Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Zανέττου Τσαπατσάρη και Άλλου (2000) 2 ΑΑΔ 304

(2000) 2 ΑΑΔ 304

[*304]15 Ιουνίου, 2000

[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσείων,

v.

1. ΖΑΝΕΤΤΟΥ ΤΣΑΠΑΤΣΑΡΗ,

2. ΟΘΩΝΑ ΟΘΩΝΟΣ,

Εφεσιβλήτων.

(Ποινικές Εφέσεις Αρ. 6927, 6928)

 

Ποινή ― Ένοπλη ληστεία καταστήματος τράπεζας και κλοπή κατά παράβαση των Άρθρων 282, 283, 20 και 29 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, Φυλάκιση 2 ετών ― Κατοχή πυροβόλου όπλου χωρίς άδεια κατά παράβαση των σχετικών διατάξεων του περί Πυροβόλων Όπλων Νόμου 38/74 όπως τροποποιήθηκε, Ουδεμία ποινή ― Μεταφορά πυροβόλου όπλου χωρίς άδεια κατά παράβαση των σχετικών διατάξεων του περί Πυροβόλων Όπλων Νόμου 38/74 όπως τροποποποιήθηκε, Φυλάκιση 18 μηνών ― Κατοχή εκρηκτικών υλών άνευ αδείας του επιθεωρητή εκρηκτικών υλών κατά παράβαση των σχετικών διατάξεων του περί Εκρηκτικών Υλών Νόμου Κεφ. 154, Φυλάκιση 18 μηνών ― Κλοπή από κατοικία κατά παράβαση των Άρθρων 255, 266(β) και 29 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, Φυλάκιση ενός έτους ― Διατάχθηκε αναστολή των συντρέχουσων ποινών φυλάκισης ― Σχεδιασμός των εγκλημάτων ― Προηγούμενες καταδίκες ― Λήφθηκε υπόψη αριθμός υποθέσεων για παρόμοια αδικήματα ― Οι δράστες ήταν άτομα νεαράς ηλικίας (20 περίπου ετών) με πολλά οικονομικά, οικογενειακά και ψυχολογικά προβλήματα ― Η ποινή φυλάκισης των 2 ετών για την ένοπλη ληστεία κρίθηκε έκδηλα ανεπαρκής και αυξήθηκε σε ποινή τετραετούς φυλάκισης.

Ποινή ― Εξατομίκευση ― Δεν πρέπει να οδηγεί στην εξουδετέρωση του αποτρεπτικού χαρακτήρα της ποινής ή της αποτελεσματικότητας του νόμου.

Ποινή ― Ανεπάρκεια ― Ο καθορισμός της ποινής είναι έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου ― Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο όπου η ανεπάρκεια [*305]της ποινής καταφαίνεται ως αντικειμενικό γεγονός.

Ποινή ― Αποτρεπτική ποινή ― Πρέπει να επιβάλλεται σε υποθέσεις ένοπλης ληστείας και κατοχής όπλων και εκρηκτικών υλών, λόγω της σοβαρότητας και της έξαρσης των εγκλημάτων αυτών.

Οι εφεσίβλητοι καταδικάσθηκαν στις πιο πάνω ποινές μετά από παραδοχή τους. Η ληστεία έγινε με κλοπιμαίο κυνηγετικό όπλο. Οι εφεσίβλητοι έχοντας καλυμμένα τα πρόσωπα με στρατιωτικές κουκούλες και με απειλή του όπλου ακινητοποίησαν τους πελάτες και το προσωπικό της τράπεζας. Ανενόχλητοι πήραν από τα ταμείο £17601 και ακολούθως διέφυγαν με κλοπιμαίο αυτοκίνητο. Μέρος του κλαπέντος ποσού ανερχόμενο σε £15,803 ανευρέθηκε μετά από έρευνα στο σπίτι όπου διέμεναν.

Οι εφεσίβλητοι ήταν νεαρά άτομα και αντιμετώπιζαν σοβαρά οικονομικά και άλλα οικογενειακά προβλήματα.

Οι εφέσεις που άσκησε ο Γενικός Εισαγγελέας στρέφονται τόσο εναντίον των ποινών που προσβάλλονται ως ανεπαρκείς όσο και εναντίον του διατάγματος για αναστολή τους. Η έφεση επικεντρώθηκε σε ό,τι αφορά την ανεπάρκεια της ποινής στην κατηγορία που αφορά το αδίκημα της ένοπλης ληστείας.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Οι ληστείες τραπεζικών καταστημάτων τελευταία άρχισαν να προσλαμβάνουν ανησυχητικές διαστάσεις και η ανάγκη αποτελεσματικής εφαρμογής του νόμου εμφανίζεται επιτακτική.

2.  Το κατά πόσο η ποινή είναι υπερβολική ή ανεπαρκής είναι ζητήματα που κρίνονται αντικειμενικά. Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο όπου η ανεπάρκεια της ποινής καταφαίνεται ως αντικειμενικό γεγονός.

3.  Στην παρούσα υπόθεση, ο παράγων της σοβαρότητας του αδικήματος υποβαθμίστηκε σε βαθμό που η ποινή αντικειμενικά κρινόμενη θεωρείται ανεπαρκής. Για τον λόγο αυτό η παρέμβαση του Εφετείου είναι αναγκαία.

4.  Η ποινή φυλάκισης των δύο ετών για το αδίκημα της ένοπλης ληστείας είναι καταφανώς ανεπαρκής και πρέπει να παραμερισθεί.

Η αρμόζουσα, υπό τις περιστάσεις, ποινή είναι ποινή φυλάκισης [*306]τεσσάρων ετών.

Η έφεση επιτράπηκε. Η ποινή για το αδίκημα της ένοπλης ληστείας παραμερίσθηκε και υποκαταστάθηκε με την ποινή φυλάκισης τεσσάρων ετών.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Μιχαήλ κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 232,

Σωκράτους ν. Δημοκρατίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 132,

Χ”Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 174,

Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 411,

Antoniades v. Police (1986) 2 C.L.R. 21,

Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 224,

Παγιαβλάς ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 240,

Philippou v. Republic (1983) 2 C.L.R. 245,

Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 525,

Γενικός Εισαγγελέας ν. Παύλου (1997) 2 Α.Α.Δ. 170,

Φανάρας κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 50,

Πισκόπου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 342.

Εφέσεις εναντίον Ποινών.

Εφέσεις από το Γενικό Εισαγγελέα εναντίον της απόφασης του Μονίμου Κακουργιοδικείου Λευκωσίας (Αρέστης, Π.Ε.Δ., Σταυρινίδης, Α.Ε.Δ. και Δημητριάδου, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 4180/2000), ημερομηνίας 25/4/2000, με την οποία επιβλήθηκαν αντιστοίχως στους εφεσίβλητους, με αναστολή εκτέλεσης, συντρέχουσες ποινής φυλάκισης δύο ετών για το αδίκημα της ένοπλης ληστείας και κλοπής, 18 μηνών για το αδίκημα της μεταφοράς πυροβόλου όπλου χωρίς άδεια, 18 μηνών για το αδίκημα της κατοχής [*307]εκρηκτικών υλών άνευ αδείας και ενός έτους για το αδίκημα της κλοπής από κατοικία.

Α. Μαππουρίδης, για τον Εφεσείοντα.

Ε. Βραχίμη, για τον Εφεσίβλητο Αρ. 1.

Χ. Τσίγκης, για τον Εφεσίβλητο Αρ. 2.

Εφεσίβλητοι παρόντες.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει

ο Δικαστής Κραμβής.

ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Ο εφεσίβλητος στην Ποινική Έφεση 6927 Ζανέττος Τσαπατσάρης (στο εξής “ο εφεσίβλητος 1”) και ο εφεσίβλητος στην Ποινική Έφεση 6928 Όθωνας Όθωνος (στο εξής “ο εφεσίβλητος 2”) ήταν οι δράστες ένοπλης ληστείας που διαπράχθηκε το πρωί της 11.2.2000 σε κατάστημα της Τράπεζας Κύπρου στην Αγλαντζιά.

Οι εφεσίβλητοι, εισήλθαν στην Τράπεζα έχοντας καλυμμένα τα πρόσωπά τους με στρατιωτικές κουκούλες  και με  απειλή κυνηγετικού όπλου ακινητοποίησαν τους πελάτες και το προσωπικό της Τράπεζας. Ανενόχλητοι πήραν από τα ταμεία £17601 και ακολούθως διέφυγαν με αυτοκίνητο που είχαν κλέψει λίγες ώρες νωρίτερα. Στην περιοχή ΣΟΠΑΖ, προφανώς για παραπλάνηση, άλλαξαν αυτοκίνητο. Επιβιβάστηκαν στο αυτοκίνητο του εφεσίβλητου 1 με το οποίο συνέχισαν την πορεία τους.

Η Αστυνομία, κατόπιν αξιολόγησης των πληροφοριών που συνέλεξε, συνέλαβε τους εφεσίβλητους το απόγευμα της ίδιας ημέρας. Στην αρχή, αρνήθηκαν κάθε ανάμειξη στη διάπραξη της ληστείας. Σύντομα όμως, ομολόγησαν τις πράξεις τους στις καταθέσεις που έδωσαν.

Η αστυνομία, ερεύνησε το σπίτι που διέμεναν στην παρουσία τους. Βρέθηκαν, μεγάλο μέρος (£15803) των χρημάτων που έκλεψαν από τα ταμεία της Τράπεζας, το κυνηγετικό όπλο που κρατούσαν κατά τη διάπραξη της ληστείας και πλήρη φυσίγγια κυνηγετι[*308]κού όπλου.

Οι εφεσίβλητοι ομολόγησαν ότι το κυνηγετικό όπλο κλάπηκε από τον εφεσίβλητο 2 από το σπίτι του θείου του λίγες μέρες πριν από τη ληστεία. Μικρό μέρος των χρημάτων που έκλεψαν το χρησιμοποίησαν για την αγορά ενός κρεβατιού με το στρώμα του, ηλεκτρικής θερμάστρας, ψυγείου και τσιγάρων καθώς και για την πληρωμή των λογαριασμών των κινητών τους τηλεφώνων. Πέντε μέρες αργότερα (16.2.2000), ο εφεσίβλητος 1 υπέδειξε στην αστυνομία το μέρος που είχε κρυμμένα στο σπίτι του 45 χαρτονομίσματα των £20.- που και αυτά αποτελούσαν μέρος των κλαπέντων και που δεν είχαν  βρεθεί κατά την έρευνα.

Οι εφεσίβλητοι, ύστερα από δική τους παραδοχή κρίθηκαν ένοχοι από το Κακουργιοδικείο Λευκωσίας στις πιο κάτω κατηγορίες και το δικαστήριο τους επέβαλε αντιστοίχως συντρέχουσες ποινές φυλάκισης.

(α) Ένοπλη ληστεία και κλοπή κατά παράβαση των άρθρων 282, 283, 20 και 29 του Ποινικού Κώδικα - φυλάκιση δύο ετών στον κάθε κατηγορούμενο.

(β) Κατοχή πυροβόλου όπλου χωρίς άδεια κατοχής κατά παράβαση των σχετικών διατάξεων του περί Πυροβόλων Όπλων Νόμου 38/74 όπως τροποποιήθηκε από το Νόμο 166/87 και άρθρο 20 του Ποινικού Κώδικα - ουδεμία ποινή.

(γ) Μεταφορά πυροβόλου όπλου χωρίς άδεια κατά παράβαση των σχετικών διατάξεων του περί Πυροβόλων Όπλων Νόμου 38/74 όπως τροποποιήθηκε από το Νόμο 166/87 και άρθρο 20 του Ποινικού Κώδικα - φυλάκιση 18 μηνών στον κάθε κατηγορούμενο.

(δ) Κατοχή εκρηκτικών  υλών άνευ αδείας του επιθεωρητή εκρηκτικών υλών κατά παράβαση των σχετικών διατάξεων του περί Εκρηκτικών Υλών Νόμου Κεφ. 154 και τροπ. Ν. 21/70 - φυλάκιση 18 μηνών στον κάθε κατηγορούμενο.

(ε) Κλοπή από κατοικία κατά παράβαση των άρθρων 255, 266(β) και 29 του Ποινικού Κώδικα Κεφ 154 - φυλάκιση ενός έτους στο δεύτερο κατηγορούμενο.

Απασχόλησε το Κακουργιοδικείο θέμα αναστολής εκτέλεσης των ποινών φυλάκισης που επέβαλε στους εφεσίβλητους. Το Κακουργιοδικείο με αναφορά στο άρθρο 3(2)* του Περί Αναστολής της Εκτελέσεως Ποινής Φυλάκισης Νόμου του 1972 όπως έχει τροποποιηθεί με το Νόμο 41(1)/97 και στη σχετική επί του θέματος νομολογία σε συνάρτηση προς τα γεγονότα της υπόθεσης και τις προσωπικές περιστάσεις των εφεσίβλητων ήταν της γνώμης πως εδικαιολογείτο η αναστολή εκτέλεσης των ποινών φυλάκισης και διέταξε την αναστολή τους.

Και οι δυο εφεσίβλητοι βαρύνονται με προηγούμενες καταδίκες.

Ο πρώτος, στις 26.5.98 τέθηκε υπό επιτήρηση για δύο χρόνια σε υπόθεση διάρρηξης καταστήματος και κλοπής αφού λήφθηκαν υπόψη ακόμα 17 υποθέσεις για παρόμοια αδικήματα. Την ίδια ημέρα (26.5.98), τέθηκε υπό επιτήρηση για δύο χρόνια σε άλλη  υπόθεση που αφορούσε κατηγορίες διάρρηξης εκκλησίας και κλοπής αφού λήφθηκαν υπόψη τρεις παρόμοιες υποθέσεις. Η ίδια ποινή επιβλήθηκε στον πρώτο εφεσίβλητο και πάλιν την ίδια ημερομηνία (26.5.98) σε υπόθεση που αφορούσε διάρρηξη καταστήματος και κλοπή αφού λήφθηκαν υπόψη παρόμοιες υποθέσεις.  Στις 6.11.98 καταδικάστηκε σε 4 μήνες φυλάκιση για διάρρηξη κατοικίας και κλοπή.

Ο δεύτερος καταδικάστηκε στις 12.12.97 σε πρόστιμο £80 και £35 έξοδα για κλοπή από κατοικία και στις 25.2.99 καταδικάστηκε σε πρόστιμο £250 και £15 έξοδα για κλοπή.

Το Κακουργιοδικείο έλαβε επίσης υπόψη, ύστερα από αίτημα των εφεσιβλήτων, αριθμό υποθέσεων για αδικήματα διαρρήξεων και κλοπών που διέπραξαν πρόσφατα.

Οι εφεσίβλητοι είναι ηλικίας 20 περίπου χρόνων. Η ηλικία τους σε συνάρτηση προς άλλους παράγοντες, ανάμεσα στους οποίους οι προσωπικές τους περιστάσεις, λήφθηκαν υπόψη από  το Κακουργιοδικείο για μετριασμό της ποινής.

Οι προσωπικές περιστάσεις του εφεσίβλητου 1 περιγράφονται   στην έκθεση κοινωνικής έρευνας που κατατέθηκε και έχουν επίσης [*310]σκιαγραφηθεί από λειτουργούς του Τμήματος Ευημερίας που κλήθηκαν από τον ίδιο να καταθέσουν. Ο πατέρας του εφεσίβλητου 1 είναι ελλαδίτης και η μητέρα του κύπρια. Παντρεύτηκαν στην Αγγλία όπου διέμεναν και το 1990 ήλθαν στην Κύπρο οικογενειακώς για μόνιμη εγκατάσταση. Εξ αιτίας των οικονομικών δυσκολιών που αντιμετώπισαν, αποφάσισαν να φύγουν από την Κύπρο και να αναζητήσουν καλύτερη τύχη στην Καλαμάτα. Οι δυσκολίες προσαρμογής της μητέρας στην Καλαμάτα,  έφεραν την οικογένεια ξανά πίσω στην Κύπρο. Ο εφεσίβλητος 1 διέκοψε τη φοίτησή του στο σχολείο όταν ήταν 12 χρόνων. Εργάστηκε σιδεράς με τον πατέρα του. Στην αρχή ήταν καλός και αποδοτικός στη δουλειά,  σταδιακά όμως, άρχισε να παρουσιάζει αντικοινωνική συμπεριφορά. Στο μεταξύ οι γονείς του ήλθαν σε διάσταση. Ο χαλαρός συναισθηματικός δεσμός που διατηρούσε με τον πατέρα του διακόπηκε εντελώς. Η μητέρα του στάθηκε ανίκανη να του προσφέρει την υποστήριξη που χρειαζόταν για να αποτραπεί η διολίσθηση.  Λειτουργοί του Γραφείου Ευημερίας προσπάθησαν να τον στηρίξουν αλλά απέτυχαν. Το 1998 καταδικάστηκε σε τετράμηνη φυλάκιση για διάρρηξη κατοικίας και κλοπή.  Προηγουμένως του είχαν επιβληθεί ελαφρότερες ποινές περιλαμβανόμενης και της επιτήρησης. Μετά την αποφυλάκιση του βρήκε δουλειά και εργάστηκε σιδεράς για μερικούς μήνες.

Αναφορικά με τον εφεσίβλητο 2 φαίνεται πως από νωρίς η ζωή του σημαδεύτηκε με δυσκολίες και αντιξοότητες. Παρόλον ότι οι γονείς του δεν σύναψαν γάμο μεταξύ τους, αυτός  έτυχε πατρικής αναγνώρισης. Η άστατη σχέση των γονιών του είχε και  τον ανάλογο δυσμενή αντίκτυπο στη συμπεριφορά και τη διαμόρφωση του χαρακτήρα του. Ο πατέρας εγκατέλειψε οριστικά την οικογένεια πριν από δύο περίπου χρόνια και από τότε έπαυσε να υπάρχει μεταξύ τους οποιαδήποτε επικοινωνία. Ο εφεσίβλητος 2 διέκοψε τη φοίτησή του στο σχολείο όταν ήταν μαθητής της πρώτης γυμνασίου. Απασχολήθηκε περιστασιακά σε ηλεκτρολόγο για εκμάθηση της τέχνης χωρίς θετικό αποτέλεσμα. Χαρακτηρίζεται ανώριμος και λόγω ψυχολογικών προβλημάτων πήρε απαλλαγή από την Εθνική Φρουρά. Είναι άνεργος και έχει δημιουργήσει χρέη. Η μητέρα του συνεργάζεται με το Τμήμα Κοινωνικής Ευημερίας το οποίο έχει την επίβλεψη της οικογένειας.

Στην απόφαση του Κακουργιοδικείου μολονότι επισημαίνεται ότι οι εφεσίβλητοι προετοίμασαν το έγκλημα που διέπραξαν, η ενέργειά τους χαρακτηρίζεται ως ερασιτεχνική εκ του γεγονότος ότι ο [*311]ένας εκ των δύο θεάθηκε να τρέμει κατά τη διάπραξη της ληστείας ενώ μετά την τέλεση του εγκλήματος, άφησαν ίχνη που γρήγορα οδήγησαν στον εντοπισμό τους. Στην επιμέτρηση της ποινής το Κακουργιοδικείο έλαβε επίσης υπόψη ότι απολέσθηκε μόνο μικρό μέρος των χρημάτων που έκλεψαν και ότι οι εφεσίβλητοι συνεργάστηκαν με την αστυνομία μετά τη σύλληψή τους, καθώς και το νεαρό της ηλικίας τους. Λήφθηκαν ακόμα υπόψη οι υποθέσεις που οι εφεσίβλητοι παραδέχθηκαν και η σοβαρότητα των αδικημάτων που διέπραξαν. Τέλος, αναφέρεται στην απόφαση ότι οι προηγούμενες καταδίκες με τις οποίες βαρύνονται οι εφεσίβλητοι, τους στερούν το δικαίωμα να αναμένουν επιείκεια.

Προκύπτει ότι το Κακουργιοδικείο απέδωσε ιδιαιτέρως βαρύνουσα σημασία στις προσωπικές περιστάσεις των εφεσιβλήτων.  Αυτό συνέτεινε στον περιορισμό του ύψους των ποινών φυλάκισης που επιβλήθηκαν. Ιδιαίτερα εμφανής είναι ο περιορισμός της ποινής φυλάκισης στην κατηγορία της ένοπλης ληστείας  ώστε να μη μπορεί εύλογα να συναρτηθεί με την εγγενή σοβαρότητα του  αδικήματος. Είναι επίσης κατάδηλο ότι οι προσωπικές περιστάσεις των εφεσιβλήτων προσμέτρησαν καθοριστικά στην απόφαση για την αναστολή της εκτέλεσης των ποινών φυλάκισης που επιβλήθηκαν.

Οι εφέσεις που άσκησε ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας στρέφονται τόσον εναντίον των ποινών που προσβάλλονται ως ανεπαρκείς όσο και εναντίον του διατάγματος για αναστολή της εκτέλεσης των ποινών το οποίο προσβάλλεται ως προϊόν εσφαλμένης εφαρμογής των νομικών αρχών οι οποίες διέπουν το θέμα. Ο δικηγόρος της Δημοκρατίας που εμφανίστηκε για τον εφεσείοντα Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας επικέντρωσε την αγόρευσή του σε ό,τι αφορά την ανεπάρκεια της ποινής στην κατηγορία που αφορά το αδίκημα της ένοπλης ληστείας.

Η σύμφυτη σοβαρότητα του αδικήματος της ένοπλης ληστείας επιβεβαιώνεται από την προβλεπόμενη ποινή της ισόβιας φυλάκισης. Οι συνθήκες διάπραξης του συγκεκριμένου αδικήματος το καθιστούν ως ένα από τα σοβαρότερα στο είδος του δεδομένου ότι η εγκληματική ενέργεια στρεφόταν εναντίον τράπεζας και οι εφεσίβλητοι είχαν στην κατοχή τους πυροβόλο όπλο. Κάτω από αυτές τις συνθήκες τα πράγματα εύκολα μπορούσαν να ξεφύγουν από τον έλεγχο των δραστών με ενδεχόμενο το χειρότερο. Το γεγονός ότι ο ένας θεάθηκε να τρέμει κατά την ώρα της ληστείας, εύλογα μπορεί να υποτεθεί ότι αυτός βρισκόταν σε τέτοια ψυχολογική κατά[*312]σταση που δυνητικά ενείχε τον κίνδυνο της ανά πάσα στιγμή απώλειας του αυτοέλεγχου και της ψυχραιμίας του με προφανή τον κίνδυνο σοβαρότερης επιπλοκής. Ευτυχώς δεν προέκυψε οτιδήποτε το χειρότερο. Από την άλλη δεν πρέπει να παραγνωριστεί ότι οι εφεσίβλητοι φρόντισαν για την καλή προπαρασκευή της ληστείας άσχετα αν στο τέλος συνελήφθησαν από την αστυνομία.

Η νομολογία καταδείχνει πως σε περιπτώσεις όπως είναι η παρούσα είναι ορθή η επιβολή πολυετούς ποινής φυλάκισης.  Βλ. Μιχαήλ κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 232, Σωκράτους ν. Δημοκρατίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 132, Θεοδόσης Χ”Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 174 και Γεώργιος Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 411.

Οι συνήγοροι των εφεσιβλήτων στην προσπάθειά τους να διατηρηθεί αμετάβλητη η πρωτόδικη απόφαση έδωσαν ιδιαίτερη έμφαση στις προσωπικές συνθήκες των πελατών τους και στον ερασιτεχνικό τρόπο με τον οποίο ενήργησαν.

Αναμφίβολα η εξατομίκευση είναι αναγκαία σε κάθε περίπτωση. Αποτελεί μέρος της διαδικασίας που έχει ως αντικείμενο τη δίκαιη μεταχείριση των ενόχων κάθε εγκληματικής πράξης. Ποτέ όμως η εξατομίκευση δεν μπορεί να υποβαθμίσει τη σοβαρότητα του συγκεκριμένου αδικήματος και την ανάγκη πρόσδοσης αποτρεπτικού χαρακτήρα στην τιμωρία αυτής της κατηγορίας αδικημάτων. Στην Antoniades v. Police (1986) 2 C.L.R. 21 τονίστηκε από το Εφετείο ότι:

“Το καθήκον για εξατομίκευση της ποινής δεν πρέπει να οδηγεί στην ουδετεροποίηση της αποτελεσματικότητας του νόμου.”

Και στην Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 224 το Εφετείο επεσήμανε πως “Η διαδικασία της εξατομίκευσης δεν πρέπει να οδηγεί στην εξουδετέρωση του αποτρεπτικού χαρακτήρα της ποινής.”.

Στην Φώτιος Αντωνίου Παγιαβλάς ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 240, τονίστηκε από το Εφετείο ότι “Η ανάγκη για την αποτελεσματική εφαρμογή του νόμου δικαιολογείται, όλως ιδιαίτερα, όπου συγκεκριμένη κατηγορία εγκλημάτων προσλαμβάνει ανησυχητικές διαστάσεις, γεγονός που οριοθετεί και το πλαίσιο αντιμετώπισής τους.”.

[*313]

Οι ληστείες τραπεζικών καταστημάτων και καταστημάτων συνεργατικών εταιρειών τελευταία άρχισαν να προσλαμβάνουν ανησυχητικές διαστάσεις και η ανάγκη αποτελεσματικής εφαρμογής του νόμου εμφανίζεται επιτακτική.

Το κατά πόσο η ποινή είναι υπερβολική ή ανεπαρκής καθώς και η διαπίστωση του στοιχείου της υπερβολής ή της ανεπάρκειας είναι ζητήματα που κρίνονται αντικειμενικά.

Στην Παγιαβλάς ν. Αστυνομία (ανωτέρω) ένα από τα παράπονα του εφεσείοντα ήταν ότι η ποινή που του επιβλήθηκε ήταν υπερβολική. Στην απόφασή του το Εφετείο επανέλαβε τα καθιερωμένα από τη νομολογία κριτήρια με βάση τα οποία ελέγχεται η ορθότητα των ποινών που επιβάλλουν τα πρωτόδικα δικαστήρια.  Τα λεχθέντα από το Εφετείο σε σχέση με την υπερβολή στην ποινή ισχύουν κατ’ αναλογία και για ό,τι αφορά την ανεπάρκεια της ποινής. Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα:

“Η θεώρηση της επάρκειας της ποινής και η διαπίστωση στοιχείου υπερβολής κρίνονται αντικειμενικά. Η υπερβολή, όπως επισημαίνεται στη Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 525, πρέπει να καταφαίνεται είτε από την πασιφανή έλλειψη αντιστοιχίας μεταξύ της σοβαρότητας του εγκλήματος και της ποινής, ή από την ουσιώδη απόκλιση της ποινής από το μέτρο που οριοθετεί η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ή μετά από το συσχετισμό των δύο παραγόντων - (βλ. επίσης, Azzeh v. Republic (1989) 2 C.L.R. 14 και Χαραλάμπους ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 222).

Ένας από τους λόγους, ο οποίος μπορεί να καταστήσει την ποινή υπερβολική, είναι η εσφαλμένη καθοδήγηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς τα γεγονότα, όπως επισημαίνεται στη Philippou v. Republic (1983) 2 C.L.R. 245, στην οποία γίνεται ριζική ανάλυση των παραγόντων που επενεργούν στον καθορισμό της επάρκειας της ποινής.”

Ο καθορισμός της ποινής είναι έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο όπου η ανεπάρκεια της ποινής καταφαίνεται ως αντικειμενικό γεγονός. Βλ. Philippou v. Republic (1983) 2 C.L.R. 245, Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 525 και Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Ανδρέα Παύλου [*314](1997) 2 Α.Α.Δ. 170.

Στην προκείμενη περίπτωση η ανεπάρκεια της ποινής για το αδίκημα της ένοπλης ληστείας που το Κακουργιοδικείο επέβαλε στους εφεσίβλητους καταφαίνεται τόσο από την πασιφανή έλλειψη αντιστοιχίας μεταξύ της σοβαρότητας του εγκλήματος και της ποινής όσο και από την ουσιώδη απόκλιση της ποινής από το μέτρο που οριοθετεί η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου.  Δεν έχουμε εντοπίσει απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην οποία να επικυρώνεται ή έστω να επιδοκιμάζεται η επιβολή ποινής φυλάκισης δύο ετών στο δράστη ένοπλης ληστείας. Η νομολογία σταθερά μέχρι τώρα, καταδείχνει ότι το αδίκημα της ένοπλης ληστείας τιμωρείται με ποινή πολυετούς φυλάκισης. Βλ. Μιχαήλ κ.ά. ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω), Φανάρας κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 50, Σωκράτους ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω), Θεοδόσης Χ”Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω) και Γεώργιος Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας, (ανωτέρω).

Το Κακουργιοδικείο στην απόφασή του μολονότι αναγνωρίζει τη σύμφυτη σοβαρότητα του αδικήματος της ένοπλης ληστείας και τις κοινωνικά ζημιογόνες προεκτάσεις του εγκλήματος, ο τρόπος με τον οποίο τελικά μεταχειρίστηκε τους εφεσίβλητους, αποκαλύπτει σφάλμα στη διαδικασία της εξατομίκευσης. Ο παράγων της σοβαρότητας του αδικήματος υποβαθμίστηκε σε βαθμό που η ποινή αντικειμενικά κρινόμενη θεωρείται ανεπαρκής. Παραγνωρίστηκε ολότελα από το Δικαστήριο το γεγονός ότι στους εφεσίβλητους είχε δοθεί η ευκαιρία συμμόρφωσης στο νόμο και έμπρακτης μεταμέλειας. Υπενθυμίζουμε ότι και οι δύο είχαν καταδικαστεί σε υποθέσεις διαρρήξεων και κλοπών και τους επιβλήθηκαν ποινές προστίμου, επιτήρησης και φυλάκισης στον πρώτο εφεσίβλητο. Ύστερα από αυτές τις καταδίκες οι εφεσίβλητοι απτόητοι συνέχισαν την εγκληματική τους δραστηριότητα. Διέπραξαν νέα αδικήματα παρόμοια με εκείνα που καταδικάστηκαν. Αποκορύφωμα της δράσης τους ήταν η ένοπλη ληστεία την οποία καλά προετοίμασαν.

Η απόδοση υπέρμετρης βαρύτητας στις προσωπικές περιστάσεις των εφεσιβλήτων από τη μια και η υποβάθμιση των περιστάσεων διάπραξης των αδικημάτων και της σοβαρότητας του εγκλήματος από την άλλη, συνέτειναν στην ουδετεροποίηση της αποτελεσματικότητας του νόμου και του αποτρεπτικού χαρακτήρα της ποινής. Υπό τις περιστάσεις κρίνουμε ως επιβεβλημένη τη δική μας παρέμβαση. Για ό,τι αφορά τον παράγοντα της αποτροπής ο οποίος στην [*315]προκείμενη περίπτωση έχει να διαδραματίσει το δικό του ρόλο θα επαναλάβουμε αυτό που ειπώθηκε στην Πισκόπου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 342.

“Η αποτροπή, ως παράγοντας ο οποίος επενεργεί στον καθορισμό της ποινής, έχει δύο παραμέτρους. Η μια έχει ως λόγο την αποτροπή του ίδιου του παραβάτη από την επανάληψη του εγκλήματος ή παρόμοιων εγκλημάτων στο μέλλον. Η άλλη αφορά την αποτροπή τρίτων από τη διάπραξη όμοιων ή παρόμοιων εγκλημάτων. Στη δεύτερη περίπτωση, η αποτροπή έχει δύο συνισταμένες: Πρώτο, την αποτροπή η οποία είναι συνυφασμένη με τη σοβαρότητα του εγκλήματος που αντανακλάται στο απόσπασμα και παρατίθεται στην απόφαση του Κακουργιοδικείου από το σύγγραμμα του Thomas “Principles of Sentencing” και δεύτερο, την αποτροπή ως μέσου για την καταστολή εγκλημάτων που ευρίσκονται σε έξαρση. Στην περίπτωση σοβαρών εγκλημάτων το στοιχείο της αποτροπής είναι αλληλένδετο με τη σοβαρότητα της κατηγορίας των εγκλημάτων, στην οποία ανήκει το υπό τιμωρία έγκλημα, και με την εγγενή ανάγκη για την αποτροπή τους.”

Ενόψει των όσων έχουμε προαναφέρει καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι η ποινή φυλάκισης των δύο ετών που επιβλήθηκε στους εφεσίβλητους στην πρώτη κατηγορία που αφορά το αδίκημα της ένοπλης ληστείας είναι καταφανώς ανεπαρκής και την παραμερίζουμε.

Θα καθορίσουμε την ποινή με την οποία αρμόζει να τιμωρηθούν οι εφεσίβλητοι στην κατηγορία της ένοπλης ληστείας. Βλ. Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 C.L.R. 525 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Φανιέρου (1996) 2 Α.Α.Δ. 303.

Εξατομικεύοντας την ποινή κατά την έκταση και το βαθμό που μπορούν να ληφθούν υπόψη οι προσωπικές συνθήκες των εφεσιβλήτων, οι περιστάσεις διάπραξης του αδικήματος, το είδος και η σοβαρότητα των υποθέσεων που ζητήθηκε να ληφθούν υπόψη και οι προηγούμενες καταδίκες με τις οποίες βαρύνονται οι εφεσίβλητοι κρίνουμε ότι η αρμόζουσα υπό τις περιστάσεις ποινή για το αδίκημα της ένοπλης ληστείας είναι ποινή φυλάκισης τεσσάρων ετών. Ο δεύτερος λόγος έφεσης εκ των πραγμάτων καθίσταται άνευ αντικειμένου και συνεπώς παρέλκει η εξέτασή του.

[*316]Η έφεση επιτρέπεται. Η πρωτόδικη απόφαση καθ’ όσον αφορά την ποινή που το Κακουργιοδικείο επέβαλε στους εφεσίβλητους στην πρώτη κατηγορία για το αδίκημα της ένοπλης ληστείας παραμερίζεται και υποκαθίσταται με την απόφασή μας ως ανωτέρω.

Η έφεση επιτρέπεται. Η ποινή για το αδίκημα της ένοπλης ληστείας παραμερίζεται και υποκαθίσταται με ποινή φυλάκισης τεσσάρων ετών.

 


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο