Παναγιώτου Ευγένιος και Άλλος ν. Αστυνομίας (2000) 2 ΑΑΔ 191

(2000) 2 ΑΑΔ 191

[*191]27 Μαρτίου, 2000

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΗΛΙΑΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]

ΕΥΓΕΝΙΟΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ,

ΗΛΙΑΣ ΜΙΤΣΙΓΓΑΣ,

Εφεσείοντες,

v.

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

(Ποινικές Εφέσεις Αρ. 6739, 6740)

 

Ποινικός Κώδικας ― Παρεμπόδιση αστυνομικών οργάνων κατά τη νόμιμη εκτέλεση του καθήκοντος τους, κατά παράβαση του Άρθρου 244(β) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 ― Κοινή επίθεση κατά παράβαση του Άρθρου 242 του Ποινικού Κώδικα ―  Επίθεση προκαλούσα πραγματική σωματική βλάβη, κατά παράβαση του Άρθρου 243 του Ποινικού Κώδικα.

Απόδειξη ― Αντιφατική μαρτυρία ― Η εμβέλεια της αντίφασης στη μαρτυρία ως αναιρούσα την απόδειξη εκ πρώτης όψεως υπόθεσης είναι περιορισμένη ― Έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου στο στάδιο της εκ πρώτης όψεως υπόθεσης δεν είναι να προβεί σε λεπτομερή αξιολόγηση της αξιοπιστίας της μαρτυρίας, έργο που ανάγεται στο τελικό στάδιο όταν όλη η μαρτυρία είναι ενώπιον του.

Απόδειξη ― Αξιολόγηση μαρτυρίας ― Αποτελεί κατ’ εξοχήν έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου ― Προϋποθέσεις επέμβασης Εφετείου.

Εκδίκαση ποινικών υποθέσεων ― Αναβολή ακροάσεως ― Επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια του πρωτόδικου Δικαστηρίου ― Εφετείο δεν επεμβαίνει αν η ευχέρεια του πρωτόδικου Δικαστηρίου ασκήθηκε με δικαστικό τρόπο.

Δικαιώματα κατηγορουμένου ― Δίκαιη δίκη ― Κατά πόσο παραβιάσθηκε το δικαίωμα κατηγορουμένου για δίκαιη δίκη όταν απορρίφθηκε αίτημά της υπεράσπισης για αναβολή ώστε να εκλητεύοντο περαιτέρω [*192]μάρτυρες υπεράσπισης όπως και άλλο αίτημα για αναβολή για σκοπούς αγορεύσεων.

Ειδική ομάδα πέντε αστυνομικών επέδραμαν στο καφενείο του εφεσείοντα στην Έφεση 6740 Μίτσιγγα στην πόλη Χρυσοχούς για σκοπούς πάταξης κυβείας. Εκεί, σύμφωνα με τα ευρήματα του Δικαστηρίου, έλαβαν χώρα επεισόδια τα οποία οδήγησαν στη διάπραξη των αδικημάτων για τα οποία εκατηγορούντο οι κατηγορούμενοι.

Το Δικαστήριο κατέληξε στα ευρήματά του αποδεχόμενο τη μαρτυρία των μαρτύρων κατηγορίας και απορρίπτοντας εκείνη της υπεράσπισης.

Οι βασικοί λόγοι έφεσης αφορούν την αποτελεσματικότητα και την αξιολόγηση της μαρτυρίας. Ο πρώτος λόγος έφεσης ανάγεται στην ενδιάμεση απόφαση με την οποία διαπιστώθηκε η απόδειξη εκ πρώτης όψεως υπόθεσης ώστε οι εφεσείοντες να κληθούν να προβούν στην υπεράσπιση τους. Υποστηρίχθηκε συγκεκριμένα ότι η μαρτυρία ήταν αντιφατική, αναξιόπιστη και στερούμενη πειστικότητας ώστε να μη μπορεί να στηριχθεί σε αυτή η καταδίκη των εφεσειόντων.

Με το άλλο μέρος του πρώτου λόγου έφεσης προσβάλλεται η διαπίστωση ότι έχουν αποδειχθεί στο στάδιο της πρώτης όψεως υπόθεσης τα ουσιαστικά στοιχεία του αδικήματος.

Με το δεύτερο λόγο έφεσης προσβάλλεται ως εσφαλμένη η αξιολόγηση της μαρτυρίας που οδήγησε στην καταδίκη των εφεσείοντων. Προβάλλεται επίσης η θέση ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν δέχθηκε να κατατεθούν ως τεκμήρια φωτογραφίες, που ελήφθηκαν σε κάποια φάση του επεισοδίου.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Η αξιολόγηση της μαρτυρίας και της επακόλουθης αξιοπιστίας της, όπως και τα ανάλογα προκύπτοντα ευρήματα των γεγονότων, είναι κατ’ εξοχήν έργο του πρωτόδικου δικαστηρίου. Επέμβαση του Εφετείου χωρεί μόνον όπου η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου δεν θα μπορούσε λογικά να υποστηριχθεί επί της μαρτυρίας.

2.  Οι ισχυριζόμενες αντιφάσεις στη μαρτυρία της Αστυνομίας, δεν παρέχουν πεδίο παρέμβασης του Εφετείου στα πλαίσια της νομολογίας.

[*193]

3.  Η απόφαση για αποκλεισμό των φωτογραφιών δεν προέκυπτε από την ισχυριζόμενη λανθασμένη αξιολόγηση της μαρτυρίας αλλά είχε προηγηθεί αυτής ως απόφαση επί της δεκτότητας μαρτυρίας. Η δεκτότητα μαρτυρίας δεν προσβάλλεται όμως με την έφεση. Εν πάση όμως περιπτώσει ο αποκλεισμός των φωτογραφιών ούτε νομικά λανθασμένος ήταν ούτε καταδεικνύεται ότι επηρέασε το δικαίωμα των εφεσειόντων για δίκαιη δίκη.

4.  Δεν παραβιάσθηκε το δικαίωμα για δίκαιη δίκη ως αποτέλεσμα απόρριψης αιτήματος της υπεράσπισης για αναβολή ώστε να εκλητεύοντο περαιτέρω μάρτυρες υπεράσπισης επί του θέματος των φωτογραφιών, όπως και ακόλουθου αιτήματος της υπεράσπισης για αναβολή για σκοπούς αγορεύσεων.

5.  Το Εφετείο, κατά κανόνα, δεν επεμβαίνει στον τρόπο άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του κατώτερου δικαστηρίου να αναβάλει ή να μην αναβάλει την ακρόαση υπόθεσης.

Οι εφέσεις απορρίφθηκαν.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Practice Note [1962] 1 All E.R. 448,

R. v. Galbraith [1981] 73 Cr. App. R. 124,

Azinas v. Police (1981) 2 C.L.R. 9,

Δημοκρατία ν. Χριστοδούλου (1990) 2 Α.Α.Δ. 133,

Fournides v. Republic (1986) 2 C.L.R. 73,

Αθηνής ν. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 41,

Νικήτα ν. Αστυνομίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 75.

Εφέσεις εναντίον Καταδίκης.

Εφέσεις από τους συγκατηγορηθέντες εφεσείοντες εναντίον της καταδίκης τους από το Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου (Ψαρά-Μιλτιάδους, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 10788/96), ημερομηνίας 4/6/99, για παρεμπόδιση αστυνομικών οργάνων κατά την εκτέλεση νόμιμου [*194]καθήκοντός τους, κατά παράβαση του Άρθρου 244(β) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.

Λ. Θεοφάνους με Χλ. Γεωργίου, για τον Εφεσείοντα στην Ποινική Έφεση 6739.

Μ. Μαλαχτού-Παμπαλλή, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για την Εφεσίβλητη στην Ποινική Έφεση 6739.

Α. Χουβαρτάς, για τον Εφεσείοντα στην Ποινική Έφεση 6740.

Μ. Μαλαχτού-Παμπαλλή, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για την Εφεσίβλητη στην Ποινική Έφεση 6740.

Cur. adv. vult.

ΠΙΚΗΣ, Π.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Δ. Χατζηχαμπής.

ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Οι δύο αυτές εφέσεις, που ακούσθησαν από κοινού, προέρχονται από τους συγκατηγορηθέντες εφεσείοντες και στρέφονται εναντίον της καταδίκης τους για παρεμπόδιση αστυνομικών οργάνων (των ΜΚ1, 3 και 4) κατά τη νόμιμη εκτέλεση του καθήκοντος τους, κατά παράβαση του άρθρου 244(β) του Ποινικού Κώδικα. Η έφεση 6739 αφορά και καταδίκη για συναφή, όσον αφορά τα γεγονότα, αδικήματα, και συγκεκριμένα καταδίκη σε δύο κατηγορίες για κοινή επίθεση, κατά παράβαση του άρθρου 242 του Ποινικού Κώδικα, και καταδίκη σε μια κατηγορία για επίθεση προκαλούσα πραγματική σωματική βλάβη, κατά παράβαση του άρθρου 243 του Ποινικού Κώδικα. Τρεις άλλες κατηγορίες κατά του εφεσείοντα στην Έφεση 6739 για κακόβουλη ζημιά εκρίθη από το δικαστήριο ότι δεν απεδείχθησαν. Οι επιβληθείσες ποινές, που ήσαν ποινές προστίμου, δεν προσβάλλονται με την έφεση. Οι λόγοι έφεσης και στις δύο εφέσεις αφορούν ουσιαστικά τα ίδια θέματα.

Το υπόβαθρο των γεγονότων της υπόθεσης, όπως προκύπτει από τα ευρήματα του δικαστηρίου, αναφέρεται σε επιδρομή ειδικής ομάδας πέντε αστυνομικών στο καφενείο του εφεσείοντα στην έφεση 6740 Μίτσιγγα στην Πόλη Χρυσοχούς για σκοπούς πάταξης κυβείας. Ο επί κεφαλής της ομάδας λοχίας, ΜΚ1, γνωστοποίησε σε έξη άτομα που έπαιζαν ποκεριζέ την ιδιότητα του και ότι ήσαν υπό σύλληψη και θα κατηγορούντο. Ενώ οι υπόλοιποι αστυνομικοί [*195]απασχολούντο για το σκοπό αυτό, εισήλθαν και άλλα άτομα στο καφενείο, μεταξύ των οποίων και ο εφεσείων στην Έφεση 6739  Παναγιώτου, ο οποίος εκάθισε στο τραπέζι που εκάθοντο ο ΜΚ1 και ένας άλλος αστυνομικός, ο ΜΚ4. Όταν έγινε αντιληπτό ότι ένα από τα έξη άτομα που έπαιζαν ποκεριζέ είχε διαφύγει από το καφενείο, ο ΜΚ1 ζήτησε πληροφορίες γι΄αυτόν από τον εφεσείοντα Μίτσιγγα. Ο εφεσείων Παναγιώτου τότε επενέβη λέγοντας “βάλτε με εμένα”, και, όταν ο ΜΚ1 του ζήτησε να τους αφήσει να κάνουν τη δουλειά τους, αυτός είπε και πάλι “έτο βάλτε μια Ρουμάνα τζαι αφήστε τον”. Συγχρόνως κτύπησε με δύναμη το χέρι του στο τραπέζι και είπε “να φύετε που δαμαί τζαι εγώ ήρτα να παίξω πόκερ”, κτυπώντας το ΜΚ1 στο λαιμό κάτω από το σαγόνι. Όταν επιχείρησε να τον ξανακτυπήσει, ο ΜΚ1 τον έπιασε από τα χέρια. Σε βοήθεια του προσέτρεξαν οι ΜΚ3 και ΜΚ4 που προσπάθησαν επίσης να συγκρατήσουν τον Παναγιώτου, ενώ ο Μίτσιγγας αντέδρασε φωνάζοντας και σπρώχνοντας τους σε υποστήριξη του Παναγιώτου. Ο ΜΚ3 είχε πιάσει τον Παναγιώτου από το ένα χέρι και ο ΜΚ4 από το άλλο ενώ αυτός αντιδρούσε κτυπώντας τους με τους αγκώνες του. Ο Μίτσιγγας σε κάποια φάση κατόρθωσε προς στιγμή να απελευθερώσει τον Παναγιώτου ο οποίος, στην προσπάθεια των ΜΚ1, ΜΚ3 και ΜΚ4 να τον συγκρατήσουν, τους κτύπησε. Στη συνέχεια έπεσε στο έδαφος για να τους αποφύγει, κρατώντας σφικτά το πόδι του τραπεζιού και, στην προσπάθεια των ΜΚ1, ΜΚ3 και ΜΚ4 να τον σηκώσουν, αντέδρασε αντιστεκόμενος και κλωτσώντας. Σε αυτή τη φάση σχίσθησαν τα υποκάμισα των μαρτύρων κατηγορίας αφού τους τραβούσε στην προσπάθεια του να αποφύγει τη σύλληψη, όπως και το δικό του.  Τελικά οι ΜΚ1, ΜΚ3 και ΜΚ4 έσυραν τον Παναγιώτου μέχρι την είσοδο του καφενείου και τον επιβίβασαν σε αυτοκίνητο της Αστυνομίας.  Σε κάποια φάση μετά από την επέμβαση του Μίτσιγγα κάποιος έφερε φωτογραφική και πήρε φωτογραφίες από τα διαδραματιζόμενα.

Το Δικαστήριο κατέληξε στα ευρήματα του αποδεχόμενο τη μαρτυρία των μαρτύρων κατηγορίας και απορρίπτοντας εκείνη της υπεράσπισης, η οποία συνίστατο στο ότι ήταν ο ΜΚ1 που εντελώς αναίτια κτύπησε τον Παναγιώτου όταν αυτός είπε κάτι υπό τύπο αστείου, ότι οι ΜΚ1, ΜΚ3 και ΜΚ4 τον σήκωσαν από την καρέκλα του, τον τραβούσαν, τον έριξαν κάτω, τον κτυπούσαν και τον κλωτσούσαν, ότι ο Παναγιώτου δεν έκανε οτιδήποτε από ότι του κατελογίζετο και ότι ο Μίτσιγγας δεν είχε οποιαδήποτε ανάμιξη πέραν του να παρατηρήσει τους αστυνομικούς για την κακομεταχείριση του Παναγιώτου.

[*196]

Οι βασικοί λόγοι έφεσης αφορούν την αποτελεσματικότητα και την αξιολόγηση της μαρτυρίας. Ο πρώτος λόγος ανάγεται στην ενδιάμεση απόφαση με την οποία διαπιστώθηκε η απόδειξη εκ πρώτης όψεως υπόθεσης ώστε οι εφεσείοντες να εκλήθησαν να προβούν στην υπεράσπιση τους. Υποστηρίζεται συγκεκριμένα κατά πρώτον ότι η μαρτυρία που προσκομίσθηκε από τον κατήγορο ήταν τόσο αντιφατική, αναξιόπιστη και στερούμενη πειστικότητας που δεν θα μπορούσε να στηριχθεί σε αυτή καταδίκη των εφεσειόντων. Γίνεται δε αναφορά σε ευάριθμα στοιχεία της μαρτυρίας που, όπως υποβάλλεται, τεκμηριώνουν την εισήγηση. Η νομολογία όμως είναι σαφέστατη επί του προκειμένου. (Ίδε: Practice Note [1962] 1 All E.R. 448, R. v. Galbraith [1981] 73 Cr. App. R. 124, Azinas v. Police (1981) 2 C.L.R. 9, Δημοκρατία ν. Χριστοδούλου (1990) 2 Α.Α.Δ. 133). Εκτός της περιπτώσεως στην οποία δεν αποδεικνύονται τα ουσιαστικά στοιχεία του αδικήματος και της περιπτώσεως στην οποία η μαρτυρία είναι τόσο ελλιπής και αδύνατη που δεν θα μπορούσε να στηρίξει καταδίκη, που δεν είναι η θέση των εφεσειόντων επί του προκειμένου, η εμβέλεια της αντίφασης στη μαρτυρία ως αναιρούσας την απόδειξη εκ πρώτης όψεως υπόθεσης είναι περιορισμένη. Το έργο του δικαστηρίου στο στάδιο της εκ πρώτης όψεως υπόθεσης δεν είναι να προβεί σε λεπτομερή αξιολόγηση της αξιοπιστίας της μαρτυρίας, έργο που ανάγεται στο τελικό στάδιο όταν όλη η μαρτυρία είναι ενώπιον του.  Μόνο όπου η όλη μαρτυρία που εδόθη με τη συμπλήρωση της υπόθεσης του κατηγόρου εμπεριέχει τέτοια θεμελιακή αντίφαση και αναξιοπιστία, αναγόμενη σε εγγενή αντινομία που δεν θα μπορούσε να την αντιπαρέλθει το δικαστήριο επί οποιασδήποτε δυνατής αξιολόγησης της στο σύνολό της, δεν υπάρχει υπόθεση για να απαντηθεί. Τα όσα επισημαίνονται στο λόγο έφεσης δεν συνιστούν παρά μόνο ισχυρισμούς για επί μέρους, και εν πολλοίς επί μικρόν, αλλά και επί ανακριβές, αντιφάσεις σε συγκεκριμένα στοιχεία της μαρτυρίας παρμένα από το ευρύτερο σύνολο της, όπως και σχόλια, που όχι μόνο δεν πλήττουν τη θεμελιακή αποτελεσματικότητα της αλλά και εν πολλοίς παρατίθενται αποσπασματικά και εκτός του γενικότερου πλαισίου, διάστασης και σημασίας της μαρτυρίας. Στο τέλος της ημέρας, δεν συνδέονται μεταξύ τους ώστε να δημιουργούν την απαιτούμενη εγγενή αντίφαση και αναξιοπιστία της μαρτυρίας, ούτε είναι τέτοια που να μπορούν να απολήγουν σε αδυναμία καταδίκης επί οποιασδήποτε απόψεως της μαρτυρίας, παρά μόνο τοποθετούνται στη σφαίρα της συνολικής αξιολόγησης της μαρτυρίας σε αλληλοσυσχετισμό.  Δεν διαπιστώνουμε λοιπόν οποιοδήποτε έρεισμα στο μέ[*197]ρος αυτό του πρώτου λόγου έφεσης που να καθιστούσε τρωτή την απόφαση με την οποία εκλήθησαν οι εφεσείοντες να προβούν στην υπεράσπιση τους.

Το άλλο μέρος του πρώτου λόγου έφεσης ισχυρίζεται ότι δεν είχαν αποδειχθεί, στο στάδιο και πάλι της εκ πρώτης όψεως υπόθεσης, τα ουσιαστικά στοιχεία του αδικήματος. Αυτό εξειδικεύεται κατά το ότι, ενώ οι εφεσείοντες κατηγορούντο ότι αμφότεροι παρεμπόδισαν τους ΜΚ1, ΜΚ3 και ΜΚ4 κατά τη νόμιμη εκτέλεση του καθήκοντος τους, οι γραπτές κατηγορίες που τους είχαν γίνει αναφέροντο σε διαφορετική παρακώλυση εκ μέρους εκάστου. Αυτό βέβαια δείχνει κατ΄αρχή παρεξήγηση του όλου θέματος ως προς το τι συνιστά τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος. Η αποτυχία απόδειξης των συστατικών στοιχείων του αδικήματος, που οδηγά αναπόφευκτα σε αντίστοιχη αποτυχία απόδειξης εκ πρώτης όψεως υπόθεσης, ανάγεται στο ίδιο το αδίκημα το οποίο αφορά η κατηγορία και όχι στην οποιαδήποτε γραπτή κατηγορία που προηγήθηκε. Η ενδεχόμενη αντίφαση μεταξύ των δύο θα μπορούσε να είναι παράμετρος αξιολόγησης της αξιοπιστίας της μαρτυρίας, αλλά δεν έχει τίποτε να κάνει με το εγειρόμενο θέμα. Δεν υπάρχει οτιδήποτε στη μαρτυρία, ως προς τα ουσιαστικά στοιχεία του αδικήματος, που να αναιρεί την κατάληξη του Δικαστηρίου ότι εστοιχειοθετείτο εκ πρώτης όψεως υπόθεση επί της κατηγορίας της παρακώλυσης στην πλήρη εμβέλεια της.

Αυτό μας οδηγεί στο δεύτερο λόγο έφεσης που ισχυρίζεται λανθασμένη αξιολόγηση της μαρτυρίας που οδήγησε στην καταδίκη των εφεσειόντων. Υιοθετείται η πλήρης αναφορά σε αντίφαση και αναξιοπιστία της μαρτυρίας της Αστυνομίας όπως παρετέθη στον πρώτο λόγο έφεσης και πρόσθετα γίνεται επίκληση λανθασμένης αξιολόγησης της μαρτυρίας της υπεράσπισης. Προβάλλεται επίσης η θέση ότι εσφαλμένα το δικαστήριο απεφάσισε ότι δεν μπορούσαν να κατατεθούν ως τεκμήρια φωτογραφίες που, όπως ανεφέρθη, ελήφθησαν σε κάποια φάση του επεισοδίου. Δεν υπάρχει αμφιβολία ή διαφωνία ως προς τις αρχές που διέπουν την αξιολόγηση της μαρτυρίας και τη δυνατότητα ανατροπής επ΄εφέσει της προς τούτο προσέγγισης του δικαστηρίου. Η αξιολόγηση της μαρτυρίας και της επακόλουθης αξιοπιστίας της, όπως και τα ανάλογα προκύπτοντα ευρήματα των γεγονότων, είναι κατ΄εξοχήν έργο του πρωτόδικου δικαστηρίου. Επέμβαση του Εφετείου χωρεί μόνον όπου η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου δεν θα μπορούσε λογικά να υποστηριχθεί επί της μαρτυρίας (Ίδε: Fournides v. Republic [*198](1986) 2 C.L.R. 73, Αθηνής ν. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 41).

Επεκτείνουμε, επαναλαμβάνοντας, τα όσα έχουμε αναφέρει στα πλαίσια του πρώτου λόγου έφεσης ως προς τις ισχυριζόμενες αντιφάσεις στη μαρτυρία της Αστυνομίας, με την παρατήρηση  ότι η άποψη στην οποία κατέληξε επ΄αυτής η ευπαίδευτη δικαστής, σε συσχετισμό με την άποψη της επί της μαρτυρίας της υπεράσπισης, δεν παρέχει πεδίο παρέμβασης μας στα πλαίσια της νομολογίας.  Η ευπαίδευτη δικαστής δεν αγνόησε τις ισχυριζόμενες αντιφάσεις αλλά απευθύνθηκε ευθέως προς αυτές. Διατυπώνοντας τη γενική θέση ότι το έργο της αξιολόγησης της μαρτυρίας δεν περιορίζεται στον εντοπισμό αντιφάσεων αλλά ανάγεται στη γενικότερη θεώρηση της μαρτυρίας στα πλαίσια της δίκης, διατύπωσε ανεπιφυλάκτως την προτίμηση της της μαρτυρίας του κατηγόρου έναντι εκείνης της υπεράσπισης. Παρατηρώντας ότι οι μάρτυρες κατηγορίας ήσαν “εμπλεκόμενα πρόσωπα και οι συνθήκες ήσαν τέτοιες ώστε ανθρώπινα και δικαιολογημένα να υπάρχουν στη μαρτυρία τους κάποιες αποκλίσεις”, εν τούτοις διαπίστωσε ότι “η ποιότητα τους ως μαρτύρων η οποία έχει δοκιμασθεί στην αντεξέταση αλλά και σε συσχετισμό με το ότι γενικά και σε επιμέρους λεπτομέρειες (όχι βέβαια όλες) ήταν θετική ....... Όλα τα κύρια σημεία δόθησαν με ομοιογενή τρόπο στο βασικό τους κορμό και οι μάρτυρες κατηγορίας μετέφεραν άμεσα και ανεπιτίδευτα την προσπάθεια τους κατά τον ουσιώδη χρόνο να διατηρήσουν την τάξη. Υπάρχουν, όπως είπα, κάποιες αντιφάσεις - επουσιώδεις κατά την κρίση μου αν ληφθεί υπ΄όψη ότι το όλο επεισόδιο έλαβε χώρα σε σύντομο χρόνο, ήταν πολυπρόσωπο και σε διάφορες φάσεις.  Κυριότερα οι τρεις μάρτυρες κατηγορίας δεν συμμετείχαν σ΄αυτό με τον ίδιο τρόπο και καθ΄όλη τη διάρκεια του επεισοδίου.  Κάτι που έχει σημασία για το άμεσο της γνώσης του καθενός επί των στοιχείων που γνώριζε καλύτερα λόγω ακριβώς της αντίστοιχη αμεσότερης εμπλοκής του καθενός”. (σελίδες 30-31).  Αφού δε επεξήγησε την άποψη της αυτή σε αναφορά με συγκεκριμένες πτυχές της μαρτυρίας που αναφέρονται και στο λόγο έφεσης, η ευπαίδευτη δικαστής κατέληξε ως εξής: “Γενικά παρατηρώ ότι στην κρινόμενη περίπτωση δεν πρόκειται τόσο για αποκλίσεις όσο για αλληλοσυμπλήρωση μιας κοινά δοσμένης γραμμής του επεισοδίου”, επεξηγώντας ότι η θεώρηση της συμβάδιζε και με το εύλογο του πράγματος σε συνάρτηση με δεδομένα που συνιστούσαν κοινό έδαφος, ενώ άλλες υποβολές της υπεράσπισης παρέμειναν ατεκμηρίωτες με μαρτυρία.

Δεν μπορούμε να διαπιστώσουμε σφάλμα στην προσέγγιση αυτή. [*199]Κατ’ αρχή, όπως παρατηρεί και η ευπαίδευτη συνήγορος για τη Δημοκρατία στο διάγραμμα της, υπάρχει ανακρίβεια στο χαρακτηρισμό πολλών αναφορών στη μαρτυρία ως αντιφάσεων. Αυτό ισχύει και για το θέμα του τραυματισμού του ΜΚ1, και εκείνου των ΜΚ3 και ΜΚ4, το οποίο προσβάλλεται ιδιαίτερα στο λόγο έφεσης σε συνάρτηση με τη μαρτυρία των ΜΚ1, ΜΚ3 και ΜΚ4 και εκείνη της ιατρού ΜΚ5, αλλά και για άλλα τέτοια, όπως το πώς βρέθηκε ο Παναγιώτου στο έδαφος. Οι ισχυριζόμενες αντιφάσεις παύουν να είναι τέτοιες, ή να έχουν οποιαδήποτε σημασία σε σχέση προς την αξιοπιστία, όταν η μαρτυρία αξιολογηθεί, όπως αξιολογήθηκε, όχι μεμονωμένα αλλά στο σύνολο της, υπό το πρίσμα και της αντεξέτασης και της μορφής του πλαισίου προσώπων, χώρου και χρόνου, στο οποίο εξελίχθησαν τα γεγονότα. Αυτό αφορά και τη μαρτυρία των ΜΚ1, ΜΚ3 και ΜΚ4 όπως και εκείνη της ιατρού ΜΚ5, η οποία όχι μόνο δεν αντιστρατεύεται αλλά συνάδει με τη μαρτυρία των ΜΚ1, ΜΚ3 και ΜΚ4.  Κατά τα λοιπά, οι ισχυριζόμενες αντιφάσεις συνιστούν αποσπασματικές αναφορές στη μαρτυρία και δεν διαθέτουν την αναγκαία εμβέλεια και σχέση ώστε να επλήττετο η προσέγγιση του δικαστηρίου στην αξιολόγηση της μαρτυρίας ως τέτοιας που να μην επέτρεπε λογικά την κατάληξη του.

Ανάλογη εφαρμογή έχουν τα πιο πάνω σε σχέση με την αξιολόγηση της μαρτυρίας της υπεράσπισης. Η ευπαίδευτη δικαστής απέρριψε απερίφραστα τη μαρτυρία των εφεσειόντων και των μαρτύρων τους Γιακουμή και Φωτίου ως πλήρως αναξιόπιστη τόσον από πλευράς εντύπωσης στο εδώλιο όσο και από πλευράς περιεχομένου, εξηγώντας την άποψη αυτή με αναφορά προς το σύνολο αλλά και επί μέρους πτυχές της μαρτυρίας τους, τα κενά και τις αντιφάσεις που προέκυπταν και την παράλειψη υποβολής θέσεων της υπεράσπισης στους μάρτυρες κατηγορίας. Κανένα από τα σημεία που θίγονται στο λόγο έφεσης ως προς τη μαρτυρία της υπεράσπισης, εν πολλοίς μάλιστα με γενικότητα και αοριστία, δεν οδηγεί σε διαπίστωση σφάλματος στην αξιολόγηση της.  Σχολιάζουμε όμως ιδιαίτερα δύο από αυτά, τα οποία και κατά κύριο λόγο παρουσιάσθησαν.

Το ένα αφορά τη συνέπεια της μαρτυρίας της ιατρού ΜΚ4 προς την αξιοπιστία της μαρτυρίας της υπεράσπισης. Ήδη παρατηρήσαμε ότι η μαρτυρία της ως προς τα τραύματα των ΜΚ1, ΜΚ3 και ΜΚ4 συνάδει με την εκδοχή τους. Παρατηρούμε περαιτέρω ότι τίποτα στη μαρτυρία της ως προς τα τραύματα και την εμφάνιση του Παναγιώτου δεν ενισχύει την εκδοχή της υπεράσπισης ώστε να αναιρείτο η κατά τα άλλα κριθείσα αναξιοπιστία της.  Ως προς δε [*200]την εισήγηση ότι η μαρτυρία της διέψευδε τους ΜΚ1, ΜΚ3 και ΜΚ4 για το θέμα του αλκοόλ, ο επ΄αυτής σχολιασμός της ευπαίδευτης δικαστή, απολήγοντας στο αναποτελεσματικό της μαρτυρίας της, δεν αποκαλύπτει εσφαλμένη αντίληψη της μαρτυρίας. Δεν πρέπει να παραγνωρίζεται ότι η υπόθεση κρίνεται ουσιαστικά επί της αξιοπιστίας των εκατέρωθεν εκδοχών, και η μαρτυρία της ΜΚ5 δεν ήταν, ως εκ της φύσεως και της συνέπειας της, καθοριστική ή και ενισχυτική της αξιοπιστίας της εκδοχής της υπεράσπισης. Απεναντίας, όπως είπαμε, στήριζε την εκδοχή των μαρτύρων κατηγορίας.

Το άλλο σημείο αφορά τον αποκλεισμό των φωτογραφιών που επιδίωξε να παρουσιάσει η υπεράσπιση. Το σημείο αυτό προβλήθηκε και πρωτόδικα στα πλαίσια όμως εισήγησης για παραβίαση του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη. Στην έφεση δεν προβάλλεται στα πλαίσια τέτοιου λόγου έφεσης αλλά στα πλαίσια του λόγου έφεσης που αφορά τη λανθασμένη αξιολόγηση της μαρτυρίας. Από αυτή την άποψη δεν θα μπορούσε να εξετασθεί αφού, με τη μη αποδοχή των φωτογραφιών ως μαρτυρίας, οι φωτογραφίες δεν αποτελούσαν μαρτυρία, την αξιολόγηση της οποίας και μόνο, και όχι τη δεκτότητά της, αφορά ο εξεταζόμενος λόγος έφεσης. Μάλιστα η συγκεκριμένη αναφορά που γίνεται στις φωτογραφίες στο λόγο έφεσης είναι υπό το στοιχείο (δ) ότι:

“ Το πρωτόδικο δικαστήριο εν όψει της υπάρχουσας ενώπιον του μαρτυρίας εσφαλμένα αξιολόγησε την ενώπιον του μαρτυρία και εσφαλμένα κατέληξε στα πιο κάτω συμπεράσματα:

ι. Ότι δεν μπορούσαν να κατατεθούν ως τεκμήρια οι φωτογραφίες ενώ είχε τεθεί το ανάλογο σχετικό υπόβαθρο.”

Το στοιχείο (δ) συνεχίζει με την παράθεση άλλων αναφορών που σχετίζονται με την αξιολόγηση της μαρτυρίας.

Η απόφαση όμως για αποκλεισμό των φωτογραφιών δεν προέκυπτε από την ισχυριζόμενη λανθασμένη αξιολόγηση της μαρτυρίας αλλά είχε προηγηθεί αυτής ως απόφαση επί της δεκτότητας μαρτυρίας. Και, όπως είπαμε, η δεκτότητα της μαρτυρίας δεν προσβάλλεται με τον εξεταζόμενο λόγο έφεσης. Εν πάση περιπτώσει όμως, ο χειρισμός του θέματος επί της ουσίας από την ευπαίδευτη δικαστή είναι νομικά άμεπτος σε αναφορά με την ισχυριζόμενη παραβίαση του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη ως εκ της μη αποδοχής [*201]των φωτογραφιών ως μαρτυρίας. Ο εφεσείων, όπως ελέχθη, είχε μόνο τον εαυτό του να μέμφεται για το ότι δεν διαφύλαξε το μαρτυρικό υλικό του ώστε να το παρουσιάσει στο δικαστήριο, επιλέγοντας αντί τούτου να το παραδώσει σε τηλεοπτικό κανάλι. Είναι δε ορθή η κατάληξη της ότι η αποδεικτική αξία των φωτογραφιών θα ήταν μηδαμινή εν όψει, όπως παρατήρησε, “των περιστάσεων και της μεθόδευσης, στη λήψη, εμφάνιση από άγνωστο πρόσωπο, μετάδοση του και τελικής επιστροφής μόνο κάποιων φωτογραφιών από το σύνολο”, που καθιστούσαν αδύνατο και τον έλεγχο της ορθότητας τους ώστε να ήταν δυνατό να εγίνοντο αποδεκτές κατ΄εξαίρεση. Κυρίαρχη δε είναι η παρατήρηση της ευπαίδευτου δικαστή ότι εν πάση περιπτώσει “η απλή παρουσίαση φωτογραφιών που θα έδειχνε τα εμπλεκόμενα πρόσωπα σε μια στάση κάποιας απομονωμένης στιγμής του όλου συμβάντος όπου πολλά συνέβησαν με μια συνέχεια και μια αλληλουχία δεν θα μπορούσε να σημαίνει πολλά”. (σ.44). Και αν ακόμα λοιπόν το θέμα μπορούσε να εξετασθεί έξω από το πλαίσιο του λόγου έφεσης στον οποίο προβάλλεται, ο αποκλεισμός των φωτογραφιών ούτε νομικά λανθασμένος ήταν ούτε καταδεικνύεται ότι επηρέασε το δικαίωμα των εφεσειόντων σε δίκαιη δίκη.

Η ισχυριζόμενη παραβίαση του δικαιώματος των εφεσειόντων σε δίκαιη δίκη συνιστά άλλο λόγο έφεσης, σε συνάρτηση προς τρία στοιχεία:

1.  Τη μη κλήση άλλων ουσιωδών μαρτύρων εκ μέρους του κατηγόρου.

2   Τη μη διενέργεια ελέγχου αλκοόλης των ΜΚ1, ΜΚ3 και ΜΚ4.

3.  Την καθυστέρηση στη διεξαγωγή της δίκης.

Τα δύο πρώτα στοιχεία ετέθησαν ως τέτοια και ενώπιον της ευπαιδεύτου δικαστή μαζί με το θέμα των φωτογραφιών, ενώ η ίδια εξέτασε και το τρίτο παρά το ότι δεν είχε τεθεί άμεσα από την υπεράσπιση. Ούτε και στα διαγράμματα του ευπαιδεύτου συνηγόρου για τους εφεσείοντες αναπτύσσεται παρά μόνο αναφέρεται γενικά και αόριστα το θέμα της καθυστέρησης, επί του οποίου και περιοριζόμεθα να παρατηρήσουμε ότι, σε συνάρτηση με την παρατεθείσα στην απόφαση εξέλιξη της πορείας της υπόθεσης, δεν τίθεται θέμα παραβίασης του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη στην προκειμένη περίπτωση ως εκ του χρόνου που διέρρευσε μέχρι την εκδίκαση της. [*202]Και πρόσθετα, ότι καμιάς συγκεκριμένης συνέπειας καθυστέρησης στο δίκαιο της διεξαχθείσας δίκης δεν γίνεται επίκληση που να παρέσχε ενδεχόμενο έρεισμα στην αντίστοιχη εισήγηση. Το θέμα της καθυστέρησης σε σχέση προς το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη δεν εξετάζεται βέβαια in abstracto αλλά συγκεκριμένα.

Όσον αφορά τον ισχυρισμό για τη μη κλήση ουσιωδών μαρτύρων, δεν έχουμε να προσθέσουμε οτιδήποτε στα όσα ελέχθησαν από την ευπαίδευτη δικαστή, τα οποία και υιοθετούμε. Οι αρχές που προκύπτουν από τη νομολογία ορθά διατυπώθησαν και εφαρμόσθησαν. Ως προς τη μη διενέργεια ελέγχου αλκοόλης, δεν καταδεικνύεται εσφαλμένη η αντίληψη της ευπαίδευτης δικαστή ότι επί της μαρτυρίας δεν στοιχειοθετείτο υπόνοια μέθης που να το δικαιολογούσε, και ότι εν πάση περιπτώσει το θέμα δεν επηρέαζε την άποψη αξιοπιστίας της μαρτυρίας.

Ο τελευταίος λόγος έφεσης αφορά επίσης ισχυρισμό για παραβίαση του δικαιώματος δίκαιης δίκης ως αποτέλεσμα απόρριψης αιτήματος της υπεράσπισης για αναβολή ώστε να εκλητεύοντο περαιτέρω μάρτυρες υπεράσπισης επί του θέματος των φωτογραφιών, όπως και ακόλουθου αιτήματος της υπεράσπισης για αναβολή για σκοπούς αγορεύσεων. Η εξειδίκευση του λόγου έφεσης αυτού είναι ότι η άρνηση της αναβολής για κλήτευση περαιτέρω μαρτύρων στέρησε στον κατηγορούμενο τη δυνατότητα σωστής παρουσίασης της υπεράσπισής του. Αυτό απαντάται πλήρως στην απόφαση απόρριψης του αιτήματος. Δεν διαπιστώνουμε σφάλμα στην άσκηση της διακριτικής εξουσίας του δικαστηρίου ως προς τις αιτηθείσες αναβολές, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της εν λόγω απόφασης ότι είχε δοθεί κάθε λογική ευκαιρία στην υπεράσπιση να κλητεύσει τους μάρτυρες της, αλλά ούτε και συγκεκριμένη συνέπεια της απόρριψης των αιτημάτων για αναβολή στο δικαίωμα σε δίκαιη δίκη σε συνάρτηση προς τις αρχές της νομολογίας. Όπως ελέχθη από τον Καλλή, Δ., δίδοντας την απόφαση του Εφετείου στην υπόθεση Νικήτα ν. Αστυνομίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 75, σελίδα 82, στην οποία ηγέρθη ακριβώς το ίδιο θέμα:

“Η κεντρική προβληματική της δίκαιης δίκης εντοπίζεται ανάμεσα σε δύο πόλους:  την παροχή των εχέγγυων που διασφαλίζουν το δικαίωμα ακρόασης αφενός και αφετέρου την ανάγκη απόδοσης δικαιοσύνης σε εύλογο χρόνο (άρθρ. 30.2).  Η εξισορρόπηση ανάμεσα σε αυτές τις συνταγματικές αρχές είναι λεπτό έργο, αλλά μπορεί να επιτευχθεί λαμβάνοντας πάντοτε υπόψη και τα δεδομένα κάθε περίπτωσης (Βλ. Θεοδώρου ν. Θεοδώρου (1996) 1 Α.Α.Δ. 66). [*203]Έχει επίσης νομολογηθεί ότι η άσκηση των δικαιωμάτων που διασφαλίζονται από τα άρθρα 30.2 και 30.3(β) του Συντάγματος πρέπει να επιδιώκεται μέσα στα πλαίσια της δικαστικής λειτουργίας και όχι έξω ή σε αντίθεση με αυτά (Βλ. Γίγας Λτδ ν. Ουστά (Αρ. 1) (1994) 1 Α.Α.Δ. 109. Βλ. και Αρέστη ν. Ηλία (1991) 1 Α.Α.Δ. 984, 988, Γρηγορίου ν. Τράπεζας Κύπρου Λτδ (1992) 1 Α.Α.Δ. 1222, Τρύφωνος ν. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Παγκυπριακής Λτδ. κ.ά. (1993) 1 Α.Α.Δ. 706, Μαυρομιχάλη κ.ά. ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (1996) 1 Α.Α.Δ. 530, Royal Insurance International Ltd ν. Δήμου Λεμεσού (1995) 2 Α.Α.Δ. 185 και Μουγής ν. Σπανούδη (1996) 1(Β) Α.Α.Δ. 997).

Η ισχυριζόμενη στέρηση των δικαιωμάτων που διασφαλίζονται από τα πιο πάνω άρθρα του Συντάγματος έχει συντελεσθεί μετά από αιτιολογημένη ενδιάμεση απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου στα πλαίσια άσκησης της σχετικής του δικαστικής ευχέρειας. Πρέπει δε να τονισθεί ότι κατά κανόνα το Εφετείο δεν επεμβαίνει στον τρόπο άσκησης της διακριτικής ευχέρειας που διαθέτει κατώτερο δικαστήριο να αναβάλει ή να μην αναβάλει την ακρόαση υπόθεσης, εφόσον η εξουσία του ασκήθηκε με δικαστικό τρόπο (Βλ. Θεοδώρου, πιο πάνω, Αρέστη ν. Ηλία (1991) 1 Α.Α.Δ. 984 και Γρηγορίου, πιο πάνω).”

Οι εφέσεις αποτυγχάνουν στο σύνολο τους και απορρίπτονται.

Oι εφέσεις απορρίπτονται.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο