Σοφοκλέους Γιαννάκης ν. Αστυνομίας (2000) 2 ΑΑΔ 218

(2000) 2 ΑΑΔ 218

[*218]28 Μαρτίου, 2000

[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]

ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ ΣΟΦΟΚΛΕΟΥΣ,

Εφεσείων,

v.

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

(Ποινική Έφεση Αρ. 6787)

 

Αμελής οδήγηση ― Αμελής οδήγηση κατά παράβαση των Άρθρων 8 και 19 του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμου του 1972 (Ν. 86/72) ― Οδηγός αυτοκινήτου pick-up κτύπησε σε προπορευόμενο λεωφορείο στην προσπάθειά του να το προσπεράσει ― Συμπέρασμα πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο οδηγός του pick-up δεν ενήργησε υπό τις περιστάσεις ως ένας συνετός οδηγός ― Καταδίκη για αμελή οδήγηση ― Επικυρώθηκε κατ’ έφεση.

Απόδειξη ― Αξιοπιστία μαρτύρων ― Διαπίστωση πραγματικών γεγονότων ― Είναι κατ’ εξοχήν έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου ― Προϋποθέσεις επέμβασης Εφετείου.

Απόδειξη ― Πραγματική μαρτυρία ― Σε υποθέσεις τροχαίων δυστυχημάτων συνιστά χρήσιμο υλικό για τον έλεγχο της αξιοπιστίας της μαρτυρίας και τον έλεγχο της ακρίβειας αντίθετων ισχυρισμών.

Ο εφεσείων, ο οποίος οδηγούσε αυτοκίνητο pick-up στον κύριο δρόμο Λεμεσού-Πάφου, κτύπησε σε προπορευόμενο λεωφορείο το οποίο επιχείρησε να προσπεράσει.  Σύμφωνα με το σχέδιο της Αστυνομίας το πλάτος του δρόμου ήταν 6,20 μ. και εκατέρωθεν υπήρχαν χρησιμοποιήσιμα παγκέττα πλάτους 3 μ.  Το σημείο σύγκρουσης που υπέδειξε ο οδηγός του λεωφορείου, απείχε από τη δεξιά πλευρά του δρόμου με κατεύθυνση προς Λεμεσό 3,40 μ. ενώ το σημείο σύγκρουσης που υπέδειξε ο εφεσείων απείχε 2,20 μ. από τη δεξιά άκρη του δρόμου.  Μαρτυρία για τις συνθήκες του ατυχήματος έδωσε και οδηγός λεωφορείου που ακολουθούσε το αυτοκίνητο του εφεσείοντος.  Ο εφεσείων κρίθηκε ένοχος αμελούς οδήγησης κατά παράβαση του [*219]Άρθρου 8 και 19 του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμου του 1972. Η έφεση του στρέφεται κατά της διαπίστωσης του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι στην προσπάθειά του να προσπεράσει το λεωφορείο, έχασε τον έλεγχο του οχήματος του με αποτέλεσμα να παρεκκλίνει της πορείας του και να προσκρούσει στη δεξιά όχθη του δρόμου. Όταν τούτο επανήλθε στο δρόμο συγκρούστηκε με το λεωφορείο στο σημείο το οποίο είχε υποδείξει ο οδηγός του λεωφορείου.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Η εκδοχή της αστυνομίας βασικά στηρίχθηκε στη μαρτυρία του οδηγού του λεωφορείου που ακολουθούσε τα ενεχόμενα οχήματα η οποία ταίριαζε με την πραγματική μαρτυρία όπως φαίνεται στο σχέδιο της σκηνής.

2.  Η διαπίστωση των πραγματικών γεγονότων είναι κατ’ εξοχήν έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου και δεν ικανοποιούντο οι προϋποθέσεις για επέμβαση του Εφετείου προς ανατροπή τους.

3.  Η πραγματική μαρτυρία στην οποία περιλαμβάνονται και τα σχέδια σκηνών τροχαίων δυστυχημάτων, συνιστά χρήσιμο οδηγό για τον έλεγχο της αξιοπιστίας της μαρτυρίας και τον έλεγχο της ακρίβειας αντίθετων ισχυρισμών.

Η έφεση απορρίφθηκε.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 439,

Παύλου ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 68,

Haloumias v. The Police (1970) 2 C.L.R. 154,

Ioakim v. Soteriades (1984) 1 C.L.R. 175.

Έφεση εναντίον Καταδίκης.

Έφεση από τον κατηγορούμενο εναντίον της καταδίκης του από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού (Παναγιώτου, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 23106/97), ημερομηνίας 30/7/99, για αμελή οδήγηση, κατά παράβαση των Άρθρων 8 και 19(1)(4) του περί Μηχανοκινή[*220]των Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμου του 1972.

Σωφρονίου, για τον Εφεσείοντα.

Κανναουρίδης, για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Κραμβής.

ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων καταδικάστηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου για αμελή οδήγηση κατά παράβαση των άρθρων 8 και 19(1)(4) του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμου του 1972. Με την παρούσα έφεση προσβάλλει την καταδίκη του.

Στις 28.4.1996 ο εφεσείων οδηγούσε αυτοκίνητο τύπου πικ-απ στον κύριο δρόμο Λεμεσού - Πάφου με κατεύθυνση προς  Λεμεσό. Σε σημείο του δρόμου κοντά στο Πισσούρι, επιχείρησε να προσπεράσει προπορευόμενο λεωφορείο. Η προσπάθεια απέβη μοιραία. Το αυτοκίνητο που οδηγούσε ενεπλάκη σε τροχαίο δυστύχημα και ο ίδιος μεταφέρθηκε τραυματισμένος στο νοσοκομείο για περίθαλψη. Τα γεγονότα αναφορικά με τις συνθήκες και τη γενεσιουργό αιτία του δυστυχήματος ήταν αμφιλεγόμενα.

Η εκδοχή της κατηγορούσας αρχής ήταν ότι ο εφεσείων, στην προσπάθειά του να προσπεράσει το λεωφορείο, απώλεσε τον έλεγχο του αυτοκινήτου που οδηγούσε με αποτέλεσμα τούτο να ξεφύγει από το δρόμο και να προσκρούσει στη δεξιά όχθη σε σχέση με την πορεία του. Όταν επανήλθε στο δρόμο συγκρούστηκε με το λεωφορείο και ανατράπηκε.

Η εκδοχή της αστυνομίας βασικά στηρίχθηκε στη μαρτυρία οδηγού λεωφορείου που ακολουθούσε το αυτοκίνητο του εφεσείοντα. Ο οδηγός του εν λόγω λεωφορείου (ΜΚ4), κατέθεσε ότι είδε το προπορευόμενο αυτοκίνητο του εφεσείοντα να ξεφεύγει από το δρόμο την ώρα που αυτό προσπερνούσε το λεωφορείο. Το είδε να επανέρχεται στο δρόμο και να συγκρούεται με το λεωφορείο που σκόπευε να προσπεράσει. Το αυτοκίνητο του εφεσείοντα ανατράπηκε και αφού διάνυσε κάποια απόσταση στο δρόμο πήρε φωτιά. 

[*221]Ο οδηγός του λεωφορείου που προπορευόταν του αυτοκινήτου του εφεσείοντα κατέθεσε ότι οδηγούσε το λεωφορείο του στην αριστερή πλευρά του δρόμου με ταχύτητα 70 χ.α.ώ . Αντιλήφθηκε φώτα αυτοκινήτου που επιχειρούσε να προσπεράσει το λεωφορείο του. Ελάττωσε ταχύτητα και μετά από λίγο άκουσε κτύπημα στη δεξιά πλευρά του λεωφορείου του. Οδήγησε το λεωφορείο στο αριστερό παγκέτο και ομαλά το επανέφερε στο δρόμο όπου και το ακινητοποίησε.

Η εκδοχή του εφεσείοντα φαίνεται στην κατάθεση (τεκμ. 3) που έδωσε στην αστυνομία την οποία υιοθέτησε χωρίς όρκο. Για τις συνθήκες του ατυχήματος αναφέρει τα εξής:

“......... Όταν έφθασα παρά τη διασταύρωση που οδηγά στην παραλία Πισσουρίου με κατεύθυνση την Αυδήμου προχώρησα ακόμα περίπου 400 μέτρα και είδα ένα τουριστικό λεωφορείο μπροστά μου. Η ταχύτητά μου ήταν 70 με 80 χιλιόμετρα την ώρα. Κοίταξα από το καθρεφτάκι πίσω μου ως επίσης και μπροστά μου αν ερχόταν κανένα αυτοκίνητο από την απέναντι κατεύθυνση. Πίσω μου τα αυτοκίνητα ήταν σε μεγάλη απόσταση ενώ από την αντίθετη κατεύθυνση δεν έρχονταν αυτοκίνητα.  Ένεψα και έπιασα τη δεξιά πλευρά του δρόμου, μπήκα στο πλευρό του λεωφορείου και το προσπερνούσα. Βαστούσα τελείως τη δεξιά πλευρά του δρόμου και όταν σχεδόν ολοκλήρωσα το προσπέρασμα αντελήφθηκα ένα δυνατό κτύπημα στην αριστερή πλευρά του αυτοκινήτου μου και από εκείνη τη στιγμή έχασα τον έλεγχό του, κτύπησα πάνω σε όκτο που υπήρχε στα δεξιά μου και ανατράπηκε το αυτοκίνητό μου και κατέληξε μέσα στη μέση του δρόμου. ..................”

Ο Μ.Υ.1 Βάσος Βάσου που ήταν συνεπιβάτης στο αυτοκίνητο του εφεσείοντα, κατέθεσε ότι σε σημείο όπου ο δρόμος ήταν ευθύς, ο εφεσείων έκαμε σήμα με τον δεξιό σηματοδότη του αυτοκινήτου και ανέπτυξε ταχύτητα για να προσπεράσει προπορευόμενο λεωφορείο. Πίσω τους δεν ακολουθούσε άλλο αυτοκίνητο. Ενώ το αυτοκίνητο του εφεσείοντα βρισκόταν στο ύψος του μπροστινού μέρους του λεωφορείου ένιωσε κτύπημα περίπου στο ύψος της αριστερής πόρτας του πικ-απ και είδε το δεξιό μπροστινό φτερό του λεωφορείου να κτυπά στην αριστερή πόρτα του πικ-απ.

Η αστυνομία επισκέφθηκε τη σκηνή του δυστυχήματος. Ο Μ.Κ.1 έκανε μετρήσεις και ετοίμασε συμμετρικό σχέδιο το οποίο [*222]παρουσίασε ως τεκμήριο. Το πλάτος του δρόμου είναι 6,20 μ. και εκατέρωθεν υπήρχαν χρησιμοποιήσιμα παγκέτα πλάτους 3 μ.  Πέρα από το δεξιό παγκέτο με κατεύθυνση προς τη Λεμεσό, υπήρχε όχθος ύψους 3 μ. Όταν έφθασε στη σκηνή, συνάντησε τον οδηγό του ενεχόμενου λεωφορείου. Ο εφεσείων είχε ήδη μεταφερθεί στο νοσοκομείο. Ο οδηγός του λεωφορείου του υπέδειξε ένα σημείο ως το σημείο σύγκρουσης των δύο οχημάτων το οποίο, σημείωσε στο σχέδιο ως Χ2. Το εν λόγω σημείο απέχει από τη δεξιά πλευρά του δρόμου με κατεύθυνση προς τη Λεμεσό 3,40 μ. και σ΄ αυτό υπήρχαν σκόρπια γυαλιά, μπογιές και χώματα. Διαπίστωσε επίσης ότι στη δεξιά όχθη του δρόμου υπήρχαν πρόσφατα ίχνη πρόσκρουσης και ένα μεταλλικό αντικείμενο. Το σημείο επί της όχθης σημειώθηκε στο σχέδιο ως Χ1. Όταν ο εφεσείων βγήκε από το νοσοκομείο παρουσιάστηκε στον αστυνομικό σταθμό Αυδήμου και έδωσε γραπτή κατάθεση. Ο εφεσείων υπέδειξε επί του σχεδίου το σημείο που έγινε η σύγκρουση των δύο οχημάτων. Είναι το σημείο Χ στο σχέδιο και τούτο απέχει 2,20 μ. από την δεξιά άκρη του δρόμου.

Το πρωτόδικο δικαστήριο ανέλυσε λεπτομερώς τη μαρτυρία την οποία και αξιολόγησε. Διαπίστωσε ότι η μαρτυρία του οδηγού του λεωφορείου που ακολουθούσε τα ενεχόμενα στο δυστύχημα αυτοκίνητα ταίριαζε με την πραγματική μαρτυρία όπως φαίνεται στο σχέδιο της σκηνής  Έγινε προς τούτο αναφορά στα γυαλιά και τα χώματα που βρέθηκαν στο σημείο Χ2 που υπέδειξε ως το σημείο σύγκρουσης ο οδηγός του ενεχόμενου λεωφορείου.

Το πρωτόδικο δικαστήριο διαπίστωσε εμφανή πρόθεση του μάρτυρα υπεράσπισης να παρουσιάσει τα γεγονότα σύμφωνα με την εκδοχή του κατηγορούμενου - εφεσείοντα και ότι στην προσπάθειά του αυτή υπέπεσε σε αντιφάσεις τις οποίες το δικαστήριο επισημαίνει.

Οι διαπιστώσεις του δικαστηρίου καθόσον αφορά τα πραγματικά γεγονότα συνοψίζονται στο ότι ο εφεσείων στην προσπάθειά του να προσπεράσει το λεωφορείο έχασε τον έλεγχο του αυτοκινήτου με αποτέλεσμα το αυτοκίνητο να παρεκκλίνει της πορείας του και να προσκρούσει στη δεξιά όχθη του δρόμου. Όταν τούτο επανήλθε στο δρόμο, συγκρούστηκε με το λεωφορείο στο σημείο που σημειώνεται με το Χ2 επί του σχεδίου. Το τελικό συμπέρασμα του δικαστηρίου ήταν ότι ο εφεσείων δεν ενήργησε υπό τις περιστάσεις  ως ένας συνετός και προσεκτικός οδηγός και με βάση αυτή τη διαπίστωση θεμελιώθηκε η καταδίκη του. 

[*223]Ο εφεσείων αμφισβητεί την ορθότητα των διαπιστώσεων του δικαστηρίου επί της αξιοπιστίας και των γεγονότων. Ο συνήγορος του  εφεσείοντα εισηγήθηκε ότι υπήρχαν ανακρίβειες στη μαρτυρία των μαρτύρων κατηγορίας καθώς και αντιφάσεις που έπρεπε να οδηγήσουν το δικαστήριο στην απόρριψη της εκδοχής τους.

Η διαπίστωση των πραγματικών γεγονότων είναι κατ΄ εξοχήν έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο όταν διαπιστωθεί ότι τα ευρήματα επί των γεγονότων είναι αντίθετα με τη μαρτυρία ή δεν συνάδουν με την κοινή λογική. Ανάλογη αρχή ισχύει και για ευρήματα που αφορούν την αξιοπιστία της μαρτυρίας. Ευχέρεια για παραμερισμό ή ανατροπή τέτοιων ευρημάτων, παρέχεται μόνο όταν αυτά κρίνονται εξ αντικειμένου ανυπόστατα. Βλ. Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 439, Παύλου ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 68.

Στην προκείμενη περίπτωση το πρωτόδικο δικαστήριο διαπίστωσε τα πραγματικά γεγονότα με βάση την αξιοπιστία των μαρτύρων την οποία ορθά αξιολόγησε. Κρίνουμε πως δεν υπάρχει έδαφος επέμβασης προς ανατροπή ή παραμερισμό συμπερασμάτων ή διαπιστώσεων του δικάσαντος πρωτόδικου δικαστηρίου.

Προβλήθηκε ισχυρισμός ότι το δικαστήριο στηρίχθηκε σε μαρτυρία εξ ακοής για να διαπιστώσει σημείο σύγκρουσης (Χ2 επί του σχεδίου) επειδή το εν λόγω σημείο υποδείχθηκε στον αστυνομικό λοχία ΜΚ1 από τον οδηγό του ενεχόμενου λεωφορείου. Ο εν λόγω ισχυρισμός δεν ευσταθεί. Το δικαστήριο προέβη στη διαπίστωση αναφορικά με το πραγματικό σημείο σύγκρουσης στηριζόμενο στην πρωτογενή μαρτυρία του οδηγού του ενεχόμενου λεωφορείου καθώς και στην πραγματική μαρτυρία η οποία δικαιολογούσε τη διαπίστωση. Η πραγματική μαρτυρία σε υποθέσεις τροχαίων δυστυχημάτων συνιστά χρήσιμο υλικό για τον έλεγχο της αξιοπιστίας της μαρτυρίας και τον έλεγχο της ακρίβειας αντίθετων ισχυρισμών. Για την αξία της πραγματικής μαρτυρίας στην οποία περιλαμβάνονται και τα σχέδια σκηνών τροχαίων δυστυχημάτων βλ. Haloumias v. The Police (1970) 2 C.L.R. 154 και Ioakim v. Soteriades (1984) 1 C.L.R. 175.

Καταλήγουμε πως η έφεση δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

Η έφεση απορρίπτεται.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο