(2000) 2 ΑΑΔ 409
[*409]14 Ιουλίου, 2000
[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΚΑΛΛΗΣ, Δ/στές]
ΧΡΙΣΤΑΚΗΣ ΙΩΑΝΝΟΥ ΑΛΛΩΣ “ΤΙΤΟΣ”,
ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΥΡΙΑΚΙΔΗΣ,
Εφεσείοντες,
v.
ΔΗΜΟΚΡΑΤIΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινικές Εφέσεις Αρ. 6683, 6684)
Ποινή ― Διαφοροποίηση ― Οπλοκατοχή ― Κατοχή πυρομαχικών ― Καλλιέργεια φυτών κάνναβης ― Κατοχή φυτών κάνναβης ― Συναυτουργοί ― 1ος εφεσείων κρίθηκε ένοχος στα τρία πρώτα αδικήματα και ο 2ος εφεσείων στο αδίκημα της κατοχής των φυτών κάνναβης ― Η διαφορετικότητα της μαρτυρίας δικαιολογούσε τη διαφοροποίηση στη μεταχείριση των εφεσειόντων.
Απόδειξη ― Περιστατική μαρτυρία ― Είναι εξ ίσου ισχυρή με οποιαδήποτε άλλη μαρτυρία.
Απόδειξη ― Απόδειξη ενοχής κατηγορουμένου ― Δακτυλικά αποτυπώματα ― Δε συνάγεται κατ’ ανάγκη ότι το άτομο που άφησε αποτύπωμα στον τόπο του εγκλήματος είναι ο δράστης ― Η άρνηση ενοχής συναρτάται και εκτιμάται σε σχέση με τις συνθήκες κάτω από τις οποίες έγινε η επαφή με το αντικείμενο του εγκλήματος.
Εκδίκαση ποινικών υποθέσεων ― Μάρτυρες ― Κλήση μαρτύρων από την Κατηγορούσα Αρχή ― Δεν υπήρχε ομοιότητα της υπόθεσης αυτής με την υπόθεση Πέγκερος ν. Δημοκρατίας, όπου η παράλειψη της Κατηγορούσας Αρχής να καλέσει ανώτατο στέλεχος της Αστυνομίας να μαρτυρήσει, θεωρήθηκε μοιραία για την υπόθεση της Κατηγορίας.
Λέξεις και Φράσεις ― “Κατοχή” στον περί Πυροβόλων Όπλων Νόμο Αρ. 38/74 και στον περί Εκρηκτικών Υλών Νόμο, Κεφ. 54, όπως τροποποιήθηκε ― Δεν σημαίνει φυσική κατοχή ως προαπαιτούμενο για στήριξη [*410]καταδίκης.
Μετά από έρευνα στο σπίτι της αδελφής του εφεσείοντος 1 στη Λεμεσό, η Αστυνομία βρήκε 22 γλάστρες με 23 φυτά κάνναβης τοποθετημένα σε ειδικά διαρρυθμισμένο χώρο σε υπονοδωμάτιο. Βρέθηκαν επίσης τρία πιστόλια σε πλαστικό σακκούλι που ήταν κρυμμένο σε ερμάρι στο ίδιο δωμάτιο. Σε δύο από αυτά ήταν προσαρμοσμένος γεμιστήρας με αριθμό σφαιρών. Στο τρίτο πιστόλι ο γεμιστήρας βρισκόταν στη θέση του, αλλά ήταν άσφαιρος. Τα πυρομαχικά ήταν τοποθετημένα μέσα στο ίδιο ερμάρι σε πλαστικά κυρίως σακκούλια. Τα όπλα και πυρομαχικά ήταν διατηρημένα σε καλή κατάσταση και μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν. Τα αποτυπώματα των εφεσειόντων εντοπίστηκαν στον ανεμιστήρα και το λαμπτήρα που βρέθηκαν κοντά στα ναρκωτικά καθώς επίσης και στα πλακάζ και τις ασημόκολλες της κατασκευής που ήταν πάνω στο κρεβάτι και που είχε μέσα τα φυτά κάνναβης.
Η εκδοχή των εφεσειόντων ήταν γενικά ότι μπορεί να ήλθαν σε επαφή με τα αντικείμενα και κάποιοι άλλοι να τα μετέφεραν εκεί που βρέθηκαν. Ο εφεσείων 1 προσπάθησε να ενοχοποιήσει άτομο αραβικής καταγωγής, γνωστό ως Μάρκο, στον οποίο ο εφεσείων 1 είχε αρχικά ενοικιάσει δωμάτιο στο σπίτι της αδελφής του.
Οι δύο εφεσείοντες ήταν φίλοι και κουμπάροι. Το Κακουργιοδικείο βρήκε ένοχο τον εφεσείοντα 1) στα αδικήματα της οπλοκατοχής, κατοχής πυρομαχικών και καλλιέργειας 23 φυτών κάνναβης και του επέβαλε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 4 χρόνων στην 1η κατηγορία και 2 χρόνων σε κάθε μια από τις άλλες κατηγορίες. Ο εφεσείων 2 καταδικάστηκε σε διετή φυλάκιση για το αδίκημα της κατοχής φυτών κάνναβης. Απαλλάγηκε όμως κατά πλειοψηφία από τις υπόλοιπες κατηγορίες στη φάση της δίκης κατά την οποία ολοκληρώθηκε η προσαγωγή της μαρτυρίας της Κατηγορούσας Αρχής λόγω της μη θεμελίωσης εκ πρώτης όψεως υπόθεσης.
Το Κακουργιοδικείο κατέληξε στο συμπέρασμα ενοχής των εφεσειόντων στη βάση της μαρτυρίας της Κατηγορούσας Αρχής. Η μαρτυρία των εφεσειόντων είχε κριθεί εντελώς αναξιόπιστη και απορρίφθηκε.
Οι εφεσείοντες εισηγήθηκαν κατ’ έφεση ότι:
1. Η Κατηγορούσα Αρχή βάσισε την υπόθεσή της σε περιστατική μαρτυρία. Τέτοια μαρτυρία δεν αρκούσε για να στοιχειοθετηθούν οι κατηγορίες για τις οποίες καταδικάσθηκαν οι εφεσείοντες.
[*411]2. Το Κακουργιοδικείο υιοθέτησε αντιφατική προσέγγιση απέναντι στη μαρτυρία που αφορά τα αποτυπώματα με αποτέλεσμα η κρίση του να απολήξει σε δυσμενή μεταχείριση του εφεσείοντος 1.
3. Η αδελφή του εφεσείοντος 1, ως το κατ’ εξοχήν πρόσωπο που θα μπορούσε να διαφωτίσει το Δικαστήριο αναφορικά με τις συνθήκες τέλεσης των αδικημάτων, δεν κλήθηκε ως μάρτυς από την Κατηγορούσα Αρχή.
4. Το Κακουργιοδικείο λανθασμένα και αβάσιμα είχε συνδέσει καθαρτικό υλικό (τεκμ. 26) με τον καθαρισμό του παράνομου οπλισμού.
5. Η κατηγορία της καλλιέργειας των ναρκωτικών, εδράζετο σε πίθανολόγηση.
6. Έπρεπε να κληθεί εμπειρογνώμονας για τα φυτά κάνναβης και την κατασκευή που τα περιέβαλλε.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Η περιστατική μαρτυρία δεν θεωρείται υποδεέστερη οποιασδήποτε άλλης φύσεως απόδειξης. Και είναι δυνατό να αποτελέσει τη βάση και το πλαίσιο καταδικαστικής απόφασης χωρίς τη συνδρομή οποιουδήποτε άλλου αποδεικτικού στοιχείου. Το επιχείρημα ότι δεν υπήρχαν αποτυπώματα στις γλάστρες δε δημιουργεί αρνητική απόδειξη. Κατά μείζονα λόγο στην προκείμενη περίπτωση που υπήρχαν άλλα αποτυπώματα σε πολλά συνδεδεμένα αντικείμενα.
2. Η μαρτυρία που αφορούσε τον κάθε εφεσείοντα δεν ήταν η ίδια. Η διαφορετικότητά της δικαιολογούσε την απόφαση της πλειοψηφίας.
3. Δεν υπάρχει ομοιότητα της παρούσας υπόθεσης με την υπόθεση Πέγκερος ν. Δημοκρατίας, την οποία επικαλέσθηκαν οι εφεσείοντες για να υποστηρίξουν τον ισχυρισμό 3) ανωτέρω.
4. Δεν τεκμηριώθηκε η μομφή πως το Κακουργιοδικείο έκαμε αυθαίρετη και νομικά απαράδεκτη χρήση μαρτυρίας για να καταλήξει σε συμπέρασμα ενοχής.
5. Το Κακουργιοδικείο έδωσε ισχυρούς και πειστικούς λόγους για [*412]την απόρριψη της μαρτυρίας του εφεσείοντος 1 και του μάρτυρα του.
6. Η μαρτυρία εμπειρογνώμονα θα ήταν περιττή σχολαστικότητα. Τα στοιχεία για την καλλιέργεια των ναρκωτικών βοούσαν από μόνα τους.
7. Η φυσική κατοχή του αντικειμένου δεν αποτελεί προαπαιτούμενο για να στηρίξει καταδίκη για παράνομη κατοχή οπλισμού και εκρηκτικών υλών κατά παράβαση του περί Πυροβόλων Όπλων Νόμου Αρ. 38/74 και του περί Εκρηκτικών Υλών Νόμου, Κεφ. 54, όπως τροποποιήθηκε.
Οι εφέσεις απορρίφθηκαν.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Mixis v. Republic (1962) C.L.R. 111,
Chronias v. Police (1962) C.L.R. 304,
Σάββας ν. Δημοκρατίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 258,
Fournides v. Republic (1986) 2 C.L.R. 73,
Πέγκερος ν. Δημοκρατίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 143.
Εφέσεις εναντίον Καταδίκης.
Εφέσεις από τους κατηγορουμένους εναντίον της καταδίκης τους από το Κακουργιοδικείο Λεμεσού, (Παπαδοπούλου, Π.Ε.Δ., Χριστοδούλου, Α.Ε.Δ., και Λιάτσου,�Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 7306/97), ημερομηνίας 9/3/99, οι οποίοι βρέθηκαν ένοχοι, ο μεν κατηγορούμενος 1 σε τρείς κατηγορίες, για κατοχή πιστολιών χωρίς τη σχετική άδεια κατά παράβαση των Άρθρων 4(1)(2)(β) και 20 του περί Πυροβόλων Όπλων Νόμου 38/74 όπως τροποποιήθηκε (1η κατηγορία) και για κατοχή εκρηκτικών υλών, επίσης χωρίς τη σχετική άδεια, κατά παράβαση του Άρθρου 4(4)(δ) και 5(α)(β) του περί Εκρηκτικών Υλών Νόμου, Κεφ. 54, όπως τροποποιήθηκε (2η κατηγορία) και περαιτέρω και οι δύο κατηγορούμενοι σε κατηγορία καλλιέργειας φυτών κάνναβης κατά παράβαση των σχετικών Άρθρων του περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου 29/77 όπως αυτός τροποποιήθηκε (4η κατηγορία) και [*413]τους επιβλήθηκαν, στον μεν κατηγορούμενο 1 συντρέχουσες ποινές φυλάκισης τεσσάρων και δύο χρόνων, στον δε κατηγορούμενο 2 ποινή φυλάκισης δύο χρόνων.
Ε. Ευσταθίου με Δ. Θεοδώρου, για τον Εφεσείοντα στην Έφεση Αρ. 6683.
Γ. Λουϊζίδης, για τον Εφεσείοντα στην Έφεση Αρ. 6684.
Ε. Ζαχαριάδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Σ. Νικήτας.
ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ: Οι εφεσείοντες αντιμετώπισαν κοινό κατηγορητήριο από 5 κατηγορίες, οι οποίες διατυπώθηκαν στο πλαίσιο των διατάξεων του άρθρ. 20 του Ποινικού Κώδικα. Οι διατάξεις αυτές προσδιορίζουν τις περιπτώσεις όπου υπάρχει συναυτουργία στη διάπραξη ενός εγκλήματος. Ύστερα από μακρά ακροαματική διαδικασία, το Μόνιμο Κακουργιοδικείο, που δίκασε την υπόθεση, βρήκε, κατά πλειοψηφία, το Χριστάκη Ιωάννου άλλως “Τίτο” από τη Λεμεσό (που θα αποκαλούμε στο εξής εφεσείοντα 1) ένοχο στις 3 κατηγορίες.
Η 1η κατηγορία αφορούσε οπλοκατοχή (3 πιστόλια διαφορετικής κατασκευής και διαμετρήματος). Και η δεύτερη, κατοχή πυρομαχικών (183 σφαίρες διαφορετικού, πάλιν, διαμετρήματος). Αθωώθηκε όμως σε δύο κατηγορίες κατοχής φυτών κάνναβης (αρ. κατηγοριών 3 και 5). Ο δικηγόρος του υπέβαλε εισήγηση, που έγινε δεκτή από το δικαστήριο, ότι δεν αποδείχθηκε σε σχέση με αυτές εκ πρώτης όψεως υπόθεση. Ωστόσο, καταδικάστηκε στην 4η κατηγορία για καλλιέργεια 23 φυτών κάνναβης. Του επιβλήθηκαν συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 4 χρόνων στην 1η κατηγορία και 2 χρόνων σε κάθε μια από τις άλλες κατηγορίες στις οποίες βρέθηκε ένοχος.
Ο εφεσείων (στην έφεση αρ. 6684) είναι ο Ανδρέας Κυριακίδης, επίσης από τη Λεμεσό, στον οποίο θα αναφερόμαστε ως εφεσείοντα 2. Είναι φίλος και κουμπάρος του 1ου. Χρήσιμο είναι να λεχθεί [*414]ότι κλήθηκε σε απολογία μόνο στην 4η κατηγορία. Το δικαστήριο πείσθηκε επίσης για την ενοχή του σε αυτήν, έξω από κάθε λογική αμφιβολία. Και τον τιμώρησε με διετή φυλάκιση. Τον απάλλαξε όμως από τις υπόλοιπες στη φάση της δίκης κατά την οποία ολοκληρώθηκε η προσαγωγή της μαρτυρίας της Κατηγορούσης Αρχής. Αφού το Δικαστήριο συμφώνησε με την εισήγηση του δικηγόρου του πως δε θεμελιώθηκε για τις κατηγορίες εκείνες εκ πρώτης όψεως υπόθεση.
Τα φυτά, όπως και ο οπλισμός, βρέθηκαν από την Αστυνομία στο ισόγειο της διώροφης οικοδομής της οδού Κασταλίας αρ. 10 στη Λεμεσό. Στο σπίτι αυτό ζούσε μόνη η ιδιοκτήτρια της οικοδομής Μαρίνα Ιωάννου, αδελφή του 1ου εφεσείοντα. Θα αναφερόμαστε σ’ αυτήν στο εξής με το μικρό της όνομα. Το ανώγειο ήταν επίσης κατοικία. Είχε ενοικιαστεί στο Γεώργιο Χ”Στυλλή (Μ.Κ.15), που ζούσε εκεί για αρκετά χρόνια πριν την επίσκεψη της Αστυνομίας. Τη συμφωνία ενοικίασης διαπραγματεύθηκε και έκλεισε ο εφεσείων 1 για λογαριασμό της αδελφής του.
Υπάρχει, από διάφορες πλευρές, μαρτυρία - και από τον ίδιο τον εφεσείοντα 1 - πως η Μαρίνα έχει πρόβλημα επικοινωνίας. Δυσκολεύεται να συνεννοηθεί, όπως διαπιστώθηκε από όσους τη συνάντησαν. Φαίνεται πως έχει κάποιο πρόβλημα διανοητικής επάρκειας. Η πρωτόδικη απόφαση παρατηρεί σχετικά, στηριζόμενη και στη μαρτυρία του εφεσείοντα 1, ότι η Μαρίνα είναι “υπό την παρακολούθηση του Γραφείου Ευημερίας, γιαυτό άλλωστε όταν της λήφθηκε κατάθεση παρίστατο Λειτουργός του Γραφείου Ευημερίας”.
Ουσιαστικά ο εφεσείων 1 ήταν ο προστάτης της αδελφής του. Προφανώς λόγω της κατάστασης της. Περνούσε σχεδόν καθημερινά από το σπίτι της για να τη φροντίζει. Αυτή ήταν και η μαρτυρία του. Χειριζόταν επίσης τις υποθέσεις της, βασικά την ενοικίαση της οικοδομής και των βοηθητικών της χώρων. Ορισμένες φορές, όταν πήγαινε στη Μαρίνα, τον συνόδευε και ο εφεσείων 2. Υπάρχει μαρτυρία γιαυτό από το Μ.Κ.15. Κάποτε τους έβλεπε να επισκέπτονται μαζί το σπίτι. Αυτό συνεχιζόταν και μέχρι τον Ιανουάριο του 1997, που είναι, κατά το κατηγορητήριο, ο χρόνος τέλεσης των αδικημάτων. Άλλωστε το παραδέχονται και οι ίδιοι.
Η Αστυνομία διενήργησε την έρευνα στις 31/1/97, στην παρουσία της Μαρίνας, η οποία έδωσε και τη συγκατάθεση της. Πρέπει να λεχθεί ότι δεν αμφισβητήθηκε ποτέ η νομιμότητα της έρευνας και η [*415]ανεύρεση των παράνομων αντικειμένων, που αφορούσαν όλες τις κατηγορίες.
Οι 22 γλάστρες με τα 23 φυτά κάνναβης (από τα οποία δεν είχε αφαιρεθεί η ρητίνη) ήταν τοποθετημένα πάνω σε κρεβάτι υπνοδωματίου, σε χώρο που διαρρυθμίστηκε ειδικά για το σκοπό αυτό με τη χρήση πλακάζ, ασημόχαρτου, βίδων και άλλων υλικών. Το κατασκεύασμα ήταν στερεωμένο στο κρεβάτι και επίσης στο πάτωμα. Μας το περιγράφει παραστατικά η απόφαση του Κακουργιοδικείου:
“Οι γλάστρες με τα φυτά ήσαν τοποθετημένες πάνω σε ορθογώνιο πλακάζ (τεκ. 61) στο οποίο υπήρχε νάϋλο (Τεκ. 55) και το οποίο πλακάζ βρισκόταν πάνω σε κρεβάτι. Το κρεβάτι ήταν περιτριγυρισμένο από 4 πλακάζ, δύο εκ των οποίων διέθεταν σταντ που τα στήριζε στο δάπεδο (Τεκ. 57, 58) ενώ τα άλλα δύο στηρίζονταν στο κρεβάτι (Τεκ. 59, 60).
Η εσωτερική επιφάνεια των πλακάζ ήταν καλυμμένη με ασημόκολλες (Τεκ. 56) επικολλημένες με αυτοκόλλητη ταινία. Πάνω από τον ειδικά αυτό διαμορφωμένο χώρο αιωρείτο θερμαντικός λαμπτήρας μέσα σε μεταλλικό πλαίσιο (Τεκ. 51) στερεωμένος σε σωλήνα (Τεκ. 62) με γάντζους (Τεκ. 63) και αλυσίδες (Τεκ. 64). Υπήρχε επίσης ανεμιστήρας γυρτός προς το εσωτερικό μέρος της κατασκευής (Τεκ. 65). Τόσο ο λαμπτήρας όσο και ο ανεμιστήρας ήταν σε λειτουργία και ενωμένοι με χρονοδιακόπτες (Τεκ. 49, 50). (Σχετικές είναι οι φωτογραφίες 10-18 Τεκ. 4)”
Ζωντανότερη εικόνα δίνουν οι φωτογραφίες-τεκμήρια, που πήρε η Αστυνομία.
Τα τρία πιστόλια βρέθηκαν από την Αστυνομία σε πλαστικό σακκούλι (τεκμ. 5), που ήταν κρυμμένο σε ερμάρι στο ίδιο δωμάτιο. Σε δύο από αυτά ήταν προσαρμοσμένος γεμιστήρας με αριθμό σφαιρών. Στο τρίτο πιστόλι (μάρκας Μακάροφ) ο γεμιστήρας βρισκόταν στη θέση του, αλλά ήταν άσφαιρος. Τα άλλα πυρομαχικά ήταν τοποθετημένα μέσα στο ίδιο ερμάρι σε πλαστικά κυρίως σακκούλια. Αποτελούν, όλα αυτά, το αντικείμενο των κατηγοριών 1 και 2. Η αστυνομική μαρτυρία ήταν - και αναφορικά με τα θέματα αυτά - αναντίλεκτη. Εξάλλου έγινε παραδοχή για την εύρεση των τεκμηρίων 5 έως 65, που εγκρίθηκε από το δικάσαν δικαστήριο, για τους [*416]σκοπούς του περί Αποδείξεως (Τροποποιητικού) Νόμου αρ. 86/86. Η βαλλιστική εξέταση, που έγινε αργότερα από εμπειρογνώμονα της Αστυνομίας, έδειξε πως τα όπλα και πυρομαχικά ήταν διατηρημένα σε καλή κατάσταση και μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν.
Μέσα στο τεκμ. 5, δηλαδή, το σακκούλι με τον οπλισμό, ανευρέθηκε επίσης κουτί με υλικό για τον καθαρισμό όπλων (τεκμ. 26). Είναι σημαντικό να λεχθεί ότι στην εσωτερική επιφάνεια του εντοπίστηκε δακτυλικό αποτύπωμα, που ανήκει στον εφεσείοντα 1, όπως διαπίστωσε ο δακτυλοσκόπος της Αστυνομίας. Ο μάρτυρας δεν ήταν σε θέση να διαφωτίσει το δικαστήριο για το καθάρισμα ποίου τύπου όπλισμού ήταν κατάλληλο το υλικό που βρέθηκε στο τεκμ. 26. Δεν τον είχε απασχολήσει το ζήτημα αυτό. Δεν το ερεύνησε. Ο ίδιος ο μάρτυς ανεύρε, φωτογράφησε και σύγκρινε με τα κατάλληλα δείγματα και σωρεία άλλων αποτυπωμάτων που, κατά τη γνώμη του, ανήκαν είτε στον ένα είτε στον άλλο εφεσείοντα. Εντοπίστηκαν στα πλακάζ και τις ασημόκολλες της κατασκευής που ήταν πάνω στο κρεβάτι και που είχε μέσα τα φυτά κάνναβης. Επισημαίνεται ότι στον ανεμιστήρα και το λαμπτήρα υπήρχαν αποτυπώματα του 1ου και 2ου εφεσείοντα αντίστοιχα. Καμιά, πάλιν, αμφισβήτηση αναφορικά με την προέλευση τους.
Η έννοια του όρου “κατοχή”, από τη νομική της σκοπιά, προβλημάτισε το δικαστήριο. Όπως και την Υπεράσπιση που έδωσε βάρος στη φυσική επαφή με τα αντικείμενα ως συστατικού της κατοχής. Το αδίκημα δημιουργεί το άρθρ. 4(1) (2)(β) του περί Πυροβόλων Όπλων Νόμου αρ. 38/74.
Το Κακουργιοδικείο υιοθέτησε την περικοπή από τον Archbold, έκδοση 1994, reissue, παραγ. 24-5, που αφορά παρόμοιες διατάξεις της αγγλικής νομοθεσίας (Firearms Act 1968, άρθρ. 1). Παραθέτουμε την ίδια περικοπή, αλλά από την έκδοση 1998, σελ. 1799, παραγ. 24-6:
“Τhe purpose of section 1 is to regulate and license not only those who keep firearms where they live but also those who have them under their control; for example, where an owner keeps his firearm (s) at the home of a relative for safe custody. An owner might not have physical possession of the firearms, but may still possess them for the purposes of section 1: Sullivan v. Earl of Caithness (1976) Q.B. 966, 62 Cr. App. R. 105, D.C.; Hall v. Cotton and Treadwell (1987) Q.B. 504, 83 Cr. App. R. 257, D.C. [*417]In the latter case, the court held that the concept of possession embraced both proprietary and custodial possession, and so on the particular facts of that case (see post, &24-88) both the owner and the temporary recipient of the shot guns were held to be in possession for the purposes of the Act.”
Δεν είναι διαφορετική η αντιμετώπιση του θέματος από την κυπριακή δικαιοσύνη. Η έννοια της κατοχής είναι αρκετά ευρεία για να καλύψει τις περιπτώσεις φύλαξης οπλισμού σε υποστατικό τρίτου εφόσον ο κατηγορούμενος διατηρεί τον έλεγχο του. Η φυσική κατοχή του αντικειμένου δεν αποτελεί προαπαιτούμενο για να στηρίξει καταδίκη. Είναι μέσα σε αυτό το πνεύμα που αποφασίστηκε και η υπόθεση Mixis v. Republic (1962) C.L.R. 111. Ο εφεσείων, του οποίου η καταδίκη για κατοχή πιστολιού επικυρώθηκε, το φύλαγε στο σπίτι τρίτου προσώπου: Βλ. επίσης Chronias v. Police (1962) C.L.R. 304.
Το εννοιολογικό πλαίσιο του όρου “κατοχή”, που έχουμε διαγράψει, βρίσκει και νομοθετικό έρεισμα στις διατάξεις του εδ. 5 του άρθρ. 4 του περί Εκρηκτικών Υλών Νόμου, Κεφ. 54, όπως τροποποιήθηκε. Το άρθρο αυτό, που αφορά τη 2η κατηγορία, καθιστά ένοχο παράνομης κατοχής εκρηκτικών υλών, μεταξύ άλλων, οποιοδήποτε πρόσωπο τις “έχει στην κατοχή του” χωρίς άδεια (άρθρ. 4(4) (δ) του νόμου). Η παραπάνω φράση για τους σκοπούς του εδ. 4:
“περιλαμβάνει όχι μόνο το να έχει στη δική του προσωπική κατοχή, αλλά επίσης και να έχει εν γνώσει του στην πραγματική κατοχή ή φύλαξη οποιουδήποτε άλλου προσώπου, ή να έχει οτιδήποτε σε οποιοδήποτε τόπο (είτε που ανήκει σε ή κατέχεται από κάποιο ή όχι) για τη χρήση ή το όφελος κάποιου ή οποιουδήποτε άλλου προσώπου..........................”
Οι συνήγοροι, ιδιαίτερα ο κ. Λουϊζίδης, αναφέρθηκαν στην περιστατική φύση της μαρτυρίας στην οποία, ομολογουμένως, βάσισε η Κατηγορούσα Αρχή την υπόθεση της. Και υποστήριξαν ότι δεν αρκούσε τέτοια μαρτυρία για να στοιχειοθετηθούν οι κατηγορίες για τις οποίες καταδικάστηκαν οι εφεσείοντες. Ενόψει μάλιστα και των (όψιμων) εξηγήσεων που έδωσαν στη διάρκεια της μαρτυρίας τους στο Κακουργιοδικείο, αναφορικά με τα αποτυπώματα τους, που βρέθηκαν στα διάφορα αντικείμενα, όπως προεκτέθηκε.
[*418]Κοινολεκτούμε νομικά, αλλά πρέπει να αποσαφηνιστεί ότι η περιστατική μαρτυρία δε θεωρείται υποδεέστερη οποιασδήποτε άλλης φύσεως απόδειξης. Και είναι δυνατό να αποτελέσει τη βάση και το πλαίσιο καταδικαστικής απόφασης χωρίς τη συνδρομή οποιουδήποτε άλλου αποδεικτικού στοιχείου. Στη Σάββας ν. Δημοκρατίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 258, 260, έχει λεχθεί ότι:
“Αναγνώριση μέσω δακτυλικών αποτυπωμάτων από εμπειρογνώμονες σ’ αυτά είναι επιτρεπτή και δυνατό να είναι αρκετή για να θεμελιώσει καταδίκη παρόλο ότι αποτελεί τη μόνη μαρτυρία αναγνώρισης.”
Κλασσική περίπτωση καταδίκης βασισμένη στα συμπαρομαρτούντα στοιχεία είναι η υπόθεση Fournides v. Republic (1986) 2 C.L.R. 73. Σημασία έχει το σχόλιο στη σελ. 78:
“The conviction of the appellant was based on circumstantial evidence. The feature that distinguishes such evidence from direct evidence is that though individual parts of it are not in themselves conclusive of the guilt of the accused, this may be the cumulative effect of pieces of circumstantial evidence strung together; provided always its causative effect is incompatible with any basis other than that of guilt of the accused.
The circumstantial evidence in this case leads inexorably to the guilt of the appellant.”
Θεωρείται ότι σε ορισμένες περιπτώσεις η περιστατική μαρτυρία είναι πιο ασφαλής απόδειξη γιατί δεν είναι εύκολα επιδεκτική πλάνης. Παραπέμπουμε στο κλασσικό έργο των Wills on “Circumstantial Evidence” σελ. 19 και Βest on “Evidence” 12η έκδοση σελ. 265.
Ερχόμαστε στη δακτυλοσκοπική απόδειξη. Η αξία της δεν αμφισβητείται. Υπόκειται όμως, όπως και κάθε άλλη μαρτυρία, στην εκτίμηση του δικαστή. Αποτύπωμα στον τόπο του εγκλήματος σημαίνει ότι το πρόσωπο που το άφησε ήλθε σε επαφή με το αντικείμενο αυτό. Δε συνάγεται όμως κατ’ ανάγκη ότι είναι ο δράστης του εγκλήματος. Η άρνηση ενοχής συναρτάται και εκτιμάται σε σχέση με τις συνθήκες κάτω από τις οποίες έγινε η επαφή.
Η Υπεράσπιση των εφεσειόντων συσχετίστηκε, όπως ήταν άλλωστε φυσικό, με την ανεύρεση των αποτυπωμάτων τους. Στην [*419]ένορκη κατάθεση τους στο δικαστήριο έδωσαν για πρώτη φορά εξήγηση για το γεγονός αυτό. Ισχυρίστηκαν εντούτοις ότι ήταν η πρώτη ευκαιρία που τους δόθηκε. Η Αστυνομία δε διερεύνησε το ζήτημα όταν τους πήρε ανακριτικές καταθέσεις. Η δικαιολογία που έδωσαν, για την εναπόθεση των αποτυπωμάτων τους, ήταν ουσιαστικά η ίδια.
Ο εφεσείων 1 συνελήφθη από την Αστυνομία το βράδυ της 31/1/97. Ο 2ος την επομένη. Ο 1ος είπε ότι την Κυριακή, πριν τη σύλληψη του, επιστρέφοντας από κυνηγετική εξόρμηση με το 2ο, πέρασε, όπως το συνήθιζε, από το σπίτι της Μαρίνας. Δεν ήθελε να τον βλέπουν τα παιδιά του όταν αποσυναρμολογούσε τα κυνηγετικά όπλα για να τα καθαρίσει. Όταν έφτασε στο σπίτι, προσπάθησε να σταθμεύσει το αυτοκίνητο του μέσα στο γκαράζ, αλλά τον εμπόδιζαν τα πλακάζ που υπήρχαν εκεί. Ένα μάλιστα το έριξαν κάτω οι σκύλοι του. Έπεσαν μαζί και οι ασημόκολλες που ήταν πάνω στα πλακάζ χωρίς να είναι στερεωμένες. Βοηθούμενος από το 2ο τα έπιασαν, όπως και τις ασημόκολλες, και τα έβαλαν στη θέση τους. Θα υπομνήσουμε ότι βρέθηκαν αποτυπώματα και στον ανεμιστήρα (τεκμ. 65). Η δικαιολογία του ήταν ότι χρησιμοποιούσε τον ανεμιστήρα το καλοκαίρι όταν πήγαινε στης αδελφής του.
Παρεμβάλλουμε εδώ την ιστορία του 2ου, που στην ένορκη κατάθεση του είπε ότι, εκτός από τα πλακάζ και τις ασημόκολλες, που παραμέρισαν μαζί με τον 1ο, και μερικά κιβώτια εμπόδιζαν τη στάθμευση του οχήματος. Από ένα προεξείχε αντικείμενο που έμοιαζε με το θερμαντικό λαμπτήρα (τεκμ. 51). Του έκαμε εντύπωση - έτσι είπε - τον πήρε στα χέρια του και τον περιεργάστηκε.
Ο εφεσείων 1 υπέθεσε - αυτή είναι η μαρτυρία του - ότι τα πλακάζ κ.λ.π., τοποθετήθηκαν στο γκαράζ από κάποιο αλλοδαπό ελαιοχρωματιστή, αραβικής καταγωγής, ονομαζόμενο Μαρουάν, που ήταν γνωστός ως Μάρκος, στον οποίο ανήκαν τα υλικά αυτά. Ο ίδιος του είχε ενοικιάσει αρχικά δωμάτιο στο σπίτι της Μαρίνας. Μετέπειτα η ίδια, χωρίς την επέμβαση του, διευθετούσε απευθείας με το Μάρκο τα της ενοικίασης του δωματίου. Η Μαρίνα δεν είχε πρόσβαση σε αυτό γιατί ο Μάρκος το κλείδωνε. Η ενέργεια του Μάρκου να βάλει τα πλακάζ στο γκαράζ τον είχε τότε εκνευρίσει σε σημείο που του έστειλε μήνυμα με την αδελφή του.
Για το καθαρτικό υλικό (τεκμ. 26) η εκδοχή του ήταν ότι το χάρισε στο Μάρκο, την Κυριακή που προηγήθηκε της σύλληψης του. [*420]Ο τελευταίος του το ζήτησε για να το δώσει με τη σειρά του στον αδελφό του, που είναι αστυνομικός, προφανώς στη χώρα τους. Ο εφεσείων 1 έσπευσε μάλιστα να προσθέσει ότι είχε άλλο καθαρτικό για τα όπλα του.
Ο εφεσείων 1 κάλεσε δυο μάρτυρες. Ο Μ.Υ.3 είναι έμπορος κυνηγετικών ειδών. Έχει κατάστημα στη Λεμεσό. Διέθετε στο κατάστημα του πιστόλια όπως εκείνο του εφεσείοντα που ήταν κατάλληλο για την εκπαίδευση κυνηγετικών σκύλων. Και επίσης καθαρτικό, όπως το τεμ. 26, για τέτοια πιστόλια. Δεν γνώριζε ωστόσο αν το καθαρτικό αυτό μπορούσε να χρησιμεύσει για άλλους τύπους πιστολιών.
Όπως πρέπει να έγινε φανερό, ο εφεσείων 1 προσπάθησε να ενοχοποιήσει το Μάρκο για τα αδικήματα για τα οποία καταδικάστηκαν οι εφεσείοντες. Προς την κατεύθυνση αυτή έδωσε μαρτυρία ο τρίτος και τελευταίος μάρτυρας του, ο Μ. Μπερνέζ, ο οποίος ήταν πρώην υπάλληλος στο γραφείο ταξί που διατηρούσε ο εφεσείων 1. Ας σημειωθεί ότι ο μάρτυς καταδικάστηκε σε 2 1/2 χρόνια φυλάκιση για ναρκωτικά. Το Μάρκο, ο Μ. Μπερνέζ, σύμφωνα με τη μαρτυρία του, το γνώρισε το 1996. Ο Μάρκος, που έμαθε από την τηλεόραση ότι καταδικάστηκε για ναρκωτικά, του ζήτησε να τον προμηθεύσει με σπόρους κάνναβης και σε αντάλλαγμα να του δώσει μέρος της εσοδείας για δική του χρήση. Όντως, τον προμήθευσε με σπόρους, κοινώς κανναούρι, που πωλείται στην αγορά ως τροφή πουλιών. Εξήγησε συνάμα στο Μάρκο ότι πολλοί τέτοιοι σπόροι μπορεί να βλαστήσουν. Ο μάρτυς αυτός ισχυρίστηκε, τέλος, ότι κατατόπισε τον εφεσείοντα 1 για το συμβάν, όταν ήταν και οι δυο στις φυλακές.
Η Υπεράσπιση του εφεσείοντα 2 συγχρωτίζεται, όπως είδαμε, με εκείνη του 1ου, δηλαδή, ότι η εναπόθεση των αποτυπωμάτων στα πλακάζ, ασημόκολλες και το λαμπτήρα ήταν συμπτωματική χωρίς να τον εμπλέκει στη διάπραξη του αδικήματος. Δεν ήταν όμως σε θέση να θυμηθεί πού είδε το νάϋλον σακκουλάκι τεκμ. 46, το οποίο βρέθηκε μαζί με τα άλλα πλαστικά σακκούλια, που αποτελούν το τεκμ. 107, και το οποίο έφερε αποτύπωμα του. Τα τεκμήρια αυτά βρέθηκαν στο ερμάρι του υπνοδωματίου που φυλαγόταν ο οπλισμός με τις σφαίρες. Θα υπομνήσουμε ότι ο εφεσείων 2 κλήθηκε σε απολογία μόνο στην 4η κατηγορία. Αναφερόμαστε όμως στη μαρτυρία διότι σε αυτή στηρίχθηκε μια από τις κύριες εισηγήσεις του δικηγόρου του εφεσείοντα 1.
[*421]
Το Κακουργιοδικείο προέβη σε προσεκτική εκτίμηση του μαρτυρικού υλικού, που ανέλυσε με όση λεπτομέρεια ήταν απαραίτητη. Αποδέχτηκε δε στην ολότητα της τη μαρτυρία της Κατηγορούσης Αρχής, παρατηρώντας πως έμεινε κατά βάση αδιαφιλονίκητη. Και ότι είναι στη βάση αυτής της μαρτυρίας που χαράκτηκε η γραμμή υπεράσπισης και των δύο εφεσειόντων. Όσο για τη μαρτυρία τους, τη βρήκε εντελώς αναξιόπιστη και την απέρριψε.
Είναι χαρακτηριστικό το παρακάτω απόσπασμα που σχολιάζει την ποιότητα της μαρτυρίας του εφεσείοντα 1 και του μάρτυρα του Μ. Μπερνέζ:
“Με αφετηρία λοιπόν γεγονότα που δεν μπορούσαν να αρνηθούν έδωσαν εξηγήσεις που δεν μπορούν να αντέξουν στη βάσανο της λογικής.
Ο 1ος κατηγορούμενος καταθέτοντας ήταν έτοιμος στο κάθε τι να δώσει εξήγηση. Από τις απαντήσεις του όμως στα επουσιώδη στα οποία έλεγε την αλήθεια διαφαίνεται το επίπλαστο της θέσης του για εκείνα που θεωρούσε να είναι ενοχοποιητικά για τον εαυτό του.
...........................................................................................................
.............Θα θέλαμε όμως να προσθέσουμε ότι παρακολουθώντας τον ΜΥ2 δεν έχουμε αμφιβολία ότι έλεγε ψέματα και κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες δεν θα μπορούσε να γίνει δεκτή η μαρτυρία του. Ούτε σε κινηματογραφική ταινία δεν θα συνέβαινε κάποιος που ενδιαφέρεται να καλλιεργήσει ναρκωτικά να εντοπίζει πρόσωπα, που θα προσεγγίσει από την τηλεόραση να τα πλησιάζει, να τους ζητά σπόρους και σ’ αντάλλαγμα προτείνει μέρος της συγκομιδής. Οι σχέσεις του με τον κατηγορούμενο 1 είναι που τον ώθησαν να καταθέσει ψέματα στο Δικαστήριο.”
Αξίζει να σημειωθεί εδώ η κρίση του δικαστηρίου για το 2ο.
“Σ’ ό,τι αφορά τον κατηγορούμενο αρ. 2 ούτε αυτός δεν μπόρεσε να αφήσει καλύτερη εικόνα στο Δικαστήριο. Πέρα από την πτωχή εντύπωση που άφησε προσπάθησε να προσθέσει, αδέξια βέβαια, στα όσα άγγιξε έξω από το σπίτι και το λαμπτήρα, Τεκ. 51. Θέλησε μάλιστα στο Δικαστήριο να τον περιεργαστεί από κοντά για να πει τελικά ότι εκείνο που άγγιξε μοιάζει με αυτό αλλά δεν [*422]είναι σίγουρος. Ούτε αυτού τη μαρτυρία τη δεχόμαστε. Αποτελεί επίσης απέλπιδα προσπάθεια να δικαιολογήσει τον τρόπο με τον οποίο τα αποτυπώματα του αφέθηκαν στα συγκεκριμένα αντικείμενα.”
Θα συνοψίσουμε τώρα, διαδοχικά, τις εισηγήσεις των δικηγόρων. Η πρώτη εισήγηση του εφεσείοντα 1 είναι ότι το Κακουργιοδικείο υιοθέτησε αντιφατική προσέγγιση απέναντι στη μαρτυρία. Η θεώρηση αυτή το οδήγησε σε απαλλαγή του 2ου εφεσείοντα στις κατηγορίες 1, 2 και 3, ενώ δεν είχε το ίδιο αποτέλεσμα για τον ίδιο. Τη μαρτυρία, που αφορά στα αποτυπώματα, την έχουμε προσδιορίσει πιο πάνω. Σε τελική ανάλυση, κατά την ίδια εισήγηση, η κρίση του δικαστηρίου απέληξε σε δυσμενή μεταχείριση του 1ου. Ο δικηγόρος του μας παρέπεμψε στη μειοψηφείσασα γνώμη, σύμφωνα με την οποία δεν έπρεπε να κληθεί σε απολογία σε αυτές τις κατηγορίες ούτε και ο 1ος εφεσείων. Και μας κάλεσε να την ακολουθήσουμε ως ορθή, προσθέτοντας ότι ο 1ος καταδικάστηκε ουσιαστικά με βάση τη μαρτυρία που ο ίδιος έδωσε, αφού κλήθηκε σε απολογία.
Μια άλλη, συναφής θα λέγαμε, εισήγηση είναι ότι το Κακουργιοδικείο λανθασμένα και αβάσιμα είχε συνδέσει το τεκμ. 26 με τον καθαρισμό του παράνομου οπλισμού. Περαιτέρω βασίστηκε στις προφορικές δηλώσεις της Μαρίνας προς την Αστυνομία που ενοχοποιούσαν τους εφεσείοντες. Λάθος ήταν και το συμπέρασμα της πρωτόδικης απόφασης ότι ο 1ος είχε ελεύθερη πρόσβαση στο σπίτι. Το επιχείρημα βασίστηκε και στο άρθρ. 20 του περί Πυροβόλων Όπλων Νόμου του 1974 (αρ. 38/74). Σε περίπτωση ανεύρεσης όπλου σε υποστατικά, η διάταξη αυτή δημιουργεί μαχητό τεκμήριο ότι ο κάτοχος τους έχει “την κατοχήν, φύλαξιν ή έλεγχον” τέτοιου όπλου. Δεν υπήρξε μαρτυρία που θα μπορούσε να εκτοπίσει το τεκμήριο του άρθρ. 20 καθώς και μαρτυρία που να υποστηρίζει, όπως βρήκε το πρωτόδικο Δικαστήριο, πως ο 1ος είχε πράγματι ελεύθερη πρόσβαση στο σπίτι μέσα στην έννοια του νόμου. Πέραν τούτου, η παρουσία αποτυπώματος στο καθαρτικό δεν ήταν ικανοποιητικό στοιχείο για να συνδέσει τον εφεσείοντα με τα όπλα.
Οι δύο συνήγοροι άφησαν σαφείς αιχμές για εμπλοκή της Μαρίνας που συνάγεται, όπως υπέβαλε ο κ. Ευσταθίου, από τις αρχικές αντιδράσεις της όταν επέδραμε στο σπίτι η Αστυνομία, καθώς και τα αποτυπώματα της στα διάφορα αντικείμενα. Η Κατηγορούσα Αρχή δεν κάλεσε τη Μαρίνα ως μάρτυρα για να δώσει εξηγήσεις. Παρόμοια παράλειψη, να κληθεί από την Κατηγορούσα Αρχή [*423]ουσιαστικός μάρτυς της υπόθεσης, οδήγησε σε αθώωση του εφεσείοντα στην υπόθεση Πέγκερος ν. Δημοκρατίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 143. Γιατί κρίθηκε πως το Δικαστήριο στερήθηκε ουσιώδους μαρτυρίας που μπορούσε να δώσει υπόσταση στην εκδοχή του εφεσείοντα.
Έχει επίσης λεχθεί από τον κ. Ευσταθίου ότι το εύρημα του Κακουργιοδικείου ότι το καθαρτικό αγοράστηκε πριν από το εκπαιδευτικό πιστόλι - και συνεπώς υπάρχει εδώ αντινομία που αντιστρατεύεται την εκδοχή του εφεσείοντα 1 και αντανακλά στην αξιοπιστία του - ήταν επισφαλές. Εν πάση περιπτώσει δεν ήταν τόσο κρίσιμο θέμα για να προβληθεί από το Δικαστήριο ως λόγος απόρριψης της εκδοχής του εφεσείοντα 1. Ούτε απορρίφθηκε βάσιμα ο ισχυρισμός του ότι δώρησε το καθαρτικό στο Μάρκο. Παρατηρούμε ότι μια τέτοια μαρτυρία συνέδεε τον οπλισμό με το πρόσωπο αυτό και το καθιστούσε ύποπτο. Εξάλλου, σύμφωνα με το Μ.Κ.15, οι αλλοδαποί μετά την επιδρομή της αστυνομίας “εφύγασιν, εξαφανίστηκαν μονομιάς”. Δεν είναι επίσης ακριβής η παρατήρηση του Δικαστηρίου ότι δεν υπήρχε αντεξέταση αναφορικά με την παρουσία αλλοδαπών.
Σχετικά με την κατηγορία της καλλιέργειας, κατά την αντίληψη του συνηγόρου, η καταδίκη εδράζεται σε πιθανολόγηση. Κι αυτό γιατί δεν υπήρχε σχετική μαρτυρία από την Κατηγορούσα Αρχή για την ηλικία των φυτών σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ο εφεσείων θεάθηκε στο σπίτι της αδελφής του περίπου 1 εβδομάδα πριν την ανακάλυψη τους.
Το κέντρο βάρους της αγόρευσης του κ. Λουϊζίδη ήταν η πρόταση του ότι επιβαλλόταν η προσαγωγή μαρτυρίας από εμπειρογνώμονα για να αποφανθεί κατά πόσο τα ανευρεθέντα συνιστούσαν, όπως κρίθηκε, σύστημα καλλιέργειας εν είδει θερμοκηπίου. Ειδικό βάρος έδωσε ο συνήγορος και στο ότι τα ανευρεθέντα είναι κοινής χρήσης υλικά. ότι μετά που τα άγγιξαν οι εφεσείοντες εύκολα μπορούσαν να μετακινηθούν από άλλους. και ότι δεν βρέθηκαν αποτυπώματα στις πλαστικές γλάστρες. Οπωσδήποτε όμως η περιστατική μαρτυρία δεν υπήρξε αδιάσπαστη. Και δε δημιούργησε τον απαιτούμενο κλοιό, που θα οδηγούσε αναπόφευκτα σε συμπέρασμα ενοχής. Εξάλλου ο εφεσείων 2 έδωσε πειστική εξήγηση για τα αποτυπώματα του, που έπρεπε να γίνει δεκτή. Τέλος, ο συνήγορος προώθησε την υπόθεση η Μαρίνα να συνεργάστηκε με άλλους στη διάπραξη των αδικημάτων.
[*424]
Θα εξετάσουμε τα σημεία που ήγειρε η υπεράσπιση των εφεσειόντων χωρίς κατ’ ανάγκη να ακολουθήσουμε τη σειρά με την οποία τα ανέπτυξαν οι ίδιοι ή τα κατατάξαμε εμείς. Εν πρώτοις δεν τεκμηριώνεται η μομφή πως το Κακουργιοδικείο έκαμε αυθαίρετη και νομικά απαράδεκτη χρήση μαρτυρίας για να καταλήξει σε συμπέρασμα ενοχής. Στην πορεία αφήγησης των γεγονότων που περιστοίχιζαν την έρευνα της Αστυνομίας, αναφέρθηκε απλώς στις αντιδράσεις της Μαρίνας και τις ενοχοποιητικές δηλώσεις σε βάρος των εφεσειόντων στις οποίες προέβη. Σε καμιά όμως περίπτωση δεν κατέφυγε σε τέτοιες δηλώσεις για τους σκοπούς της ετυμηγορίας του. Το Κακουργιοδικείο παρέθεσε με σαφήνεια τους λόγους καταδίκης στους οποίους καμιά θέση δεν είχαν τέτοιες δηλώσεις. Ομοίως, δε συνδέθηκε ποτέ το υλικό, τεκμ. 26, με το καθάρισμα του οπλισμού που βρέθηκε στο ίδιο σακκούλι. Τίποτε από όσα λέχθηκαν στην απόφαση δεν υποστηρίζει τέτοια πρόταση. Η κριτική είναι αβάσιμη.
Το τεκμήριο του άρθρ. 20 του Ν. 38/74 δε λειτουργεί φορμαλιστικά και σε απομόνωση από τις άλλες συνθήκες μιας υπόθεσης. Είναι αλήθεια πως η Μαρίνα ήταν, κατά τον ουσιώδη χρόνο, η ιδιοκτήτρια και κάτοχος των υποστατικών. Όμως, ο εφεσείων ήταν ο μόνος συγγενής και προστάτης της. Ως καθημερινός ουσιαστικά επισκέπτης, που τη φρόντιζε, είχε τη δυνατότητα άσκησης ελέγχου. Σ’ αυτό συντελούσε η κατάσταση της. Να πως την περιγράφει ο ίδιος σε ερώτηση του δικηγόρου του σε σχέση με τη διαδικασία ενοικίασης των βοηθητικών χώρων:
“Ε. Τα νοικιάζατε εσύ ή η Μαρίνα;
Α. Η Μαρίνα μετά από συγκατάθεση δική μου γιατί δεν μπορούσε να μιλήσει και να συνεννοηθεί. Μου τηλεφωνούσε και πήγαινα εκεί και κανόνιζα τα ενοίκια με τον ενοικιαστή.”
Το εύρημα για ελεύθερη πρόσβαση του 1ου ήταν, με βάση τη μαρτυρία, αναπόφευκτο. Υπήρξε μια από τις πραγματικότητες της υπόθεσης. Είχε πράγματι κυριαρχική θέση στη ζωή της αδελφής του και οτιδήποτε την αφορούσε. Υπό τις συνθήκες αυτές υπήρχαν απεριόριστες δυνατότητες και για τον έλεγχο της κατοικίας της. Την ευχέρεια όμως αυτή απολάμβανε ο 1ος. Τα πράγματα ήταν ολωσδιόλου διαφορετικά με το 2ο. Πάντοτε πήγαινε στο σπίτι συνοδευόμενος. Γιαυτό και κρίθηκε από την πλειοψηφία του Δικαστηρίου [*425]ότι με μοναδικό στοιχείο το αποτύπωμα του 2ου, που βρέθηκε σε σακκούλι στο ερμάρι, δεν υπήρχε ικανοποιητική μαρτυρία για να κληθεί να υπερασπιστεί. Μια τέτοια απόφαση θα τον εξέθετε στον κίνδυνο να αυτοκαταδικαστεί, αν έδιδε μαρτυρία. Δε διακρίνουμε εδώ αντιφατικότητα που επενέργησε σε βάρος του εφεσείοντα 1. Η μαρτυρία που αφορούσε τον κάθε εφεσείοντα δεν ήταν η ίδια. Η διαφορετικότητα της δικαιολογούσε την απόφαση της πλειοψηφίας.
Ερχόμαστε στο παράπονο ότι η Μαρίνα, ως το κατ’ εξοχήν πρόσωπο που θα μπορούσε να διαφωτίσει το δικαστήριο αναφορικά με τις συνθήκες τέλεσης των αδικημάτων, δεν κλήθηκε ως μάρτυς από την Κατηγορούσα Αρχή. Η περίπτωση παραλληλίστηκε, ως προελέχθη, με την Πέγκερος ν. Δημοκρατίας, ανωτέρω. Στην υπόθεση εκείνη δεν κλήθηκε ανώτατο στέλεχος της Αστυνομίας, του οποίου η μαρτυρία θα ήταν κρίσιμη για την έκβαση της υπόθεσης. Η παράλειψη, μαζί με άλλους παράγοντες, θεωρήθηκε μοιραία για την υπόθεση της Κατηγορίας. Το Εφετείο απάλλαξε τον κατηγορούμενο από τη σοβαρότερη κατηγορία που αντιμετώπιζε με την οποία συνδεόταν η μαρτυρία που δεν ακούστηκε, λόγω της παράλειψης. Η δικηγόρος της Δημοκρατίας αντέτεινε ότι το καθήκον της Κατηγορούσης Αρχής περιορίζεται στην παρουσίαση αξιόπιστης μαρτυρίας. Και η μαρτυρία της Μαρίνας δεν πληρούσε την προδιαγραφή αυτή.
Το όνομα της Μαρίνας περιλήφθηκε στον κατάλογο μαρτύρων του κατηγορητηρίου. Κλήθηκε στο δικαστήριο. Και η Κατηγορούσα Αρχή την έθεσε στη διάθεση της Υπεράσπισης. Η τελευταία όμως δήλωσε ότι δε θέλει να την αντεξετάσει. Εδώ έγκειται η ειδοποιός διαφορά με την υπόθεση Πέγκερος. Δεν υπάρχει επομένως ομοιότητα. Ούτε χωρούν συγκρίσεις. Για ένα μάρτυρα μάλιστα που είχε σοβαρό πρόβλημα επικοινωνίας. Η Κατηγορούσα Αρχή ενήργησε μέσα στα πλαίσια της ισχύουσας - και ανέκαθεν εφαρμοζόμενης - δικονομικής πρακτικής. Το παράπονο απορρίπτεται ως αβάσιμο.
Η Υπεράσπιση άσκησε κριτική κατά της απόφασης και για το λόγο ότι ήταν αποτέλεσμα πιθανολογήσεων από μέρους του Δικαστηρίου. Χωρίς το στέρεο υπόβαθρο που απαιτείται για τη θεμελίωση καταδίκης. Κατά την άποψη της, η εκδοχή του εφεσείοντα δεν έπρεπε να είχε απορριφθεί. Η παρουσία στο σπίτι αλλοδαπού ή αλλαδαπών, σε συνδυασμό με τη μαρτυρία Μπερνές, έδινε τη σωστή διά[*426]σταση της υπόθεσης. Και μετέβαλλε άρδην το πλαίσιο αξιολόγησης της μαρτυρίας, που θα αποκτούσε, υπ’ αυτό το πρίσμα, άλλη δυναμική.
Το Κακουργιοδικείο έδωσε ισχυρούς και πειστικούς λόγους για την απόρριψη της ιστορίας του εφεσείοντα και του μάρτυρα του. Παρατηρούμε πως είναι έξω από κάθε λογική ο εφεσείων 1, που η έγνοια του τον έσπρωχνε να περνά και με αυτοκίνητο έξω από το σπίτι για να βεβαιώνεται ότι η αδελφή του είναι καλά, να της επιτρέπει να ενοικιάζει σε αγνώστους δωμάτιο μέσα στο ίδιο της το σπίτι δεδομένης της κατάστασης της. Ή ακόμη να της αφήνει την ευθύνη για την ενοικίαση του δωματίου. Όταν, στην αντεξέταση του, κλήθηκε να εξηγήσει την αντινομική αυτή στάση είπε “έντεχνα”, όπως παρατηρεί το Κακουργιοδικείο - και χωρίς πειθώ προσθέτουμε - ότι “για την πρώτη ενοικίαση μεσολάβησε ο ίδιος μετά όμως το άφηνε στη Μαρίνα”. Είναι και κάτι άλλο. Όχι πως έχει ιδιαίτερη σημασία αλλά είναι ενδεικτικό. Θύμωσε με το Μάρκο για τα πλακάζ. Δεν του έκαμε όμως παρατήρηση ο ίδιος προσωπικά.
Έχουμε εδώ ένα από τα δείγματα της άκομψης προσπάθειας του 1ου να ξεφύγει από τον κλοιό με τον οποίο τον είχε περισφίξει η μαρτυρία της Κατηγορούσης Αρχής. Ένα ακόμη παράδειγμα. Αφορά το τεκμ. 26. Ο εφεσείων 1 ήθελε, για ευνόητους λόγους, να το συνδέσει με το Μάρκο, και επέμεινε πως ο τελευταίος διέμενε, κατά τον κρίσιμο χρόνο, στο υπνοδωμάτιο εκείνο. Το Κακουργιοδικείο θεώρησε τον ισχυρισμό αυτό ως σκέψη εκ των υστέρων. Και το έδειξε με την παρακάτω βάσιμη συλλογιστική:
“Κι αυτό φαίνεται κι από το γεγονός ότι στην προσπάθεια του να δώσει εξήγηση έλεγε ότι αγόρασε το Τεκ. 26 για το εκπαιδευτικό του πιστόλι Τεκ. 117 το οποίο όμως σύμφωνα με τη δική του μαρτυρία, έστω κι αν δεν ήταν απόλυτα σίγουρος για το χρόνο, αγοράστηκε μεταγενέστερα του Τεκ. 26. Και είναι παράδοξο να αγοράζεται καθαρτικό για καθαρισμό όπλου που δεν έχει ακόμα αγορασθεί. Είχε την ευκαιρία στην ανακριτική του κατάθεση να πει ότι το Τεκ. 26 το χάρισε στον Μάρκο, όταν ρωτήθηκε ειδικά, και δεν το είπε. Η θέση του στην αντεξέταση ότι ανακρινόμενος το είπε και δεν το έγγραψαν κι αυτό ψέμα. Στον ΜΚ10 που πήρε την ανακριτική κατάθεση, Τεκ. 68, η οποία διαβάστηκε στο Δικαστήριο δεν υποβλήθηκε ότι ανέφερε για τον Μάρκο και δεν γράφτηκε. Άλλωστε στην ανακριτική του κατάθεση σε όλες τις ερωτήσεις η απάντηση ήταν “δε γνωρίζω” ή [*427]“δεν έχω να πω τίποτα”. Ούτε εάν επισκεπτόταν το σπίτι της αδελφής του δεν απάντησε και θέλει να γίνει πιστευτό ότι είπε για το καθαριστικό και δεν καταγράφτηκε.”
Είναι ορθό ότι ο Μ.Κ.15 αντεξετάστηκε σχετικά με αλλοδαπούς ενοικιαστές. Οι ερωτήσεις όμως αφορούσαν την ενοικίαση των βοηθητικών της κατοικίας. Μόνο. Η αναφορά του Κακουργιοδικείου που έγινε, όπως ρητά παρατηρεί η απόφαση, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι δεν πίστεψε τον εφεσείοντα, περιορίστηκε στο ότι δεν ρωτήθηκε ο Μ.Κ.15 - ούτε άλλος μάρτυρας - αν το υπνοδωμάτιο αυτό ήταν ποτέ ενοικιασμένο. Ή, έστω, αν ήταν ενοικιασμένο τον Ιανουάριο του 1997, δηλαδή, την περίοδο του κατηγορητηρίου. Η διαπίστωση του Κακουργιοδικείου ήταν ορθή. Η εισήγηση δεν έχει έρεισμα. Η εκδοχή αυτή δεν τέθηκε με την αντεξέταση.
Η ιστορία για τα φυτά και την επίρριψη ευθυνών στον άγνωστο Άραβα Μάρκο χαρακτηρίστηκε “αφύσικη”. Συμφωνούμε. Ήταν το λιγότερο που θα μπορούσε να λεχθεί. Αρκεί μια μόνο παρατήρηση. Για να μετακινηθούν οι ασημόκολλες χρειάστηκε να τις πιάσουν και οι δύο. Επομένως ήταν φυσικό να άφησαν τα αποτυπώματα τους. Αυτό δείχνει με πόση ευκολία κατέφευγαν στο ψεύδος, φτάνει να εξυπηρετούσε, όπως πίστευαν, το σκοπό τους.
Δε θα επαναλάβουμε τη συντριπτική πράγματι μαρτυρία εναντίον τους. Θα αναφέρουμε όμως τούτο. Η εκδοχή που προώθησαν, όταν παρουσιαζόταν η μαρτυρία της Κατηγορούσης Αρχής ήταν γενικά ότι μπορεί να ήλθαν σε επαφή με τα αντικείμενα και κάποιοι άλλοι να τα μετέφεραν εκεί που βρέθηκαν. Στην ένορκη μαρτυρία τους πλάθουν μια κοινή ιστορία για το επεισόδιο της Κυριακής, προτού συλληφθούν, που περιγράψαμε και που αποτελεί γοερή αντίφαση με τη μέχρι τότε στάση τους. Η επινοητικότητα τους όμως είναι διάτρητη. Το επιχείρημα ότι δεν υπήρχαν αποτυπώματα στις γλάστρες δε δημιουργεί αρνητική απόδειξη. Κατά μείζονα λόγο στην προκείμενη περίπτωση που υπήρχαν άλλα αποτυπώματα σε πολλά συνδεδεμένα αντικείμενα.
Στεκόμαστε τώρα στο τελευταίο ζήτημα, κατά πόσο χρειαζόταν εμπειρογνώμονας για τα φυτά κάνναβης και την κατασκευή που τα περιέβαλλε. Συμπερασματικά το Κακουργιοδικείο κατέληξε ότι:
“Στην παρούσα υπόθεση το σύνολο των συνθηκών το μέρος όπου βρέθηκαν και οι συνθήκες κάτω από τες οποίες αυτά βρέ[*428]θηκαν να καλλιεργούνται δεν αφήνουν περιθώριο αμφιβολίας ως προς την ύπαρξη της γνώσης και των δύο κατηγορουμένων ότι τα φυτά που καλλιεργούσαν ήταν φυτά του γένους κάνναβης απηγορευμένα. Διαφορετικά δεν θα είχαν σημασία οι τόσες προφυλάξεις που λήφθηκαν για την καλλιέργεια τους. Τα καλλιεργούσαν και οι δύο.”
Συμφωνούμε με τα ευρήματα αυτά. Δε χρειαζόταν μαρτυρία εμπειρογνώμονα. Θα ήταν περιττή σχολαστικότητα. Υπήρχαν όλα τα στοιχεία της καλλιέργειας, όπως τα καταλαβαίνουμε από την κοινή καθημερινή πείρα της ζωής. Τα στοιχεία βοούσαν από μόνα τους.
Η έφεση και των δυο εφεσειόντων απορρίπτεται.
Οι εφέσεις απορρίπτονται.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο