(2000) 2 ΑΑΔ 273
[*273]25 Απριλίου, 2000
[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΟΥΛΛΑΠΗΣ,
Εφεσείων,
v.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινική Έφεση Αρ. 6799)
Ποινή ― Καταρτισμός πλαστού εγγράφου ― Κυκλοφορία πλαστού εγγράφου ― Πλαστοπροσωπεία ― Προηγούμενες καταδίκες ― Επιβολή συντρέχουσων ποινών φυλάκισης 2 ετών στην κατηγορία καταρτισμού πλαστού εγγράφου, 15 μηνών και 2 ετών σε κάθε μια από τις κατηγορίες για την κυκλοφορία πλαστού εγγράφου και 2 ετών στην κατηγορία της πλαστοπροσωπείας ― Το Εφετείο μείωσε την ποινή στην κατηγορία της πλαστοπροσωπείας σε ποινή φυλάκισης 1 έτους.
Ποινή ― Διαφοροποίηση ― Επιβολή διαφορετικών ποινών για το αδίκημα της κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου που διαπράχθηκε σε δύο διαφορετικές ημερομηνίες ― Το Εφετείο δεν επενέβη.
Ο εφεσείων αντικατέστησε τη φωτογραφία στο διαβατήριο του Σάββα Χαραλάμπους με τη δική του και το χρησιμοποίησε σε δύο περιπτώσεις, στις 29.8.1997, παρουσιάζοντας το ως δικό του και ταξίδεψε στο εξωτερικό. Η αναχώρησή του από την Κύπρο είχε απαγορευθεί στις 28.11.1996 κατά την παραπομπή του σε δίκη ενώπιον του Κακουργιοδικείου.
Το Δικαστήριο επέβαλε στον εφεσείοντα ποινή φυλάκισης 2 ετών για την κατηγορία καταρτισμού πλαστού εγγράφου, ποινές φυλάκισης 15 μηνών και 2 ετών για την κυκλοφορία του και ποινή φυλάκισης 2 ετών για την πλαστοπροσωπεία.
Ο εφεσείων εφεσίβαλε την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με την ποινή, υποστηρίζοντας ότι αυτή είναι έκδηλα υπερ[*274]βολική.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Το Δικαστήριο κατά την επιμέτρηση της ποινής έλαβε δεόντως υπόψη τόσο τους επιβαρυντικούς παράγοντες, όσο και τα ελαφρυντικά.
2. Υπήρξε διαφοροποίηση στην ποινή φυλάκισης αναφορικά με τις ποινές που επιβλήθηκαν στην 2η και 3η κατηγορία που αφορούσε το αδίκημα της κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου σε δύο διαφορετικές ημερομηνίες. Όμως η ποινή των δύο ετών που είναι η μεγαλύτερη από τις δύο που επιβλήθηκαν δεν μπορεί να θεωρηθεί ως υπέρμετρη υπό τις περιστάσεις, ενόψη του ανώτατου ορίου της προβλεπόμενης από το νόμο ποινής. Η διαφοροποίηση αυτή από μόνη της δεν μπορεί να δικαιολογήσει συμπέρασμα του Εφετείου ότι το Δικαστήριο επέβαλε λανθασμένη ποινή.
3. Η επιβολή της ανώτατης ποινής φυλάκισης των 2 ετών για το αδίκημα της πλαστοπροσωπείας παρόλο ότι δεν εδικαιολογείτο, εάν τροποποιηθεί δεν θα έχει οποιαδήποτε πρακτική σημασία, υπό τις περιστάσεις. Όμως για σκοπούς καθαρά ορθής απονομής της δικαιοσύνης πρέπει να μειωθεί σε ποινή φυλάκισης 1 έτους.
4. Το Δικαστήριο ορθά δεν διέταξε αναστολή της ποινής αφού ο εφεσείων παρέλειψε να δείξει λόγο γιατί η ποινή θα έπρεπε να ανασταλεί.
Η έφεση επιτράπηκε μερικώς.
Έφεση εναντίον Ποινής.
Έφεση από τον κατηγορούμενο εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Μαλαχτός, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 23222/98), ημερομηνίας 10/9/99, με την οποία του επιβλήθηκαν συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 2 ετών για την κατηγορία καταρτισμού πλαστού εγγράφου, 15 μηνών για την κατηγορία κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου στις 29/8/97, 2 ετών για την κυκλοφορία πλαστού εγγράφου στις 4/9/97 και 2 ετών για την πλαστοπροσωπεία.
Α. Αλεξάνδρου, για τον Εφεσείοντα.
[*275]Α. Κανναουρίδης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από το Δικαστή Φρ. Νικολαΐδη.
ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Aρχικά η παρούσα έφεση στρεφόταν και εναντίον της καταδίκης, αλλά ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα κατά τη διάρκεια της ακρόασης την περιόρισε μόνο εναντίον της ποινής.
Τα γεγονότα της υπόθεσης είναι απλά. Ο εφεσείων περί το τέλος Αυγούστου του 1997 αντικατέστησε τη φωτογραφία στο διαβατήριο της Κυπριακής Δημοκρατίας που είχε εκδοθεί επ’ ονόματι του Σάββα Χαραλάμπους με τη δική του και το χρησιμοποίησε σε δύο περιπτώσεις, στις 29.8.1997 και στις 4.9.1997, παρουσιάζοντάς το σαν δικό του και ταξίδεψε στο εξωτερικό. Η αναχώρησή του από την Κύπρο είχε απαγορευθεί στις 28.11.1996 κατά την παραπομπή του σε δίκη ενώπιον του Κακουργιοδικείου σε ποινική υπόθεση που αντιμετώπιζε. Στις 19.12.1996 κατά την παραπομπή της υπόθεσης σε συνοπτική δίκη, προφανώς επειδή ο εφεσείων τελούσε ήδη υπό κράτηση για άλλη υπόθεση, το Δικαστήριο έθεσε ως μόνο όρο για εξασφάλιση της παρουσίας του την υπογραφή προσωπικής εγγύησης. Άνκαι οι υπόλοιποι όροι δεν ακυρώθηκαν ρητά, το πρωτόδικο δικαστήριο δέκτηκε ότι η προσωπική εγγύηση ήταν ο μόνος όρος που του είχε επιβληθεί.
Τελικά το Δικαστήριο, αφού έλαβε υπ’ όψιν διάφορους παράγοντες, επιβαρυντικούς και ελαφρυντικούς, επέβαλε στον εφεσείοντα για μεν την κατηγορία καταρτισμού πλαστού εγγράφου ποινή φυλάκισης 2 ετών (5η κατηγορία), για την κυκλοφορία πλαστού εγγράφου στις 29.8.1997 (2η κατηγορία) ποινή φυλάκισης 15 μηνών, την κυκλοφορία πλαστού εγγράφου στις 4.9.1997 (3η κατηγορία) ποινή φυλάκισης 2 ετών, ενώ τέλος για την πλαστοπροσωπεία (4η κατηγορία) ποινή φυλάκισης 2 ετών. Το Δικαστήριο απέρριψε την πρώτη κατηγορία που αναφερόταν στον καταρτισμό πλαστού εγγράφου γιατί στο κατηγορητήριο ως τόπος διάπραξης του αδικήματος αναφερόταν εσφαλμένα η Λευκωσία αντί τα Λειβάδια της επαρχίας Λάρνακας, όπου ο εφεσείων είχε καταρτίσει το πλαστό έγγραφο. Συνάμα προσέθεσε την 5η κατηγορία.
[*276]Ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι η ποινή που του επιβλήθηκε είναι έκδηλα υπερβολική, ενώ το Δικαστήριο παρέλειψε να λάβει υπ’ όψιν τους ελαφρυντικούς παράγοντες και τις συνθήκες διάπραξης των αδικημάτων. Τέτοιοι παράγοντες, σύμφωνα με τον ευπαίδευτο συνήγορο του εφεσείοντα, είναι το γεγονός ότι ο εφεσείων βοήθησε στη διαλεύκανση του αδικήματος, ο μεγάλος χρόνος που παρήλθε μεταξύ της διάπραξης του αδικήματος και της επιβολής της ποινής και το γεγονός ότι εν τω μεταξύ ο εφεσείων είχε παντρευτεί και αλλάξει τρόπο ζωής.
Δεν συμφωνούμε με την πιο πάνω τοποθέτηση. Το Δικαστήριο κατά την επιμέτρηση της ποινής έλαβε υπ’ όψιν τόσο τους επιβαρυντικούς παράγοντες, όσο και τα ελαφρυντικά. Για παράδειγμα, έλαβε υπέρ του εφεσείοντα υπ’ όψιν το γεγονός ότι βρισκόταν στον κατάλογο απαγορευμένων επιβατών εκ παραδρομής. Έλαβε επίσης υπ’ όψιν ως επιβαρυντικό στοιχείο τον τρόπο εξασφάλισης του διαβατηρίου, τον τρόπο πλαστογράφησής του, καθώς και προηγούμενες καταδίκες του εφεσείοντα σε παρόμοια αδικήματα. Είχε τέλος κατά νου την ανώτατη ποινή που προβλέπει ο Ποινικός Κώδικας σε κάθε κατηγορία, όμως το θέμα αυτό θα μας απασχολήσει σε μεγαλύτερη λεπτομέρεια πιο κάτω.
Προβλήθηκε επίσης ο ισχυρισμός ότι το Δικαστήριο δεν έλαβε υπ’ όψιν ότι παραβιάστηκε το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμά του για ελεύθερη διακίνηση, αφού η Δημοκρατία παρέλειψε να αφαιρέσει το όνομά του από τον κατάλογο των προσώπων που η έξοδός τους από τη Δημοκρατία ήταν απαγορευμένη. Ο ισχυρισμός αυτός είναι λανθασμένος. Αντίθετα το Δικαστήριο έλαβε πολύ σοβαρά υπ’ όψιν τον παράγοντα αυτό, ο οποίος και περιόρισε σε μεγάλο όπως φαίνεται βαθμό την ποινή που θα έπρεπε να του επιβληθεί. Όμως ο εφεσείων είχε στη διάθεσή του νόμιμες διαδικασίες τις οποίες μπορούσε να χρησιμοποιήσει, ούτως ώστε η παραβίαση των δικαιωμάτων του να αρθεί. Αντί να το πράξει επέλεξε να παραβεί το νόμο διαπράττοντας σειρά σοβαρών αδικημάτων, όπως είναι το αδίκημα της πλαστογραφίας και κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου και μάλιστα σε περισσότερες από μία φορές. Αναμφίβολα η παράλειψη της διοίκησης δεν έδιδε στον εφεσείοντα το δικαίωμα να παρανομήσει.
Ο εφεσείων σημειώνει ότι το γεγονός της λανθασμένης προσέγγισης στην επιμέτρηση της ποινής φαίνεται και από το γεγονός ότι ενώ η 2η και η 3η κατηγορία αφορούσαν το αδίκημα της κυκλο[*277]φορίας πλαστού εγγράφου που διαπράχθηκε σε δύο διαφορετικές ημερομηνίες, στην πρώτη περίπτωση επέβαλε ποινή φυλάκισης 15 μηνών και στη δεύτερη 2 ετών. Αυτό είναι αλήθεια. Στην απόφαση δεν φαίνεται οποιοσδήποτε λόγος για τη διαφοροποίηση αυτή. Όμως θα πρέπει να λεχθεί ότι η ποινή των δύο ετών που είναι και η μεγαλύτερη από τις δύο που επιβλήθηκε, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως υπέρμετρη υπό τις περιστάσεις, αν σκεφτεί κανένας το ανώτατο όριο της προβλεπόμενης από το νόμο ποινής των 10 χρόνων. Η διαφοροποίηση αυτή από μόνη της δεν μπορεί να δικαιολογήσει συμπέρασμα του Εφετείου ότι το Δικαστήριο επέβαλε λανθασμένη ποινή.
Όμως δραττόμεθα της ευκαιρίας να σημειώσουμε ότι στην 1η κατηγορία της πλαστοπροσωπείας το Δικαστήριο επέβαλε ποινή φυλάκισης 2 ετών, που είναι και το ανώτατο όριο για το αδίκημα. Πράγματι θεωρούμε ότι έπρεπε να επιβληθεί μικρότερη ποινή κι αυτό παρά την ύπαρξη προηγούμενων καταδικών. Βέβαια κάτω από τις περιστάσεις και εν όψει του γεγονότος ότι στις άλλες κατηγορίες έχει επιβληθεί στον εφεσείοντα επίσης φυλάκιση 2 ετών και αφού οι ποινές συντρέχουν, η τροποποίηση της απόφασης δεν θα έχει οποιαδήποτε πρακτική σημασία. Όμως για σκοπούς καθαρά ορθής απονομής της δικαιοσύνης θεωρούμε ότι η ποινή στην 4η κατηγορία θα πρέπει να μειωθεί σε ποινή φυλάκισης 1 έτους.
Προβλήθηκε ακόμα το επιχείρημα ότι το Δικαστήριο παρέλειψε να λάβει υπέρ του εφεσείοντα το γεγονός ότι η ποινή επιβλήθηκε δύο περίπου χρόνια μετά τη διάπραξη του αδικήματος. Ούτε το παράπονο αυτό ευσταθεί. Όπως παρατηρεί και το πρωτόδικο δικαστήριο, άνκαι φαίνεται ότι παρατηρήθηκε κάποιο χρονικό διάστημα μεταξύ της αποπεράτωσης των ανακρίσεων και της καταχώρησης της υπόθεσης (έντεκα περίπου μήνες) και παρ’ όλον ότι σημειώνεται ότι ο χρόνος αυτός ήταν πέραν του αναμενόμενου και σίγουρα πέραν του επιθυμητού, εν τούτοις η καθυστέρηση δεν ήταν τέτοια που να δικαιολογεί οποιοδήποτε παράπονο. Εξ άλλου μετά την καταχώρηση της υπόθεσης οι μόνες καθυστερήσεις που παρατηρήθηκαν ήταν οι αναβολές που είχαν δοθεί ύστερα από αίτηση της υπεράσπισης.
Εξ ίσου αβάσιμο θεωρούμε και το παράπονο ότι το Δικαστήριο εσφαλμένα άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια ως προς την αναστολή της ποινής. Οι προϋποθέσεις αναστολής της ποινής φυλάκισης είναι γνωστές και δεν εξυπηρετείται κανένας σκοπός με την [*278]επανάληψή τους. Αρκεί να λεχθεί ότι ο εφεσείων παρέλειψε να δείξει τόσο ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου όσο και ενώπιον του Εφετείου οιονδήποτε λόγο γιατί η ποινή θα έπρεπε να ανασταλεί.
Η έφεση γίνεται μερικώς δεκτή. Η πρωτόδικη απόφαση τροποποιείται και στην 4η κατηγορία η ποινή μειώνεται σε ποινή φυλάκισης 1 έτους.
Η έφεση επιτρέπεται μερικώς.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο