Σταυρινίδης Νέαρχος ν. Δήμου Λεμεσού (2000) 2 ΑΑΔ 429

(2000) 2 ΑΑΔ 429

[*429]17 Ιουλίου, 2000

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΗΛΙΑΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]

ΝΕΑΡΧΟΣ ΣΤΑΥΡΙΝΙΔΗΣ,

Εφεσείων,

v.

ΔΗΜΟΥ ΛΕΜΕΣΟΥ,

Εφεσιβλήτου.

(Ποινική Έφεση Αρ. 6729)

 

Οδοί και Οικοδομές ― Ανέγερση οικοδομής άνευ αδείας της αρμοδίας αρχής ― Μετατροπή της εγκεκριμένης χρήσης οικοδομής άνευ αδείας της αρμοδίας αρχής ― Κατοχή και χρήση οικοδομής άνευ πιστοποιητικού εγκρίσεως της αρμοδίας αρχής ― Ο περί Οδών και Οικοδομών Νόμος, Κεφ. 96, όπως τροποποιήθηκε με το Νόμο 24/78 ― Η μετατροπή της χρήσης της οικοδομής δεν συνιστούσε αδίκημα κατά τη χρονική περίοδο της κατηγορίας, με αποτέλεσμα η καταδίκη του εφεσείοντος στη σχετική κατηγορία να ακυρωθεί κατ’ έφεση ― Επικύρωση καταδίκης στις άλλες δύο κατηγορίες.

Οδοί και Οικοδομές ― Διάταγμα κατεδάφισης ― Δυνατότητα έκδοσης διατάγματος κατεδάφισης εναντίον οποιουδήποτε προσώπου παραβαίνει τις διατάξεις του Άρθρου 3 του περί Οδών και Οικοδομών Νόμου, Κεφ. 96 και εν πάση περιπτώσει όταν συνεχίζει να έχει κατοχή.

Ο εφεσείων ήταν ιδιοκτήτης ακινήτου μέχρι το 1991 το οποίο μεταβίβασε στο γιό του, συνεχίζοντας όμως να το κατέχει και χρησιμοποιεί ο ίδιος. Το 1969 εξασφάλισε άδεια για ανέγερση οικοδομής αποτελούμενης από κατάστημα και οικία, την οποία ανήγειρε. Ανήγειρε όμως το 1971 και δωμάτιο το οποίο δεν εκαλύπτετο από την άδεια οικοδομής και το οποίο εχρησιμοποιούσε ως ψυγείο κρεάτων. Το 1986 εξασφάλισε άλλη άδεια για ανέγερση οικοδομής αποτελούμενης από πλυσταριό και αποχωρητήριο, όρος της οποίας ήταν και η κατεδάφιση του ανωτέρω άνευ αδείας ανεγερθέντος δωματίου η οποία ποτέ δεν πραγματοποιήθηκε. Το 1992-1993 μετέτρεψε το πλυσταριό σε εργαστήριο κατασκευής αλλαντικών.

[*430]Ο δικηγόρος του εφεσείοντος υποστήριξε ότι ο Νόμος 24/78 δεν ήταν σε ισχύ κατά τα έτη 1970-1971 στα οποία αναφέροντο οι κατηγορίες διάπραξης των αδικημάτων.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η εισήγηση της υπεράσπισης δεν ευσταθούσε αφού τα αδικήματα της ανέγερσης και της κατοχής ήταν συνεχούς φύσης και έτσι διαπράχθηκαν και μετά την τροποποίηση που επήλθε με το Άρθρο 3(1)(ε) του Νόμου 24/78 με την εισαγωγή του αδικήματος της μετατροπής της εγκεκριμένης χρήσης οικοδομής.

Ο εφεσείων κρίθηκε ένοχος, του επιβλήθηκαν ποινές προστίμου και εξεδόθησαν εναντίον του διατάγματα κατεδάφισης του εν λόγω δωματίου στα πλαίσια της πρώτης κατηγορίας και διακοπή της μετατροπής της εγκεκριμένης χρήσης του βοηθητικού κτιρίου στα πλαίσια της δεύτερης κατηγορίας.

Ο εφεσείων εφεσίβαλε την καταδίκη του και στις τρεις κατηγορίες.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Η δεύτερη κατηγορία εβασίζετο στο Άρθρο 3(1)(ε) του Νόμου 24/78 και δεν ήταν δυνατό να περισωθεί με βάση το συνεχές της φύσης του αδικήματος, δεδομένου ότι ο εφεσείων δεν εκατηγορείτο για οποιαδήποτε χρονική περίοδο μετά τη θέσπιση του Νόμου 24/78 αλλά συγκεκριμένα και αποκλειστικά ότι “εντός του έτους 1970-1971” είχε προβεί στη μετατροπή της χρήσης της οικοδομής.  Η μαρτυρία ότι η μετατροπή της χρήσης της οικοδομής έγινε το 1992-1993 δεν μπορούσε να στηρίξει καταδίκη αλλά ούτε μπορούσε να γίνει αποδεκτή αφού δεν ήταν στα πλαίσια του κατηγορητηρίου.

2.  Η διαταχθείσα κατεδάφιση ανάγετο στις συνέπειες του νόμου ένεκα της κρινόμενης παρανομίας και ήταν άσχετη προς και ανεξάρτητη από την υποχρέωση συμμόρφωσης προς όρο της νέας άδειας οικοδομής η οποία δεν μπορούσε να υπερακοντίσει ή υποκαταστήσει το διάταγμα του Δικαστηρίου.

3.  Υπάρχει δυνατότητα έκδοσης διατάγματος κατεδάφισης εναντίον οποιουδήποτε παραβαίνει τις διατάξεις του Άρθρου 3, όπως ρητά προνοείται στο Άρθρο 20, εν πάση περιπτώσει όταν, όπως και στην προκείμενη περίπτωση, συνεχίζει να έχει κατοχή [*431]της οικοδομής.

Η έφεση επιτράπηκε μερικώς χωρίς έξοδα.

Αναφερόμενη υπόθεση:

Τρύφωνος (1991) 1 Α.Α.Δ. 1124.

Έφεση εναντίον Καταδίκης.

Έφεση από τον κατηγορούμενο εναντίον της καταδίκης του από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού (Παναγιώτου, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 13010/96), ημερομηνίας 14/5/98, με την οποία βρέθηκε ένοχος σε τρείς κατηγορίες, δηλαδή για ανέγερση οικοδομής άνευ αδείας της αρμοδίας αρχής, κατά παράβαση των Άρθρων 2, 3(1)(β)(στ) και 20(1)(2)(3) του περί Οδών και Οικοδομών Νόμου, Κεφάλαιο 96, όπως τροποποιήθηκε με το Νόμο 24/78, μετατροπή της εγκεκριμένης χρήσης οικοδομής άνευ αδείας της αρμοδίας αρχής, κατά παράβαση των Άρθρων 2, 3(1)(ε)(στ) και 20 του Κεφαλαίου 96, όπως τροποποιήθηκε με το Νόμο 24/78 και για κατοχή και χρήση οικοδομής άνευ πιστοποιητικού εγκρίσεως της αρμοδίας αρχής, κατά παράβαση των Άρθρων 2, 10 και 20(1)(2)(3) του Κεφαλαίου 96, όπως τροποποιήθηκε με το Νόμο 24/78.

Α. Γεωργίου, για τον Εφεσείοντα.

Χρ. Μελίδης με Α. Βακανά, για τον Εφεσίβλητο.

Εφεσείων παρών.

Cur. adv. vult.

ΠΙΚΗΣ, Π.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Δ. Χατζηχαμπής.

ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Η έφεση στρέφεται κατά της καταδίκης του Εφεσείοντος σε τρεις κατηγορίες οι οποίες του προσήφθησαν από το Δήμο Λεμεσού.

1.  Ανέγερση οικοδομής άνευ αδείας της αρμοδίας αρχής, κατά παράβαση των άρθρων 2, 3(1)(β)(στ) και 20(1)(2)(3) του περί Οδών και Οικοδομών Νόμου, Κεφάλαιο 96, όπως τροποποιήθηκε με το [*432]Νόμο 24/78.

2.  Μετατροπή της εγκεκριμένης χρήσης οικοδομής άνευ αδείας της αρμοδίας αρχής, κατά παράβαση των άρθρων 2, 3(1)(ε)(στ) και 20 του Κεφαλαίου 96, όπως τροποποιήθηκε με το Νόμο 24/78.

3.  Κατοχή και χρήση οικοδομής άνευ πιστοποιητικού εγκρίσεως της αρμοδίας αρχής, κατά παράβαση των άρθρων 2, 10 και 20(1)(2)(3) του Κεφαλαίου 96, όπως τροποποιήθηκε με το Νόμο 24/78.

Η πρώτη κατηγορία αναφέρετο, σύμφωνα με τις λεπτομέρειες του κατηγορητηρίου, στο ότι ο Εφεσείων “σε ημερομηνία άγνωστη στην κατηγορούσα αρχή εντός του έτους 1970-1971 ανέγειρε ή επέτρεψε ή ανέχθηκε την ανέγερση” ενός δωματίου στο ακίνητο με αριθμό εγγραφής 38399 στη Λεμεσό. Σύμφωνα και πάλι με τις λεπτομέρειες του κατηγορητηρίου, η τρίτη κατηγορία αναφέρετο στο ότι ο Εφεσείων, “από ημερομηνία άγνωστη στην κατηγορούσα αρχή εντός των ετών 1970-1971 κατέχει και/ή χρησιμοποιεί και/ή επιτρέπει και/ή ανέχεται την κατοχή και χρήση” του εν λόγω δωματίου ως ψυγείου κρεάτων. Όσον αφορά τη δεύτερη κατηγορία, οι λεπτομέρειες του κατηγορητηρίου είναι ότι ο Εφεσείων, “σε ημερομηνία άγνωστη στην κατηγορούσα αρχή εντός των ετών 1970-1971” μετέτρεψε βοηθητικό κτίριο στο εν λόγω ακίνητο σε εργαστήριο αλλαντοποιίας.

Ακόλουθα της καταδίκης, επιβλήθησαν στον Εφεσείοντα ποινές προστίμου και εξεδόθησαν διατάγματα για κατεδάφιση του εν λόγω δωματίου στα πλαίσια της πρώτης κατηγορίας και διακοπή της μετατροπής της εγκεκριμένης χρήσης του βοηθητικού κτιρίου στα πλαίσια της δεύτερης κατηγορίας.

Ο ευπαίδευτος δικαστής είχε αποδεχθεί τη μαρτυρία των μαρτύρων κατηγορίας και απορρίψει εκείνη της υπεράσπισης (με εξαίρεση τη μαρτυρία του πρωτοκολλητή επί δύο μη αμφισβητούμενων προηγούμενων ποινικών υποθέσεων εναντίον του Εφεσείοντα). Με αυτή τη βάση, τα ευρήματα του ήσαν ότι ο Εφεσείων ήταν ιδιοκτήτης του εν λόγω ακινήτου μέχρι το 1991 που το μεταβίβασε στον υιό του, συνεχίζοντας όμως να το κατέχει και χρησιμοποιεί ο ίδιος. Το 1969 εξασφάλισε άδεια για ανέγερση οικοδομής αποτελούμενης από κατάστημα και οικία, την οποία και ανήγειρε. Ανή[*433]γειρε όμως το 1971 και το εν λόγω δωμάτιο το οποίο δεν εκαλύπτετο από την άδεια οικοδομής και το οποίο εχρησιμοποιούσε ως ψυγείο κρεάτων.  Το 1986 εξασφάλισε άλλη άδεια για ανέγερση οικοδομής αποτελούμενης από πλυσταριό και αποχωρητήριο, που είναι το εν λόγω πλυσταριό, όρος της οποίας ήταν, σημειωθήτω, και η κατεδάφιση του ανωτέρω άνευ αδείας ανεγερθέντος δωματίου, η οποία βέβαια ποτέ δεν πραγματοποιήθηκε. Το πλυσταριό μετέτρεψε σε εργαστήριο κατασκευής αλλαντικών από το 1992-1993.

Είχε υποβληθεί στον ευπαίδευτο δικαστή, όπως υποβάλλεται και ενώπιον μας μέσω του πρώτου λόγου έφεσης, ότι ο Νόμος 24/78 δεν ήταν σε ισχύ κατά τα έτη 1970-1971 στα οποία αναφέροντο οι κατηγορίες ότι διεπράχθησαν τα αδικήματα. Σημειωτέον ότι ο Νόμος 24/78 εισήγαγε το αδίκημα της μετατροπής της εγκεκριμένης χρήσης οικοδομής με την πρόσθεση της σχετικής παραγράφου (ε) στο άρθρο 3(1). Το δικαστήριο θεώρησε ότι η εισήγηση αυτή εν πάση περιπτώσει δεν αφορούσε την πρώτη κατηγορία, η οποία δεν επηρεάζετο από την τροποποίηση, ενώ τα αδικήματα που αφορούσαν οι άλλες δύο κατηγορίες ήσαν συνεχούς φύσης και έτσι διεπράχθησαν και μετά την τροποποίηση ώστε και πάλι να μην ευσταθούσε η εισήγηση της υπεράσπισης.  Όσον αφορά την πρώτη κατηγορία, συμφωνούμε με τον ευπαίδευτο δικαστή ότι αυτή δεν σχετίζετο καθ΄οιονδήποτε τρόπο με το Νόμο 24/78 αφού το άρθρο 3(1)(β) στο οποίο και ουσιαστικά εβασίζετο προϋπήρχε του Νόμου 24/78. Το ίδιο, προσθέτουμε, ισχύει για την τρίτη  κατηγορία, η οποία εβασίζετο στο άρθρο 10(1). Η δεύτερη κατηγορία όμως εβασίζετο στο άρθρο 3(1)(ε) και δεν μπορούμε να δούμε πώς μπορούσε να περισώζετο με βάση το συνεχές της φύσης του αδικήματος (και αν ακόμα εκρίνετο ως τέτοιας φύσης), δεδομένου ότι ο Εφεσείων δεν κατηγορείτο για οποιαδήποτε χρονική περίοδο μετά από τη θέσπιση του Νόμου 24/78 αλλά συγκεκριμένα και αποκλειστικά ότι “εντός του έτους 1970-1971” είχε προβεί στη μετατροπή της χρήσης της οικοδομής. Όχι μόνο λοιπόν η προσαχθείσα μαρτυρία ότι η μετατροπή της χρήσης της οικοδομής έγινε το 1992-1993 δεν μπορούσε να στηρίξει καταδίκη αλλά είναι και απορίας άξιον πως η μαρτυρία αυτή έγινε δεκτή αφού δεν ήταν στα πλαίσια του κατηγορητηρίου. Καμμιά δε τροποποίηση του κατηγορητηρίου δεν επιδιώχθηκε δυνάμει του άρθρου 83 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφάλαιο 155, και καμμιά άσκηση των εξουσιών του δικαστηρίου δυνάμει του άρθρου 85(4) δεν υπήρξε που ενδεχομένως να ήταν δυνατό να διορθώσει τα πράγματα. Με αυτά τα δεδομένα, όσο και ιδιαίτερα το ότι το θέμα αυτό αποτέλεσε μέρος της υπεράσπισης του Εφεσεί[*434]οντος όπως είχε επιχειρηματολογήσει πρωτοδίκως ο ευπαίδευτος συνήγορος του, δεν υπάρχει περίπτωση να ασκήσουμε οποιαδήποτε εξουσία δυνάμει του άρθρου 145(1)(γ), όπως εισηγήθηκε, σοφά όμως όχι με πολλή επιμονή, επιχειρηματολογία ή παραπομπή σε νομολογία, ο κ. Μελίδης, για να ευθυγραμμίσουμε το κατηγορητήριο με τη μαρτυρία.  Η έφεση ως προς την καταδίκη στη δεύτερη κατηγορία δεν μπορεί παρά να επιτύχει.

Όσον αφορά την αντιστοιχία της μαρτυρίας προς τον αναφερόμενο στο κατηγορητήριο χρόνο διάπραξης των αδικημάτων, ο Εφεσείων με το δεύτερο λόγο έφεσης παραπονείται ότι δεν υπήρχε θετική προς τούτο μαρτυρία, και συγκεκριμένα ότι το δωμάτιο-ψυγείο ανεγέρθη το 1970-1971 και ότι το πλυσταριό μετατράπηκε σε εργαστήριο το 1970-1971, όπως αναφέρεται στο κατηγορητήριο. Όσον αφορά το πλυσταριό, τα όσα έχουμε πει στα πλαίσια του πρώτου λόγου έφεσης καλύπτουν και τα παρόντα, παρατηρώντας μόνο ότι όχι μόνο δεν υπήρχε θετική μαρτυρία ότι η μετατροπή της χρήσης είχε γίνει το 1970-1971 αλλά και υπήρχε θετική μαρτυρία, επί της οποίας και στηρίχθηκε το ανάλογο εύρημα του δικαστηρίου, ότι η μετατροπή είχε γίνει το 1992-1993.  Όσον αφορά το δωμάτιο-ψυγείο, ο λόγος έφεσης στρέφεται ουσιαστικά κατά της αξιολόγησης της μαρτυρίας από το δικαστήριο, εισηγούμενος ότι η σχετική μαρτυρία του Μ.Κ.1 δεν ήταν θετική προς το ότι αυτό ανηγέρθη το 1970-1971. Δεν συμφωνούμε. Η μαρτυρία στο σύνολο της και σε συσχετισμό, περιλαμβανομένης ιδιαίτερα εκείνης της Μ.Κ.2 (η οποία μάλιστα δεν αμφισβητήθηκε επ΄αυτού στην αντεξέταση της), καταδείκνυε, όπως ηύρε και ο ευπαίδευτος δικαστής (και δεν προσβάλλεται η εκ μέρους του αποδοχή της μαρτυρίας του Δήμου και απόρριψη της μαρτυρίας της υπεράσπισης), ότι το δωμάτιο-ψυγείο είχε κτισθεί από το 1971.  Αυτό συνεπάγεται ότι τόσο η πρώτη κατηγορία, που αναφέρετο σε ανέγερση του δωματίου ψυγείου “εντός του έτους 1970-1971”, όσο και η τρίτη  κατηγορία, που αναφέρετο σε χρήση του χωρίς πιστοποιητικό έγκρισης “από ημερομηνία άγνωστη εντός των ετών 1970-1971”, στοιχειοθετούντο. Ο λόγος έφεσης αυτός λοιπόν δεν μπορεί να ευσταθεί.

Ο τρίτος λόγος έφεσης λέγει ότι το δικαστήριο παρέβλεψε το τεκμήριο 1, άδεια οικοδομής ημερομηνίας λήξεως 10.4.2000 στο νέο ιδιοκτήτη υιό του Εφεσείοντα, η οποία εκάλυπτε και το δωμάτιο-ψυγείο, παραπέμποντας στη σχετική μαρτυρία του Μ.Κ.1 ο οποίος και την είχε παρουσιάσει. Η εισήγηση όμως είναι ανεδαφική ως μη ανταποκρινόμενη στα ίδια τα δεδομένα της. Η εν λόγω [*435]άδεια, όπως εξήγησε και ο ίδιος ο Μ.Κ.1, δεν εκάλυπτε και δεν νομιμοποιούσε το δωμάτιο-ψυγείο αλλά απεναντίας, όντας άδεια για ανέγερση οικοδομής στο δεύτερο όροφο της οικίας, περιλάμβανε όρο για την κατεδάφιση του δωματίου-ψυγείου όσο και του πλυσταριού. Το πρόσθετο επιχείρημα ότι, εφ’ όσον η κατεδάφιση του δωματίου-ψυγείου θα εγίνετο ως όρος της νέας αυτής άδειας οικοδομής, δεν έπρεπε να διετάσσετο η κατεδάφιση του από το δικαστήριο είναι εντελώς λανθασμένης σύλληψης. Η διαταχθείσα κατεδάφιση ανάγετο στις συνέπειες του νόμου ένεκα της κρινόμενης παρανομίας και ήταν άσχετη προς και ανεξάρτητη από την υποχρέωση συμμόρφωσης προς όρο της νέας άδειας οικοδομής η οποία, ασφαλώς, δεν μπορούσε να υπερακοντίσει ή να υποκαταστήσει το διάταγμα του δικαστηρίου. Η μαρτυρία για την άδεια οικοδομής αυτή ήταν άσχετη προς τα επίδικα θέματα και δεν έπρεπε ποτέ να είχε γίνει δεκτή.

Ο τέταρτος και τελευταίος λόγος έφεσης εισηγείται ότι ήταν εσφαλμένη η έκδοση διατάγματος κατεδάφισης του δωματίου-ψυγείου καθ’ όσον ο Εφεσείων, μη όντας πλέον ιδιοκτήτης, δεν μπορούσε να συμμορφωθεί με το διάταγμα. Η εισήγηση αυτή απλώς επαναλαμβάνεται στο διάγραμμα αγόρευσης και καμμιά αυθεντία δεν παρατίθεται προς στήριξη της. Απεναντίας όμως, η υπόθεση In Re Ανδρέα Τρύφωνος (1991) 1 Α.Α.Δ. 1124, στην οποία παραπέμπει ο κ. Μελίδης, βεβαιώνει τη δυνατότητα έκδοσης διατάγματος κατεδάφισης εναντίον οποιουδήποτε προσώπου παραβαίνει τις διατάξεις του άρθρου 3, όπως ρητά προνοείται στο άρθρο 20, εν πάση περιπτώσει όταν, όπως και στην προκειμένη περίπτωση, συνεχίζει να έχει κατοχή της οικοδομής.

Στο περίγραμμα του ο κ. Γεωργίου συζητεί και το θέμα της καθυστέρησης η οποία υπήρξε στη δίωξη του Εφεσείοντος. Το θέμα αυτό όμως δεν περιλαμβάνεται στους λόγους έφεσης.  Εν πάση περιπτώσει, ο ίδιος ο κ. Γεωργίου αναφέρεται σε καθυστέρηση όχι από το 1970-1971 αλλά από το 1989 που ο Μ.Κ.1 διαπίστωσε για πρώτη φορά σε επίσκεψη του, μετά από καταγγελία, την παρανομία του δωματίου-ψυγείου.  Την καθυστέρηση στη δίωξη του Εφεσείοντος ο Μ.Κ.1 απέδωσε το ότι ήταν μετά από το 1989 που προέκυψε, κατόπιν καταγγελιών, η άλλη, και σοβαρότερη, παρανομία με το πλυσταριό που μετατράπηκε σε εργαστήριο αλλαντοποιίας, και συγκεκριμένα το 1994-1995, ενώ για το δωμάτιο-ψυγείο εγίνοντο συνεχώς συστάσεις προς τον Εφεσείοντα.  Υπό αυτές τις συνθήκες, δεν τίθεται θέμα καθυστέρησης στη δίωξη του Εφεσείοντα αφού η [*436]παρανομία που συνιστούσε και την ουσιαστική οχληρία για την οποία έγιναν παράπονα έγινε αντιληπτή μόλις το 1994-1995. Ούτε υπάρχει οποιοσδήποτε ισχυρισμός ότι ο Εφεσείων επηρεάστηκε συγκεκριμένα στα δικαιώματα του όσον αφορά τη διεξαγωγή δίκαιης δίκης ως εκ της καθυστέρησης δίωξης του από το 1989 μέχρι το 1996 σε σχέση με την πρώτη και την τρίτη κατηγορία.

Καταλήγουμε λοιπόν ότι η έφεση επιτυγχάνει όσον αφορά την καταδίκη του Εφεσείοντα στη δεύτερη κατηγορία, η οποία, όπως και η ακόλουθη ποινή και το εκδοθέν σε σχέση με αυτή διάταγμα, παραμερίζονται, και ότι η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται όσον αφορά την καταδίκη του Εφεσείοντα στην πρώτη και στην τρίτη κατηγορία οι οποίες, όπως και η ακόλουθη ποινή και το εκδοθέν σε σχέση με την πρώτη κατηγορία διάταγμα, επικυρώνονται.

Εν όψει της συνολικής έκβασης της, δεν εκδίδεται διάταγμα για τα έξοδα της έφεσης, το δε διάταγμα για τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας σύμφωνα με το οποίο ο Εφεσείων καταδικάσθηκε να καταβάλει £400 έξοδα, δεν διαφοροποιείται.

Η έφεση επιτρέπεται μερικώς χωρίς έξοδα.

 


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο