Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Σωφρόνη Σωφρονίου (2000) 2 ΑΑΔ 151

(2000) 2 ΑΑΔ 151

[*151]24 Φεβρουαρίου, 2000

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΝΙΚΗΤΑΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσείων,

v.

ΣΩΦΡΟΝΗ ΣΩΦΡΟΝΙΟΥ,

Εφεσιβλήτου.

(Ποινική Έφεση Αρ. 6371)

――――――――――――

Ποινική Δικονομία ― Έφεση κατά αθωωτικής απόφασης Κακουργιοδικείου ή Επαρχιακού Δικαστηρίου από Γενικό Εισαγγελέα ― Δεν είναι επιτρεπτή, εκτός εάν οι λόγοι έφεσης μπορεί να υπαχθούν κάτω από τις πρόνοιες των παραγράφων (ι), (ιι), (ιιι) και (ιν) του Άρθρου 137(1)(α) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155 ― Αποκλείεται η άσκηση έφεσης κατά της αξιολόγησης της μαρτυρίας ή οποιουδήποτε θέματος συναφούς προς αυτή και κατά των ευρημάτων του Δικαστηρίου επί των γεγονότων.

Ερμηνεία νόμων ― Μετάφραση νομοθεσίας ― Το αρχικό κείμενο διατηρεί την αυθεντικότητά του ως προς το περιεχόμενο της νομοθεσίας ― Όπου διαφέρει η μετάφραση από το νόημα του αρχικού κειμένου, υπερισχύει το αρχικό κείμενο.

Λέξεις και Φράσεις ― “Γεγονότα” (facts) στο Άρθρο 137(1)(α) παράγραφος (ιιι) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155 ― Υποδηλώνει παραδεκτά γεγονότα, ή γεγονότα τα οποία διαπιστώνει το Δικαστήριο ως υπαρκτά.

Ο εφεσίβλητος είχε απαλλαγεί λόγω αμφιβολιών από κατηγορίες πλαστογραφίας και κυκλοφορίας επιταγών και απόπειρας εξασφάλισης χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις.

Ο Γενικός Εισαγγελέας άσκησε έφεση κατά της αθωωτικής απόφασης, κατ’ επίκληση των εξουσιών που του παρέχει το Άρθρο 137 του πε[*152]ρί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155.

Ο εφεσείων επικαλέσθηκε ως λόγους έφεσης την εσφαλμένη αξιολόγηση της μαρτυρίας των δύο γραφολόγων και συναφώς τα ευρήματα του Δικαστηρίου τα οποία εσχετίζοντο με αυτή και θεμελίωναν την ετυμηγορία του.  Εισηγήθηκε ότι τα ευρήματα του Δικαστηρίου, ως προς την αξιοπιστία της μαρτυρίας των δύο εμπειρογνωμόνων, ήταν ακροσφαλή, σε βαθμό μάλιστα, που να παρέχεται ευχέρεια στο Ανώτατο Δικαστήριο όχι μόνο να τα παραμερίσει, αλλά και να τα υποκαταστήσει με τα ευρήματα, τα οποία, εξ αντικειμένου εδικαιολογούντο, καθιστώντας παραδεκτή την καταδίκη του εφεσίβλητου για τα αδικήματα στα οποία αθωώθηκε.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Το δικαίωμα έφεσης βάσει του Άρθρου 137(1)(α) περιορίζεται σε περιπτώσεις αποκλεισμού αποδεκτής ή αποδοχής απαράδεκτης, κατά το δίκαιο της αποδείξεως, μαρτυρίας.

2.  Το Άρθρο 137(1)(α), δεν παρέχει δικαίωμα έφεσης κατά της αξιολόγησης της μαρτυρίας ή οποιουδήποτε θέματος συναφούς προς αυτή ή κατά της προσβολής των ευρημάτων του δικαστηρίου επί των γεγονότων.

3.  Η παράγραφος (ιιι) του Άρθρου 137(1)(α) παρέχει δικαίωμα έφεσης λόγω εσφαλμένης εφαρμογής των διατάξεων του νόμου στα γεγονότα της υπόθεσης.  Τα γεγονότα είναι εκείνα τα οποία συνθέτουν τα ευρήματα του Δικαστηρίου.  Σύμφωνα με τα γεγονότα αυτά, δεν έχει αποδειχθεί ότι ο εφεσίβλητος πλαστογράφησε τα σχετικά έγγραφα.  Η εφαρμογή των αρχών του δικαίου σ’ αυτά τα γεγονότα δικαιολογούσε των αθώωση του εφεσίβλητου.

4.  Και οι τέσσερις λόγοι έφεσης κρίνονται απαράδεκτοι αφού έχουν ως κοινό αντικείμενο την προσβολή των ευρημάτων του Επαρχιακού Δικαστηρίου.

Η έφεση απορρίφθηκε.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Γενικός Εισαγγελέας ν. Δημοσθένους (1990) 2 Α.Α.Δ. 152,

Γενικός Εισαγγελέας ν. Χριστοδούλου (1990) 2 Α.Α.Δ. 133,

[*153]Pernell κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 417,

Γενικός Εισαγγελέας ν. Μανώλη (1995) 2 Α.Α.Δ. 207,

Roula Bajbouj Mohamed (1998) 1 (Γ) Α.Α.Δ. 1304.

Έφεση εναντίον Αθωωτικής Απόφασης.

Έφεση από το Γενικό Εισαγγελέα εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, (Ποινική Υπόθεση Αρ. 9249/93), ημερομηνίας 21/7/97, με την οποία ο κατηγορούμενος, ο οποίος διώχθηκε για την πλαστογραφία τεσσάρων εγγράφων, την κυκλοφορία των ιδίων πλαστών εγγράφων και για απόπειρα εξασφάλισης χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις, αθωώθηκε και απαλλάχθηκε σε όλες τις κατηγορίες.

Σ. Μάτσας, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Εφεσείοντα.

Μ. Κυπριανού, για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γ.Μ. Πικής, Π.

ΠΙΚΗΣ, Π.: Ο εφεσίβλητος διώχθηκε για την πλαστογραφία τεσσάρων εγγράφων, το αντικείμενο των κατηγοριών 1, 4, 7 και 10, την κυκλοφορία των ιδίων πλαστών εγγράφων, το αντικείμενο των κατηγοριών 2, 5, 8 και 11 και για απόπειρα εξασφάλισης χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις, μέσω της παρουσίασης των πλαστών εγγράφων ως γνησίων, το αντικείμενο των κατηγοριών 3, 6, 9 και 12.

Τα τέσσερα έγγραφα, που αποτέλεσαν τη βάση όλων των κατηγοριών, περιείχαν αντίστοιχο αριθμό δηλώσεων γεωργών, για ζημία που υπέστησαν στην παραγωγή σιτηρών από ανομβρία, οι οποίες υποβλήθηκαν στον Οργανισμό Γεωργικής Ασφάλισης.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι δεν αποδείχθηκε η πλαστότητα των εγγράφων, που αποτέλεσε το αντικείμενο των κατηγοριών 1 και 10, με επακόλουθο την κατάρρευση των κατηγοριών 1, 2 και 3, 10, 11 και 12. Πλαστές έκρινε (το Δικαστήριο) τις δηλώσεις, που υποβλήθηκαν εξ ονόματος του Σάββα Δημητρίου και του Σάββα Κάστρου, και, παρεπόμενα, πλαστά τα έγγραφα που τις περιέχουν και, επί τούτου, εξέτασε κατά πόσο τα έγγραφα καταρτίστηκαν από τον εφεσίβλητο, πράγμα το οποίο ο ίδιος αρνήθηκε.

Για την προέλευση των πλαστών εγγράφων, δόθηκε εκατέρωθεν μαρτυρία από πραγματογνώμονες γραφολόγους - τον Υπαστυνόμο Ανδρέα Παναγιώτου και την κ. Άννα Κορέν, από το Ισραήλ.

Αφού αναφέρθηκε στις αρχές που διέπουν την αξιολόγηση της μαρτυρίας πραγματογνωμόνων και αφού αξιολόγησε τη μαρτυρία των δύο γραφολόγων, το Δικαστήριο δέχτηκε, για τους λόγους που παρέχει στην απόφασή του, τη μαρτυρία της κ. Κορέν, σύμφωνα με την οποία ήταν αβέβαιο αν ο πλαστογράφος των δύο εγγράφων ήταν ο εφεσίβλητος ή ο πατέρας του. Κάτω από αυτή τη διαπίστωση, το πρωτόδικο Δικαστήριο απάλλαξε και αθώωσε τον κατηγορούμενο και στις υπόλοιπες κατηγορίες 4, 5, 6, 7, 8 και 9.

Ο Γενικός Εισαγγελέας εφεσίβαλε την αθωωτική απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου, κατ’ επίκληση των εξουσιών, που του παρέχει το Άρθρο 137 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, ΚΕΦ. 155*.

Διατυπώνονται δύο λόγοι έφεσης, σχετικά με την προσέγγιση και αξιολόγηση της μαρτυρίας των εμπειρογνωμόνων, καθένας από τους οποίους αιτιολογείται ξεχωριστά - (εφτά αιτιολογήσεις σε κάθε περίπτωση) - με παραπομπή σε σειρά νομικών αρχών και σε μέρος της μαρτυρίας, που αποκαλύπτει τα σφάλματα, στα οποία είναι η θέση της Εισαγγελίας ότι περιέπεσε το πρωτόδικο Δικαστήριο, καθιστώντας την απόφασή του τρωτή.

Οι λόγοι 1 και 2 σχετίζονται αποκλειστικά με την αξιολόγηση της μαρτυρίας των δύο γραφολόγων και, συναφώς, με τα ευρήματα του Δικαστηρίου, τα οποία σχετίζονται με αυτή και θεμελιώνουν την ετυμηγορία του.

Οι άλλοι δύο λόγοι έφεσης, οι λόγοι 3 και 4, προσβάλλουν, αντίστοιχα, την αθωωτική απόφαση του Δικαστηρίου στις κατηγο[*155]ρίες για την κυκλοφορία πλαστών εγγράφων και στις κατηγορίες για την απόσπαση χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις.  Κανένας από αυτούς δεν αιτιολογείται.  Αντικείμενό τους, όμως, είναι, όπως διατυπώνεται στο κείμενό τους, η προσβολή των ευρημάτων και συμπερασμάτων του Δικαστηρίου, στα οποία βασίζεται και αυτό το μέρος της απόφασης.

Οι τέσσερις λόγοι έφεσης, ως είναι διατυπωμένοι, έχουν ως εξής:-

«1)   Το Σεβαστό Πρωτόδικο Δικαστήριο, εσφαλμένα κατάληξε στο εύρημα ότι οι υπογραφές στο κάτω αριστερό μέρος των πλαστογραφηθέντων εγγράφων και/ή των επιδίκων εγγράφων και/ή των εγγράφων για τα οποία διατυπώθηκαν οι κατηγορίες στην παρούσα υπόθεση άνηκαν είτε στον κατηγορούμενο είτε στον πατέρα του και όχι αποκλειστικά στον κατηγορούμενο όπως ήτο η επιστημονική μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής για τους ακόλουθους λόγους:

......................................................................................................

(α) - ζ) αιτιολογία)

2. Το Σεβαστό Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποδέκτηκε την μαρτυρία της μάρτυρας της υπεράσπισης γραφολόγου Άννας Κορέν, ότι οι υπογραφές στο κάτω αριστερό μέρος των επιδίκων εγγράφων, ανήκαν στον κατηγορούμενο ή στον πατέρα του, για τους ακόλουθους λόγους:

......................................................................................................

(α) - ζ) αιτιολογία)

3) Το Σεβαστό Πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα και/ή αντίθετα με τα ευρήματα του αθώωσε και απάλλαξε τον κατηγορούμενο στις κατηγορίες του κατηγορητηρίου 2, 5, 8 και 11 σχετικά με την κυκλοφορία πλαστών εγγράφων ενώ αποφάνθηκε και/ή κατάληξε στο συμπέρασμα και/ή εύρημα ότι τα επίδικα έγγραφα συμπληρώθηκαν από τον κατηγορούμενο, ο οποίος τα κυκλοφόρησε, με πρόθεση καταδολίευσης του ΟΓΑ, χωρίς αυτά να υπογραφούν από τους δικαιούχους ούτε κατ΄ εξουσιοδότηση των δικαιούχων.

4) Το Σεβαστό Πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα και/ή αντίθετα με τα ευρήματα και/ή συμπεράσματά του, αθώωσε και [*156]απάλλαξε τον κατηγορούμενο στις κατηγορίες 3, 6, 9 και 12 σχετικά με την απόπειρα εξασφαλίσεως χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις ενώ το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι ο κατηγορούμενος συμπλήρωσε τα επίδικα έγγραφα, τα κυκλοφόρησε με πρόθεση καταδολίευσης του ΟΓΑ χωρίς την εξουσιοδότηση των δικαιούχων.»

Στην αγόρευσή του, ο κ. Μάτσας επικέντρωσε την επιχειρηματολογία του στη λανθασμένη νομική προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου στην αξιολόγηση της μαρτυρίας των δύο πραγματογνωμόνων και στην εσφαλμένη αξιολόγηση αυτής τούτης της μαρτυρίας τους.  Είναι η εισήγησή του ότι τα ευρήματα του Δικαστηρίου, ως προς την αξιοπιστία της μαρτυρίας των δύο εμπειρογνωμόνων, είναι ακροσφαλή. σε βαθμό μάλιστα, που να παρέχεται ευχέρεια στο Ανώτατο Δικαστήριο όχι μόνο να τα παραμερίσει, αλλά και να τα υποκαταστήσει με τα ευρήματα, τα οποία, εξ αντικειμένου, δικαιολογούνται, καθιστώντας παραδεκτή την καταδίκη του εφεσίβλητου για τα αδικήματα στα οποία αθωώθηκε. Πρόβαλε σειρά σοβαρών επιχειρημάτων ότι η καθοδήγηση του Δικαστηρίου, σε σχέση με την προσέγγιση και αξιολόγηση της μαρτυρίας των δύο εμπειρογνωμόνων, υπήρξε, σε πολλά σημεία, εσφαλμένη. 

Αντίθετα, ο κ. Κυπριανού υποστήριξε την απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου σε όλα της τα σημεία, καλώντας μας να εξετάσουμε την υπό έφεση απόφαση σφαιρικά και όχι αποσπασματικά, γεγονός που θα μπορούσε να αφήσει λανθασμένες εντυπώσεις σχετικά με την προσέγγιση από το Δικαστήριο ορισμένων πτυχών της υπόθεσης. Επιχειρηματολόγησε επί μακρόν υπέρ των θέσεων που ανέπτυξε, όπως και ο κ. Μάτσας νωρίτερα υπέρ των δικών του θέσεων.

Ο κ. Κυπριανού αμφισβήτησε το παραδεκτό της έφεσης, υποβάλλοντας ότι κανένας από τους λόγους έφεσης δε συσχετίζεται προς οποιουσδήποτε από τους λόγους, για τους οποίους ο Γενικός Εισαγγελέας θα ενομιμοποιείτο να εφεσιβάλει αθωωτική απόφαση ποινικού δικαστηρίου βάσει του Άρθρου 137(1)(α) του ΚΕΦ. 155. Η ένσταση αυτή έπρεπε, κανονικώς εχόντων των πραγμάτων, να εγερθεί στο προκαταρκτικό στάδιο, πριν την ακρόαση της έφεσης. Η παράλειψη αυτή δε μας απαλλάσσει από την υποχρέωση να εξετάσουμε το παραδεκτό της έφεσης, που αποτελεί, κατά πάντα χρόνο, προϋπόθεση για τη θεώρηση οποιουδήποτε ζητήματος εγείρεται σ’ αυτή.

[*157]Η απάντηση του κ. Μάτσα, στην προσβολή του παραδεκτού της έφεσης, είναι ότι οι λόγοι έφεσης μπορεί να υπαχθούν τόσο κάτω από τις πρόνοιες της παραγράφου (ι) όσο και της παραγράφου (ιι) του Άρθρου 137(1)(α) του ΚΕΦ. 155.

Ο κ. Κυπριανού μας παρέπεμψε σε σειρά δικαστικών αποφάσεων, που τείνουν να ρίξουν φως στο δικαιοδοτικό πλαίσιο που διαγράφει το Άρθρο 137(1)(α), για την άσκηση έφεσης εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα κατά αθωωτικής απόφασης, και στην προσέγγιση της ερμηνείας των διατάξεων του συγκεκριμένου άρθρου.  Αναφέρθηκε στη Γενικός Εισαγγελέας ν. Δημοσθένους (1990) 2 Α.Α.Δ. 152, στην οποία κρίθηκε, σε συνάρτηση με τα αποφασισθέντα στη Γενικός Εισαγγελέας ν. Χριστοδούλου (1990) 2 Α.Α.Δ. 133, 144, ότι δικαιολογείται ο αυστηρός περιορισμός του δικαιώματος στα πλαίσια που καθορίζει το Άρθρο 137(1)(α). Στη Γενικός Εισαγγελέας ν. Δημοσθένους, (ανωτέρω), επισημαίνονται οι διατάξεις του Άρθρου 12.2 του Συντάγματος, που προβλέπουν ότι ο απαλλαγείς ή ο καταδικασθείς δε δικάζεται εκ δευτέρου διά το αυτό αδίκημα, θέμα το οποίο, επίσης, απασχόλησε το Δικαστήριο, σε μεγαλύτερη έκταση, στην Pernell κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 417). Ο συσχετισμός του δικαιώματος, που παρέχεται στο Γενικό Εισαγγελέα από το νομοθέτη να εφεσιβάλει αθωωτική απόφαση, με το Άρθρο 12.2 σκοπεί να υπογραμμίσει ότι το Άρθρο 137(1)(α) πρέπει να ερμηνεύεται με τρόπο που να συνάδει με το Σύνταγμα.

Η άλλη υπόθεση, στην οποία έγινε ιδιαίτερη αναφορά, είναι η Γενικός Εισαγγελέας ν. Μανώλη (1995) 2 Α.Δ.Δ. 207, στην οποία το Εφετείο προέβη σε ερμηνεία των διατάξεων της παραγράφου (ιι) του Άρθρου 137(1)(α), η οποία προβλέπει:-

«(ιι) ότι απόδειξη έγινε πλημμελώς δεκτή ή αποκλείστηκε.»

(Αγγλικό κείμενο:-

“(ii) that evidence was wrongly admitted or excluded;”)

Στη Γενικός Εισαγγελέας ν. Μανώλη, (ανωτέρω), το Δικαστήριο υπογράμμισε ότι η παράγραφος (ιι) του Άρθρου 137(1)(α) περιορίζει το παραδεκτό έφεσης, κατ’ επίκληση των προνοιών της, σε περιπτώσεις αποκλεισμού αποδεκτής ή αποδοχής απαράδεκτης, κατά το δίκαιο της αποδείξεως, μαρτυρίας. Το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση του Χρυσοστομή, Δ., κατοπτρίζει τη θέση του Εφετείου:- (σελ. 213)

[*158]

«Πέραν αυτών όμως, αντιλαμβανόμεθα πως ο δικηγόρος του εφεσείοντα με τις προαναφερθείσες επικρίσεις του ήθελε να υποστηρίξει την άποψη πως υπήρξε από μέρους του πρωτόδικου Δικαστηρίου πλημμελής αποκλεισμός μαρτυρίας.

Η εισήγηση αυτή του δικηγόρου του εφεσείοντα δεν μας βρίσκει σύμφωνους, γιατί η μερική ή ολική απόρριψη μαρτυρίας των δύο μαρτύρων κατηγορίας, του Μ.Κ.1 και του Μ.Κ.3, αντίστοιχα, ήταν το αποτέλεσμα της αξιολόγησης της μαρτυρίας και κατ’ επέκταση της απόρριψής της και όχι του πλημμελούς αποκλεισμού της. Ο πλημμελής αποκλεισμός μαρτυρίας είναι η μη αποδοχή αποδεκτής μαρτυρίας και όχι η αποδοχή αποδεκτής μαρτυρίας και η μετέπειτα απόρριψή της σαν αναξιόπιστης.»

Η ερμηνεία αυτή είναι πρόδηλη από το κείμενο του νόμου, αναντίλεκτη στην ουσία, κάτω από τις πρόνοιες του αγγλικού κειμένου, το οποίο, όπως υποδείξαμε στην απόφαση της Ολομέλειας στη Roula Bajbouj Mohamed (1998) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1304, διατηρεί, σ’ όλες τις περιπτώσεις μεταφράσεως του αγγλικού κειμένου στα Ελληνικά, την αυθεντικότητά του, όπως άλλωστε προβλέπεται στον περί των Επισήμων Γλωσσών της Δημοκρατίας (Τροποποιητικός) Νόμο του 1997, (Ν. 79(Ι)/97)· υπερισχύει δε οποτεδήποτε η μετάφραση δεν αποδίδει πιστά το κείμενο το οποίο μεταφράζεται.

Το Άρθρο 137(1)(α) προβλέπει:-

«137. - (1) Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας δύναται -»

(Αγγλικό κείμενο:

“137. (1) The Attorney-General may -”)

«(α)   να ασκήσει έφεση ή να εγκρίνει την άσκηση έφεσης από αθωωτική απόφαση Κακουργιοδικείου ή Επαρχιακού Δικαστηρίου για οποιοδήποτε από τους ακόλουθους λόγους:»

(“(a) appeal or sanction an appeal from any judgment of acquittal by a District Court on any of the following grounds :-”)

[*159]

«(ι)   ότι δεν υπήρξε απόδειξη βάσει της οποίας το Δικαστήριο μπορούσε εύλογα να διαπιστώσει πραγματικό γεγονός ή γεγονότα αναγκαία για τη θεμελίωση της απόφασης αυτής.»

(“(i) that there was no evidence on which the Court could reasonably find a fact or facts necessary to support such judgment ;”)

«(ιι)  ότι απόδειξη έγινε πλημμελώς δεκτή ή αποκλείστηκε.»

(“(ii) that evidence was wrongly admitted or excluded ;”)

«(ιιι) ότι ο νόμος εφαρμόστηκε πλημμελώς επί των πραγματικών γεγονότων.»

(“(iii) that the law was wrongly applied to the facts;”)

«(ιv) ότι υπήρξε αντικανονικότητα διαδικασίας.»

(“(iv) that there has been some irregularity of procedure ;”)

Πρόδηλο είναι από το κείμενο του Άρθρου 137(1)(α), κρινόμενο στην ολότητά του, ότι το δικαίωμα υποβολής έφεσης από το Γενικό Εισαγγελέα περιορίζεται σε νομικά ζητήματα. Αποκλείεται η άσκηση έφεσης κατά της αξιολόγησης της μαρτυρίας ή οποιουδήποτε θέματος συναφούς προς αυτή, όπως αποκλείεται η προσβολή των ευρημάτων του δικαστηρίου επί των γεγονότων.

Και οι τέσσερις λόγοι έφεσης έχουν ως κοινό αντικείμενο την προσβολή των ευρημάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου, αδικαιολόγητα, κατά τον εφεσείοντα, ώστε να καθίσταται επισφαλής η ετυμηγορία του.

Οι πρώτοι δύο λόγοι έφεσης, που είναι και οι μόνοι στους οποίους, ουσιαστικά, κατεύθυνε την επιχειρηματολογία του ο κ. Μάτσας, έχουν ως κοινό αντικείμενο τη θεώρηση από το πρωτόδικο [*160]Δικαστήριο της μαρτυρίας των δύο εμπειρογνωμόνων και των ευρημάτων του Δικαστηρίου ως προς αυτή.  Ό,τι προσβάλλεται, είναι η αξιολόγηση και τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Η επιχειρηματολογία, που αναπτύχθηκε, είχε ως αποκλειστικό στόχο να μας πείσει ότι τα ευρήματα του Δικαστηρίου είναι εσφαλμένα. Δεν αμφισβητήθηκε το παραδεκτό της προσαγωγής της μαρτυρίας της κ. Κορέν, που ήταν, εξ αντικειμένου, σχετική προς τα επίδικα θέματα και παραδεκτή κατά το δίκαιο της απόδειξης. Η σχετικότητα και το παραδεκτό, κατά το δίκαιο της απόδειξης (relevance and admissibility), αποτελούν τη συνισταμένη για την προσαγωγή μαρτυρίας. Ούτε ο λόγος 1 ούτε και ο λόγος 2 μπορεί να ενταχθούν, ή να συσχετισθούν προς την παράγραφο (ιι) του Άρθρου 137(1)(α), ως η εισήγηση του εφεσείοντος. Το ίδιο ισχύει και για την παράγραφο (ιιι) της ίδιας διάταξης:-

«(ιιι)  ότι ο νόμος εφαρμόστηκε πλημμελώς επί των πραγματικών γεγονότων.»

(Αγγλικό κείμενο:

“(iii)  that the law was wrongly applied to the facts;”)

Η παράγραφος (ιιι) του Άρθρου 137(1)(α) παρέχει δικαίωμα έφεσης οποτεδήποτε οι σχετικές διατάξεις του νόμου τυγχάνουν εσφαλμένης εφαρμογής στα γεγονότα της υπόθεσης. Τα γεγονότα είναι εκείνα τα οποία συνθέτουν τα ευρήματα του δικαστηρίου.  Ο όρος «γεγονότα» (facts) αντιδιαστέλλεται, στο πλαίσιο του Άρθρου 137(1)(α), προς τον όρο «μαρτυρία» (evidence)· υποδηλώνει δε παραδεκτά γεγονότα, ή γεγονότα τα οποία διαπιστώνει το δικαστήριο ως υπαρκτά. Σύμφωνα με τα γεγονότα αυτά, δεν αποδείχθηκε ότι ο εφεσίβλητος πλαστογράφησε τα σχετικά έγγραφα.  Δεν υπάρχει αμφισβήτηση ότι η εφαρμογή των αρχών του δικαίου σ’ αυτά τα γεγονότα δικαιολογούσε την αθώωση του εφεσίβλητου.  Το παράπονο του εφεσείοντος είναι, πρώτο, ότι δεν έτυχαν σωστής εφαρμογής οι σχετικές αρχές του δικαίου, που διέπουν την αξιολόγηση εμπειρογνωμόνων και, δεύτερο, ότι αυτή τούτη η αξιολόγηση της μαρτυρίας των εμπειρογνωμόνων υπήρξε εσφαλμένη.

Οι λόγοι έφεσης 3 και 4 στρέφονται κατά της αθώωσης του κατηγορουμένου στις κατηγορίες οι οποίες έπονται της αθώωσής του στα αδικήματα της πλαστογραφίας των εγγράφων. Συναρτώνται δε άμεσα με αυτές, εφόσον προϋποθέτουν την πλαστογράφηση των εγγράφων από τον εφεσίβλητο. Πρόκειται για παρεπόμενους λό[*161]γους, χωρίς ανεξάρτητη υπόσταση. αλληλένδετους, κατ’ ουσίαν, με την προσβολή των ευρημάτων του Επαρχιακού Δικαστηρίου σε σχέση με την πλαστογράφηση των εγγράφων.  Εφόσον εκείνοι οι λόγοι έφεσης κρίνονται απαράδεκτοι, όμοια πρέπει να είναι και η τύχη των λόγων 3 και 4, που έχουν ως κοινό υπόβαθρο την πλαστογράφηση των εγγράφων από τον εφεσίβλητο. 

Για τους λόγους που έχουμε εκθέσει, η έφεση κρίνεται απαράδεκτη και απορρίπτεται.

Η έφεση απορρίπτεται.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο