Justice, ex parte Chris Foreign Foods (Wholesalers) Ltd, [1970] 3 All E.R. 945, την Τράπεζα Κύπρου Λτδ ν. Dynacon Ltd κ.ά., Πολιτική Έφεση 9891, ημερομηνίας 6.5.99 για την ανάγκη αμεροληψίας ακόμη και των διαιτητών και την Αναφορικά με τον Ευθύβουλο Λιασίδη, Πολιτική Έφεση 10219, ημερομηνίας 19.2.99.

Κατά την εισήγηση, στο ίδιο αποτέλεσμα, για τους ίδιους λόγους, [*26]θα έπρεπε να οδηγήσει και ο ρόλος που διαδραμάτισε ο Γενικός Εισαγγελέας. Έγινε αναφορά στις εξουσίες του, ιδίως ενόψει του Άρθρου 113 του Συντάγματος και αμφισβητήθηκε η δυνατότητα να αναμιγνύεται σε οτιδήποτε αφορά στη διερεύνηση καταγγελίας για αδικήματα.  Η θέση ήταν πως ο Γενικός Εισαγγελέας όφειλε να παραμείνει μακριά από αυτά για να μπορεί να ασκεί αμερόληπτα την οιωνεί δικαστική εξουσία του για έναρξη ή όχι ποινικής δίωξης. Η παρέμβαση του Γενικού Εισαγγελέα που κατά την εισήγηση μόλυνε ανεπανόρθωτα τη διαδικασία της διερεύνησης, και κατ’επέκταση την ίδια τη δίκη, συνίστατο σε οδηγία που εξέδωσε για τη λήψη κατάθεσης από ορισμένο μάρτυρα.

Το τρίτο επιχείρημα αφορά στην κατ’ ισχυρισμό στέρηση του εφεσείοντα από τη δυνατότητα να υποβάλει σε επιστημονική εξέταση, από δικό του ειδικό, το σλιπ της παραπονουμένης. Το Κακουργιοδικείο είχε εκδώσει διαταγή για την παράδοση του τεκμηρίου, όπως και άλλων, στην υπεράσπιση. Με αίτηση της κατηγορούσας αρχής εκδόθηκε certiorari και η διαταγή ακυρώθηκε.  Όπως κρίθηκε από την Ολομέλεια, το Κακουργιοδικείο δεν είχε εξουσία έκδοσης τέτοιας διαταγής. (Βλ. Αναφορικά με την Αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα (1998) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1718.) Αυτό όμως δεν απάλλασσε από την υποχρέωση να χορηγηθούν ίσα όπλα στην υπεράσπιση. Όπως παρατήρησε η Ολομέλεια, ήταν θέμα της κατηγορούσας αρχής το κατά πόσο θα αποφάσιζε να διαθέσει τα τεκμήρια στην Υπεράσπιση για τις δικές της αξιολογήσεις.  Ουδέποτε παραδόθηκε το σλιπ στην υπεράσπιση, η δίκη που διεξάχθηκε με ανισότητα όπλων, δεν ήταν δίκαιη και το Κακουργιοδικείο όφειλε να είχε απορρίψει το κατηγορητήριο. Επικαλέσθηκε συναφώς και την R. v. DPP, ex p. Lee [1999] 2 All E.R. 737.

Συναφής με τα πιο πάνω ήταν και η αποδιδόμενη στην κατηγορούσα αρχή παράλειψη να θέσει στη διάθεση της υπεράσπισης αριθμό γραπτών καταθέσεων στις οποίες φερόταν να προέβει η παραπονούμενη. Το σημείο στηρίζεται στο εξής που εκλαμβάνεται ως δεδομένο. Η ίδια η παραπονούμενη ανέφερε πως προέβη σε επτά γραπτές καταθέσεις ενώ αποκαλύφθηκαν και παρουσιάστηκαν μόνο τέσσερις.

Ακολουθούν οι επί μέρους εισηγήσεις σε σχέση με τη μαρτυρία της παραπονουμένης. Υποστηρίζεται πως, στο πλαίσιο των αρχών που διέπουν την προσέγγιση της μαρτυρίας “υπόπτων” μαρτύρων, όπως χαρακτηρίζεται νομολογιακά η μαρτυρία παραπονουμένης [*27]για σεξουαλικά αδικήματα, δεν θα έπρεπε να γίνει δεκτή ως αξιόπιστη η μαρτυρία της. Κατ’ αρχάς αξιολογήθηκε κατά παραγνώριση της νομολογίας επί του θέματος αφου αποτιμήθηκε κατά απομόνωση και όχι στο πλαίσιο του συνόλου της μαρτυρίας. Μετά, κατά την εισήγηση, η εκδοχή της παραπονουμένης  ήταν αφ΄εαυτής τόσο αφύσικη που, ανεξάρτητα από άλλες εξειδικεύσεις, θα έπρεπε να είχε απορριφθεί η έστω να προσεγγιστεί με ιδιαίτερη καχυποψία. Το Κακουργιοδικείο είχε αναφερθεί στην έλλειψη κινήτρου από την πλευρά της παραπονουμένης να ενοχοποιήσει τον εφεσείοντα. Δεν θεώρησε την έλλειψη κινήτρου ως αποφασιστικής σημασίας όσο και αν η κατηγορούσα αρχή, και ενώπιόν μας, τόνισε πόσο απίθανο θα ήταν να αυτοϋποβληθεί η παραπονούμενη, χωρίς λόγο, στη βασανιστική περιπέτεια τέτοιας καταγγελίας με το να αποδώσει στον εφεσείοντα εντελώς φανταστικές ενέργειες. Ενώπιόν μας δεν υποστηρίχθηκε πως η παραπονούμενη εμφορείτο από κάποιο αλλότριο κίνητρο, όσο και αν κατά τη διάρκεια της δίκης αφέθηκαν τέτοιες αιχμές. Ο εφεσείων επικαλέστηκε την ανθρώπινη πείρα που ακριβώς υπαγόρευσε την ανάγκη αυτοπροειδοποίησης αναφορικά με τους κινδύνους από την αποδοχή τέτοιας μαρτυρίας. Σε τέτοιες περιπτώσεις η προβολή ψεύτικης εκδοχής μπορεί να μήν είναι καν ενσυνείδητη, όπως παρατηρήθηκε στην DPP v. Hester [1972] 3 All E.R. 1056. Σε σχέση με το γενικότερο θέμα των “υπόπτων” μαρτύρων και την προσέγγιση της μαρτυρίας τους ο εφεσείων επικαλέστηκε την DPP v. Kilbοurne [1973] 1 All E.R. 440, Yiannis Antoniou Vouniotis v. Republic (1975) 2 C.L.R. 34, A-G of Hong-Kong ν. Wong Muk-Ping [1987] 3 All E.R. 488, όπως και σειρά άλλων στις οποίες αναφέρθηκε το Κακουργιοδικείο. Στην προκείμενη περίπτωση, πέρα από αυτά, είχαμε μια όλωσδιόλου αφύσικη εκδοχή. Ο Εφεσείων είχε προγραμματισμένη χειρουργική επέμβαση σε άλλο ασθενή.  Είχε δώσει οδηγίες για την προετοιμασία της όταν, παράλληλα, εξέταζε τον Αλέξανδρο. Όταν έμεινε μόνος με την παραπονούμενη στο ιατρείο, η εξωτερική του πόρτα ήταν κλειστή αλλά ξεκλείδωτη. Ο εφεσείων γνώριζε ότι ο Αλέξανδρος ήταν έξω από το ιατρείο και υπήρχε πάντα η πιθανότητα κάποιος, έστω από το προσωπικό της κλινικής, ακόμα και κατά λάθος, να την ανοίξει και να εισέλθει στο ιατρείο. Βέβαια, κατά την εκδοχή της παραπονουμένης, βρίσκονταν τότε στο ιδιαίτερο εξεταστήριο. Όμως, όπως υποστηρίκτηκε, ο χώρος εκείνος ήταν ορατός από την είσοδο. Σ’αυτά πρέπει να προστεθεί και το γεγονός ότι η Δ. Χαλιού κατέθεσε ότι είδε την παραπονούμενη να κινείται φυσιολογικά κατά την έξοδό της από το ιατρείο κρατώντας ένα άσπρο χαρτί.  Ενδεχομένως κάποιο χαρτί που της έδωσε ο εφεσείων, όσο και αν ο ίδιος δεν [*28]είπε κάτι τέτοιο, οπότε θα ήταν πραγματικά δύσκολο να συμβιβαστεί αυτό το ενδεχόμενο με τη μαρτυρία της. Η έλλειψη άλλης μαρτυρίας επί του θέματος δεν απέκλειε τέτοια πιθανότητα και αυτό θα έπρεπε να λειτουργήσει υπέρ του εφεσείοντα.  Επισημάνθηκε στο ίδιο πλαίσιο, η απουσία από την περιγραφή της παραπονουμένης του σεξουαλικού πάθους που φυσιολογικά εκδηλώνεται κατά το βιασμό.

Υπήρχαν όμως, εισηγείται ο εφεσείων, και σοβαρές αδυναμίες ή αντιφάσεις στη μαρτυρία της παραπονουμένης. Η παραπονούμενη προέβη σε σειρά γραπτών καταθέσεων στην αστυνομία. Δεν κατατέθηκαν αλλά εισήχθηκαν αποσπάσματα τους κατά την αντεξέταση της παραπονουμένης. Στην πρώτη της κατάθεση εμφάνισε τον εαυτό της, με την υπόδειξη του εφεσείοντα, να “ξάπλωσε μπρούμυτα” στο εξεταστικό κρεβατάκι. Δεν ήταν όμως δυνατό να είχαν εξελιχθεί τα πράγματα με τον τρόπο που περιέγραψε με τέτοια θέση. Αφού λοιπόν μεσολάβησε και δεύτερη κατάθεση, στην οποία δεν αναφέρθηκε στο θέμα αυτό όπως και η επίσκεψη της στο χώρο με τη συνοδεία της αστυνομίας και δικηγόρου της, με την τρίτη κατάθεσή της αναφέρει ότι έσκυψε μπρούμυτα, όπως ισχυρίστηκε και στο Δικαστήριο. Όταν της υποδείχθηκαν οι φωτογραφίες που λήφθηκαν στις 24.8.96, η παραπονούμενη αρνήθηκε την ύπαρξη του δεύτερου εξεταστικού κρεβατιού συνδεδεμένου με το βασικό που εκείνες έδειχναν. Η ανυπαρξία του συνδέθηκε προς την περιγραφή της. Αν υπήρχε το δεύτερο, δεν θα υπήρχε λόγος να της υποδείξει να σκύψει μπρούμυτα. Θα ξάπλωνε σ΄αυτό ανάσκελα κατά τον τρόπο της κανονικής γυναικολογικής χρησιμοποίησής του, με τα πόδια υποβασταζόμενα στα ειδικά στηρίγματα.  Το Κακουργιοδικείο δέκτηκε τη μαρτυρία της αντίθετα προς την αντικειμενική εικόνα των φωτογραφιών που λήφθηκαν από την αστυνομία και προσάχθηκαν από την κατηγορούσα αρχή.  Επίσης, ως αποτέλεσμα εσφαλμένης αξιολόγησης της μαρτυρίας του Δ. Χαλιού, του Α. Κωνσταντινίδη και του Αλέξανδρου.  Το δεύτερο εξεταστικό κρεβατάκι κατασκευάστηκε ακριβώς για τέτοιους σκοπούς, συνδέθηκε με το βασικό και, όπως κατέθεσε ο Χαλιός, για το μεγάλο χρονικό διάστημα ως τον κρίσιμο χρόνο, ουδέποτε αφαιρέθηκε.  Η διαφορετική μαρτυρία του Α. Κωνσταντινίδη, σύμφωνα με την οποία αυτό αφαιρείτο ανάλογα με τις ανάγκες, θα έπρεπε να είχε απορριφθεί. Οι σχέσεις του με τον εφεσείοντα ήταν τεταμένες, ουσιαστικά επικοινωνούσαν με γραπτά σημειώματα και ήταν μάρτυρας με δικό του σκοπό. Ήθελε να τον απαλλαγεί και του προσφέρθηκε η ευκαιρία.  Δεν ήταν το ίδιο “ύποπτος” ο Δ. Χαλιός, παρά τις στενές σχέ[*29]σεις του με τον εφεσείοντα του οποίου ήταν προσωπικός βοηθός. Και, πάντως, ήταν σφάλμα του Κακουργιοδικείου το ότι παρέπεμψε επί του σημείου και στη μαρτυρία του Αλέξανδρου με την προσθήκη πως αυτός δεν αντεξετάστηκε επί του σημείου. Στην πραγματικότητα είχε αντεξεταστεί.  Στην πρώτη γραπτή της κατάθεση αλλά και στη δεύτερη, η παραπονούμενη ισχυρίστηκε πως όταν γύρισε είδε το φερμουάρ του παντελονιού του εφεσείοντα ανοικτό. Δεν θα μπορούσε όμως να ήταν ορατό το φερμουάρ αφού τα χέρια του εφεσείοντα ήταν, υποτίθεται, μπροστά και, για να καλύψει την αδυναμία, ισχυρίστηκε πως εκείνο που είδε ήταν ότι το πάνω μέρος του παντελονιού του ήταν ανοικτό γυρισμένο προς τα έξω.  Οι επιστολές των δικηγόρων της παραπονουμένης  είχαν και άλλη προέκταση.  Αναφέρονταν και στα κατ’ ισχυρισμό διατρέξαντα.  Ειδικότερα, σε βιασμό ή απόπειρα βιασμού και σε παράλειψη της αστυνομίας να παραλάβει από κάλαθο αχρήστων “χαρτομάντηλο με εκσπερμάτωση” του εφεσείοντα. Επίσης σε ενδεχόμενες συνέπειες από την αποδοχή ή την ανοχή της άρνησης του εφεσείοντα να δώσει σπέρμα για εξέταση. Ακόμα, σε ισχυρισμό ότι ο εφεσείων υποχρέωσε την παραπονούμενη να κατεβάσει την περισκελίδα της. Αυτά δεν εναρμονίζονται προς την εκδοχή της παραπονουμένης και, όσο και αν είχε ξεκαθαριστεί πως η κατηγορούσα αρχή δεν δεχόταν το περιεχόμενό τους ως μαρτυρία για τα διατρέξαντα, τουλάχιστον θα έπρεπε να αξιολογηθεί υπέρ του εφεσείοντα, που δεν είχε κανένα βάρος απόδειξης, η σκιά που έριχναν. Ιδιαίτερα όταν ο Υπαστυνόμος Ιωαννίδης που γνώριζε την εκδοχή της, δήλωσε ότι στις 22.8.96  έψαξε και για χαρτί υγείας. Βέβαια η παραπονούμενη αρνήθηκε ότι τα αναφερόμενα στην επιστολή προέρχονταν από την ίδια. Στην πραγματικότητα δεν είχε δει καν τους δικηγόρους της τότε. Κατά τη μαρτυρία της τους είδε για πρώτη φορά τον Οκτώβριο. Η μητέρα της όμως τη διέψευσε.  Κατέθεσε πως τους είχαν δει μαζί 2 - 3 μέρες μετά τις 22.8.96 και η δεύτερη επιστολή των δικηγόρων, που επιβεβαίωσε την πρώτη, είχε σταλεί 4 μέρες μετά.  Αναφέρθηκε επ’ αυτού η Θεολόγος Λαζούρας ν. Σέργη Σεργίου Πολιτική Έφεση 9846, ημερομηνίας 20.4.99, αναφορικά με τη δέσμευση διαδίκου από επιστολές δικηγόρου του ακόμα και όταν στέλλονται “άνευ βλάβης”, όταν κατατίθενται ως τεκμήρια εκ συμφώνου χωρίς δέσμευση ως προς την έκταση της δεκτικότητας του περιεχομένου τους.

Τα υπόλοιπα σημεία της υπεράσπισης αφορούν στην επιστημονική μαρτυρία που προσάχθηκε. Τα πρώτα σχετίζονται με τη βαζελίνη που βρέθηκε στο σλιπ της παραπονουμένης  και, σε πρώτο επίπε[*30]δο, άπτονται του τρόπου με τον οποίο διερευνήθηκε η υπόθεση και της αξιοπιστίας της παραπονουμένης. Έχουμε αναφερθεί στα επιχειρήματα αναφορικά με τις συμπληρωματικές καταθέσεις της παραπονουμένης. Προσθέτει ο εφεσείων ότι η παραπονούμενη δεν ανέφερε στον ιατροδικαστή για τη χρησιμοποίηση βαζελίνης από τον εφεσείοντα. Τονίζει πως ήταν αφύσικη η παράλειψη αναφοράς σ’αυτή τη σημαντική λεπτομέρεια στον κατ’εξοχήν αρμόδιο. Επίσης τονίστηκε η παράλειψη της παραπονουμένης να αναφερθεί σε δοχείο βαζελίνης που υπήρχε στο εξεταστήριο στην πρώτη της κατάθεση. Αυτή τη λεπτομέρεια την έδωσε μόνο στη δεύτερη, και, εν πάση περιπτώσει, δεν ταυτίστηκε η βαζελίνη του δοχείου από το οποίο υποτίθεται ότι την πήρε ο εφεσείων, με εκείνη που βρέθηκε στο σλιπ που εξετάστηκε. Σε δεύτερο επίπεδο άπτονται της σχετικότητας και της σημασίας των αποτελεσμάτων της επιστημονικής εξέτασης.  Το σλιπ της παραπονουμένης  παραδόθηκε πρώτα στον Καριόλου και, σύμφωνα με το λεπτομερές ημερολόγιο που τηρούσε εκείνος, με εγγραφές σύγχρονες προς την κάθε ενέργειά του, στις 30.8.96 απέκοψε μικρά κομματάκια από το σλιπ της παραπονουμένης. Κατά την υπόλοιπη, όμως, μαρτυρία το σλιπ της παραπονουμένης παραδόθηκε στην Κονάρη που εντόπισε την βαζελίνη στις 29.8.96. Το συμπέρασμα είναι, κατά την εισήγηση, ότι η Κονάρη εξέτασε άλλο σλιπ και όχι εκείνο της παραπονουμένης. Αυτό ενισχύεται και από το γεγονός ότι η Κονάρη που περιέγραψε στη δική της έκθεση το σλιπ που παρέλαβε με κάθε λεπτομέρεια, δεν αναφέρθηκε στις τρεις μικρές οπές που δημιουργήθηκαν στο κάτω εσωτερικό μέρος του από την αποκοπή των τριών τεμαχίων από τον Καριόλου. Αναπτύχθηκε, όμως και εναλλακτικό επιχείρημα. Και να ήταν στο σλιπ της παραπονουμένης που βρέθηκε η βαζελίνη, αυτό δεν ενίσχυε, όπως έκρινε το Κακουργιοδικείο, τη μαρτυρία της. Υποτίθεται ότι η βαζελίνη μεταφέρθηκε στο σλίπ από την επαφή του με την περιοχή του αιδοίου της παραπονουμένης, όπου ο εφεσείων φέρεται να τοποθέτησε βαζελίνη.  Η επιστημονική εξέταση όμως δεν περιορίστηκε στο αντίστοιχο σημείο του σλιπ. Εξετάστηκε όλο το σλιπ και, πάντως, η παρουσία βαζελίνης σ’ αυτό ήταν δυνατό να οφείλεται στη σύνθεση ή του υφάσματος ή του λαστίχου που έφερε. Η Κονάρη απέκλεισε εντελώς αυτό το ενδεχόμενο αλλά, όπως υποστηρίχθηκε, δεν ήταν ειδική σ’αυτό το συγκεκριμένο ζήτημα ώστε να δικαιολογείται να μετρήσει η γνώμη της. Επιπλέον, δεν βρέθηκε βαζελίνη στη γάζα με την οποία ο ιατροδικαστής Σοφοκλέους σκούπισε το αιδοίο της παραπονουμένης ή στις τρίχες που αποκόπηκαν.  Κατά τη μαρτυρία της Κονάρη η βαζελίνη μεταφέρεται εύκολα σε ύφασμα όχι όμως όλη. Συνεπώς κάτι θα έπρεπε να εί[*31]χε απομείνει. Τελικά, υπήρξε πλημμελής επιστημονική αξιοποίηση των κολπικών επιχρισμάτων που λήφθηκαν. Αυτά εξετάστηκαν μόνο από τον Καριόλου για εξακρίβωση του γενετικού υλικού που έφερε. Ενόψει των λεπτομεριών του παραπόνου θα έπρεπε να είχαν εξεταστεί αυτά ή άλλα πρόσθετα, με στόχο την ανεύρεση βαζελίνης.

Τα τελευταία επιχειρήματα αφορούν στη μή ανεύρεση γενετικού υλικού στα κολπικά επιχρίσματα. Κατά τη μαρτυρία του ανδρολόγου Κ. Κωνσταντινίδη θα έπρεπε να είχαν εκκριθεί υγρά από το πέος του εφεσείοντα στο κόλπο της παραπονουμένης. Το Κακουργιοδικείο θεώρησε κατ΄αρχάς ότι το σύνολο της μαρτυρίας “στερείτο υπόβαθρου της θέσης της υπεράσπισης του δεδομένου της αποβολής υγρών επί των οποίων εδράζεται”. Επιπλέον, και να υπήρχε αυτό το δεδομένο, “δεν υπήρχε μαρτυρία για την περιεκτικότητα σε βάρος ή αριθμό κυττάρων των αποβαλλομένων υγρών”. Ο Κ. Κωνσταντινίδης, όπως άλλωστε και ο Σ. Ηλιάδης που κλήθηκαν από την κατηγορούσα αρχή, ήταν ουρολόγοι, ο πρώτος με υποειδικότητα στην ανδρολογία και η ειδικότητά τους “δεν επεκτείνεται στην ανίχνευση γενετικού υλικού όπως είναι η ειδικότητα του κ. Καριόλου”.  Ο Καριόλου εξήγησε πως “υπάρχει η περίπτωση μή εντοπισμού ξένου γενετικού υλικού έστω και αν αυτό ήταν άλλως δεδομένα παρόν και μάλιστα ότι σε περίπτωση που δεν υπήρχε εκσπερμάτωση, όπως ήταν η προκείμενη κατά την εκδοχή της Ειρήνης, η πιθανότητα ανίχνευσης DNA θα ήταν πολύ μικρή”. Κατέληξε, επομένως, πως “η επιστημονική μαρτυρία όσον αφορά τη μη ανίχνευση ξένου DNA, και ιδιαίτερα του κ. Κορέλλη, στα κολπικά επιχρίσματα της Ειρήνης δεν επηρεάζει την αξιοπιστία της Ειρήνης”.

Ο εφεσείων θέτει δυο θέματα. Πρώτα αμφισβητεί την ορθότητα των διαπιστώσεων του Κακουργιοδικείου ενόψει της μαρτυρίας που προσάχθηκε και διαφωνεί με τον τρόπο του συσχετισμού της. Μετά εισηγείται πως εδώ έχουμε κτυπητό παράδειγμα αντιστροφής του βάρους απόδειξης όπως το είχε θέσει γενικότερα εξ αρχής. Οποιοδήποτε κενό στη μαρτυρία θα έπρεπε να είχε λειτουργήσει υπέρ του. Δεν είχε να αποδείξει τίποτε ο ίδιος και ουσιαστικά κενά στην υπόθεση παραγνωρίστηκαν ακριβώς επειδή αξιολογήθηκαν πάνω στα δεδομένα της μαρτυρίας της παραπονουμένης την οποία το Κακουργιοδικείο είχε ήδη κρίνει ως αξιόπιστη. Προστίθεται και η εξής λεπτομέρεια. Ενώ το Κακουργιοδικείο εκθείασε από κάθε άποψη την ψηλή ποιότητα της μαρτυρίας της παραπονουμένης, απέρριψε τα επιχειρήματα της υπεράσπισης αναφορικά με τον αριθμό των [*32]γραπτών καταθέσεών της, με την εξήγηση πως επ’ αυτού του σημείου “δεν μπορεί να κριθεί ως αρκούντως σαφής και θετική”.

Θα συνοψίσουμε και την εναλλακτική θέση του εφεσείοντα.  Υποστηρίζει πως, ούτως ή άλλως, η μαρτυρία δεν αποδείκνυε με τη βεβαιότητα που απαιτείται ουσιώδες συστατικό του αδικήματος. Ειδικά ότι εκείνο που ένοιωσε η παραπονούμενη στον κόλπο της ήταν το πέος του. Δεν το είδε σε καμιά στιγμή και η περιγραφή του δεν ήταν σταθερή. Στην αρχή σκέφτηκε μήπως ο εφεσείων χρησιμοποιούσε κάποιο εργαλείο. Αναφέρθηκε, περιγράφοντάς το, σε κάτι πιο μεγάλο από δάκτυλο και πάντως όχι το δάκτυλο που της είχε τοποθετήσει αμέσως προηγουμένως. Μπορούσε, λοιπόν, να ήταν κάτι άλλο ίσως άλλο δάκτυλο ή κάποιο εργαλείο. Παρέμεινε αμφιβολία και ο εφεσείων εδικαιούτο στο ευεργέτημά της.

Η κα Μαλαχτού υποστήριξε την απόφαση του Κακουργιοδικείου. Αντέκρουσε τους ισχυρισμούς που προβλήθηκαν ένα προς ένα και υπεραμύνθηκε της ορθότητας της καθοδήγησης του Κακουργιοδικείου σε σχέση με την αξιολόγηση της μαρτυρίας αλλά και την ίδια την αξιολόγησή της. Αρνήθηκε πως όσα εξειδικεύθησαν συνιστούσαν ανεπίτρεπτες παρεμβάσεις στο ανακριτικό έργο και τόνισε πως, εν πάση περιπτώσει, ο εφεσείων δεν υπέστη καμιά πραγματική βλάβη ή δυσμενή επηρεασμό από αυτές. Επικαλέστηκε επ’ αυτού τη Δημοκρατία ν. Alan Ford (1995) 2 A.A.Δ. 232, και την Γενικός Εισαγγελέας (1998) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1718 (ανωτέρω). Η αντικατάσταση του Ιωαννίδη είχε αντικειμενικό έρεισμα. Απευθυνόμενος στη μητέρα της παραπονουμένης έδειξε τέτοια δυσπιστία που δικαίως προκάλεσε ανησυχίες. Επίσης παρέλειψε να λάβει μέτρα απαραίτητα. Δεν μερίμνησε για τη διαφύλαξη του ιατρείου και για τη σύλληψη του εφεσείοντα από την αρχή. Η παρέμβαση του Γενικού Εισαγγελέα ζητήθηκε από τον ίδιο τον τότε δικηγόρο του εφεσείοντα.  Ήταν εκείνος που ζήτησε τη λήψη κατάθεσης από το συγκεκριμένο μάρτυρα και ικανοποιήθηκε το αίτημά του. Αλλά και γενικά δεν ήταν μεμπτό να ζητήσει η αστυνομία καθοδήγηση από το Γενικό Εισαγγελέα. Οι πρόνοιες του άρθρου 113 του Συντάγματος αλλά και του περί Αστυνομίας Νόμου, Κεφ. 285, ειδικά του άρθρου 19, του παρέχουν δικαίωμα ελέγχου και παρέμβασης. Επικαλέστηκε τα Guidelines on the Role of Prosecutors (8th U.N. Congress on the Prevention of Crime). Το παράπονο για τη μή παράδοση του σλιπ στην υπεράσπιση είναι αδικαιολόγητο. Η ένστασή της που οδήγησε το θέμα στην Ολομέλεια, ρητά αφορούσε στη μή παράδοση του πριν αυτό κατατεθεί στο Δικαστήριο. Το σλιπ κατα[*33]τέθηκε και ήταν στη διάθεση της υπεράσπισης για μήνες. Δεν το ζήτησε όμως και δεν μπορεί να μέμφεται άλλους γι’αυτό. Άλλα τεκμήρια που επίσης κατατέθηκαν στο Δικαστήριο ζητήθηκαν από την υπεράσπιση και της δόθηκαν από το Δικαστήριο. Όσα υποστηρίκτηκαν από την υπεράσπιση ήταν αβάσιμα, σε πολλές δε περιπτώσεις κτίστηκαν επιχειρήματα πάνω σε υποθέσεις χωρίς να είχε δοθεί, με αντεξέταση, στους μάρτυρες η ευκαιρία να αναφερθούν σε θέματα τα οποία εκ των υστέρων ανάχθηκαν σε επίδικα. Ταυτόχρονα, με την παράλειψη της αντεξέτασης που έδειχνε μή αμφισβήτηση ορισμένου θέματος και ή ίδια η κατηγορούσα αρχή δεν προσήγαγε και άλλη μαρτυρία. Παρέπεμψε ως προς αυτά στις Walter Berkley Hart [1932] 23 Cr. App. R. 202, O’Connell v. Adams [1973] Cr. L.R. 113, Kevin Fenlon and Others [1980] 71 Cr. App. Rep. 307, Γεωργία Μοσχάτου ν. Λεόντιου Μοσχάτου, Έφεση Οικογενειακού Δικαστηρίου αρ. 94, ημερομηνίας 21.5.99 και Γ. Κακογιάννη “Απόδειξη” σελ. 177. Δεν αντιστράφηκε με κανένα τρόπο το βάρος της απόδειξης και η προσέγγιση του Κακουργιοδικείου ως προς τη σημασία των θεμάτων που συζητήθηκαν, ήταν άμεμπτη. Υπήρχε ένα λάθος σε σχέση με την αναφορά πως ο Αλέξανδρος δεν είχε αντεξεταστεί ως προς το δεύτερο εξεταστικό κρεβατάκι αλλά αυτό, στο πλαίσιο του συνόλου της μαρτυρίας και της αξιολόγησής της, είναι εντελώς επουσιώδες. Η μαρτυρία της παραπονουμένης κρίθηκε αξιόπιστη και πάνω στη βάση αυτή δεν μπορούσε να υπάρξει αμφιβολία πως διαπράχθηκε το αδίκημα. Επικαλέστηκε τις Λάμπης Κωνσταντινίδης ν. Παναγιώτη Κατζιή (1993) 1 Α.Α.Δ. 492, Kades v. Nicolaou (1986) 1 C.L.R. 212, Ekaterini Onisiforou Charalambous v. The Republic (1985) 2 C.L.R. 97 και Κυριακή Αθανασίου κ.ά. ν. Αντώνη Κουνούνη (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 614, αναφορικά με τη βασική διάκριση μεταξύ της έννοιας της αξιοπιστίας και του βάρους ή του βαθμού απόδειξης.  Αναφέρθηκε στα πρώτα παράπονα και στη βαζελίνη που βρέθηκε στο σλιπ που κατατέθηκε και που αναμφιβόλως ήταν εκείνο της παραπονουμένης, ως στοιχείο που ενίσχυε τη μαρτυρία της και εξήγησε γιατί η μή ύπαρξη και άλλης επιστημονικής μαρτυρίας προς την ίδια κατεύθυνση είναι στοιχείο ουδέτερο. Παρέπεμψε στο τέλος στην υπόθεση Αnastassiades v. The Republic (1977) 2 C.L.R. 97, αναφορικά με την αποδεικτική αξία της ανώμοτης δήλωσης του εφεσείοντα και στην Ιωάννης Γεωργίου Σοφοκλέους ν. Δημοκρατίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 259, αναφορικά με τις αρχές που διέπουν την παρέμβαση του Εφετείου στην αξιολόγηση της μαρτυρίας από το πρωτόδικο δικαστήριο.

[*34]Η απόφαση του Κακουργιοδικείου κάλυψε όλα τα θέματα που συζητήθηκαν. Συνοψίζει τη μαρτυρία που προσάχθηκε, καταγράφει και εξετάζει τα επιχειρήματα της υπεράσπισης, που περιλαμβάνουν και όσα αναπτύχθηκαν ενώπιόν μας, σε σχέση με τη μαρτυρία που προσάχθηκε και τη διερεύνηση της υπόθεσης, καταλήγει ως προς αυτά και αξιολογεί τη μαρτυρία της παραπονουμένης, στο αξιόπιστο της οποίας βρισκόταν ο πυρήνας της υπόθεσης της κατηγορούσας αρχής. Μεταφέρουμε το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση:

“Με όλα τα πιο πάνω υπ’ όψη μας, προχωρούμε στην τελική αξιολόγηση της μαρτυρίας της Ειρήνης. Η συνολική μας άποψη είναι ότι η Ειρήνη είναι πλήρως αξιόπιστη. Η μαρτυρία της διέπεται από όλα τα στοιχεία τα οποία χαρακτηρίζουν και κρίνουν το αξιόπιστο της μαρτυρίας, σημειώνουμε δε τη συνέπεια, πληρότητα, ακρίβεια, φυσικότητα και πειστικότητα της όλης αναφοράς της, πέραν της, όπως ήδη παρατηρήσαμε, πολύ καλής εντυπώσεως την οποία μας έκανε στο εδώλιο. Ούτε διαπιστώνουμε οτιδήποτε, σε αναφορά με τα πιο πάνω συζητηθέντα, που να επηρεάζη ή να μειώνη την άποψη μας αυτή. Απεναντίας, η μαρτυρία της Ειρήνης έχει περάσει τη βάσανο της δοκιμασίας τόσο σε αναφορά με το ίδιο το περιεχόμενο της και την υπόλοιπη μαρτυρία όσο και σε αναφορά με το ερώτημα του οποιουδήποτε κινήτρου.  Θα αναφέραμε δε απλώς και το ότι στην Ειρήνη δεν υπεβλήθη οποιοδήποτε κίνητρο, ούτε ότι η εκδοχή της είναι κατασκευασμένη, αλλά ούτε και η εκδοχή του κ. Κορέλλη στην ανώμοτη δήλωσή του, παρά μάλλον αντεξετάσθηκε, όπως παρατηρήσαμε, σε σχέση με τα επί μέρους της εκδοχής της σε συσχετισμό και με τις καταθέσεις της. Το ίδιο ισχύει για τον Αλέξη.

Ακολουθεί η εξέταση ορισμένων περαιτέρω επιχειρημάτων της υπεράσπισης αναφορικά με την αξιοπιστία της. Αναπτύχθηκαν και αυτά ενώπιόν μας και το Κακουργιοδικείο εξήγησε γιατί ούτε και αυτά, όπως και τα άλλα, δεν επηρέαζαν ή, όπως το είχε θέσει προηγουμένως, δεν αναιρούσαν την ή αντανακλούσαν στην αξιοπιστία της παραπονουμένης. Το Κακουργιοδικείο αναφέρθηκε στη συνέχεια στις αρχές που διέπουν την προσέγγιση παραπόνων για σεξουαλικά αδικήματα με εκτεταμένη αναφορά στη νομολογία και προσδιορίζει την ενισχυτική μαρτυρία που θεωρούσε ότι υπήρχε.  Ως προς τα πρώτα παράπονα, αφού αναφέρθηκε σε επιχειρήματα της υπεράσπισης, κατέληξε ως εξής:

“Τόσο η μαρτυρία του Αλέξη όσο και εκείνη του κ. Κωνσταντινί[*35]δη συμφωνούν προς και ενισχύουν τη μαρτυρία της Ειρήνης στα ουσιαστικά στοιχεία της, όπως είναι και η έννοια της ενισχυτικής μαρτυρίας, και απεναντίας θα ήταν η απόλυτη ταυτότητα διατύπωσης που θα μας δημιουργούσε αμφιβολίες για την αλήθεια της.  Ούτε έχουν αμφισβητηθή στην αντεξέταση του ο Αλέξης και ο κ. Κωνσταντινίδης επί των ουσιαστικών σημείων της αναφοράς τους. Η μαρτυρία του Αλέξη και του κ. Κωνσταντινίδη συνάδει από κάθε ουσιαστική άποψη με αυτή της Ειρήνης και καμμιά αντίφαση, σημαντική διαφορά ή αδυναμία δεν διαπιστώνεται.  Απεναντίας, η μαρτυρία και οι συνθήκες της δείχνουν απόλυτη αμεσότητα, φυσικότητα και πειστικότητα και δεν έχουμε την παραμικρή αμφιβολία ότι μπορεί να χρησιμοποιηθή ως ενισχυτική μαρτυρία.”

Ως προς τη βαζελίνη αφού απέρριψε τους ισχυρισμούς αναφορικά με τη ταυτότητα του σλιπ και άλλες πιθανές, κατά την υπεράσπιση, εξηγήσεις της παρουσίας της, σχολίασε και το γεγονός ότι δεν είχε προσδιοριστεί σε ποιο ακριβώς σημείο υπήρχε βαζελίνη. Στο πλαίσιο της μαρτυρίας που προσάχθηκε, ακόμα και χωρίς τέτοιο προσδιορισμό, η ύπαρξη βαζελίνης στο σλιπ της παραπονουμένης  ενίσχυε την εκδοχή της. Κατέληξε ως εξής το Κακουργιοδικείο:

“Περαίνοντας, έχουμε να πούμε ότι η μαρτυρία της Ειρήνης ενισχύεται έτι περαιτέρω από την πιο πάνω διαπιστωθείσα ενισχυτική μαρτυρία και ότι καμμιά αμφιβολία δεν έχουμε για την αξιοπιστία της και το ασφαλές καταδίκης επ’ αυτής.  Το συμπέρασμα μας είναι το ίδιο αν εξετάζαμε το θέμα της ενισχυτικής μαρτυρίας όχι σαν επόμενο της διαπίστωσης της αξιοπιστίας της Ειρήνης, σύμφωνα με την παραδοσιακή προσέγγιση όπως επιβεβαιώνεται και στην υπόθεση Παρμαξής ν. Δημοκρατίας, ανωτέρω, αλλά σαν εμπεριεχόμενο στην αξιολόγηση της μαρτυρίας της, σύμφωνα με την πιο σύγχρονη προσέγγιση στην υπόθεση Wong Murk Pink, (ανωτέρω) στην οποία αμφισβητήθηκε η παραδοσιακή προσέγγιση και προβλήθηκε η προσέγγιση ότι είναι λογικό η αξιολόγηση της αξιοπιστίας να κρίνεται εξ αρχής σε αναφορά και με την οποιαδήποτε ενισχυτική μαρτυρία σαν ενιαίο σύνολο (ίδε επίσης την αναφορά στη Wong Murk Pink στη Ττοουλιάς ν. Δημοκρατίας, ανωτέρω). Και έτσι λοιπόν εξετάζοντας το θέμα, η συνολική μας άποψη της μαρτυρίας μας οδηγά στην ίδια κρίση αξιοπιστίας της Ειρήνης.”

[*36]Η άποψη της υπεράσπισης πως το Κακουργιοδικείο διέπραξε τόσο κεφαλαιώδες λάθος ώστε να εκλάβει εξ αρχής την παραπονούμενη ως αξιόπιστη και να χρησιμοποιήσει τη μαρτυρία της ως το γνώμονα για την αξιολόγηση της υπόλοιπης μαρτυρίας, αδικεί την πρωτόδικη απόφαση και δεν βρίσκει έρεισμα σ΄αυτή. Η σειρά της εξέτασης των διαφόρων θεμάτων και γενικά η δομή μιας απόφασης μπορεί να ποικίλλει και δεν είναι αφ΄εαυτής υπό κρίση.  Το Κακουργιοδικείο είχε πλήρη συνείδηση, και το δήλωσε ρητά, πως ολόκληρη η υπόθεση της κατηγορούσας αρχής δομήθηκε στη μαρτυρία της παραπονουμένης, η αξιοπιστία της οποίας ήταν το κεντρικό ζήτημα. Καθηκόντως εξέτασε όσα η υπεράσπιση η ίδια πρόβαλε ως ανατρεπτικά της εκδοχής της ή ως επηρεάζοντα τη μαρτυρία της και δεν διακρίνουμε κανένα σφάλμα στον τρόπο με τον οποίο το Κακουργιοδικείο προσήγγισε το θέμα.

Επίσης δεν ευσταθεί η άποψη της υπεράσπισης για αντιστροφή του βάρους απόδειξης. Η βάση της υπόθεσης της κατηγορούσας αρχής ήταν η μαρτυρία της παραπονουμένης.  Αν αυτή ήταν αξιόπιστη αφ΄εαυτής ή και ενόψει ενισχυτικής μαρτυρίας και αν από αυτή προέκυπταν τα συστατικά του αδικήματος, δεν θα μπορούσε να υπάρξει ζήτημα ως προς τη θεμελίωση, από την κατηγορούσα αρχή, που αναμφιβόλως είχε αυτό το βάρος, της ενοχής του εφεσείοντα. Όσα συζητήθηκαν δεν αφορούσαν σε στοιχεία που η κατηγορούσα αρχή προωθούσε ως αποδεικτικά της ενοχής του εφεσείοντα. Είχαν εγερθεί από την υπεράσπιση ως εναλλακτικά ή επηρεάζοντα την αξιοπιστία της παραπονουμένης. Για να χρησιμοποιήσουμε το παράδειγμα της μη ανίχνευσης γενετικού υλικού στα κολπικά επιχρίσματα, ήταν η υπεράσπιση που το πρότεινε ως αποκλείον την εκδοχή της παραπονουμένης και η διαπίστωση πως υπήρχε, σύμφωνα με την επιστημονική μαρτυρία, χώρος και για τη μαρτυρία της παραπονουμένης και για το μή εντοπισμό DNA, ορθά κρίθηκε ότι εξουδετέρωνε το επιχείρημα.  Δεν υπήρχε κενό ή αδυναμία επί του προκειμένου στην υπόθεση της κατηγορούσας αρχής. Το θέμα συζητήθηκε με αναφορά στην αξιοπιστία της παραπονουμένης  και, πράγματι, διακρίνουμε στις σχετικές εισηγήσεις της υπεράσπισης παραγνώριση της νομολογίας αναφορικά με το εσφαλμένο της σύμμειξης ζητημάτων που άπτονται του βάρους ή του βαθμού της απόδειξης από τη μια και της αξιοπιστίας των μαρτύρων από την άλλη. Οι υποθέσεις που επικαλέστηκε η κα Μαλαχτού είναι σχετικές. Στην τελευταία, την Κυριακή Αθανασίου κ.ά. ν. Αντώνη Κουνούνη αναλύεται σε έκταση η προηγούμενη νομολογία. Αρκεί νομίζουμε να παραθέσουμε το ακόλουθο απόσπασμα από τη σελίδα 640 της [*37]απόφασης του Εφετείου που εξέδωσε ο Πικής Π.:

“Αναξιόπιστη μαρτυρία δεν αποτελεί αποδεικτικό υλικό.  Δεν αποδεικνύει τίποτε.  Μόνο αξιόπιστη μαρτυρία βαρύνει στην πλάστιγγα των πιθανοτήτων.  Η αποτίμηση της μαρτυρίας του κάθε μάρτυρα δεν μετράται με το ισοζύγιο των πιθανότητων αλλά, με την κρίση του Δικαστηρίου για το αξιόπιστο της μαρτυρίας του.  Απίθανη, κατά τη συνήθη ροή των πραγμάτων εκδοχή, γίνεται παραδεχτή, εφόσον ο μάρτυρας κρίνεται αξιόπιστος· και αντίθετα, εκδοχή πιθανολογούμενη ως ορθή απορρίπτεται, εφόσον ο μάρτυρας κρίνεται αναξιόπιστος”.

Η πιο πάνω υπόθεση ήταν αστική αλλά ισχύουν τα ίδια, όπως τονίστηκε, σε όλο το πεδίο του δικαίου.

Οι επιστολές, τώρα, από το δικηγόρο της παραπονουμένης  και οι επιπτώσεις από την αποστολή τους.  Επίσης, η χαρακτηρισθείσα ως ανεπίτρεπτη παρέμβαση του Γενικού Εισαγγελέα. Θα δούμε πρώτα το θέμα των επιστολών. Πρέπει να τις έχουμε υπόψη στο σύνολο τους. Κατέληγαν σε πρόσκληση για διευρεύνηση της υπόθεσης με “πλήρη αντικειμενικότητα και επαγγελματικότητα” και για προώθηση της υπόθεσης αν η μαρτυρία το δικαιολογούσε.  Τα δε παράπονα που διατυπώθηκαν αφορούσαν σε κατ΄ισχυρισμόν ανεπίτρεπτες ενέργειες ή παραλείψεις ενός εκ των μελών του ανακριτικού κλιμακίου και στόχευαν στην αντικατάστασή του.  Δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε ότι τέτοια παρέμβαση “μόλυνε” τη διαδικασία, όπως εισηγείται ο εφεσείων. Το Κακουργιοδικείο σημείωσε πως η υπόθεση θα έπρεπε να κριθεί “επί της μαρτυρίας και όχι επί της ορθότητας των οποιωνδήποτε χειρισμών της αστυνομίας ή άλλων εμπλεκομένων”. Η μαρτυρία δεν έδειξε σε κανένα σημείο μονομέρεια ή μεροληπτική στάση και, πολύ λιγότερο, δεν συνδέθηκε προς τέτοια στάση  οποιοδήποτε αποτέλεσμα δυσμενές για τον εφεσείοντα. Αποτελεί υπόθεση ο ισχυρισμός πως ήταν με αλλότρια κίνητρα που αντικαταστάθηκε ο Ιωαννίδης και πως οι ενέργειες από εκεί και πέρα γίνονταν υπό το βάρος της παρέμβασης των δικηγόρων.  Όσοι ενεπλάκησαν στην διερεύνηση της υπόθεσης κατέθεσαν ως μάρτυρες και τέτοιοι συσχετισμοί δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία τους. Μάλιστα, όπως υπέδειξε η κα Μαλαχτού, δεν υπήρξε αντεξέταση προς τέτοια κατεύθυνση.  Ούτε δικαιολογείται να αποδοθεί σε τέτοια κίνητρα και όχι στις ανάγκες όπως τις αντιλαμβάνονταν οι ανακριτές ανάλογα με την πορεία των ερευνών και των αποτελεσμάτων τους, οι συμπληρωματικές καταθέσεις που [*38]λήφθηκαν. Βέβαια οι συνθήκες λήψης αυτών των συμπληρωματικών καταθέσεων ήταν στοιχείο της υπόθεσης και, ακριβώς γι΄αυτό, προωθήθηκαν και επιχειρήματα αναφορικά με την αξιοπιστία της παραπονουμένης, ενόψει και αυτών των εξελίξεων. Δεν διέλαθε ούτε αυτή η πτυχή της προσοχής του Κακουργιοδικείου. Δεν την παραγνώρισε αλλά έκρινε πως δεν επηρεάζει την αξιοπιστία της παραπονουμένης. Όπως δεν την επηρέαζαν και οι διάφορες λεπτομέρειες στις επιστολές αναφορικά με βιασμό ή απόπειρα βιασμού, εκσπερμάτωση και χαρτομάντηλο. Αναφερόταν στην επιστολή των δικηγόρων πως, σε εκείνο το στάδιο, δεν μπορούσαν να είναι βέβαιοι αναφορικά με το τί πράγματι είχε συμβεί. Αναφέρθηκαν σε ταραχή της παραπονουμένης αλλά και πάλιν, όπως σημείωσαν, ενεργούσαν και εκ μέρους των γονέων της. Η παραπονούμενη αρνήθηκε ότι έδωσε η ίδια τέτοιες λεπτομέρειες στους δικηγόρους και η εισήγηση της υπεράσπισης πως θα έπρεπε να εξαχθεί αντίθετο συμπέρασμα επειδή, με βάση τη μαρτυρία της μητέρας της παραπονουμένης, αυτή είδε τους δικηγόρους πριν σταλεί η δεύτερη επιστολή, στηρίζεται σε υπόθεση. Και αυτό ανεξάρτητα από το γεγονός ότι η μητέρα της παραπονουμένης δεν ήταν καθόλου βέβαιη αναφορικά με το πότε ακριβώς η παραπονούμενη είδε τους δικηγόρους της. Ισχύουν τα ίδια και σε σχέση με την αναζήτηση χαρτομάντηλου στο ιατρείο του εφεσείοντα. Η ουσία της μαρτυρίας του Ιωαννίδη ήταν πως αναζητούσαν οτιδήποτε θα μπορούσε να έχει σχέση με την καταγγελία και δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αποκαλύπτει, όπως ήταν η εισήγηση του εφεσείοντα, αντιφατική δήλωση της παραπονουμένης. Σημειώνουμε επί του προκειμένου πως δεν ήταν άτοπη και η κρίση του Κακουργιοδικείου για αντιληπτή, ενόψει των δεδομένων, αναφορά στις επιστολές σε βιασμό ή απόπειρα βιασμού όπως και σε χαρτομάντηλο με εκσπερμάτωση. Το θέμα των επιστολών, όπως και όλα τα άλλα, ήταν ζωντανό στη σκέψη του Κακουργιοδικείου όταν αξιολογούσε τη μαρτυρία της παραπονουμένης.

Το επόμενο είναι η εμπλοκή του Γενικού Εισαγγελέα. Στην πραγματικότητα αναπτύχθηκαν συλλογισμοί και προωθήθηκαν εισηγήσεις πάνω σε ανύπαρκτο υπόβαθρο. Έχουμε αναφέρει ποιό ήταν το συγκεκριμένο παράπονο. Ο Γενικός Εισαγγελέας έδωσε οδηγίες για λήψη γραπτής κατάθεσης από τον Αξιωματικό της Αστυνομίας Κ. Ζερβό. Όμως, ήταν ο ίδιος ο τότε δικηγόρος του εφεσείοντα, με την επιστολή ημερομηνίας 7.3.97 προς το Γενικό Εισαγγελέα, που το ζήτησε. Και ο Γενικός Εισαγγελέας ανταποκρίθηκε. Δεν θα συζητήσουμε λοιπόν το θέμα των εξουσιών ή του ρόλου του Γενικού Ει[*39]σαγγελέα όπως δεν συζητήσαμε και τους συσχετισμούς που έγιναν από την υπεράσπιση μεταξύ της ανακριτικής διαδικασίας και της δίκης. Τέτοιο εγχείρημα, στο πλαίσιο αυτής της υπόθεσης, θα ήταν μόνο ακαδημαϊκής σημασίας. Προσθέτουμε πως ο Κ. Ζερβός δεν κλήθηκε καν ως μάρτυρας και το περιεχόμενο της όποιας κατάθεσης του παρέμεινε ασύνδετο προς τη δίκη.

Στην απόφαση της Ολομέλειας στην Γενικός�Εισαγγελέας (1998) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1718, ακυρώθηκε η διαταγή για παράδοση τεκμηρίων επειδή, όπως κρίθηκε, δεν είχε το Κακουργιοδικείο εξουσία, εκ του Νόμου ή συμφυή, έκδοσής της.  Αναγνωρίστηκε όμως πως η ίδια η κατηγορούσα αρχή, στο πλαίσιο αρχών που αναφέρθηκαν, μπορεί να υπέχει υποχρέωση αποκάλυψης μαρτυρίας που κατέχει.  Κρίθηκε, συνεπώς, (βλ. σελ. 1742) πως σε κάθε περίπτωση το Δικαστήριο “εξετάζει κατά πόσο η υποχρέωση έχει εκπληρωθεί και αν όχι κατά πόσο αποτελεί ουσιώδη παρατυπία ικανή να οδηγήσει σε παραμερισμό της καταδίκης”. Όπως δε επεξηγήθηκε στις σελ. 1755 και 1756, “εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια της κατηγορούσας αρχής να παραδώσει στην υπεράσπιση όλο το υλικό το οποίο καλύπτεται από το πιο πάνω άρθρο 7 ή οποιοδήποτε άλλο υλικό για να καταστεί η δίκη δίκαιη”. Και περαιτέρω, “εναπόκειται στον κατηγορούμενο στο τέλος της δίκης να ισχυριστεί ότι μή αποκαλυφθέν υλικό ήταν απαραίτητο για την ετοιμασία της υπεράσπισης του (βλ. Gesper’s, πιο πάνω) και ότι η μή αποκάλυψη του τον έχει πράγματι επηρεάσει δυσμενώς (prejudiced) (βλ. Law of the European Convention of Human Rights, πιο πάνω σελ. 255)”, οπότε, “το Δικαστήριο έχει εξουσία να προχωρήσει στην απαλλαγή του”.

Είναι η εισήγηση του εφεσείοντα πως, ανεξάρτητα από τη μή ύπαρξη δυνατότητας έκδοσης διαταγής για αποκάλυψη, η κατηγορούσα αρχή όφειλε να είχε αποκαλύψει, με παράδοση στην υπεράσπιση, από τον όγκο των τεκμηρίων, το σλιπ που φερόταν ότι ανήκε στην παραπονούμενη. Η άρνηση ή παράλειψή της, του στέρησε τη δυνατότητα να το υποβάλει και ο ίδιος σε επιστημονική εξέταση και, συνεπώς, τίθεται ζήτημα δυσμενούς επηρεασμού που επιβάλλει τον παραμερισμό της καταδίκης.

Κρίνουμε βάσιμα τα επιχειρήματα που ανέπτυξε πάνω στο θέμα η κα Μαλαχτού. Το ότι το σλιπ δεν λήφθηκε από την υπεράσπιση για δικούς της σκοπούς δεν μπορεί να συνδεθεί, τελικά, προς άρνηση της κατηγορούσας αρχής να το θέσει στη διάθεσή της. Από τη στιγμή της κατάθεσής του στο Δικαστήριο τελούσε υπό τον έλεγχό του [*40]και, πλέον, ζητήματα τέτοιας φύσης ρυθμίζονται με οδηγίες του Δικαστηρίου στο πλαίσιο ενάσκησης της δικής του διακριτικής εξουσίας. Το παράδειγμα που επικαλέστηκε η κα Μαλαχτού της παράδοσης στην υπεράσπιση, κατά τη διάρκεια της δίκης, τεκμηρίων που είχαν κατατεθεί για δική της αξιολόγηση, είναι χαρακτηριστικό των δυνατοτήτων που προσφέρονταν. Δεν υποβλήθηκε οποιοδήποτε αίτημα στο Δικαστήριο κατά τη διάρκεια της ακρόασης της υπόθεσης στην οποία αφιερώθηκαν πολλές δικάσιμοι. Μάλιστα η Κονάρη που αναφέρθηκε σ΄αυτό, κατέθεσε τρεις μήνες μετά την κατάθεση του σλιπ. Περαιτέρω, προκύπτει από την απόφαση του Κακουργιοδικείου πως ούτε καν συζητήθηκε τέτοιο θέμα ενώπιόν του, με αναφορά στο σλιπ. Σημειώνουμε συναφώς πως δεν έχει τεθεί, με οποιοδήποτε τρόπο, ζήτημα διαφοροποίησης των δυνατοτήτων που εξ αντικειμένου προσφέρονταν σε σχέση με την όποια ενέργεια της υπεράσπισης αναφορικά με το σλιπ, με αναφορά στην πάροδο του χρόνου μέχρι την κατάθεση του στο Δικαστήριο.

Συζητήθηκε, όπως σημειώσαμε, και ζήτημα μή αποκάλυψης και παράδοσης στην υπεράσπιση αριθμού γραπτών καταθέσεων της παραπονουμένης προς την αστυνομία. Η εισήγηση εκλαμβάνει πως υπήρχαν τέτοιες επιπρόσθετες γραπτές καταθέσεις. Ο εφεσείων επικαλείται επ’ αυτού τη μαρτυρία της παραπονουμένης. Δεν υπάρχει ούτε και εδώ υπόβαθρο. Η παραπονούμενη δεν μπορούσε να θυμηθεί πόσες ακριβώς γραπτές καταθέσεις είχε δώσει.  Αναφέρθηκε σε επτά καταθέσεις προσθέτοντας όμως πως περίπου τόσες είχε δώσει. Είναι αυτή την αναφορά της που το Κακουργιοδικείο χαρακτήρισε ως μή αρκούντως σαφή και θετική και δεν υπάρχει λάθος σ’ αυτό. Ούτε, παρεμβάλλουμε, δικαιολογείται η εισήγηση πως η αβεβαιότητα που εξέφρασε η παραπονούμενη σ’ αυτό το σημείο είναι στοιχείο που θα έπρεπε να θεωρηθεί ως επηρεάζον την εν γένει αξιοπιστία της. Επιπλέον, όπως επισημαίνει η κα Μαλαχτού, ουδέποτε τέθηκε τέτοιο θέμα στους αστυνομικούς που ήσαν εντεταλμένοι στη λήψη των γραπτών καταθέσεων και που κατέθεσαν ως μάρτυρες. Ούτε σε οποιονδήποτε από τους εμπλακέντες στη διερεύνηση της υπόθεσης. Δεν αντεξετάστηκαν προς τέτοια κατεύθυνση και δεν προωθήθηκε με αυτό ή οποιονδήποτε άλλο τρόπο ζήτημα ύπαρξης καταθέσεων που δεν είχαν αποκαλυφθεί. Η εισήγηση ήταν αβάσιμη και ορθά απορρίφθηκε.

Έχουμε αναφέρει ποιά ήταν η μαρτυρία την οποία το Δικαστήριο έκρινε ως ενισχυτική. Κατ’ αρχάς ήταν τα πρώτα παράπονα στον Αλέξανδρο και στον Α. Κωνσταντινίδη και έχουμε σημειώσει ήδη [*41]πως δεν αναπτύχθηκαν επιχειρήματα ως προς οτιδήποτε αφορούσε στην απόφαση του Κακουργιοδικείου γι΄αυτά. Συμπληρώνουμε πως στους λόγους έφεσης περιλαμβάνεται (κάτω από το γράμμα Θ) ο ισχυρισμός πως “η έκθεση των γεγονότων ενόψει της συνολικής μαρτυρίας δεν θα εθεμελίωνε την αποδεκτικότητα του μέρους της μαρτυρίας που έγινε αποδεκτό ως πρώτο παράπονο, όπως λεπτομερέστερα θα εκτεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου”. Δεν λέχθηκε οτιδήποτε πάνω σ’ αυτό το θέμα, το επισήμανε η κα Μαλαχτού και ο εφεσείων δεν το προώθησε ούτε με την απάντησή του.  Εν πάση περιπτώσει, δεν εγείρεται με αυτό το λόγο έφεσης οποιοδήποτε αυτοτελές ζήτημα ως προς τα πρώτα παράπονα. Όπως τον κατανοούμε, εισάγει τη θέση πως αποδοχή των εισηγήσεων του εφεσείοντα αναφορικά με την καθόλου αξιολόγηση της μαρτυρίας, θα επηρέαζε και την αποδοχή μαρτυρίας ως πρώτου παραπόνου.

Μετά, ήταν η βαζελίνη που η κ. Κονάρη κατέθεσε ότι βρέθηκε στο σλιπ. Καταγράφουμε εν πρώτοις την ανυπαρξία εισήγησης αναφορικά με την πράγματι ανεύρεσή της. Τις εισηγήσεις της υπεράσπισης τις έχουμε συνοψίσει. Το πρώτο επιχείρημα αφορά στην ταυτότητα του σλιπ.  Στηρίζεται στην ημερομηνία που κατέγραψε ο Καριόλου στο “ημερολόγιο” που τηρούσε.  Δεν αμφισβητήθηκε, και αυτή ήταν η μαρτυρία, πως στον Καριόλου παραδόθηκε ένα σλιπ, εκείνο που φορούσε η παραπονούμενη. Περαιτέρω, ήταν η ένορκη μαρτυρία του Καριόλου πως εκείνο που παρέδωσε ο ίδιος, αφού έκαμε τη δική του εργασία, ήταν ακριβώς εκείνο και όχι άλλο. Επιπλέον, πως το παρέδωσε στις 29.8.96, όπως ήταν και η υπόλοιπη σχετική μαρτυρία. Δεν αντεξετάστηκε αναφορικά με την ημερομηνία στο ημερολόγιό του. Του υποβλήθηκαν ορισμένες περιφερειακές ερωτήσεις αλλά αυτές με κανένα τρόπο δεν άφηναν να νοηθεί ότι ήταν προς τέτοιο θέμα που κατευθύνονταν. Δεν δόθηκε στον Καριόλου η ευκαιρία να εξηγήσει. Στην ουσία, η μαρτυρία του πως παρέδωσε το σλιπ στις 29.8.96 δεν αμφισβητήθηκε κατά την αντεξέτασή του. Επίσης, η μή εξειδίκευση τέτοιου θέματος, δεν έδωσε στην κατηγορούσα αρχή την ευκαιρία να στρέψει την προσοχή της προς αυτή την κατεύθυνση και ενδεχομένως να προσάξει άλλη σχετική μαρτυρία. Αναφέρθηκε συναφώς η κα Μαλαχτού στο επίσημο έντυπο επιστροφής τεκμηρίων. Πέρα από αυτά, ενώπιον του Κακουργιοδικείου, η παραπονούμενη, όσοι ασχολήθηκαν με τη διακίνηση του σλιπ, η Κονάρη και ο Καριόλου αναγνώρισαν το σλιπ που κατετέθη. Η παραπονούμενη το αναγνώρισε ως εκείνο που φορούσε και η Κονάρη και ο Καριόλου ως εκείνο που εξέτασαν. Κανένας δεν αντεξετάστηκε επ’ αυτού.  Ουδέποτε τους αφέθηκε καν να νοηθεί πως ενδεχομένως έκαμναν λάθος ή, πολύ χει[*42]ρότερα, ότι ψεύδονταν όταν αναγνώριζαν το σλιπ. Στην Κονάρη υποβλήθηκαν ορισμένες ερωτήσεις αναφορικά με τα χαρακτηριστικά του σλιπ. Μαζί με τα υπόλοιπα, υποστηρίζει τώρα ο εφεσειων, όπως και πρωτοδίκως, πως η παράλειψη της Κονάρη να αναφερθεί στις τρεις μικρές τρυπίτσες που άφησε η αφαίρεση των τεμαχίων που εξέτασε ο Καριόλου, δείχνει ή τουλάχιστον ενισχύει τη θέση του πως η Κονάρη εξέτασε άλλο, άσχετο σλιπ. Δεν είχε προωθηθεί όμως τέτοιο θέμα ώστε να ήταν δυνατό να γίνει αντιληπτό ως αμφισβητούμενο που θα απαιτούσε εξήγηση. Η Κονάρη γνώριζε πως το σλιπ είχε προηγουμένως παραδοθεί στον Καριόλου και, όπως εκτίμησε και το Κακουργιοδικείο, “είναι προφανές ότι αυτό το θέμα δεν την απασχόλησε αφού αποκλειστική ευθύνη της ήταν να ερευνήσει σε σχέση με τον εντοπισμό βαζελίνης”. Το Κακουργιοδικείο αναφέρθηκε σε έκταση στο σύνολο του επιχειρήματος αναφορικά με την ταυτότητα του σλιπ. Επισήμανε όλα τα πιο πάνω και παρακολούθησε την πορεία του σλιπ από τον ένα στον άλλο, με αναφορά και στους ίδιους τους φακέλους και στο πλαστικό που το τοποθετούσαν τα οποία επίσης αναγνώρισαν οι μάρτυρες, χωρίς να αντεξεταστούν. Για να ήταν διαφορετικά πράγματα θα έπρεπε να είχε υπάρξει παραβίαση φακέλων και αντικατάστασή του σλιπ αλλά ούτε ίχνος μαρτυρίας ή εισήγησης προς τους μάρτυρες υπήρξε προς τέτοια κατεύθυνση. Το Κακουργιοδικείο παρατήρησε και τα ακόλουθα, επίσης ορθά. Αν ο Καριόλου είχε πράγματι το σλιπ και μετά τις 29.8.96  παραμένει αναπάντητο “όχι μόνο το ερώτημα τί απέγινε το σλιπ το οποίο είχε ο κ. Καριόλου αλλά κυρίως το ερώτημα πώς η αστυνομία, στις 29 Αυγούστου, θα έβαζε το σλιπ το οποίο παρέδωσε στην κα Κονάρη μέσα στο πλαστικό σακκούλι στο οποίο αυτή το βρήκε και πώς θα έκανε στο σλιπ το οποίο παρέδωσε στην κα Κονάρη τρία κοψίματα, στα ίδια σημεία που είχε κάνει ο κ. Καριόλου, αν ο κ. Καριόλου δεν είχε ήδη παραδώσει στην αστυνομία το σλιπ στο οποίο είχε κάμει τα κοψίματα και το οποίο είχε βάλει σε πλαστικό σακκούλι ώστε η αστυνομία να γνώριζε ότι το σλιπ ήταν σε πλαστικό σακκούλι μετά που έφυγε από τον κ. Καριόλου και ότι έφερε τα εν λόγω κοψίματα και μάλιστα στα ίδια σημεία που είχε κάνει ο κ. Καριόλου”.  Δεν διακρίνουμε λάθος στις διαπιστώσεις του Κακουργιοδικείου πως το σλιπ που εξέτασε η Κονάρη ήταν εκείνο που φορούσε η παραπονούμενη.  Η μαρτυρία, στην οποία αναφέρθηκε με λεπτομέρεια, δεν άφηνε περιθώρια αμφιβολίας γι’ αυτό.

Διατυπώθηκαν, όπως είδαμε και άλλοι ισχυρισμοί αναφορικά με τη βαζελίνη στο σλιπ και τις συνέπειες της ανίχνευσής της.  Επιπλέον, αναφορικά με τη μή ανίχνευση βαζελίνης στη γάζα που χρη[*43]σιμοποίησε και στις τρίχες που απέκοψε ο Σοφοκλέους. Δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε, όπως δεν συμφώνησε και το Κακουργιοδικείο ότι αποδυναμώνεται η σημασία της ανίχνευσης βαζελίνης στο σλιπ για τους λόγους αυτούς.

Εν πρώτοις, ήταν κατηγορηματική η Κονάρη πως αποκλειόταν εντελώς η περίπτωση να προερχόταν η βαζελίνη από το ίδιο το ύφασμα ή το λάστιχο του σλιπ.  Υποστηρίκτηκε ενώπιόν μας πως εστερείτο η Κονάρη της ειδίκευσης που θα της επέτρεπε να αναφερθεί σε τέτοιο θέμα.  Όμως η Κονάρη εξήγησε με λεπτομέρεια τα ακαδημαϊκά της προσόντα και τη μεγάλη πείρα της και ουδέποτε τέθηκε τέτοιο ζήτημα όταν κατέθετε. Ήταν χωρίς ένσταση που αναφέρθηκε σε σειρά υλικών που δεν έχουν, εκ της κατασκευής τους, βαζελίνη και οι ερωτήσεις αναφορικά με τα αναφερθέντα ως πιθανότητες, ήταν από την υπεράσπιση που υποβλήθηκαν, κατά την αντεξέτασή της. Μετά, ήταν ορθή και η κρίση του Κακουργιοδικείου πως στο πλαίσιο της μαρτυρίας που προσάχθηκε, δεν μπορούσε να έχει σημασία το γεγονός ότι υποβλήθηκε σε ανάλυση ολόκληρο το σλιπ  και όχι μόνο το κάτω μέρος του. Η Κονάρη εξήγησε γιατί δεν προέβη σε τέτοια λεπτομερέστερη ανάλυση.  Δεν τη θεωρούσε αναγκαία ενόψει της φύσης του ισχυρισμού και της ανυπαρξίας δυνατότητας να προέρχεται η βαζελίνη που ενδεχομένως θα ανευρισκόταν, στην κατασκευή του σλιπ του ιδίου. Επίσης ο τεμαχισμός του σλιπ θα μείωνε την απόδοση της ανάλυσης.  Προβλήθηκε και η άποψη πως δεν είχε ταυτιστεί η βαζελίνη που βρέθηκε στο σλιπ με εκείνη που περιεχόταν στα μπουκαλάκια που παραλήφθηκαν από το ιατρείο του εφεσείοντα. Δεν ήταν έτσι ακριβώς η μαρτυρία και δεν μειώνεται η σημασία της ανίχνευσης ούτε από τέτοιο παράγοντα.  Σύμφωνα με τη μαρτυρία της Κονάρη και στις δυο περιπτώσεις είχαμε τους ίδιους υδρογονάνθρακες αλλά δεν υπήρχε η δυνατότητα, για λόγους που εξήγησε σε έκταση, περαιτέρω σύγκρισής τους.

Η ανίχνευση της βαζελίνης στο σλιπ ορθά κρίθηκε ως ενισχυτική μαρτυρία. Σημειώνουμε πως η παραπονούμενη αναφέρθηκε στη χρήση βαζελίνης από τον εφεσείοντα ευθύς εξ αρχής, στο πρώτο παράπονό της στον Αλέξανδρο. Αμφισβήτηση επ’ αυτού δεν υπήρξε και το έχουμε επίσης πως το αναφέρει και στη γραπτή της κατάθεση της ημέρας εκείνης. Κάτω από αυτές τις συνθήκες δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε πως η μή αναφορά στη χρήση βαζελίνης και στον ιατροδικαστή Σοφοκλέους προσλαμβάνει τη σημασία που της αποδίδει ο εφεσείων.  Το ζήτημα βεβαίως, όπως το κρίνουμε τώρα, ασφαλώς θα ενδιέφερε τον ιατροδικαστή. Το ζήτημα όμως είναι τί αντιλαμβανό[*44]ταν τότε η παραπονούμενη, μάλιστα στη κατάσταση στην οποία βρισκόταν, ως ουσιώδες ή απαραίτητο να λεχθεί ή, ακριβέστερα, να επαναληφθεί. Ισχύουν τα ίδια και σε σχέση με τη μή αναφορά στην πρώτη κατάθεση της παραπονουμένης σε δοχείο βαζελίνης. Το Κακουργιοδικείο σημείωσε πως αφού είχε αναφερθεί στη χρήση βαζελίνη η μή αναφορά σε τέτοιο δοχείο ήταν λεπτομέρεια που δεν μπορούσε να επηρεάσει την αξιοπιστία της και δεν συμφωνούμε πως υπάρχει λάθος σ’ αυτό.

Τα υπόλοιπα επιχειρήματα ως προς τις επιστημονικές εξετάσεις στηρίχτηκαν στο αρνητικό τους αποτέλεσμα. Δεν ανευρέθηκε βαζελίνη στη γάζα που χρησιμοποίησε και στις τρίχες που έκοψε ο Σοφοκλέους. Επίσης δεν ανιχνεύθηκε ξένο γενετικό υλικό στα κολπικά επιχρίσματα που πήρε ο ίδιος. Εισηγήθηκε η υπεράσπιση πως αν ήταν αληθινή η ιστορία της παραπονουμένης, το αποτέλεσμα θα έπρεπε να ήταν οπωσδήποτε θετικό.

Θα δούμε πρώτο το θέμα της βαζελίνης. Ο εφεσείων στηρίζεται στην αντίληψη πως σύμφωνα με τη μαρτυρία της Κονάρη, ενώ η βαζελίνη μεταφέρεται εύκολα από το σώμα σε ύφασμα, παραμένει υπόλοιπο.  Δεν μεταφέρεται όλη.  Επομένως, θα έπρεπε να είχε μεταφερθεί και στη γάζα και μέρος της να είχε παραμείνει στις τρίχες. Έχουμε ανατρέξει στη μαρτυρία της Κονάρη. Δεν χαρακτηρίζεται από τη βεβαιότητα την οποία η υπεράσπιση αντιλαμβάνεται.  Βέβαιο ήταν πως η βαζελίνη εύκολα μεταφέρεται σε ύφασμα.  Ως προς το πώς αφαιρείται όλη, η μαρτυρία της, την οποία επικαλέστηκε η υπεράσπιση, ήταν η ακόλουθη:

“Ε.  Και συμφωνείτε μαζί μου ότι η βαζελίνη δεν διαλύεται από νερό έτσι;

Α.   Όχι.

Ε.   Και ότι επικολλάται πάνω στο σώμα ή μέρη του σώματος;

Α.   Δεν απορροφάται.

Ε.   Και ότι είναι δύσκολο να τη βγάλεις από το σώμα εκτός εάν χρησιμοποιήσεις σαπούνι.

Α.   Εύκολα να φύγει με την τριβή, με το σκούπισμα, σίγουρα μπορεί να μείνουν λίγα υπολείματα, μπορεί όχι αλλά σίγουρα το σαπούνι θα το διαλύσει.

Ε.   Για να πάρεις κάτι εξ ολοκλήρου από το δικό σου το σώμα μπορεί να χρησιμοποιήσεις σαπούνι;

Α.   Όχι, και με το σκούπισμα μπορεί να φύγει.

Ε.   Όλα; Χωρίς σαπούνι;

[*45]Α.        Δεν είμαι σίγουρη αλλά με το σκούπισμα το περισσότερο μπορεί να φύγει.”

Το Κακουργιοδικείο προσέγγισε το θέμα ως εξής:

“Δεν γνωρίζουμε κατ’ αρχή πόση βαζελίνη τοποθετήθηκε, ούτε σε κάθε ακριβώς σημείο, σε συσχετισμό με την ενέργεια του κ. Σοφοκλέους να σκουπίση τον κόλπο της Ειρήνης με τη γάζα. Η κα Κονάρη ανάφερε ότι η βαζελίνη μεταφέρεται εύκολα στο ύφασμα και, ανάλογα με το ύφασμα, μπορεί να απορροφάται από αυτό ανάλογα και με την ένταση και αμεσότητα της τριβής.  Είναι δεδομένο ότι ο κ. Σοφοκλέους δεν είδε την Ειρήνη πριν τις 3.00 μ.μ., δηλαδή σχεδόν πέντε ολόκληρες ώρες μετά από τα όσα ισχυρίζεται η Ειρήνη, και ότι η Ειρήνη φορούσε τα ρούχα της μέχρι τότε, και μάλιστα υπάρχει μαρτυρία ότι το παντελόνι της ήταν αρκετά εφαρμοστό στο κορμί της.  Περαιτέρω, η κα Κονάρη αναφέρει ότι ανιχνεύθηκε βαζελίνη στο slip της Ειρήνης.  Με όλα αυτά τα στοιχεία, ο μη εντοπισμός βαζελίνης στη γάζα δεν έχει πλέον την καταλυτική σημασία την οποία ενδεχόμενα να είχε άλλως πως. Η κατάληξη είναι δε ότι ούτε το θέμα αυτό αντανακλά επί της αξιοπιστίας της Ειρήνης.”

Δεν διαπιστώνουμε λάθος στην προσέγγιση του θέματος από το Κακουργιοδικείο. Δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε με την εισήγηση του εφεσείοντα.

Συζητήθηκε παρεμφερώς η μή εξέταση και των κολπικών επιχρισμάτων για σκοπούς ανεύρεσης βαζελίνης σ’ αυτά. Εξηγήθηκε όμως από τη μαρτυρία πως αυτά κατ’ανάγκην καταστράφηκαν με την επιστημονική επεξεργασία τους από τον Καριόλου. Δεν παρεχόταν πλέον τέτοια δυνατότητα και δεν διερευνήθηκε αν θα ήταν διαφορετική η κατάσταση αν πρώτα ξεπλένονταν με τη μέθοδο της Κονάρη για τους σκοπούς της δικής της εξέτασης. Θα μπορούσαν να είχαν ληφθεί πρόσθετα κολπικά επιχρίσματα; Προφανώς ναι, αλλά δεν θεωρούμε πως η ενδεχόμενη μή αναζήτηση πρόσθετης επιστημονικής μαρτυρίας μπορεί να δημιουργήσει το κενό που εισηγείται ο εφεσείων όταν, στην παρούσα υπόθεση, έχουμε το βέβαιο γεγονός της ανίχνευσης βαζελίνης στο σλιπ της παραπονουμένης. Στη συνέχεια είναι το θέμα της μή ανίχνευσης γενετικού υλικού στα κολπικά επιχρίσματα. Έρεισμα της εισήγησης ήταν η αντίληψη πως σύμφωνα με τη μαρτυρία του Κ. Κωνσταντινίδη που κάλεσε ο εφεσείων, απαραιτήτως θα αποβάλλονταν υγρά από το πέος του εφεσείο[*46]ντα και θα παρέμενε στον κόλπο της παραπονουμένης ξένο γενετικό υλικό. Ανεξάρτητα από το ότι, σύμφωνα με τη μαρτυρία της παραπονουμένης, το πέος του εφεσείοντα παρέμεινε στο κόλπο της παραπονουμένης μόνο για ελάχιστα δευτερόλεπτα. Το Κακουργιοδικείο όμως παρέπεμψε στη μαρτυρία του Κ. Κωνσταντινίδη και όπως σημείωσε, “δεν υπάρχει μαρτυρία ότι η ουσιαστικά στιγμιαία είσοδος και έξοδος του πέους των 2 - 3 δευτερολέπτων οδηγά στην αποβολή των αναφερθέντων υγρών”. Τα ακόλουθα δε από την απόφαση, αντανακλούν όπως διαπιστώνεται, τη μαρτυρία του Κ. Κωνσταντινίδη στο θέμα.

“Ο ίδιος ο κ. Κ. Κωνσταντινίδης δέχθηκε ότι δεν ήταν σε θέση να πληροφορήση το δικαστήριο για τη συνάρτηση του χρόνου εισδοχής προς την αποβολή των εν λόγω υγρών αφού, όπως είπε, το θέμα του χρόνου δεν έχει, κατά τη γνώση και αντίληψη του της επιστήμης, εξετασθή ως σχετικό προς τη γενική θέση την οποία διατύπωσε. Αυτό στερεί το υπόβαθρο της θέσης της υπεράσπισης του δεδομένου της αποβολής των υγρών επί της οποίας και εδράζεται.”

Η εισήγηση του εφεσείοντα παραγνωρίζει αυτή την πραγματικότητα. Σημειώνουμε πως ούτε ο Ηλιάδης συμφώνησε πως ήταν απαραίτητο από τέτοιας διάρκειας εισδοχή, να αποβληθούν υγρά.  Είναι όμως ορθή και η εναλλακτική αντίκρυση του θέματος. Το Κακουργιοδικείο αναφέρθηκε στη μαρτυρία του Καριόλου ως του κατ΄εξοχήν ειδικού σε θέματα ανίχνευσης γενετικού υλικού σύμφωνα με την οποία, κάθε άλλο παρά ήταν απαραίτητο να είχε ανιχνευθεί γενετικό υλικό στην περίπτωση, έστω και αν αυτό πράγματι υπήρχε. Η μαρτυρία συνοψίζεται ως εξής:

“Και ο κ. Καριόλου εξήγησε με βάση τις γνώσεις αλλά και την εμπειρία του ότι για διάφορους λόγους, υπάρχει η περίπτωση μη εντοπισμού ξένου γενετικού υλικού έστω και αν αυτό ήταν άλλως δεδομένα παρόν, και μάλιστα ότι σε περίπτωση που δεν υπήρξε εκσπερμάτωση, όπως προφανώς ήταν η προκειμένη κατά την εκδοχή της Ειρήνης, η πιθανότητα ανίχνευσης DNA θα ήταν πολύ μικρή. Ο κ. Καριόλου ανάφερε δε ότι και η διάρκεια της επαφής ενδεχόμενα να επηρεάση την ανίχνευση του γενετικού υλικού αλλά και η αναλογία και ιδιαίτερα η καθαρότητα του μείγματος που επηρεάζει άμεσα τη διαθεσιμότητα και απομόνωση επαρκών καθαρών κυττάρων που να επιτρέπουν τη λειτουργία της μεθόδου. Στην προκειμένη περίπτωση, δεν μπορεί βέβαια να παραβλεφθή ούτε το πολύ σύντομο της ισχυριζόμενης εισδοχής, ούτε η κατανομή ή οποία [*47]αναμένεται να γίνη του ξένου γενετικού υλικού, ούτε η πρόσμιξη του με το γενετικό υλικό της ίδιας της Ειρήνης, ούτε η πάροδος πέντε τόσων ωρών μέχρι τη λήψη των επιχρισμάτων. Καταλήγοντας θεωρούμε ότι η επιστημονική μαρτυρία όσον αφορά τη μη ανίχνευση ξένου DNA, και ιδιαίτερα του κ. Κορέλλη, στα κολπικά επιχρίσματα της Ειρήνης, δεν επηρεάζει την αξιοπιστία της Ειρήνης.”

Ενώπιόν μας ο εφεσείων εισηγήθηκε πως ακριβώς επειδή οι ειδικοί στους οποίους στηρίχθηκε το Κακουργιοδικείο αναφέρονταν σε πιθανότητες, η θέση του ήταν πως προέκυπτε αμφιβολία που θα έπρεπε να οδηγήσει στην αθώωσή του.  Έχουμε αναφερθεί προηγουμένως σε αυτή την πτυχή των επιχειρημάτων του εφεσείοντα. Δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε. Το Κακουργιοδικείο προσήγγισε το ζήτημα στην ορθή του διάσταση. Επαναλαμβάνουμε πως η μαρτυρία για την οποία συζητούμε δεν προσάχθηκε για να θεμελιώσει την ενοχή του εφεσείοντα.  Την επικαλέστηκε η υπεράσπιση και θα αποκτούσε σημασία εάν επηρέαζε, όπως ακριβώς το είδε το Κακουργιοδικείο, την αξιοπιστία της παραπονουμένης.

Ούτε τα άλλα σημεία που θίγηκαν δικαιολογούν παρέμβαση.  Το επιχείρημα σε σχέση με το δεύτερο εξεταστικό κρεβατάκι, σε πρώτο επίπεδο, εκλαμβάνει πως οι φωτογραφίες που παρουσίασε η κατηγορούσα αρχή εμφάνιζαν την εικόνα του ιατρείου όπως αυτή ήταν κατά τον ουσιώδη χρόνο. Όμως οι φωτογραφίες λήφθηκαν δυο μέρες μετά, στις 24.8.96, και είναι ορθή η εισήγηση της κατηγορούσας αρχής πως δεν προέκυπτε από τη μαρτυρία ότι μεσολάβησε φρούρηση της σκηνής που απέκλειε την είσοδο σ΄αυτό, ιδίως του εφεσείοντα και του Χαλιού. Το ζήτημα του δεύτερου εξεταστικού κρεβατιού προέκυψε μόνο κατά τη μαρτυρία της ίδιας της παραπονουμένης όταν ακριβώς της επιδείχθηκαν οι φωτογραφίες. Συναφώς ήταν η μαρτυρία του Χαλιού πως στις 23.8.96 εργάστηκαν στο ιατρείο και ο εφεσείων δεχόταν ασθενείς σ΄αυτό κανονικά. Σημειώνουμε πως και η ανώμοτη δήλωση του εφεσείοντα ήταν προς την ίδια κατεύθυνση.  Είπε πως συνέχισε να πηγαίνει στο ιατρείο του μέχρι και το απόγευμα της 26.8.96. Ο Χαλιός είχε ισχυριστεί πως το δεύτερο εξεταστικό κρεβατάκι, από την εποχή της κατασκευής του, προσαρτήθηκε στο βασικό και έκτοτε δεν αφαιρέθηκε.  Το Κακουργιοδικείο δεν έκρινε τη μαρτυρία του ως αντικειμενικά ανεξάρτητη, ακριβή και πειστική και σημείωσε τη στενή επαγγελματική του σχέση προς τον εφεσείοντα.  Στη χρήση του δεύτερου εξεταστικού κρεβατιού αναφέρθηκαν και ο Χαλιός και ο [*48]γιατρός Α. Κωνσταντινίδης. Συμφώνησαν πως κατασκευάστηκε για να αντιμετωπίζονται ορισμένα από τα περιστατικά και πως ήταν κινητό, “για να μπαίνει και να βγαίνει” όπως είπε ο Χαλιός. Σε σχετική δε ερώτηση, ο Α. Κωνσταντινίδης βεβαίωσε πως είδε, σε άλλες περιπτώσεις, το βασικό κρεβατάκι μόνο του χωρίς το πρόσθετο. Το Κακουργιοδικείο πρόσθεσε πως δεν είχε αντεξεταστεί ο Αλέξανδρος επί του σημείου. Όπως αναγνώρισε και η κα Μαλακτού, αυτό ήταν λάθος. Δεν θεωρούμε όμως πως ενόψει του συνόλου της καθοδήγησης του Κακουργιοδικείου, δικαιολογείται να του προσδοθεί η σημασία που εισηγείται ο εφεσείων. Το Κακουργιοδικείο έστρεψε την προσοχή του στο σύνολο της μαρτυρίας και επ’ αυτού είχε αντεξεταστεί και η παραπονούμενη και ο Κωνσταντινίδης. Σαφώς ήταν στη σκέψη του Κακουργιοδικείου ότι η υπεράσπιση υποστήριζε πως υπήρχε το κρεβατάκι. Το Κακουργιοδικείο αναφέρθηκε ειδικά στον Α. Κωνσταντινίδη και απέρριψε την εισήγηση για προκατάληψη και, τελικά, ανεντιμότητά του μέχρι του σημείου της σκόπιμης  προσπάθειας ενοχοποίησης του εφεσείοντα λόγω των τεταμένων σχέσεών τους.  Η αναφορά στη μή αντεξέταση του Αλέξανδρου συνιστούσε πρόσθετη παρατήρηση και πρέπει να έχουμε υπόψη πως αυτή ήταν μια πτυχή της μαρτυρίας του Αλέξανδρου, τον οποίο, όπως και τον Α. Κωνσταντινίδη, το Κακουργιοδικείο έκρινε ως “άκρως αξιόπιστους μάρτυρες”.

Ούτε τα υπόλοιπα που συζητήθηκαν σε σχέση με κατ’ ισχυρισμό αντιφάσεις ή διαφοροποιήσεις ή συμπληρώσεις της μαρτυρίας της παραπονουμένης  ευσταθούν. Το γεγονός ότι στην πρώτη κατάθεση της είπε ότι “ξάπλωσε μπρούμυτα”, όπως ορθά έκρινε το Κακουργιοδικείο, αναγόταν “στους περιγραφικούς όρους που χρησιμοποιήθηκαν παρά σε ουσιαστική αντίφαση”. Η περιγραφή της στάσης της, τόσο στις καταθέσεις της όσο και στη μαρτυρία της, δεν δικαιολογούσε να θεωρηθεί ότι εννοούσε ότι πλάγιασε στο εξεταστικό κρεβατάκι αφού, όσα κατέθεσε, λέχθηκαν “με βάση το ότι έστεκε ακουμπισμένη μπρούμυτα στο κρεβατάκι”. Περαιτέρω, όπως επίσης σημείωσε το Κακουργιοδικείο, η αναφορά του Αλέξανδρου και του Α. Κωνσταντινίδη σε σχέση με το πρώτο παράπονο της Ειρήνης που προηγήθηκε και της κατάθεσής της, είναι ότι η Ειρήνη τους είπε, αντίστοιχα, “ότι ο κ. Κορέλλης της είπε να σκύψη ή να ακουμπήση στο κρεβατάκι που δείχνει ότι από την αρχή η Ειρήνη αναφερόταν στη στάση που αναφέρει στη μαρτυρία της”.

Επίσης δεν βρίσκουμε λάθος στην προσέγγιση του Κακουργιοδικείου σε σχέση με το πώς η παραπονούμενη είδε το παντελόνι του [*49]εφεσείοντα ή το φερμουάρ του.  Επεξήγησε σε συμπληρωματικές καταθέσεις και ενώπιον του Κακουργιοδικείου ότι όταν γύρισε είδε το παντελόνι του εφεσείοντα γυρισμένο προς τα έξω, εξηγώντας τα εξ αρχής αναφερθέντα πως είδε το παντελόνι του ανοικτό και τα χέρια του μπροστά από αυτό.

Ορθή ήταν και η προσέγγιση του Κακουργιοδικείου αναφορικά με τις εισηγήσεις που συναρτήθηκαν προς την συμπεριφορά της παραπονουμένης κατά την έξοδό της από το ιατρείο.  Εν πρώτοις, δεν προωθήθηκε ζήτημα, τουλάχιστον με επί τούτου αντεξέταση της παραπονουμένης, σε σχέση με άσπρο χαρτί που η Χαλιού είπε ότι κρατούσε και την όποια σύνδεση του με τα προηγηθέντα. Ρωτήθηκε αν κρατούσε “κανένα χαρτί”, απάντησε αρνητικά και το θέμα έμεινε εκεί. Περαιτέρω, όπως παρατηρεί το Κακουργιοδικείο, και η ίδια η παραπονούμενη κατέθεσε πως κατά την έξοδό της ούτε θορυβούσε ούτε εκινείτο ασυνήθιστα. Περπατούσε γρήγορα κοιτάζοντας προς τα κάτω και ήταν μόνο μετά που συνάντησε τον Αλέξανδρο, όταν βγήκε από την κλινική, που του είπε τα διατρέξαντα. Ο δε Αλέξανδρος αντιλήφθηκε ότι ήταν αναστατωμένη, χωρίς όμως να προσδιορίσει οποιαδήποτε ιδιαίτερη κίνησή της. Όπως πρόσθεσε ήταν αγχωμένη, στενοχωρημένη και απλώς του είπε, “Αλέξανδρε έλα”.

Συζητήθηκε τελικά το κατ’ ισχυρισμό αφύσικο της εκδοχής της παραπονουμένης. Όμως οι φωτογραφίες στις οποίες στηρίχτηκε για να υποστηριχτεί πως, εκτός των άλλων που σημειώσαμε, με το άνοιγμα της πόρτας του ιατρείου θα ήταν ορατοί, δεν είναι αφ’ εαυτών διαφωτιστικές. Σημειώνουμε την ύπαρξη διαχωριστικής κουρτίνας και τη μαρτυρία της παραπονουμένης πως αυτή δεν ήταν τελείως ανοικτή και πως από την κυρία είσοδο κάποιος μπορούσε να δεί “λίγο το εξεταστήριο”. Εν πάση περιπτώσει, το Κακουργιοδικείο έστρεψε ειδικά την προσοχή του και σ΄αυτό το θέμα. Θεωρούμε ορθό να παραθέσουμε ολόκληρο το σχετικό απόσπασμα από την απόφασή του.

“Η εκδοχή της Ειρήνης, υπέβαλε περαιτέρω ο κ. Ταλαρίδης, είναι εντελώς παράλογη από την άποψη του κ. Κορέλλη ως επαγγελματία ιατρού κάποιας ηλικίας που έχει να χάση τα πάντα αν κάνη κάτι τέτοιο, διακινδυνεύοντας ολόκληρη την επιτυχημένη καριέρα και ευτυχισμένη οικογενειακή ζωή του, όπως ουσιαστικά λέγει και ο κ. Κορέλλης στην ανώμοτη δήλωσή του. Τοσούτω μάλλον αν ληφθή υπ’ όψη ότι, σύμφωνα με τη μαρτυρία, όλα έγιναν, αν η Ειρήνη λέγει την αλήθεια, ενώ η πόρτα του ιατρείου ήταν ξεκλεί[*50]δωτη, η κουρτίνα του εξεταστηρίου μισοτραβηγμένη και ο Αλέξης λίγα βήματα πιο κάτω.  Δεν παραγνωρίζουμε τη λογική αυτής της άποψης, όπως και δεν παραγνωρίζουμε την επισήμανση από τον ίδιο τον κ. Κορέλλη στην ανώμοτη δήλωσή του της ανάγκης προστασίας όσων διεξάγουν ευαίσθητα επαγγέλματα από ψευδείς ισχυρισμούς τέτοιας φύσεως που μπορεί να είναι εύκολο να γίνουν και δύσκολο να αντικρουσθούν. Οι σκέψεις όμως αυτές σίγουρα δεν μπορούν να υπερισχύσουν ώστε να ανατρέψουν την άποψη του δικαστηρίου η οποία βασίζεται στην αξιολόγηση της ίδιας της μαρτυρίας, όταν η ίδια η μαρτυρία δεν περιέχει τέτοια σχετική αδυναμία που να επέτρεπε ή και να επέβαλλε ακόμα προσφυγή της στις παραμέτρους αυτές.  Η δε βάσανος στην οποία υποβάλλεται η μαρτυρία στην αξιολόγηση της αξιοπιστίας και αποτελεσματικότητας της, σε συνδυασμό και με τους κανόνες απόδειξης, συνιστά και τη δικαστική εγγύηση που παρέχεται στον κατηγορούμενο σε τέτοιες περιπτώσεις.”

Το έργο της αξιολόγησης της μαρτυρίας ανήκει κατ’εξοχήν στο πρωτόδικο δικαστήριο. Είναι ογκώδης και σταθερή η νομολογία μας πάνω στο θέμα και η κα Μαλαχτού, όπως σημειώσαμε, επικαλέστηκε την Ιωάννη Γεωργίου Σοφοκλέους ν. Δημοκρατίας σε σχέση με τις προϋποθέσεις κάτω από τις οποίες το Ανώτατο Δικαστήριο παρεμβαίνει. Το Κακουργιοδικείο είδε και άκουσε τους μάρτυρες, εξέτασε κάθε πτυχή της μαρτυρίας και δεν είχε κανένα απολύτως ενδοιασμό όταν κατέληγε πως η παραπονούμενη είπε μόνο και όλη την αλήθεια, απορρίπτοντας κάθε ιδέα σκευωρίας ή κινήτρου για ενοχοποίηση από την παραπονούμενη του άγνωστου της εφεσείοντα ή για ψέματα οφειλόμενα σε οτιδήποτε άλλο. Δεν διαπιστώνουμε οτιδήποτε που θα δικαιολογούσε ανατροπή της κρίσης του.

Μένει ο τελευταίος ισχυρισμός του εφεσείοντα. Εισηγείται πως και με βάση τη μαρτυρία της παραπονουμένης παραμένει αμφιβολία αν πράγματι ήταν το πέος του που εισήλθε μέσα στον κόλπο της παραπονουμένης. Θα παραθέσουμε και ως προς αυτά το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση του Κακουργιοδικείου:

“Η αναφορά της Ειρήνης στην αντίληψή της ότι επρόκειτο περί πέους δεν δίδει έρεισμα για οποιαδήποτε αρνητικά σχόλια.  Σύμφωνα με την εκδοχή της, της συνέβη κάτι πολύ απρόσμενο, και εφ όσον ήταν με την εντύπωση ότι εξετάζετο δεν θα εξέπληττε η αναφορά της ότι, νοιώθωντας το πέος να εισέρχεται, της πέρασε αυ[*51]τόματα και στιγμιαία από το μυαλό και η σκέψη κάποιου εργαλείου. Εξάλλου, όλα έγιναν, σύμφωνα με την εκδοχή της, σε πολύ λίγα δευτερόλεπτα, αναφέρει δε ότι αμέσως μετά ένοιωσε το πέος να εισέρχεται βαθύτερα. Η δε Ειρήνη φαίνεται ότι είχε αρκετή εμπειρία μιας τέτοιας καταστάσεως. Οι περαιτέρω διευκρινίσεις στις καταθέσεις της είναι φανερό ότι αναφέρονται σε σύγκριση του αισθήματος και αντίληψης του πέους και του δακτύλου, και σίγουρα δεν είναι σε αντίφαση με την αναφορά της στην ένορκη κατάθεση της παρά μόνο δίδουν την πλήρη εικόνα της εκδοχής της.”

Συμφωνούμε πως, στη βάση της μαρτυρίας της παραπονουμένης, είναι απολύτως βέβαιο πως ο εφεσείων τοποθέτησε το πέος του μέσα στον κόλπο της παραπονουμένης και πως, χωρίς καμιά αμφιβολία, διέπραξε το κακούργημα του βιασμού. Η έφεση απορρίπτεται.

Η έφεση απορρίπτεται.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο