(2000) 2 ΑΑΔ 241
[*241]31 Μαρτίου, 2000
[ΠΙΚΗΣ, Π., ΗΛΙΑΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]
ΔHΜΟΣ ΑΓIΑΣ ΝΑΠΑΣ,
Εφεσειόντες,
v.
ΠΙΕΡΗ ΧΑΜΑΛΗ,
Εφεσιβλήτου.
(Ποινική Έφεση Αρ. 6782)
Ποινική Δικονομία ― Έφεση κατά αθωωτικής απόφασης Κακουργιοδικείου ή Επαρχιακού Δικαστηρίου από Γενικό Εισαγγελέα ― Δεν είναι επιτρεπτή, εκτός εάν οι λόγοι έφεσης μπορεί να υπαχθούν κάτω από τις πρόνοιες των παραγράφων (ι), (ιι), (ιιι) και (ιν) του Άρθρου 137(1)(α) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155 ― Αποκλείεται η άσκηση έφεσης κατά της αξιολόγησης της μαρτυρίας ή οποιουδήποτε θέματος συναφούς προς αυτή και κατά των ευρημάτων του Δικαστηρίου επί των γεγονότων.
Λέξεις και Φράσεις ― “Απόδειξη” στο Άρθρο 137 (1)(α)(ι) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155 ― Συνιστά μετάφραση του όρου “evidence” – “μαρτυρία”.
Λέξεις και Φράσεις ― “Γεγονότα” (facts) στο Άρθρο 137(1)(α) παράγραφος (ιιι) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155 ― Υποδηλώνει παραδεκτά γεγονότα ή γεγονότα τα οποία διαπιστώνει το Δικαστήριο ως υπαρκτά.
Ο εφεσίβλητος είχε απαλλαγεί, λόγω μη αποδείξεως συστατικού στοιχείου του αδικήματος, από την κατηγορία της τοποθέτησης κρεβατιών της θάλασσας σε παραλιακό χώρο, κατά παράβαση των όρων της άδειας που του είχε χορηγηθεί από το Δήμο Αγίας Νάπας.
Οι κατήγοροι εφεσίβαλαν, με την έγκριση του Γενικού Εισαγγελέα, την αθωωτική απόφαση επικαλούμενοι λόγους που απέβλεπαν στην τεκμηρίωση του ακροσφαλούς των ευρημάτων του πρωτόδικου Δικαστη[*242]ρίου.
Ο εφεσίβλητος υποστήριξε ότι η έφεση δεν εσυναρτάτο προς οποιονδήποτε λόγο για τον οποίο χωρούσε έφεση κατά αθωωτικής απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου κάτω από το Άρθρο 137(1) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155 (ο νόμος).
Αποφασίστηκε ότι:
1. Η έφεση απολήγει σε προσβολή των ευρημάτων του Δικαστηρίου στα οποία θεμελιώνεται η αθωωτική ετυμηγορία.
2. Το Άρθρο 137(1)(α), δεν παρέχει δικαίωμα έφεσης κατά της αξιολόγησης της μαρτυρίας ή οποιουδήποτε θέματος συναφούς προς αυτή ή κατά της προσβολής των ευρημάτων του δικαστηρίου επί των γεγονότων.
3. Αντικείμενο της έφεσης είναι η ανατροπή των ευρημάτων του Δικαστηρίου και όχι η διαπίστωση απουσίας μαρτυρίας η οποία παρέχει έρεισμα σ’ αυτά. Η επίκληση της παραγράφου (ι) του Άρθρου 137(1)(α) χωρεί μόνο όπου ελλείπει μαρτυρία η οποία να παρέχει βάση για τα ευρήματα του Δικαστηρίου και η παράγραφος (ιι) περιορίζει τη δυνατότητα έφεσης σε περιπτώσεις όπου γίνεται δεκτή ή απορρίπτεται μαρτυρία κατ’ αντίθεση προς το δίκαιο της απόδειξης.
4. Δεν παρέχεται δικαίωμα έφεσης στην παρούσα υπόθεση, ούτε στη βάση των παραγράφων (ιιι) και (ιv) του νόμου.
Η έφεση απορρίφθηκε.
Αναφερόμενη υπόθεση:
Γενικός Εισαγγελέας ν. Σωφρονίου (2000) 2 Α.Α.Δ. 151.
Έφεση εναντίον Αθωωτικής Απόφασης.
Έφεση από το Δήμο Αγίας Νάπας εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Αμμοχώστου (Στυλιανίδης, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 2109/98), ημερομηνίας 10/7/98, με την οποία αθωώθηκε ο εφεσίβλητος από την κατηγορία της τοποθέτησης κρεβατιών της θάλασσας σε παραλιακό χώρο, κατά παράβαση των όρων της άδειας η οποία του χορηγήθηκε από το Δήμο Αγίας Νάπας.
Α. Ποιητής, για τους Εφεσείοντες.
[*243]
Δ. Καλλής, για τον Εφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γ. Μ. Πικής, Π.
ΠΙΚΗΣ, Π.: Το Επαρχιακό Δικαστήριο αθώωσε τον εφεσίβλητο από την κατηγορία της τοποθέτησης κρεβατιών της θάλασσας σε παραλιακό χώρο, κατά παράβαση των όρων της άδειας που του χορηγήθηκε από το Δήμο Αγίας Νάπας. Έκρινε ότι κανένα από τα δύο βασικά συστατικά του αδικήματος τα οποία προσδιόρισε, δεν αποδείχτηκε,
(α) Παροχή υπηρεσιών στην παραλία, και
(β) Παράβαση των όρων της άδειας που του είχε παρασχεθεί να τοποθετεί κρεβατάκια σε καθορισμένο μέρος (Τομέας 11), μέρος της παραλίας στην περιοχή Μακρόνησος.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη στα ευρήματά του μετά την αξιολόγηση της μαρτυρίας που προσάχθηκε από την κατηγορούσα αρχή, το Δήμο Αγίας Νάπας, προερχόμενη από πέντε μάρτυρες και τη μαρτυρία που δόθηκε για την υπεράσπιση, από τον ίδιο τον εφεσίβλητο, και τους δύο μάρτυρες που κάλεσε. Οι κατήγοροι εφεσίβαλαν, με την έγκριση του Γενικού Εισαγγελέα, την αθωωτική απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου για τους ακόλουθους τρεις λόγους:
«1. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα ηύρε ότι δεν απεδείχθησαν οι προϋποθέσεις που τάσσει το άρθρο 5Γ(1) του Ν.75(1)/94, ήτοι:
(α) ότι η τοποθέτηση εγινόταν στην παραλία και
(β) χωρίς άδεια ή και κατά παράβαση της υφισταμένης.
Αιτιολογία:
(α) Το άρθρο 5Γ(1) αναφέρεται σε παροχή υπηρεσιών χωρίς την προηγούμενη άδεια της Αρμοδίας Αρχής ή και κατά [*244]παράβαση των όρων που διαλαμβάνει η άδεια αυτή.
(β) Το άρθρο 2 αναφέρει ότι παροχή υπηρεσιών σημαίνει την τοποθέτηση σε καθορισμένο σημείο της παραλίας κρεβατιών θάλασσας και ομπρελών για ενοικίαση ή παραχώρηση σε λουομένους.
(γ) Ο μάρτυρας Πατέρας αναφέρετο συνεχώς στο τεκμήριο για αναγνώριση που ο ίδιος κατέθεσε το οποίο ήταν τοπογραφικό σχέδιο στο οποίο καθόριζε σαν ΠΕΡΙΟΧΗ 11 το μέρος στο οποίο τοποθετούσε τα κρεβατάκια ο κατηγορούμενος.
(δ) Το πιο πάνω τεκμήριο παρέμεινε μεν σαν τεκμήριο για αναγνώριση αλλά ο μάρτυρας Άθως Γεωργίου κατέθεσε σχέδιο σαν τεκμήριο και ανέφερε ότι το σχέδιο αυτό είναι ακριβώς το ίδιο με εκείνο που εχρησιμοποιούσε και στο οποίο παραπέμπει στην μαρτυρία του ο μάρτυρας Πατέρας και εξήγησε ότι η ΠΕΡΙΟΧΗ 11 είναι παραλία.
(ε) Είναι λοιπόν φανερό ότι το μέρος στο οποίο αναφέρετο ο μάρτυρας Πατέρας είναι εκείνο που φαίνεται σαν ΠΕΡΙΟΧΗ 11 στο σχέδιο που κατέθεσε ο μάρτυρας Άθως Γεωργίου ο οποίος εξήγησε ότι το μέρος αυτό είναι παραλία.
(στ) Περαιτέρω είναι φανερό ότι το μέρος αυτό στο οποίο τοποθετούντο τα κρεβατάκια και προσέφερε τις υπηρεσίες του ο κατηγορούμενος ήταν η περιοχή με αύξοντα αριθμό 11.
(ζ) Επομένως το Πρωτόδικο Δικαστήριο ηύρε ότι η τοποθέτηση των κρεβατιών δεν απεδείχθη ότι εγινόταν στην παραλία.
(η) Περαιτέρω καμία αντεξέταση έγινε στους μάρτυρες κατηγορίας σχετικά με το ότι τα κρεβάτια ετοποθετούντο στην παραλία.
1. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα ηύρε ότι δεν απεδείχθη παράβασις των όρων της αδείας Τεκμήριον 1 διότι, πάντοτε κατά το Πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν απεδείχθη το γε[*245]γονός ότι η παροχή υπηρεσιών εγίνετο στην παραλία.
Αιτιολογία:
Εν όψει όλων των πιο πάνω είναι φανερό ότι το Δικαστήριο έσφαλε διότι απεδείχθη ολοφάνερα ότι η παροχή υπηρεσιών εγίνετο στην παραλία ΠΕΡΙΟΧΗ 11.
Προς τον σκοπό αυτό υιοθετούνται όλα τα σημεία της πιο πάνω αιτιολογίας.
2. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα αθώωσε και απάλλαξε τον κατηγορούμενο με βάση ότι δεν απεδείχθη ότι η παροχή υπηρεσιών εγίνετο στην παραλία ΠΕΡΙΟΧΗ 11 ή και ότι για τον ίδιο λόγο απεδείχθη η παράβαση των όρων της αδείας ΤΕΚΜΗΡΙΟΝ 1.
Αιτιολογία:
Όλα τα ανωτέρω.»
Η αιτιολόγηση τόσο του πρώτου όσο και του δεύτερου λόγου, αποβλέπει στην τεκμηρίωση του ακροσφαλούς των ευρημάτων του Δικαστηρίου, υπό το φως της δοθείσας μαρτυρίας. Σύμφωνα με την αιτιολογία η οποία παρέχεται στην ειδοποίηση έφεσης και την επιχειρηματολογία που προβλήθηκε προς υποστήριξη της (στο διάγραμμα αγόρευσης και προφορικά ενώπιον μας), το πρωτόδικο Δικαστήριο λειτούργησε κάτω από εσφαλμένη εκτίμηση ως προς το τί έτεινε να αποδείξει η προσαχθείσα μαρτυρία· παρείδε πτυχές της μαρτυρίας συνεκτίμηση των οποίων θα εδικαιολογούσε διαφορετικά ευρήματα και κατάληξη.
Ο εφεσίβλητος υποστηρίζει την πρωτόδικη απόφαση σ’ όλα της τα σημεία. Ταυτόχρονα αμφισβητεί το παραδεχτό της έφεσης. Η έφεση, κατά την εισήγησή του, δεν συναρτάται προς οποιοδήποτε λόγο για τον οποίο χωρεί έφεση κατά αθωωτικής απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου κάτω από το Άρθρο 137(1) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, (ο νόμος). Προς επίρρωση των θέσεων του επικαλέστηκε την πρόσφατη απόφασή μας στη Γενικός Εισαγγελέας ν. Σωφρονίου (2000) 2 Α.Α.Δ. 151.
Από όποια οπτική γωνία και αν ήθελε αντικρυσθεί η έφεση απολήγει σε προσβολή των ευρημάτων του Δικαστηρίου στα οποία θεμελιώνεται η αθωωτική του ετυμηγορία. Ισχυρή όσο και αν είναι [*246]η επιχειρηματολογία η οποία έχει αναπτυχθεί προς θεμελίωση του εσφαλμένου των ευρημάτων του Δικαστηρίου, αυτή δεν μπορεί να εξεταστεί εκτός αν κριθεί ότι η έφεση είναι όντως παραδεχτή. Στη Γενικός Εισαγγελέας ν. Σωφρονίου (ανωτέρω), διαπιστώσαμε ότι: (σελ.159)
«Πρόδηλο είναι από το κείμενο του Άρθρου 137(1)(α), κρινόμενο στην ολότητά του, ότι το δικαίωμα υποβολής έφεσης από το Γενικό Εισαγγελέα περιορίζεται σε νομικά ζητήματα. Αποκλείεται η άσκηση έφεσης κατά της αξιολόγησης της μαρτυρίας ή οποιουδήποτε θέματος συναφούς προς αυτή, όπως αποκλείεται η προσβολή των ευρημάτων του δικαστηρίου επί των γεγονότων.»
Ο κ. Ποιητής υπέβαλε κατ’ αρχή ότι η έφεση μπορεί να ενταχθεί κάτω από τις πρόνοιες του Άρθρου 137(1)(α)(i), το οποίο προβλέπει:
«(i) ότι δεν υπήρξε απόδειξη βάσει της οποίας το Δικαστήριο μπορούσε εύλογα να διαπιστώσει πραγματικό γεγονός ή γεγονότα αναγκαία για τη θεμελίωση της απόφασης αυτής.»
Υποδείξαμε ότι ο όρος «απόδειξη» συνιστά μετάφραση του όρου «evidence» - «μαρτυρία».
«(i) that there was no evidence on which the Court could reasonably find a fact or facts necessary to support such judgment;»
Αντικείμενο της έφεσης είναι η ανατροπή των ευρημάτων του Δικαστηρίου και όχι η διαπίστωση απουσίας μαρτυρίας η οποία να παρέχει έρεισμα σ’ αυτά. Χωρεί επίκληση της παραγράφου (i) ανωτέρω, μόνο όπου ελλείπει μαρτυρία η οποία να παρέχει βάση για τα ευρήματα του Δικαστηρίου. Ούτε η παράγραφος (ii) του άρθρου 137(1)(α) θα μπορούσε να προσδώσει έρεισμα στην έφεση, όπως έγινε αντιληπτό. Η παράγραφος (ii) περιορίζει τη δυνατότητα έφεσης σε περιπτώσεις όπου γίνεται δεκτή ή απορρίπτεται μαρτυρία κατ’ αντίθεση προς το δίκαιο της απόδειξης.
Ο κ. Ποιητής έστρεψε την προσοχή του στην παράγραφο (iii), του ιδίου άρθρου, η οποία κατά την εισήγησή του καθιστά την έφεση παραδεχτή:
[*247]«(iii) ότι ο νόμος εφαρμόστηκε πλημμελώς επί των πραγματικών γεγονότων.»
(«(iii) that the law was wrongly applied to the facts;»)
Σύμφωνα με την απόφασή μας στη Γενικός Εισαγγελέας ν. Σωφρονίου (ανωτέρω): (σ.160)
«Η παράγραφος (iii) του Άρθρου 137(1)(α) παρέχει δικαίωμα έφεσης οποτεδήποτε οι σχετικές διατάξεις του νόμου τυγχάνουν εσφαλμένης εφαρμογής στα γεγονότα της υπόθεσης. Τα γεγονότα είναι εκείνα τα οποία συνθέτουν τα ευρήματα του δικαστηρίου. Ο όρος “γεγονότα” (facts) αντιδιαστέλλεται, στο πλαίσιο του Άρθρου 137(1)(α), προς τον όρο “μαρτυρία” (evidence)· υποδηλώνει δε παραδεκτά γεγονότα, ή γεγονότα τα οποία διαπιστώνει το δικαστήριο ως υπαρκτά.»
Πρόδηλο επίσης είναι ότι η έφεση δεν θέτει υπό αμφισβήτηση την κανονικότητα της διαδικασίας ενώπιον του πρωτοδίκου Δικαστηρίου ώστε να υπεισέρχεται η παράγραφος (iv) του συγκεκριμένου άρθρου, στη θεμελίωσή της.
Διαπιστώνουμε ότι η έφεση δεν υπάγεται σε κανένα από τους δικαιοδοτικούς όρους που θέτει το Άρθρο 137(1)(α) του νόμου, για την άσκηση έφεσης κατά αθωωτικής απόφασης ποινικού Δικαστηρίου.
Η έφεση κρίνεται απαράδεκτη και απορρίπτεται.
Η έφεση απορρίπτεται.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο