(2000) 2 ΑΑΔ 351
[*351]29 Ιουνίου, 2000
[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]
GIORGI Ή VLADISLAV LEKISHVILI ΑΛΛΩΣ ΛΑΤΟ,
Εφεσείων,
v.
ΔΗΜΟΚΡΑΤIΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινική Έφεση Αρ. 6642)
Ποινή ― Ανθρωποκτονία κατά παράβαση του Άρθρου 205(1)(3) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 ― Εφεσείων τραυμάτισε θανάσιμα με μαχαίρι το θύμα σε νυκτερινό κέντρο κατά τη διάρκεια συμπλοκής ― Επιβολή ποινής φυλάκισης δέκα ετών ― Επικυρώθηκε κατ’ έφεση.
Ποινή ― Επιμέτρηση ― Αποτελεί ευθύνη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ― Επέμβαση του Εφετείου δικαιολογείται μόνο αν η ποινή είναι έκδηλα είτε ανεπαρκής είτε υπερβολική, ή αν έχει εμφιλοχωρήσει οποιαδήποτε λανθασμένη αρχή στην επιβολή της.
Απόδειξη ― Αξιολόγηση μαρτυρίας ― Συμπεράσματα Δικαστηρίου ― Επέμβαση Εφετείου ― Έφεση κατά των συμπερασμάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου στα οποία κατέληξε κατόπιν ανάλυσης και αξιολόγησης της μαρτυρίας ― Απορρίφθηκε, δεν στοιχειοθετήθηκε λόγος επέμβασης στην κρίση του Δικαστηρίου.
Ποινικός Κώδικας ― Αυτοάμυνα ― Είναι δικαίωμα που καθιστά τη χρήση βίας για αποτροπή επίθεσης, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, νόμιμη ― Τα μέσα που χρησιμοποιούνται, καθώς και ο τρόπος χρησιμοποίησής τους θα πρέπει να είναι ανάλογα του κινδύνου που αντιμετωπίζεται.
Το βράδυ της 19ης προς την 20η Δεκεμβρίου 1997, μετά από συμπλοκή, ο εφεσείων, ο οποίος είχε καταναλώσει ποσότητα οινοπνεύματος, έπληξε το θύμα πέντε φορές με μαχαίρι σε νυκτερινό κέντρο όπου διασκέδαζαν. Στη συνέχεια εγκατέλειψε τη σκηνή του δυστυχήματος. Το θύμα εξέπνευσε λίγο αργότερα στο Νοσοκομείο Λεμεσού.
[*352]
Το Δικαστήριο απέρριψε την εκδοχή του εφεσείοντος ως προς τις συνθήκες του εγκλήματος αφού κατέληξε ότι μεγάλο μέρος των ισχυρισμών του δεν συμφωνούσε καθ’ οιονδήποτε τρόπο με την υπόλοιπη μαρτυρία ή με τη λογική.
Ο εφεσείων βρέθηκε ένοχος στην κατηγορία της ανθρωποκτονίας και του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης δέκα ετών. Ο εφεσείων εφεσίβαλε τόσο την καταδίκη του όσο και την ποινή του.
Οι λόγοι έφεσης εναντίον της καταδίκης στρέφονται κυρίως κατά των συμπερασμάτων του Δικαστηρίου τα οποία οδήγησαν στην ενοχή του εφεσείοντος. Τα συμπεράσματα αυτά ήταν τα ακόλουθα:
1. Ο εφεσείων ανέσυρε μαχαίρι που κρατούσε και κτύπησε μ’ αυτό το θύμα.
2. Το τραύμα στο δείκτη του εφεσείοντος δημιουργήθηκε από την τριβή του δείκτη του εφεσείοντος με το μαχαίρι, όταν μαχαίρωνε το θύμα.
3. Ο εφεσείων δεν ενεργούσε βρισκόμενος σε αυτοάμυνα.
4. Το μαχαίρι ανήκε στον εφεσείοντα και όχι στο θύμα από το οποίο, όπως ισχυρίσθηκε ο εφεσείων, το απέσπασε κατά τη διάρκεια της συμπλοκής.
Προβλήθηκε επίσης ο ισχυρισμός ότι το Δικαστήριο εσφαλμένα δέκτηκε ως αξιόπιστη τη μαρτυρία των διαφόρων μαρτύρων.
Η ποινή εφεσιβλήθηκε ως έκδηλα υπερβολική.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Η έφεση κατά της καταδίκης πρέπει να απορριφθεί. Δεν τεκμηριώθηκε λόγος για επέμβαση του Εφετείου στα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
2. Το Εφετείο δεν επεμβαίνει για να ανατρέψει την ποινή, εκτός αν αυτή είναι έκδηλα είτε ανεπαρκής είτε υπερβολική, ή αν έχει εμφιλοχωρήσει οποιαδήποτε λανθασμένη αρχή στην επιβολή της. Στην παρούσα υπόθεση τίποτα από τα ανωτέρω δεν έχει συμβεί. Έπεται ότι η έφεση κατά της ποινής πρέπει να απορριφθεί.
[*353]
Η έφεση απορρίφθηκε.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Μαραγκός ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 251,
Palmer v. R. [1971] 1 All E.R. 1077,
R. v. Shannon [1980] 71 Cr. App. R. 192,
Police v. Mitas [1982] 1 J.S.C. 87,
Fostieri v. Republic (1969) 2 C.L.R. 105,
Σάββα ν. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 231.
Έφεση εναντίον Καταδίκης και Ποινής.
Έφεση από τον κατηγορούμενο εναντίον της απόφασης του Μόνιμου Κακουργιοδικείου Λεμεσού (Παπαδοπούλου, Π.Ε.Δ., Χριστοδούλου, Α.Ε.Δ., Λιάτσου, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 262/98), ημερομηνίας 10/12/98, με την οποία βρέθηκε ένοχος στην κατηγορία της ανθρωποκτονίας, με βάση το Άρθρο 205(1)(3) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 και του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης δέκα ετών.
Α. Κενεβέζος, για τον Εφεσείοντα.
Εφεσείων παρών.
Π. Κληρίδης, Βοηθός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα απαγγελθεί από το Δικαστή Φρ. Νικολαΐδη.
ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων βρέθηκε ένοχος στην κατηγορία της ανθρωποκτονίας με βάση το άρθρο 205(1)(3) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 και συγκεκριμένα ότι στις 20.12.1997 τραυμάτισε [*354]θανάσιμα στη Λεμεσό με μαχαίρι τον Κωνσταντίνο Ασλανίδη.
Το βράδυ της 19ης προς την 20η Δεκεμβρίου 1997, ο εφεσείων και το θύμα διασκέδαζαν με διαφορετικές παρέες σε κέντρο στην τουριστική περιοχή Λεμεσού. Σε κάποια στιγμή βγήκαν από το κέντρο και ενώ συζητούσαν σε σημείο της οδού Αριάδνης, ο εφεσείων έπληξε τον Ασλανίδη πέντε φορές με μαχαίρι. Στη συνέχεια εγκατέλειψε τη σκηνή για να συλληφθεί στη Λάρνακα στις 22.12.1997. Ο Ασλανίδης μετά τη μεταφορά του στο Νοσοκομείο Λεμεσού εξέπνευσε στις 3.30 π.μ. της ίδιας μέρας.
Ο εφεσείων ισχυρίστηκε ότι ενώ κουβέντιαζε με γνωστό του πρόσωπο στο κέντρο Ostap Bender όπου διασκέδαζε, τον πλησίασε ο Ασλανίδης που ήταν εχθρικός μαζί του. Βγήκαν στο δρόμο για να μιλήσουν. Αφού μάταια προσπάθησε να εξηγήσει στον Ασλανίδη ότι δεν είχε οποιαδήποτε διαφορά μαζί του, γύρισε να φύγει. Όταν προχώρησε τρία-τέσσερα βήματα ένοιωσε ένα δυνατό κτύπημα στο κεφάλι. Γύρισε, αλλά δέκτηκε δεύτερο κτύπημα στο πρόσωπο. Τότε είδε τον Ασλανίδη σε απόσταση ενός μέτρου να κρατά μαχαίρι. Κατάφερε να του το αποσπάσει, αλλά ο Ασλανίδης προσπάθησε να το επανακτήσει. Όντας υπό την επήρεια οινοπνεύματος και συγχισμένος, στην προσπάθειά του να υπερασπιστεί, έχασε τον έλεγχο του εαυτού του και δεν θυμόταν πως εξελίκτηκαν τα γεγονότα. Όταν είδε ότι ο Ασλανίδης είχε αίματα στο πουκάμισο, συνειδητοποίησε ότι δεν κινδύνευε, πέταξε το μαχαίρι και άρχισε να τρέχει.
Το Δικαστήριο απέρριψε την εκδοχή του γιατί κατέληξε ότι μεγάλο μέρος των ισχυρισμών του δεν συνάδει καθ’ οιονδήποτε τρόπο με την υπόλοιπη μαρτυρία ή με τη λογική. Επισημάνθηκαν αντιφάσεις στις οποίες περιέπεσε, καθώς και τα εντελώς αφύσικα χαρακτηριστικά ορισμένων από τις κατ’ ισχυρισμόν ενέργειες που φανερώνουν, σύμφωνα πάντα με το πρωτόδικο δικαστήριο, το πόσο αναξιόπιστος ήταν ο εφεσείων.
Το Δικαστήριο δέκτηκε ότι ενώ το θύμα και ο εφεσείων συζητούσαν, άρχισαν να σπρώχνει ο ένας τον άλλον. Ο Ασλανίδης κτύπησε με τα χέρια του τον εφεσείοντα στο μάτι και στο πίσω μέρος της κεφαλής. Αμέσως ο εφεσείων ανέσυρε μαχαίρι και επέφερε στο θύμα πέντε αλεπάλληλα κτυπήματα, τρία στο στήθος, ένα στο δεξιό βραχίονα και ένα στον αριστερό μηρό. Δέκτηκε περαιτέρω ότι παρ’ όλον ότι το θύμα μόλις δέκτηκε το πρώτο κτύπημα ήταν ανίκανο πλέον να αντιδράσει, ο εφεσείων συνέχισε να τον κτυπά με το μα[*355]χαίρι. Το Δικαστήριο κατέληξε χωρίς επιφύλαξη ότι η ενέργεια του εφεσείοντα δεν ήταν αμυντική, αλλά είχε καθαρά επιθετικό χαρακτήρα. Ούτε η ζωή, ούτε η ασφάλειά του είχαν τεθεί σε τέτοιο βαθμό άμεσου ή έμμεσου κινδύνου που να δικαιολογείται η ενέργειά του. Τα κτυπήματα που δέκτηκε από το θύμα που ήταν εν πάση περιπτώσει με γυμνά χέρια δεν δικαιολογούσαν, κάτω από τις περιστάσεις, τη χρήση του μαχαιριού.
Ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι το Δικαστήριο λανθασμένα κατέληξε ότι η Κατηγορούσα Αρχή απέδειξε την εναντίον του υπόθεση πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Αντίθετα, από την προσαχθείσα μαρτυρία δημιουργήθηκαν σοβαρές αμφιβολίες σε σχέση με διάφορα γεγονότα. Συγκεκριμένα προβάλλει το επιχείρημα ότι το συμπέρασμα του Δικαστηρίου ότι ο εφεσείων ανέσυρε μαχαίρι που κρατούσε και κτύπησε μ’ αυτό το θύμα δεν τεκμηριώνεται από οποιανδήποτε μαρτυρία, ενώ το συμπέρασμα ότι ο εφεσείων με το ίδιο μαχαίρι λίγη ώρα προηγουμένως καθάριζε μήλα στο κέντρο, είναι υποθετικό και όχι ασφαλές. Μέσα στα πλαίσια του ίδιου λόγου έφεσης προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι το συμπέρασμα του Δικαστηρίου ότι το τραύμα στο δείκτη του εφεσείοντα είχε προέλθει από τη χρήση του μαχαιριού, ήταν λανθασμένο.
Κυρίως όμως, ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα ισχυρίστηκε ότι οι ενέργειές του συνιστούσαν πράξη αυτοάμυνας. Το Δικαστήριο απέρριψε την εκδοχή αυτή ως εντελώς αβάσιμη. Δεν βρίσκουμε κανένα λόγο να επέμβουμε με το συμπέρασμα του. Το Δικαστήριο, αφού προβαίνει σε ευρεία ανάλυση τόσο της εκδοχής του εφεσείοντα, όσο και της όλης μαρτυρίας που βρισκόταν ενώπιόν του, κατέληξε στα συμπεράσματά του. Στην προσπάθειά του αυτή το Δικαστήριο βρήκε στήριξη σε πολλά σημεία της μαρτυρίας.
Κατά τη δίκη κατέθεσαν δύο εμπειρογνώμονες. Για την Κατηγορούσα Αρχή κατέθεσε ο Δρ. Σταυριανός, ενώ για τον εφεσείοντα ο Δρ. Ματσάκης. Για τους λόγους που εξηγούνται παραστατικά έγινε δεκτή ως πειστική η εκδοχή του Δρα Σταυριανού, σε αντίθεση με αυτή του Δρα Ματσάκη, ο οποίος δεν μπόρεσε να στηρίξει αυτό που με θεωρητικές γενικότητες προσπάθησε να προωθήσει.
Τελικά καταλήγει και ορθά, ότι θα ήταν αφύσικο και ενάντια στην κοινή λογική, σε μια αντιπαράθεση και κατά τη διάρκεια προσπάθειας διεκδίκησης μαχαιριού και από τα δύο μέρη, ο εφεσείων να μη υποστεί μικροτραυματισμούς και εκδορές, άλλες από τον [*356]τραυματισμό στο δείκτη του δεξιού του χεριού. Για να καταλήξει στο συγκεκριμένο συμπέρασμα το Δικαστήριο στηρίκτηκε στη μαρτυρία του Δρα Σταυριανού, που είχε υποστηρίξει ότι το τραύμα αυτό δημιουργήθηκε από την τριβή του δείκτη του εφεσείοντα με το μαχαίρι, όταν μαχαίρωνε το θύμα. Απέρριψε επίσης τον ισχυρισμό του εφεσείοντα ότι το μαχαίρι ανήκε στο θύμα. Αντίθετα δέκτηκε ότι το μαχαίρι ανήκε στον εφεσείοντα ο οποίος μάλιστα λίγο πριν το είχε χρησιμοποιήσει για να καθαρίσει μήλα, όταν καθόταν ακόμα αμέριμνος με τους φίλους του μέσα στο κέντρο.
Η άμυνα καθιστά, όπως επισημαίνεται στη Μαραγκός ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 251, τη χρήση βίας για αποτροπή επίθεσης, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, νόμιμη. Η άμυνα όμως θα πρέπει να έχει ως αντικειμενικό στόχο την απόκρουση μιας επιθετικής ενέργειας. Τα μέσα που χρησιμοποιούνται, καθώς και ο τρόπος χρησιμοποίησής τους θα πρέπει να είναι ανάλογα του κινδύνου που αντιμετωπίζεται. Ένα άτομο που δέχεται επίθεση έχει δικαίωμα να αμυνθεί, αλλά δικαιούται μόνο να προβεί στις κινήσεις που είναι εύλογα αναγκαίες. Η εκτίμηση εξαρτάται βέβαια από τα συγκεκριμένα γεγονότα και περιστάσεις της υπόθεσης (βλέπε Palmer v. R. [1971] 1 All E.R. 1077).
Η ψυχολογική κατάσταση του προσώπου που επικαλείται την άμυνα πρέπει να λαμβάνεται υπ’ όψιν και να εξετάζεται το υποκειμενικό στοιχείο, δηλαδή κατά πόσο κάτω από τις περιστάσεις που επικρατούσαν το πρόσωπο που επικαλείται την άμυνα ειλικρινά είχε την πεποίθηση ότι η πράξη του ήταν αναγκαία για την άμυνά του ή την προστασία της περιουσίας του (R. v. Shannon [1980] 71 Cr. App. R. 192, CA). Στην παρούσα υπόθεση και κάτω από τις δεδομένες συνθήκες οι ενέργειες του εφεσείοντα κρίνονται ως απόλυτα δυσανάλογες με την επίθεση που δέκτηκε.
Κανένα από τα σημεία που προβάλλονται στην αγόρευση του ευπαίδευτου συνήγορου του εφεσείοντα δεν προωθεί την υπόθεσή του. Ούτε αν ο εφεσείων προκλήθηκε από το θύμα μέσα στο κέντρο, αλλά ούτε ότι ακολούθησε τον Ασλανίδη στο σημείο που έλαβε χώρα το συμβάν, ή το ότι ο εφεσείων, σύμφωνα βέβαια πάντα με τη δική του εκδοχή, επιζητούσε το διάλογο παρά την πρόκληση, μεταβάλλουν την κατάσταση. Ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι το θύμα του επιτέθηκε και τον κτύπησε όταν του γύρισε την πλάτη δύο μάλιστα φορές, ισχυρισμό τον οποίο δέκτηκε και το πρωτόδικο δικαστήριο. Όμως αυτό, όπως είδαμε πιο πάνω, δεν μεταβάλλει καθ’ οιονδήπο[*357]τε τρόπο την όλη κατάσταση.
Το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε επίσης τον ισχυρισμό ότι η πάλη συνεχίστηκε λόγω της προσπάθειας του θύματος να επανακτήσει το μαχαίρι που του είχε αποσπάσει ο εφεσείων. Τίποτε δεν έχει λεχθεί που να δείχνει ότι το συμπέρασμα αυτό ήταν λανθασμένο. Εξ ίσου αβάσιμος κρίνεται και ο ισχυρισμός ότι ο εφεσείων σταμάτησε να κτυπά το θύμα μόλις ένοιωσε ότι δεν κινδύνευε, αφού το θύμα ήταν ανίσχυρο να αντιδράσει αμέσως μετά την πρώτη μαχαιριά.
Πολύς λόγος έγινε για το συμπέρασμα του Δικαστηρίου ότι το μαχαίρι με το οποίο κτυπήθηκε ο Ασλανίδης ήταν εκείνο με το οποίο ο εφεσείων καθάριζε λίγο πριν μήλα στο κέντρο. Θα πρέπει να πούμε ότι η μόνη σχέση που υπάρχει μεταξύ του μαχαιριού που, σύμφωνα με τη μαρτυρία, ο εφεσείων χρησιμοποιούσε στο κέντρο και του μαχαιριού με το οποίο κτυπήθηκε το θύμα, είναι ότι απλώς ενισχύει το συμπέρασμα του Δικαστηρίου ότι η εκδοχή του εφεσείοντα δεν ήταν αληθινή. Το καθάρισμα των μήλων στο κέντρο, ενώ δεν υπήρχαν μαχαίρια στα τραπέζια στο χώρο της τραπεζαρίας που καθόταν ο εφεσίβλητος, απλώς ενισχύει το συμπέρασμα ότι το μαχαίρι ανήκε στον εφεσείοντα και όχι στο θύμα και τείνει προς την απόρριψη της εκδοχής του ότι το απέσπασε από το θύμα κατά τη διάρκεια της συμπλοκής. Ούτως ή άλλως, όπως είδαμε προηγουμένως, ακόμα κι αν το μαχαίρι ανήκε στο θύμα το επανειλημμένο μαχαίρωμα δεν αφήνει περιθώρια. Στην ουσία δεν ήταν απαραίτητη μαρτυρία για το αν ο εφεσείων έβγαλε το μαχαίρι από την τζέπη του για να καθαρίσει τα μήλα, ή αν το έβαλε πίσω όταν τελείωσε ή αν έβγαλε το μαχαίρι από τη δική του τζέπη για να κτυπήσει μ’ αυτό το θύμα. Το θύμα κτυπήθηκε με κάποιο μαχαίρι που δεν βρέθηκε μετά το συμβάν από την Αστυνομία και το Δικαστήριο κατέληξε στο εύλογο υπό τις περιστάσεις συμπέρασμα, συμπέρασμα που βασίζεται πέρα για πέρα σε αξιόπιστη μαρτυρία, ότι ανήκε στον εφεσείοντα.
Με τον επόμενο λόγο έφεσης προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι το Δικαστήριο εσφαλμένα δέκτηκε ως αξιόπιστη τη μαρτυρία των διάφορων μαρτύρων. Περαιτέρω προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι το Δικαστήριο λανθασμένα έκρινε τη μαρτυρία του Μ.Υ.1 ως αναξιόπιστη.
Τίποτε από όσα έχουν λεχθεί ενισχύει το πιο πάνω επιχείρημα. Οι δε διάφορες αναφορές που έγιναν από τον ευπαίδευτο συνήγορό του στην αγόρευσή του, δεν κλονίζουν ουδέ κατ΄ ελάχιστον το συμπέρασμα του Δικαστηρίου για την αξιοπιστία των μαρτύρων.
[*358]
Έχουμε ήδη αναφερθεί στη μαρτυρία του Μ.Υ.1 Δρα Ματσάκη και στην απόρριψή της από το πρωτόδικο δικαστήριο. Ούτε στο θέμα αυτό αισθανόμαστε ότι μπορούμε να επέμβουμε. Το πρωτόδικο δικαστήριο που είχε την ευκαιρία να παρακολουθήσει και τους δύο εμπειρογνώμονες να καταθέτουν, δέκτηκε για τους λόγους που αναφέρονται στην απόφαση τη μαρτυρία του ενός και απέρριψε την εκδοχή του άλλου.
Η έφεση κατά της καταδίκης θα πρέπει να απορριφθεί. Έφεση έχει ασκηθεί και εναντίον της ποινής. Προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι η παρούσα υπόθεση είναι πανομοιότυπη με την υπόθεση Police v. Mitas [1982] 1 J.S.C. 87. Αφού λοιπόν τα περιστατικά της ήταν ακριβώς τα ίδια και μάλιστα οι όποιες διαφορές ευνοούν τον εφεσείοντα, το Δικαστήριο θα έπρεπε να επιβάλει στον εφεσείοντα την ίδια ποινή που είχε επιβληθεί και σ’ εκείνη την υπόθεση, δηλαδή ποινή πενταετούς φυλάκισης.
Κατ’ αρχήν θα πρέπει να λεχθεί ότι η πιο πάνω υπόθεση δεν είναι δεσμευτική, αφού δεν είναι απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Οι αρχές βάσει των οποίων το Εφετείο επεμβαίνει στην ποινή που επιβάλλει το πρωτόδικο δικαστήριο είναι γνωστές. Το Εφετείο δεν επεμβαίνει παρά μόνο αν η ποινή είναι έκδηλα είτε ανεπαρκής είτε υπερβολική, ή αν έχει εμφιλοχωρήσει οποιαδήποτε λανθασμένη αρχή στην επιβολή της. Στην παρούσα υπόθεση ούτε το ένα συμβαίνει, ούτε και το άλλο. Όπως τονίζει και το πρωτόδικο δικαστήριο η σοβαρότητα του αδικήματος είναι αδιαμφισβήτητη και η ποινή που προβλέπεται η βαρύτερη. Η ανάγκη για προστασία της ζωής και η καταδίκη της αφαίρεσής της έχει επισημανθεί σε σωρεία αποφάσεων (βλέπε σχετικά Fostieri v. Republic (1969) 2 C.L.R. 105, 111, Σάββα ν. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 231, κ.ά.).
Το πρωτόδικο δικαστήριο στάθμισε όλες τις περιστάσεις τόσο τις επιβαρυντικές όσο και τις ελαφρυντικές, όπως για παράδειγμα την κατανάλωση ποσότητας οινοπνεύματος, αλλά και το γεγονός ότι το θύμα κατάφερε στον εφεσείοντα δύο κτυπήματα και επέβαλε ποινή φυλάκισης δέκα ετών. Δεν βρίσκουμε λόγο να επέμβουμε στην απόφαση αυτή. Η απόφαση επικυρώνεται και η έφεση απορρίπτεται.
Η έφεση απορρίπτεται.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο