Βασιλείου Σοφία Νικολάου ν. Mάριου Μακρίδη (2000) 2 ΑΑΔ 133

(2000) 2 ΑΑΔ 133

[*133]24 Φεβρουαρίου, 2000

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΗΛΙΑΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]

ΣΟΦΙΑ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ,

Εφεσείουσα,

v.

ΜAΡΙΟΥ ΜΑΚΡIΔΗ,

Εφεσιβλήτου.

(Ποινική Έφεση Αρ. 6804)

 

Κατάχρηση δικαστικής διαδικασίας ― Χρήση ποινικής διαδικασίας ως μοχλού πίεσης για την εξασφάλιση των αστικών δικαιωμάτων του κατηγορουμένου ― Κατά πόσο συνιστά κατάχρηση διαδικασίας ― Επισκόπηση της νομολογίας και ανάλυση αυθεντιών ― Η αρχή η οποία υιοθετείται στη Νεοφύτου ν. Κυριακίδης (Αρ. 3) (1999) 2 Α.Α.Δ. 299, συγκρούεται με την προηγούμενη νομολογία η οποία ενσωματώνει την ορθή αρχή δικαίου και γι’ αυτό ο λόγος της καθίσταται ανίσχυρος.

Νομολογία ― Δικαστικό προηγούμενο ― Έκδοση απόφασης κατ’ απόκλιση από το λόγο προηγουμένων αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου ― Ποία η νομολογιακή της αξία.

Σύμφυτη εξουσία του Δικαστηρίου ― Εξουσία του Δικαστηρίου να περιστέλλει καταχρήσεις της δικαστικής διαδικασίας ― Εφαρμοστέες αρχές.

Ποινική δίωξη παραβατών ― Το δικαίωμα για ποινική δίωξη παραβατών αποτελεί συνταγματικό εχέγγυο κατά της αυθαίρετης, της διεφθαρμένης ή της μεροληπτικής παράλειψης των αρχών να προβούν στη δίωξη παραβατών του ποινικού δικαίου ― Κατά τα άλλα η δίωξη των παραβατών του ποινικού δικαίου αποτελεί δημόσιο καθήκον των αρχών που είναι επιφορτισμένες με τη δίωξη του εγκλήματος.

Ο εφεσίβλητος δίωξε ποινικά την εφεσείουσα για έκδοση επιταγών χωρίς αντίκρυσμα κατά παράβαση του Άρθρου 305Α του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.  Παράλληλα ήγειρε αγωγή εναντίον της εφεσείου[*134]σας προς ανάκτηση ποσού, το οποίο αντιπροσώπευαν οι επιταγές, μέσω της αστικής διαδικασίας.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο υιοθετώντας την απόφαση Νεοφύτου ν. Κυριακίδη (Αρ. 3) (1999) 2 Α.Α.Δ. 299, απέρριψε τη θέση της εφεσείουσας ότι η έναρξη και προώθηση της ποινικής δίωξης συνιστούσε κατάχρηση της διαδικασίας εκ μέρους του εφεσίβλητου, η οποία έπρεπε να κατασταλεί. Και ο δεύτερος λόγος για τον οποίο ζητήθηκε η απαλλαγή της εφεσείουσας – η απουσία αγώγιμου δικαιώματος εναντίον της – απορρίφθηκε ως ανεδαφικός με βάση την απόφαση Νεοφύτου ν. Κυριακίδη (Αρ. 1) (1999) 2 Α.Α.Δ. 102. Η εφεσείουσα είχε υποβάλει ότι τέτοιο δικαίωμα δεν μπορούσε να προβληθεί, εφόσον οι επιταγές αντιπροσώπευαν στοίχημα, δηλαδή αντιπαροχή για συνομολόγηση σύμβασης κυβείας, άκυρης κατά το Άρθρο 30 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε την εφεσείουσα ένοχη και την καταδίκασε σε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης δύο μηνών.

Η εφεσείουσα, με την έφεση της, επιδιώκει παραμερισμό της καταδίκης λόγω κατάχρησης της διαδικασίας καθώς και την απαλλαγή της για κακή καθοδήγηση του Δικαστηρίου.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Η χρήση διαδικασίας για σκοπό άλλο από εκείνον για τον οποίο προορίζεται χάριν της εξασφάλισης παρεμφερούς οφέλους, καθώς και η χρήση διαδικασίας, για σκοπό ο οποίος απολήγει σε καταπιεστικό μέτρο για την άσκηση των δικαιωμάτων του αντιδίκου, μπορεί να περισταλεί ως κατάχρηση της διαδικασίας.

2.  Το Δικαστήριο έχει σύμφυτη εξουσία να περιστείλει καταχρήσεις διαδικασίας.

3.  Η απόφαση στη Νεοφύτου v. Κυριακίδη (Αρ. 3) (1999) 2 Α.Α.Δ. 299, λήφθηκε χωρίς αναφορά στην προηγούμενη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου ως προς καταχρήσεις της διαδικασίας του Δικαστηρίου, ενώ η αρχή η οποία υιοθετείται σ’ αυτή συγκρούεται με το λόγο της προηγούμενης νομολογίας. Ως εκ τούτου ο λόγος της Νεοφύτου v. Κυριακίδη καθίσταται ανίσχυρος.

4.  Η χρήση της ποινικής διαδικασίας ως μοχλού πίεσης για την επιτυχία της πολιτικής αγωγής του εφεσίβλητου αποκαλύπτεται παρα[*135]στατικά από όσα ακολούθησαν την ετυμηγορία του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η εφεσείουσα ήταν ένοχη και πριν της επιβληθεί ποινή.

5.  Η χρήση της ποινικής διαδικασίας για σκοπούς άλλους από εκείνους για τους οποίους προορίζεται ήταν εμφανής τόσο από τη σύζευξή της με την πολιτική αγωγή, όσο και από την ίδια την κατάθεση του εφεσίβλητου ο οποίος ευθέως είπε στη μαρτυρία του ότι η ποινική διαδικασία απέβλεπε στην ανάκτηση του χρέους που διεκδικούσε από την εφεσείουσα.

6.  Σκοπός της ποινικής δίωξης δεν είναι η αποκόμιση οφέλους αλλά η τιμωρία του εγκλήματος και μέσω της τιμωρίας η αποτροπή επανάληψης του εγκλήματος από τον ίδιο και κάθε επίδοξο εγκληματία.

Η έφεση επιτράπηκε.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Νεοφύτου ν. Κυριακίδη (Αρ. 3) (1999) 2 Α.Α.Δ. 299,

Έλληνας ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 149,

Δ/ντής των Φυλακών ν. Τζεννάρο Περέλλα (1995) 3 Α.Α.Δ. 217,

Νεοφύτου ν. Κυριακίδη (Αρ. 1) (1999) 2 Α.Α.Δ. 102,

Εταιρεία G. P. Ergatides Motors Ltd v. Αστυνομίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 182,

Constantinides v. Vima Ltd (1983) 1 C.L.R. 348,

Έλληνας ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 149,

Αρχιεπίσκοπος Κύπρου (Αρ. 2) (1993) 1 Α.Α.Δ. 248,

Castanho v. Brown & Root (UK) Ltd [1981] 1 All E.R. H.L. 143,

Goldsmith v. Sperrings Ltd [1977] 2 All E.R. 566,

Church of Scientology v. DHSS [1979] 3 All E.R. 97,

Δ/ντής των Φυλακών ν. Τζεννάρο Περρέλλα (1995) 1 Α.Α.Δ. 217,

[*136]Beogradska D.D. (1996) 1 (B) Α.Α.Δ. 911,

Grainger v. Hill [1838] 4 Bing NC 212,

Debtor [1955] 2 All E.R. 65,

Summons [1953] 1 All E.R. 424,

Shaw [1928] Ch. 206,

R. v. Derby Crown Court, ex p. Brooks [1985] 80 Cr. App. R. 164, DC 165,

R. v. Telford Justices, ex p. Badhan [1991] 2 All E.R. 854,

Ιατρικές Υπηρεσίες ν. Πίττα (1995) 2 Α.Α.Δ. 261,

Ιωσηφίδης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 490,

Μαυρογένη ν. Βουλής των Αντιπροσώπων κ.ά. (1996) 1 (Α) Α.Α.Δ. 315,

Johnson v. Agnew [1978] 3 All E.R. 314,

Ttofinis v. Theocharides (1983) 2 C.L.R. 363,

Couriet v. Union of Post Office Workers [1977] 3 All E.R. 70.

Έφεση εναντίον Καταδίκης.

Έφεση από την κατηγορούμενη κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, (Ποινική Υπόθεση Αρ. 10786/98), ημερομηνίας 21/9/99, με την οποία βρέθηκε ένοχη σε κατηγορίες διάπραξης αδικημάτων έκδοσης επιταγών χωρίς αντίκρυσμα, κατά παράβαση του Άρθρου 305Α του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 και καταδικάστηκε σε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης δύο μηνών.

Ε. Πουργουρίδης, για την Εφεσείουσα.

Χρ. Παύλου, για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γ.Μ. Πικής, Π.

[*137]

ΠΙΚΗΣ, Π.: Η εφεσείουσα εξέδωσε τέσσερις επιταγές για μεγάλα χρηματικά ποσά (£79.100,00) προς όφελός της, τις οποίες οπισθογράφησε και παρέδωσε στον εφεσίβλητο, αντιπρόσωπο του Οργανισμού ΟΠΑΠ, ως αντιπαροχή για τη συμμετοχή της σε διοργανώσεις του οργανισμού, επαγόμενες την πρόβλεψη των αποτελεσμάτων  τυχερών παιγνιδιών.  Ο εφεσίβλητος παρουσίασε τις επιταγές στην τράπεζα στην οποία εκδόθηκαν, χωρίς αποτέλεσμα. Οι επιταγές δεν εξαργυρώθηκαν, λόγω έλλειψης διαθέσιμων κεφαλαίων.

Ο εφεσίβλητος προέβη στην ποινική δίωξη της εφεσείουσας, κατηγορώντας την για τη διάπραξη αντίστοιχων, προς τον αριθμό των επιταγών, αδικημάτων έκδοσης επιταγών χωρίς αντίκρυσμα, κατά παράβαση του Άρθρου 305Α του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.  Παράλληλα, ήγειρε αγωγή εναντίον της (εφεσείουσας) προς ανάκτηση του ποσού, το οποίο αντιπροσώπευαν οι επιταγές, μέσω της αστικής διαδικασίας.

Στην ποινική δίκη ο εφεσίβλητος κατέθεσε ότι κίνησε και τις δύο διαδικασίες για τον ίδιο ακριβώς σκοπό, την είσπραξη του οφειλόμενου σ’ αυτό ποσού. Αντεξεταζόμενος  δήλωσε:-

«Ε. Συμφωνείτε ότι έχετε καταχωρήσει δυο διαδικασίες ενώπιον δύο Δικαστηρίων για να εισπράξετε τα χρήματά σας;

Α. Μάλιστα.

Ε. Και όχι για οποιοδήποτε άλλο σκοπό;

Α. Όχι.»

Η εφεσείουσα υπέβαλε ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου ότι η έναρξη και προώθηση της ποινικής δίωξης συνιστούσε κατάχρηση της διαδικασίας εκ μέρους του εφεσίβλητου η οποία έπρεπε να κατασταλεί. Σκοπός της δίωξης, εισηγήθηκε, δεν ήταν η καταδίκη της και, αλληλένδετα προς αυτή, η κατίσχυση του δικαίου αλλά η χρήση της ποινικής διαδικασίας για σκοπό άλλο από εκείνο για τον οποίο προορίζεται, δηλαδή χάριν της ανάκτησης της οφειλής που διεκδικούσε o εφεσίβλητος. Η θέση της εφεσείουσας δεν έγινε δεκτή υπό το φως της απόφασης Νεοφύτου ν. Κυριακίδη (Aρ. 3) (1999) 2 Α.Α.Δ. 299, στην οποία ανάλογες θέσεις κρίθηκαν ανεδαφικές. Παρατίθεται το ακόλουθο απόσπασμα από τη Νεοφύτου ν. Κυριακίδη (Αρ. 3) (1999) 2 Α.Α.Δ. 299, το οποίο το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε καθοριστικό για το θέμα που είχε να επιλύσει:- [*138](σ.302)

«Έχουμε τη γνώμη πως η πιο πάνω εισήγηση δεν έχει έρεισμα. Συμφωνούμε όμως πως, ο σκοπός της ποινικής διαδικασίας είναι για να διαπιστωθεί η ενοχή του κατηγορούμενου, που μπορεί βεβαίως να απολήξει και στην αθωώτητα του, και σε περίπτωση καταδίκης του η τιμωρία του με την επιβολή της αρμόζουσας ποινής. Αυτό είναι και το έργο μας στην παρούσα υπόθεση, ανεξάρτητα από τα ελατήρια που ώθησαν τον κατήγορο στην έναρξη της ποινικής δίωξης εναντίον του εφεσίβλητου, που έγινε βεβαίως αφού τηρήθηκαν οι νόμιμες διαδικασίες, και που δεν μπορούσε με κανένα τρόπο να απολήξει στην είσπραξη του λαβείν του.»

Σειρά προηγούμενων αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου υποστηρίζει ότι η χρήση διαδικασίας για σκοπό άλλο από εκείνο για τον οποίο προορίζεται μπορεί να περισταλεί, ως καταχρηστική της δικαστικής διαδικασίας. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρεται σε ορισμένες από αυτές - (Έλληνας ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 149· Δ/ντής των Φυλακών ν. Τζεννάρο Περρέλλα (1995) 3 Α.Α.Δ. 217), τις οποίες όμως διακρίνει από την παρούσα υπόθεση και αγνοεί ως μή εφαρμοστέες.

Και ο δεύτερος λόγος, για τον οποίο ζητήθηκε η απαλλαγή της εφεσείουσας, συνυφασμένος με την υπεράσπιση που παρέχει το εδάφιο (3) του Άρθρου 305Α του Ποινικού Κώδικα - αφέθηκε άθικτο από την τροποποίηση του Άρθρου 305Α, που επέφερε ο Ν. 36(Ι)/97) - απορρίφθηκε ως ανεδαφικός, με βάση προηγούμενη απόφαση του Εφετείου στην ίδια έφεση, Νεοφύτου ν. Κυριακίδη  (Αρ. 1) (1999) 2 Α.Α.Δ. 102.

Το εδάφιο (3) του Άρθρου 305Α του Κεφ. 154 ορίζει:-

«(3) Το άρθρο αυτό δεν εφαρμόζεται για οποιαδήποτε επιταγή από την οποία δεν προκύπτει αγώγιμο δικαίωμα κατά του εκδότη της.»

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε, παραπέμποντας στη Νεοφύτου (Αρ. 1) (1999) 2 Α.Α.Δ. 102, ότι η υπεράσπιση, η οποία παρέχεται περιορίζεται στο ακόλουθο πλαίσιο:- (σ.107)

«... το αγώγιμο δικαίωμα του αξιογράφου αυτού θα πρέπει να περιορίζεται όπως αναφέρεται και στην υπόθεση Νεοφύτου ν. Κυ[*139]ριακίδης (ανωτέρω) στις προϋποθέσεις που ο περί Συναλλαγματικών Νόμος ορίζει και που είναι:

α) η επιταγή να έχει τα αναγκαία χαρακτηριστικά του Κεφ. 262 και,

β) ο παραπονούμενος να είναι νόμιμος κάτοχος.»

Η θεώρηση του πλαισίου της υπεράσπισης, στην ίδια την απόφαση του Εφετείου στη Νεοφύτου (Αρ. 1) αντανακλάται στο ακόλουθο απόσπασμα:-

«Η ορθή ερμηνεία του εδαφίου 3 είναι, κατά τη γνώμη μας, η ακόλουθη: Η επιταγή, αντικείμενο της κατηγορίας, πρέπει:

(α)          να έχει τα αναγκαία χαρακτηριστικά γνωρίσματα  επιταγής, όπως γίνεται σ’ αυτά αναφορά στον περί Συναλλαγματικών Νόμο Κεφ. 262 και,

(β)          ο υποβάλλων το παράπονο να είναι νομιμοποιημένος κομιστής της επιταγής, πάλιν μέσα στην έννοια του πιο πάνω νόμου.»

Η εφεσείουσα υποστήριξε ότι ο όρος «αγώγιμο δικαίωμα» έχει σταθερά μορφοποιημένη  έννοια στη νομική ορολογία, διάφορη από εκείνη που υιοθετήθηκε στη Νεοφύτου, συνυφασμένη με τη δυνατότητα στοιχειοθέτησης απαίτησης για την ανάκτηση του ποσού το οποίο αντιπροσωπεύουν οι επιταγές. Στην προκείμενη περίπτωση, υπέβαλε, τέτοιο δικαίωμα δεν μπορούσε να προβληθεί, εφόσον οι επιταγές αντιπροσώπευαν στοίχημα, δηλαδή αντιπαροχή για τη συνομολόγηση σύμβασης κυβείας, άκυρης κατά το Άρθρο 30 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149, και, ως εκ τούτου, μη ανακτητέας. Το Άρθρο 30 του Κεφ. 149 προβλέπει:

«30. Συμφωνίες υπό τύπο στοιχήματος είναι άκυρες και κανένα δικαστικό μέτρο δεν δύναται να ληφθεί προς αναζήτηση οτιδήποτε για το οποίο υπάρχει ισχυρισμός ότι κερδίθηκε από στοίχημα ή εμπιστεύτηκε σε άλλον εν αναμονή του αποτελέσματος οποιουδήποτε παιγνιδιού ή άλλου αβέβαιου γεγονότος επί του οποίου στηρίζεται το στοίχημα.»

Ο δικηγόρος της εφεσείουσας υποστήριξε ότι και η απόφαση στη Νεοφύτου (Αρ. 1) (1999) 2 Α.Α.Δ. 102, εκδόθηκε χωρίς αναφορά [*140]και κατά παρέκκλιση της προηγούμενης απόφασης του Εφετείου στην Εταιρεία G. P. Ergatides Motors Ltd ν. Αστυνομίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 182. Για το λόγο αυτό, εισηγήθηκε, η καθοδήγηση του πρωτοδίκου Δικαστηρίου ως προς τις παραμέτρους της υπεράσπισης που παρέχει το εδάφιο  3 του Άρθρου 305Α του Κεφ. 154, είναι εσφαλμένη, καθιστώντας την ετυμηγορία του επισφαλή.

Ανεξάρτητα από τη φύση του αντικειμένου της, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε τη σύμβαση νόμιμη, ενόψει των προνοιών της Συμφωνίας η οποία συνομολογήθηκε μεταξύ των κυβερνήσεων Κύπρου και Ελλάδος και κυρώθηκε με τον περί Κυρώσεως της Συμφωνίας περί ΛΟΤΤΟ και ΠΡΟΤΟ Νόμο του 1991, (Ν. 168/91).  Η συμφωνία προβλέπει τη λειτουργία πρακτορείων του ΟΠΑΠ στην Κύπρο. Εξουσιοδοτεί δε τους αντιπροσώπους του οργανισμού, όπως ο εφεσίβλητος, να αποδέχονται στοιχήματα για τα παιχνίδια «ΛΟΤΤΟ» και «ΠΡΟΤΟ», συμμετοχή στα οποία έχει ως αντικείμενο την πρόβλεψη αβέβαιων μελλοντικών γεγονότων.  Το στοίχημα αντιπροσωπεύει το τίμημα συμμετοχής σ’ αυτά τα παιχνίδια, επιτυχία στα οποία μπορεί, ανάλογα με το βαθμό της, να αποδώσει  κέρδη στους συμμετέχοντες.

Ο Ν. 168/91 υπερακόντισε, όπως αποφάσισε το πρωτόδικο Δικαστήριο, τις πρόνοιες του περί Συλλογικών Στοιχημάτων (Ρύθμισις και Φόρος) Νόμου του 1972, (Ν. 56/72), που καθιστά παραδεκτή την αποδοχή στοιχημάτων μόνο από αδειούχους, βάσει του νόμου, αποδέκτες στοιχημάτων, ιδιότητα την οποία δεν είχε ο εφεσίβλητος. Έκρινε ότι η κυρωθείσα συμφωνία - (Ν. 168/91) - παρείχε δικαίωμα σε κάθε αντιπρόσωπο του ΟΠΑΠ να αποδέχεται στοιχήματα για τους σκοπούς των προβλεπόμενων διοργανώσεων. Αυτό αναφέρεται στην αποδοχή στοιχημάτων χωρίς ο αποδέκτης να κατέχει άδεια αποδοχής στοιχημάτων σύμφωνα με το σχετικό νόμο. Το Δικαστήριο δεν πραγματεύεται ειδικά τις επιπτώσεις της διακρατικής συμφωνίας και το συσχετισμό τους προς το Άρθρο 30 του Κεφ. 149, το οποίο διέπει το κύρος των συμβάσεων κυβείας.

Κατά την ακρόαση της έφεσης, θέσαμε υπόψη των δικηγόρων των μερών ότι ο Ν. 56/72 καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε από τον περί Συλλογικών Στοιχημάτων (Ρύθμισις και Φόρος) Νόμο του 1997 (Ν. 75(Ι)/97), υποδεικνύοντας ότι, κατά τον κρίσιμο χρόνο για τους σκοπούς της ποινικής δίωξης, η ισχύουσα επί του θέματος νομοθεσία περιείχετο στον τελευταίο νόμο και όχι σε εκείνο τον οποίο αντικατέστησε. Πρόδηλο είναι ότι διέλαθε της προσοχής τό[*141]σο των δικηγόρων των δύο πλευρών, όσο και του πρωτοδίκου Δικαστηρίου ότι ο Ν.56/72 καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε. Παραμένει, όμως, γεγονός ότι ο νέος νόμος, όπως και ο νόμος που αντικατέστησε, περιορίζει το δικαίωμα αποδοχής στοιχημάτων σε κατόχους άδειας βάσει των προνοιών του - (βλ. Άρθρο 3), καθιστώντας παράνομη την αποδοχή στοιχημάτων από μη αδειούχα άτομα. Στο συγκεκριμένο σημείο, η κατάργηση και αντικατάσταση του νόμου δεν επέφερε ουσιαστική αλλαγή.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε την εφεσείουσα ένοχη και στις τέσσερις κατηγορίες και την καταδίκασε σε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης δύο μηνών. Η εφεσείουσα άσκησε έφεση τόσο κατά της καταδίκης όσο και κατά της ποινής. Η έφεση κατά της ποινής αποσύρθηκε.

Η εφεσείουσα προσβάλλει και τις τρεις βάσεις στις οποίες στηρίζεται η απόφαση του πρωτοδίκου Δικαστηρίου. Με την έφεσή της επιδιώκει τον παραμερισμό της καταδίκης της λόγω κατάχρησης της διαδικασίας καθώς και την απαλλαγή της λόγω της κακής καθοδήγησης του πρωτοδίκου Δικαστηρίου στα άλλα δύο μέρη της απόφασής του. Η λογική του πράγματος επιβάλλει την εξέταση, κατά πρώτο λόγο, της θέσης ότι η ποινική δίωξη της εφεσείουσας αποτελεί κατάχρηση της διαδικασίας. Εάν η ποινική δίωξη συνιστούσε κατάχρηση, η ποινική δίκη θα έπρεπε να τερματιστεί, χωρίς να εξεταστεί οποιοδήποτε θέμα εγείρετο σ’ αυτή.

Ο κ. Πουργουρίδης υπέβαλε ότι η απόφαση στη Νεοφύτου ν. Κυριακίδη (Αρ. 3) (1999) 2 Α.Α.Δ. 299, στην οποία εδράζεται η απόφαση του πρωτοδίκου Δικαστηρίου είναι νομικά εσφαλμένη και νομολογιακά αδύναμη εφόσον εκδόθηκε χωρίς αναφορά και χωρίς να ληφθούν υπόψη προηγούμενες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου αντίθετες προς το λόγο της. Η προηγούμενη νομολογία υποστηρίζει ότι η χρήση δικαστικής διαδικασίας για αλλότριο σκοπό καθώς και η χρήση περισσότερων διαδικασιών της μιας για τον ίδιο σκοπό, συνιστά κατάχρηση την οποία το Δικαστήριο έχει σύμφυτη δικαιοδοσία να ανακόψει και να καταστείλει με μέσα ανάλογα με την ανάγκη η οποία προκύπτει. Οι αποφάσεις στις οποίες μας παρέπεμψε είναι οι, Constantinides v. Vima Ltd. (1983)1 C.L.R. 348· Έλληνας ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 149· Αρχιεπίσκοπος Κύπρου (Αρ. 2) (1993) 1 Α.Α.Δ. 248· Castanho v. Brown & Root (UK) Ltd [1981] 1 All E.R. H.L. 143.

[*142]Στην Constantinides ν. Vima Ltd (ανωτέρω), επεξηγείται η φύση της δικαιοδοσίας προς παρεμπόδιση διαδικασιών που αποτελούν κατάχρηση της διαδικασίας. Η δικαιοδοσία είναι σύμφυτη και αποβλέπει, όπως εξηγείται, στην τελευταία ανάλυση, στην αποτροπή υπονόμευσης της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου. Η διαδικασία μπορεί να κατασταλεί και όταν εκπηγάζει από δικαίωμα το οποίο παρέχεται για την προσεπίκλησή της οποτεδήποτε μολύνεται από αλλότρια κίνητρα. Γίνεται παραπομπή στην Goldsmith v. Sperrings Ltd. [1977] 2 All E.R. 566 (CA), όπου διακηρύχθηκε ότι η άσκηση δικαιώματος μπορεί να περιοριστεί οποτεδήποτε ασκείται για σκοπό άλλο από εκείνο για τον οποίο παρέχεται από το νόμο, κυρίως όταν αποβλέπει στην εξασφάλιση παρεμφερούς πλεονεκτήματος, (collateral advantage). (Βλ. επίσης Church of Scientology v. DHSS [1979] 3 All E.R. 97 (CA).)

Στην Έλληνας ν. Δημοκρατίας, (ανωτέρω), αναγνωρίζεται ότι ποινική διαδικασία μπορεί να ανασταλεί εφόσον διαπιστώνεται ότι η συνέχισή της θα συνιστούσε κατάχρηση του δικαιώματος του κατήγορου να προσφύγει στο Δικαστήριο. Πρόκειται, όπως εξηγείται, για εξουσία η οποία ασκείται σε εξαιρετικές περιπτώσεις και μόνο όπου διαπιστώνεται ότι η διαδικασία απολήγει σε κατάχρηση της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου. Στην Αρχιεπίσκοπος Κύπρου (Αρ. 2) (ανωτέρω), υποδεικνύεται ότι η επίκληση των δικαιοδοσιών του Δικαστηρίου ελέγχεται προς αποτροπή κατάχρησής τους. Αναφέρεται:

«Η επίκληση των δικαιοδοσιών του Ανωτάτου Δικαστηρίου ελέγχεται προς αποτροπή κατάχρησης των δικαιοδοσιών. Η επιδίωξη όμοιων σκοπών με την υιοθέτηση παράλληλων ένδικων μέσων ελέγχεται από το Δικαστήριο όπως και γενικότερα η πολλαπλότητα των διαδικασιών για την επίτευξη του ίδιου στόχου. Για να είναι σε θέση το Δικαστήριο να ασκήσει τον πρέποντα έλεγχο και να επιτηρήσει την επίκληση των δικαιοδοσιών του επιβάλλεται όπως διευκρινισθεί αν θα αποκατασταθεί η έφεση ώστε να διαφανεί ποιες διαδικασίες εκκρεμούν για την αναθεώρηση της ίδιας απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου.»

Στην Castanho Brown & Root (UK) Ltd (ανωτέρω), η Δικαστική Επιτροπή της Βουλής των Λόρδων έκρινε απαράδεκτη ειδοποίηση τερματισμού της διαδικασίας παρά τη δικαιωματική, κατά τους θεσμούς, χρήση της από τον ενάγοντα, επειδή η ειδοποίηση δεν είχε ως αντικείμενο τη χρήση για τον σκοπό για τον οποίο παρέχε[*143]ται, αλλά αλλότριο σκοπό, δηλαδή τον προσπορισμό οφέλους ξένου προς τον σκοπό για τον οποίο είχε παρασχεθεί το δικαίωμα. Αναφορά στην Castanho γίνεται στη Δ/ντής των Φυλακών ν. Τζεννάρο Περρέλλα (1995)1 Α.Α.Δ. 217, ως αποκαλυπτική της φύσης της σύμφυτης εξουσίας του Δικαστηρίου να περιστείλει καταχρήσεις της δικαιοδοσίας του και ως ηχηρό παράδειγμα καταστολής της χρήσης διαβημάτων κατά τα άλλα επιτρεπτών, όπου τούτο θα συνιστούσε κατάχρηση του σκοπού για τον οποίο παρασχέθηκαν. Το ακόλουθο απόσπασμα από την Περρέλλα (ανωτέρω), είναι αποκαλυπτικό της φύσης και προσδιοριστικό των παραμέτρων της δικαιοδοσίας: (σ.222)

«Η δικαιοδοσία για την παρεμπόδιση, περιστολή, απόρριψη ή αναστολή διαδικασίας που συνιστά κατάχρηση των δικαιοδοσιών του Δικαστηρίου, εκπηγάζει από την ίδια τη φύση της δικαστικής λειτουργίας που έχει ως λόγο το δίκαιο και μέσο τους μηχανισμούς που προάγουν την κατίσχυσή του.  Γι΄ αυτό, η δικαιοδοσία για τη χρήση πρόσφορων μέσων για την παρεμπόδιση κατάχρησης των δικαιοδοσιών είναι σύμφυτη, ενυπάρχει σε κάθε Δικαστήριο, απόρροια της κυριαρχίας των Δικαστηρίων στους μηχανισμούς για την απονομή της δικαιοσύνης. Τα μέσα για την αποτροπή της κατάχρησης της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου, δε συναρτούνται με οποιοδήποτε συγκεκριμένο διάταγμα ή διατάγματα· μπορεί να προσλάβουν οποιαδήποτε μορφή που επιβάλλει η ανάγκη στη συγκεκριμένη περίπτωση για την περιφρούρηση του σκοπού για τον οποίο παρέχονται οι δικαιοδοσίες του Δικαστηρίου.»

Το πιο πάνω απόσπασμα από την απόφαση στη Δ/ντής των Φυλακών ν. Τζεννάρο Περρέλλα (ανωτέρω), χαρακτηρίζεται ως κλασσική έκθεση των αρχών που διέπουν την αποτροπή κατάχρησης των δικαιοδοσιών, στην απόφαση της ολομέλειας Αναφορικά με την Αίτηση της Beogradska D.D. (1996) 1(Β) Α.Α.Δ. 911. Στην ίδια απόφαση γίνεται εκτεταμένη αναφορά τόσο στην κυπριακή όσο και στην αγγλική νομολογία, άκρως διαφωτιστική ως προς την εμβέλεια της δικαιοδοσίας.

Εξαρχής η αγγλική νομολογία αποδέχτηκε ότι η χρήση διαδικασίας για σκοπό άλλο από εκείνο για τον οποίο προορίζεται, χάριν της εξασφάλισης παρεμφερούς οφέλους, καθώς και η χρήση διαδικασίας, για σκοπό ο οποίος απολήγει σε καταπιεστικό μέτρο για την άσκηση των δικαιωμάτων του αντιδίκου, μπορεί να περισταλεί ως [*144]κατάχρηση της διαδικασίας. Η απόφαση στην Grainger v. Hill [1838] 4 Bing NC 212 και, ειδικά, το ακόλουθο απόσπασμα, από την απόφαση του Tindal, CJ, εκθέτει επιγραμματικά τη βάση του κανόνα:- (σελ. 221)

“to effect an object not within the scope of the process.”

Όπως διευκρινίζεται στην απόφαση του Scarman LJ, όπως ήταν τότε, στην Golsmith v Sperrings Ltd (ανωτέρω), μετά από παραπομπή στο πιο πάνω απόσπασμα από την Grainger v. Hill:-    (σελ. 582)

“In a phrase, the plaintiff’s purpose has to be shown to be not that which the law by granting a remedy offers to fulfill, but one which the law does not recognise as a legitimate use of the remedy sought: see Re Majory.”

Η απόφαση στη Re Majory, η οποία απαντάται κάτω από τον τίτλο Re A Debtor [1955] 2 All E.R. 65 (C.A.), ενέχει μεγάλη σπουδαιότητα για τα θέματα τα οποία εγείρονται στην παρούσα έφεση, διότι διευκρινίζει ότι ο κανόνας ο οποίος διατυπώθηκε σε διαδικασίες πτώχευσης - αποτελεί κατάχρηση η χρήση ή απειλή χρήσης της διαδικασίας πτωχεύσης για σκοπό άλλο από εκείνο για τον οποίο προορίζεται - δεν συνιστά ιδιαιτερότητα της διαδικασίας πτώχευσης, αλλά κανόνα καθολικής εφαρμογής, προς περιφρούρηση του κύρους των δικαστικών διαδικασιών, απαρέγκλιτα συνυφασμένου με το σκοπό για τον οποίο παρέχεται.  Διασαφηνίζεται στην απόφαση του Προέδρου του Εφετείου, Sir R. Evershed, M.R.:- (σελ. 78)

“The so-called ‘rule’ in bankruptcy is, in truth, no more than an application of a more general rule that court proceedings may not be used or threatened for the purpose of obtaining for the person so using or threatening them some collateral advantage to himself, and not for the purpose for which such proceedings are properly designed and exist; and a party so using or threatening proceedings will be liable to be held guilty of abusing the process of the court, and, therefore, disqualified from invoking the powers of the court by proceedings which he has abused.”

Στην ίδια απόφαση, Re A Debtor, γίνεται παραπομπή στην απόφαση του Jenkins, L.J., στη Re A Judgment Summons [1953] 1 All [*145]E.R. 424, ότι δεν είναι παραδεκτή η χρήση της διαδικασίας πτώχευσης όπου τούτο θα αποτελούσε μέσο καταπιεστικό για τα δικαιώματα του χρεώστη.  Εφόσον στοιχειοθετείται καταπίεση, η διαδικασία αναστέλλεται προς διαφύλαξη του σκοπού για τον οποίο παρέχεται το δικονομικό μέτρο.  Πότε προκύπτει κατάχρηση, εξηγείται με τρόπο παραστατικό στην απόφαση του Lawrence, L.J., στη Re Shaw [1928] Ch. 206, απόφαση στην οποία ανασκοπείται η προηγούμενη νομολογία επί του θέματος:-

(ibid., 211)

“It cannot, in my opinion, be too clearly understood that bankruptcy proceedings, which are in their nature quasi criminal, must not be used for the purpose of obtaining a collateral advantage. An attempt to do so, even though unsuccessful, will be sufficient to disentitle a petitioning creditor to an order, and, therefore, the fact that in the present case the debtor refused to pay the costs of the Sherbourne Trust, Ltd., and that that demand was not insisted upon, does not absolve the petitioning creditors from the consequences of having made that demand. The principle upon which the court acts in these cases is that it treats a demand of this nature as evidence that bankruptcy proceedings were taken not with the bona fide intention of obtaining adjudication but for some collateral purpose.”

Ο κ. Παύλου, εκ μέρους του εφεσίβλητου, υποστήριξε ότι το κριτήριο θεώρησης της ποινικής διαδικασίας είναι εκείνο της δίκαιης δίκης - R. v. Derby Crown Court, ex p. Brooks [1985] 80 Cr. App. R. 164, DC 165. Μας παρέπεμψε, επίσης, στην R v. Telford Justices, ex p Badhan [1991] 2 All E.R. 854, στην οποία διαγράφεται το εύρος της δικαιοδοσίας προς περιστολή ποινικής διαδικασίας, και πότε αποτελεί κατάχρηση.  Στην υπόθεση εκείνη, θεωρήθηκε κατάχρηση η προσαγωγή του κατηγορουμένου ενώπιον της Δικαιοσύνης, ενόψει του μεγάλου χρονικού διαστήματος το οποίο διέρρευσε μεταξύ της διάπραξης του αδικήματος και της προσαγωγής του παραβάτη ενώπιον της Δικαιοσύνης. Η καταστολή ποινικής διαδικασίας αποτελεί εξαιρετικό μέσο, υπογράμμισε ο κ. Παύλου, παραπέμποντάς μας στην Έλληνας ν. Δημοκρατίας, (ανωτέρω). Κατά τον κ. Παύλου, δεν μπορεί να δικαιολογηθεί η καταστολή ποινικής διαδικασίας λόγω της παράλληλης προώθησης αστικής διαδικασίας. Επικαλέστηκε, προς τούτο, την προσέγγιση του Εφετείου στη Νεοφύτου ν. Κυριακίδη (Αρ. 3) (1999) 2 Α.Α.Δ. 299.

[*146]Στην Castanho (ανωτέρω) η Δικαστική Επιτροπή της Βουλής των Λόρδων έκρινε απαράδεκτη ειδοποίηση τερματισμού της διαδικασίας παρά τη δικαιωματική, κατά τους θεσμούς, χρήση της από τον ενάγοντα, επειδή η ειδοποίηση δεν είχε ως αντικείμενο τη χρήση για τον σκοπό για τον οποίο παρασχέθηκε, αλλά για αλλότριο σκοπό, δηλαδή τον προσπορισμό οφέλους ξένου προς τον σκοπό για τον οποίο παρασχέθηκε το δικαίωμα. Αναφορά στην Castanho γίνεται στη Δ/ντής των Φυλακών ν. Τζεννάρο Περρέλλα (ανωτέρω), ως αποκαλυπτική, όπως έχουμε αναφέρει, της φύσης της σύμφυτης εξουσίας του Δικαστηρίου να περιστείλει καταχρήσεις της διαδικασίας.

Η απόφαση στη Νεοφύτου (Αρ. 3), λήφθηκε χωρίς αναφορά στην προηγούμενη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου ως προς καταχρήσεις της διαδικασίας του Δικαστηρίου, ενώ η αρχή η οποία υιοθετείται σ’ αυτή συγκρούεται με το λόγο της προηγούμενης νομολογίας. Στη Νεοφύτου, το Εφετείο απέρριψε την εισήγηση ότι η κίνηση της ποινικής διαδικασίας για την έκδοση επιταγής χωρίς αντίκρυσμα, παράλληλα με την έναρξη  αστικής διαδικασίας προς διεκδίκηση του ποσού  το οποίο αντιπροσώπευαν οι μή τιμηθείσες επιταγές, αποτέλεσε σ’ εκείνη την υπόθεση, ή θα μπορούσε να αποτελέσει κατάχρηση της διαδικασίας.

Η εισήγηση του δικηγόρου της εφεσείουσας στη Νεοφύτου επί του προκειμένου κρίθηκε ανεδαφική με το δικαιολογητικό ότι:  «Έχουμε τη γνώμη πως η πιο πάνω εισήγηση δεν έχει έρεισμα.»  Εξηγείται στη συνέχεια, όπως προκύπτει από το απόσπασμα το οποίο παραθέσαμε νωρίτερα, ότι το μόνο σχετικό στην ποινική δίκη είναι η διαπίστωση της ποινικής ευθύνης του κατηγορουμένου.  Συνάγεται δε, και έτσι ερμηνεύτηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι η χρήση της ποινικής διαδικασίας για αλλότριο σκοπό είναι παράγοντας άσχετος προς την έγερση και διεξαγωγή της ποινικής δίκης.

Δεν μας διαφεύγει ότι η εισήγηση για κατάχρηση της διαδικασίας στη Νεοφύτου προβλήθηκε μετά την καταδίκη του εφεσείοντος στο πλαίσιο της αγόρευσης του δικηγόρου του προς μετριασμό της ποινής. Η αρχή όμως η οποία διατυπώνεται αναφέρεται στο σύνολο της ποινικής διαδικασίας και έτσι ερμηνεύτηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο στην προκείμενη υπόθεση ως καθιστώσα άσχετα τα κίνητρα και τον σκοπό του κατήγορου στην προσαγωγή της κατηγορίας και την εκδίκαση της ποινικής υπόθεσης.

Όπως έχουμε διαπιστώσει η Νεοφύτου (Αρ. 3), συγκρούεται με τη [*147]νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου αναφορικά με την ανακοπή (διακοπή), αναστολή, καταστολή και περιστολή διαδικασίας η οποία χρησιμοποιείται για σκοπό ξένο προς εκείνο για τον οποίο παρέχεται. Ειδικά παρέχεται δικαιοδοσία αναστολής της ποινικής διαδικασίας εφόσον διαπιστώνεται ότι η έγερση και προώθησή της διαπνέεται από αλλότριους σκοπούς του κατήγορου, ή όπου η κίνησή της απολήγει σε καταπίεση των δικαιωμάτων του αντιδίκου του κατήγορου.

Στην Ιατρικές Υπηρεσίες ν. Πίττα (1995) 2 Α.Α.Δ. 261, κρίθηκε ότι προηγούμενη απόφαση του Εφετείου εστερείτο νομολογιακού κύρους, διότι λήφθηκε χωρίς αναφορά και κατ’ αντίθεση προς το λόγο προηγούμενων αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου.  Η απόφαση άφησε ακλόνητη, όπως υπογραμμίζεται, την επί του θέματος «ισχυρή γραμμή της νομολογίας από την οποία αποτελεί αδικαιολόγητη παρέκκλιση».  Κατά συνέπεια ο λόγος της αγνοήθηκε.

Ανάλογες αρχές απηχούνται και στην απόφαση της ολομέλειας Ιωσηφίδης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 490, ως προς τη νομολογιακή αποδυνάμωση απόφασης η οποία εκδίδεται χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η προηγούμενη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου επί του θέματος το οποίο πραγματεύεται. (Αναφορικά με τις αρχές που διέπουν το δεσμευτικό προηγούμενο γενικά, βλέπε Μαυρογένη ν. Βουλής των Αντιπροσώπων κ.ά. (1996) 1(Α) Α.Α.Δ. 315.)

Πρέπει να διευκρινιστεί ότι το κύρος της απόφασης του Εφετείου δεν εξασθενεί για το λόγο και μόνο ότι δεν γίνεται αναφορά και δεν εξετάζεται μια ή περισσότερες αποφάσεις που εκδόθηκαν επί του θέματος που πραγματεύεται απόφαση του Εφετείου. Όπως εξηγείται στην Johnson v. Agnew [1978] 3 All E.R. 314 (C.A.), η απόφαση θεωρείται ότι εκδόθηκε “per incuriam” μόνο όπου ως αποτέλεσμα της παράλειψης αναφοράς στην προηγούμενη νομολογία η σχετική απόφαση δεν αντανακλά τις αρχές δικαίου που τυγχάνουν εφαρμογής.

Στη Νεοφύτου (Αρ. 3), η αρχή η οποία υιοθετείται διατυπώνεται χωρίς αναφορά στην προηγούμενη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου και αντίθετα προς το λόγο της ως προς τις αρχές της κατάχρησης της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου· νομολογία η οποία ενσωματώνει την ορθή αρχή δικαίου.  Για τούτο ο λόγος της καθίσταται ανίσχυρος. Προκύπτει από τη δοθείσα μαρτυρία και από τη συνάρτηση της ποινικής προς την αστική υπόθεση, ότι σκοπός του εφεσίβλητου με την έγερση και προώθηση της ποινικής δίωξης, ήταν η εξασφάλιση της διεκδικούμενης από την εφεσείουσα, οφειλής. Αυ[*148]τό επιμαρτυρείται και από το γεγονός ότι καμιά καταγγελία δεν έγινε στις αστυνομικές αρχές για τα αδικήματα που αποτέλεσαν το αντικείμενο της δίωξης.

Το θύμα του εγκλήματος έχει το δικαίωμα να προβεί στη δίωξη του δράστη όπως αναγνωρίζεται στην Ttofinis v. Theocharides (1983) 2 C.L.R. 363. To δικαίωμα αποτελεί συνταγματικό εχέγγυο κατά της αυθαίρετης, της διεφθαρμένης ή της μεροληπτικής παράλειψης των αρχών να προβούν στη δίωξη παραβατών του ποινικού δικαίου, όπως υπογραμμίζεται στην απόφαση του Λόρδου Diplock στην Couriet v. Union of Post Office Workers [1977] 3 All E.R. 70 (HL). Κατά τα άλλα η δίωξη των παραβατών του ποινικού δικαίου αποτελεί δημόσιο καθήκον των αρχών που είναι επιφορτισμένες με τη δίωξη του εγκλήματος. (Βλ. Άρθρο 17(2) και Άρθρο 17, του περί Αστυνομίας Νόμου - Κεφ. 285.) Εγκλήματα του ποινικού κώδικα κατά κανόνα καταγγέλλονται στις αστυνομικές αρχές, διερευνούνται και αποτελούν το αντικείμενο αστυνομικής δίωξης λόγω των ευρύτερων  επιπτώσεων στο δημόσιο.  Δεν αποκλείεται όμως η δίωξη του δράστη από το θύμα του εγκλήματος, ιδιαίτερα όταν η αστυνομία αδρανήσει στο έργο της ή παραλείψει να προβεί στη δίωξη του φερόμενου ως παραβάτη.

Ο εφεσίβλητος προέβη στη δίωξη της εφεσείουσας προς ενίσχυση των αστικών του διεκδικήσεων τις οποίες προώθησε με παράλληλη αγωγή. Η ποινική δίωξη είχε ένα σκοπό, την προσεπίκληση του ισχυρού βραχίονα της ποινικής διαδικασίας ως αρωγού στις διεκδικήσεις του για την ανάκτηση της οφειλής προς αυτόν.  Ουδέποτε κατήγγειλε την υπόθεση στις αστυνομικές αρχές.

Η χρήση της ποινικής διαδικασίας ως μοχλού πίεσης για την επιτυχία της πολιτικής αγωγής του εφεσίβλητου αποκαλύπτεται παραστατικά απ’ όσα ακολούθησαν την ετυμηγορία του πρωτοδίκου Δικαστηρίου ότι η εφεσείουσα ήταν ένοχη και πριν της επιβληθεί ποινή.

Ζητήθηκε αναβολή εκ μέρους της εφεσείουσας για να παρασχεθεί, όπως αναφέρθηκε στο πρωτόδικο Δικαστήριο «χρόνος 2-3 εβδομάδων να μπορέσουμε να προχωρήσουμε σε κάποιες διαβουλεύσεις που θα είναι επάναγκες για σκοπούς επιβολής ποινής».  Στο αίτημα συνήνεσε ο δικηγόρος του εφεσίβλητου. Πρόδηλο ήταν ότι σκοπός της αναβολής ήταν η διευθέτηση της πολιτικής αγωγής.  Κατά την επόμενη εμφάνιση ενώπιον του Δικαστηρίου γνωστοποιήθηκε στο Δικα[*149]στήριο ότι η εφεσείουσα κατέβαλε ένα ποσό χρημάτων στον εφεσίβλητο, ενώ για το υπόλοιπο είχε επέλθει, όπως χαρακτηρίστηκε «προκαταρκτική συμφωνία μεταξύ των μερών» και για το λόγο αυτό ζητήθηκε και νέα αναβολή στην παροχή της οποίας συμφώνησε και ο εφεσίβλητος. Το αίτημα έγινε δεχτό από το Δικαστήριο για το λόγο, όπως αναφέρει, «ότι η συμμόρφωση της θα έχει καταλυτικές συνέπειες στον μετριασμό της ποινής».

Κατά την επόμενη εμφάνιση ενώπιον του Δικαστηρίου ζητήθηκε και πάλιν αναβολή, αυτή τη φορά από το δικηγόρο του εφεσίβλητου προς μελέτη ενός θέματος το οποίο περιήλθε, όπως είπε, σε γνώση του, αλληλένδετο όπως συνάγεται, με τις προσπάθειες προς αποπληρωμή των στοιχημάτων. Κατά την επόμενη εμφάνιση των μερών γνωστοποιήθηκε στο Δικαστήριο ότι δεν επήλθε τελικός διακανονισμός της χρηματικής απαίτησης του εφεσίβλητου εναντίον της εφεσείουσας, δηλαδή η εξόφληση του χρέους με κοινά αποδεκτό τρόπο. Αποκαλύφθηκε στο ενδιάμεσο, μετά την ανταλλαγή γραπτών επιστολών οι οποίες κατατέθηκαν στο Δικαστήριο, ότι εκδόθηκε απόφαση εκ συμφώνου, υπέρ του εφεσίβλητου, εναντίον της εφεσείουσας στην αγωγή η οποία εκκρεμούσε, ίση προς το οφειλόμενο ποσό, πλέον τόκος προς 8½%, και £5000 δικηγορικά έξοδα. Η διαφωνία των μερών προέκυψε, ως γίνεται αντιληπτό από τα πρακτικά της δίκης σε σχέση με τους τεθέντες, στην εκ συμφώνου απόφαση όρους, για την  αποπληρωμή του εξ αποφάσεως χρέους.

Η διευθέτηση της πολιτικής αγωγής, όπως αναφέρεται στην απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου λήφθηκε υπόψη ως γεγονός μετριαστικό της ποινής, όχι όμως στο βαθμό που θα προσμετρούσε η εξόφληση του συνόλου της απαίτησης. Το πρωτόδικο Δικαστήριο υπογραμμίζει:

«Στα γεγονότα που λέχθηκαν σήμερα ενώπιόν μου δεν αναφέρεται άμεση εξόφληση, αλλά εξόφληση μέχρι το 2004, στοιχείο που σίγουρα δεν έχει την ίδια βαρύτητα ως θα είχε η άμεση αποζημίωση του Παραπονουμένου.»

Η χρήση της ποινικής διαδικασίας για σκοπούς άλλους από εκείνους για τους οποίους προορίζεται ήταν εμφανής τόσο από τη σύζευξή της με την πολιτική αγωγή, όσο και από την ίδια την κατάθεση του εφεσίβλητου ο οποίος ευθέως είπε στη μαρτυρία του ότι η ποινική διαδικασία απέβλεπε στην ανάκτηση του χρέους που διεκδικούσε από την εφεσείουσα.

[*150]

Η πίεση την οποία μπορεί να ασκήσει η ποινική διαδικασία στον προσδιορισμό της θέσης του εναγομένου στην πολιτική δίκη, καθίσταται εμφανής από το γεγονός ότι ενώ η εφεσείουσα συναίνεσε στην έκδοση απόφασης εναντίον της, υποστήριξε ενώπιον μας, όπως και στο πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι δεν στοιχειοθετήθηκε αγώγιμο δικαίωμα εναντίον της. Η ποινική δίωξη σκοπούσε να προσφέρει οφέλη στον εφεσίβλητο στην πολιτική δίκη τα οποία και αποκόμισε. Αυτός δεν είναι ο σκοπός της ποινικής δίωξης που συνίσταται στον κοινό σκοπό τιμωρίας του εγκλήματος και μέσω της τιμωρίας στην αποτροπή επανάληψης του εγκλήματος από τον ίδιο και κάθε επίδοξο εγκληματία. Η χρήση της ποινικής δίωξης για σκοπούς άλλους από τους καθιερωμένους εκτρέπει τον σκοπό της, αποδυναμώνει το κύρος της και την καθιστά έρμαιο των επιδιώξεων του διώκοντος.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έπρεπε να ανακόψει την ποινική διαδικασία αφότου κατέστησαν σαφείς οι προθέσεις του εφεσίβλητου για την προσεπίκλησή της. Η δίωξη της εφεσείουσας είχε αποκλειστικό σκοπό την ενίσχυση των θέσεων του εφεσίβλητου στην πολιτική δίκη. Συνιστούσε κατάχρηση της ποινικής διαδικασίας η οποία έπρεπε να περισταλεί. Ό,τι απομένει σε μας στην παρούσα έφεση είναι να πληρώσουμε την παράλειψη διορθώνοντας το σφάλμα με μέσα πρόσφορα στο στάδιο της έφεσης. Με τους άλλους λόγους έφεσης δεν θα ασχοληθούμε, χωρίς αυτό να υποδηλώνει  ότι αυτοί στερούνται κύρους.

Η έφεση επιτρέπεται. Η πρωτόδικη απόφαση και η παρεπόμενη απόφαση για την ποινή παραμερίζονται. Η ποινική δίωξη τερματίζεται και η υπόθεση απορρίπτεται.

Η έφεση επιτρέπεται.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο