Π. Π. και Άλλος ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας και Άλλου (2000) 2 ΑΑΔ 457

(2000) 2 ΑΑΔ 457

[*457]25 Σεπτεμβρίου, 2000

[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

(Ποινική Έφεση Αρ. 6711)

Π. Π.,

Eφεσείων,

v.

ΓΕΝΙΚOΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσιβλήτου.

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 6712)

ΓΕΝΙΚOΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσείων,

v.

Π. Π.,

Εφεσιβλήτου.

(Ποινικές Εφέσεις Αρ. 6711, 6712)

 

Ποινή ― Διαφθορά νεαρής γυναίκας κάτω των 13 χρόνων κατά παράβαση του Άρθρου 153(1) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 ― Αιμομιξία κατά παράβαση των Άρθρων 147 του Κεφ. 154 και 6(1) του Νόμου 47(1)/94 ― Παρά φύση ασέλγεια σε παιδί κάτω των 13 ετών κατά παράβαση του Άρθρου 174 του Κεφ. 154 ― Επιβολή ποινής φυλάκισης 10 ετών ― Κρίθηκε έκδηλα ανεπαρκής και αυξήθηκε κατ’ έφεση σε φυλάκιση 15 ετών στις κατηγορίες της διαφθοράς νεαρής γυναίκας κάτω των 13 χρόνων και της αιμομιξίας.

Ποινή ― Επιβαρυντικοί παράγοντες ― Αιμομιξία ― Πέραν της ηλικίας της παραπονουμένης ή ανεξάρτητα από αυτή, θεωρούνται ως επιβαρυντικοί παράγοντες για τον κατηγορούμενο (1) απόδειξη ότι η παραπο[*458]νούμενη υπέφερε σωματικά και ψυχολογικά, (2) το ότι η αιμομιξία παρατάθηκε για μεγάλη χρονική περίοδο, (3) το ότι η παραπονούμενη απειλήθηκε ή τρομοκρατήθηκε από τον κατηγορούμενο πατέρα της και, (4) το ότι η αιμομιξία συνοδεύτηκε με άλλες διεστραμμένες πράξεις, όπως την πρωκτική επαφή.

Απόδειξη ― Κατάθεση-ομολογία κατηγορουμένου ― Θεληματικότητα κατάθεσης ― Αρχές που διέπουν το θέμα ― Κατά πόσο η κατάθεση κατηγορουμένου δεν ήταν θεληματική, επειδή βρισκόταν υπό την επήρεια οινοπνεύματος όταν την έδιδε.

Στην υπόθεση αυτή, ο εφεσείων καταδικάστηκε για τη διάπραξη των αδικημάτων διαφθοράς νεαρής γυναίκας, αιμομιξίας και παρά φύση ασέλγειας σε παιδί κάτω των 13 χρονών, στη βάση κατάθεσης-ομολογίας ενοχής που είχε γίνει δεκτή από το Κακουργιοδικείο μετά από δίκη εντός δίκης.  Ο εφεσείων είχε φέρει ένσταση στην πιο πάνω κατάθεσή του, ισχυριζόμενος ότι όταν την έδιδε ήταν κάτω από την επήρεια ποτού και ως εκ τούτου δεν μπορούσε να ήταν θεληματική.

Ο εφεσείων καταχώρησε έφεση με την οποία προσβάλλει την ορθότητα της ενδιάμεσης απόφασης του Κακουργιοδικείου για το μοναδικό λόγο το γεγονός της κατ’ ισχυρισμό επήρειας οινοπνεύματος.

Εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα καταχωρήθηκε έφεση για ανεπάρκεια της επιβληθείσας ποινής φυλάκισης 10 ετών.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Το Κακουργιοδικείο απέρριψε την ένσταση του εφεσείοντος αφού προηγουμένως ανέλυσε λεπτομερώς τη μαρτυρία που είχε ενώπιόν του και αιτιολόγησε πλήρως την απόφασή του.

2.  Οι αρχές που διέπουν το θέμα της θεληματικότητας της κατάθεσης έχουν ως τελική κατάληξη το ότι όλοι οι κανόνες που έχουν διαμορφωθεί από τα Δικαστήρια σχετικά με τη δεκτότητα ομολογίας σκοπό έχουν να διαπιστώσουν τη θεληματικότητα της, που είναι το βασικό επίδικο θέμα σε κάθε περίπτωση.  Το συμπέρασμα του Κακουργιοδικείου ότι η ομολογία του κατηγορουμένου ήταν θεληματική είναι ορθό.

3.  Η παρουσία πολλών επιβαρυντικών παραγόντων στην παρούσα υπόθεση σε συνδυασμό με το νεαρό της ηλικίας της παραπονουμένης που ήταν 11-12 ετών κατά το χρόνο διάπραξης των αδικημά[*459]των, το γεγονός ότι τα αδικήματα διαπράττονταν κατ’ επανάληψη για μεγάλο χρονικό διάστημα και ενίοτε με την απειλή βίας και το γεγονός ότι με τη μη παραδοχή του ο εφεσείων υποχρέωσε την μικρή του κόρη να ξαναζήσει στο Δικαστήριο τις τραυματικές της εμπειρίες, καθιστούν την επιβληθείσα ποινή ανεπαρκή.  Η ποινή φυλάκισης στις κατηγορίες της διαφθοράς και της αιμομιξίας αυξάνεται από 10 σε 15 χρόνια.

Η έφεση 6711 απορρίφθηκε.

Η έφεση 6712 επιτράπηκε.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Azinas a.o. v. Police (1981) 2 C.L.R. 9,

Σολωμού ν. Δημοκρατίας (1978) 2 C.L.R. 117,

Theofilou v. Republic (1984) 2 C.L.R. 114.

Εφέσεις εναντίον Καταδίκης και Ποινής.

Έφεση από τον κατηγορούμενο εναντίον της απόφασης του Κακουργιοδικείου Λευκωσίας (Αρέστης, Π.Ε.Δ., Παναγή, Α.Ε.Δ., και Δημητριάδου, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 33475/98), ημερομηνίας 7/4/99, με την οποία βρέθηκε ένοχος και καταδικάστηκε σε 10 κατηγορίες, οι οποίες αφορούσαν, διαφθορά νεαρής γυναίκας κάτω των 13 χρόνων κατά παράβαση του Άρθρου 153(1) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, αιμομιξία κατά παράβαση των Άρθρων 147 του Κεφ. 154 και 6(1) του Ν. 47(1)/94 και παρά φύση ασέλγεια σε παιδί κάτω των 13 χρόνων, κατά παράβαση του Άρθρου 174 του Κεφ. 154.

Έφεση από το Γενικό Εισαγγελέα εναντίον της ανεπάρκειας ποινής των 10 και 7 ετών φυλάκισης (συντρέχουσες ποινές) η οποία επιβλήθηκε στον κατηγορούμενο στις 6/5/99.

Σ. Δράκος, για τον Εφεσείοντα στην 6711 και Εφεσίβλητο στην 6712.

Ε. Κλεόπα, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Εφεσίβλητο στην 6711 και Εφεσείοντα στην 6712.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων-κατηγορούμενος αντιμετώπιζε συ[*460]νολικά 11 κατηγορίες. Τέσσερις αφορούσαν διαφθορά νεαρής γυναίκας κάτω των 13 χρονών, κατά παράβαση του άρθρου 153(1) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, τέσσερις για αιμομιξία κατά παράβαση των άρθρων 147 του Κεφ.154 και 6(1) του Νόμου 47(Ι)/94 και τρεις για παρά φύση ασέλγεια σε παιδί κάτω των 13 χρονών, κατά παράβαση του άρθρου 174 του Κεφ. 154. Μετά από δίκη ο κατηγορούμενος καταδικάστηκε στις 10 από τις 11 κατηγορίες και αθωώθηκε στην 11η κατηγορία. Ως μέρος του αποδεικτικού υλικού που τέθηκε ενώπιον του Κακουργιοδικείου ήταν και κατάθεση-ομολογία του κατηγορουμένου (τεκμήριο 1). Η κατάθεση αυτή έγινε δεκτή από το Κακουργιοδικείο μετά από δίκη εντός δίκης, αφού ο κατηγορούμενος έφερε ένσταση σε αυτή με τον ισχυρισμό ότι, όταν την έδιδε, ο κατηγορούμενος τελούσε κάτω από την επήρεια ποτού και ως εκ τούτου η κατάθεση δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως θεληματική. Το Κακουργιοδικείο απέρριψε την ένσταση, βρίσκοντας ότι κάτω από τις συνθήκες η κατάθεση του κατηγορουμένου ήταν θεληματική. Μετά τη λήψη της κατάθεσης αυτής, ο κατηγορούμενος παραδέχτηκε τις γραπτές κατηγορίες που του απάγγειλε η αστυνομία και ζήτησε συγγνώμη (τεκμήριο 2). Το τεκμήριο 2 κατατέθηκε στη δίκη χωρίς ένσταση.

Ο κατηγορούμενος με την έφεση του προσβάλλει την ορθότητα της ενδιάμεσης απόφασης του Κακουργιοδικείου και πάλι με βασικό και μοναδικό λόγο το γεγονός της κατ’ ισχυρισμό επήρειας οινοπνεύματος.

Εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα καταχωρήθηκε και έφεση εναντίον της επιβληθείσας ποινής ως ανεπαρκούς.

Οι δύο εφέσεις συνεκδικάστηκαν. Θα εξετάσουμε κατά πρώτον την έφεση του κατηγορουμένου εναντίον της καταδίκης του.

Το Κακουργιοδικείο, αφού ανέλυσε λεπτομερώς τη μαρτυρία που είχε ενώπιον του στη δίκη εντός δίκης, απέρριψε την ένσταση, αιτιολογώντας πλήρως την απόφαση του. Κρίνοντας ότι ο κατηγορούμενος δεν ήταν επηρεασμένος από την κατανάλωση οινοπνεύματος, ανέφερε ότι έλαβε υπόψη, για να αχθεί στην κατάληξη του αυτή, την όλη διαγωγή του κατηγορουμένου, από τη στιγμή που τον πλησίασε η αστυνομία σε μπυραρία, όπου είχε προηγουμένως καταναλώσει τρεις μεγάλες μπουκάλες μπύρα, η οποία έδειχνε άνθρωπο που δεν είχε επηρεασθεί αφού μπορούσε να συνεννοηθεί πλήρως με τους αστυνομικούς, να βαδίζει κανονικά και εν γένει να επιδει[*461]κνύει φυσιολογική συμπεριφορά. Επίσης, το Κακουργιοδικείο επεσήμανε την ικανότητα του να γράψει ιδιοχείρως την πιστοποίηση πάνω στην κατάθεση. Επιπρόσθετα, επεσήμανε ότι, προτού συμπληρωθεί η κατάθεση του, είχε φθάσει επί τόπου ο δικηγόρος του, ο οποίος και είχε συνομιλήσει μαζί του, χωρίς ο δικηγόρος ή ο ίδιος να διαμαρτυρηθούν ή να αναφέρουν οτιδήποτε για  παρανομία στη λήψη της κατάθεσης. Το Κακουργιοδικείο τέλος επεσήμανε ότι η εκδοχή του κατηγορούμενου στη δίκη εντός δίκης ήταν αντίθετη προς τα όσα δηλώθηκαν από το δικηγόρο του πριν την έναρξη της δίκης αυτής ως και με τη γραμμή της αντεξέτασης των μαρτύρων της Κατηγορούσας Αρχής.  Θεωρούμε αναγκαίο να παραθέσουμε αυτούσιο το απόσπασμα από την ενδιάμεση απόφαση του Κακουργιοδικείου (σελ. 55-56 των πρακτικών):

“Βρίσκουμε ότι ο κατηγορούμενος δεν ήταν υπό την επήρεια οινοπνεύματος όταν έδιδε την κατάθεση του.

Καταλήξαμε σε αυτό το συμπέρασμα έχοντας δεχθεί τα πιο κάτω: Ο κατηγορούμενος από τις 11.00 π.μ. που έφθασε στην μπυραρία μέχρι και τις 1.00 και 1.30 μ.μ. περίπου που εγκατέλειψε την μπυραρία είχε καταναλώσει 3 μεγάλες μπουκάλες μπύρα. Αντιλαμβανόμεθα βεβαίως ότι η ποσότητα αλκοόλ που κάποιος καταναλώνει δεν προδικάζει απαραίτητα και την επήρεια την οποία έχει στη συμπεριφορά του και κατά πόσο δηλαδή του προκαλεί μέθη ή όχι.

Όμως τα όσα ακολούθησαν από τη στιγμή που ελέχθη στον κατηγορούμενο ότι έπρεπε να ακολουθήσει τους αστυνομικούς στον σταθμό και τα όσα διαδραματίσθηκαν στο σταθμό δείχνουν άνθρωπο ο οποίος δεν είχε επηρεαστεί. Εν πρώτοις υπήρξε μεταξύ του κατηγορουμένου και των αστυνομικών εις την μπυραρία μια συζήτηση η οποία ήταν καθόλα λογική και φυσιολογική. Ο κατηγορούμενος ακολούθησε τους αστυνομικούς χωρίς διαμαρτυρία, αφού πλήρωσε τον λογαριασμό του. Το βάδισμα του δεν έδειχνε άνθρωπο ο οποίος είχε επηρεαστεί. Όταν δε έφθασαν στον αστυνομικό σταθμό ήταν σε θέση από μόνος του να ανεβεί τα 17 σκαλιά του σταθμού μέχρι τον πρώτο όροφο και εκεί η συμπεριφορά του ήταν φυσιολογική.  Δεν αντιδρούσε παράξενα, ήταν σε θέση να θυμάται τόσο τον αριθμό της ταυτότητας του και άλλα προσωπικά του στοιχεία.

Ο κατηγορούμενος στο τέλος της κατάθεσης του είχε την καθα[*462]ρότητα πνεύματος αλλά και την ικανότητα να γράψει ιδιοχείρως την πιστοποίηση πάνω στην κατάθεση. Θεωρούμε από την άλλη σημαντικό γεγονός ότι στη διάρκεια της κατάθεσης και προτού αυτή συμπληρωθεί είχε φθάσει στο χώρο όπου δίδετο η κατάθεση και είχε συνομιλήσει μαζί με τον δικηγόρο του. Είχε επομένως όλη την ευχέρεια αν κάτι δεν διεξαγόταν ομαλά και φυσιολογικά να διαμαρτυρηθεί να λάβει συμβουλή και να διακόψει την κατάθεση ή ακόμη στο τέλος να μην την υπογράψει πράγμα το οποίο όμως δεν έγινε.”

Επιπρόσθετα των πιο πάνω, επισημαίνουμε και ότι η προφορική δήλωση του κατηγορουμένου πριν τη λήψη της επίδικης κατάθεσης του “να τα πω ούλα να τελειώνει ο χαβάς”, που έγινε μετά τη σύλληψή του και αφού του επεστήθη η προσοχή του στο νόμο και για την οποία δεν υπήρξε ένσταση,  υποστηρίζει τη θέση ότι η κατάθεση του ήταν θεληματική.

Οι αρχές που διέπουν το θέμα της θεληματικότητας της κατάθεσης αναφέρθηκαν στην ενδιάμεση απόφαση του Κακουργιοδικείου όπου παρατέθηκε σειρά αυθεντιών. Οι αρχές αυτές έχουν ως τελική κατάληξη  το ότι όλοι οι κανόνες που έχουν διαμορφωθεί από τα Δικαστήρια σχετικά με τη δεκτότητα ομολογίας σκοπό έχουν να διαπιστώσουν τη θεληματικότητα της, που είναι το βασικό επίδικο θέμα σε κάθε περίπτωση (Azinas and Another v. The Police (1981) 2 C.L.R. 9).

Στην παρούσα περίπτωση το Κακουργιοδικείο έκρινε ότι ο κατηγορούμενος κατά τη λήψη της κατάθεσης δεν βρισκόταν υπό την επήρεια οινοπνεύματος. Εφόσον αυτή ήταν και η μόνη βάση της ένστασης του κατηγορούμενου το αναπόφευκτο συμπέρασμα μετά την απόρριψη της θέσης του ήταν ότι η ομολογία του κατηγορούμενου ήταν θεληματική.

Είναι η γνώμη μας ότι το εύρημα του Δικαστηρίου ήταν ορθό υπό τις περιστάσεις και δικαιολογημένα το Κακουργιοδικείο κατέληξε σε αυτό. Τίποτε από τα όσα επιχειρηματολόγησε ενώπιόν μας ο συνήγορος του εφεσείοντα-κατηγορούμενου δεν μας έχει πείσει για σφάλμα στην ενδιάμεση απόφαση του Κακουργιοδικείου.

Κρίνουμε ότι η έφεση εναντίον της καταδίκης είναι εντελώς αβάσιμη και ότι θα πρέπει να απορριφθεί.

[*463]Για το αδίκημα της διαφθοράς ανήλικης κάτω των 13 χρόνων και εκείνο της αιμομιξίας, η ποινή που προνοείται από το Νόμο είναι φυλάκιση δια βίου. Για το αδίκημα της παρά φύση ασέλγειας σε παιδί κάτω των 13 ετών, φυλάκιση 14 ετών.  Το Κακουργιοδεικείο επέβαλε ποινή φυλάκισης 10 ετών σε κάθε κατηγορία που αφορούσε τα αδικήματα διαφθοράς ανήλικης και αιμομιξίας και 7 ετών σε κάθε κατηγορία που αφορούσε παρά φύση ασέλγεια.

Θα εξετάσουμε τώρα την έφεση του Γενικού Εισαγγελέα εναντίον της ποινής. 

Το Κακουργιοδικείο, στην απόφαση του για την ποινή, αναφέρθηκε, μεταξύ άλλων, στο σύγγραμμα Blackstone’s Criminal Practice, 1995, όπου γίνεται αναφορά στα κριτήρια για την ποινή σε υποθέσεις αιμομιξίας. Σύμφωνα με αυτό, πέραν της ηλικίας της παραπονουμένης ή ανεξάρτητα απ’ αυτή, θεωρούνται ως επιβαρυντικοί παράγοντες για τον κατηγορούμενο (1)  απόδειξη ότι η παραπονούμενη υπέφερε  σωματικά και ψυχολογικά, (2) το ότι η αιμομιξία παρατάθηκε για μεγάλη χρονική περίοδο, (3) το ότι η παραπονούμενη απειλήθηκε ή τρομοκρατήθηκε από τον κατηγορούμενο πατέρα της και, (4) το ότι η  αιμομιξία συνοδεύτηκε με άλλες διεστραμμένες πράξεις, όπως την πρωκτική επαφή.

Το Κακουργιοδικείο στην επιμέτρηση της ποινής, όπως αναφέρει στην απόφαση του, έλαβε υπόψη, μεταξύ άλλων, τη σοβαρότητα και την κατ’ επανάληψη διάπραξη των αδικημάτων, καθώς και τη διαγωγή του κατηγορούμενου κατά την διάπραξη τους και όλα τα στοιχεία που περιβάλλουν τις κατηγορίες, όπως και τις προσωπικές συνθήκες του ιδίου, που όπως όμως ορθά τόνισε, μικρή σημασία έχουν. Στην υπόθεση Σολωμού ν. Δημοκρατίας (1978) 2 C.L.R. 117, στην οποία το Κακουργιοδεικείο αναφέρεται στην απόφαση του, επικυρώθηκε ποινή 7ετούς φυλάκισης για αιμομιξία σε πατέρα που ήρθε μόνο σε μία περίπτωση σε συνουσία με την εικοσάχρονη κόρη του, που ήταν χαμηλής πνευματικής νοημοσύνης. Το Κακουργιοδικείο σημείωσε ότι η μέγιστη ποινή φυλάκισης για το αδίκημα ήταν τότε η 7ετής φυλάκιση. Στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Ιωάννου άλλως Μανίκα, Αρ. Υπ. 27919/99, το Κακουργιοδικείο Λεμεσού επέβαλε στον κατηγορούμενο ποινή φυλάκισης 20 ετών για κατηγορίες διαφθοράς νεαρής γυναίκας κάτω των 13 ετών και αναφέρθηκε και στην υπόθεση Theofilou v. Republic (1984) 2 C.L.R. 114, όπου λέχθηκε ότι τα Κυπριακά Δικαστήρια πρέπει να υποστηρίζουν τα ανθρώπινα δικαιώματα και να τιμωρούν με παραδειγματικό [*464]τρόπο πράξεις που μειώνουν την ανθρώπινη αξιοπρέπεια.

Είναι η διαπίστωση μας, όπως ήταν και του Κακουργιοδικείου, ότι η παρούσα υπόθεση είναι από τις σοβαρότερες του είδους της. Συνυπάρχουν σ’ αυτή όλοι οι επιβαρυντικοί παράγοντες που αναφέρονται στον Blackstone. Λαμβάνοντας τούτο υπόψη και ιδιαίτερα την ηλικία της παραπονουμένης που ήταν 11-12 ετών κατά το χρόνο διάπραξης των αδικημάτων, το γεγονός ότι τα αδικήματα διαπράττονταν κατ’ επανάληψη για μεγάλο χρονικό διάστημα και ενίοτε με την απειλή βίας, το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος με τη μη παροδοχή του υποχρέωσε τη μικρή του κόρη να ξαναζήσει στο Δικαστήριο τις τραυματικές της εμπειρίες που σίγουρα υπέστη κατά τη διάρκεια της διάπραξης των αδικημάτων, κρίνουμε ότι η ποινή είναι ανεπαρκής κάτω από τις συνθήκες, τόσο για τιμωρία του κατηγορουμένου για τις αποτρόπαιες πράξεις του, όσο και για παραδειγματισμό και αποτροπή.  Ο κατηγορούμενος ενήργησε απάνθρωπα, αδιαφορώντας πλήρως για τις συνέπειες των πράξεων του στη μικρή του κόρη, σε μία ηλικία που σίγουρα τα ψυλοχογικά της τραύματα θα μείνουν ανεξίτηλα και θα τη συνοδεύουν σε όλη της τη ζωή.

Λαμβάνοντας υπόψη πως η προβλεπόμενη από το Νόμο ποινή για τα εγκλήματα της διαφθοράς ανήλικης κάτω των 13 ετών και τώρα και εκείνα της αιμομιξίας είναι ποινή φυλάκισης δια βίου, αυξάνουμε την ποινή στις κατηγορίες 1-8 από 10 σε 15 χρόνια.

Η ποινή για τις υπόλοιπες κατηγορίες επικυρώνεται.

Η έφεση 6711 απορρίπτεται.

Η έφεση 6712 επιτρέπεται.

 


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο