Ευαγγέλου Νίκος ν. Aστυνομίας (Αρ. 1) (2000) 2 ΑΑΔ 72

(2000) 2 ΑΑΔ 72

[*72]17 Φεβρουαρίου, 2000

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΗΛΙΑΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]

ΝΙΚΟΣ ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ,

Εφεσείων,

v.

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ (ΑΡ. 1),

Εφεσίβλητης.

(Ποινική Έφεση Αρ. 6758)

――――――――――――-

Ποινή ― Πλαστογραφία ― Κυκλοφορία πλαστού εγγράφου ― Επιβολή συντρέχουσων ποινών φυλάκισης 12 μηνών αντίστοιχα.

Απόδειξη ― Αξιολόγηση μαρτυρίας ― Αξιοπιστία μαρτύρων ― Το θέμα αξιολόγησης της αξιοπιστίας των μαρτύρων επαφίεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο το οποίο έχει την ευκαιρία να ακούσει τους μάρτυρες και να παρακολουθήσει τη συμπεριφορά τους στο εδώλιο του μάρτυρα ― Προϋποθέσεις επέμβασης του Εφετείου.

Εκδίκαση ποινικών υποθέσεων ― Ακρόαση δικαστικής υπόθεσης ― Μάρτυρες ― Κλήτευση μαρτύρων από την κατηγορούσα αρχή ― Η μη κλήτευσή τους δεν καθιστά τρωτή την υπόθεση όταν η υπόλοιπη μαρτυρία είναι ικανοποιητική για να αποδείξει την υπόθεση της κατηγορούσας αρχής.

Ποινική Δικονομία ― Διάσωση καταδίκης παρά τη διάπραξη σφάλματος από το πρωτόδικο Δικαστήριο ― Ο περί Ποινικής Δικονομίας Νόμος, Κεφ. 155, επιφύλαξη Άρθρου 145 (1) (β) ― Κατά πόσο συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις για εφαρμογή της επιφύλαξης στην παρούσα υπόθεση.

Οι παραπονούμενοι, οι οποίοι ήταν σύζυγοι, είχαν εταιρεία την ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΑ ΜΟΥΖΗ ΛΤΔ, η οποία διεξήγαγε επιχείρηση ετοιμασίας φαγητών στην Αγία Νάπα.  Οι παραπονούμενοι συμφώνησαν να πωλήσουν τις μετοχές τους στον εφεσείοντα έναντι του ποσού των £36.000.  Ο εφεσείων έδωσε στους παραπονούμενους μια επιταγή υπο[*73]γεγραμμένη από κάποιο Αντρέα Τάσου Ορεινού ως προκαταβολή. Η επιταγή έγραφε ολογράφως “δέκα πεντακόσιες εξήντα” και αριθμητικά “£10.000”.  Ο εφεσείων μετέτρεψε τον αριθμό 10.000 σε 10.560 και έθεσε τα αρχικά του.

Ακολούθως ο εφεσείων παρουσίασε μια κόλλα που περιείχε κατάλογο των αντικειμένων της επιχείρησης και ζήτησε από τους παραπονούμενους να την υπογράψουν. Την στιγμή της υπογραφής ο εφεσείων δίπλωσε την κόλλα έτσι που να μη φαίνεται το επάνω μέρος της που ήταν κενό. Αργότερα ο εφεσείων πρόσθεσε στο κενό μέρος του εγγράφου έγγραφη δήλωση μεταβίβασης της κυριότητας των μετοχών της ιδιοκτήτριας εταιρείας της επιχείρησης στον εφεσείοντα έναντι του ποσού των £16.000.

Λίγες μέρες μετά την υπογραφή της συμφωνίας κατατέθηκε στην Έφορο Εταιρειών η Ετήσια Έκθεση της εταιρείας ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΑ ΜΟΥΖΗ ΛΤΔ η οποία περιείχε μεταβίβαση μετοχών από τους παραπονούμενους στον εφεσείοντα. Την ίδια μέρα υποβλήθηκε κοινοποίηση αλλαγής των διευθυντών της πιο πάνω εταιρείας σύμφωνα με την οποία οι παραπονούμενοι, μέχρι τότε διευθυντές, αντικαταστάθηκαν από τρία άλλα πρόσωπα μεταξύ των οποίων και ο εφεσείων. Σύμφωνα με τη μαρτυρία γραφολόγου το πιο πάνω έντυπο συμπληρώθηκε από το ίδιο πρόσωπο που είχε συμπληρώσει το έγγραφο πώλησης των μετοχών.

Ο εφεσείων κρίθηκε ένοχος για αλλοίωση εγγράφου και για κυκλοφορία πλαστού εγγράφου.  Του επιβλήθηκαν συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 12 μηνών στην κάθε κατηγορία. Με την παρούσα έφεση προσβάλλει τόσο την καταδίκη όσο και την ποινή. Μεταξύ άλλων εισηγήθηκε ότι:

1) Δεν έτυχε δίκαιης δίκης.

2) Του αποστερήθηκε το δικαίωμα κλήτευσης μαρτύρων.

3) Υπήρξε αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην εκδίκαση της υπόθεσης.

4) Υπήρχε ασάφεια στις κατηγορίες σε σχέση με τη μαρτυρία που παρουσιάσθηκε.  Το Δικαστήριο παρέλειψε να εξετάσει κατά πόσο οι πράξεις του εφεσείοντος συνήδαν με τις λεπτομέρειες όπως παρατίθενται στη δεύτερη κατηγορία.

Αποφασίσθηκε ότι:

1.  Η έφεση αναφορικά με την πρώτη κατηγορία πρέπει να απορριφθεί. Κανένας από τους προβληθέντες λόγους δεν ευσταθεί.

2.  Η έφεση αναφορικά με τη δεύτερη κατηγορία πρέπει να επιτραπεί.  [*74]Δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για εφαρμογή της επιφύλαξης (proviso) της παραγράφου (β) του εδαφίου 1 του Άρθρου 145 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, για διάσωση της καταδίκης.

3.  Η επιβληθείσα ποινή δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως έκδηλα υπερβολική με οποιοδήποτε τρόπο. Αντίθετα, είναι μάλλον επιεικής.  Η αθώωση του εφεσείοντος στη δεύτερη κατηγορία αφήνει αμετάβλητες τις παραμέτρους καθορισμού της ποινής στην πρώτη κατηγορία.

Η έφεση εναντίον της καταδίκης επιτράπηκε μερικώς. Η έφεση εναντίον της ποινής απορρίφθηκε.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Μιχαηλίδης ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 172,

Sedora Enterprises v. Διευθυντή Κοινωνικών Ασφαλίσεων (1990) 2 Α.Α.Δ. 282,

Αεροπόρος κ.ά. ν. Αστυνομίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 362,

Πέτρου κ.ά. ν. Αστυνομίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 76,

Μουζάκης ν. Αστυνομίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 220,

Πέγκερος ν. Δημοκρατίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 143,

Γενικός Εισαγγελέας ν. Σάββα (1998) 2 Α.Α.Δ. 224,

Ιωακείμ ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 152,

Demeco Company Ltd ν. Beckhoff Gasellchaft Mbh (1988) 1 C.L.R. 82,

Οδυσσέα ν. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 490,

Έλληνας ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 149,

Μιχαήλ ν. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 216,

Αντωνίου ν. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 286,

[*75]

Γενικός Εισαγγελέας ν. Ματθαίου (1994) 1 Α.Α.Δ. 1,

Philippou v. Republic [1983] 2 C.L.R. 245,

Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 525,

Σωκράτους ν. Αστυνομίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 132.

Έφεση εναντίον Καταδίκης και Ποινής.

Έφεση από το Νίκο Ευαγγέλου εναντίον της καταδίκης του από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας (Οικονόμου Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 5442/95), ημερομηνίας 8/7/99, στις κατηγορίες πλαστογραφίας, κατά παράβαση των Άρθρων 331, 333 και 335 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 και στις κατηγορίες κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου κατά παράβαση των Άρθρων 331, 333 και 339 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 και εναντίον της ποινής φυλάκισης 12 μηνών που του επιβλήθηκε.

Ο Εφεσείων εμφανίζεται αυτοπροσώπως.

Α. Μαππουρίδης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΠΙΚΗΣ, Π.: Η απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από το Δικαστή Τ. Ηλιάδη.

ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.:  Ο εφεσείων βρέθηκε ένοχος από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας σε κατηγορίες πλαστογραφίας (κατά παράβαση των άρθρων 331, 333 και 335 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154) και κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου (κατά παράβαση των άρθρων 331, 333 και 339 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154) και καταδικάστηκε σε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 12 μηνών αντίστοιχα. Με την παρούσα έφεση ο εφεσείων προσβάλλει τόσο την καταδικαστική απόφαση όσο και την ποινή που του επιβλήθηκε.

Η έφεση κατά της καταδικαστικής απόφασης

Σύμφωνα με τα γεγονότα όπως είχαν παρουσιασθεί ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, οι παραπονούμενοι Γιαννάκης Καούλλας (που ήταν γεωργός) και η σύζυγος του Παναγιώτα Καούλλα [*76]αποφάσισαν το 1994 να λειτουργήσουν την επιχείρηση ετοιμασίας φαγητών της εταιρείας ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΑ ΜΟΥΖΗ ΛΤΔ στην Αγία Νάπα. Αφού αγόρασαν την πιο πάνω εταιρεία και τη λειτούργησαν για οκτώ περίπου μήνες αποφάσισαν να την πουλήσουν. Κατόπιν δημοσίευσης της πιο πάνω πρόθεσής τους, τους επισκέφθηκε μεταξύ της 10-11/2/95 στο σπίτι τους στο Αυγόρου ο εφεσείων που παρουσιάστηκε ως επιχειρηματίας που ήθελε να αγοράσει την επιχείρηση. Κατόπιν συζήτησης και αφού συμφώνησαν να πωλήσουν τις μετοχές τους έναντι του ποσού των £36.000, ο εφεσείων επισκέφθηκε το κατάστημα της επιχείρησης στην Αγία Νάπα για να καταγράψει τον εξοπλισμό. Στις 15/2/95 ο εφεσείων επισκέφθηκε ξανά το ζεύγος Καούλλα στο σπίτι τους και τους έδωσε μια επιταγή υπογεγραμμένη από κάποιο Αντρέα Τάσου Ορεινού ως προκαταβολή για την αγορά της επιχείρησης. (Παρεμβάλλουμε εδώ ότι από τη μαρτυρία που έχει δοθεί φαίνεται ότι ο Αντρέας Τάσου Ορεινός ήταν μακρυνός συγγενής με τους ιδιοκτήτες της εταιρείας P.C. Orinos Ltd που εμπορεύεται μεταξύ άλλων και μπογιάδες). Ο παραπονούμενος παρατήρησε και ανέφερε στον εφεσείοντα ότι η επιταγή έγραφε ολογράφως “δέκα πεντακόσιες εξήντα” και αριθμητικά “£10.000”.  Ο εφεσείων μετέτρεψε τον αριθμό 10.000 σε 10.560 και έθεσε τα αρχικά του. Όταν ο παραπονούμενος ρώτησε τον εφεσείοντα γιατί δεν είχε εκδώσει δική του επιταγή, ο εφεσείων του απάντησε, “Ξέρεις ποιος εν τούτος; Ο Ορεινός με τις πογιές. Αν τις σιωνώσει θα πνίξει την Κύπρο ούλλη”.

Ακολούθως ο εφεσείων πήγε στο κατάστημα για να καταγράψει τον εξοπλισμό και επέστρεψε στο σπίτι των παραπονουμένων.  Εκεί τους παρουσίασε μια κόλλα που από το μέσο περίπου και κάτω περιείχε ένα κατάλογο των αντικειμένων της επιχείρησης και τους ζήτησε να την υπογράψουν και τούτο, όπως τους ανέφερε, για να μην χαθούν πράγματα από τον εξοπλισμό, αφού είχε σκοπό να αγοράσει την επιχείρηση. Τη στιγμή της υπογραφής ο εφεσείων είχε διπλώσει την κόλλα έτσι που να μην φαίνεται το πάνω μέρος που ήταν κενό. Οι ιδιοκτήτες όταν υπέγραψαν πίστευαν ότι υπέγραφαν τον κατάλογο εξοπλισμού της επιχείρησης. Εκτός από τον κατάλογο των αντικειμένων, το έγγραφο δεν περιείχε οτιδήποτε άλλο. Συμφωνήθηκε ότι και οι τρεις θα μετέβαιναν την επομένη σε δικηγόρο για να ετοιμάσουν τα σχετικά έγγραφα, αλλά ο εφεσείων δεν ξαναφάνηκε, η δε επιταγή δεν κατέστη δυνατό να εξαργυρωθεί.  Η υπόθεση καταγγέλθηκε ακολούθως στην Αστυνομία.

Αργότερα ο εφεσείων πρόσθεσε στο πάνω κενό μέρος του εγγράφου μια έγγραφη δήλωση ότι οι πιο πάνω ιδιοκτήτες της επιχεί[*77]ρησης μεταβίβαζαν την κυριότητα των μετοχών της ιδιοκτήτριας εταιρείας της επιχείρησης στον εφεσείοντα έναντι του ποσού των £16.000. 

Ακολούθως στο κάτω μέρος του εγγράφου προστέθηκαν τα ονόματα και η υπογραφή των Γιαννάκη και Παναγιώτας Καούλλα ως “εκχωρούντων” και του εφεσείοντος εκ μέρους της εταιρείας “Wenco Ltd” και έτσι το έγγραφο μετατράπηκε σε “έγγραφο μεταβίβασης μετοχών”. Σύμφωνα με τον ειδικό γραφολόγο της Αστυνομίας (ΜΚ7) τόσο το κείμενο κάτω από τον τίτλο “Εξοπλισμός” όσο και η δήλωση πάνω από τον τίτλο “Εξοπλισμός” προέρχονται από το ίδιο πρόσωπο.

Δέκα μέρες μετά την υποτιθέμενη υπογραφή της συμφωνίας και πιο συγκεκριμένα στις 22/2/95, κατατέθηκε στην Εφορο Εταιρειών η Ετήσια Εκθεση της εταιρείας ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΑ ΜΟΥΖΗ ΛΤΔ (ημερομηνίας 11/2/95) σύμφωνα με την οποία οι Γιαννάκης και Παναγιώτα Καούλλα μεταβίβασαν τις μετοχές τους στην εταιρεία Wenco Ltd και στον εφεσείοντα. Την ίδια μέρα υποβλήθηκε κοινοποίηση αλλαγής των διευθυντών της εταιρείας ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΑ ΜΟΥΖΗ ΛΤΔ σύμφωνα με την οποία οι Γιαννάκης και Παναγιώτα Καούλλα παραιτήθηκαν από διευθυντές και αντικαταστάθηκαν την επομένη από άλλα τρία πρόσωπα, μεταξύ άλλων και ο εφεσείων που ανελάμβανε καθήκοντα γραμματέα της εταιρείας.  Σύμφωνα με τον ειδικό γραφολόγο της Αστυνομίας η έγγραφη συμπλήρωση των διαφόρων στοιχείων του πιο πάνω εγγράφου είχε γίνει από το ίδιο πρόσωπο που είχε συμπληρώσει το έγγραφο πώλησης των μετοχών.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο βρήκε τον εφεσείοντα ένοχο,

(i) Σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 333(β) του Κεφ. 154 για αλλοίωση εγγράφου (αφού προσέθεσε τη δήλωση μεταβίβασης μετοχών πάνω από την κατάσταση εξοπλισμού)  και

(ii)   Σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 339 του Κεφ. 154 για κυκλοφορία πλαστού εγγράφου (αφού μεταξύ άλλων το χρησιμοποίησε για σκοπούς κατάθεσης της Ετήσιας Εκθεσης προς την Έφορο Εταιρειών).

O εφεσείων, που παρουσιάστηκε χωρίς δικηγόρο, πρόβαλε διάφορους λόγους προς ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης. Μεταξύ άλλων ο εφεσείων εισηγήθηκε ότι,

[*78](i)         Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ασχολήθηκε με τη μαρτυρία του Αντρέα Τάσου Ορεινού και τις αντιφάσεις του,

(ii) Δεν έτυχε δίκαιης δίκης,

(iii)   Εσφαλμένα και αυθαίρετα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε τη μαρτυρία των μαρτύρων κατηγορίας ως αξιόπιστη,

(iv)   Του αποστερήθηκε το δικαίωμα να κλητεύσει μάρτυρες,

(v) Υπήρξε αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην εκδίκαση της υπόθεσης,

(vi)   Υπάρχει ασάφεια και σύγχυση στις κατηγορίες που περιέχονται στο κατηγορητήριο σε σχέση με τη μαρτυρία που έχει παρουσιαστεί.

(i) Μη αξιολόγηση της μαρτυρίας του Αντρέα Τάσου Ορεινού

Ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ασχολήθηκε με τη μαρτυρία του Αντρέα Τάσου Ορεινού (ΜΚ1) που έπρεπε να είχε παραγνωρισθεί παντελώς. Εδώ θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο Αντρέας Τάσου Ορεινός ήταν συνεργάτης του εφεσείοντος. Σε κάποιο στάδιο μέσα στο 1994 ο εφεσείων τον έπεισε να ανοίξει ένα τραπεζικό λογαριασμό στην Εθνική Τράπεζα Ελλάδας και αφού ο Ορεινός κατέθεσε £50 πήρε ένα βιβλιάριο επιταγών με 25 φύλλα. Αφού εξέδωσε μια επιταγή στο όνομα του για £45 άφησε £5 στο λογαριασμό και πείστηκε από τον εφεσείοντα να του παραδώσει 14 από τις υπόλοιπες επιταγές υπογεγραμμένες εν λευκώ, με σκοπό να αγοράσουν εμπορεύματα με μεταχρονολογημένες επιταγές που θα τις πλήρωναν αργότερα με την πώληση των εμπορευμάτων. Ο Ορεινός δεν γνώριζε πώς είχαν χρησιμοποιηθεί οι επιταγές αλλά όταν ο εφεσείων του ανέφερε ότι είχε χάσει και τις 14 επιταγές πείστηκε και του έδωσε και τις υπόλοιπες.

Από το περιεχόμενο της σχετικής απόφασης φαίνεται καθαρά ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού καθόρισε τη μαρτυρία του Ορεινού ως ύποπτη και μολυσμένη, παρά το ότι ο ίδιος δεν μπορούσε να συσχετισθεί με την παρούσα διαδικασία, εντούτοις την αποδέχθηκε αφού προειδοποίησε τον εαυτό του και αφού βρήκε ότι υπήρχε ενισχυτική μαρτυρία που επιβεβαίωνε τη μαρτυρία του. Πρέπει να τονιστεί ότι το Δικαστήριο κατέληξε σε συμπέρασμα ότι η υπόλοιπη μαρτυρία των παραπονουμένων και των μαρτύρων κα[*79]τηγορίας 6 και 8 ήταν ενισχυτική για την απόδειξη των σχετικών κατηγοριών και ότι η μαρτυρία του Ορεινού ήταν “μάλλον ή ήττον εκ του περισσού”. Το πρωτόδικο Δικαστήριο πρόσθεσε διευκρινιστικά ότι ο Ορεινός είχε κληθεί από την Κατηγορούσα Αρχή για να εξηγήσει πώς βρέθηκε η επιταγή που πληρώθηκε ως προκαταβολή για την υποτιθέμενη αγορά των μετοχών της εταιρείας στα χέρια του εφεσείοντος.

(ii) Μη δίκαιη δίκη

Ο ισχυρισμός του εφεσείοντος ότι δεν έτυχε δίκαιης δίκης γιατί δεν του παρασχέθηκαν ευκολίες για να ετοιμάσει την υπεράσπιση του δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός. Μια προσεκτική εξέταση των πρακτικών της υπόθεσης και της πρωτόδικης απόφασης αποδεικνύει το απαράδεκτο των ισχυρισμών του. Από το σχετικό πρακτικό φαίνεται ότι η ακροαματική διαδικασία αναβλήθηκε πολλές φορές για να του δοθεί η ευχέρεια να προετοιμασθεί και για να κλητεύσει τους μάρτυρες που επιθυμούσε. Κρίνουμε σκόπιμο να παραθέσουμε σε αυτό το στάδιο τις σχετικές οδηγίες του Δικαστηρίου που δόθηκαν σε δύο διαφορετικές περιπτώσεις για την παροχή των απαραίτητων διευκολύνσεων στον εφεσείοντα, κατόπιν υποβολής παραπόνου εκ μέρους του ότι δεν του είχαν δοθεί διευκολύνσεις για να καλέσει μάρτυρες.

2/12/98

Δίδονται οδηγίες ως ακολούθως:

α) Ο κατηγορούμενος να μεταφερθεί υπό κράτηση στο γραφείο του και να του επιτραπεί να παραμείνει εκεί για σκοπούς προετοιμασίας της υπεράσπισης του μέχρι για 8 ώρες.

β) Ο κατηγορούμενος να μεταφερθεί υπό κράτηση στη βιβλιοθήκη του Επαρχ. Δικαστηρίου Λάρνακας και να του επιτραπεί να παραμείνει εκεί μέχρι για 6 ώρες και να χρησιμοποιήσει βιβλία και γραφική ύλη για προετοιμασία της υπεράσπισης του. Την ίδια μέρα να διευκολυνθεί ο κατηγορούμενος ώστε να εκδώσει μαρτυρικές κλήσεις.

Τα παραπάνω υπό (α) και (β) να γίνουν σε μέρα και ώρα κατά την κρίση των αρχών των Κεντρικών Φυλακών, εν πάση όμως περιπτώσει εντός 15 ημερών.

[*80]Η υπόθεση ορίζεται για συνέχιση της ακρόασης στις 23/12/1998 η ώρα 9.00 π.μ.  Ο κατηγορούμενος να επαναπροσαχθεί.

23/12/98

Η υπόθεση ορίζεται για συνέχιση της ακρόασης στις 28/1/1999 η ώρα 3.30 το απόγευμα.

Δίδονται οδηγίες όπως:

α) Ο κατηγορούμενος μεταφερθεί μέχρι τις 12 Ιανουαρίου, δύο φορές υπό κράτηση στο γραφείο του και να του επιτραπεί να παραμείνει εκεί για σκοπούς προετοιμασίας της υπεράσπισης του μέχρι και για οκτώ ώρες.

β) Να μεταφερθεί μέχρι τις 12 Ιανουαρίου, υπό κράτηση στη βιβλιοθήκη του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας και του επιτραπεί να παραμείνει εκεί μέχρι και για έξι ώρες και να χρησιμοποιήσει βιβλία και γραφική ύλη για προετοιμασία της υπεράσπισης του και την ίδια μέρα να διευκολυνθεί ο κατηγορούμενος ώστε να εκδώσει μαρτυρικές κλήσεις.

Τα παραπάνω υπό “α” και “β” να γίνουν σε μέρα και ώρα κατά την κρίση των αρχών των Κεντρικών Φυλακών.

Ο κατηγορούμενος να προσαχθεί εκείνη την ημέρα. Αν είναι ελεύθερος διατάσσεται να είναι παρών με τους ίδιους όρους που ίσχυαν προηγουμένως.”

(iii) Αντιφάσεις

Ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο απέτυχε να αξιολογήσει ορθά τη μαρτυρία των μαρτύρων κατηγορίας παραγνωρίζοντας ουσιώδεις αντιφάσεις που υπήρχαν μεταξύ τους και ότι η μαρτυρία τους σε πλείστα σημεία δεν ήταν λογική, επιπρόσθετα δε ότι η συμπεριφορά και οι ενέργειες τους δεν ήταν φυσιολογικές.

Οι αρχές που καθορίζουν πότε το Ποινικό Εφετείο μπορεί να επέμβει σε ευρήματα που στηρίζονται στην αξιοπιστία μαρτύρων έχουν επεξηγηθεί επανειλημμένα σε σειρά αποφάσεων. Το θέμα της αξιολόγησης της αξιοπιστίας των μαρτύρων επαφίεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο το οποίο έχει την ευκαιρία να ακούσει τους μάρτυρες και να παρακολουθήσει τη συμπεριφορά τους στο εδώλιο του [*81]μάρτυρα.  Αν από τη μαρτυρία που παρουσιάζεται τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι εύλογα, το Εφετείο δεν επεμβαίνει.  Επέμβαση δικαιολογείται μόνο όταν τα συμπεράσματα συγκρούονται με την κοινή λογική ή δεν συνάδουν με τη μαρτυρία που έχει παρουσιαστεί. Σε μια τέτοια περίπτωση το Εφετείο έχει τη διακριτική ευχέρεια να επέμβει και να ανατρέψει τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου και να προβεί το ίδιο στα δικά του συμπεράσματα. (Ίδε Μιχαηλίδης v. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 172, Sedora Enterprises v. Διευθυντή Κοινωνικών Ασφαλίσεων (1990) 2 Α.Α.Δ. 282, Αεροπόρος και άλλοι v. Αστυνομίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 362, Πέτρου και άλλοι v. Αστυνομίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 76 και Μουζάκης v. Αστυνομίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 220.)

Έχουμε εξετάσει τις διάφορες εισηγήσεις που έχουν τεθεί ενώπιον μας αλλά δεν έχουμε πειστεί ότι υπάρχουν ουσιώδεις διαφορές που θα μπορούσαν να κλονίσουν τα ευρήματα αξιοπιστίας των μαρτύρων κατηγορίας. Η αξιολόγηση της μαρτυρίας τους όπως επίσης και της συμπεριφοράς τους ήταν έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Οι διαφορές που μας έχουν επισημανθεί είναι επουσιώδεις. Δεν μεταβάλλουν την ουσία της μαρτυρίας η οποία έτυχε αξιολόγησης στο σύνολο της από το πρωτόδικο Δικαστήριο.  Τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου εξάλλου είναι πλήρως δικαιολογημένα.

(iv) Μη κλήση μαρτύρων

Ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι η Κατηγορούσα Αρχή είχε υποχρέωση να καλέσει τους Σωτήρη Χαραλάμπους και Γεώργιο Γεωργίου (τα πρόσωπα των οποίων οι υπογραφές φαίνονται σαν υπογραφές μαρτύρων στο σχετικό έγγραφο) και η παράλειψη αυτή, μέσα στα πλαίσια της απόφασης Πέγκερος v. Δημοκρατίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 143, θα πρέπει να οδηγήσει στην ακύρωση της καταδίκης.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού προέβηκε σε μια αναφορά στις υποθέσεις Πέγκερου (πιο πάνω), Γενικός Εισαγγελέας v. Σάββα (1998) 2 Α.Α.Δ. 224 και Ιωακείμ v. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 152, ανέφερε ότι η Κατηγορούσα Αρχή δεν είχε υποχρέωση να καλέσει τους πιο πάνω, αφού η υπόθεση ήταν συνοπτικής διαδικασίας. Η συμπερίληψή τους στο κατηγορητήριο αποτελούσε πρωτοβουλία που δεν επάγεται υποχρέωση κλήτευσης τους. Η Κατηγορούσα Αρχή δεν είχε υποχρέωση να τους καλέσει και η μη κλήτευσή τους δεν καθιστούσε τρωτή την υπόθεση τους, αφού η μαρτυρία που είχε δοθεί από τους άλλους μάρτυρες κατηγορίας ήταν ικανοποιητική για να αποδείξει την υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής. Αντί[*82]θετα ο εφεσείων θα μπορούσε να τους καλέσει αν ήθελε για να υποστηρίξει τους ισχυρισμούς του, πράγμα που παρέλειψε να πράξει. Ζήτησε όμως και παρουσιάστηκαν ως τεκμήρια για αναγνώριση ένορκες δηλώσεις τους και κάλεσε τον Πρωτοκολλητή να επιβεβαιώσει τις υπογραφές τους. Εφόσον οι πιο πάνω ένορκες δηλώσεις παρέμειναν ως τεκμήρια για αναγνώριση ασφαλώς και δεν μπορούν να θεωρηθούν ως αποδεκτή μαρτυρία. (Ίδε Demeco Company Ltd v. Beckhoff Gasellchaft Mbh (1988) 1 C.L.R. 82.)

Πότε επιβάλλεται η κλήτευση μάρτυρα από την Κατηγορούσα Αρχή επεξηγείται και στην πρόσφατη απόφαση μας στην υπόθεση Οδυσσέα v. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 490 (στην οποία ζητήθηκε η ακύρωση της καταδίκης γιατί μεταξύ άλλων η Κατηγορούσα Αρχή παρέλειψε να καλέσει ως μάρτυρα τον αστυνομικό ανακριτή της υπόθεσης), όπου αναλύεται η αρχή η οποία υιοθετείται στην Πέγκερος (πιο πάνω). Στη σελ. 494 της πιο πάνω απόφασης ο Πικής, Π., που έδωσε την απόφαση του Εφετείου αναφέρει,

“Στην Πέγκερος (ανωτέρω), αποφασίστηκε ότι οι ίδιες οι διαπιστώσεις του Δικαστηρίου καθιστούσαν συγκεκριμένο πρόσωπο ουσιώδη μάρτυρα «... για την αξιολόγηση της εκδοχής του εφεσείοντα (κατηγορουμένου) η οποία τέθηκε στην Κατηγορούσα Αρχή.» - (σελ. 160).  Ως αποτέλεσμα, κρίθηκε ότι:- (σελ. 160)

«Η απουσία του από το εδώλιο του μάρτυρα αποστέρησε το Δικαστήριο ουσιώδους μαρτυρίας για την εκδοχή του εφεσείοντα για τα διαδραματισθέντα.»

Νωρίτερα, στην απόφαση του Δικαστηρίου, έγινε αναφορά σε σειρά αγγλικών αποφάσεων, οι οποίες υποστηρίζουν ότι παράλειψη της κατηγορούσας αρχής «... να καλέσει ουσιώδη μάρτυρα, κλονίζει το θεμέλιο της κατηγορίας διότι αφήνει σκοτεινές πτυχές της υπόθεσης που θα μπορούσαν να φωτιστούν με τη μαρτυρία του ...» - (σελ. 151).

Τελικά, το Εφετείο θεώρησε την ετυμηγορία του ποινικού δικαστηρίου ακροσφαλή, και για το λόγο ότι καταφαίνεται ως «... άδικη ή εμπεριέχει το σπέρμα της αδικίας (potentially unjust), οποτεδήποτε η Κατηγορούσα Αρχή αφίσταται του καθήκοντος να προσαγάγει το σύνολο της ουσιώδους μαρτυρίας στη διάθεσή της.» - (σελ. 152).

[*83]Στην προκείμενη περίπτωση, δεν τέθηκε ο,τιδήποτε ενώπιον του Δικαστηρίου - ότι η απουσία του εξεταστή της υπόθεσης άφησε οποιοδήποτε κενό στα ουσιώδη γεγονότα της υπόθεσης, ώστε να γεννάται ζήτημα απόκλισης της Κατηγορούσας Αρχής από το καθήκον να προσαγάγει ενώπιον του Δικαστηρίου ουσιώδη, για τα επίδικα θέματα της ποινικής δίκης, μαρτυρία.”

(v) Καθυστέρηση

Ο ισχυρισμός επίσης για καθυστέρηση στην εκδίκαση της υπόθεσης που επηρέασε τα δικαιώματα του εφεσείοντος δεν μπορεί να ευσταθήσει. Μια προσεκτική εξέταση των πρακτικών δείχνει ότι οι πλείστες αναβολές της υπόθεσης δόθηκαν μετά από αίτηση του εφεσείοντος προς διευκόλυνση της προετοιμασίας της υπόθεσης του. Ο ίδιος ο εφεσείων επέλεξε να συνεχίσει την ακροαματική διαδικασία χωρίς να έχει τις υπηρεσίες δικηγόρου, παρά τις σχετικές συστάσεις του Δικαστηρίου.

(vi)Ασάφεια και σύγχυση στις κατηγορίες σε σχέση με τη μαρτυρία που έχει παρουσιαστεί

Ο εφεσείων υπέβαλε ότι υπάρχει ασάφεια και σύγχυση στις σχετικές κατηγορίες σε σχέση με τα γεγονότα όπως έχουν παρουσιαστεί. Ειδικότερα ο εφεσείων εισηγείται ότι ενώ στην πρώτη κατηγορία κατηγορείται ότι στις 15/2/95 πλαστογράφησε στο χωριό Αυγόρου το έγγραφο καταγραφής εξοπλισμού μετατρέποντας το σε έγγραφο μεταβίβασης μετοχών, στη δεύτερη κατηγορία κατηγορείται ότι κατά τον ίδιο τόπο και χρόνο όπως και στην πρώτη κατηγορία το έθεσε σε κυκλοφορία, σε αντίθεση με τη μαρτυρία που έχει παρουσιαστεί ότι η κυκλοφορία του εγγράφου έγινε με την παρουσίαση του τόσο στο δικηγόρο του όσο και στην Έφορο Εταιρειών στη Λευκωσία δέκα περίπου μέρες αργότερα. Η κυκλοφορία του πλαστού εγγράφου έλαβε χώρα μερικές μέρες μετά την πλαστογράφηση του. Σύμφωνα με το δικηγόρο κ. Εύδωρα Μυριανθέα που ενεργούσε τότε εκ μέρους του εφεσείοντος, ο τελευταίος του παρέδωσε το πλαστογραφημένο έγγραφο μερικές μέρες μετά τη σύνταξη ενός ανυπόγραφου ψηφίσματος που ο κ. Μυριανθέας ετοίμασε κατόπιν οδηγιών του εφεσείοντος στις 11/2/95, για σκοπούς καταχώρισης αγωγής εναντίον των παραπονουμένων.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε σε συμπέρασμα ότι ο εφεσείων είχε κυκλοφορήσει το πλαστό έγγραφο αφού το παρουσίασε στο δικηγόρο του με οδηγίες για τη λήψη νομικών μέτρων, κατέ[*84]θεσε αντίγραφο του στο Δικαστήριο για να του δοθεί θεραπεία και το χρησιμοποίησε για τη σύνταξη της Ετήσιας Έκθεσης προς την Έφορο Εταιρειών. Όμως το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να εξετάσει κατά πόσο οι πιο πάνω πράξεις του εφεσείοντος συνήδαν με τις λεπτομέρειες όπως παρατίθενται στη δεύτερη κατηγορία, ότι δηλαδή αυτές είχαν γίνει “κατά τον αυτόν τόπο και χρόνο” όπως στην πρώτη κατηγορία, δηλαδή στις 15/2/95 στο χωριό Αυγόρου.

Το ερώτημα που εγείρεται είναι κατά πόσο το Ανώτατο Δικαστήριο θα μπορούσε σε αυτό το στάδιο να εφαρμόσει τις πρόνοιες του άρθρου 145(1)(β) του Κεφ. 155.

Η επιφύλαξη της παραγράφου (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 145 του Περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, παρέχει εξουσία στο Ανώτατο Δικαστήριο να απορρίψει έφεση, παρά τη γνώμη του ότι εγειρόμενο από την έφεση ζήτημα είναι ορθό, εφόσον διαπιστώνει ότι δεν θα προκληθεί από το σφάλμα στο οποίο περιέπεσε το πρωτόδικο Δικαστήριο ουσιαστική αδικία (substantial miscarriage of justice).

Η επιφύλαξη αποτελεί επανάληψη αντίστοιχων προνοιών της Αγγλικής νομοθεσίας και, συγκεκριμένα, της επιφύλαξης που τίθεται στο άρθρο 4(1) του Criminal Appeal Act 1907. Υπάρχει μακρά νομολογία, Αγγλική και Κυπριακή, διαφωτιστική ως προς την ερμηνεία και το πλαίσιο εφαρμογής της σχετικής επιφύλαξης. (Αναφορά σε μεγάλο μέρος της Αγγλικής και Κυπριακής νομολογίας γίνεται στο Criminal Procedure in Cyprus, σελ. 197-200 και στον Archbold, 42 Edition, paras 7-9 και 43rd Edition, V. 1, paras 4-81.)

Η δυνατότητα εφαρμογής της επιφύλαξης παρέχεται μόνο, όπως εξηγείται στην υπόθεση Έλληνας ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 149, όπου παρέχεται η δυνατότητα επικύρωσης στην κατηγορία στην οποία κρίθηκε ένοχος ο εφεσείων.  Όταν ελλείπει αυτό το στοιχείο, δεν παρέχεται τέτοια δυνατότητα. Το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση Έλληνας (σελ. 163-164) που δόθηκε από τον Πική, Δ. (όπως ήταν τότε), είναι τόσο διαφωτιστικό, όσο και καθοριστικό πάνω στο θέμα:

“Η ερμηνεία και εφαρμογή της επιφύλαξης αποτέλεσε το αντικείμενο πολλών δικαστικών αποφάσεων στην Κύπρο και στην Αγγλία. (Η κυπριακή νομολογία συνοψίζεται στο CRIMINAL PROCEDURE IN CYPRUS, pp. 197-200. Για την αγγλική νομο[*85]λογία, βλέπε ARCHBOLD, 42nd ed., paras. 7-9, 7 - 46 και ARCHBOLD, 43rd ed., Vol. 1, para 4-81). Σκοπός της επιφύλαξης του άρθρου 145(1)(β) είναι η επικύρωση της καταδίκης παρά τη διαπίστωση πραγματικού ή νομικού λάθους στη διεξαγωγή της δίκης, στην τήρηση των Κανόνων της Απόδειξης, στην αξιολόγηση της μαρτυρίας ή την καθοδήγηση (direction) ως προς τις αρχές δικαίου που τυγχάνουν εφαρμογής. Προϋπόθεση για την εφαρμογή της επιφύλαξης, όπως σωστά εισηγήθηκε ο κ. Κακογιάννης, αποτελεί η δυνατότητα επικύρωσης της κατηγορίας στην οποία κρίθηκε ένοχος ο εφεσείων. Όταν ελλείπει αυτή η δυνατότητα δεν παρέχεται ευχέρεια για επικύρωση της καταδίκης, όπως είναι η περίπτωση ενώπιόν μας. Εφαρμογή της επιφύλαξης του άρθρου 145(1)(β) στην προκειμένη περίπτωση, θα είχε ως αποτέλεσμα την καταδίκη του εφεσείοντα για την κλοπή χρημάτων από την L.U.B. τα οποία δεν ανήκαν σ’ αυτή· δηλαδή, για αδίκημα το οποίο καταφανώς δε διέπραξε.

Κρίνουμε την εισήγηση για εφαρμογή της επιφύλαξης (proviso) ανεδαφική· δε συντρέχουν οι προϋποθέσεις για την εφαρμογή της.”

Στην προκείμενη περίπτωση δεν παρέχεται η δυνατότητα εφαρμογής της επιφύλαξης εφόσον, ό,τι επιδιώκεται δεν είναι η καταδίκη του εφεσείοντος για το αδίκημα για το οποίο κρίθηκε ένοχος, αλλά η καταδίκη του για άλλο αδίκημα, έστω της ίδιας φύσης, για το οποίο ουδέποτε κατηγορήθηκε.

Η έφεση απορρίπτεται αναφορικά με την πρώτη κατηγορία.  Η έφεση γίνεται αποδεκτή αναφορικά με τη δεύτερη κατηγορία. Ο εφεσείων απαλλάττεται και αθωώνεται στη δεύτερη κατηγορία.

Η έφεση κατά της ποινής

Ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι η ποινή της 12μηνης φυλάκισης που του επιβλήθηκε στην πρώτη κατηγορία είναι υπερβολική αν ληφθούν υπόψη μεταξύ άλλων τα προσωπικά του περιστατικά και η αναστολή ποινικής δίωξης του Αντρέα Τάσου Ορεινού.

Δεν έχει καταχωρηθεί αναστολή δίωξης εναντίον του Αντρέα Τάσου Ορεινού ως συγκατηγορούμενου με τον εφεσείοντα στην παρούσα διαδικασία, έτσι που να δικαιολογείται υποβολή εισήγησης ότι ο εφεσείων έχει επηρεασθεί δυσμενώς ως αποτέλεσμα μη ίσης μεταχείρισης. Ο Αντρέας Τάσου Ορεινός ήταν μάρτυρας κα[*86]τηγορίας και μέσα σε αυτά τα πλαίσια ο ισχυρισμός του εφεσείοντος δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός.

Στην απόφαση του Δικαστηρίου για την επιβολή ποινής υπάρχει εκτενής αναφορά στα προσωπικά περιστατικά του εφεσείοντος όσο και στη σχετική νομολογία επί του θέματος (ίδε Μιχαήλ v. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 216, Αντωνίου v. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 286 και Γενικός Εισαγγελέας v. Ματθαίου (1994) 1 Α.Α.Δ. 1), όπου τονίζεται ότι τα αδικήματα πλαστογραφίας βρίσκονται σε έξαρση και ότι οι σχετικές αποφάσεις πρέπει να έχουν αποτρεπτικό χαρακτήρα. Σύμφωνα με τη νομολογία όπως αυτή έχει καθιερωθεί, το Εφετείο επεμβαίνει για να μειώσει μια ποινή όταν καταφαίνεται ότι η ποινή είναι έκδηλα υπερβολική. (Philippou v. The Republic (1983) 2 C.L.R. 245, Γεωργίου v. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 525 και Σωκράτους v. Αστυνομίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 132).

Στην παρούσα περίπτωση δεν έχουμε διαπιστώσει οποιοδήποτε λόγο που θα δικαιολογούσε την επέμβαση μας στην ποινή που έχει επιβληθεί, η οποία εύλογα μπορεί να χαρακτηρισθεί ως επιεικής. Η αθώωση του εφεσείοντος στη δεύτερη κατηγορία αφήνει αμετάβλητες τις παραμέτρους καθορισμού της ποινής στην πρώτη κατηγορία. Η καταδίκη του εφεσείοντος στην πρώτη κατηγορία επικυρώνεται.

Η έφεση εναντίον της καταδίκης επιτρέπεται μερικώς. Η έφεση εναντίον της ποινής απορρίπτεται.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο