Yeates Andrew John και Άλλος ν. Αστυνομίας (2000) 2 ΑΑΔ 320

(2000) 2 ΑΑΔ 320

[*320]22 Ιουνίου, 2000

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΗΛΙΑΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]

ANDREW JOHN YEATES,

(Εφεσείων στην Ποινική Έφεση Αρ. 6940),

ΙAN FRANCIS CONSTANTIN,

(Εφεσείων στην Ποινική Έφεση Αρ. 6941),

v.

ΑΣΤΥΝΟΜIΑΣ,

Εφεσίβλητης.

(Ποινικές Εφέσεις Αρ. 6940, 6941)

 

Ποινή ― Κοινή επίθεση (εναντίον και των δύο εφεσειόντων) ποινή φυλάκισης ενός μηνός στον καθένα ― Επίθεση προκαλούσα πραγματική σωματική βλάβη (εναντίον του εφεσείοντος 2) ποινή φυλάκισης δύο μηνών ― Μέθη (εναντίον και των δύο εφεσειόντων) ποινή φυλάκισης δέκα ημερών στον καθένα ― Ανησυχία (εναντίον και των δύο εφεσειόντων) ποινή φυλάκισης δέκα ημερών στον καθένα ― Δημόσια εξύβριση (εναντίον του εφεσείοντος 2) ποινή φυλάκισης επτά ημερών ― Δράστες Άγγλοι με λευκό ποινικό μητρώο οι οποίοι υπηρετούσαν στις Βρεττανικές Βάσεις, τελούντες σε κατάσταση μέθης ― Δυσμενείς επιπτώσεις από την επιβολή ποινής φυλάκισης στη σταδιοδρομία τους ― Οι ποινές φυλάκισης αντικαταστάθηκαν κατ’ έφεση με ποινές προστίμου.

Ποινή ― Μετριαστικοί παράγοντες ― Μέθη ― Κατά πόσο συνιστά μετριαστικό παράγοντα ― Αρχές που προκύπτουν από τη νομολογία.

Δικαστική γνώση ― Προσωπική γνώση Δικαστή από την καθημερινή του εμπειρία σχετικά με την έξαρση συγκεκριμένων αδικημάτων ― Αναγνωρίζεται ως παραδεκτή πηγή δικαστικής γνώσης ― Η πηγή άντλησης της γνώσης αυτής - είναι επιθυμητό - να προσδιορίζεται με κάποια λεπτομέρεια προς στοιχειοθέτηση της καθολικότητας του αντικειμένου της γνώσης και του αναντίλεκτου του περιεχομένου της.

[*321]Οι εφεσείοντες, ηλικίας 30 και 31 ετών, μέλη του Βρεττανικού Στρατού, με λευκό ποινικό μητρώο, φιλήσυχοι πολίτες μέχρι τη διάπραξη των πιο πάνω αδικημάτων, δημιούργησαν επεισόδιο, κάτω από την επήρεια οινοπνεύματος, στη γιορτή του Κρασιού στη Λεμεσό. Οδηγήθηκαν στον Αστυνομικό Σταθμό Λεμεσού για τη λήψη των στοιχείων τους. Εκεί αντέδρασαν αρνητικά και επιτέθηκαν εναντίον του αστυνομικού που ζήτησε τα στοιχεία τους. Ο πρώτος εφεσείων τον λάκτησε στον πισινό, ενώ κι οι δύο μαζί τον έριξαν στο δάπεδο και τον ακινητοποίησαν. Την ίδια τύχη είχε και άλλος αστυνομικός που τους γνωστοποίησε ότι ήταν υπό σύλληψη.  Χρειάσθηκε η παρέμβαση και άλλων αστυνομικών για να καθηλώσουν τους εφεσείοντες.  Ο δεύτερος εφεσείων εξύβρισε με αισχρή φράση τους αστυνομικούς.  Ως αποτέλεσμα των πράξεων των εφεσειόντων, προσάφθηκαν εναντίον τους οι πιο πάνω κατηγορίες και τους επιβλήθηκαν οι πιο πάνω ποινές φυλάκισης. Εφεσίβαλαν τις ποινές φυλάκισης υποστηρίζοντας ότι η καταδίκη τους σε φυλάκιση επάγεται την απόλυση τους από τις τάξεις του Βρεττανικού Στρατού, παράγοντας, στον οποίο δεν αποδόθηκε η πρέπουσα βαρύτητα από το πρωτόδικο Δικαστήριο στην επιλογή της φύσης της ποινής που ενδεικνυόταν.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Η παρούσα υπόθεση δεν διαφοροποιείται από την υπόθεση Zak & others v. Αστυνομίας, στην οποία ο αποφασιστικός παράγοντας (για τη μη επιβολή ποινής φυλάκισης) ήταν οι συνέπειες που θα μπορούσε να έχει στη σταδιοδρομία των εφεσειόντων η επιβολή τέτοιας φύσεως ποινής.

2.  Στην απόφαση του Εφετείου Pernell κ.ά. ν. Δημοκρατίας υιοθετείται η προσέγγιση στη Γενικός Εισαγγελέας ν. Τσιόλη στην οποία είχε αναγνωρισθεί ότι η μέθη μπορεί να προσμετρήσει ως παράγοντας μετριαστικός της ποινής.

3.  Ο τρόπος τιμωρίας των εφεσειόντων ενείχε δυσανάλογες συνέπειες προς τη βαρύτητα των πταισμάτων που διέπραξαν λαμβανομένων υπόψη των επιπτώσεων στη σταδιοδρομία τους, του λευκού ποινικού τους μητρώου και της επίδρασης της μέθης στη συμπεριφορά τους. Γι’ αυτό παραμερίζονται οι ποινές φυλάκισης που επιβλήθηκαν και αντικαθίστανται με ποινές προστίμου ως κατωτέρω.

Πρώτη κατηγορία - Κοινή επίθεση - Εφεσείων 1, πρόστιμο £250, εφεσείων 2, πρόστιμο £150.

Δεύτερη κατηγορία - Επίθεση προκαλούσα πραγματική σωματική βλάβη - Εφεσείων 2, πρόστιμο £300.

[*322]Τρίτη κατηγορία - Μέθη - Πρόστιμο £75 στον κάθε εφεσείοντα.

Τέταρτη κατηγορία - Ανησυχία - Δεν επιβάλλεται καμιά ποινή εφόσον τα γεγονότα τα οποία τη στοιχειοθετούν είναι συνυφασμένα με τα γεγονότα τα οποία συνθέτουν τις άλλες κατηγορίες.

Πέμπτη κατηγορία - Δημόσια εξύβριση - Εφεσείων 2, πρόστιμο £100.

Η έφεση επιτράπηκε.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Zak a.o. v. Αστυνομίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 6,

Γενικός Εισαγγελέας ν. Τσιολή (1991) 2 Α.Α.Δ. 194,

Police v. Ioannou (1989) 2 C.L.R. 61,

Pernell κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 417,

Φανάρας κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 50,

Zaidan v. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 310,

Panaoullas v. Police (1973) 2 C.L.R. 11,

Antoniou v. Police (1973) 2 C.L.R. 338,

Nicolaou v. Police (1980) 2 C.L.R. 4,

Eracleous v. Police (1984) 2 C.L.R. 441,

Βασιλειάδης ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 409,

Tsiolis v. Police (1981) 2 C.L.R. 231,

Jenkinson a.o. v. Police (1983) 2 C.L.R. 295.

Έφεση εναντίον Ποινής.

Έφεση εναντίον της ποινής από τους κατηγορουμένους 1 και 2  οι οποίοι βρέθηκαν ένοχοι στις 22/6/2000 από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού (Σολομωνίδης, Α.Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 4293/00) στις κατηγορίες της κοινής επίθεσης, επίθεσης (εναντίον [*323]του εφεσείοντος 2) προκαλούσας πραγματική σωματική βλάβη, μέθης, ανησυχίας και δημόσιας εξύβρισης (εναντίον του εφεσείοντος 2) κατά παράβαση των Άρθρων 242, 20, 243, 94(1), 95 και 99 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, όπως τροποποιήθηκε και καταδικάστηκαν σε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης ενός μηνός εκάστος.

Γ. Αγαπίου με Α. Χαραλάμπους, για τους Εφεσείοντες στις Ποινικές Εφέσεις Αρ. 6940 & 6941.

Ε. Ζαχαριάδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη στις Ποινικές Εφέσεις Αρ. 6940 & 6941.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γ. Μ. Πικής, Π.

ΠΙΚΗΣ, Π.: Αφού ακούστηκαν οι βασικοί μάρτυρες της κατηγορίας οι εφεσείοντες άλλαξαν, με την άδεια του Δικαστηρίου, την απάντησή τους στις πέντε από τις επτά κατηγορίες που προσάφθηκαν εναντίον τους στις οποίες καταδικάστηκαν σε συντρέχουσες ποινές σύντομης φυλάκισης. Οι κατηγορίες στις οποίες κρίθηκαν ένοχοι και οι αντίστοιχες ποινές που τους επιβλήθηκαν είναι:

Πρώτη κατηγορία - Κοινή επίθεση - (εναντίον και των δύο εφεσειόντων) - ποινή - φυλάκιση ενός μηνός στον καθένα.

Δεύτερη κατηγορία - Επίθεση, προκαλούσα πραγματική σωματική βλάβη - (εναντίον του εφεσείοντος 2)  - ποινή - δύο μήνες φυλάκιση.

Τρίτη κατηγορία - Μέθη - (εναντίον και των δύο εφεσειόντων) - ποινή - δέκα μέρες φυλάκιση στον καθένα.

Τέταρτη κατηγορία - Ανησυχία - (εναντίον και των δύο εφεσειόντων) - ποινή - δέκα μέρες φυλάκιση στον καθένα.

Πέμπτη κατηγορία - Δημόσια εξύβριση - (εναντίον του εφεσείοντος 2) - ποινή - επτά μέρες φυλάκιση.

Δύο άλλες κατηγορίες, η πρώτη για δημόσια εξύβριση, εναντίον του πρώτου εφεσείοντος, (πέμπτη κατηγορία στο κατηγορητήριο) και [*324]η δεύτερη για το σοβαρό αδίκημα αντίστασης κατά  νόμιμης σύλληψης των εφεσειόντων, (έβδομη κατηγορία στο κατηγορητήριο), αποσύρθηκαν με την άδεια του Δικαστηρίου και απορρίφθηκαν.

Η έφεση στρέφεται κατά της ποινής φυλάκισης η οποία προσβάλλεται ως  αδικαιολόγητo τιμωρητικό μέτρο ενόψει των περιστατικών της υπόθεσης και κυρίως των περιστάσεων των παραβατών. Η μέθη, κάτω από την οποίαν τελούσαν οι εφεσείοντες όταν διέπραξαν τα αδικήματα, έτεινε να μειώσει το στοιχείο της εγκληματικής ευθύνης για τις πράξεις τους, υπέβαλε ο κ. Αγαπίου, ενώ οι καταστρεπτικές συνέπειες που ενέχει ποινή φυλάκισης για τη σταδιοδρομία τους στο Βρεττανικό στρατό, καθιστά ως εισηγήθηκε, την ποινή φυλάκισης, έκδηλα υπερβολική. Συντρέχουν, κατά το δικηγόρο των εφεσειόντων, και άλλοι λόγοι που δικαιολογούν την επέμβασή μας στην ποινή που επιβλήθηκε, οι οποίοι απορρέουν από την εσφαλμένη καθοδήγηση του πρωτοδίκου Δικαστηρίου αναφορικά με τα γεγονότα της υπόθεσης και τον παραλληλισμό τους μ’ εκείνα ορισμένων άλλων υποθέσεων προς τα οποία παρουσιάζουν ομοιότητες.

Tα γεγονότα τα οποία στοιχειοθετούν και περιβάλλουν τη διάπραξη των αδικημάτων που διέπραξαν οι εφεσείοντες είναι σε συντομία τα ακόλουθα:

Οι εφεσείοντες μετείχαν στους εορτασμούς της γιορτής του κρασιού στο δημόσιο κήπο της Λεμεσού. Σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις όπως άλλωστε επιμαρτυρείται από τη σχετική κατηγορία, κατανάλωσαν αλκοόλ σε ποσότητα που τους περιήγαγε  σε κατάσταση μέθης. Τελούντες κάτω από την επήρεια του ποτού ανέβηκαν ή αναρριχήθηκαν σε αψίδα εντός του δημοσίου κήπου και έσπασαν ένα αμφορέα. Η συμπεριφορά τους  προσήλκυσε την προσοχή μελών της Αστυνομίας που παρευρίσκοντο στη σκηνή, οι οποίοι τους οδήγησαν στον Αστυνομικό σταθμό Λεμεσού (στο Τμήμα Μικροπαραβάσεων), για τη λήψη των στοιχείων τους. Στο σταθμό, διευκρινίστηκε, μετά από επεξηγήσεις των αρμοδίων του Δήμου Λεμεσού, ότι δεν εστοιχειοθετείτο και δεν υπήρχε πρόθεση υποβολής παραπόνου για την πρόκληση κακόβουλης ζημίας. Οι εφεσείοντες αντέδρασαν αρνητικά στο αίτημα. Αφενός, αμφισβήτησαν το δικαίωμα των Κυπριακών Αστυνομικών Αρχών να πάρουν τα στοιχεία τους, και αφετέρου απαίτησαν την παρουσία της Στρατιωτικής Αστυνομίας των Βρεττανικών Βάσεων. Η αντίδρασή τους δεν υπήρξε μόνο λεκτική αλλά και βίαιη. Επιτέθηκαν εναντίον του [*325]αστυνομικού που ζήτησε τα στοιχεία τους. Ο πρώτος εφεσείων το λάκτησε στον πισινό, ενώ κι οι δυό μαζί τον έριξαν στο δάπεδο και τον ακινητοποίησαν. Δεύτερο μέλος της Αστυνομίας που τους γνωστοποίησε ότι είναι υπό σύλληψη είχε παρόμοια τύχη. Ο δεύτερος εφεσείων του επιτέθηκε, τον άρπαξε από το λαιμό προκαλώντας του πραγματική σωματική βλάβη και του έσχισε το πουκάμισο. Ο ίδιος εφεσείων εξύβρισε τους αστυνομικούς με τη φράση «fucking policemen». Χρειάστηκε η παρέμβαση και άλλων αστυνομικών για να καθηλώσουν τους δύο εφεσείοντες. Ασκήθηκε βία, όπως είναι παραδεχτό, από την Αστυνομία για την επίτευξη του στόχου αυτού.  Τα ιατρικά πιστοποιητικά τα οποία εκδόθηκαν ύστερα από εξέταση των εφεσειόντων μετά τη λήξη του επεισοδίου αποκαλύπτουν ότι οι εφεσείοντες υπέστησαν κακώσεις παρόλο που αυτές δεν συσχετίστηκαν (από την υπεράσπιση), με το συμβάν, αλλά με μεταγενέστερα γεγονότα. Όπως και αν έχει το πράγμα δεν μπορεί παρά να σημειώσουμε ότι το αδίκημα που διέπραξε ο εφεσείων 2, (επίθεση προκαλούσα πραγματική σωματική βλάβη), δεν συσχετίζεται με αντίσταση σε νόμιμη σύλληψη, αδίκημα για το οποίο οι εφεσείοντες αθωώθηκαν.

Σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, όπως είναι άλλωστε παραδεκτό, η εγκληματική δράση των εφεσειόντων αποτελεί μεμονωμένο περιστατικό στη ζωή τους.  Οι εφεσείοντες, ηλικίας 30 και 31 ετών αντίστοιχα υπηρετούν από αρκετού χρόνου στις Βρεττανικές στρατιωτικές δυνάμεις. Έχουν και οι δύο λευκό ποινικό μητρώο και υπήρξαν φιλήσυχοι πολίτες μέχρι τη διάπραξη των αδικημάτων για τα οποία καταδικάστηκαν. Ο πρώτος εφεσείων είναι ανώτερος τεχνικός στη Βρετανική Αεροπορία και ο δεύτερος λοχίας στο Βρεττανικό στρατό. Και οι δύο είναι οικογενειάρχες. Ο πρώτος είναι πατέρας πρόσφατα γεννηθέντος παιδιού, ενώ ο δεύτερος είναι πατέρας τριών παιδιών τα οποία διαμένουν με τη σύζυγό του από την οποία έχει διαζευχθεί. Καταβάλλει διατροφή για τη συντήρηση των παιδιών του.

Σύμφωνα με τους κανονισμούς του Βρεττανικού στρατού καταδίκη μέλους των δυνάμεών του από πολιτικό ή στρατιωτικό δικαστήριο σε φυλάκιση, επάγεται την απόλυσή του από τις τάξεις του, εκτός εάν για εξαιρετικούς λόγους οι στρατιωτικές αρχές αποφασίσουν διαφορετικά.

Είναι η θέση των εφεσειόντων ότι στον προαναφερθέντα παράγοντα, ως συνέπεια της ποινής φυλάκισης δεν αποδόθηκε η πρέπου[*326]σα βαρύτητα από το πρωτόδικο Δικαστήριο στην επιλογή της φύσης της ποινής που ενδεικνυόταν. Η βαρύτητα που έπρεπε να αποδοθεί στις παρεμφερείς συνέπειες της τιμωρίας των εφεσειόντων με ποινή φυλάκισης, διαφαίνεται από την απόφαση στη Zak & others v. Aστυνομίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 6, το ακόλουθο απόσπασμα από την οποία κατοπτρίζει την προσέγγιση του Δικαστηρίου επί του θέματος:

«Συμφωνούμε με τον ευπαίδευτο πρωτόδικο Δικαστή, πως το αδίκημα ήταν σοβαρό, αλλά είμαστε της γνώμης ότι δεν έλαβε επαρκώς υπόψη, τις προσωπικές συνθήκες των εφεσειόντων σε συνδυασμό με τις επιπτώσεις που ποινή φυλάκισης δυνατό να έχει στη σταδιοδρομία τους.  Ενόψει αυτών των παραγόντων, είμαστε της γνώμης, ότι η επιβολή της φυλάκισης με αναστολή δεν ήταν αναπόφευκτη (Βλ. Sac Malcolm Brian Hardman Jenkinson and another v. The Police (1983)2 C.L.R. 295 και David Riley v. Tης Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 335

(Περικοπή από την απόφαση του Εφετείου που δόθηκε από τον Κούρρη, Δ.)

Η πρωτόδικος Δικαστής διέκρινε την υπόθεση Zak από την παρούσα παρά τη μεγάλη ομοιότητα των περιστατικών των δύο υποθέσεων. Διαφοροποιητικό στοιχείο αποτέλεσε, κατά την πρωτόδικο Δικαστή, η παρατεταμένη διάρκεια του εγκληματικού συμβάντος στην παρούσα υπόθεση, σε σύγκριση με τη Zak ενέχουσα «... επιβαρυντικούς παράγοντες για τους κατηγορουμένους». Δυσκολευόμεθα να εντοπίσουμε τα γεγονότα που αποκαλύπτουν διαφορές στη χρονική διάρκεια των δύο επεισοδίων. Στη Zak, όσο και στην παρούσα υπόθεση τα αδικήματα αφορούσαν επιθέσεις από μέλη του Αγγλικού στρατού εναντίον αστυνομικών που έλαβαν χώρα σε Αστυνομικό σταθμό στον οποίο οι κατηγορούμενοι οδηγήθηκαν για τη λήψη των στοιχείων τους και ανάκριση. Και στις δύο περιπτώσεις οι στρατιώτες επιτέθηκαν εναντίον των αστυνομικών. Η χρονική διάρκεια του επεισοδίου στη Zak δεν προσδιορίζεται στην απόφαση του Εφετείου· μπορεί όμως να υποτεθεί ότι υπήρξε ολιγόλεπτος· όπως ολιγόλεπτος υπήρξε και η χρονική διάρκεια του επεισοδίου στο οποίο θεμελιώνονται οι κατηγορίες στην προκείμενη υπόθεση, (πεντάλεπτος). Και στις δύο περιπτώσεις η εγκληματική δράση των κατηγορουμένων εκδηλώθηκε ενώ τελούσαν σε κατάσταση μέθης. Η χρονική διάρκεια του επεισοδίου στη Zak δεν διαδραμάτισε ιδιαίτερο ρόλο στην απόφαση του Δικαστηρίου να μή επιβάλει ποινή φυλάκισης. Ο αποφασιστικός παράγοντας (για τη μή επιβολή ποινής φυλάκισης), ήταν οι συνέπειες [*327]που θα μπορούσε να έχει τέτοια ποινή στην σταδιοδρομία και το μέλλον των καταδικασθέντων.

Άλλο σφάλμα το οποίο οι εφεσείοντες αποδίδουν στο πρωτόδικο Δικαστήριο, εντοπίζεται στη θεώρηση της μέθης ως μετριαστικού παράγοντα. Η Δικαστής αναγνώρισε μεν ότι η μέθη πρέπει να επενήργησε σε κάποιο βαθμό στην εκδήλωση της απαράδεκτης συμπεριφοράς των εφεσειόντων, πλην η επίδρασή της, ως διαπιστώνει, υπήρξε περιορισμένη ενόψει των παρατηρήσεων που γίνονται στα ιατρικά πιστοποιητικά που εκδόθηκαν για τους εφεσείοντες ότι αυτοί είχαν ζωηρή ανάμνηση των περιστατικών της υπόθεσης.

Δεν υπάρχει μαρτυρία η οποία να καταδεικνύει  ότι η μέθη επιφέρει απώλεια μνήμης ή να συσχετίζει την έντασή της με το βαθμό απώλειας της μνήμης. Στην προκείμενη περίπτωση οι επιφυλάξεις του Δικαστηρίου αναφορικά με τη μέθη και την επίδρασή της στη συμπεριφορά των εφεσειόντων, έρχονται σε κάποιο βαθμό, σε αντίθεση με την κατηγορία ότι οι εφεσείοντες τελούσαν σε κατάσταση μέθης, κατηγορία για την οποία καταδικάστηκαν.

Στη Γενικός Εισαγγελέας ν. Τσιολή (1991) 2 Α.Α.Δ. 194, το Δικαστήριο αναγνώρισε ότι η μέθη μπορεί να προσμετρήσει ως παράγοντας μετριαστικός της ποινής. Το σχετικό απόσπασμα αναφέρει:

«Με αυτά τα δεδομένα φρονούμε πως η μέθη μπορεί να θεωρηθεί ως ελαφρυντικό στοιχείο, αφού βέβαια εκτιμηθεί μέσα στα υπόλοιπα ιδιαίτερα περιστατικά της υπόθεσης.» (Απόσπασμα από την απόφαση του Αρτεμίδη, Δ., που έδωσε την απόφαση του Εφετείου.)

Η μέθη, ως παράγοντας μετριαστικός της ποινής, θεωρήθηκε οριακής σημασίας στην προγενέστερη απόφαση Police v. Ioannou (1989) 2 C.L.R. 61. Στη μεταγενέστερη απόφαση του Εφετείου Pernell κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 417, υιοθετείται η προσέγγιση της Τσιολή (ανωτέρω), στη θεώρηση της μέθης ως μετριαστικού παράγοντα. Η σημασία της (μέθης) προσδιορίζεται ως εξής:

«Στο βαθμό που η μέθη αμβλύνει τον αυτοέλεγχο και η χαλαρότητα που επιφέρει επιδρά στις πράξεις του παραβάτη, μπορεί να προσμετρήσει ως ελαφρυντικός παράγοντας· νοουμένου ότι η κατανάλωση αλκοόλ δεν έχει ως λόγο τη διευκόλυνση της υλοποίησης απόφασης για τη διάπραξη του εγκλήματος.»

Σχετική προς το θέμα της μέθης είναι και η απόφαση στη Φανάρας κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 50.

Τέλος οι εφεσείοντες παραπονούνται ότι η θέση του Δικαστηρίου πως αδικήματα επιθέσεων κατά αστυνομικών, τόσο από Κυπρίους, όσο και από Άγγλους στρατιώτες δεσπόζουν στην Κυπριακή κοινωνία, δεν τεκμηριώνεται. Σ’ αυτό το συμπέρασμα άχθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο καθοδηγούμενο από γνώση που άντλησε από την καθημερινή του εμπειρία στο ποινικό Δικαστήριο αφενός, και τις διαπιστώσεις που γίνονται στη νομολογία, αφετέρου. Η άντληση γνώσης από την εμπειρία του Δικαστηρίου για τη φύση αδικημάτων που κυριαρχούν, αναγνωρίζεται ως παραδεκτή πηγή δικαστικής γνώσης. (Βλ. Ζaidan v. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 310, 315.) Επιθυμητό είναι όπως η πηγή, από την οποία αντλείται η γνώση ότι συγκεκριμένες κατηγορίες εγκλημάτων ευρίσκονται σε έξαρση, να προσδιορίζεται με κάποια λεπτομέρεια προς στοιχειοθέτηση της καθολικότητας του αντικειμένου της γνώσης και του αναντίλεκτου του περιεχομένου της.  Ως προς τις διαπιστώσεις που προκύπτουν από τη νομολογία, ενδείκνυται ο συσχετισμός τους με παραπομπές στις αποφάσεις όπου απαντούνται.

Η κα. Ζαχαριάδου υποστήριξε την απόφαση του Δικαστηρίου σ’  όλα της τα σημεία παραπέμποντας σε αριθμό δικαστικών αποφάσεων στις οποίες επιβλήθηκαν ή επικυρώθηκαν ποινές φυλάκισης για όμοια αδικήματα με εκείνα που διέπραξαν οι εφεσείοντες.*

Συνεκτιμώντας το σύνολο των περιστατικών της υπόθεσης η εικόνα η οποία προκύπτει είναι η εξής. Η συμπεριφορά των εφεσειόντων προς τους αστυνομικούς υπήρξε προκλητική και ανάρμοστος, η δε αδιαφορία τους για τις συνέπειες των πράξεών τους ήταν πρόδηλη. Οι μηχανισμοί αυτοελέγχου των εφεσειόντων ως φαίνεται, ατόνισαν, γεγονός που εύλογα συναρτάται με τη μέθη και τα επακόλουθά της. Ο άλλος λόγος που συνέβαλε, ως συνάγεται, στην ασύγγνωστη συμπεριφορά των εφεσειόντων είναι η έλλειψη σεβασμού προς τις Κυπριακές αρχές, την Αστυνομία ειδικά, την οποία διαδήλωσαν με τον πλέον έντονο τρόπο. Ο σεβασμός στους νόμους της Κυπριακής Πολιτεί[*329]ας και τους θεσμούς της, αποτελεί υποχρέωση του καθενός που κινείται και λειτουργεί στην επικράτεια της χώρας, όπως και κάθε άλλης χώρας στην οποία ευρίσκεται. Χωρίς το νόμο και τους μηχανισμούς κατίσχυσής του η ελευθερία δεν θα είχε βέβαιο αντίκρυσμα· όπως είχε αντίκρυσμα η ελευθερία των εφεσειόντων να κινούνται και να διασκεδάζουν ελεύθερα στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας στη γιορτή του κρασιού.

Οι κοινοί νόμοι της Πολιτείας, δεν γνωρίζουν εξαιρέσεις.  Κανένας δεν έχει ασυδοσία.

Η πρωτόδικος Δικαστής υπογραμμίζει στην απόφασή της αυτή την πτυχή την υπόθεσης και κακίζει την απαράδεκτη συμπεριφορά των εφεσειόντων, ορθά ως κρίνουμε. Βέβαια οι εφεσείοντες δεν τιμωρούνται για την αμφισβήτηση της εξουσίας των αστυνομικών οργάνων, αλλά για τα αδικήματα που διέπραξαν. Το πλέον κρίσιμο ερώτημα και σ’ αυτό θα επικεντρωθούμε, είναι κατά πόσο η ποινή φυλάκισης επαγόμενη δυνητικά καταστρεπτικές συνέπειες για τους εφεσείοντες μπορούσε να αποφευχθεί.

Η ποινή φυλάκισης αποτελεί ύστατο μέτρο τιμωρίας. Στη Ζak (ανωτέρω), όπως και προγενέστερα στην Jenkinson and Another v. Police (1983) 2 C.L.R. 295, η φυλάκιση κρίθηκε αναπόφευκτη σε περιστάσεις που προσομοιάζουν προς τα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης και τις συνθήκες των παραβατών. Στην υπόθεση εκείνη είχε επιβληθεί ποινή φυλάκισης ενός μηνός σε Άγγλους στρατιώτες, νεαράς ηλικίας 21 ετών για το αδίκημα της κλοπής (κλοπή δύο σημαίων, αξίας £13).

Η προσμέτρηση των επιπτώσεων της ποινής φυλάκισης στη σταδιοδρομία των κατηγορουμένων διαγράφεται παραστατικά στην απόφαση του Α. Λοΐζου, Δ., ως ήταν τότε, στην Jenkinson, στο ακόλουθο απόσπασμα της βασικής απόφασης του Εφετείου:

«Το my mind the circumstances under which the offence in respect of which the appellants were sentenced, reveal nothing more than a youthful folly and it should have been treated in that spirit. Imprisonment, generally speaking, on young people, unless otherwise called for, should, as far as possible, be avoided.  More so when it entails grave consequences on the future life and career of the accused, as in this case, where under existing Military Regulations custodial sentences, except for special circumstances which do not exist in this case, bring about their dismissal from the service and in addition to anything else results in great financial loss, apart from the opportunity of continuing the career of their choice in respect of which they have had so far a good record, as the Court has been assured by their Commanding Officer.»

Αποτιμώντας τις επιπτώσεις της ποινής φυλάκισης στους εφεσείοντες, στο πλαίσιο της διαδικασίας εξατομίκευσης της ποινής, με δεδομένο το άμεμπτο παρελθόν τους και την επίδραση της μέθης στη συμπεριφορά τους, καταλήγουμε ότι ο συγκεκριμένος τρόπος τιμωρίας τους ενείχε δυσανάλογες συνέπειες προς τη βαρύτητα των πταισμάτων που διέπραξαν. Μ’ αυτή τη διαπίστωση υπόψη καταλήγουμε ότι η ποινή φυλάκισης δεν ήταν επιβεβλημένη. Για το λόγο αυτό θα παραμερίσουμε τις ποινές φυλάκισης που επιβλήθηκαν. Ως επακόλουθο καθίσταται δικό μας έργο ο καθορισμός των ποινών προστίμου που θα επιβάλουμε, τις οποίες καθορίζουμε ως κατωτέρω.

Πρώτη κατηγορία - Κοινή επίθεση - Εφεσείων 1, πρόστιμο £250, εφεσείων 2, πρόστιμο £150.

Δεύτερη κατηγορία - Επίθεση προκαλούσα πραγματική σωματική βλάβη - Εφεσείων 2, πρόστιμο £300.

Τρίτη κατηγορία - Μέθη - Πρόστιμο £75 στον κάθε εφεσείοντα.

Τέταρτη κατηγορία - Ανησυχία - Δεν επιβάλλεται καμιά ποινή εφόσον τα γεγονότα τα οποία τη στοιχειοθετούν είναι  συνυφασμένα με τα γεγονότα τα οποία συνθέτουν τις άλλες κατηγορίες.

Πέμπτη κατηγορία - Δημόσια εξύβριση - Εφεσείων 2, πρόστιμο 100.

Η έφεση επιτρέπεται.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο