Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας και Άλλος ν. Γεώργιου Ανδρέα Πότση και Άλλης (2000) 2 ΑΑΔ 252

(2000) 2 ΑΑΔ 252

[*252]25 Απριλίου, 2000

[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]

(Ποινική Έφεση Αρ. 6874)

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσείων,

v.

ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΑΝΔΡΕΑ ΠΟΤΣΗ,

Εφεσιβλήτου.

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 6876)

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΑΝΔΡΕΑ ΠΟΤΣΗ,

Εφεσείων,

v.

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

(Ποινικές Εφέσεις Αρ. 6874, 6876)

 

Ποινή ― Πρόκληση θανάτου λόγω επικίνδυνης πράξης κατά παράβαση του Άρθρου 210 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 ― Εφεσίβλητος ηλικίας 28 χρόνων κατά τη διάπραξη του αδικήματος, έγγαμος και πατέρας δύο ανήλικων τέκνων ― Είναι άτομο με ευαισθησίες σε θέματα ανθρώπινου πόνου ― Η πρόκληση του ατυχήματος τον επηρέασε σοβαρά στην προσωπική, επαγγελματική και οικογενειακή του ζωή ― Λευκό ποινικό μητρώο ― Πάροδος μεγάλου χρονικού διαστήματος μεταξύ διάπραξης αδικήματος και επιβολής της ποινής ― Επιβολή ποινής φυλάκισης δύο μηνών ― Χαρακτηρίσθηκε επιεικής αλλά επικυρώθηκε κατ’ έφεση.

[*253]Απόδειξη ― Αξιοπιστία μαρτύρων ― Ευρήματα Δικαστηρίου ― Ευθύνη του πρωτόδικου Δικαστηρίου να προσδιορίζει τα γεγονότα και να προβαίνει σε ευρήματα και συμπεράσματα ενόψει συγκρουομένων εκδοχών ― Προϋποθέσεις επέμβασης του Εφετείου σε αξιολόγηση μαρτυρίας και ευρήματα πρωτόδικου Δικαστηρίου.

Απόδειξη ― Αντιφατική μαρτυρία ― Πρόκληση θανάτου κατά παράβαση του Άρθρου 210 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 ― Έφεση για παραμερισμό καταδίκης λόγω αντιφάσεων στη μαρτυρία των μαρτύρων κατηγορίας ― Αποφασίστηκε, κατά πλειοψηφία ότι οι αντιφάσεις δεν ήταν ουσιαστικές, ώστε να πλήττεται η αξιοπιστία των μαρτύρων.

Ποινή ― Μετριαστικοί παράγοντες ― Πάροδος μακρού χρόνου από τη διάπραξη του αδικήματος μέχρι τη δίκη.

Η έφεση αρ. 6876 στρέφεται εναντίον της καταδίκης του εφεσείοντος στην κατηγορία πρόκλησης θανάτου λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτης ή επικίνδυνης πράξης ή συμπεριφοράς κατά την οδήγηση οχήματος, κατά παράβαση του Άρθρου 210 του Ποινικού Κώδικα.

Με την έφεση αρ. 6874 προσβάλλεται η ποινή φυλάκισης δύο μηνών που επιβλήθηκε στον εφεσίβλητο ως έκδηλα ανεπαρκής.

Θύμα του ατυχήματος ήταν ανήλικη ηλικίας 8 ετών η οποία εβάδιζε, στο δεξιό πεζοδρόμιο σε σχέση με την πορεία του εφεσείοντος ακολουθώντας φίλη της, ανήλικη 12 ετών (Μ.Κ. 4) που κρατούσε από του λουρί το σκύλο της.  Το ατύχημα έγινε σε διάβαση πεζών, τη στιγμή που το θύμα διασταύρωνε, και ήταν ακόμα στα μέσα του δρόμου.

Η εκδοχή των δύο μαρτύρων κατηγορίας (Μ.Κ.3 και 4), οι οποίοι ήταν αυτόπτες μάρτυρες, ήταν ότι το θύμα κτυπήθηκε από το μπροστινό αριστερό μέρος του αυτοκινήτου του εφεσείοντος. Αντίθετα η εκδοχή της υπεράσπισης ήταν ότι το θύμα κτύπησε στην οπίσθια δεξιά πλευρά του. Το αυτοκίνητο του εφεσείοντος δεν έφερε ίχνη ζημιάς στο μπροστινό του μέρος.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε ανεπιφύλακτα ότι οι αυτόπτες μάρτυρες έλεγαν την αλήθεια και κατέληξε ότι το σημείο σύγκρουσης ήταν πολύ κοντά στη διάβαση, το θύμα κτυπήθηκε με το δεξιό μπροστινό μέρος του αυτοκινήτου του εφεσείοντος και εκτινάχθηκε σε απόσταση 14 περίπου μέτρων μπροστά.

Έφεση αρ. 6876

[*254]

Οι λόγοι έφεσης που πρόβαλε ο εφεσείων αφορούσαν την αξιοπιστία των μαρτύρων κατηγορίας και την απόρριψη της εκδοχής του εφεσείοντος όσον αφορά τις συνθήκες του δυστυχήματος. Υποστηρίχθηκε επίσης ότι το Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη το γεγονός ότι στο μπροστινό δεξιό μέρος του αυτοκινήτου δεν υπήρχε σημείο σύγκρουσης και επίσης ότι το θύμα δεν έφερε τραύματα στο αριστερό μέρος του σώματός του.

Το ερώτημα που εγείρεται είναι κατά πόσο στην κατ’ έφεση δικαιοδοσία του το Ανώτατο Δικαστήριο ενδείκνυται να ανατρέψει ευρήματα και συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί της αξιοπιστίας των μαρτύρων.

Αποφασίστηκε ότι:

Α. Υπό Κρονίδη, Δ., συμφνωνούντος και του Κραμβή, Δ.:

1.  Από εξέταση του συνόλου της μαρτυρίας, δεν προκύπτει ότι υπήρξαν ουσιαστικές αντιφάσεις τέτοιες που να καταστρέψουν την αξιοπιστία των μαρτύρων.

     Τα ευρήματα, με βάση την αξιοπιστία των μαρτύρων, όπως αυτή εκτιμήθηκε από τον πρωτόδικο Δικαστή, που είχε την ευκαιρία να τους ακούσει, δεν δικαιολογούν την επέμβαση του Εφετείου.

2.  Η διαπίστωση του Δικαστηρίου για τα τραύματα του θύματος και η ανυπαρξία ζημιάς στο εμπρόσθιο μέρος του αυτοκινήτου του εφεσείοντα δεν είναι αποκαλυπτικά της εξέλιξης των πραγμάτων και των συνθηκών του ατυχήματος. Δεν είναι δυνατό να εξαχθούν ασφαλή συμπεράσματα ούτε φυσικά το Δικαστήριο να μετατραπεί σε εμπειρογνώμονα αφού τέτοια μαρτυρία δεν υπήρχε ενώπιόν του. Ορθά κατά συνέπεια το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε τη μαρτυρία των αυτόπτων μαρτύρων και κατέληξε στα ευρήματα και συμπεράσματά του.

Β. Υπό Νικολαΐδη, Δ.:

1.  Η μαρτυρία του Μ.Κ.3 έχει αντιφάσεις και αφήνει ερωτηματικά ως προς τις συνθήκες του δυστυχήματος. Όμως η πιο σημαντική αντίφαση στη μαρτυρία του είναι η αναφορά του στον τρόπο με τον οποίο το θύμα διέσχισε το δρόμο. Ερωτηματικά εγείρονται και στην αναφορά του στο μέρος του αυτοκινήτου με το οποίο κτυπήθηκε το θύμα.  Στο Δικαστήριο ανέφερε ότι το θύμα κτυπήθηκε με [*255]το μπροστινό δεξιό φτερό του αυτοκινήτου, ενώ στην κατάθεσή του στην Αστυνομία δεν παρουσιάζεται τόσο σίγουρος.

     Ερωτηματικά εγείρονται και στη μαρτυρία της Μ.Κ.4.

2.  Οι αντιφάσεις των δύο μαρτύρων, μικρές ή μεγάλες, ήταν τέτοιες που να μην επιτρέπουν στο Δικαστήριο να στηρικτεί στη μαρτυρία και να καταλήξει σε διαπίστωση ενοχής του εφεσείοντος.

Έφεση 6874

Οι προσωπικές περιστάσεις του εφεσιβλήτου, το λευκό ποινικό του μητρώο καθώς επίσης και η πάροδος τεσσάρων χρόνων από τη διάπραξη του αδικήματος δεν παρέχουν πεδίο για επέμβαση του Εφετείου για αύξηση της επιβληθείσας ποινής.

Οι εφέσεις απορρίφθηκαν κατά πλειοψηφία.

Παρατηρήσεις Δικαστηρίου:

1.  Για να διασφαλίζεται η ασφάλεια των πεζών, οι διαβάσεις πεζών πρέπει να σηματοδοτούνται με τον καλύτερο δυνατό τρόπο και όχι να υπονοούνται με την ύπαρξη απλώς δύο φανών στο πεζοδρόμιο, που εύκολα μπορεί να μη γίνουν αντιληπτοί.

2.  Το αποδεικτικό υλικό και ιδιαίτερα οι καταθέσεις δεν πρέπει να αλλοιώνεται ή να παραμορφώνεται από τις υπογραμμίσεις που γίνονται είτε από την Κατηγορούσα Αρχή, είτε από μέλη της Αστυνομικής Δύναμης που μελετούν το φάκελο της υπόθεσης.  Είναι γνωστό ότι δεν επιτρέπεται η οποιαδήποτε επέμβαση στο αποδεικτικό υλικό και ιδιαίτερα στις  καταθέσεις.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Πίτσιλλος ν. Ευγενίου (1989) 1 Α.Α.Δ. 691,

Λοϊζιάς ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 298,

Κουδουνάρης ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 320,

Καννάουρου κ.ά. ν. Σταδιώτη κ.ά. (1990) 1 Α.Α.Δ. 35,

Μαυρίδης ν. Dharanghji (1990) 1 A.A.Δ. 1013,

[*256]

Κυριακίδου κ.ά. ν. Νικολάου (1993) 1 Α.Α.Δ. 45,

Οδυσσέως ν. Χ”Λούκα, Πολιτική Έφεση 10485, ημερ. 22.2.2000,

R. v. John Kenneth Guilfoyle, 57 Cr. App. R. 549,

Attorney-General (1973) 2 C.L.R. 344,

Γενικός Εισαγγελέας ν. Αβρααμίδης (1993) 2 Α.Α.Δ. 355,

Γενικός Εισαγγελέας ν. BISCO LTD (1991) 2 A.A.Δ. 16,

Γενικός Εισαγγελέας ν. Νεοφύτου (1991) 2 Α.Α.Δ. 5,

Γενικός Εισαγγελέας ν. Τέλλα (1991) 2 Α.Α.Δ. 71.

Εφέσεις εναντίον Καταδίκης και Ποινής.

Έφεση από τον κατηγορούμενο (Έφεση 6876) εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, (Ποινική Υπόθεση Αρ. 15235/97), ημερομηνίας 17/1/00, με την οποία βρέθηκε ένοχος και καταδικάστηκε σε κατηγορία για πρόκληση θανάτου λόγω επικίνδυνης πράξης κατά παράβαση του Άρθρου 210 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154 και έφεση από το Γενικό Εισαγγελέα (Έφεση 6874) εναντίον της ίδιας απόφασης με την οποία προσβάλλεται ως έκδηλα ανεπαρκής, η ποινή φυλάκισης δύο μηνών η οποία επιβλήθηκε στον εφεσίβλητο.

Ξ. Ευσταθίου με Ρ. Βραχίμη και Χ. Ιακωβίδη, για τον Εφεσείοντα στην Ποινική Έφεση Αρ. 6874.

Στ. Ερωτοκρίτου με Χ. Πότση, για τον Εφεσίβλητο στην Ποινική Έφεση Αρ. 6874.

Στ. Ερωτοκρίτου με Χ. Πότση, για τον Εφεσείοντα στην Ποινική Έφεση Αρ. 6876.

Ξ. Ευσταθίου με Ρ. Βραχίμη και Χ. Ιακωβίδη, για την Εφεσίβλητη στην Ποινική Έφεση Αρ. 6876.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Την απόφαση της πλειοψηφίας θα δώσει ο [*257]Δικαστής Κρονίδης. Με αυτήν συμφωνεί ο Δικαστής Κραμβής. Θα εκδώσω χωριστή απόφαση.

ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων στην έφεση 6876 αντιμετώπισε κατηγορία βάσει του άρθρου 210 του Ποινικού Κώδικα, όπως τροποποιήθηκε με το Νόμο 111/89, για το ότι στις 11.4.1996 ενώ οδηγούσε το μηχανοκίνητο όχημα αρ. εγγραφής MJ231 στην οδό Αγίας Σοφίας στη Λεμεσό, επέφερε το θάνατο στην Άντρη Αλέκου Σκορτίδου, ανήλικη ηλικίας 8 ετών, λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτης ή επικίνδυνης πράξης ή συμπεριφοράς κατά την οδήγηση του οχήματός του.

Το Δικαστήριο, μετά απο μακρά ακροαματική διαδικασία, τον βρήκε ένοχο και του επέβαλε δίμηνη ποινή φυλάκισης.

Τα γεγονότα της υπόθεσης, όπως παρουσιάστηκαν από τους μάρτυρες της κατηγορούσας αρχής και που καθαρά διαπιστώνονται από το επί κλίμακος σχέδιο, που ετοίμασε και παρουσίασε στο Δικαστήριο ο εξεταστής του ατυχήματος, ως επίσης και από τα παραδεκτά γεγονότα που κατατέθησαν από τις δύο πλευρές και εγκρίθηκαν από το Δικαστήριο, είναι τα ακόλουθα:-

Την 11.4.96 και ώρα 18.00, ο εφεσείων οδηγούσε το αυτοκίνητο του μάρκας Suzuki τύπου τζιπ υπ’ αριθμό εγγραφής MJ231 στην οδό Αγίας Σοφίας στη Λεμεσό. Ο δρόμος είναι ευθύς με καλή ορατότητα, διπλής κατεύθυνσης, πλάτους 9.40 μέτρων. Σε σημείο του δρόμου υπάρχει διάβαση πεζών. Υπήρχαν φανοί ένθεν και ένθεν του δρόμου προειδοποιητικοί της διάβασης. Οι φανοί αυτοί δεν ευρίσκοντο σε φωτεινή λειτουργία κατά την ώρα του ατυχήματος.  Υπήρχε επίσης και προειδοποιητική πινακίδα που υποδείκνυε τη διάβαση πεζών. Επί της ασφάλτου δεν υπήρχε η σχετική σηματοδότηση με τις άσπρες γραμμές.

Η ανήλικη, το θύμα ηλικίας 8 ετών, εβάδιζε στο δεξιό πεζοδρόμιο σε σχέση με την πορεία του εφεσείοντα ακολουθώντας τη φίλη της, ανήλικη 12 ετών (Μ.Κ. 4) που κρατούσε από το λουρί το σκύλο της. Όταν έφθασαν στη διάβαση πεζών, στο προειδοποιητικό σήμα τροχαίας η Μ.Κ.4 κατήλθε στην άσφαλτο και άρχισε να διασταυρώνει το δρόμο ελαφρά διαγωνίως, με σκοπό να περάσει απέναντι όπου υπήρχε το περίπτερο του Μ.Κ.3. Πίσω της ακολουθούσε το θύμα που άρχισε να διασταυρώνει το δρόμο με τον ίδιο τρόπο. Ο σκύλος που κρατούσε από το λουρί η πρώτη ανήλικη, ο οποίος [*258]ήταν μεγαλόσωμος, ανάγκασε την πρώτη ανήλικη να επιταχύνει το βήμα της και να φθάσει στην άλλη πλευρά του δρόμου. Η δεύτερη ανήλικη, το θύμα, ήταν ακόμα στα μέσα του δρόμου. Τη στιγμή ακριβώς εκείνη κτυπήθηκε από το αυτοκίνητο του εφεσείοντα. Εκτινάχθηκε δε σε απόσταση κοντά στο δεξιό πεζο-δρόμιο σε σχέση με την πορεία του αυτοκινήτου. Η ανήλικη τραυματίσθηκε σοβαρά και υπέκυψε στα τραύματά της. Αιτία του θανάτου της ήταν η βαριά κρανιοεγκεφαλική κάκωση που υπέστη.

Επί του σχεδίου της σκηνής του ατυχήματος σημειώνονται δύο σημεία συγκρούσεως. Και τα δύο ευρίσκονται περίπου στο κέντρο της ασφάλτου. Το σημείο Χ1 είναι μόλις 3 μέτρα από τη διάβαση των πεζών και, σύμφωνα με τον αστυνομικό μάρτυρα, του το υπέδειξαν οι μάρτυρες κατηγορίας. Το δεύτερο σημείο Χ επί του σχεδίου, του το υπέδειξε ο εφεσείων και απέχει 17 μέτρα από τη διάβαση. Στο ίδιο περίπου σημείο ο αστυνομικός σημείωσε επί του σχεδίου και κηλίδα αίματος που προήλθε από το θύμα. Στη σκηνή του δυστυχήματος δεν ανευρέθησαν άλλα ίχνη της σύγκρουσης ούτε οποιαδήποτε ίχνη τροχοπέδησης του αυτοκινήτου του εφεσείοντα.

Ήταν η εκδοχή και των δύο μαρτύρων κατηγορίας (Μ.Κ.3 και 4) οι οποίοι ήσαν αυτόπτες μάρτυρες του δυστυχήματος ότι το θύμα κτυπήθηκε από το εμπρόσθιο αριστερό μέρος του αυτοκινήτου του εφεσείοντα και εκτινάχθηκε προς τα εμπρός όπως ήταν η πορεία του αυτοκινήτου. Αντίθετη ήταν η εκδοχή της Υπεράσπισης κατά την αντεξέταση των μαρτύρων κατηγορίας ότι δηλαδή το θύμα κτύπησε στην οπίσθια δεξιά πλευρά του αυτοκινήτου του εφεσείοντα. Σημειώνουμε ότι ο εφεσείων, ως είχε το δικαίωμα, όταν εκλήθη από το Δικαστήριο σε απολογία, υιοθέτησε χωρίς όρκο από το εδώλιο του κατηγορουμένου, την θεληματική του κατάθεση προς την αστυνομία, Τεκμήριο 4. Η Υπεράσπιση έκλεισε έτσι την υπόθεση της χωρίς να καλέσει οποιαδήποτε μαρτυρία.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού περιέγραψε με λεπτομέρεια τη μαρτυρία που ήταν ενώπιον του προέβη σε αξιολόγηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων κατηγορίας. Για τους λόγους που αναφέρονται στην απόφαση του αποδέχθηκε ανεπιφύλακτα τη μαρτυρία όλων των μαρτύρων κατηγορίας και ιδιαίτερα πίστεψε ότι οι αυτόπτες μάρτυρες έλεγαν την αλήθεια στο Δικαστήριο. Κατέληξε δε, τελικά, στα ευρήματα του, τα οποία συνάδουν με την ενώπιον του μαρτυρία. Στα ευρήματα του το Δικαστήριο καθορίζει ως σημείο σύγκρουσης το Χ1 που είναι πολύ κοντά στη διάβαση.  Αναφέρει, [*259]ως εύρημα του, ότι η πρώτη ανήλικη που κρατούσε το σκύλο με γοργό βήμα διασταύρωσε το δρόμο, το δε θύμα ακολουθούσε με πιο αργό ρυθμό. Όταν το θύμα ευρίσκετο περίπου στο μέσο της ασφάλτου κτυπήθηκε με το δεξιό εμπρόσθιο μέρος του αυτοκινήτου του εφεσείοντα και εκτινάχθηκε σε απόσταση 14 περίπου μέτρων μπροστά. Ο εφεσείων συνέχισε την πορεία του για άλλα περίπου 60 μέτρα και σταμάτησε. Με οπίσθια ταχύτητα επέστρεψε στη σκηνή και ακινητοποίησε το αυτοκίνητό του στην αριστερά πλευρά του δρόμου κοντά στο σημείο που έπεσε το θύμα.

Το Δικαστήριο αφού ανέλυσε τη νομική πτυχή που διέπει τέτοιου είδους υποθέσεις κατέληξε ότι απεδείχθη, πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, η ενοχή του εφεσείοντα και τον βρήκε ένοχο.

Ο εφεσείων στην ειδοποίηση έφεσης προβάλλει 7 λόγους για τους οποίους ζητά την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης. Και οι 7 λόγοι διαπλέκονται μεταξύ τους και αναφέρονται στην αξιοπιστία των μαρτύρων κατηγορίας και την απόρριψη της εκδοχής του όσον αφορά τις συνθήκες του δυστυχήματος όπως αυτές προβάλλονται από τις υποβολές προς τους μάρτυρες κατηγορίας από την Υπεράσπιση. Γι΄ αυτό το λόγο και η ευπαίδευτη συνήγορος του κατηγορουμένου αγόρευσε γενικά για τους λόγους έφεσης ενώπιον του Εφετείου δίδοντας μεγάλη έμφαση στους ισχυρισμούς της ότι οι κύριοι μάρτυρες κατηγορίας ήσαν αναξιόπιστοι.  Όσον αφορά τον αυτόπτη μάρτυρα Κόκο Κωνσταντίνου, ιδιοκτήτη παρακείμενου περιπτέρου, που στεκόταν έξω από το περίπτερο του, όταν έγινε το δυστύχημα, η δικηγόρος του εφεσείοντα επεσήμανε δύο μόνο στοιχεία της μαρτυρίας του που τον καθιστούν αναξιόπιστο. Πρώτο, ότι στην κύρια εξέταση του δεν ανέφερε τίποτε για ένα αυτοκίνητο που οδηγείτο από την αντίθετη κατεύθυνση του εφεσείοντα και είχε προσπεράσει τις ανήλικες προτού επιχειρήσουν να διασταυρώσουν ενώ κατά την αντεξέταση του παραδέχθηκε ότι πράγματι είχε περάσει το αυτοκίνητο αυτό που οδηγείτο από κάποιον ονόματι Φτωχόπουλο που ευρίσκετο, κατά το χρόνο της αντεξέτασής του, στο Δικαστήριο.

Ο αυτόπτης όμως αυτός μάρτυρας έδωσε σαφείς εξηγήσεις στο Δικαστήριο. Όπως κατέθεσε προτού φθάσουν ακόμα στη διάβαση πεζών οι ανήλικες που εβάδιζαν στο πεζοδρόμιο είχε περάσει το αυτοκίνητο του Φτωχόπουλου. Όταν συνέβη το ατύχημα, συμπλήρωσε, το αυτοκίνητο του Φτωχόπουλου ήταν ήδη 100 μέτρα μακρυά από τη διάβαση. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του όταν οι ανήλικες [*260]έφθασαν στη διάβαση το αυτοκίνητο του Φτωχόπουλου είχε ήδη προσπεράσει τη διάβαση και ευρίσκετο 30 μέτρα μακρυά.  Άλλη επισήμανση της δικηγόρου ήταν ότι ο μάρτυρας αυτός, ενώ στην κατάθεση του προς την αστυνομία είχε πει ότι το θύμα μπήκε στο δρόμο με γοργό βήμα, στην προφορική μαρτυρία ενώπιον του Δικαστηρίου ανέφερε ότι “δεν εβούραν, δεν ήταν γρήγορο το βήμα της που πήγαινε”.

Για δύο επίσης σημεία η ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα προσπαθεί να θίξει την αξιοπιστία της Μ.Κ.4.  Ισχυρίζεται ότι στη μαρτυρία της κατέθεσε ότι προτού αρχίσει να διασταυρώνει πρώτη το δρόμο εκοίταξε δεξιά και αριστερά και δεν υπήρχε τροχαία κίνηση. Ενώ, από τη μαρτυρία προκύπτει, ότι υπήρχαν τα αυτοκίνητα του κατηγορούμενου και του Φτωχόπουλου. Το δεύτερο σημείο που επεσήμανε η δικηγόρος του εφεσείοντα είναι εντελώς επουσιώδες. Υπεβλήθη στη μάρτυρα ότι στην κατάθεσή της είπε “η Άντρη (εννοώντας το θύμα) κτύπησε πάνω στο μπροστινό δεξιό φτερό του αυτοκινήτου” ενώ στην προφορική της μαρτυρία είπε ότι το αυτοκίνητο με το δεξιό μπροστινό φτερό κτύπησε το θύμα. Η μάρτυρας, παρά το πολύ νεαρό της ηλικίας της, ανέφερε ότι μπορεί να είναι φραστικό λάθος. Αυτό που εννοούσε είναι ότι το θύμα κτυπήθηκε από το εμπρόσθιο μέρος του αυτοκινήτου στο δεξιό φτερό μεταξύ του δεξιού μεγάλου και του μικρού φανού του αυτοκινήτου.

Και το ερώτημα που εγείρεται είναι κατά πόσο στην κατ’ έφεση δικαιοδοσία του το Ανώτατο Δικαστήριο ενδείκνυται να ανατρέψει ευρήματα και συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, που βασίζονται στην αξιοπιστία των μαρτύρων που κατέθεσαν ενώπιόν του.

Είναι καλά καθιερωμένη αρχή της νομολογίας μας πως, η ευθύνη για τον προσδιορισμό των γεγονότων βαρύνει το πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο είχε την ευκαιρία να ακούσει τους μάρτυρες και να εκτιμήσει την αξιοπιστία τους στα πλαίσια της ζωντανής ατμόσφαιρας της δίκης και πως η επέμβαση του Εφετείου δικαιολογείται μόνο όταν αυτά αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή έρχονται σε αντίθεση με αδιαμφισβήτητα μέρη της μαρτυρίας. Ευχέρεια για παραμερισμό ή ανατροπή των ευρημάτων αξιοπιστίας παρέχεται μόνο όταν κρίνονται εξ αντικειμένου ανυπόστατα. (Βλέπε: Μόδεστος Πίτσιλλος ν. Δ. Ευγενίου (1989) 1 Α.Α.Δ. 691, Λοϊζιάς ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 298, Κουδουνάρης ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 320 και Χρυσούλλα Καννάουρου και Άλλος ν. [*261]Ανδρέα Σταδιώτη και Άλλου (1990) 1 Α.Α.Δ. 35).

Έχουμε εξετάσει το σύνολο της μαρτυρίας και βρίσκουμε ότι δεν υπήρξαν ουσιαστικές αντιφάσεις τέτοιες που να καταστρέφουν την αξιοπιστία των μαρτύρων. Αντίθετα προβάλλουν τα γεγονότα με φυσικό τρόπο τέτοιο που η αξιοπιστία τους δεν έχει τρωθεί από τη μακρά αντεξέταση της Υπεράσπισης.

Στην παρούσα υπόθεση τα ευρήματα, με βάση την αξιοπιστία των μαρτύρων, όπως αυτή εξετιμήθη από τον πρωτόδικο Δικαστή, που είχε την ευκαιρία να τους ακούσει, δεν δικαιολογούν την επέμβασή μας.

Με τους άλλους λόγους έφεσης, ο εφεσείων παραπονείται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα απέρριψε τον ισχυρισμό της Υπεράσπισης ότι το αυτοκίνητο του Φτωχόπουλου που οδηγείτο από την αντίθετη κατεύθυνση από αυτή που ακολουθούσε ο ίδιος, περιόριζε την ορατότητά του προς τη διάβαση των πεζών.

Δεν συμφωνούμε με τη θέση αυτή του εφεσείοντα. Η μόνη μαρτυρία που είχε ενώπιον του το Δικαστήριο ήταν αυτή του αυτόπτη μάρτυρα η οποία μάλιστα προήλθε κατά την αντεξέτασή του. Ο μάρτυς, που έγινε πιστευτός από το Δικαστήριο, κατέθεσε ότι το αυτοκίνητο του Φτωχόπουλου είχε περάσει από τη διάβαση των πεζών προτού οι ανήλικες φθάσουν καν σ’ αυτή. Καμιά άλλη μαρτυρία, αντίθετη δεν υπήρξε αφού ο εφεσείων, προτίμησε, ως είχε δικαίωμα, να μην καταθέσει ενόρκως ούτε να καλέσει οποιοδήποτε μάρτυρα υπεράσπισης. Ο εφεσείων άνευ όρκου επιβεβαίωσε απλώς την κατάθεση του προς την αστυνομία. Σ’ αυτή όμως καμιά αναφορά δεν γίνεται για την ύπαρξη του αυτοκινήτου του Φτωχόπουλου ούτε ότι υπήρχε οποιοδήποτε εμπόδιο στην ορατότητά του. Ορθά κατά συνέπεια ήταν τα ευρήματα του Δικαστηρίου επ’ αυτού και ορθά απέρριψε την εισήγηση της υπεράσπισης.

Τέλος με το λόγο 5 της έφεσης ο εφεσείων παραπονείται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη το γεγονός ότι στο εμπρόσθιο δεξιό μέρος του αυτοκινήτου δεν υπήρχε οποιοδήποτε σημείο σύγκρουσης και επίσης ότι το θύμα δεν έφερε τραύματα στο αριστερό μέρος του σώματός του.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφασή του αναφέρει τα εξής για το πιο πάνω θέμα:-

[*262]“Οι πιο πάνω θέσεις της υπεράσπισης δεν μπορούν να έχουν έρεισμα. Ουσιαστικά ζητείται από το Δικαστήριο να μετατραπεί σε εμπειρογνώμονα και να προβεί σε ευρήματα για το πώς έγινε η σύγκρουση με βάση τα τραύματα του θύματος. Σύμφωνα όμως με την νομολογία αυτό είναι ανεπίτρεπτο. (Βλ. μεταξύ άλλων Μαυρίδης ν. Dharanghji (1990) 1 Α.Α.Δ. 1013). Εξ’ άλλου υπάρχει θετική μαρτυρία ότι το θύμα εκτινάχθηκε από το σημείο σύγκρουσης και επέπεσε επί της ασφάλτου. Δεν υπάρχει σαφής μαρτυρία για το πιο μέρος δημιούργησε η πτώση αυτή. Το γεγονός αυτό θα καθιστούσε εντελώς υποθετικό οποιοδήποτε εύρημα θα συσχέτιζε την σύγκρουση, με τα τραύματα του θύματος. Το ίδιο ισχύει και για τις ζημιές στο δεξιό οπίσθιο φτερό του αυτοκινήτου του κατηγορουμένου. Το γεγονός ότι ο Μ.Κ.1 ανέφερε ότι επρόκειτο για πρόσφατο βούλωμα δεν συνδέει αυτόματα την ζημιά αυτή με τα τραύματα του θύματος, σύνδεση που θα μπορούσε να γίνει μόνο με μαρτυρία ειδικού εμπειρογνώμονος.”.

Στην απόφαση Μαυρίδης ν. Dharaghji κ.ά. (1990) 1 Α.Α.Δ. 1013, στη σελίδα 1021 αναφέρεται:-

“Το Δικαστήριο μπορεί να χρησιμοποιεί γενική κοινή γνώση, αλλά δεν είναι επιτρεπτό να ενεργεί ως εμπειρογνώμονας.  Με την πρόοδο της επιστήμης, τα Δικαστήρια δέχονται μαρτυρία εμπειρογνωμόνων και χρησιμοποιούν την εξειδικευμένη γνώμη τους για να καταλήξουν σε ορθές αποφάσεις.  Έχει πάγια νομολογηθεί ότι οι Δικαστές δεν πρέπει να μετατρέπονται σε εμπειρογνώμονες και να καταλήγουν σε συμπεράσματα χωρίς τη μαρτυρία εμπειρογνώμονα. (Βλ., μεταξύ άλλων, Salih and Another v. Sofocleous and Others (1979) 1 C.L.R. 248, στη σελ. 253· Siakos v. A. Nicolaou (1980) 1 C.L.R. 333· Shakolas v. Agathangelou and Another (1983) 1 C.L.R. 1007, στη σελ. 1018· Ioakim v. Soteriades (1984) 1 C.L.R. 175· Renos Philippou v. Christoforos Odysseos (1989) 1 C.L.R.(A) 1.”.

Σύμφωνα με την πάγια νομολογία η πραγματική μαρτυρία μπορεί να αποτελέσει ασφαλή οδηγό για την κρίση της αξιοπιστίας των μαρτύρων και να είναι αποκαλυπτική των συνθηκών και της εξέλιξης των πραγμάτων μιας σύγκρουσης. Αυτή η αρχή της νομολογίας είναι δυνατό να τυγχάνει εφαρμογής όταν η πραγματική μαρτυρία είναι αποκαλυπτική των γεγονότων και συνθηκών του δυστυχήματος και μπορεί να αποτελέσει ασφαλή οδηγό για την εξαγωγή λογι[*263]κών συμπερασμάτων, χωρίς το Δικαστήριο να προβαίνει σε υποθετικά ευρήματα ούτε βέβαια να μετατρέπεται σε εμπειρογνώμονα.

Στην υπόθεση Κυριακίδου κ.ά. ν. Νικολάου (1993) 1 Α.Α.Δ. 45 στη σελίδα 48 αναφέρονται τα εξής:-

“Από την άλλη, ένα αντικειμενικό εύρημα ενέχει αποδεικτική δυναμική όταν κατά την αντιπαραβολή προς αυτό των αντικρουομένων εκδοχών, είναι εγγενώς αποκαλυπτικό της εξέλιξης των πραγμάτων. Εύρημα που εναρμονίζεται προς περισσότερες από μια εκδοχές μπορεί να αποδυναμώσει πιθανό επιχείρημα πως κάποια από αυτές δε συνάδει με την πραγματική μαρτυρία αλλά δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως αιτία αναβάθμισης της αξίας της μιας έναντι των άλλων.”.

(Βλέπε επίσης: Σώζος Οδυσσέως ν. Νιόβης Χ''Λούκα, Πολιτική Έφεση 10485, ημερ. 22.2.2000).

Στην παρούσα υπόθεση η διαπίστωση του Δικαστηρίου για τα τραύματα του θύματος και η ανυπαρξία ζημιάς στο εμπρόσθιο μέρος του αυτοκινήτου του εφεσείοντα δεν είναι αποκαλυπτικά της εξέλιξης των πραγμάτων και των συνθηκών του ατυχήματος.  Δεν είναι δυνατό να εξαχθούν ασφαλή συμπεράσματα ούτε φυσικά το Δικαστήριο να μετατραπεί σε εμπειρογνώμονα αφού τέτοια μαρτυρία δεν υπήρχε ενώπιόν του. Ορθά κατά συνέπεια το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε τη μαρτυρία των αυτόπτων μαρτύρων και κατέληξε στα ευρήματα και συμπεράσματά του.

Η έφεση αρ. 6876 κατά της καταδίκης δεν γίνεται δεκτή.  Η επίδικη απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί της καταδίκης επικυρώνεται.

Με την έφεση αρ. 6874 ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας προσβάλλει ως έκδηλα ανεπαρκή την ποινή φυλάκισης δύο μηνών που επιβλήθηκε στον εφεσίβλητο από το πρωτόδικο Δικαστήριο.

Στην αγόρευσή του ο κ. Βραχίμης, που αντιπροσώπευσε το Γενικό Εισαγγελέα, υποστήριξε την ανεπάρκεια της ποινής γιατί το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έδωσε τη δέουσα βαρύτητα στις συνθήκες και τα περιστατικά του δυστυχήματος, στην πολύ νεαρή ηλικία του θύματος και στην ανάγκη για την πρέπουσα τιμωρία του εφεσίβλητου όπως διαγράφονται από τη νομολογία, στην οποία και μας πα[*264]ρέπεμψε.

Αντίθετα η κα. Ερωτοκρίτου, που παρουσιάσθηκε για τον εφεσίβλητο, υπεραμύνθηκε της ποινής που επέβαλε το πρωτόδικο Δικαστήριο, δίδοντας κυρίως έμφαση στο λευκό ποινικό μητρώο του, τις προσωπικές του περιστάσεις και το γεγονός ότι παρήλθε πολύς χρόνος μεταξύ της ημερομηνίας διάπραξης του αδικήματος και της επιβολής της ποινής.

Το δυστύχημα συνέβηκε, όπως αναφέραμε, την 11.4.1996. Μετά την παρέλευση ενός χρόνου καταχωρήθηκε η ποινική υπόθεση εναντίον του εφεσίβλητου, που τελικά εκδικάσθηκε και επιβλήθηκε η ποινή τρία σχεδόν χρόνια αργότερα, την 20.1.2000.

Στην πολυσέλιδη απόφαση του για την ποινή ο πρωτόδικος Δικαστής αναφέρθηκε στην πλούσια νομολογία επί του θέματος.  Αφού διέγραψε όλα τα στοιχεία που μπορεί να επηρεάσουν το είδος και το μέγεθος της ποινής για τον αδικοπραγούντα κατέληξε στην απόφαση του για επιβολή ποινής δίμηνης φυλάκισης και στέρησης της κατοχής της σχετικής άδειας οδήγησης για περίοδο δέκα μηνών.

Ο εφεσίβλητος είναι ένα νεαρό άτομο. Είναι σήμερα 31 χρόνων και κατά τη διάπραξη του αδικήματος 28 χρόνων. Είναι έγγαμος και πατέρας δύο ανηλίκων παιδιών ηλικίας 6 χρόνων το ένα και βρεφικής ηλικίας το δεύτερο. Το δυστύχημα στο οποίο ενεπλάκη και είχε ως συνέπεια το θάνατο μιας ανήλικης κορασίδας, του προκάλεσε, σύμφωνα με την Έκθεση του Τμήματος Κοινωνικής Ευημερίας, πόνο, βαθιά θλίψη και σοβαρή ταραχή στην προσωπική, επαγγελματική και οικογενειακή ζωή του.  Περαιτέρω ο εφεσίβλητος, σύμφωνα πάντα με την κοινωνική λειτουργό, είναι ένα ευαισθητοποιημένο άτομο σε θέματα ανθρώπινου πόνου και προσφέρει εθελοντική βοήθεια στη διάσωση αγνοουμένων στη θάλασσα με τη συμμετοχή του σε εθελοντική ομάδα κατάδυσης.

Ο εφεσίβλητος έχει λευκό ποινικό μητρώο και δεν απασχόλησε τα Δικαστήρια ποτέ προηγουμένως.

Έχει επισημανθεί επανειλημμένα από το Δικαστήριο τούτο τα πολλά θανατηφόρα ατυχήματα που συμβαίνουν στον τόπο μας.  Ολοφάνερα οι συνέπειες είναι ολέθριες. Χάνονται ανθρώπινες ζωές.

[*265]

Στην υπόθεση R. v. John Kenneth Guilfoyle, 57 Cr. App. R. 549 το Αγγλικό Εφετείο έδωσε κατευθυντήριες γραμμές αναφορικά με τα κριτήρια για την επιβολή ποινής στις υποθέσεις θανατηφόρων ατυχημάτων οι οποίες υιοθετήθηκαν από το Ανώτατο Δικαστήριο (Βλέπε: The Attorney-General of the Republic (1973) 2 C.L.R. 344). Στις περιπτώσεις που το ατύχημα οφείλεται σε στιγμιαία αβλεψία ή απροσεξία και ο κατηγορούμενος έχει καλό ποινικό μητρώο, η ποινή πρέπει να περιορίζεται σε χρηματική και στέρηση της άδειας οδηγού, η έκταση της οποίας να είναι ανάλογη με τις ειδικές συνθήκες της κάθε υπόθεσης. Στις περιπτώσεις όμως που το θανατηφόρο ατύχημα προξενείται από εγωϊστική παραγνώριση της ασφάλειας άλλων προσώπων ή πεζών, ή από επικίνδυνη ή απερίσκεπτη οδήγηση του κατηγορουμένου, ενδείκνυται η επιβολή ποινής φυλάκισης και στέρηση της άδειας οδηγού. (Βλέπε: Γενικός Εισαγγελέας ν. Αβρααμίδης (1993) 2 Α.Α.Δ. 355).

Το Ανώτατο Δικαστήριο επεμβαίνει αν η ποινή είναι πρόδηλα ανεπαρκής τιμωρία για τον κατηγορούμενο, δεν ικανοποιεί το σκοπό το Νόμου, δεν ενεργεί ως αποτρεπτική για άλλους και δεν προστατεύει το κοινό (Βλέπε: Γενικός Εισαγγελέας ν. BISCO LTD. (1991) 2 Α.Α.Δ. 16).

Έχει νομολογηθεί ότι η πάροδος αρκετού χρόνου από τη διάπραξη του αδικήματος είναι στοιχείο ουσιώδες που λαμβάνεται υπόψη στην επιβολή της ποινής. (Βλέπε: Γενικός Εισαγγελέας ν. Νεοφύτου (1991) 2 Α.Α.Δ. 5, Γενικός Εισαγγελέας ν. Τέλλα (1991) 2 Α.Α.Δ. 71 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Αβρααμίδης (πιο πάνω)).

Η πάροδος μακρού χρόνου από τη διάπραξη του αδικήματος μειώνει ουσιαστικά την ανάγκη για αποτρεπτικότητα της ποινής και δεν ασκεί αναμορφωτικό ρόλο για τον κατηγορούμενο.

Στην παρούσα υπόθεση είχαν παρέλθει σχεδόν τέσσερα χρόνια, όταν επεβλήθη η ποινή από τη διάπραξη του αδικήματος. Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι η καταδιωκτική αρχή καθυστέρησε ανεπίτρεπτα επί ένα χρόνο στην καταχώρηση της ποινικής υπόθεσης στο Δικαστήριο.

Έχοντας κατά νου τα πιο πάνω καθώς και όλες τις προσωπικές περιστάσεις του εφεσίβλητου όπως αναφέρθησαν προηγουμένως και το λευκό ποινικό του μητρώο έχουμε καταλήξει, ότι η επιβληθείσα ποινή της φυλάκισης από το πρωτόδικο Δικαστήριο, αν και [*266]επιεικής, δεν αντιστρατεύεται τις νομολογιακές αρχές επί του θέματος και δεν παρέχεται πεδίο για επέμβαση μας.

Τόσο η έφεση κατά της καταδίκης όσο και η έφεση κατά της ποινής δεν γίνονται δεκτές και απορρίπτονται.

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ. : Με όλο το σεβασμό διαφωνώ με την κατάληξη των δύο μου συναδέλφων όσον αφορά την έφεση εναντίον της καταδίκης, άνκαι συμφωνώ με την απόφαση ως προς την ποινή.

Η έφεση κατά της καταδίκης στρέφεται κυρίως  εναντίον της κατάληξης του πρωτόδικου δικαστηρίου ως προς την αξιοπιστία των δύο αυτoπτών μαρτύρων, του Μ.Κ.3 Κόκου Κωνσταντίνου και της Μ.Κ.4 Ειρήνης Χριστοδούλου.

Έχω βέβαια κατά νου ότι τα συμπεράσματα επί των γεγονότων και η αξιοπιστία των μαρτύρων αποτελεί ευθύνη του πρωτόδικου δικαστηρίου και ότι το Εφετείο σπάνια και σε εξαιρετικές μόνο περιπτώσεις επεμβαίνει. Πιστεύω όμως ότι η παρούσα υπόθεση είναι μια από αυτές.

Δεν θα αναφερθώ στα γεγονότα με λεπτομέρεια, αφού αυτά εκτίθενται στην απόφαση της πλειοψηφίας. Θα περιοριστώ στα μέρη της μαρτυρίας που σχετίζονται με τα ερωτήματα που εγείρονται.

Το πρωτόδικο δικαστήριο βασίστηκε κατά κύριο λόγο στη μαρτυρία των πιο πάνω μαρτύρων. Κατέληξε ότι οι κάποιες αντιφάσεις που επισημαίνονται στη μαρτυρία του Μ.Κ.3 δεν ήταν τέτοιες που να πλήττουν στο σύνολό της την αξιοπιστία του, ενώ δέκτηκε τη μαρτυρία της Μ.Κ.4 χωρίς αμφισβήτηση, μια και η μάρτυς έκαμε εξαιρετική εντύπωση στο Δικαστήριο.

Είναι η θέση του εφεσείοντα ότι οι αντιφάσεις ακριβώς στη μαρτυρία τόσο του Μ.Κ.3, αλλά και της Μ.Κ.4, ήταν τέτοιες που δεν επέτρεπαν στο Δικαστήριο να καταλήξει με ασφάλεια σε συμπέρασμα για την ενοχή του.

Θα εξετάσω χωριστά τις δύο μαρτυρίες. Το Δικαστήριο για τον Μ.Κ.3 αναφέρει ότι η εντύπωση που έδωσε ήταν ότι σε γενικές γραμμές είπε την αλήθεια, με κάποια υπερβολή στα γεγονότα.  Από τη μαρτυρία του το Δικαστήριο δεν αποδέκτηκε μόνο τον ισχυρισμό του ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο δεν υπήρχαν άλλα αυτοκίνη[*267]τα στο δρόμο. Έχω διαφορετική αντίληψη. Οι αντιφάσεις στη μαρτυρία του είναι αρκετές, κάποιες δε σοβαρές.

Ας αρχίσουμε από την παρουσία άλλων αυτοκινήτων στο δρόμο, σημείο στο οποίο ούτε το πρωτόδικο δικαστήριο δέκτηκε τη μαρτυρία του Κωνσταντίνου. Ο μάρτυς, ενώ κατά την κύρια εξέταση ανέφερε ότι ο δρόμος ήταν καθαρός όταν το θύμα και η Μ.Κ.4 άρχισαν να διασταυρώνουν, κατά την αντεξέταση παραδέκτηκε ότι κάποιο αυτοκίνητο που ερχόταν από την αντίθετη κατεύθυνση από τον εφεσείοντα, πέρασε πριν τη σύγκρουση.

Θα πρέπει να πω από την αρχή ότι δεν αποδίδω ιδιαίτερη σημασία στη συμβολή του άλλου αυτοκινήτου στο δυστύχημα και στον ισχυρισμό της υπεράσπισης ότι λόγω της παρουσίας του εφεσείων δεν είχε αντίληψη των δύο ανήλικων όταν άρχισαν να διασταυρώνουν. Αναφέρομαι στο άλλο αυτοκίνητο, που οδηγούσε κάποιος ονόματι Φτωχόπουλος για να σημειώσω μια σειρά ανακριβειών στη μαρτυρία του Κωνσταντίνου. Ο μάρτυρας ανέφερε ότι το αυτοκίνητο του Φτωχόπουλου πέρασε μπροστά από τα δύο παιδιά και αφού διάνυσε απόσταση 100 περίπου μέτρων σταμάτησε και παρακολουθούσε τα διαδραματιζόμενα. Σύμφωνα πάντα με το μάρτυρα μετά το δυστύχημα ρώτησε τον Φτωχόπουλο γιατί σταμάτησε, αλλά αυτός ουσιαστικά αρνήθηκε να του απαντήσει. Ο μάρτυρας δικαιολογεί το κατ’ ισχυρισμόν σταμάτημα του Φτωχόπουλου με τη σκέψη ότι πρέπει να είδε τον εφεσείοντα που πλησίαζε τη διάβαση πεζών, αφήνοντας να νοηθεί ότι είχε αντιληφθεί ότι επίκειτο δυστύχημα και γι’ αυτό σταμάτησε για να παρακολουθήσει.

Η εκδοχή αυτή από μόνη της αφήνει πολλά ανεξήγητα. Γιατί, για παράδειγμα, αυτοκίνητο που διήλθε μπροστά από δύο παιδιά, τα οποία σημειωτέον κατά τη στιγμή εκείνη ήταν στο πεζοδρόμιο και δεν διάσχιζαν καν το δρόμο, να σταματήσει σε απόσταση 100 μέτρων γιατί δήθεν είδε τον εφεσείοντα να πλησιάζει στη διάβαση πεζών. Τι έκανε τον Φτωχόπουλο να σταματήσει, ο μάρτυς δεν αναφέρει. Παρ’ όλα αυτά, σύμφωνα πάντα με την εκδοχή του, όταν ρώτησε τον Φτωχόπουλο αν είδε τίποτε η απάντηση ήταν αρνητική.

Σε άλλο μέρος της μαρτυρίας υπονοεί ότι ο Φτωχόπουλος είχε περάσει, όχι δευτερόλεπτα πριν τη σύγκρουση, αλλά δέκα περίπου λεπτά προηγουμένως. Αν έτσι είναι τα πράγματα γιατί ο Φτωχόπουλος να σταματήσει για να παρακολουθήσει ένα δυστύχημα που θα γινόταν 10 λεπτά αργότερα. Ακόμα, ενώ σε κάποιο σημείο της [*268]αντεξέτασης αναφέρει ότι ρώτησε τον Φτωχόπουλο αμέσως μετά το δυστύχημα αν είδε ο,τιδήποτε, σε μεταγενέστερο στάδιο αναφέρει ότι την ερώτηση αυτή υπέβαλε στον Φτωχόπουλο δυο τρεις μέρες μετά την κατάθεση του ίδιου στην Αστυνομία.

Στην αντεξέταση ανέφερε ότι η Μ.Κ.4 μπήκε στο δρόμο και άρχισε να διασταυρώνει όταν ο Φτωχόπουλος είχε ήδη περάσει από τη διάβαση και βρισκόταν σε απόσταση 100 μέτρων. Αν έτσι είναι τα πράγματα δεν δικαιολογείται ο ισχυρισμός του μάρτυρα ότι ο Φτωχόπουλος σταμάτησε στα 100 μέτρα.

Εν πάση περιπτώσει, όπως κι’ αν έχουν τα πράγματα δεν εξηγήθηκε λογικά γιατί ο Φτωχόπουλος σταμάτησε όταν δύο παιδιά άρχισαν να διασταυρώνουν σε διάβαση πεζών την οποία άφησε πίσω του πριν τουλάχιστον 100 μέτρα, μόνο και μόνο γιατί αντιλήφθηκε τον εφεσείοντα στο δρόμο. Για να ακριβολογήσω θα πρέπει να σημειώσω ότι ο Μ.Κ.3 αργότερα μετέβαλε την απόσταση στην οποία κατά τον ισχυρισμό του σταμάτησε ο Φτωχόπουλος σε 20 με 30 μέτρα, για να καταλήξει στην υπεκφυγή ότι δεν είχε βέβαια μετρήσει την απόσταση.

Άλλο σημείο που αφήνει ερωτηματικά είναι η αναφορά του στο γεγονός ότι τα δύο κοριτσάκια περίμεναν δύο έως τρία λεπτά στη διάβαση για να βεβαιωθούν ότι δεν υπήρχε αυτοκίνητο και για να χρησιμοποιήσουμε τη δική του διατύπωση “και στην πραγματικότητα δεν υπήρχε αυτοκίνητο και κατέβηκε η μεγάλη στο δρόμο”. Προηγουμένως ο μάρτυρας επαναλαμβάνει ότι δεν υπήρχαν καθόλου αυτοκίνητα, φαντάζομαι πλην της παρουσίας του αυτοκινήτου του Φτωχόπουλου, οπότε διερωτάται κανένας γιατί τα δύο παιδιά περίμεναν τρία ολόκληρα λεπτά για να βεβαιωθούν αν ο δρόμος ήταν καθαρός. Έστω κι’ αν την έκφραση “δύο έως τρία λεπτά” δεν δούμε στην κυριολεξία της, παρ΄ όλον κάτι τέτοιο θα ήταν θεμιτό εν όψει της επιμονής επί του σημείου της δικηγόρου του εφεσείοντα κατά την αντεξέταση, και πάλιν εκείνο που εννοείται είναι ότι οι δύο ανήλικες περίμεναν κάποιο χρονικό διάστημα πριν αποπειραθούν να διασταυρώσουν το δρόμο.

Όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο διέσχισαν τα δύο κοριτσάκια το δρόμο αξίζει να αναφερθεί ότι ο μάρτυρας κατέθεσε ότι το οκτάχρονο θύμα ακολούθησε τη δωδεκάχρονη τότε Μ.Κ.4 και κατέβηκε από το πεζοδρόμιο στο δρόμο, όταν αυτή είχε φθάσει στο κέντρο του δρόμου. Θα δούμε στη συνέχεια ότι η Μ.Κ.4 κατέθεσε [*269]ότι η ίδια και το θύμα κατέβηκαν στο δρόμο και προχώρησαν μαζί, αποχωρίστηκαν δε μόνο όταν ο σκύλλος που κρατούσε την τράβηξε με δύναμη, αφού σχεδόν είχε διασχίσει το δρόμο και βρισκόταν κοντά στο απέναντι πεζοδρόμιο.

Όμως η πιο σημαντική αντίφαση που παρουσιάζεται στη μαρτυρία του είναι η αναφορά του στον τρόπο με τον οποίο το θύμα διέσχισε το δρόμο. Ενώ στην κατάθεση που έδωσε στην Αστυνομία στις 17.4.1996, σε δύο τουλάχιστον σημεία, αναφέρει ότι το θύμα προσπάθησε να διασχίσει το δρόμο με γοργό βήμα, δίδοντας μαρτυρία ενώπιον του Δικαστηρίου ισχυρίστηκε ότι το θύμα κατέβηκε στο δρόμο και ξεκίνησε με αργό βήμα, ή όπως χαρακτηριστικά είπε “με βήμα σιελώνας που λέει η παροιμία”. Ύστερα από πίεση κατά την αντεξέταση επέμενε ότι δεν είπε στην κατάθεσή του στην Αστυνομία ότι το θύμα περπατούσε με γρήγορο βήμα επιμένοντας ότι “το μωρό περπατούσε πιο σιγανά”, ή σε άλλο σημείο “η μικρή πήγαινε τέλεια σιγά”.

Άλλο σημείο που επίσης εγείρει κάποια όχι και τόσο, θα πρέπει να πούμε, σημαντικά ερωτηματικά, είναι η αναφορά του στο μέρος του αυτοκινήτου με το οποίο κτυπήθηκε το θύμα.  Στο Δικαστήριο ανέφερε ότι το θύμα κτυπήθηκε με το μπροστινό δεξιό φτερό του αυτοκινήτου, ενώ στην κατάθεσή του στην Αστυνομία δεν παρουσιάζεται τόσο σίγουρος.

Παρ’ όλον ότι η Μ.Κ.4 Ειρήνη Χριστοδούλου έκανε εξαιρετική εντύπωση στο Δικαστήριο, εν τούτοις δεν μπορώ να μη σημειώσω κάποιες ανακρίβειες ή ερωτηματικά που γεννώνται από τη μαρτυρία της. Για παράδειγμα ισχυρίστηκε ότι πριν διασταυρώσει κοίταξε δεξιά, αριστερά και πάλι δεξιά και αφού βεβαιώθηκε πως δεν υπήρχαν αυτοκίνητα ξεκίνησε να διασταυρώνει. Λίγο πριν φτάσει στο πεζοδρόμιο την τράβηξε ο σκύλλος που κρατούσε και αναγκάστηκε να περπατήσει με γοργό βήμα και να βγει στο πεζοδρόμιο. Όταν γύρισε πίσω για να δει σε ποιό σημείο του δρόμου ήταν η Άντρια (το θύμα), την είδε στο κέντρο του δρόμου και σε απόσταση δύο μέτρων από αυτήν το αυτοκίνητο του εφεσείοντα. 

Το πρώτο ερώτημα που δημιουργείται είναι ότι αφού η μάρτυς και η Άντρια ξεκίνησαν μαζί, αν δεν την τραβούσε ο σκύλλος με αποτέλεσμα να επιταχύνει την έξοδό της από το δρόμο, θα κινδύνευε και η ίδια να κτυπηθεί από το αυτοκίνητο του εφεσείοντα.  Αυτό βέβαια δεν θα είχε ιδιαίτερη σημασία αν η μάρτυς, όπως και ο [*270]Μ.Κ.3, δεν βεβαίωναν ότι πριν διασταυρώσει το δρόμο δεν υπήρχε στην περιοχή οποιοδήποτε αυτοκίνητο. Το πρώτο ερώτημα που γεννάται είναι πώς βρέθηκε εκεί το αυτοκίνητο του εφεσείοντα, ιδιαίτερα αν αναλογιστεί κανένας ότι η ορατότητα στο σημείο είναι, σύμφωνα με τον Μ.Κ.3 μέχρι και 400 μέτρα. Εξ άλλου πως η Μ.Κ.4 δεν είχε αντιληφθεί προηγουμένως την ύπαρξη του αυτοκινήτου του εφεσείοντα, αφού σύμφωνα με την ίδια πριν διασταυρώσει κοίταξε δεξιά, αριστερά και πάλιν δεξιά ή, σύμφωνα με τον Μ.Κ.3 περίμενε στο πεζοδρόμιο 2-3 λεπτά;

Συνεπώς ή οι δύο μάρτυρες δεν λένε την αλήθεια όταν καταθέτουν ότι πριν τα δύο κοριτσάκια αρχίσουν να διασταυρώνουν βεβαιώθηκαν ότι δεν υπήρχαν αυτοκίνητα στο δρόμο, ή κανένας από αυτούς δεν πρόσεξε την παρουσία του εφεσείοντα στο δρόμο.  Οποιαδήποτε και αν είναι η απάντηση το γεγονός παραμένει ότι η εκδοχή που δόθηκε δεν ήταν ακριβής.

Η μάρτυς επίσης αντιφάσκει όταν σε ένα σημείο της μαρτυρίας της λέει ότι η Άντρια κτυπήθηκε στη μέση του δρόμου και τη σκηνή παρακολούθησε η ίδια από το απέναντι πεζοδρόμιο, ενώ σε άλλο σημείο αναφέρει ότι πριν τη σύγκρουση βρισκόταν σε απόσταση ενός μόλις μέτρου από το θύμα.

Αξίζει να σημειωθεί ότι και η Κωνσταντίνου απέσυρε όσα αρχικά είπε στην κατάθεσή της στην Αστυνομία σχετικά με τον τρόπο που κτυπήθηκε το θύμα και το μέρος του αυτοκινήτου που την κτύπησε, μεταβάλλοντας την εκδοχή της στο Δικαστήριο.

Συγκεκριμένα, ενώ στην κατάθεσή της στην Αστυνομία ανέφερε ότι το θύμα κτύπησε πάνω στο δεξιό μπροστινό φτερό του αυτοκινήτου, στην ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρία ανέφερε ότι το αυτοκίνητο κτύπησε το θύμα με το δεξιό μπροστινό φτερό.  Όταν κατά την αντεξέταση τέθηκε ενώπιόν της η αντίφαση την απέδωσε σε φραστικό λάθος. Όμως η αντίφαση αυτή αποκτά  ιδιαίτερη σημασία εν όψει του γεγονότος ότι όπως διαπίστωσε και ο αστυφύλακας εξεταστής της υπόθεσης το αυτοκίνητο του εφεσείοντα, παρ’ όλον ότι είχε ζημιές σε διάφορα μέρη, στο μπροστινό του μέρος ήταν εντελώς άθικτο.

Όλα τα πιο πάνω μαζί νομίζω ότι θα έπρεπε να δημιουργήσουν στο Δικαστήριο εύλογες αμφιβολίες ως προς την αξιοπιστία των δύο μαρτύρων και το Δικαστήριο θα έπρεπε να αισθανόταν ανέ[*271]τοιμο να βασίσει την καταδίκη του εφεσείοντα στις πιο πάνω μαρτυρίες.

Κατά τη γνώμη μου οι αντιφάσεις των δύο μαρτύρων, μικρές και μεγάλες, ήταν τέτοιες που να μη επιτρέπουν στο Δικαστήριο να στηρικτεί στη μαρτυρία και να καταλήξει σε διαπίστωση της ενοχής του εφεσείοντα. Μπορεί ακόμα στο σημείο αυτό να σημειωθεί ότι στην απόφαση δεν φαίνεται ο λόγος για τον οποίο το Δικαστήριο έκρινε ότι ο εφεσείων ήταν ένοχος αλόγιστης ή επικίνδυνης πράξης κατά παράβαση του άρθρου 210 του Ποινικού Κώδικα, αλλά αυτό δεν αφορά τα επίδικα θέματα.

Πριν τελειώσω θα ήθελα να σχολιάσω δύο σημεία. Το πρώτο αφορά την ατελή και ελλειπή σήμανση της διάβασης. Όπως προκύπτει από τη μαρτυρία στη συγκεκριμένη διάβαση πεζών, άνκαι υπήρχαν φανοί που δεν ήταν σε λειτουργία, στο οδόστρωμα του δρόμου δεν υπήρχε οποιαδήποτε σήμανση. Παρ’ όλον ότι τα πιο πάνω δεν επηρεάζουν την ενοχή του εφεσείοντα, αφού διέμενε στην περιοχή και γνώριζε ότι στο σημείο υπήρχε διάβαση πεζών, δεν μπορώ παρά να παρατηρήσω ότι η ασφάλεια των πεζών δεν εξασφαλίζεται με τον τρόπο αυτό. Οι διαβάσεις πεζών θα πρέπει να σηματοδοτούνται με τον καλύτερο δυνατό τρόπο και όχι να υπονοούνται με την ύπαρξη απλώς δύο φανών στο πεζοδρόμιο, που εύκολα μπορεί να μη γίνουν αντιληπτοί.

Το δεύτερο σημείο είναι το γεγονός ότι τουλάχιστον μία κατάθεση που κατατέθηκε ως τεκμήριο έχει πραγματικά παραμορφωθεί από τις πολλές υπογραμμίσεις με διαφανή έγχρωμο μαρκαδόρο. Προφανώς οι υπογραμμίσεις έγιναν, είτε από την Κατηγορούσα Αρχή, είτε από μέλος της Αστυνομίας που μελετούσε το φάκελο.

Είναι γνωστό ότι δεν επιτρέπεται η οποιαδήποτε επέμβαση στο αποδεικτικό υλικό και ιδιαίτερα στις καταθέσεις. Για τη διατήρηση της αυθεντικότητας των καταθέσεων που λαμβάνονται έχουν τεθεί ένα σωρό κανόνες, ούτως ώστε να προστατεύονται από οποιανδήποτε μεταγενέστερη προσθήκη ή αλλοίωση. Αναμένεται από τα μέλη της Αστυνομικής Δύναμης και πολύ περισσότερο από τους εκπρόσωπους της Κατηγορούσας Αρχής να γνωρίζουν το νόμο και να σέβονται το αποδεικτικό υλικό.

Εν όψει των πιο πάνω η έφεση υπ’ αρ. 6876 θα επετύγχανε και η καταδίκη του εφεσείοντα θα ακυρωνόταν.

[*272]

Οι εφέσεις απορρίπτονται κατά πλειοψηφία.

 


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο