(2000) 2 ΑΑΔ 390
[*390]14 Ιουλίου, 2000
[NIKHTAΣ, ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΚΑΛΛΗΣ, Δ/στές]
ΧΡIΣΤΟΣ Σ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ,
Εφεσείων,
v.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινική Έφεση Αρ. 6681)
Ποινή ― Άσεμνη επίθεση κατά παράβαση των Άρθρων 151 και 35 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 ― Απόπειρα διαφθοράς νεαρής γυναίκας κάτω των 13 χρόνων ― Απόπειρα παρά φύση ασέλγειας σε παιδί κάτω των 13 χρόνων, κατά παράβαση των Άρθρων 153(2) και 29, και 174 και 29 αντίστοιχα, του Ποινικού Κώδικα ― Επιβολή ποινής φυλάκισης 18 μηνών στις κατηγορίες της άσεμνης επίθεσης, 2½ ετών στην κατηγορία απόπειρας διαφθοράς νεαρής γυναίκας κάτω των 13 χρόνων και 8 ετών στην κατηγορία απόπειρας παρά φύση ασέλγειας ― Η ποινή χαρακτηρίσθηκε αυστηρή, όχι όμως έκδηλα υπερβολική ώστε να μειωθεί κατ’ έφεση.
Απόδειξη ― Ενισχυτική μαρτυρία ― Ορθή προειδοποίηση ― Σεξουαλικά αδικήματα ― Καταδίκη στη βάση μαρτυρίας ανηλίκου (του θύματος), χωρίς ενισχυτική μαρτυρία ― Επικυρώθηκε κατ’ έφεση.
Απόδειξη ― Μαρτυρία ανηλίκου ― Αντίληψη του χρέους ανηλίκου να αποκαλύψει την αλήθεια ― Στην Αγγλία το θέμα ρυθμίζεται με το Criminal Justice Act 1991 ― Εφαρμοστέες αρχές.
Απόδειξη ― Αντιφατική μαρτυρία ― Προϋποθέσεις απόρριψης μαρτυρίας λόγω αντιφάσεων.
Απόδειξη ― Εμπειρογνώμονες ― Ειδικοί ψυχίατροι και ψυχολόγοι οι οποίοι καλούνται να εξηγήσουν την ιδιαίτερη συμπεριφορά των εμπλεκομένων στη δίκη ― Εφαρμοστέες αρχές ως προς την αποδοχή ή απόρριψη της μαρτυρίας τους.
[*391]Απόδειξη ― Διακρίβωση γεγονότων, αξιολόγηση μαρτυρίας και τελική ετυμηγορία περί ενοχής ή μη του κατηγορουμένου ― Συνιστά έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου και δεν γίνεται ανεκτή καμιά εξωγενής επέμβαση σ’ αυτό.
Εκδίκαση ποινικών υποθέσεων ― Δικαίωμα κατηγορουμένου να καλεί και εξετάζει μάρτυρες ― Άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Συνθήκης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ― Ποία τα καθήκοντα της Κατηγορούσας Αρχής έναντι του κατηγορουμένου με σκοπό τη διασφάλιση δίκαιης δίκης.
Ο εφεσείων, έγγαμος 34 ετών με δύο παιδιά είναι συγγενής με τη μητέρα της παραπονούμενης και πολύ φίλος με τον πατέρα της. Κατά την περίοδο μεταξύ 1996 και 5.9.97, ο εφεσείων, με την άδεια της μητέρας της πήρε την παραπονούμενη στο χωράφι του στα Λατσιά, στο σπίτι της πεθεράς του στο Σαράντι και στο σπίτι του στην Ανθούπολη. Σε όλες τις περιπτώσεις εκτός από την τελευταία, ο εφεσείων χρησιμοποίησε την παραπονούμενη ως σεξουαλικό αντικείμενο αυνανισμού του. Στην τελευταία περίπτωση ο εφεσείων προσπάθησε να έλθει σε σεξουαλική επαφή με την παραπονούμενη από τον πρωκτό.
Η παραπονούμενη αποκάλυψε για πρώτη φορά τις πιο πάνω πράξεις του εφεσείοντος στις 2.9.97, 13 περίπου μήνες μετά το τελευταίο επεισόδιο, στη θεία της Ξένια. Την επομένη καταγγέλθηκε η υπόθεση στην Αστυνομία.
Ο εφεσείων κρίθηκε ένοχος και του επιβλήθηκαν οι πιο πάνω ποινές φυλάκισης. Η μαρτυρία που οδήγησε στην καταδίκη του προήλθε αποκλειστικά από την παραπονούμενη (Μ.Κ.1) η οποία γεννήθηκε στις 17.6.86. Όταν έδιδε την κατάθεσή της στο Δικαστήριο ήταν 12 ετών.
Η έφεση στρέφεται τόσο εναντίον της καταδίκης όσο και της ποινής.
Λόγοι έφεσης εναντίον της καταδίκης:
1. Δεν έγινε η ενδεδειγμένη διερεύνηση από το Κακουργιοδικείο για να διαπιστωθεί αν η παραπονούμενη μπορούσε να δώσει την κατάθεσή της ενόρκως. Υποστηρίχθηκε σχετικά ότι η παραπονούμενη δεν αντιλαμβανόταν το χρέος της να λέει την αλήθεια, αλλά μόνο όταν υπάρχει ο φόβος της Θείας τιμωρίας.
2. Η προειδοποίηση του Κακουργιοδικείου στον εαυτό του για τον κίνδυνο να καταδικάσει τον εφεσείοντα χωρίς να ερευνήσει αν υπήρχε ενισχυτική μαρτυρία, δεν ήταν υπό τις περιστάσεις επαρκής.
[*392]
3. Η παραπονούμενη θα έπρεπε να θεωρηθεί ως αναξιόπιστη μάρτυς για τους εξής λόγους:
(α) Είχαν περάσει 13 μήνες μεταξύ της διάπραξης των αδικημάτων και της αποκάλυψης τους στη θεία της.
(β) Η μαρτυρία της παραπονούμενης ήταν προϊόν καθοδήγησης της προτού δοθεί, αλλά και κατά τη διάρκεια της κατάθεσης της στο Δικαστήριο.
(γ) Μολονότι ανήλικη, είχε σεξουαλικές γνώσεις κα εμπειρίες προχωρημένες για την ηλικία της.
(δ) Η παραπονούμενη προέρχεται από προβληματική οικογένεια.
Υποστηρίχθηκε σχετικά ότι υπήρχαν αντιφάσεις στη μαρτυρία της παραπονούμενης.
4. Η μαρτυρία της εμπειρογνώμονα που κάλεσε η κατηγορούσα Αρχή παιδοψυχιάτρου κυρίας Α. Παραδεισιώτου, για να εξηγήσει την καθυστέρηση της αποκάλυψης των αδικημάτων, δεν έπρεπε να γίνει αποδεκτή. Υποστηρίχθηκε ότι το Δικαστήριο πρέπει να επηρεάστηκε και από την υπόλοιπη μαρτυρία της, στην οποία εξέφρασε τη βεβαιότητα της για την ενοχή του εφεσείοντος και επίσης ότι το Κακουργιοδικείο δεν έπρεπε να αρνηθεί να διατάξει την παραπονούμενη να εξεταστεί και από ειδικό ψυχίατρο της επιλογής του εφεσείοντος.
Η ποινή εφεσιβλήθηκε ως έκδηλα υπερβολική.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Στην Αγγλία το ζήτημα της μαρτυρίας παιδιών ρυθμίζεται με το Criminal Justice Act 1991.
Η καταδίκη μπορεί να θεμελιωθεί στην αποδοχή και μόνο της μαρτυρίας του παραπονουμένου, αφού όμως το Δικαστήριο προειδοποιήσει κατάλληλα τον εαυτό του για τον κίνδυνο που ελλοχεύει να κριθεί η ενοχή του κατηγορουμένου χωρίς ενίσχυση της μαρτυρίας του παραπονουμένου. Η προειδοποίηση αυτή πρέπει να διατυπώνεται στην απόφαση, μολονότι δεν χρειάζεται, ούτε και είναι ορθό να καθιερωθεί, σταθερός τύπος φρασεολογίας.
2. Στην παρούσα υπόθεση η προειδοποίηση που έκανε το Κακουργιοδικείο ήταν η ενδεδειγμένη.
3. Όσα χαρακτηρίσθηκαν από το δικηγόρο του εφεσείοντος ως αντι[*393]φάσεις, δεν συνιστούν αντιφάσεις ούτε καν με τη συνήθη έννοια της λέξης, πολύ δε περισσότερο τη νομική της σημασία, όπως καθιερώθηκε από τη νομολογία, σύμφωνα με την οποία οι αντιφάσεις πρέπει να είναι τέτοιας φύσης και περιεχομένου που να μολύνουν τη μαρτυρία στο βαθμό που να καθίσταται επικίνδυνη ή άδικη η αποδοχή της από το Δικαστήριο.
4. Η καθυστέρηση στην αποκάλυψη των αδικημάτων από την παραπονούμενη ήταν καθόλα αναμενόμενη για τους λόγους που εξήγησε στο Δικαστήριο η παιδοψυχίατρος και δεν θα μπορούσε να κλονίσει την αξιοπιστία της.
5. Δεν υπάρχει γενική αρχή αποδοχής ή απόρριψης από το Δικαστήριο μαρτυρίας η οποία προέρχεται από ειδήμονα ψυχίατρο ή ψυχολόγο. Η κάθε περίπτωση αποφασίζεται ανάλογα με τις ιδιαίτερες περιστάσεις της υπόθεσης, και ειδικότερα ερευνάται ο στόχος τέτοιας μαρτυρίας. Απαραβίαστη όμως είναι η αρχή πως η διακρίβωση των γεγονότων, η αξιολόγηση της μαρτυρίας και η τελική ετυμηγορία, περί ενοχής ή μη του κατηγορουμένου σε ποινική υπόθεση, ανήκει στο Δικαστήριο, και δε γίνεται ανεκτή καμιά εξωγενής επέμβαση σ’ αυτό το έργο.
Το Κακουργιοδικείο όφειλε να μη επιτρέψει στην παιδοψυχίατρο να επεκταθεί στη μαρτυρία της, έξω απο το σκοπό για τον οποίο κλήθηκε να καταθέσει, και να καταγράψει επίσης στο πρακτικό την απόρριψη του μέρους της μαρτυρίας της, το οποίο αποτελούσε ανεπίτρεπτη επέμβαση στο έργο του Δικαστηρίου.
Είναι ρητή η δήλωση του Κακουργιοδικείου πως δέχθηκε τη μαρτυρία της κας Παραδεισιώτου, την οποία έκρινε ως αξιόπιστη, με αναφορά μόνο στην εξήγηση που έδωσε ως ειδικός παιδοψυχίατρος για την καθυστέρηση της παραπονούμενης να αναφέρει στη θεία της αυτά για τα οποία κατηγορούσε τον εφεσείοντα.
Το Δικαστήριο και η κατηγορούσα αρχή, δεν είχαν δικαίωμα το πρώτο να διατάξει και η δεύτερη να συναινέσει ώστε η παραπονούμενη, ή μάρτυρας σε δίκη γενικά, να υποβληθεί σε οποιοδήποτε είδος σωματικής ή ψυχολογικής εξέτασης. Κάτι τέτοιο θα συνιστούσε παραβίαση του δικαιώματος του σεβασμού της ιδιωτικής της ζωής. Ούτε όμως η αρχή της δίκαιης δίκης, δίδει στον κατηγορούμενο τέτοιο δικαίωμα σαν αυτό που αξίωσε.
Η επιβολή της οκταετούς φυλάκισης για το έγκλημα της απόπειρας [*394]παρά φύση ασέλγειας σε παιδί κάτω των 13 χρόνων, είναι μεν αυστηρή αλλά δεν είναι έκδηλα υπερβολική, ενόψει της σοβαρότητας του εγκλήματος και των συνεπειών του που έχουν σημαδέψει ανεξίτηλα την παραπονούμενη, ώστε να προκαλέσει την επέμβαση του Εφετείου.
Η έφεση απορρίφθηκε.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
R. v. Hayes [1977] 2 All E.R. 288,
Πετεινός ν. Αστυνομίας (1961) 2 C.L.R. 330,
Μεϊτανής ν. Δημοκρατίας (1967) 2 C.L.R. 31,
Γενικός Εισαγγελέας ν. Πέτρου (1972) 2 C.L.R. 81,
Θεοδώρου ν. Αστυνομίας (1971) 2 C.L.R. 245,
Στρατής ν. Πεντέλη – Εταιρεία Μωσαϊκών Λτδ (1999) 1 Α.Α.Δ. 1708,
Ηλία κ.ά. ν. Σταυρινίδη, Πολιτική Έφεση αρ. 10240, ημερ. 9.6.2000,
ΧατζηΓεωργίου ν. Δημοκρατίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 174,
Κορέλλης ν. Γενικού Εισαγγελέα (1998) 1 (Γ) Α.Α.Δ. 1718,
R. v. Ward [1993] 2 All E.R. 577.
Έφεση εναντίον Καταδίκης και Ποινής.
Έφεση από τον κατηγορούμενο εναντίον της καταδίκης και ποινής, ο οποίος βρέθηκε ένοχος από το Κακουργιοδικείο Λευκωσίας (Χατζηχαμπής, Π.Ε.Δ., Κολατσή, Α.Ε.Δ. και Γιασεμής, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 27268/98), ημερομηνίας 1/3/99, σε επτά κατηγορίες, από τις οποίες οι πέντε αφορούσαν το αδίκημα της άσεμνης επίθεσης, κατά παράβαση των Άρθρων 151 και 35 του Κεφ. 154 (κατηγορίες 1, 3, 4, 5 και 8) και οι υπόλοιπες δύο το αδίκημα της απόπειρας διαφθοράς νεαρής γυναίκας κάτω των 13 ετών και απόπειρας παρά φύση ασέλγειας σε παιδί κάτων των 13 ετών, κατά παράβαση των Άρθρων 153(2) και 29, και 174 και 29 αντίστοιχα του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.
[*395]Μιχ. Κυπριανού με Παπανικολάου, για τον Εφεσείοντα.
Ελ. Λοϊζίδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Χρ. Αρτεμίδης.
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων καταδικάστηκε από το Κακουργιοδικείο, που συνεδρίασε στη Λευκωσία, σε 7 κατηγορίες, από τις οποίες οι 5 αφορούσαν το αδίκημα της άσεμνης επίθεσης, κατά παράβαση των άρθρων 151 και 35 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154 (κατηγορίες 1, 3, 4, 5 και 8), και οι υπόλοιπες δύο το αδίκημα της απόπειρας διαφθοράς νεαρής γυναίκας κάτω των 13 χρόνων και απόπειρας παρά φύση ασέλγειας σε παιδί κάτω των 13 χρόνων, κατά παράβαση των άρθρων 153 (2) και 29, και 174 και 29 αντίστοιχα, του Ποινικού Κώδικα. Στο αρχικό κατηγορητήριο που καταχωρίστηκε ενώπιον του κακουργιοδικείου, υπήρχαν 7 κατηγορίες. Η 2η απορρίφθηκε στο στάδιο που είχε τελειώσει την υπόθεση της η κατηγορούσα αρχή, αφού το Δικαστήριο έκρινε πως δεν είχε αποδειχθεί, σε εκείνη την κατηγορία, εκ πρώτης όψεως υπόθεση. Το Δικαστήριο όμως πρόσθεσε στο ίδιο στάδιο της δίκης, την 8η κατηγορία. Μετά την ετυμηγορία της καταδίκης το Δικαστήριο επέβαλε στον εφεσείοντα ποινή φυλάκισης 18 μηνών στις κατηγορίες 1, 3, 4, 5 και 8, 2½ ετών στην 6η κατηγορία και 8 ετών στην 7η. Η έφεση στρέφεται εναντίον της καταδίκης και της ποινής.
Η μαρτυρία, που οδήγησε στην καταδίκη του εφεσείοντα, προήλθε αποκλειστικά από την παραπονούμενη Στέλλα Αγγελή (Μ.Κ.1), η οποία γεννήθηκε στις 17.6.86. Τα αδικήματα, σύμφωνα με τις λεπτομέρειες του κατηγορητηρίου, διαπράχθηκαν την περίοδο μεταξύ 1996 και 5.9.97.
Το κακουργιοδικείο έκρινε τη Στέλλα ως απόλυτα αξιόπιστη μάρτυρα, και αυτά που εξιστόρησε στο Δικαστήριο αληθινά. Η μαρτυρία της Στέλλας δόθηκε ενόρκως, αφού το Δικαστήριο, μετά από ειδική εξέταση που έκανε, διαπίστωσε πως αντιλαμβανόταν τη σημασία του όρκου και το χρέος της να πει στο Δικαστήριο την αλήθεια. Η ενοχή του εφεσείοντα κρίθηκε σαν επακόλουθο της αξιολόγησης της μαρτυρίας της Στέλλας ως αληθινής, χωρίς οποι[*396]αδήποτε ενισχυτική μαρτυρία, αφού προηγουμένως το Δικαστήριο προειδοποίησε τον εαυτό του για τον κίνδυνο που εμπεριείχε η απόφαση του, να καταδικάσει δηλαδή τον εφεσείοντα χωρίς περαιτέρω έρευνα κατά πόσο υπήρχε ενισχυτική μαρτυρία που να συνδέει τον κατηγορούμενο με τη διάπραξη των αδικημάτων.
Οι λόγοι έφεσης είναι πολλοί. Στη συζήτηση δεν θα ακολουθήσουμε τη σειρά τους στο εφετήριο. Θα μας απασχολήσουν εν τη πορεία, ανάλογα με τη ροή που πήραν οι δικές μας σκέψεις.
Η επίκριση του δικηγόρου του εφεσείοντα, αναφορικά με το χειρισμό της υπόθεσης από το κακουργιοδικείο, άρχισε με την εισήγηση πως η διερεύνηση που έκανε, για να διαπιστώσει αν η Στέλλα μπορούσε να δώσει την κατάθεση της ενόρκως, δεν ήταν η ενδεδειγμένη. Αποκτά σημασία η εισήγηση αυτή, ενόψει της επιταγής του άρθρου 9 του περί Αποδείξεως Νόμου, που προβλέπει πως όταν η μαρτυρία ανήλικου δίδεται στο Δικαστήριο χωρίς όρκο, εφόσον το Δικαστήριο κρίνει πως δεν αντιλαμβάνεται τη σημασία του όρκου και την υποχρέωση του να πει την αλήθεια, τότε η μαρτυρία αυτή δεν μπορεί να οδηγήσει σε καταδίκη του κατηγορουμένου αν δεν υπάρχει ενισχυτική μαρτυρία που να τον συνδέει με τη διάπραξη του αδικήματος. Η παραπονούμενη Στέλλα, όταν έδιδε στις 16.12.98 την κατάθεση της στο Δικαστήριο, ήταν ηλικίας 12 ετών, φοιτούσε δε στην πρώτη τάξη γυμνασίου. Προτού το Δικαστήριο αποφασίσει κατά πόσο μπορούσε να δώσει ένορκη κατάθεση ή όχι, προέβη στη συνηθισμένη εξέταση, υποβάλλοντας στη Στέλλα κατάλληλες ερωτήσεις για να διαπιστώσει αν αντιλαμβανόταν τη σημασία του όρκου και το χρέος της να πει την αλήθεια. Η Στέλλα, απαντώντας σχετική ερώτηση, είπε πως όταν κάποιος ορκίζεται δεν πρέπει να λέει ποτέ ψέματα, και αν συμβει κάτι τέτοιο θα τιμωρηθεί από το Θεό. Είπε επίσης πως πήγαινε κατηχητικό, γνώριζε για τις 10 εντολές, και πως όταν ένας ορκίζεται στο ευαγγέλιο πρέπει να πει την αλήθεια, άλλως θα τιμωρηθεί από το Θεό.
Ο δικηγόρος του εφεσείοντα υποστήριξε πως με τις ερωτήσεις του Δικαστηρίου, και τις απαντήσεις της Στέλλας, αποδείκτηκε πως η ίδια δεν αντιλαμβανόταν το χρέος της να λέει πάντοτε την αλήθεια, αλλά μόνο όταν υπάρχει ο φόβος της Θείας τιμωρίας. Μας παρέπεμψε δε σε αγγλική νομολογία, για να μας υποδείξει πως η ανάλογη εξέταση, που γίνεται από τα Δικαστήρια της Αγγλίας, έχει πρόσφατα μεταβληθεί. Συνίσταται δε στη διακρίβωση του στοιχείου κατά πόσο το παιδί αντιλαμβάνεται το μόνιμο και γενικό χρέος [*397]να λέει κάποιος την αλήθεια, χωρίς να γίνεται επίκληση της θεϊκής τιμωρίας.
Είναι γεγονός πως στην Αγγλία υπήρξε τέτοια μεταβολή μετά την υπόθεση R. v. Hayes [1977] 2 All E.R. 288, [1977] 1 W.L.R. 234, όπου το Δικαστήριο, διαπιστώνοντας τις σημερινές κοινωνικές συνθήκες, με ενδεχόμενο μεγάλο τμήμα της κοινωνίας να μη πιστεύει σε Θεία τιμωρία, υιοθέτησε περισσότερο κοσμικό περιεχόμενο στην έρευνα που γίνεται. Το ουσιαστικό στοιχείο της έρευνας περιέχεται στην παρακάτω παράγραφο, όπως συνοψίζεται από τους εκδότες.
«Whether the child has a sufficient appreciation of the solemnity of the occasion, and the added responsibility to tell the truth which is involved in taking an oath, over and above the duty to tell the truth which is an ordinary duty of normal social conduct».
Στην Αγγλία το ζήτημα ρυθμίζεται τώρα με νομοθεσία: Criminal Justice Act 1991. Σύμφωνα δε με το άρθρο 33(Α)(1) στις ποινικές υποθέσεις η μαρτυρία παιδιού κάτω των 14 ετών πρέπει να δίδεται χωρίς όρκο. Επομένως το Δικαστήριο δεν χρειάζεται να κάνει την έρευνα, που υιοθέτησε το Δικαστήριο στην R v. Hayes. Έχουμε ήδη υποδείξει πως η απόφαση του Αγγλικού Δικαστηρίου στην υπόθεση R. v. Hayes βασίστηκε, όπως ρητά αναφέρεται στο ίδιο το κείμενο της, στη διαπίστωση των κοινωνικών συνθηκών που επικρατούν στην Αγγλία. Η γνώμη μας είναι πως στη κοινωνία μας δε φαίνεται να δημιουργήθηκε τέτοια μεταστροφή. Η αντίληψη είναι πως η παράβαση όρκου δυνατό να επιφέρει τη θεία τιμωρία. Οι ερωτήσεις, επομένως, που υπέβαλε το Δικαστήριο στη Στέλλα, και οι απαντήσεις που έδωσε η ίδια, δικαιολογούν την κρίση του πως γνώριζε τη σημασία του όρκου και το χρέος της να πει την αλήθεια. Καταδεικνύεται επίσης, από τη σχετική στιχομυθία μεταξύ Δικαστηρίου και Στέλλας, πως η τελευταία αντιλαμβανόταν τη σοβαρότητα της δικαστικής διαδικασίας και του χρέους της απέναντι της. Το στοιχείο δηλαδή που καθιερώθηκε στην υπόθεση R. v. Hayes.
Οι κατηγορίες που αντιμετώπιζε ο εφεσείων αφορούν αδικήματα σεξουαλικής φύσης. Και, καθώς είναι γνωστό, η νομολογία έχει καθιερώσει, ως θέμα πρακτικής, την αρχή ότι ενδείκνυται ενίσχυση της μαρτυρίας του παραπονούμενου προσώπου. Ενδεικτικά παραπέμπουμε στις υποθέσεις:
[*398]
Πετεινός ν. Αστυνομίας (1961) 2 C.L.R. 330·
Μεϊτανής ν. Δημοκρατίας (1967) 2 C.L.R. 31 και
Γενικός Εισαγγελέας ν. Πέτρου (1972) 2 C.L.R. 81.
Ο νομολογιακός κανόνας είναι κανόνας πρακτικής. Γι΄αυτό και καταδίκη μπορεί να θεμελιωθεί στην αποδοχή και μόνο της μαρτυρίας του παραπονούμενου, αφού όμως το Δικαστήριο προειδοποιήσει κατάλληλα τον εαυτό του για τον κίνδυνο που ελλοχεύει να κριθεί η ενοχή του κατηγορουμένου χωρίς ενίσχυση της μαρτυρίας του παραπονούμενου (βλ.ενδεικτικά πάλιν: Θεοδώρου ν. Αστυνομίας (1971) 2 C.L.R. 245.) Η προειδοποίηση αυτή πρέπει να διατυπώνεται στην απόφαση, μολονότι δε χρειάζεται, ούτε και είναι ορθό να καθιερωθεί, σταθερός τύπος φρασεολογίας. Ενδιαφέροντα σχόλια για τον κανόνα τούτο γίνονται στο σύγγραμμα του J.D. Heydon: Evidence - Cases and Materials, 3rd edition, στη σελίδα 96.
Το πιο πάνω ζήτημα μας οδηγεί στη δεύτερη εισήγηση του δικηγόρου του εφεσείοντα. Διατείνεται πως, μολονότι το κακουργιοδικείο προειδοποίησε τον εαυτό του για τον κίνδυνο να καταδικάσει τον εφεσείοντα χωρίς να ερευνήσει αν υπήρχε ενισχυτική μαρτυρία αυτής της παραπονούμενης, η προειδοποίηση που έκανε, υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης, δεν ήταν η επαρκής. Εισηγήθηκε δε πως το Δικαστήριο θα έπρεπε να αντιμετωπίσει με ιδιαίτερη προσοχή και επιφύλαξη, «ακόμη και καχυποψία», για να χρησιμοποιήσουμε την ίδια τη φράση του, τη μαρτυρία της Στέλλας. Υποστήριξε επίσης πως το Δικαστήριο δεν εντόπισε, και δεν υπέδειξε ειδικά, στην απόφαση του τους κινδύνους που υπήρχαν, και αφού τους εξετάσει προσεκτικά, μετά να αποφανθεί για την αξιοπιστία της Στέλλας.
Η αυτοπροειδοποίηση που έκανε το κακουργιοδικείο καταγράφεται στη σελίδα 35 της απόφασης. Τη μεταφέρουμε εδώ.
«Η συνολική άποψη μας είναι ότι στην παρούσα υπόθεση, αυτή καθ’ αυτή η μαρτυρία της Στέλλας κρίνεται τέτοια που δεν έχουμε κανένα δισταγμό να βασιστούμε σ’ αυτή και χωρίς την ύπαρξη ενισχυτικής μαρτυρίας, έχοντας προειδοποιήσει εαυτούς κατάλληλα για τον κίνδυνο που ελλοχεύει όταν βασιζόμαστε στη χωρίς ενίσχυση μαρτυρία παραπονούμενης σε σεξουαλικά αδικήματα και ακόμη έχοντας προειδοποιήσει τους εαυτούς μας ότι ενώπιον μας είχαμε ένα παιδί, των 12 1/2 ετών περίπου».
[*399]Δε συμφωνούμε με την εισήγηση του δικηγόρου του εφεσείοντα. Το Δικαστήριο δεν είχε καμιά υποχρέωση να χρησιμοποιήσει τη φρασεολογία που πρότεινε ο δικηγόρος του εφεσείοντα, και που κατά τη γνώμη μας απολήγει ουσιαστικά σε τροποποίηση της σχετικής επί του ζητήματος νομολογίας με την εισαγωγή νέων στοιχείων, τα οποία θα διακοσμούν μόνο φραστικά τη λιτή αλλά αντιληπτή επιταγή του ισχύοντος κανόνα.
Προχωρούμε τώρα να εξετάσουμε τους λόγους που πρόβαλε ο δικηγόρος του εφεσείοντα για την ακύρωση της καταδίκης, που αφορούν άμεσα στο αποδεικτικό υλικό που είχε ενώπιον του το Δικαστήριο, και που, επαναλαμβάνουμε, αποτελείται αποκλειστικά από τη μαρτυρία της Στέλλας. Εισηγήθηκε ο δικηγόρος πως η Στέλλα θα έπρεπε να θεωρηθεί ως αναξιόπιστη μάρτυρας για τους εξής λόγους:
(α) είχαν περάσει 13 μήνες από την, κατ’ ισχυρισμό, διάπραξη των αδικημάτων, μέχρις ότου τα αναφέρει στη θεία της Ξένια στις 2.9.97.
(β) Η μαρτυρία της Στέλλας ήταν το προϊόν καθοδήγησης της, προτού δοθεί, αλλά και κατά τη διάρκεια της κατάθεσης της στο Δικαστήριο.
(γ) Μολονότι ανήλικη, είχε γνώσεις και εμπειρίες στα σεξουαλικά ζητήματα προχωρημένες για την ηλικία της και,
(δ) Η Στέλλα προέρχεται από προβληματική οικογένεια.
Αναφορικά δε με αυτό τούτο το περιεχόμενο της μαρτυρίας της Στέλλας, ο δικηγόρος του εφεσείοντα ανάλωσε μεγάλο μέρος της αγόρευσης του για να εντοπίσει αντιφάσεις, στις οποίες, κατά την εισήγηση του, υπέπεσε, αλλά και αντιθέσεις μεταξύ της ένορκης μαρτυρίας της και της κατάθεσης που έδωσε στην Αστυνομία.
Είναι γεγονός πως η Στέλλα απεκάλυψε για πρώτη φορά αυτά που είχαν συμβεί εις βάρος της από τον εφεσείοντα 13 περίπου μήνες μετά το τελευταίο επεισόδιο. Τούτο έγινε στις 2.9.97, όταν μίλησε στη θεία της Ξένια. Η τελευταία μετέφερε τα όσα άκουσε από τη Στέλλα στην κοινωνική λειτουργό, η οποία με τη σειρά της τα είπε στη μητέρα της Στέλλας. Την επομένη, 3.9.97, καταγγέλθηκε η υπόθεση στην Αστυνομία.
[*400]
Είναι το κατάλληλο σημείο να αναφερθούμε στα γεγονότα, όπως τα διαπίστωσε το κακουργιοδικείο. Δε χρειάζεται να επεκταθούμε σε λεπτομέρειες, και ιδιαίτερα των σεξουαλικών πράξεων του εφεσείοντα εις βάρος της παραπονούμενης, όπως η τελευταία τις περίγραψε στη μαρτυρίας της.
Ο εφεσείων, που είναι έγγαμος 34 ετών και με δύο παιδιά, είναι συγγενής με τη μητέρα της Στέλλας. Οι δύο οικογένειες είχαν στενές φιλικές σχέσεις. Ειδικότερα ο ίδιος και ο πατέρας της Στέλλας ήσαν πολύ φίλοι. Έβγαιναν έξω τακτικά, μέχρι 2 και 3 φορές τη βδομάδα. Μέσα στην περίοδο που αναφέρεται στο κατηγορητήριο, δηλαδή 1996 και 5.9.97, ο εφεσείων επισκέφθηκε μερικές φορές το σπίτι της Στέλλας, και με την άδεια της μητέρας της, την πήρε μόνος, στο χωράφι του στα Λατσιά, στο σπίτι της πεθεράς του στο Σαράντι και στο σπίτι του στην Ανθούπολη, όπου και της ζητούσε να τον ερεθίσει σεξουαλικά. Η Στέλλα, όπως είπαμε ήδη, περιέγραψε με πλήρη λεπτομέρεια τη συμπεριφορά του κατηγορούμενου, σε όλες τις περιπτώσεις που την πήρε μαζί του. Τις 2 πρώτες φορές πήγαν στο ιδιόκτητο χωράφι του στα Λατσιά. Την 3η στο εξοχικό σπίτι της πεθεράς του στο Σαράντι, την 4η και 5η φορά πάλιν στο χωράφι του στα Λατσιά, ενώ την 6η στο σπίτι του στην Ανθούπολη. Σε όλες τις περιπτώσεις, εκτός από την τελευταία, ο εφεσείων χρησιμοποίησε την παραπονούμενη ως σεξουαλικό αντικείμενο αυνανισμού του. Της ζητούσε να τον αυνανίσει με το χέρι της, το οποίο οδηγούσε με το δικό του στην ερεθιστική κίνηση μέχρι την εκσπερμάτωση. Σε άλλη περίπτωση προκάλεσε την εκσπερμάτωση του τρίβοντας το όργανο του στην κοιλιά, κοντά στα γεννητικά όργανα της Στέλλας. Σε άλλη περίπτωση χρησιμοποίησε για τον σεξουαλικό ερεθισμό του, το στόμα της Στέλλας. Στο πιο σοβαρό επεισόδιο, που αφορά η κατηγορία 7, ο εφεσείων προσπάθησε να έλθει σε σεξουαλική επαφή με τη Στέλλα από τον πρωκτό.
Μετά την καταγγελία η Στέλλα εξετάστηκε από τον κυβερνητικό γιατρό Σοφοκλέους, ο οποίος δεν διαπίστωσε κακώσεις ή ρήξη του παρθενικού υμένα. Ο εφεσείων συνελήφθη και όταν του ανακοινώθηκαν οι λόγοι της σύλληψης του δέχθηκε πως πήρε τη Στέλλα μερικές φορές μαζί του όπως είπε για παρέα. Αρνήθηκε όμως τη διάπραξη των αδικημάτων.
Ο δικηγόρος του εφεσείοντα, όπως είπαμε πιο πάνω, με εκτεταμένες αναφορές στο πρακτικό της δίκης, όπου καταγράφεται η [*401]μαρτυρία της Στέλλας, προσπάθησε να μας υποδείξει αντιφάσεις, σε μια προσπάθεια να μας πείσει ότι η διαπίστωση του κακουργιοδικείου πως η μαρτυρία της Στέλλας ήταν αξιόπιστη, πάσχει. Σε όλες τις σχετικές αναφορές του δικηγόρου του εφεσείοντα απάντησε με δικά της σχόλια η δικηγόρος της Δημοκρατίας, επισημαίνοντας από τη συνεχή ροή της μαρτυρίας της Στέλλας στο στάδιο της εξετάσεως, αντεξετάσεως και επανεξετάσεως, πως δεν υπήρχε καμιά από τις αντιφάσεις που υπέδειξε ο δικηγόρος του εφεσείοντα. Αυτά, στα οποία μας παρέπεμψε ο δικηγόρος του εφεσείοντα, δεν συνιστούν, κατά τη γνώμη μας, αντιφάσεις ούτε καν με τη συνήθη έννοια της λέξης, πολύ δε περισσότερο τη νομική της σημασία, όπως καθιερώθηκε από τη νομολογία, σύμφωνα με την οποία οι αντιφάσεις πρέπει να είναι τέτοιας φύσης και περιεχομένου που να μολύνουν τη μαρτυρία στο βαθμό που να καθίσταται επικίνδυνη ή άδικη η αποδοχή της από το Δικαστήριο. (Δες τις πρόσφατες αποφάσεις: Κώστας Στρατής ν. Πεντέλη - Εταιρεία Μωσαϊκών Λτδ, (1999) 1 Α.Α.Δ. 1708, και Πολιτική έφεση αρ.10240 Ανδρέας Ηλία κ.α. ν. Δημήτρη Σταυρινίδη, 9.6.2000).
Σε σχέση δε με τη γενική εντύπωση που έκανε ως μάρτυρας στο κακουργιοδικείο η Στέλλα, αυτή βεβαίως αναφέρεται στο σύνολο των στοιχείων που συνθέτουν τη μαρτυρία της, όπως το σεβασμό που είχε στην αλήθεια και τις δυνατότητες της να μεταφέρει με λόγια αυτά που ισχυρίστηκε πως είχαν συμβεί. Χ΄Γεωργίου Θεοδόσης ν. Δημοκρατίας, (1995) 2 Α.Α.Δ. 174.
Αναφορικά με τον ισχυρισμό του δικηγόρου του εφεσείοντα, για την ύπαρξη αντιφάσεων μεταξύ της ένορκης μαρτυρίας της στο Δικαστήριο και της κατάθεσης στην Αστυνομία, θα αρκεστούμε σε ένα μόνο παράδειγμα, που αφορούσε μάλιστα στο ζήτημα, του μεγάλου, ομολογουμένως, χρονικού διαστήματος που πέρασε από τη διάπραξη των αδικημάτων μέχρι της καταγγελίας τους. Υπενθυμίζουμε, πως η εισήγηση του δικηγόρου του εφεσείοντα ήταν πως η πάροδος του χρονικού αυτού διαστήματος θεμελίωνε τη θέση του πως η υπόθεση εναντίον του εφεσείοντα ήταν φτιαχτή, η δε καταγγελία της παραπονούμενης προϊόν δασκαλέματος από τη θεία της Ξένια και τη μητέρα της. Η κατηγορούσα αρχή έκρινε πως θα έπρεπε να προσφέρει κάποια εξήγηση γι’ αυτή την καθυστέρηση. Με τη σχετική εισήγηση της δικηγόρου της Δημοκρατίας θα ασχοληθούμε πιο κάτω, γιατί συνδέεται με μια ενδιαφέρουσα πτυχή της υπόθεσης. Η ίδια η Στέλλα, όταν ρωτήθηκε ενώπιον του κακουργιοδικείου γιατί άφησε να περάσουν 13 μήνες για να αναφέρει στη θεία της Ξένια αυτά που έγιναν εις βάρος της, απάντησε πως φοβόταν, γιατί ο εφεσείων την απεί[*402]λησε πως αν έλεγε τίποτε θα την έδερνε. Για να αποδείξει ο δικηγόρος του εφεσείοντα πως ο πιο πάνω ισχυρισμός της Στέλλας ήταν ψευδής, ισχυρίστηκε πως στην κατάθεση που έδωσε στην Αστυνομία, στις 4 και 5.9.97, δεν ανέφερε τέτοιο πράγμα, ότι δηλαδή ο εφεσείων τη φοβέρισε πως αν έλεγε τίποτε θα την έδερνε. Στην αγόρευση της όμως η δικηγόρος της Δημοκρατίας υπέδειξε στο Δικαστήριο πως στο τέλος της πιο πάνω κατάθεσης, και αφού η Στέλλα είχε αναφερθεί σε όλα τα επεισόδια, είπε: «εγώ δεν είπα τίποτε σε κανένα γιατί είπε μου ότι εννα με δέρει, αν το πω σε κανένα». Ο δικηγόρος του εφεσείοντα προσπάθησε, στην απαντητική του αγόρευση, να διαφοροποιήσει την αρχική του θέση, για να υποδείξει πως αυτή η φράση αναφερόταν στο τελευταίο επεισόδιο, και δεν αφορούσε όλα τα προηγούμενα. Δε συμμεριζόμαστε τη θέση του δικηγόρου του εφεσείοντα, έστω και διαφοροποιημένη. Η ουσία της υπόθεσης είναι πως πράγματι η Στέλλα ανέφερε στην κατάθεση της στην Αστυνομία ότι δεν αποκάλυψε τίποτε γιατί ο εφεσείων την είχε απειλήσει με ξυλοδαρμό.
Επανερχόμαστε για να αναλύσουμε τη θέση της κατηγορούσας αρχής, σε σχέση με τη μεγάλη καθυστέρηση που παρατηρήθηκε για να καταγγείλει η Στέλλα στη θεία της Ξένια αυτά που συνέβησαν εις βάρος της. Εκτός από την εισήγηση, που εξετάσαμε ήδη πιο πάνω, η δικηγόρος της Δημοκρατίας υπέδειξε στο Δικαστήριο πως η απειλή του εφεσείοντα συνόδευε τη Στέλλα ακόμη και όταν έδιδε μαρτυρία στο κακουργιοδικείο, όπου παρατηρήθηκε πως ο εφεσείων την αγριοκοίταζε από το εδώλιο, με αποτέλεσμα το Δικαστήριο να δώσει τις κατάλληλες οδηγίες.
Η κατηγορούσα αρχή κάλεσε επίσης ως εμπειρογνώμονα, για να εξηγήσει αυτή την καθυστέρηση, τη παιδοψυχίατρο Άννα Παραδεισιώτου - Μ.Κ.14. Η κα Παραδεισιώτου είχε συνέντευξη με τη Στέλλα, η οποία της εξιστόρησε όλες τις εμπειρίες της. Η κα Παραδεισιώτου είπε στο Δικαστήριο πως διαπίστωσε ότι η Στέλλα την αντιμετώπιζε αρχικά εχθρικά γιατί, κατά την επιστημονική της άποψη, αρνείτο να επαναφέρει στη μνήμη της και να επαναλάβει με λόγια τις φοβερές εμπειρίες της. Ήθελε να τις απωθήσει μακριά από τη μνήμη της, και η επαναφορά τους της προκαλούσε αβάσταχτο πόνο. Είναι γι’ αυτό το λόγο, σύμφωνα με την κα Παραδεισιώτου, που η Στέλλα δεν ανέφερε τίποτε σε κανένα, μέχρι το χρονικό σημείο που δεν άντεξε τη ψυχική πίεση και αποφάσισε να εκδηλωθεί. Επιπλέον, ανέφερε πως τέτοιες εμπειρίες παιδιού αυτής της ηλικίας είναι φυσικό να κατακρατούνται στον εσώτερο τους εαυ[*403]τό και να αρνούνται να τις αναφέρουν, ακόμη και για χρονικό διάστημα πολύ μεγαλύτερο των 13 μηνών, όπως στην παρούσα περίπτωση, μπορεί και για χρόνια πολλά.
Ο δικηγόρος του εφεσείοντα έκανε αυστηρή κριτική της μαρτυρίας της κας Παραδεισιώτου. Εισηγήθηκε πως το Δικαστήριο δεν έπρεπε να την αποδεκτεί. Προχώρησε μάλιστα να εισηγηθεί πως χωρίς αυτή το Δικαστήριο δεν θα καταδίκαζε τον εφεσείοντα, συμπέρασμα το οποίο, κατά τον συνήγορο, έκδηλα φανερώνεται στην απόφαση του.
Παρατηρήσαμε πιο πάνω πως θεωρούμε τη συζήτηση του θέματος αυτού το πιο ενδιαφέρον σημείο στην υπόθεση. Ενθέτουμε παρακάτω την περικοπή από την απόφαση του κακουργιοδικείου, στην οποία γίνεται η σχετική αναφορά στη μαρτυρία της κας.Παραδεισιώτου, η οποία χαρακτηρίζεται ως απόλυτα αξιόπιστη μάρτυρας.
«Ο κ.Χειμώνας εισηγήθη περαιτέρω ότι η Στέλλα δεν εδικαιολογείτο να αποκαλύψει τα συμβάντα με τον κατηγορούμενο τόσους μήνες μετά τη διάπραξή τους. Αυτή η συμπεριφορά της Στέλλας, όπως τόνισε, δεν μπορεί να θεωρηθεί φυσιολογική και ούτε και είναι λογικό να μην το αποκαλύψει στην ίδια της τη μητέρα με την οποία όχι μόνο διατηρούσαν, σύμφωνα με δοθείσα μαρτυρία, καλές σχέσεις αλλά την είχε ρωτήσει ειδικά αν την ενόχλησε ο κατηγορούμενος. Ούτε και αυτή η εισήγηση μπορεί να γίνει δεκτή γιατί έχουμε υπόψη μας τη μαρτυρία της Στέλλας σε συνδυασμό κυρίως με τη μαρτυρία της παιδοψυχιάτρου Παραδεισιώτου την οποία θεωρούμε απόλυτα αξιόπιστη μάρτυρα, ότι αυτή η αντίδραση της Στέλλας ήταν καθόλα αναμενόμενη για τους λόγους που εξήγησε στο Δικαστήριο και μάλιστα όμως είπε υπάρχουν περιπτώσεις που τα θύματα αποκαλύπτουν παρόμοια συμβάντα, χρόνια μετά, ακόμη και κατά την περίοδο της εφηβείας. Επομένως δεν συμφωνούμε ότι η αποκάλυψη από τη Στέλλα των διαδραματισθέντων έστω και αρκετούς μήνες μετά τη διάπραξη τους θα μπορούσε να ρίξει οποιαδήποτε σκιά στην αλήθεια της μαρτυρίας της».
Η δικηγόρος της Δημοκρατίας μας παρέπεμψε σε νομολογία και συγγράμματα, που επιλαμβάνονται του ζητήματος της αποδοχής από το Δικαστήριο μαρτυρίας εμπειρογνώμονα, όταν δεν δίδεται στη συνήθη υπόθεση όπου τέτοια μαρτυρία έχει άμεση σχέση και είναι το ουσιαστικό στοιχείο στην επίδικη διαφορά, και επομένως αποδεκτή [*404]και απαραίτητη, αλλά, κατά κύριο λόγο, ειδικών ψυχιάτρων και ψυχολόγων, οι οποίοι καλούνται να εξηγήσουν την ιδιαίτερη συμπεριφορά των εμπλεκομένων προσώπων στη δίκη.
Το θέμα συζητιέται σε έκταση στα συγγράμματα Phipson on Evidence 15th ed. στη σελίδα 924, Τhe Modern Law of Evidence Κεφ.17, σελ.453 του Adrian Keane 3rd ed. και Novel Psychological Evidence του Ian Freckelton. Από τη μελέτη της νομολογίας και των συγγραμμάτων, δεν εντοπίζουμε καθιέρωση γενικής αρχής για την αποδοχή ή απόρριψη από το Δικαστήριο μαρτυρίας η οποία προέρχεται από ειδήμονα ψυχίατρο ή ψυχολόγο. Η κάθε περίπτωση αποφασίζεται ανάλογα με τις ιδιαίτερες περιστάσεις της υπόθεσης, και ειδικότερα ερευνάται ο στόχος τέτοιας μαρτυρίας. Απαραβίαστη όμως είναι η αρχή πως η διακρίβωση των γεγονότων, η αξιολόγηση της μαρτυρίας και η τελική ετυμηγορία, περί ενοχής ή μη του κατηγορουμένου σε ποινική υπόθεση, ανήκει στο Δικαστήριο, και δε γίνεται ανεκτή καμιά εξωγενής επέμβαση σ’ αυτό το έργο.
Στην περίπτωση που εξετάζουμε, και όπως το ίδιο το κακουργιοδικείο ρητά αναφέρει στην απόφαση του στην περικοπή που παραθέτουμε πιο πάνω, η μαρτυρία της κας Παραδεισιώτου δόθηκε με μοναδικό σκοπό να βοηθηθεί το Δικαστήριο στην εξέταση του επί μέρους ζητήματος, της καθυστέρησης δηλαδή της Στέλλας να καταγγείλει αυτά που συνέβησαν εις βάρος της. Είναι γεγονός πως στη μαρτυρία της η κα Παραδεισιώτου εξετράπη από το συγκεκριμένο αυτό σκοπό, βεβαιώνοντας πως είχε την πεποίθηση ότι η Στέλλα έλεγε την αλήθεια και πως η ίδια ήταν πεπεισμένη ότι ο εφεσείων έκανε εις βάρος της Στέλλας, αυτά που η τελευταία του καταμαρτυρούσε.
Να σημειώσουμε πως η εκτροπή στη μαρτυρία της κας Παραδεισιώτου έγινε κατά τη διάρκεια της αντεξέτασης από το δικηγόρο του εφεσείοντα, που ήταν άλλος στο κακουργιοδικείο από το δικηγόρο που εμφανίζεται ενώπιον μας στην έφεση, και ήταν το αποτέλεσμα απαντήσεων της σε σχετικές ερωτήσεις που της υποβλήθηκαν. Ανεξάρτητα όμως από τον τρόπο που προκλήθηκαν οι απαντήσεις της κας Παραδεισιώτου, κρίνουμε πως το κακουργιοδικείο όφειλε να μην της επιτρέψει να επεκταθεί στη μαρτυρία της, έξω από το σκοπό για τον οποίο κλήθηκε να καταθέσει, και να καταγράψει επίσης στο πρακτικό την απόρριψη του μέρους της μαρτυρίας της, το οποίο αποτελούσε ανεπίτρεπτη επέμβαση στο έργο του Δικαστηρίου.
[*405]Ο δικηγόρος του εφεσείοντα διατείνεται επίσης πως, μολονότι το κακουργιοδικείο θεώρησε την κα Παραδεισιώτου ως απόλυτα αξιόπιστη μάρτυρα, για τις εξηγήσεις της πάνω στο ζήτημα της καθυστέρησης της καταγγελίας της υπόθεσης από την Στέλλα, εντούτοις το Δικαστήριο, καθώς υποστήριξε ο συνήγορος, πρέπει να επηρεάστηκε και από την υπόλοιπη μαρτυρία της, στην οποία εξέφρασε τη δική της βεβαιότητα για την ενοχή του εφεσείοντα.
Μας απασχόλησε πολύ το πιο πάνω ζήτημα. Διαβάζοντας όμως την απόφαση του κακουργιοδικείου, και ειδικότερα το σχετικό απόσπασμα που παραθέτουμε πιο πάνω, δε συμφωνούμε με την άποψη του δικηγόρου του εφεσείοντα. Είναι ρητή η δήλωση του κακουργιοδικείου πως δέχθηκε τη μαρτυρία της κας Παραδεισιώτου, την οποία έκρινε ως αξιόπιστη, με αναφορά μόνο στην εξήγηση που έδωσε ως ειδικός παιδοψυχίατρος για την καθυστέρηση της Στέλλας να αναφέρει στη θεία της αυτά για τα οποία κατηγορούσε τον εφεσείοντα. Επίσης σε σχετική παρατήρηση του κατά τη διάρκεια της μαρτυρίας της κας Παραδεισιώτου, το Δικαστήριο υπέδειξε πως η κρίση του, θα περιοριζόταν στον σκοπό για τον οποίο διδόταν η μαρτυρία της (βλ.σελ.282 των πρακτικών).
Πάνω στο ίδιο ζήτημα, για τις επιπτώσεις δηλαδή της μαρτυρίας της κας Παραδεισιώτου στην κρίση του Δικαστηρίου, ο δικηγόρος του εφεσείοντα είχε ακόμη ένα παράπονο, που προκύπτει από την άρνηση του κακουργιοδικείου να διατάξει τη Στέλλα να εξεταστεί και από ειδικό ψυχίατρο της επιλογής του, για να μπορέσει να δώσει τη δική του γνώμη πάνω στο ίδιο θέμα, για το οποίο κατέθεσε η κα Παραδεισιώτου, που είχε την ευκαιρία να μιλήσει με τη Στέλλα. Όταν υποβλήθηκε το αίτημα πρωτοδίκως, το Δικαστήριο ζήτησε από το δικηγόρο, να το στηρίξει νομικά, για να αποφανθεί αν είχε τέτοια εξουσία. Δε δόθηκε στο κακουργιοδικείο οποιαδήποτε βοήθεια από το δικηγόρο. Το αίτημα απορρίφθηκε, γιατί το Δικαστήριο έκρινε πως δεν είχε εκ του νόμου τέτοια εξουσία. Ο δικηγόρος του εφεσείοντα δέχθηκε εδώ πως το Δικαστήριο δεν είχε εξουσία να διατάξει τη Στέλλα να υποβληθεί σε ψυχιατρική εξέταση. Πρόσθεσε όμως πως η κατηγορούσα αρχή, ενεργούσα ως εκ καθήκοντος δίκαια έναντι του εφεσείοντα, θα έπρεπε να συναινέσει ώστε η Στέλλα να υποβληθεί στην εξέταση.
Έχουμε τη γνώμη πως η πιο πάνω εισήγηση βασίζεται σε νομική πλάνη. Η μάρτυρας-παραπονούμενη Στέλλα δεν ήταν τεκμήριο στην υπόθεση, για να παραδοθεί για εξέταση ή επισκόπηση από την υπερά[*406]σπιση. Η μαρτυρία της κας Παραδεισιώτου περιεχόταν στην κατάθεση της στην Αστυνομία, αντίγραφο της οποία δόθηκε στην υπεράσπιση. Το Δικαστήριο, και η κατηγορούσα αρχή, δεν είχαν καμιά εξουσία, θα λέγαμε καλύτερα δικαίωμα, το πρώτο να διατάξει και η δεύτερη να συναινέσει ώστε η Στέλλα, ή μάρτυρας σε δίκη γενικά, να υποβληθεί σε οποιοδήποτε είδος σωματικής ή ψυχολογικής εξέτασης. Κάτι τέτοιο θα συνιστούσε παραβίαση θεμελιώδους ατομικού δικαιώματος, του σεβασμού της ιδιωτικής του ζωής (άρθρο 15 του Συντάγματος). Μήτε όμως και η αρχή της δίκαιης δίκης, που διασφαλίζεται στο άρθρο 30 του Συντάγματος μας, δίδει στον κατηγορούμενο τέτοιο δικαίωμα, σαν αυτό που αξίωσε. Ειδικότερα, για το δικαίωμα κατηγορουμένου να καλεί και εξετάζει μάρτυρες, παραπέμπουμε στην έκδοση του Συμβουλίου της Ευρώπης με τον τίτλο «Article 6 of the European Convention of Human Rights. The right to a fair trial», όπου ο συγγραφέας Andrew Grotrian συνοψίζει τις αρχές, στη σελ.55 όπως καθιερώθηκαν στις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, στις οποίες γίνεται και παραπομπή. Στην ανάλυση των δικαιωμάτων αυτών, δεν περιλαμβάνεται αυτό που ζήτησε ο εφεσείων. Για τα καθήκοντα της κατηγορούσας αρχής έναντι του κατηγορουμένου, με σκοπό τη διασφάλιση δίκαιης δίκης, παραπέμπουμε επίσης στην πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Κορέλλης ν. Γενικού Εισαγγελέα (1998) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1718, και στην ενδιαφέρουσα απόφαση του Αγγλικού εφετείου στην υπόθεση R. v. Ward [1993] 2 All E.R. 577.
Διερωτήθηκε επίσης ο δικηγόρος του εφεσείοντα κατά πόσο ήταν φυσικό η Στέλλα να μιλήσει στη θεία της Ξένια αντί στους γονείς της. Η μαρτυρία όμως απέδειξε πως οι σχέσεις των γονιών της δεν ήταν καλές. Ο πατέρας κτυπούσε τη Στέλλα συχνά, το ίδιο και τη μητέρα της. Aναφέρθηκε επίσης πως ο πατέρας της διατηρούσε εξωσυζυγικές σχέσεις.
Η οικογένεια είχε προβλήματα, και για βοήθεια και στήριξη της αναμείχθηκε το γραφείο ευημερίας. Η θεία της Ξένια ήταν το προσφιλέστερο και πιο έμπιστο της πρόσωπο. Κάτω από αυτές τις περιστάσεις δεν αποκτά οποιαδήποτε σημασία το σχετικό επιχείρημα του δικηγόρου του εφεσείοντα. Νομίζουμε πως η απόφαση της Στέλλας να μιλήσει για πρώτη φορά στη θεία της ήταν φυσιολογική.
Έχουμε διαβάσει με προσοχή τη μαρτυρία της Στέλλας, κατά τη διάρκεια της οποίας υποβλήθηκε σε έντονη αντεξέταση. Η μαρτυ[*407]ρία της δεν κλονίστηκε. Μικροδιαφορές στις λεπτομέρειες, οι οποίες εσφαλμένα χαρακτηρίστηκαν ως αντιφάσεις, ήταν το φυσικό αποτέλεσμα της βασανιστικής αντεξέτασης. Να έχουμε υπόψη πως ήταν μόλις 12½ χρόνων όταν κατέθετε στο Δικαστήριο. Η μαρτυρία της είναι απόλυτα σύμφωνη με την κατάθεση που έχει δώσει στην Αστυνομία. Αν αυτά που έλεγε δεν ήταν αληθή, αλλά προϊόν δασκαλέματος, όπως εισηγήθηκε ο δικηγόρος του εφεσείοντα, θα αναμενόταν, και έτσι αποδεικνύει η δικαστική εμπειρία, να διαλυθεί στην αντεξέταση η προκατασκευασμένη μαρτυρία, όταν η ροή της με τις κατάλληλες ερωτήσεις εκτρεπόταν από το σενάριο. Να υποδείξουμε επίσης πως η μαρτυρία δεν αφορούσε σε ένα σύντομο επεισόδιο, για το οποίο θα μπορούσε να κατασκευαστεί εύκολα μια ανάλογα σύντομη ιστορία. Εδώ επρόκειτο για αριθμό περιστατικών με πολλές λεπτομέρειες, τις οποίες η Στέλλα επανέφερε στην κατάθεση της στην Αστυνομία και στη μαρτυρία της στο Δικαστήριο. Ορθά, κατά τη γνώμη μας, το Δικαστήριο αποδέκτηκε τη μαρτυρία της Στέλλας.
Η έφεση, κατά της καταδίκης, απορρίπτεται.
Θα συζητήσουμε τώρα την έφεση εναντίον της ποινής. Ο δικηγόρος υποστήριξε πως, λαμβάνοντας υπόψη τις προσωπικές περιστάσεις του εφεσείοντα, και τα γεγονότα της υπόθεσης, η ποινή των 8 ετών φυλάκισης για την πιο σοβαρή κατηγορία είναι όχι μόνο έκδηλα υπερβολική αλλά και εξουθενωτική.
Η ποινή της οκταετούς φυλάκισης επιβλήθηκε για το έγκλημα της απόπειρας παρά φύση ασέλγειας σε παιδί κάτω των 13 χρόνων. Αναφερόμαστε στα σχετικά γεγονότα στην απόφαση μας. Είναι, νομίζουμε, έκδηλη σε κάθε άνθρωπο η σοβαρότητα των αδικημάτων στα οποία βρέθηκε ένοχος ο εφεσείων. Ο νομοθέτης πρόβλεψε ποινή φυλάκισης μέχρι 14 χρόνια για το πιο πάνω έγκλημα. Μας προκαλεί αποστροφή η συμπεριφορά του εφεσείοντα, όχι μόνο για τις σεξουαλικές πράξεις στις οποίες υπέβαλε την παραπονούμενη, αλλά και η εν γένει διαγωγή του απέναντι της, γιατί χρησιμοποίησε τη Στέλλα ανάλγητα σαν σεξουαλικό σκεύος. Εκμεταλλεύτηκε προς τούτο τις συγγενικές και στενές φιλικές σχέσεις που είχε με την οικογένεια της, και, ακόμη χειρότερα, τη γνώση του πως υπήρχαν μεταξύ των γονιών της προβλήματα. Αντί, ως συγγενής και φίλος, να δείξει συμπάθεια και κατανόηση γι΄αυτή την κατάσταση, θεώρησε τη μικρή Στέλλα απροστάτευτη και κατά συνέπεια εύκολη περίπτωση για την ικανοποίηση των σεξουαλικών του ορμών. Κα[*408]τακριτέα ήταν και η προσπάθεια του στη δίκη, αλλά και ενώπιον μας, να δείξει πως η Στέλλα ήταν προχωρημένη, για την ηλικία της, στις σεξουαλικές γνώσεις. Παιδιά τρυφερής ηλικίας δεν έχουν ορθή, ή καθόλου, επίγνωση της σεξουαλικής λειτουργίας, γι’ αυτό και ο νόμος ορίζει συγκεκριμένη ηλικία, κάτω από την οποία θεωρείται αδίκημα η σεξουαλική τους παρενόχληση, γιατί δεν μπορούν να συναινέσουν σ’ αυτή.
Η εμπειρία της Στέλλας ήταν φοβερή. Θα έχει βεβαίως και τις ανάλογες συνέπειες για πολλά χρόνια ακόμη. Για να μην πούμε πως έχει ανεξίτηλα σημαδέψει τη ζωή της.
Η ποινή που επιβλήθηκε είναι αυστηρή. Όχι όμως έκδηλα υπερβολική, ώστε να προκαλέσει την επέμβαση μας. Δείχνει, πιστεύουμε, την τοποθέτηση του νομοθέτη σε τέτοιας φύσης αδικήματα, ικανοποιεί δε και το περί δικαίου αίσθημα της κοινωνίας μας, που αποστρέφεται και διαμαρτύρεται έντονα απέναντι σε τέτοια συμπεριφορά. Δεν είμαστε εναντίον αυστηρών ποινών, όπου βεβαίως τέτοια δικαιολογείται, ώστε να συμβάλουν τα Δικαστήρια στην προσπάθεια του τόπου μας για την εμπέδωση της νομιμότητας και ευταξίας, που κλονίζεται σοβαρά.
Η έφεση απορρίπτεται.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο