Aνδρέου Χριστάκης Ιακώβου ν. Δημοκρατίας (2000) 2 ΑΑΔ 166

(2000) 2 ΑΑΔ 166

[*166]22 Μαρτίου, 2000

[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΚΑΛΛΗΣ, Δ/στές]

ΧΡΙΣΤΑΚΗΣ ΙΑΚΩΒΟΥ ΑΝΔΡΕΟΥ,

Εφεσείων,

v.

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

(Ποινική Έφεση Αρ. 6667)

――――――――――――-

Ποινή ― Κατοχή και μεταφορά πυροβόλου όπλου ― Κατοχή εκρηκτικών υλών ― Το όπλο (πιστόλι G3), είχε κλαπεί από οικία μετά τη διάρρηξή της ― Εφεσείων είχε πρόβλημα υγείας (μεσογειακή αναιμία) και υποβαλλόταν σε θεραπεία αποσιδήρωσης ― Ομολόγησε στις ανακριτικές αρχές την κατοχή του πιστολιού και τους υπέδειξε χώρο όπου βρέθηκε σφαιροθήκη με σφαίρες, ξιφολόγχη και διάφορα στρατιωτικά είδη ― Δύο προηγούμενες καταδίκες ― Επιβολή συντρέχουσων ποινών φυλάκισης 4 χρόνων σε κάθε μια από τις κατηγορίες, για κατοχή του G3 και μεταφορά του και 3 χρόνων για την κατοχή εκρηκτικών υλών ― Δεν κρίθηκαν έκδηλα υπερβολικές.

Απόδειξη ― Ομολογία ενοχής κατηγορουμένου ― Ποία η αποδεικτική της αξία ― Καταδίκη που στηρίζεται σε προφορική ομολογία δεν είναι κατ’ ανάγκη ανασφαλής ή μη ικανοποιητική ― Είναι θέμα πραγματικό που συναρτάται με τις περιπτώσεις της κάθε υπόθεσης ― Δεν υπάρχει κανόνας δικαίου που υπαγορεύει αποκλεισμό ομολογίας μετά από γραπτή κατάθεση στην αστυνομία.

Απόδειξη ― Μαρτυρία ― Απόρριψη μαρτυρίας την οποία το Δικαστήριο κρίνει αναξιόπιστη ― Είναι προνόμιο του Δικαστηρίου.

Ποινή ― Μετριαστικοί παράγοντες ― Υγεία κατηγορουμένου ― Ο κατηγορούμενος δεν μπορεί να επικαλείται τα προβλήματα υγείας του κάθε φορά που παρανομεί.

[*167]Η καταδίκη του κατηγορουμένου στηρίχθηκε πάνω στην ομολογία του στις ανακριτικές αρχές ότι αντάλλαξε το πιστόλι με το στρατιωτικό όπλο.

Υποστήριξε κατ’ έφεση - η οποία εστρέφετο τόσο εναντίον της καταδίκης όσο και εναντίον της ποινής - ότι: (α) η ομολογία δεν συνιστούσε στέρεο υπόβαθρο, πάνω στην οποία μπορούσε να στηριχθεί η καταδίκη σε τόσο σοβαρές κατηγορίες, (β) η λακωνικότητα του περιεχομένου της δήλωσης, ήταν πρόσθετος παράγων που αποδυνάμωνε την αποδεικτική της αξία και (γ) η μαρτυρία μάρτυρα κατηγορίας, η οποία είχε απορριφθεί, ενίσχυε την εκδοχή του εφεσείοντος και έπρεπε να γίνει πιστευτή.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Η καταδίκη που στηρίζεται σε προφορική ομολογία δεν είναι κατ’ ανάγκη ανασφαλής ή μη ικανοποιητική. Δεν συνάγεται ως θέμα αρχής από την αγγλική νομολογία ότι η προφορική ομολογία ενοχής δεν είναι αρκετή για να οδηγήσει σε καταδίκη. Στο δικό μας σύστημα δεν έχουμε απολυτοποιήσει στον ύψιστο βαθμό την αξία της. Είναι θέμα πραγματικό που συναρτάται με τις περιστάσεις κάθε υπόθεσης και άπτεται των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της δίκαιης δίκης.

2.  Το Κακουργιοδικείο δεν παρέλειψε να ελέγξει κατά πόσο η επίμαχη δήλωση ήταν αληθινή και να επισημάνει τα δεδομένα που την επαλήθευαν.

3.  Η λακωνικότητα δεν αποτελεί μειονέκτημα εφόσον η δήλωση δεν επιδέχεται αμφισβητήσεις.

4.  Δεν υπάρχει κανόνας δικαίου για αποκλεισμό προφορικής δήλωσης ενοχής που γίνεται μετά από γραπτή κατάθεση στην αστυνομία, η οποία συνιστούσε ομολογία. Εκείνο που έχει σημασία είναι η θεληματικότητα της κατάθεσης. Είναι δε σημαντικό ότι η μαρτυρία την οποία το Εφετείο καλείται να θεωρήσει διαβλητή για σκοπούς καταδίκης, δόθηκε αδιαμαρτύρητα, χωρίς ένσταση και χωρίς αντεξέταση.

5.  Είναι προνόμιο του Δικαστηρίου να μην αποδειχθεί μαρτυρία της κατηγορίας που κρίνει αναξιόπιστη. Το Κακουργιοδικείο στην απόφασή του αιτιολόγησε τους λόγους απόρριψης της μαρτυρίας αυτής.

[*168]Δεν έχει θεμελιωθεί λόγος για ακύρωση της απόφασης.  Η έφεση τόσο κατά της καταδίκης όσο και κατά της ποινής, ως έκδηλα υπερβολικής, πρέπει να απορριφθούν.

Η έφεση απορρίφθηκε.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Mixis v. Republic (1962) C.L.R. 111,

Chronias v. Police (1962) C.L.R. 304,

Ιακώβου ν. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 211,

Woodage v. Moss [1974] 1 All E.R. 584,

Sullivan v. Earl of Caithness [1976] 1 All E.R. 844,

Hall v. Cotton [1986] 3 All E.R. 332,

R. v. Sfongaras 22 C.L.R. 13,

Volettos v. Republic (1961) C.L.R. 169,

Μάρτιν ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (1994) 2 Α.Α.Δ. 65,

R. v. Mallinson [1977] Crim. L. Rev. 161,

Vrakas α.ο. v. Republic (1973) 2 C.L.R. 139,

Psyllas v. Police (1979) 2 C.L.R. 224.

Έφεση εναντίον Καταδίκης και Ποινής.

Έφεση από τον κατηγορούμενο εναντίον της καταδίκης και ποινής, ο οποίος βρέθηκε ένοχος από το Μόνιμο Κακουργιοδικείο Λάρνακας (Χατζηχαμπής, Π.Ε.Δ., Κολατσή Α.Ε.Δ., Γιασεμής Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 11876/98), στις κατηγορίες μεταφοράς πυροβόλου όπλου, κατοχής πυροβόλου όπλου και κατοχής εκρηκτικών υλών και στον οποίο επιβλήθηκαν συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 4 ετών.

Μ. Σταματάρης με την κα Μ. Κυπριανίδου, για τον Εφεσείοντα.

[*169]Μ. Παπαϊωάννου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv.vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Σ. Νικήτας.

ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Στις 8/8/98 διαρρήχθηκε το σπίτι του Γεώργιου Χ”Χρήστου (Μ.Κ.8) στη Λάρνακα. Και κλάπηκε από αυτό ένα στρατιωτικό τυφέκιο τύπου G3, 200 σφαίρες διαμετρήματος 7,62 και άλλο στρατιωτικό υλικό, που φύλαγε σε ένα ερμάρι. Όλα αυτά είχαν χορηγηθεί στο μάρτυρα νόμιμα από την Εθνική Φρουρά.  Η διάρρηξη καταγγέλθηκε την επομένη στην Αστυνομία, της οποίας οι έρευνες οδήγησαν στη σύλληψη του εφεσείοντα στις 12/8/98.  Τελικά ο εφεσείων κατηγορήθηκε για τη διάρρηξη και κλοπή μπροστά σε Κακουργιοδικείο. Προσάφθηκαν εναντίον του και 3 άλλες κατηγορίες για κατοχή και μεταφορά του παραπάνω όπλου και για κατοχή εκρηκτικών υλών. Ο εφεσείων αρνήθηκε στο σύνολο του το κατηγορητήριο.

Σε κάποιο στάδιο της ακροαματικής διαδικασίας η κατηγορία για διάρρηξη και κλοπή αποσύρθηκε. Ας σημειωθεί εδώ ότι στην πόρτα που παραβιάστηκε, για να πετύχει είσοδο στο σπίτι ο διαρρήκτης, βρέθηκαν δακτυλικά αποτυπώματα κάποιου προσώπου γνωστού του μάρτυρα Χ”Χρήστου, που επισκεπτόταν συχνά τον τελευταίο.  Και γνώριζε πως είχε το όπλο. Ο εφεσείων, στο τέλος της ημέρας, βρέθηκε ένοχος στις υπόλοιπες τρεις κατηγορίες.  Του επιβλήθηκε φυλάκιση 4 χρόνων για  κατοχή του G3, η ίδια ποινή για τη μεταφορά του, ενώ στην τελευταία καταδικάστηκε σε 3 χρόνια.  Οι ποινές ορίστηκε να συντρέχουν. Ολόκληρη η απόφαση του δικαστηρίου, τόσο η καταδίκη όσο και η ποινή, εφεσιβάλλονται.  Θα αναφερθούν οι λόγοι, αφού δώσουμε σε αδρές γραμμές το ιστορικό, όπως προκύπτει από αναμφισβήτητες μαρτυρίες, επισημαίνοντας, όπου υπάρχει, τη διαφορετική εκδοχή.

Την επομένη της σύλληψης του - και ενώ ήταν υπό κράτηση σε αστυνομικό σταθμό - επισκέφθηκαν τον εφεσείοντα δύο αστυνομικοί (οι Μ.Κ.1 και 6)  και του πήραν κατάθεση.  Ο εφεσείων, που υπερασπιζόταν από δικηγόρο, ενέστη στην προσαγωγή της κατάθεσης ως μαρτυρίας. Ύστερα από δίκη εντός δίκης, το πρωτόδικο δικαστήριο αποφάσισε να μην τη δεχθεί. Μια με μιάμιση ώρα μετά [*170]τη λήψη της κατάθεσης ο εφεσείων, με τους δύο αστυνομικούς, ύστερα από πρόταση του πρώτου, πήγαν στη Λεμεσό. Ήθελε να τους παραδώσει ένα πιστόλι και εξαρτήματα του G3 που, όπως επίσης τους είπε, αντάλλαξε με το G3. Σε συγκεκριμένο τόπο όπου τους οδήγησε, στα Πολεμίδια, οι αστυνομικοί πράγματι βρήκαν ένα πιστόλι και μια σφαιροθήκη με 9 σφαίρες. Η απάντηση του εφεσείοντα, όταν του επιστήθηκε η προσοχή του στο νόμο, ήταν “εν τούτο που αντάλλαξα με το G3”. Σε άλλο μέρος, πάλιν ύστερα από υπόδειξη του εφεσείοντα, βρέθηκε σφαιροθήκη με 18 σφαίρες και άλλες 142 σφαίρες. Επίσης ξιφολόγχη και διάφορα στρατιωτικά είδη.

Αξίζει να σταματήσουμε για να σημειώσουμε πως η παραπάνω μαρτυρία, περιλαμβανομένης της δήλωσης του εφεσείοντα, αφέθη να δοθεί χωρίς καμιά ένσταση από μέρους του εφεσείοντα.  Είναι δε παραδεκτό ότι όλα τα ανευρεθέντα κατά το ταξίδι στα Πολεμίδια είναι τα αντικείμενα που προσκομίστηκαν στο δικαστήριο και έγιναν τεκμήρια. Θα προσθέταμε εδώ ότι το G3 είχε ανευρεθεί στις 15/8/98 από το λοχία της Αστυνομίας Χρυσάνθου, Μ.Κ.5, στην περιοχή του χωριού Ερήμη μαζί με σφαιροθήκη με 15 σφαίρες και ένα κουτί με 20 σφαίρες. Αυτό κατέστη δυνατό μετά από πληροφορίες, που έδωσε άγνωστο πρόσωπο στην Αστυνομία.

Μεταξύ των μαρτύρων της κατηγορίας ήταν και κάποιος Χριστάκης Ανθίας με τον οποίο το 1998, μέχρι τον Ιούλιο του χρόνου εκείνου, ο εφεσείων διατηρούσε λέσχη στη Λάρνακα. Θα σταθούμε για λίγο στη μαρτυρία του. Σε αυτή στηρίχθηκε ένα από τα κύρια επιχειρήματα του εφεσείοντα. Η μαρτυρία του λοιπόν είναι ότι από φιλία, ουσιαστικά, προς το μάρτυρα Χ”Χρήστου προθυμοποιήθηκε να βοηθήσει στην εξιχνίαση της κλοπής και την ανεύρεση του G3. Γιαυτό και έστειλε σχετικό μήνυμα στον υπόκοσμο της Λάρνακας. Είναι περαιτέρω η μαρτυρία του ότι η προσπάθεια απέδωσε και ότι κάποιος, που δεν ονόμασε, τον οδήγησε, στις 12/8/98 στα Πολεμίδια, ύστερα από συνεννόηση μεταξύ τους, στον τόπο που ήταν κρυμμένο το πιστόλι. Και ακολούθως σε άλλο μέρος όπου βρέθηκε το στρατιωτικό υλικό.

Συνεχίζοντας ο μάρτυς ανέφερε ότι, όταν επέστρεψε στη Λάρνακα, ενεργώντας με οδηγίες των δύο αστυνομικών, που τον συνάντησαν στο μεταξύ, κάλεσε τον εφεσείοντα  από τηλεφώνου να μεταβεί στη Λάρνακα. Προφασιζόμενος πως τον ήθελε για να ανοίξουν ένα χρηματοκιβώτιο. Κοινός στόχος ήταν η παγίδευση του. [*171]Όταν έφτασε ο εφεσείων, καταδιώχθηκε από τους αστυνομικούς, αλλά διέφυγε. Στη συνέχεια ο μάρτυς τον συνάντησε στη Λεμεσό και τον συνόδευσε στα Πολεμίδια, όπου ο μάρτυς έδειξε στον εφεσείοντα τους δύο χώρους, που ήταν το πιστόλι και το στρατιωτικό υλικό.

Φαίνεται πως πάνω σε αυτή τη μαρτυρία (που τελικά απέρριψε το πρωτόδικο δικαστήριο) κτίστηκε η υπεράσπιση. Ο εφεσείων κατέθεσε από το εδώλιο αρνούμενος ενοχή. Παραδέχθηκε το επεισόδιο με τους αστυνομικούς, αλλά πρόσθεσε ότι η γνώση του για το μέρος που ήταν τα τεκμήρια προήλθε από τον Ανθία. Επανέλαβε στο σημείο αυτό ότι μετά την καταδίωξή του, ο Ανθίας τον πήρε στα Πολεμίδια και του έδειξε πού ήταν κρυμμένα τα αντικείμενα για τα οποία κατηγορήθηκε ο ίδιος. Παραδέχθηκε ακόμη πως είπε στους αστυνομικούς ότι αντάλλαξε το πιστόλι με το όπλο G3, αλλά έσπευσε να προσθέσει ότι το έπραξε ύστερα από υπόσχεση τους ότι θα τον άφηναν ελεύθερο αν τους αποκάλυπτε τον κλέφτη του όπλου, πράγμα που έκαμε.

Στην απόφαση του το Κακουργιοδικείο επεσήμανε ότι η κύρια και αποφασιστική μαρτυρία εναντίον του εφεσείοντα ήταν η ομολογία του, δηλαδή, η προφορική δήλωση του ότι αντάλλαξε το πιστόλι με το στρατιωτικό όπλο. Αναφέρθηκε επίσης στις συνθήκες που περιέβαλλαν την ομολογία. Ακολούθως το Κακουργιοδικείο ενδιέτριψε στην έννοια του όρου “κατοχή”. Η εντρύφηση του περιλαμβάνει τις υποθέσεις Mixis v. Republic (1962) C.L.R. 111, Chronias v. Police (1962) C.L.R. 304 και Ιακώβου ν. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 211. Και επεκτάθηκε στις αγγλικές αποφάσεις Woodage v. Moss [1974] 1 All E.R. 584, Sullivan v. Earl of Caithness [1976] 1 All E.R. 844, Hall v. Cotton [1986] 3 All E.R. 332.

Δεν είναι όμως αυτή η πτυχή, η θεώρηση, δηλαδή, της κατοχής που βάλλεται. Τα παράπονα εστιάζονται πρώτα στην ίδια την ομολογία η οποία, κατά το δικηγόρο του εφεσείoντα, δεν ήταν στέρεο υπόβαθρο, πάνω στην οποία μπορούσε να στηριχθεί η καταδίκη σε τόσο σοβαρές κατηγορίες. Η λακωνικότητα του περιεχομένου της δήλωσης, ήταν πρόσθετος παράγων που αποδυνάμωνε την αποδεικτική της αξία.

Το επιχείρημα που αφορά την προφορική ομολογία έχει και μια δεύτερη όψη.  Κατά το συνήγορο αυτή συνδέεται με τη γραπτή κατάθεση που δόθηκε προηγουμένως.  Το δικαστήριο είχε αμφιβολίες [*172]αν η κατάθεση εκείνη δόθηκε θεληματικά και την απέκλεισε.  Ο κύριος λόγος ήταν η παρουσία των δύο αστυνομικών, που δεν ήταν οι ανακριτές της υπόθεσης, στον τόπο κράτησης του εφεσείοντα και η λήψη κατάθεσης χωρίς να ειδοποιηθεί ο αρμόδιος ανακριτής. Έτσι ούτε στην προφορική ομολογία έπρεπε να δώσει πίστη το δικαστήριο. Δεν μπορούσαν να αρθούν οι αμφιβολίες του ως προς τη θεληματικότητα και αυτής της δήλωσης.  Πέρα από αυτά ήταν μια λακωνική δήλωση χωρίς λεπτομέρειες, που τελικά κατάντησε να είναι αόριστη.

Ο άλλος ουσιαστικός λόγος έφεσης - που είναι και ο τελευταίος - αφορά τη μαρτυρία του Ανθία. Ο συνήγορος, αφού υπενθύμισε πως πρόκειται για μάρτυρα κατηγορίας, υπέβαλε πως το Κακουργιοδικείο απέρριψε, χωρίς αποχρώντα λόγο, τη μαρτυρία του. Είναι όμως μαρτυρία που ενισχύει την εκδοχή του εφεσείοντα και έπρεπε να είχε γίνει πιστευτή.

Η ομολογία ενοχής έχει αποκληθεί η βασιλίδα των μαρτυριών.  Στο σύστημα όμως που διέπει την ποινική μας δίκη δεν έχουμε απολυτοποιήσει στον ύψιστο αυτό βαθμό την αξία της. Είναι θέμα πραγματικό που συναρτάται με τις περιστάσεις κάθε υπόθεσης. Έστω και αν γίνει αποδεκτή η ομολογία και ενταχθεί στον κορμό της μαρτυρίας, το δικαστήριο, στο τέλος, προβληματίζεται για την αλήθεια του περιεχομένου της και φυσικά για το κατά πόσο οδηγεί σε ασφαλή συμπεράσματα ενοχής. Η σχετική νομολογία μας, που αρχίζει από τις παλιές υποθέσεις R. v. Sfongaras 22 C.L.R. 13 και Volettos v. Republic (1961) C.L.R. 169, τηρεί σταθερή γραμμή στο θέμα αυτό. Είναι ζήτημα που άπτεται των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της δίκαιης δίκης. Πρόσφατη επικύρωση είχαμε στην Mάρτιν v. Δημοκρατίας (αρ. 2) (1994) 2 Α.Α.Δ. 65.

Στην υπόθεση R. v. Mallinson [1977] Crim. L. Rev. 161 διακηρύχθηκε ότι καταδίκη που στηρίζεται σε προφορική ομολογία δεν είναι κατ’ ανάγκη ανασφαλής ή μη ικανοποιητική. Η καταδίκη του κατηγορουμένου για κατοχή ναρκωτικών με σκοπό την εμπορία τους στηρίχθηκε κυρίως στις προφορικές παραδοχές ενοχής.  Το αγγλικό εφετείο τόνισε πως δε συνάγεται, ως θέμα αρχής, από τη νομολογία ότι η προφορική ομολογία ενοχής δεν είναι αρκετή για να οδηγήσει σε καταδίκη. 

Αξίζει να μεταφέρουμε τη σύνοψη της υπόθεσης:

“Held, as to that ground, there was no principle to be gathered from [*173]the authorities, of universal or general application, that a convinction wholly or mainly resting on evidence of an oral confession could never be safe or satisfactory. It must in every case be a question to be decided on the particular facts.”

To παραπάνω κείμενο μπορεί να αποδοθεί ως εξής στα ελληνικά:

“Αποφασίστηκε, αναφορικά με το λόγο εκείνο, ότι δεν υπάρχει αρχή δικαίου που συνάγεται από τις αυθεντίες, καθολικής ή γενικής εφαρμογής, ότι καταδίκη η οποία εξολοκλήρου ή κυρίως βασίζεται σε μαρτυρία προφορικής ομολογίας δε θα μπορούσε ποτέ να είναι ασφαλής ή ικανοποιητική. Πρέπει σε κάθε περίπτωση να αποτελεί θέμα πραγματικό που αποφασίζεται στο πλαίσιο των ιδιαίτερων περιστατικών της.”

Το όλο θέμα παρουσιάζεται σε σχόλιο που ακολουθεί στην ίδια σελίδα. Το παραθέτουμε για τη λακωνική πυκνότητα του:

“Commentary. It has been said that “when a confession is well proved it is the best evidence that can be produced”: Baldry [1852] 1 Den 430, per Erle J. Scepticism about the reliability of confessions has increased in modern times but it remains true that a truly voluntary confession may be cogent evidence of guilt.  Like other types of evidence, its value may vary greatly according to the circumstances and, if serious doubt is cast on the reliability of a confession, conviction based on that alone would no doubt, be regarded as unsafe and unsatisfactory.  It is only in exceptional cases that English law requires corroboration of particular types of evidence and confessions have never been held to require corroboration either by law or practice.”

To μεταφράζουμε:

“Έχει λεχθεί ότι “όταν μια ομολογία αποδεικνύεται σωστά αυτό αποτελεί την καλύτερη μαρτυρία που μπορεί να προσαχθεί”:  Baldry [1852] 1 Den 430, από τον Erle, Δ.  Ο σκεπτικισμός αναφορικά με την αξιοπιστία ομολογιών ενοχής έχει ενταθεί τη σημερινή εποχή αλλά εξακολουθεί να είναι αλήθεια ότι μια πραγματικά εκούσια κατάθεση δυνατό να συνιστά πειστική μαρτυρία ενοχής. Όπως άλλες μορφές μαρτυρίας η αξία της μπορεί να κυμαίνεται σε μεγάλο βαθμό ανάλογα με τις περιστάσεις, και αν υπάρχουν σοβαρές αμφιβολίες αναφορικά με την αξιοπιστία της, [*174]καταδίκη που βασίστηκε μόνο σ’ αυτήν, θα μπορούσε αναμφίβολα, να θεωρηθεί επισφαλής ή μη ικανοποιητική. Είναι μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις που το αγγλικό δίκαιο απαιτεί ενίσχυση ιδιαίτερων μορφών μαρτυρίας αλλά ουδέποτε αποφασίστηκε ότι οι ομολογίες χρειάζονται ενισχυτική μαρτυρία είτε ως θέμα νόμου είτε ως θέμα πρακτικής.”

Το Κακουργιοδικείο δεν παρέλειψε να θέσει το ερώτημα αν η επίμαχη δήλωση ήταν αληθινή. Και στην εκκαλούμενη απόφαση του επεσήμανε τα δεδομένα που την επαλήθευαν. Συγκεκριμένα την προηγούμενη προφορική εισήγηση του εφεσείοντα στους αστυνομικούς να μεταβούν στη Λεμεσό. Και την ανεύρεση στους τόπους που υπέδειξε του πιστολιού, των σφαιρών και του παράνομου υλικού, που τους προανάγγειλε. Όπως εύστοχα παρατηρεί η πρωτόδικη απόφαση τα δεδομένα αυτά:

“.....εύγλωττα και πραγματικά πλέον δείχνουν τη γνώση και την εμπλοκή του με αυτά ώστε οι δηλώσεις του να μην είναι γυμνές και απομονωμένες αλλά να προσλαμβάνουν σημασία και βαρύτητα. Οι υποδείξεις αυτές, για τις οποίες έχουμε απορρίψει την εκδοχή ότι ο κατηγορούμενος απλώς γνώριζε για τα ανευρεθέντα μέσω του Ανθία συνιστούν ξεκάθαρη ενίσχυση της αλήθειας των δηλώσεων του.”

Η λακωνικότητα δεν αποτελεί μειονέκτημα. Είναι συνώνυμη με τη σαφήνεια. Εδώ η δήλωση δεν επιδέχεται αμφισβητήσεις, όπως εισηγήθηκε ο συνήγορος. Ιδιαίτερα αν ληφθούν υπόψη οι περιστάσεις που την πλαισιώνουν, οι οποίες μόλις έχουν αναφερθεί.  Ούτε το πρωτόδικο δικαστήριο είχε ταλαντεύσεις.

Αναφορικά με το δεύτερο σημείο ότι η προφορική ομολογία, που ακολούθησε τη γραπτή κατάθεση - ομολογία για τα τρία αδικήματα - έπρεπε κατ’ ανάγκη να αποκλεισθεί, μας διαφωτίζει η Pantelis Vrakas & Another v. The Republic (1973) 2 C.L.R. 139.  Στην υπόθεση επέσυρε την προσοχή μας η δικηγόρος της Δημοκρατίας. Υποδείχθηκε εκεί ότι δεν υπάρχει κανόνας δικαίου που υπαγορεύει αποκλεισμό προφορικής δήλωσης ενοχής που γίνεται μετά από γραπτή κατάθεση στην αστυνομία, η οποία συνιστούσε ομολογία (βλ. σελ. 193). Τονίστηκε ότι εκείνο που έχει σημασία είναι η θεληματικότητα της κατάθεσης. Το ίδιο ισχύει και εδώ.  Είναι δε σημαντικό ότι η παραπάνω μαρτυρία, που κληθήκαμε να θεωρήσουμε διαβλητή για σκοπούς καταδίκης, δόθηκε αδιαμαρτύρητα, χωρίς [*175]ένσταση και χωρίς αντεξέταση. Αναφορικά με τη σημασία της ένστασης παραπέμπουμε στην υπόθεση Psyllas v. The Police (1979) 2 C.L.R. 224.

Θα στρέψουμε τώρα την προσοχή μας στο τελευταίο θέμα.  Το Κακουργιοδικείο απέρριψε την εκδοχή του εφεσείοντα σαν σκέψη εκ των υστέρων. Αναφορικά με τον Ανθία έδωσε πολύ καλούς λόγους γιατί δεν τον πίστεψε. Είναι αδιάφορο αν ο Ανθίας ήταν μάρτυρας της κατηγορίας.  Είναι προνόμιο του δικαστηρίου, κατά την εκτέλεση της αποστολής του, να μην αποδεχθεί μαρτυρία της κατηγορίας που κρίνει αναξιόπιστη. Και να βασισθεί σε άλλη που θεωρεί πειστική.

Παραθέτουμε το σχόλιο του Κακουργιοδικείου για τη μαρτυρία Ανθία, που περιέχει και τους λόγους απόρριψης της μαρτυρίας του:

“..Το ίδιο ισχύει για τον Ανθία. Χωρίς να παραγνωρίζουμε ότι είναι μάρτυρας κατηγορίας, ούτε έχει κηρυχθεί εχθρικός, εν τούτοις δεν μπορούμε να δεχθούμε τη μαρτυρία του ως ορθή.  Αν, όπως είναι η θέση του, είχε μεριμνήσει για την ανεύρεση του G3 και γνώριζε που ήσαν τα στρατιωτικά είδη που εκλάπησαν με αυτό, καθώς και το πιστόλι, τα οποία και υπέδειξε στον κατηγορούμενο, γιατί δεν είχε πληροφορήσει για αυτά τους Κυριάκου και Μαυρή αφού, όπως λέγει, συνεργάστηκε μαζί τους για να παγιδεύσει τον κατηγορούμενο; Και ποιό λόγο είχε να υποδείξει στον κατηγορούμενο τα εν λόγω στρατιωτικά είδη και το πιστόλι; Η εξήγηση που δόθηκε από τον κατηγορούμενο ότι αυτό το έκανε για να τον πιστέψει ο κατηγορούμενος και να του έχει εμπιστοσύνη δεν πείθει. Ούτε ικανοποιεί η αναφορά του ότι στις 12.8.1998 είχε μεταβεί στη Λεμεσό όπου κάποιος, τον οποίο δεν αποκάλυψε, τον οδήγησε και του έδειξε τους χώρους στους οποίους ήσαν κρυμμένα τα ανευρεθέντα τεκμήρια και ότι αυτός με τη σειρά του τους υπέδειξε στον κατηγορούμενο. Όλα αυτά είναι πολύ εξωπραγματικά και αόριστα για να γίνουν πιστευτά.”

Τι άλλο να πει κανείς παρά ότι όσα είπε ο μάρτυς Ανθίας μοιάζουν με παραμύθι.

Κανένας λόγος δεν έχει θεμελιωθεί για ακύρωση της απόφασης. Η έφεση κατά της καταδίκης απορρίπτεται.

[*176]Την υπερβολή στην ποινή ο κ. Σταματάρης εντόπισε σε δύο σημεία: Πρώτον, ότι ο εφεσείων είχε επαφή με το G3 για περιορισμένη χρονική διάρκεια μεταξύ 8/8 που κλάπηκε μέχρι την ανεύρεση του στις 15/8. Και, δεύτερον, ότι το Κακουργιοδικείο δεν εκτίμησε τα θέματα υγείας του εφεσείοντα στις σωστές τους διαστάσεις. Ως προς το πρώτο, το δικαστήριο είχε υπόψη του τα γεγονότα. Δεν βλέπουμε πως η διάρκεια είχε εδώ σημασία, αν μάλιστα ληφθεί υπόψη η τροπή που πήρε η υπόθεση με την ανταλλαγή.

Ως προς το δεύτερο, όπως ρητά αναφέρει το πρωτόδικο δικαστήριο, έδωσε τη δέουσα βαρύτητα στα ιατρικά προβλήματα του εφεσείοντα. Πάσχει από μεσογειακή αναιμία που συνεπάγεται συχνή μετάγγιση αίματος και χρειάζεται καθημερινά αποσιδήρωση.  Δεν πρέπει όμως να ξεχνάμε ότι η ανώτατη ποινή για την παράνομη κατοχή όπλων είναι 15 χρόνια, ενώ για τη μεταφορά τους είναι η ισόβια φυλάκιση.

Ένα πράγμα που πρέπει να αντιληφθεί ο εφεσείων είναι ότι δεν μπορεί να προβάλλει αυτά τα θέματα της υγείας του κάθε φορά που παρανομεί. Και να αναμένει γιαυτό επιείκεια. Βαρύνεται με δύο προηγούμενα σοβαρής μορφής. Την πρώτη φορά για διάρρηξη και κλοπή. Του δόθηκε η ευκαιρία να αλλάξει συμπεριφορά και να συνετισθεί, αφού έτυχε ήπιας μεταχείρισης.  Καταδικάστηκε σε πρόστιμο και υπέγραψε εγγύηση (το 1994). Το 1997 φυλακίστηκε για 18 μήνες για διάρρηξη και κλοπή καταστήματος, πλαστογραφία και άλλα ομοειδή αδικήματα.

Δεν έχουμε διαγνώσει κανένα αντικειμενικό στοιχείο υπερβολής στην καταγνωσθείσα ποινή. Δε δικαιολογείται επέμβαση μας. Η έφεση κατά της ποινής κρίνεται επίσης αβάσιμη και απορρίπτεται.

Η έφεση απορρίπτεται.

 


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο