(2000) 2 ΑΑΔ 186
[*186]27 Μαρτίου, 2000
[ΠΙΚΗΣ, Π., ΗΛΙΑΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]
ΚΥΠΡΙΑΚΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ,
Εφεσείοντες,
v.
ΠΑΜΠΟΥ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ,
Εφεσιβλήτου.
(Ποινική Έφεση Αρ. 6679)
Απόδειξη ― Παραδεκτά γεγονότα ― Ποία η σημασία και η διάσταση των δυνάμει του Άρθρου 19(1) του περί Αποδείξεως Νόμου (όπως διαμορφώθηκε με το Νόμο 86/86), παραδεκτών γεγονότων.
Στην υπόθεση αυτή ο κατηγορούμενος-εφεσίβλητος αντιμετώπιζε κατηγορία παράλειψης συμμόρφωσης προς ενδιάμεσο διάταγμα του Δικαστηρίου. Κατά την ακροαματική διαδικασία δηλώθηκε ως παραδεκτό γεγονός ότι το εν λόγω ενδιάμεσο διάταγμα είχε δεόντως εκδοθεί και επιδοθεί στον κατηγορούμενο.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι το ενδιάμεσο διάταγμα δημιουργούσε ασάφεια και αμφιβολία ως προς το πρόσωπο εναντίον του οποίου εστρέφετο και αθώωσε τον κατηγορούμενο.
Οι εφεσείοντες εφεσίβαλαν την αθωωτική απόφαση.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Είναι απόλυτα καθαρό ότι το διάταγμα εστρέφετο κατά του εφεσίβλητου, εναντίον του οποίου και μόνο είχε καταχωρηθεί η υπόθεση στην οποία ελήφθη.
2. Το παραδεκτό γεγονός ότι το διάταγμα εξεδόθη δεόντως αναιρούσε την ενδεχόμενη παρέκκλιση του διατάγματος από τους θεσμούς, όπως είχε κρίνει στην ενδιάμεση απόφασή του το πρωτόδικο Δικαστήριο.
[*187]3. Αποδοχή γεγονότος δυνάμει του Άρθρου 19(1) του περί Αποδείξεως Νόμου (όπως αυτό διαμορφώθηκε με το Νόμο 86/86) “θα αποτελεί δεσμευτικήν απόδειξην εναντίον του εν λόγω μέρους εις την διαδικασίαν εις ην το αποδεκτόν γεγονός αφορά”.
4. Η αποδοχή λοιπόν του γεγονότος ότι το διάταγμα εξεδόθη δεόντως δεν μπορούσε να συνάδει με την παράλληλη κατάθεση, ως τεκμηρίου, του διατάγματος το οποίο ενδεχόμενα να την αναιρούσε.
Η έφεση επιτράπηκε με έξοδα. Διατάχθηκε η επανεκδίκαση της υπόθεσης.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 444,
Αντρέα ν. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 498.
Έφεση εναντίον Αθωωτικής Απόφασης.
Έφεση από τον Κυπριακό Οργανισμό Τουρισμού εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Ιωαννίδης, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση�Αρ. 21602/98), ημερομηνίας 15/2/99, με την οποία ο εφεσίβλητος αθωώθηκε σε κατηγορία παράλειψης συμμόρφωσης προς ενδιάμεσο διάταγμα του Δικαστηρίου σε ποινική υπόθεση, το οποίο διέτασσε την αναστολή της λειτουργίας του κέντρου “Βερμούδες”.
Π. Πετράκης, για τους Εφεσείοντες.
Κ. Καλλής, για τον Εφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΠΙΚΗΣ, Π.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο δικαστής Δ. Χατζηχαμπής.
ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Η έφεση προσβάλλει την απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας με την οποία ο Εφεσίβλητος αθωώθηκε σε κατηγορία παράλειψης συμμόρφωσης προς ενδιάμεσο διάταγμα του δικαστηρίου σε ποινική υπόθεση το οποίο διέτασσε την αναστολή της λειτουργίας του κέντρου “Βερμούδες”. Η εν λόγω ποινική υπόθεση είχε καταχωρηθεί επίσης από τον Εφεσείοντα Κυ[*188]πριακό Οργανισμό Τουρισμού εναντίον του Εφεσίβλητου και το ενδιάμεσο διάταγμα εξασφαλίσθηκε στις 18.2.1998. Κατά την ακρόαση της δεύτερης ποινικής υπόθεσης για παρακοή του διατάγματος δεν εδόθη μαρτυρία παρά μόνο έγιναν τα ακόλουθα παραδεκτά γεγονότα:
1. Ότι το ενδιάμεσο διάταγμα έχει δεόντως εκδοθεί και επιδοθεί στον κατηγορούμενο, και
2. Ότι ο κατηγορούμενος λειτουργούσε το κέντρο “Βερμούδες” κατά την ημερομηνία που αναφέρεται στο κατηγορητήριο.
Ενώπιον του δικαστηρίου ήταν επίσης το ενδιάμεσο διάταγμα το οποίο διέτασσε όπως “ο Καθ’ ων η Αίτηση Διευθυντής και/ή ιδιοκτήτης του Κέντρου “ΒΕΡΜΟΥΔΕΣ” και/ή οι υπηρέτες του και/ή αντιπρόσωποι του σταματήσουν και/ή αναστείλουν και διά του παρόντος εμποδίζονται από του να συνεχίσουν την λειτουργία του κέντρου “ΒΕΡΜΟΥΔΕΣ” μέχρι ακροάσεως και τελείας αποπερατώσεως της υπό τον ως άνω αριθμόν και τίτλον ποινικής υποθέσεως, εκτός εάν ο Καθ’ ου η Αίτηση εμφανισθεί ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου κατά την 12.3.98 και ώρα 8.30 π.μ. και δείξει λόγον γιατί το παρόν διάταγμα να μην εξακολουθήσει να ισχύει.” Η δε οπισθογράφηση του διατάγματος εδιάβαζε: “Εάν εσύ ο ως άνω Καθ’ ου η Αίτηση αμελήσεις να υπακούσεις εις την ως άνω Διαταγή εσύ μεν υπόκεισθε εις σύλληψιν η δε περιουσία σου εις κατάσχεσιν.”
Η εφεσιβαλλόμενη αθωωτική απόφαση, υιοθετώντας σχετική εισήγηση της Υπεράσπισης, βασίσθηκε στο ότι το διάταγμα, όπως ήταν διατυπωμένο, δεν συσχέτιζε επαρκώς τον Εφεσίβλητο προς τον Καθ’ ου η Αίτηση Διευθυντή ή Ιδιοκτήτη του κέντρου στον οποίο αφορούσε το διάταγμα, δημιουργώντας έτσι ασάφεια και αμφιβολία ως προς το πρόσωπο εναντίον του οποίου εστρέφετο το διάταγμα. Στην ενδιάμεση απόφαση του, με την οποία είχε διαπιστώσει ότι υπήρχε εκ πρώτης όψεως υπόθεση, το δικαστήριο απέρριψε άλλη εισήγηση της Υπεράσπισης ότι το διάταγμα δεν είχε συνταχθεί σύμφωνα με τους θεσμούς καθ’ όσον δεν καθορίζετο ο χρόνος εντός του οποίου ο Εφεσίβλητος όφειλε να συμμορφωθεί με αυτό, θεωρώντας ότι οι θεσμοί δεν είχαν εφαρμογή.
Τα θέματα αυτά συζητήθησαν και ενώπιόν μας από τους ευπαιδεύτους συνηγόρους στις αγορεύσεις τους. Κατά το πέρας της ακρόασης ο κ. Καλλής προέβη και στην παρατήρηση ότι δεν υπήρχε μαρτυρία ότι κατά το χρόνο της ισχυριζόμενης παράλειψης συμμόρφω[*189]σης με το διάταγμα, δηλαδή στις 23.6.1998, στον οποίο αφορούσε η κατηγορία, το διάταγμα συνέχισε να ήταν εν ισχύι, καθ’ όσον είχε εκδοθεί ex parte και δεν προκύπτει από τα ενώπιον του δικαστηρίου στοιχεία ότι είχε ανανεωθεί στις 12.3.1998 που ορίσθηκε “επιστρεπτέο” ώστε να ήταν εν ισχύι στις 23.6.1998 - ή και, θα μπορούσε να λεχθεί, στις 26.3.1998 που αναφέρεται στο κατηγορητήριο ότι επεδόθη στον Εφεσίβλητο.
Όσον αφορά την ισχυριζόμενη ασάφεια του διατάγματος, δεν συμφωνούμε με τον ευπαίδευτο δικαστή, και διαπιστώνουμε έρεισμα στην έφεση. Είναι απόλυτα καθαρό ότι το διάταγμα εστρέφετο κατά του Εφεσίβλητου, εναντίον του οποίου και μόνον είχε καταχωρηθεί η υπόθεση στην οποία ελήφθη και ο οποίος ήταν ασφαλώς ο Καθ’ ου η Αίτηση περιγραφόμενος απλώς ως διευθυντής ή ιδιοκτήτης του κέντρου. Από το σύνολο του διατάγματος προκύπτει τόσο ως θέμα ερμηνείας όσο και ως θέμα λογικής συνέπειας ότι ο Εφεσίβλητος ήταν και ο μόνος προς τον οποίο απευθύνετο το διάταγμα.
Όσον αφορά την ισχυριζόμενη παρέκκλιση από τους θεσμούς στη σύνταξη του διατάγματος, αλλά και το κατά πόσο το διάταγμα συνέχιζε να ήταν σε ισχύ κατά την ημέρα που αναφέρεται στην κατηγορία, το πράγμα θα ήταν επίσης καθαρό σε συνάρτηση προς τα παραδεκτά γεγονότα. Το παραδεκτό γεγονός ότι το διάταγμα είχε “δεόντως” εκδοθεί και επιδοθεί στον εφεσίβλητο καλύπτει πλήρως τόσο τη νομιμότητα του διατάγματος σε αναφορά προς τη δέουσα συμμόρφωση προς τους θεσμούς, καθ’ όσον ορίζεται ότι είχε δεόντως εκδοθεί, όσο και τη νομιμότητα του διατάγματος σε αναφορά προς την ισχύ του, καθ΄όσον ορίζεται ότι είχε δεόντως επιδοθεί στον εφεσίβλητο, που εξυπακούει ότι ήταν σε ισχύ μετά την ημερομηνία που κατέστη “επιστρεπτέο”. Όμως, τα πράγματα δεν τελειώνουν εδώ. Εκτός των παραδεκτών γεγονότων αυτών, ενώπιον του δικαστηρίου ήταν και το ίδιο το διάταγμα. Υπήρχε έτσι σύγκρουση και αντίφαση μεταξύ της όλης μαρτυρίας που ήταν ενώπιον του δικαστηρίου, καθ’ όσον, αφ’ ενός μεν το διάταγμα αποκάλυπτε ενδεχόμενη παράλειψη συμμόρφωσης προς τους θεσμούς ως εκ της μη περίληψης πρόνοιας για το χρόνο εντός του οποίου ο Εφεσίβλητος όφειλε να συμμορφωθεί με αυτό, εφ’ ετέρου δε το παραδεκτό γεγονός ότι το διάταγμα εξεδόθη δεόντως αναιρούσε την παράλειψη αυτή. Το αποτέλεσμα αυτό δεν επέτρεπε την οποιαδήποτε κατάληξη εκ μέρους του δικαστηρίου αφού δεν ετίθετο θέμα επιλογής της μιας μαρτυρίας ως υπέρτερης της άλλης. Αποδοχή γεγονότος δυνάμει του άρθρου 19(1) του περί Αποδείξεως Νόμου (όπως αυτό διαμορφώθηκε με το Νόμο 86/86) “θα απο[*190]τελεί δεσμευτικήν απόδειξιν εναντίον του εν λόγω μέρους εις την διαδικασίαν εις ην το αποδεκτόν γεγονός αφορά”. Ούτε είναι δυνατή, ως εκ τούτου, η προσαγωγή μαρτυρίας αντιστρατευόμενης την τοιαύτη αποδοχή γεγονότος, εκτός αν η αποδοχή αποσυρθεί με την άδεια του δικαστηρίου όπως προνοείται στο άρθρο 19(4). Στην υπόθεση Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 444, τονίσθηκε η σημασία και η διάσταση των δυνάμει του άρθρου 19(1) παραδεκτών γεγονότων ως αναντίλεκτης μαρτυρίας, άρνηση των οποίων και προβολή αντιφατικής προς τούτα εκδοχής στη μαρτυρία θεωρήθηκε κατά συνέπεια ως προσφυγή στο ψεύδος για την αντιμετώπιση ενοχοποιητικών δεδομένων. Και στην υπόθεση Αντρέα ν. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 498, ο αποκλεισμός από το Δικαστήριο στο τέλος της ημέρας ως μη αποδεκτής μαρτυρίας κατάθεσης η οποία είχε γίνει αρχικά δεκτή ως παραδεκτό γεγονός προφανώς δυνάμει του άρθρου 19(1), ελέγχθηκε ως λανθασμένη. Όπως ελέχθη στη σ. 501:
Η ουσία του πράγματος έγκειται στο ότι, όταν ένα γεγονός καθίσταται παραδεκτό γεγονός δυνάμει του Νόμου 86/86, όπως η κατάθεση στην προκειμένη περίπτωση, τότε το παραδεκτό αυτό γεγονός αποτελεί όχι μόνο μέρος της μαρτυρίας ενώπιον του δικαστηρίου αλλά και αδιαμφισβήτητο γεγονός αναγόμενο ουσιαστικά σε δεδομένο, το οποίο έχει τέτοια σημασία που ακόμα και στην περίπτωση μαρτυρίας η οποία αντίκειται προς αυτό η μαρτυρία εκείνη να κρίνεται ανάλογα, όπως έχει τονιστεί και πρόσφατα στην Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 444..
Η αποδοχή λοιπόν του γεγονότος ότι το διάταγμα εξεδόθη δεόντως δεν μπορούσε να συνάδει με την παράλληλη κατάθεση, ως τεκμηρίου, του διατάγματος το οποίο ενδεχόμενα να την αναιρούσε.
Η διαμορφωθείσα κατάσταση προσδιορίζει και την τύχη της έφεσης, η οποία επιτυγχάνει και επιτρέπεται με έξοδα, της πρωτόδικης απόφασης παραμεριζομένης, με συνέπεια όμως να καθίσταται αναγκαία, ως εκ των ανωτέρω, η επανεκδίκαση της υπόθεσης, όπως και διατάσσεται.
Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα. Διατάσσεται η επανεκδίκαση της υπόθεσης.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο