Νικολάου Γεώργιος Βασιλείου και Άλλος ν. Δημοκρατίας (2000) 2 ΑΑΔ 482

(2000) 2 ΑΑΔ 482

[*482]29 Σεπτεμβρίου, 2000

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΗΛΙΑΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ,

(Εφεσείων στην Ποινική Έφεση Αρ. 6817),

ΛΑΖΑΡΟΣ ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΣΟΦΟΚΛΕΟΥΣ,

(Εφεσείων στην Ποινική Έφεση Αρ. 6825),

v.

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

(Ποινικές Εφέσεις Αρ. 6817, 6825)

 

Ανθρωποκτονία ― Ποινικός Κώδικας, Κεφ. 154, Άρθρα 205 (1) (3), 20 και 21 ― Συστατικά στοιχεία ― Πρόκληση θανάτου με παράνομη πράξη και πρόθεση διενέργειας της εν λόγω πράξης.

Συμμετοχή ― Ποινική ευθύνη συμμετόχου ― Ποινικός Κώδικας, Κεφ. 154, Άρθρο 21 ― Κοινός σκοπός ― Διάκριση μεταξύ των Άρθρων 20 και 21 του Κεφ. 154.

Αυτοάμυνα ― Η βία που χρησιμοποιεί ο αυτοαμυνόμενος πρέπει να είναι εύλογα αναγκαία ― Το κριτήριο ως προς το εύλογο της βίας είναι αντικειμενικό λαμβανομένων υπόψη όλων των περιστάσεων ― Χρήση βίας για σκοπούς νόμιμης σύλληψης ― Εφαρμοστέες αρχές της νομολογίας και ανάλυση αυθεντιών.

Ποινή ― Ανθρωποκτονία κατά παράβαση των Άρθρων 205 (1) (3), 20 και 21 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 ― Επιβολή ποινής φυλάκισης επτά ετών στον κάθε ένα εκ των δύο συγκατηγορουμένων ― Επικυρώθηκαν κατ’ έφεση.

Οι εφεσείοντες στην υπόθεση αυτή βρέθηκαν ένοχοι σε κατηγορία για ανθρωποκτονία κατά παράβαση των Άρθρων 205 (1) (3), 20 και 21 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154. Θύμα του εγκλήματος είναι ο [*483]Μαρίνος Κ. Σπύρου.

Όπως προκύπτει από την απόφαση του Κακουργιοδικείου, ο εφεσείων 1 και ο γαμπρός του εφεσείων 2, ειδικός θηροφύλακας, ενώ βρίσκονταν μαζί στο αυτοκίνητο του δεύτερου, είδαν άγνωστό τoυς άτομο τον Μαρίνο Σπύρου, με όπλο λίγα μέτρα μέσα στην απαγορευμένη για το κυνήγι περιοχή. Αποφασίζοντας να τον συλλάβουν, και για να γίνει πιο εύκολη η σύλληψη, ο εφεσείων 2 κάλεσε τον Σπύρου, που βρισκόταν πιο χαμηλά να βγει πάνω, χωρίς να του αναφέρει ότι ήταν ειδικός θηροφύλακας.  Ο Σπύρου τον ύβρισε και πυροβόλησε προς το μέρος του.

Η θέση των εφεσειόντων ήταν ότι, για να εκφοβίσουν τον Σπύρου, και χωρίς να επιδιώκουν να τον πλήξουν, έριξαν πυροβολισμούς στον αέρα.

Δύο κυνηγοί οι ΜΚ4 και ΜΚ10 που βρίσκονταν κοντά στη σκηνή των διαδραματισθέντων, υπoστήριξαν ότι ο εφεσείων 2 σημάδευε και πυροβολούσε προς τα κάτω, όπου ήταν ο Σπύρου.  Ο ΜΚ10 είπε επίσης ότι άκουσε τον εφεσείοντα 2 να λέει “παπά έπαιξα τον”. Και ο πατέρας του Σπύρου, μαρτύρησε ότι και οι δύο εφεσείοντες πυροβολούσαν κατά του γιού του.

Το Κακουργιοδικείο έκαμε τα ακόλουθα ευρήματα:

1.  Οι εφεσείοντες δεν πυροβολούσαν στον αέρα.

2.  Ο Σπύρου βρέθηκε σε απόσταση 270 περίπου μέτρων από εκεί που πυροβόλησε ο εφεσείων 1 και 250 περίπου μέτρων από εκεί που πυροβόλησε ο εφεσείων 2. Αφαιρέθηκαν δύο σφαιρίδια από το σώμα του Σπύρου, το ένα από τα οποία – το θανατηφόρο – τον έπληξε στην αριστερή ωμοπλάτη, τον αριστερό πνεύμονα και την καρδία. Τα σφαιρίδια ήταν τύπου ZERO, μεγάλου μεγέθους και ειδικής κατασκευής ώστε να πλήττουν μεγάλο θήραμα από μεγάλη απόσταση, είναι δε απαγορευμένα.

3.  Ο θάνατος του Σπύρου ήταν πιθανή συνέπεια της ρίψης των πυροβολισμών από τους εφεσείοντες, έστω και αν δεν ήταν πρόθεσή τους να τον επιφέρουν. Εστοιχειοθετείτο λοιπόν το αδίκημα της ανθρωποκτονίας δυνάμει του Άρθρου 205(1) ως συνιστάμενο στην πρόκληση θανάτου με παράνομη πράξη, εφ’ όσον η πρόθεση πρόκλησης θανάτου δεν είναι απαραίτητο στοιχείο του αδικήμα-

[*484]τος.

Οι εφεσείοντες εφεσίβαλαν την πρωτόδικη απόφαση, προσβάλλοντας το εύρημα ότι οι εφεσείοντες δεν πυροβολούσαν στον αέρα.  Η έφεση ουσιαστικά αφορά νομικά θέματα.

Οι εφεσείοντες υποστήριξαν ότι:

1.  Το Κακουργιοδικείο δεν προσδιορίζει την παράνομη πράξη η οποία συνιστά απαραίτητο στοιχείο της ανθρωποκτονίας. Η ρίψη πυροβολισμών προς την κατεύθυνση του Σπύρου, για να τον εκφοβίσουν και να τον αναγκάσουν να σταματήσει για να τον συλλάβουν, δεν συνιστούσε παράνομο σκοπό.

2.  Η απόφαση των εφεσειόντων να πάρουν τα όπλα τους και να συλλάβουν τον Σπύρου, δεν συνιστούσε ενέργεια για επιδίωξη παράνομου κοινού σκοπού στα πλαίσια του Άρθρου 21.

3.  Το Κακουργιοδικείο εξέτασε λανθασμένα το θέμα της αυτοάμυνας εφαρμόζοντας αντικειμενικά και όχι υποκειμενικά κριτήρια.

4.  Δεν εξετάσθηκε η ανεξάρτητη υπεράσπιση του εφεσείοντα 1 ότι παρενέβη για να προστατεύσει τον εφεσείοντα 2 από τον Σπύρου, καθ’ όσον το κριτήριο της δυνατότητας του εφεσείοντος 2 να έπραττε τούτο συναρτάται προς το Άρθρο 7.3 του Συντάγματος και το Άρθρο 17 του Ποινικού Κώδικα και το τι συνιστά εύλογα αναγκαίο προς αποτροπή άλλως αναπότρεπτου και ανεπανόρθωτου κακού.

5.  Το Κακουργιοδικείο δεν εξέτασε ως ανεξάρτητη υπεράσπιση την υπεράσπιση ότι η βία που χρησιμοποίησαν οι εφεσείοντες με τη ρίψη των πυροβολισμών ήταν απόλυτα αναγκαία για σκοπούς σύλληψης του Σπύρου στα πλαίσια του Άρθρου 7.3(β) του Συντάγματος, την οποία είχαν δικαίωμα να διενεργήσουν μετά που ο Σπύρου πυροβόλησε  κατά του εφεσείοντος 2 και έτσι διέπραξε το αυτόφωρο αδίκημα της απόπειρας φόνου του εν λόγω εφεσείοντος, για το οποίο είναι δυνατή η σύλληψη χωρίς ένταλμα σύλληψης δυνάμει του Άρθρου 15(1)(α) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου και του Άρθρου 11.3 του Συντάγματος. Ο σκοπός των εφεσειόντων δεν ήταν παράνομος ούτε για τους σκοπούς του Άρθρου 21, εν πάση περιπτώσει μετά που ο Σπύρου πυροβόλησε κατά του εφεσείοντος 2.

[*485]Με την έφεση προσβάλλεται και η επιβληθείσα ποινή της φυλάκισης επτά ετών ως έκδηλα υπερβολική.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Η ενέργεια ρίψης πυροβολισμών υπό τις συνθήκες που διαπίστωσε το Κακουργιοδικείο ήταν παράνομη.

2.  Το Άρθρο 21 δεν αποτελεί ουσιαστική πρόνοια στοιχειοθέτησης αυτοτελούς αδικήματος αλλά απευθύνεται αποκλειστικά στον καθορισμό της κοινής ευθύνης προσώπων στη διάπραξη αδικήματος προκύπτοντος ως πιθανή συνέπεια από την ενέργεια του ενός στα πλαίσια της κοινής επιδίωξης παράνομου σκοπού. Διαφέρει δε από το Άρθρο 20 κατά το ότι εκείνο καθορίζει την κοινή ευθύνη προσώπων που συμμετέχουν στη διάπραξη συγκεκριμένου αδικήματος. Το κρινόμενο δεν είναι αν ο επιδιωκόμενος σκοπός είναι ο ίδιος ποινικό αδίκημα, αλλά αν το εξεταζόμενο αδίκημα, την κοινή ευθύνη για το οποίο καθορίζει το Άρθρο 21, προέκυψε ως πιθανή συνέπεια στα πλαίσια της πραγμάτωσης του κοινού παράνομου σκοπού.  Εδώ ο κοινός επιδιωκόμενος σκοπός ήταν η σύλληψη του Σπύρου, που καθίστατο παράνομος λόγω του ότι οι εφεσείοντες δεν είχαν το δικαίωμα να τον συλλάβουν ως λαθροκυνηγούντα.

3.  Η κατάληξη του Κακουργιοδικείου ότι οι εφεσείοντες πυροβολούσαν στον αέρα για να εκφοβίσουν τον Σπύρου ώστε να τον αναγκάσουν να σταματήσει για να τον συλλάβουν, εξουδετέρωνε την εκδοχή της αυτοάμυνας.

4.  Στην εξέταση του θέματος της αυτοάμυνας από το Κακουργιοδικείο δεν διαπιστώνεται λάθος. Το Κακουργιοδικείο εξέτασε το θέμα της υπεράσπισης της αυτοάμυνας στα πλαίσια της νομολογίας.

Η απόρριψη της εκδοχής της αυτοάμυνας συμπαρασύρει και τον λόγο έφεσης υπ’ αρ. 4.

5.  Ο λόγος 5) ανωτέρω δεν ευσταθεί, ενόψει της τοποθέτησης του Κακουργιοδικείου ότι τα γεγονότα θα έπρεπε να αντικρυσθούν ως ενιαίο σύνολο. Επιπρόσθετα η απόρριψη της υπεράσπισης του ατυχήματος, αφαιρεί το πραγματικό υπόβαθρο της εισήγησης των εφεσειόντων.

Η βία που χρησιμοποιήθηκε στην προκειμένη υπόθεση δεν ήταν απόλυτα αναγκαία σύμφωνα με τις αρχές του Άρθρου 7.3(β) του Συντάγματος και του Άρθρου 2.2(β) της Ευρωπαϊκής Συνθήκης [*486]Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

Η ποινή δεν είναι έκδηλα υπερβολική.

Η έφεση απορρίφθηκε.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Πουτζιουρής κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 309,

Rossides v. Republic (1983) 2 C.L.R. 391,

R. v. Anderson and Morris [1966] 2 All E.R. 644,

McInnes [1969] 55 Cr. App. R. 551,

Julien [1969] 53 Cr. App. R. 407,

Palmer v. R. [1971] A.C. 814 (P.C.),

Shannon [1980] 71 Cr. App. R. 192,

Gladstone Williams [1984] 78 Cr. App. R. 276,

R. v. Clegg [1995] 1 A.C. 482,

R. v. Duffy [1966] 1 All E.R. 62,

Kelly v. United Kingdom, 17579/90, 13.1.1993,

Steward v. United Kingdom, 10044/82, 10.7.1984,

McCann a.o. v. United Kingdom, 27.9.1995, series A, volume 324.

Εφέσεις εναντίον Καταδίκης και Ποινής.

Εφέσεις από τους κατηγορούμενους εναντίον της απόφασης του Κακουργιοδικείου Λεμεσού (Φωτίου, Π.Ε.Δ., Μιχαηλίδου, Α.Ε.Δ. και Οικονόμου, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 26460/98), ημερομηνίας 2/11/99, με την οποία κρίθηκαν ένοχοι και καταδικάστηκαν στην κατηγορία της ανθρωποκτονίας κατά παράβαση των Άρθρων 205(1)(3), 20 και 21 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 και εναντίον της επιβληθείσας ποινής της επταετούς φυλάκισης, ως υπερβολικής.

[*487]Χρ. Πουργουρίδης, για τους Εφεσείοντες και στις δύο εφέσεις.

Π. Κληρίδης, Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη και στις δύο εφέσεις.

Cur. adv. vult.

ΠΙΚΗΣ, Π.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Δ. Χατζηχαμπής.

ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Οι δύο εφεσείοντες συγκατηγορήθησαν για ανθρωποκτονία δυνάμει των άρθρων 205(1)(3), 20 και 21 του Ποινικού Κώδικα και καταδικάσθησαν. Πλην του ευρήματος ότι οι εφεσείοντες δεν πυροβολούσαν στον αέρα, όπως αυτοί είχαν ισχυρισθεί, τα ευρήματα του Κακουργιοδικείου δεν προσβάλλονται με την έφεση, η οποία ουσιαστικά αφορά νομικά θέματα.  Πολλά πράγματα εξ άλλου δεν ήσαν υπό αμφισβήτηση.

Όπως προκύπτει από την απόφαση του Κακουργιοδικείου, ο εφεσείων 1 είναι πενθερός του εφεσείοντα 2, ο οποίος ήταν ειδικός θηροφύλακας. Οι δυο τους ήσαν στο αυτοκίνητο του εφεσείοντα 2 όταν είδαν κάποιον άγνωστο τους, που όπως προέκυψε ήταν ο Μαρίνος Κώστα Σπύρου, με όπλο λίγα μέτρα μέσα στην απαγορευμένη για το κυνήγι περιοχή. Αποφασίζοντας να τον συλλάβουν, και για να γίνει πιο εύκολη η σύλληψη, ο εφεσείων 1 βγήκε από το αυτοκίνητο με το όπλο του για να τον πλησιάσει από μια κατεύθυνση, ενώ ο εφεσείων 2 συνέχισε με το αυτοκίνητο και κατέβηκε με το όπλο του πιο πέρα, πηγαίνοντας προς το “φτέρος” ώστε να ήταν πάνω από τον Σπύρου ο οποίος δεν θα μπορούσε να τον έβλεπε και έτσι ο εφεσείων να μπορούσε να τον συλλάβει.  Ο εφεσείων 2 κάλεσε τον Σπύρου, που βρισκόταν πιο χαμηλά, να βγει πάνω, χωρίς όμως να αναφέρει ότι ο ίδιος ήταν θηροφύλακας, όπως ο ίδιος και ο εφεσείων 1 ισχυρίζοντο ότι του ανέφερε.  Ο Σπύρου τον ύβρισε και πυροβόλησε προς το μέρος του.

Στο στάδιο αυτό, η θέση των εφεσειόντων ήταν ότι, για να εκφοβίσουν τον Σπύρου, και χωρίς να επιδιώκουν να τον πλήξουν, έριξαν πυροβολισμούς στον αέρα. Συγκεκριμένα, ο εφεσείων 1 ισχυρίσθηκε ότι έριξε δύο πυροβολισμούς στον αέρα μόλις είδε τον Σπύρου που πυροβόλησε κατά του εφεσείοντα 2, και στη συνέχεια, αφού ο εφεσείων 2 δεν ανταποκρίνετο στις ανήσυχες κλήσεις του αν είχε κτυπηθεί από τον Σπύρου, γέμιζε το όπλο του και έριχνε [*488]και άλλους πυροβολισμούς στον αέρα.  Φθάνοντας τελικά κοντά στον εφεσείοντα 2, είδε τον Σπύρου “που εμάσιετουν να ξαναγεμώσει το όπλο του”, ακολούθως δε να τρέχει προς ένα καλαμιώνα και να εξαφανίζεται μέσα σ’ αυτό. Ο εφεσείων 2 ισχυρίσθηκε ότι, όταν ο Σπύρου τον πυροβόλησε, αυτός έριξε δύο πυροβολισμούς στον αέρα για εκφοβισμό, αμέσως μετά δε είδε τον Σπύρου που “εμάσιετουν κάτι να πιάσει από τη μέση του. Κατάλαβα ότι ήταν να ξαναγεμώσει. Εγώ εφώναξα του σταμάτα τζαι ταυτόχρονα εγέμωσα το όπλο μου. Έριψα δύο πυροβολισμούς τζαι ταυτόχρονα με τους πυροβολισμούς ξεκίνησε να τρέχει προς τον ποταμό. Τζείνη την ώρα ήρτε κοντά μου τζαι ο πεθερός μου” είδαν δε τον Σπύρου να τρέχει και να χάνεται μέσα στον καλαμιώνα. Όπως ανέφερε στην κατάθεση του, την οποία και υιοθέτησε, και τους δεύτερους πυροβολισμούς τους έριξε στον αέρα για να κάνει τον Σπύρου να σταματήσει. Τότε είδε τον εφεσείοντα 2 να προβάλλει και να ρίχνει και αυτός δύο πυροβολισμούς στον αέρα, ενώ είχε ακούσει άλλους δύο πυροβολισμούς στον αέρα από τον εφεσείοντα 1 πριν ο ίδιος ρίξει τους δεύτερους δύο πυροβολισμούς.

Δύο κυνηγοί που ήσαν πιο ψηλά και πιο πέρα, οι ΜΚ4 και ΜΚ10, έδωσαν άλλη εκδοχή, ότι ο εφεσείων 2 σημάδευε και πυροβολούσε προς τα κάτω, όπου ήταν ο Σπύρου. Ο ΜΚ10 μάλιστα είπε ότι άκουσε τον εφεσείοντα 2 να λέγει “παπά έπαιξα τον”, ο δε ΜΚ4 είπε ότι σε κάποιο στάδιο άκουσε τον εφεσείοντα 2 να λέγει “να του φωνάζω να έρτει τζαι να μεν έρκεται”.  Και ο πατέρας του Σπύρου, του οποίου το περιβόλι ήταν πολύ κοντά από εκεί που βρέθηκε ο Σπύρου, μαρτύρησε ότι και οι δύο εφεσείοντες πυροβολούσαν κατά του υιού του.

Είναι εύρημα του Κακουργιοδικείου ότι ο Σπύρου βρέθηκε σε απόσταση 270 περίπου μέτρων από εκεί που πυροβόλησε ο εφεσείων 1 και 250 περίπου μέτρων από εκεί που πυροβόλησε ο εφεσείων 2. Αφαιρέθησαν δύο σφαιρίδια από το σώμα του Σπύρου, ένα, που ήταν και το θανατηφόρο, το οποίο έπληξε την αριστερή ωμοπλάτη, τον αριστερό πνεύμονα και την καρδία, και ένα το οποίο έπληξε τον αριστερό βραχίονα.  Τα σφαιρίδια αυτά ήσαν τα λεγόμενα ZERO, μεγάλου μεγέθους και ειδικής κατασκευής ώστε να πλήττουν μεγάλο θήραμα και σε απόσταση μεγαλύτερη εκείνης των συνήθων, είναι δε απαγορευμένα. Είναι επίσης εύρημα του Κακουργιοδικείου ότι ερίφθησαν συνολικά 7 πυροβολισμοί από τον εφεσείοντα 1 (εκ των οποίων δύο με φυσίγγια ZERO) και 4 πυροβολισμοί από τον εφεσείοντα 2 (εκ των οποίων οι δύο τελευταίοι με φυσίγγια ZERO) [*489]και ότι ο Σπύρου πέθανε από πυροβολισμό που έριξε ένας από τους εφεσείοντες. Δεν υπάρχει εύρημα ως προς το από ποιου συγκεκριμένα εφεσείοντα τον πυροβολισμό προήλθε το τραύμα, παρά το ότι η μαρτυρία έτεινε να δείξει ότι ήταν πολύ πιθανό να προήλθε από πυροβολισμό του εφεσείοντα 2, αφού τόσο ο εφεσείων 1 όσο και ο εφεσείων 2 χρησιμοποίησαν φυσίγγια ZERO όσο και κοινά φυσίγγια. Με αυτή τη βάση όμως, το Κακουργιοδικείο θεώρησε ότι τυγχάνουν εφαρμογής οι πρόνοιες του άρθρου 21, του Ποινικού Κώδικα, καθ’ όσον οι δύο εφεσείοντες ενεργούσαν με “κοινή πρόθεση για την επιδίωξη από κοινού κάποιου παράνομου σκοπού” στα πλαίσια του άρθρου 21, αναφερόμενο και στη σχετική νομολογία. Ο διαπιστωθείς κοινός παράνομος σκοπός ήταν η εξ αρχής επιδίωξη της σύλληψης του Σπύρου ως λαθροκυνηγούντα, και μάλιστα μεταφέροντες προς τούτο τα όπλα τους, αφού τέτοιο δικαίωμα σύλληψης δεν είχαν δυνάμει του άρθρου 15 του Ποινικού Κώδικα και του περί Προστασίας και Αναπτύξεως Θηραμάτων και Αγρίων Πτηνών Νόμου του 1974 (Νόμος 39/74).  Το Κακουργιοδικείο διαπίστωσε περαιτέρω ότι ο θάνατος του Σπύρου ήταν πιθανή συνέπεια της ρίψης των πυροβολισμών από τους εφεσείοντες, έστω και αν δεν ήταν πρόθεση τους να τον επιφέρουν, ιδιαίτερα εφ’ όσον χρησιμοποιήθησαν φυσίγγια ZERO, τις ιδιότητες των οποίων οι εφεσείοντες, ως έμπειροι κυνηγοί, γνώριζαν, ερίφθησαν πολλοί πυροβολισμοί, και εφ’ όσον οι εφεσείοντες βρίσκονταν σε πλεονεκτική θέση έναντι του Σπύρου όντας πιο ψηλά από αυτόν. Στοιχειοθετείτο λοιπόν έτσι το αδίκημα της ανθρωποκτονίας δυνάμει του άρθρου 205(1) ως συνιστάμενο στην πρόκληση θανάτου με παράνομη πράξη, εφ’ όσον η πρόθεση πρόκλησης θανάτου δεν είναι απαραίτητο στοιχείο του αδικήματος (Πουτζιουρής & Άλλος ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 309).

Οι διάφορες υπερασπίσεις που οι εφεσείοντες πρόβαλαν ενώπιον του Κακουργιοδικείου διέποντο από το θεμελιακό του εύρημα ότι οι εφεσείοντες δεν πυροβολούσαν στο αέρα, όπως αυτοί ισχυρίζοντο. Το Κακουργιοδικείο δεν δέχθηκε τη θέση τους αυτή. Εκτός της μαρτυρίας των ΜΚ2, ΜΚ4 και ΜΚ10, την οποία έκρινε ως αξιόπιστη, ως προς το πού πυροβολούσαν οι εφεσείοντες, που έρχετο σε αντίθεση με τη θέση των εφεσειόντων, αλλά και στοιχείων της ίδιας της μαρτυρίας των εφεσειόντων, το Κακουργιοδικείο έκρινε ότι και εκ των πραγμάτων δεν μπορούσε να αποδεχθεί ότι οι εφεσείοντες πυροβολούσαν στον αέρα και να κτυπήθηκε ο Σπύρου, και μάλιστα στην πλάτη, λαμβανομένων υπ΄όψη και της υψομετρικής διαφοράς μεταξύ τους και του Σπύρου και της χρήσης φυσιγ[*490]γίων ZERO η οποία, όπως ηύρε, δεν ήταν τυχαία. Έστω και αν λοιπόν, όπως το Κακουργιοδικείο αποδέχθηκε, οι εφεσείοντες, όταν ο Σπύρου ήταν αρχικά πολύ κοντά τους, δεν πυροβόλησαν σημαδεύοντας τον για να τον σκοτώσουν, εν τούτοις πυροβόλησαν και προς την κατεύθυνση του όταν αυτός, αντί να υπακούσει στις κλήσεις του εφεσείοντα, άρχισε να απομακρύνεται από κοντά τους. Το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση, στις σελίδες 46-47, έχει ως εξής:

“Η όλη μαρτυρία και ιδιαίτερα αυτή των κατηγορουμένων οδηγεί το Δικαστήριο στο αβίαστο συμπέρασμα ότι οι κατηγορούμενοι και ιδιαίτερα ο 2ος πρέπει να έριξαν πυροβολισμούς και προς την κατεύθυνση του θύματος όταν αυτός δεν υπάκουσε στις εκκλήσεις του να έλθει πάνω, προς το μέρος τους, αλλά αντίθετα άρχισε να απομακρύνεται από κοντά τους. Το εύρημά μας αυτό υποστηρίζεται από τα όσα ανέφερε ο 2ος κατηγορούμενος στην κατάθεση του Τεκμήριο 10, που ήδη αναφέραμε ότι την υιοθέτησε ενόρκως ως ορθή και αληθή όπου δηλώνει ότι όταν το θύμα απομακρύνετο προς το περβόλι του ο ίδιος γέμισε το όπλο του με φυσίγγια ZERO και τον ξαναπυροβόλησε, αλλά στον αέρα. Στη μαρτυρία του, σε αντίθεση με την κατάθεση του στην Αστυνομία, ισχυρίστηκε ότι ξαναπυροβόλησε όταν το θύμα “εμάσσιετουν” να ξαναγεμίσει χωρίς να αναφέρει ότι ταυτόχρονα το θύμα ξεκίνησε προς το περβόλι του, όπως λέει στην κατάθεσή του Τεκμήριο 10.  Είμαστε πεπεισμένοι ότι η ορθή θέση πρέπει να είναι αυτή της κατάθεσης του Τεκμήριο 10 παρά όπως διαμορφώθηκε κατά τη μαρτυρία του.  Ο πρώτος στη μαρτυρία του είπε και αυτός ότι “όταν το θύμα εμάσσιετουν να γεμώσει έφευγε προς τον ποταμό”, εκδοχή που πιστεύουμε παρουσιάζει τα πραγματικά γεγονότα.

Λαμβάνοντας υπόψη την υψομετρική διαφορά μεταξύ κατηγορουμένων και του θύματος και ως θέμα κοινής λογικής, και χωρίς να υπεισερχόμεθα στο ρόλο των εμπειρογνωμόνων, καταλήγουμε ότι δεν μπορεί να πυροβολούσαν στον αέρα είτε με τον τρόπο που έδειξε ο πρώτος, είτε με τον τρόπο που έδειξε ο δεύτερος και να κτυπηθεί το θύμα με τον τρόπο που κτυπήθηκε, δηλαδή ουσιαστικά στην πλάτη.  (Βλέπε φωτ. 3-12 του Τεκμ. 13 και μαρτυρία του Μ.Κ.8 Π. Σταυριανού).  Επίσης δεν δεχόμαστε ως αληθή τον ισχυρισμό του κάθε κατηγορούμενου ότι είναι τυχαία που έκαμαν χρήση των φυσιγγίων ZERO, ο 1ος πιάνοντας τα ασυναίσθητα από τη ζώνη του και ο 2ος διότι έτυχε να έχει αυτά τα δύο στην τζέπη του. Αν λάβουμε υπόψη και το δικό τους [*491]ισχυρισμό ότι είναι έμπειροι κυνηγοί και γνωρίζουν ότι τα φυσίγγια τύπου ZERO είναι ειδικά για να κτυπούν πιο μακριά απ’ ότι τα συνηθισμένα φυσίγγια και λαμβάνοντας υπόψη ότι ο 2ος έριξε πρώτα, όπως ο ίδιος ανέφερε, συνηθισμένα φυσίγγια (Τεκμ. 16Α και 16Γ) και μετά τα δύο ZERO (Τεκμ. 16 με την άνω κάννη και 16Β με την κάτω κάννη) και ο 1ος έριξε και συνηθισμένα και δύο ZERO (Τεκμ. 18 με τη δεξιά και 18Α με την αριστερή κάννη), οδηγούμεθα στο μόνο λογικό συμπέρασμα ότι οι κατηγορούμενοι πρέπει να έριξαν συνειδητά και προς την κατεύθυνση του θύματος, χωρίς κατ΄ανάγκη να τον σημαδεύουν με σκοπό να τον θανατώσουν, την ώρα που αυτός άρχισε να απομακρύνεται από κοντά τους με σκοπό να τον εκφοβίσουν και αναγκάσουν να σταματήσει.  Η φράση που άκουσε ο Μ.Κ.4 “να του φωνάζω τζιαι να μην έρκεται” συνδυασμένη με τους πυροβολισμούς, δείχνει ότι τουλάχιστον ο 2ος κατηγορούμενος (αφού η όλη μαρτυρία συμπεριλαμβανομένης και αυτής των κατηγορουμένων δείχνει ότι είναι αυτός που τον καλούσε να έρθει πάνω) προφανώς ενοχλημένος γιατί να μην συμμορφώνεται το θύμα επυροβόλησε προς την κατεύθυνση του έστω με σκοπό να τον εκφοβίσει για να σταματήσει.  Ο ίδιος είπε ότι έριξε προς την κατεύθυνση του θύματος αλλά από πάνω του.  Ο 1ος κατηγορούμενος ήταν επίσης παρών και έριχνε και αυτός πυροβολισμούς βοηθώντας το 2ο στο όλο επιχείρημα των πυροβολισμών.  Οι ισχυρισμοί του ότι ο γαμπρός του δεν μιλούσε μετά που ρίχθηκαν οι δύο πυροβολισμοί από το θύμα, και ότι φορούσε περιβραχιόνιο με το σήμα της θήρας, προβλήθηκαν για πρώτη φορά στη μαρτυρία του και τους κρίνουμε ως ψευδείς.  Έτσι παρόλο που αρκετό μέρος της μαρτυρίας του το έχουμε αποδεχθεί, δεν δεχόμαστε την εκδοχή τους ότι πυροβολούσαν μόνο στον αέρα και ότι τα φυσίγγια ZERO τα έριξαν τυχαία.”

Ο τρίτος λόγος έφεσης προσβάλλει ως λανθασμένο το εύρημα του Κακουργιοδικείου ότι, λαμβανομένης υπ’ όψη της υψομετρικής διαφοράς μεταξύ των εφεσειόντων και του Σπύρου, και ως θέμα κοινής λογικής ανεξάρτητα από την άποψη εμπειρογνωμοσύνης, οι εφεσείοντες δεν μπορούσαν να πυροβολούσαν στον αέρα όπως ισχυρίζοντο.  Η πορεία και η συμπεριφορά των σφαιριδίων, λέγεται σε στήριξη του λόγου έφεσης, δεν είναι θέμα κοινής λογικής αλλά εμπειρογνώμονα, σύμφωνα δε με τη μαρτυρία του ΜΚ5 είναι δυνατό ένα ή περισσότερα σφαιρίδια να ακολουθήσουν πορεία άλλη από εκείνη του κύριου όγκου των σφαιριδίων. Εκτός όμως του ότι ο ΜΚ5 (αν το θέμα ήταν καν θέμα εμπειρογνώμονα) εξήγησε [*492]ότι η πιθανότητα αυτή είναι απομακρυσμένη στα σύγχρονα φυσίγγια, το εύρημα του Κακουργιοδικείου ότι οι εφεσείοντες δεν πυροβολούσαν στον αέρα αλλά στην κατεύθυνση του Σπύρου, όπως προκύπτει από την πλήρη αναφορά του πιο πάνω, δεν βασίζετο μόνο στο συμπέρασμα της κοινής λογικής, που εν πάση περιπτώσει ορθά θεωρούμε έκρινε ότι προέκυπτε ως εκ της υψομετρικής διαφοράς, αλλά και σε όλα τα άλλα στοιχεία της μαρτυρίας τα οποία ανέφερε και τα οποία, τονίζουμε εμφαντικά, δεν προσβάλλονται, περιλαμβανομένης της μαρτυρίας των ΜΚ2, ΜΚ4 και ΜΚ10, εκείνης των ιδίων των εφεσειόντων, της μη τυχαίας χρήσης φυσιγγίων ZERO, και του ότι ο Σπύρου επλήγη στην πλάτη ενώ απομακρύνετο από τους εφεσέιοντες. Δεν μπορούμε να διαπιστώσουμε κανένα έρεισμα στο λόγο έφεσης.

Με δεδομένο το εν λόγω εύρημα του Κακουργιοδικείου, ο πέμπτος λόγος έφεσης είναι ότι το Κακουργιοδικείο δεν προσδιορίζει την παράνομη πράξη η οποία συνιστά απαραίτητο στοιχείο της ανθρωποκτονίας. Αιτιολογείται δε αυτό σε συνάρτηση με την εισήγηση ότι, η διαπίστωση ότι οι εφεσείοντες έριξαν πυροβολισμούς προς την κατεύθυνση του Σπύρου, ιδιαίτερα όταν αυτός απομακρύνετο από κοντά τους για να τον εκφοβίσουν και να τον αναγκάσουν να σταματήσει ώστε να τον συλλάβουν, δεν συνιστούσε παράνομο σκοπό. Αντιθέτως όμως, το Κακουργιοδικείο προσδιόρισε τον παράνομο σκοπό, διαπιστώνοντας ότι η παράνομη πράξη ήταν η εξ αρχής επιδίωξη των εφεσειόντων, χωρίς να έχουν δικαίωμα να συλλάβουν τον Σπύρου, μεταφέροντας προς τούτο, και όχι προς το σκοπό κυνηγίου για τον οποίο είχαν άδεια, και τα όπλα τους. Συνέχεια αυτού βέβαια ήταν και η από κοινού ρίψη των πυροβολισμών προς την κατεύθυνση του, που μετάφερε και πραγμάτωνε την παρανομία πιο πέρα.  Ούτε μπορούμε να διανοηθούμε άλλως ή ως παράνομη την ενέργεια ρίψης πυροβολισμών υπό τις συνθήκες που διαπίστωσε το Κακουργιοδικείο.  Όσον αφορά βέβαια τη διάσταση που έχει να κάνει με το ότι είχε προηγηθεί η ρίψη πυροβολισμών από τον Σπύρου, αυτή θα εξετασθεί στα πλαίσια του πρώτου, του τέταρτου και του δεύτερου λόγου έφεσης.

Το ίδιο το εύρημα του Κακουργιοδικείου ότι η απόφαση των εφεσειόντων να πάρουν τα όπλα τους και να επιδιώξουν να συλλάβουν τον Σπύρου, και ότι η ενέργεια αυτή συνιστούσε επιδίωξη παράνομου κοινού σκοπού στα πλαίσια του άρθρου 21, προσβάλλεται ως λανθασμένο με τον έκτο λόγο έφεσης. Ο κ. Πουργουρίδης δέχθηκε ότι οι εφεσείοντες δεν είχαν δικαίωμα να συλλάβουν τον Σπύρου ως λαθροκυνηγούντα, εισηγείται όμως ότι, μέχρι τη στιγ[*493]μή που ο Σπύρου πυροβόλησε κατά του εφεσείοντα 2, οι εφεσείοντες δεν είχαν προβεί σε οποιαδήποτε παράνομη πράξη που να συνιστούσε ποινικό αδίκημα αφού νόμιμα είχαν μαζί τους τα όπλα τους και απλώς ο εφεσείων 1 κάλεσε τον Σπύρου να έρθει κοντά του. Εδώ ακριβώς όμως έγκειται το λανθασμένο του λόγου έφεσης. Όπως και ο κ. Πουργουρίδης παρατηρεί, το άρθρο 21 δεν αποτελεί ουσιαστική πρόνοια στοιχειοθέτησης αυτοτελούς αδικήματος αλλά απευθύνεται αποκλειστικά στον καθορισμό της κοινής ευθύνης προσώπων στη διάπραξη αδικήματος προκύπτοντος ως πιθανή συνέπεια από την ενέργεια του ενός στα πλαίσια της κοινής επιδίωξης παράνομου σκοπού. Το παραθέτουμε:

“21. Αν δύο ή περισσότεροι διαμορφώσουν κοινή πρόθεση για την επιδίωξη από κοινού κάποιου παράνομου σκοπού και κατά την επιδίωξη του σκοπού αυτού διαπραχτεί ποινικό αδίκημα τέτοιας φύσης, ώστε η διάπραξή του να ήταν πιθανή συνεπεία της επιδίωξης του πιο πάνω σκοπού, ο κάθε ένας από αυτούς, θεωρείται ότι διέπραξε το ποινικό αδίκημα.”

Διαφέρει δε και από το άρθρο 20 κατά το ότι εκείνο καθορίζει την κοινή ευθύνη προσώπων που συμμετέχουν στη διάπραξη συγκεκριμένου αδικήματος. Η παρανομία της πράξης που συναρτάται προς την κοινή επιδίωξη του άρθρου 21, σε αντίθεση με το άρθρο 20, αναφέρεται όχι στο συγκεκριμένο αδίκημα, όπως στην περίπτωση του άρθρου 20, ή στην οποιαδήποτε συγκεκριμένη ενέργεια, αντικριζόμενη αφ’ εαυτής και μεμονωμένα, που γίνεται στα πλαίσια της πραγμάτωσης του επιδιωκόμενου σκοπού και συνιστά το εξεταζόμενο αδίκημα, αλλά στον ίδιο τον επιδιωκόμενο σκοπό. Το κρινόμενο δεν είναι λοιπόν αν ο επιδιωκόμενος σκοπός είναι ο ίδιος ποινικό αδίκημα (έστω και αν είναι, όπως θα ήταν η παράνομη σύλληψη του Σπύρου), αλλά αν το εξεταζόμενο αδίκημα, την κοινή ευθύνη για το οποίο καθορίζει το άρθρο 21, προέκυψε ως πιθανή συνέπεια στα πλαίσια της πραγμάτωσης του κοινού παράνομου σκοπού. Εδώ ο κοινός επιδιωκόμενος σκοπός ήταν η σύλληψη του Σπύρου, που καθίστατο παράνομος ως εκ του ότι οι εφεσείοντες ομολογουμένως δεν είχαν δικαίωμα να τον συλλάβουν ως λαθροκυνηγούντα. Η παρανομία της κοινής αυτής επιδίωξης καθιστούσε υπεύθυνους και τους δύο για κάθε επί μέρους ενέργεια τους στα πλαίσια της πραγμάτωσης της και εφ’ όσον η εν λόγω ενέργεια δεν εξήρχετο των πλαισίων της επιδίωξης του παράνομου κοινού σκοπού. Η νομολογία δείχνει καθαρά ότι, εφ΄όσον το τελικό αποτέλεσμα είναι στα πλαίσια εκείνα ως πιθανή συνέπεια, φέρουν ευ[*494]θύνη όλοι οι συμμετέχοντες στον κοινό σκοπό παρά το ότι η πράξη αυτή καθ’ αυτή που συνιστά το αδίκημα έγινε μόνο από τον ένα (ίδε Πουτζιουρής, ανωτέρω, Rossides v. Republic (1983) 2 C.L.R. 391). Μάλιστα η αγγλική νομολογία επεκτείνει την αρχή αυτή και σε ασυνήθεις συνέπειες της εκτέλεσης του κοινού σκοπού, εφ’ όσον βέβαια συνεχίζουν να είναι στα πλαίσια του κοινού σκοπού και δεν συνιστούν συνέπειες υπέρβασης του (οπότε και η αιτιατή σχέση θα διερρηγνύετο) - R. v. Anderson and Morris [1966] 2 All E.R. 644. Εκτός δε του ότι δεν προσβάλλεται το εύρημα του δικαστηρίου ότι η ρίψη των πυροβολισμών που επέφεραν το θάνατο του Σπύρου ήταν στα πλαίσια του κοινά επιδιωκόμενου παράνομου σκοπού ως πιθανή συνέπεια, όπως ήδη παρατηρήσαμε η επιδίωξη του κοινού παράνομου σκοπού δεν περιορίσθηκε στην αναζήτηση με τα όπλα και στην κλήση προς τον Σπύρου αλλά επεκτάθηκε στην από κοινού ρίψη πυροβολισμών προς την κατεύθυνση του.

Αυτό μας οδηγεί στον τέταρτο λόγο έφεσης ότι το Κακουργιοδικείο εξέτασε λανθασμένα το θέμα της αυτοάμυνας, εφαρμόζοντας αντικειμενικά και όχι υποκειμενικά κριτήρια, εξετάζοντας δηλαδή αν η αντίδραση των εφεσειόντων ήταν αντικειμενικά λογικά αναγκαία αντί υποκειμενικά κατανοητή ως εκ της σύγχυσης και του κλονισμού τους που ακολούθησε τους πυροβολισμούς από τον Σπύρου. Η υπεράσπιση της αυτοάμυνας είχε προβληθεί στο Κακουργιοδικείο και είχε εξετασθεί και απορριφθεί. Κατ’ αρχή, βέβαια, η υπεράσπιση αυτή δεν είχε πλέον οποιαδήποτε βάση, αφ’ ης στιγμής απορρίφθηκε η θέση των εφεσειόντων ότι πυροβολούσαν στον αέρα όχι για αυτοάμυνα αλλά για να εκφοβίσουν τον Σπύρου ώστε να σταματήσει και να τον συλλάβουν. Το ζητούμενο, σύμφωνα με την εκδοχή των εφεσειόντων, δεν ήταν αν, αυτοαμυνόμενοι, είχαν αντιδράσει πέραν του τι ήταν αντικειμενικά εύλογα αναγκαίο αλλά στα πλαίσια της δικής τους υποκειμενικής αντίληψης του αναγκαίου. Το ζητούμενο ήταν αν, όπως ισχυρίζοντο, πυροβολούσαν στον αέρα όχι για να αμυνθούν αλλά για να εκφοβίσουν τον Σπύρου και να τον αναγκάσουν να σταματήσει ώστε να τον συλλάβουν. Αυτό ήταν και το κεντρικό σημείο της όλης υπόθεσης, η ουσία δε της απόφασης του Κακουργιοδικείου έγκειται στο ανωτέρω παρατεθέν απόσπασμα από τις σελίδες 46-47. Δοθείσας της κατάληξης του Κακουργιοδικείου επ’ αυτού, κανονικά και με συνέπεια δεν ετίθετο επέκεινα θέμα αυτοάμυνας, εφ΄όσον τα γεγονότα επί των οποίων θα μπορούσε να στηρίζετο θα ήσαν πλέον σε αντίθεση με τα ίδια τα ευρήματα του δικαστηρίου και έτσι δεν προσφέρετο υπόβαθρο διακρίβωσης ισχυρισμού για αυτοάμυνα.  Και [*495]συγκεκριμένα, με αναφορά στη διάκριση μεταξύ του αντικειμενικά και του υποκειμενικά εύλογα αναγκαίου που αφορά ο λόγος έφεσης, ποια βάση θα μπορούσε να υπάρχει για την εισήγηση ότι έδρασαν υποκειμενικά εύλογα αναγκαία αφού δεν διαπιστώθηκε οποιαδήποτε αναγκαιότητα για αυτοάμυνα δυνάμει της οποίας να ενήργησαν;  Η δυνατότητα προώθησης εναλλακτικών υπερασπίσεων, όπως ήταν η νόμιμη επιδίωξη σύλληψης του Σπύρου (που αφορά στον πρώτο λόγο έφεσης), η αυτοάμυνα και το ατύχημα πλέον εξέλιπε.

Το ίδιο το Κακουργιοδικείο μάλιστα διερωτήθηκε για την υπεράσπιση αυτή, παρατηρώντας ότι η αυτοάμυνα, όπως προνοείται τόσο στο άρθρο 7.3 του Συντάγματος όσο και στο άρθρο 17 του Ποινικού κώδικα, αλλά και στη νομολογία στην οποία παρέθεσε, αναφέρεται σε ενέργεια προς αποφυγή ανάλογης και άλλως αναπότρεπτης συνέπειας.  Όπως δε παρατήρησε το Κακουργιοδικείο στη σ. 44:

“Εδώ ο ισχυρισμός των κατηγορούμενων δεν ήταν ότι έσπευσαν να σκοτώσουν αυτοί το θύμα διότι διαφορετικά θα προλάβαινε να σκοτώσει εκείνος τον 2ο κατηγορούμενο (όπως προβλέπει το άρθρο 7.3 του δικού μας Συντάγματος και το άρθρο 2.2 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων), αλλά ότι το μόνο που έκαμναν για σκοπούς αυτοάμυνας ήταν να ρίχνουν πυροβολισμούς στον αέρα για εκφοβισμό του θύματος κι’ ότι απορούν και οι ίδιοι πώς εκτυπήθη το θύμα. Γι’ αυτό άλλωστε επικαλούνται και την υπεράσπιση του ατυχήματος.”

Παρά ταύτα, το Κακουργιοδικείο προχώρησε να εξετάσει το θέμα, καταλήγοντας ότι οι εφεσείοντες υπερέβησαν τα όρια της αυτοάμυνας ούτως ώστε οι πράξεις τους να μετατράπηκαν ουσιαστικά σε επίθεση, αφού η ενέργεια τους να συνεχίσουν να πυροβολούν την ώρα που ο Σπύρου απομακρύνετο και δεν υπήρχε πλέον άμεσα κίνδυνος γι’ αυτούς, ενώ είχαν και διαζευκτικές λύσεις να αυτοπροστατευθούν ως εκ της πλεονεκτικής θέσεως που βρίσκονταν, καθιστούσε τις πράξεις τους υπέρβαση της λογικής βίας που ήταν αναγκαία για την ανάλογη προστασία τους. Ακόλουθα, βέβαια, απορρίφθηκε και η υπεράσπιση του ατυχήματος, καθ’ όσον η διαπιστωθείσα ρίψη πυροβολισμών από τους εφεσείοντες προς τον Σπύρου, ιδιαίτερα στο στάδιο που αυτός απεμακρύνετο, με σκοπό να τον αναγκάσουν να σταματήσει και να τον συλλάβουν, λογικά αναμε[*496]νόμενη συνέπεια της οποίας ήταν να πληγεί, απέκλειε κάθε βάση για τη στήριξη εισήγησης περί ατυχήματος.

Στην προσέγγιση του θέματος της αυτοάμυνας από το Κακουργιοδικείο δεν διαπιστώνεται λάθος. Εκ των πραγμάτων, η έννοια της “εύλογα” αναγκαίας βίας μόνο αντικειμενική μπορεί να είναι, αφού ο ίδιος ο όρος “εύλογα” εισηγείται διαμόρφωση αντικειμενικής κρίσης εκ μέρους του δικαστηρίου ως κριτή των γεγονότων.  Επειδή όμως ακριβώς το θέμα αφορά κρίση επί των γεγονότων, και μάλιστα σε συνάρτηση προς το λογικό της αντίδρασης προσώπου ισχυριζομένου ότι ευρέθη στην ανάγκη να υπερασπίσει τον εαυτό του, το υποκειμενικό στοιχείο της δικής του τοποθέτησης στην εξεταζόμενη κατάσταση πραγμάτων οπωσδήποτε υπεισέρχεται στο θέμα, μαζί με όλα τα άλλα δεδομένα. Όχι όμως ασφαλώς υπό τη μορφή του αν ο ίδιος ο κατηγορούμενος έκρινε ότι η χρησιμοποιηθείσα βία ήταν εύλογα αναγκαία, αλλά ώστε η δική του λογική αντίληψη των πραγμάτων να ληφθεί υπ’ όψη, μαζί με όλα τα άλλα στοιχεία, για να αποφασισθεί αν ήταν εύλογα αναγκαία - “... that which was reasonable in the light of the circumstances as they reaonably appeared to the accused ...”, όπως το διατύπωσε ο Edmund Davies, L.J. (ως ήτο τότε), στην McInnes [1969] 55 Cr. App. R. 551, σ. 562, στην οποία ακολουθήθηκε από το Court of Appeal η Julien [1969] 53 Cr. App .R. 407 και υιοθετήθηκε η κλασσική διατύπωση της αρχής της αυτοάμυνας από τον Lord Morris στην Palmer v. R. [1971] A.C. 814 (P.C.), στις σελίδες 831-832:

“In their Lordships’ view the defence of self-defence is one which can be and will be readily understood by any jury. It is a straightforward conception. It involves no abstruse legal thought.  It requires no set words by way of explanation.  No formula need be employed in reference to it.  Only common sense is needed for its understanding.  It is both good law and good sense that a man who is attacked may defend himself.  It is both good law and good sense that he may do, but may only do, what is reasonably necessary. But everything will depend upon the particular facts and circumstances. Of these a jury can decide. It may in some cases be only sensible and clearly possible to take some simple avoiding action. Some attacks may be serious and dangerous.  Others may not be. If there is some relatively minor attack it would not be common sense to permit some action of retaliation which was wholly out of proportion to the necessities of the situation. If an attack is serious so that it puts someone in [*497]immediate peril then immediate defensive action may be necessary. If the moment is one of crisis for someone in imminent danger he may have to avert the danger by some instant reaction. If the attack is all over and no sort of peril remains then the employment of force may be by way of revenge or punishment or by way of paying off an old score or may be pure aggression. There may no longer be any link with a necessity of defence. Of all these matters the good sense of a jury will be the arbiter.  There are no prescribed words which must be employed in or adopted in a summing up. All that is needed is a clear exposition, in relation to the particular facts of the case, of the conception of necessary self-defence. If there has been no attack then clearly there will have been no need for defence. If there has been attack so that defence is reasonably necessary it will be recognised that a person defending himself cannot weigh to a nicety the exact measure of his necessary defensive action.  If a jury thought that in a moment of unexpected anguish a person attacked had only done what he honestly and instinctively thought was necessary that would be most potent evidence that only reasonable defensive action had been taken. A jury will be told that the defence of self-defence, where the evidence makes its raising possible, will only fail if the prosecution show beyond doubt that what the accused did was not by way of self-defence.  But their Lordships consider, in agreement with the approach in the De Freitas case [1960] 2 W.I.R. 523, that if the prosecution have shown that what was done was not done in self-defence then that issue is eliminated from the case.  If the jury consider that an accused acted in self-defence or if the jury are in doubt as to this then they will acquit.  The defence of self-defence either succeeds so as to result in an acquittal or it is disproved in which case as a defence it is rejected.  In a homicide case the circumstances may be such that it will become an issue as to whether there was provocation so that the verdict might be one of manslaughter.  Any other possible issues will remain.  If in any case the view is possible that the intent necessary to constitute the crime of murder was lacking then that matter would be left to the jury.”

Ο συσχετισμός του αντικειμενικού κριτηρίου προς τις περιστάσεις συνοψίζεται και από τον Lord Diplock στην Reference under s 48A of the Criminal Appeal (Northern Ireland) Act 1968 (No 1 of 1975) [1976] 2 All E.R. 937 στη σ. 947, σε συνάρτηση προς την ανάλογη υπεράσπιση της χρήσης εύλογα αναγκαίας βίας για την [*498]αποτροπή εγκλήματος:

“The form in which the jury would have to ask themselves the question in a trial for an offence against the person in which this defence was raised by the accused, would be: are we satisfied that no reasonable man (a) with knowledge of such facts as were known to the accused or reasonably believed by him to exist (b) in the circumstances and time available to him for reflection (c) could be of opinion that the prevention of the risk of harm to which others might be exposed if the suspect were allowed to escape, justified exposing the suspect to the risk of harm to him that might result from the kind of force that the accused contemplated using?”

H Shannon [1980] 71 Cr. App. R. 192, στην οποία βασίσθηκε ο κ. Πουργουρίδης, όχι μόνο δεν διαφοροποιεί τη θέση αυτή αλλά την ακολουθεί. Όπως παρατήρησε ο Ormrod, L.J. σχολιάζοντας το απόσπασμα από την απόφαση του Lord Morris στην Palmer v. R στις σελίδες 195-196:

“The whole tenor of this statement of the law is directed to the distinction which has to be drawn between acts which are essentially defensive in character and acts which are essentially offensive, punitive, or retaliatory in character. Attack may be the best form of defence, but not necessarily in law. Counter-attack within limits is permissible;  but going over to the offensive when the real danger is over is another thing.”

Και το κριτήριο για τη διαπίστωση εκείνη παραμένει, στο τέλος της ημέρας, αντικειμενικό, ως προς το εύλογο της βίας που χρησιμοποιήθηκε, λαμβανομένων υπ’ όψη όλων των περιστάσεων.  Η καταδίκη στη Shannon παραμερίσθηκε μόνο και μόνο διότι η καθοδήγηση του δικαστή προς τους ενόρκους κρίθηκε ελαττωματική αφού δεν περιείχε αναφορά στο σύνολο των περιστάσεων, όπως αναπτύχθησαν στην Palmer v. R., περιλαμβανομένης της αντίληψης του κατηγορούμενου ως προς την απεγνωσμένη κατάσταση στην οποία θεώρησε ότι βρίσκετο.

Η Gladstone Williams [1984] 78 Cr. App. R. 276, στην οποία επίσης αναφέρθηκε ο κ. Πουργουρίδης, είναι άσχετη προς το παρόν θέμα αφού το κρινόμενο εκεί ήταν όχι το εύλογο της χρησιμοποιηθείσας βίας στα πλαίσια αυτοάμυνας ή προστασίας άλλου προσώ[*499]που σε κίνδυνο αλλά το ίδιο το mens rea του κατηγορουμένου προς το οποίο η υποκειμενική του αντίληψη των πραγμάτων και όχι η αντικειμενική πραγματικότητα ήταν, σύμφωνα με τα πάγια κριτήρια, η μόνη σχετική διάσταση.

Η R. v Clegg [1995] 1 A.C. 482 δείχνει ακριβώς το κριτήριο και το όριο της αυτοάμυνας, έχει δε ισχυρή αναλογία προς την προκειμένη υπόθεση, αφού εκρίθη εκεί από το Court of Appeal in Northern Ireland (η έφεση στο House of Lords αφορούσε άλλο και ακόλουθο νομικό σημείο) ότι, αν και οι τρεις πρώτοι πυροβολισμοί κατά του αυτοκινήτου ερίφθησαν στα πλαίσια αυτοάμυνας, ο τέταρτος - και θανατηφόρος - πυροβολισμός ο οποίος ερίφθη στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου ενώ αυτό απεμακρύνετο δεν ήταν στα πλαίσια αυτοάμυνας αφού συνιστούσε υπερβολική και δυσανάλογη χρήση βίας.

Το Κακουργιοδικείο εξέτασε την υπεράσπιση της αυτοάμυνας στα πλαίσια της νομολογίας. Αναφέρθηκε σε έκταση σε όλες τις περιστάσεις οι οποίες περιέβαλλαν τις κρινόμενες ενέργειες των εφεσειόντων, περιλαμβανομένης της θέσης των ως εκ του ότι ο Σπύρου είχε πυροβολήσει κατά του εφεσείοντα 2.  Παραπέμπουμε μάλιστα και ειδικά στην παρατήρηση του στη σ. 51 ότι:

“... εκρίναμε την αντίδραση των κατηγορουμένων με την κάθε δυνατή ελαστικότητα και όχι αυστηρά αφού λάβαμε υπόψη ότι ψυχολογικά ένας που κινδυνεύει η ζωή του και αγωνίζεται να τη σώσει η αντίδραση που κάμνει δεν μπορεί να είναι η ίδια που κάμνει ένας όταν δεν κινδυνεύει η ζωή του.”

Η κατάληξη του, στο τέλος της ημέρας, ότι η υπεράσπιση της αυτοάμυνας δεν είχε θέση δεν εβασίζετο σε εσφαλμένη καθοδήγηση είτε γενικά είτε ειδικά ως προς το παράπονο του λόγου έφεσης.

Η απόρριψη της εκδοχής της αυτοάμυνας συμπαρασύρει και το δεύτερο λόγο έφεσης ο οποίος παραπονείται ότι δεν εξετάσθηκε η ανεξάρτητη υπεράσπιση του εφεσείοντα 1 ότι παρενέβη για να προστατεύσει τον εφεσείοντα 2 από τον Σπύρου, καθ’ όσον το κριτήριο της δυνατότητας του εφεσείοντα 2 να έπραττε τούτο συναρτάται και πάλι προς το άρθρο 7.3 του Συντάγματος και το άρθρο 17 του Ποινικού Κώδικα και το τι συνιστά εύλογα αναγκαίο προς αποτροπή άλλως αναπότρεπτου και ανεπανόρθωτου κακού (ίδε επίσης R. v. Duffy [1966] 1 All E.R. 62).

[*500]

Όσον αφορά την καταδίκη, απομένει βέβαια ο πρώτος λόγος έφεσης στον οποίο και επικέντρωσε το διάγραμμα και την αγόρευση του ο κ. Πουργουρίδης. Το παράπονο είναι ότι το Κακουργιοδικείο, παρά το ότι κλήθηκε προς τούτο, περιορίσθηκε στην εξέταση της υπεράσπισης της αυτοάμυνας και δεν εξέτασε την άλλη υπεράσπιση που προέβαλαν οι εφεσείοντες ότι η βία που χρησιμοποίησαν με τη ρίψη των πυροβολισμών ήταν απόλυτα αναγκαία για σκοπούς σύλληψης του Σπύρου στα πλαίσια του άρθρου 7.3(β) του Συντάγματος, την οποία είχαν δικαίωμα να διενεργήσουν μετά που ο Σπύρου πυροβόλησε κατά του Εφεσείοντα 2 και έτσι διέπραξε το αυτόφωρο αδίκημα της απόπειρας φόνου του εφεσείοντα 2, για το οποίο είναι δυνατή η σύλληψη χωρίς ένταλμα σύλληψης δυνάμει του άρθρου 11.3 του Συντάγματος και του άρθρου 15(1)(α) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου. Ο σκοπός των εφεσειόντων, λέγει ο κ. Πουργουρίδης, δεν ήταν λοιπόν παράνομος ούτε για σκοπούς του άρθρου 21, εν πάση περιπτώσει μετά που ο Σπύρου πυροβόλησε κατά του εφεσείοντα 2.  Στα πλαίσια αυτά, ο κ. Πουργουρίδης εισηγείται ότι και νόμιμος ήταν ο σκοπός των εφεσειόντων και ότι αυτοί δεν υπερέβησαν τα όρια της “απόλυτης αναγκαίας βίας” που επιτρέπει το άρθρο 7.3 καθ΄όσον ο Σπύρου, εκτός της προηγηθείσας ενέργειας του, οπλοφορούσε και δυνατό να χρησιμοποιούσε και πάλι το όπλο του εναντίον τους.

Αν και το Κακουργιοδικείο είχε υπ΄όψη του την εν λόγω εισήγηση, όπως το έθεσε στη σ. 37:

“Είμαστε της γνώμης ότι το όλο επεισόδιο θα πρέπει να εξεταστεί ως ενιαίο σύνολο δηλ. από τη στιγμή που ξεκίνησε με την απόφαση των κατηγορούμενων να συλλάβουν το θύμα και μάλιστα με τη χρήση όπλων μέχρι τη λήξη του επεισοδίου που είχε σαν αποτέλεσμα το θάνατο του θύματος και το γεγονός ότι πυροβόλησε και το θύμα θα εξεταστεί μέσα στο πλαίσιο κατά πόσο οι κατηγορούμενοι ενεργούσαν σε αυτοάμυνα ή ότι ο θάνατος ήταν αποτέλεσμα ατυχήματος.”

Και είναι γεγονός ότι το Κακουργιοδικείο δεν πραγματεύθηκε την εισήγηση αυτή ως ανεξάρτητη υπεράσπιση.  Η πιο πάνω όμως τοποθέτηση του Κακουργιοδικείου ότι τα γεγονότα θα έπρεπε να αντικρισθούν ως ενιαίο σύνολο, επισημαίνει αυτό που διέπει και την όλη απόφαση του, ότι δηλαδή η σύλληψη του Σπύρου δεν απεφασίσθη όταν αυτός πυροβόλησε αλλά εξ αρχής ως ο επιδιωκόμε[*501]νος κοινός παράνομος σκοπός προς επίτευξη του οποίου οι εφεσείοντες επιδόθησαν μεταφέροντες και τα όπλα τους, και συνέχιζε έτσι καθ’ όλη τη διάρκεια των διαδραματισθέντων, ώστε να μην ήταν λογικό να διαχωρισθούν οι ενέργειες των εφεσειόντων πριν και μετά που πυροβόλησε ο Σπύρου. Δεδομένου μάλιστα, επισημαίνουμε, του ευρήματος του Κακουργιοδικείου ότι η ρίψη των πυροβολισμών από τους εφεσείοντες μετά που ο Σπύρου πυροβόλησε ήταν στα πλαίσια του αρχικά επιδιωκόμενου κοινού παράνομου σκοπού της σύλληψης του, εύρημα το οποίο, όπως ήδη παρατηρήσαμε, δεν προσβάλλεται και εν πάση περιπτώσει ισχύει.

Εκτός τούτου, όμως, και η εισήγηση αυτή στηρίζετο στη θέση ότι οι εφεσείοντες δεν πυροβολούσαν προς την κατεύθυνση του Σπύρου αλλά στον αέρα για να τον εκφοβίσουν και να τον αναγκάσουν να σταματήσει ώστε να τον συλλάβουν, θέση η οποία απορρίφθηκε, όπως απορρίφθηκε και η παράλειψη εισήγησης ότι επρόκειτο για ατύχημα, εύρημα το οποίο δεν προσβάλλεται με την έφεση. Η απόρριψη της υπεράσπισης του ατυχήματος, μάλιστα, αφαιρεί το πραγματικό υπόβαθρο της προκειμένης εισήγησης.

Αλλά και αν η εν λόγω υπεράσπιση εξετασθεί επί των δικών της όρων, θεωρώντας ότι οι εφεσείοντες είχαν δικαίωμα να συλλάβουν τον Σπύρου για αυτόφωτο αδίκημα (που, όπως υπέδειξε ο κ. Κληρίδης, δεν είναι δεδομένο), το κρίσιμο ερώτημα αφορά το κατά πόσο οι εφεσείοντες, πυροβολώντας προς την κατεύθυνση του Σπύρου όπως είναι το εύρημα του Κακουργιοδικείου, δεν υπερέβησαν την “απολύτως αναγκαία βία” προς επίτευξη της σύλληψης του. Από μια άποψη, η κατάληξη του Κακουργιοδικείου ότι η βία που χρησιμοποιήθηκε υπερέβη τα όρια της εύλογα αναγκαίας για σκοπούς αυτοάμυνας, θα συνεπάγετο και τη διαπίστωση ότι υπερέβη και τα όρια της απολύτως αναγκαίας για τη σύλληψη, αφού το κριτήριο της “απολύτως αναγκαίας βίας” είναι αυστηρότερο από το κριτήριο της “εύλογα αναγκαίας βίας”, όπως και το ίδιο το Κακουργιοδικείο παρατήρησε. Τοσούτο μάλλον αφού, αν και η “απολύτως αναγκαία βία” κάτω από το άρθρο 7.3(β) εξετάζεται σε αναφορά με άλλο σκοπό, εκείνο της σύλληψης, από ότι εξετάσθηκε η “εύλογα αναγκαία βία” κάτω από το άρθρο 7.3(α) και το άρθρο 17, δηλαδή για σκοπούς αυτοάμυνας, ο σκοπός της αυτοάμυνας, δηλαδή η προστασία της ανθρώπινης ζωής, είναι απείρως ισχυρότερος εκείνου της σύλληψης, που είναι η τιμωρία του παρανομούντα. Και έτσι όμως, θα εξετάσουμε το θέμα αφού αποτέλεσε, όπως παρατηρήσαμε, κεντρικό θέμα στην αγόρευση του κ. Πουργουρίδη σε συ[*502]νάρτηση προς τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και της Επιτροπής του Συμβουλίου της Ευρώπης, στην οποία μόνο ακροθιγώς και σε γενικότητα αναφέρθηκε το Κακουργιοδικείο στην απόφαση του.

Ο κ. Πουργουρίδης βασίσθηκε ιδιαίτερα στην απόφαση της Επιτροπής του Συμβουλίου της Ευρώπης στην υπόθεση Kelly v. United Kingdom, 17579/90, 13.1.1993, η οποία απορρίφθηκε ως απαράδεκτη. Η απόφαση αυτή όμως κάθε άλλο παρά βοηθά τους εφεσείοντες. Η Επιτροπή παρατήρησε κατ’ αρχή την αυστηρότητα του ενιαίου κριτηρίου “absolutely necessary” που αναφέρεται στη χρήση επιτρεπτής βίας στα πλαίσια του άρθρου 2.2 της Ευρωπαϊκής Συνθήκης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, το οποίο αντιστοιχεί προς το άρθρο 7.3(β) και το οποίο προνοεί:

“2.   Deprivation of life shall not be regarded as inflicted in contravention of this Article when it results from the use of force which is no more than absolutely necessary:

a.  in defence of any person from unlawful violence;

b.  in order to effect a lawful arrest or to prevent the escape of a person lawfully detained;

c.  in action lawfully taken for the purpose of quelling a riot or insurrection.”

Όπως το έθεσε στις σελίδες 41-42:

“As a preliminary remark, the Commission would emphasise that the situations where deprivation of life may be justified are exhaustive and must be narrowly interpreted. The use of force which has resulted in a deprivation of life must have been shown to have been “absolutely necessary” for one of the purposes set out in the second paragraph. The Commission has held that the test of necessity includes an assessment as to whether the interference was proportionate to the legitimate aim pursued and that the qualification of the word “necessary” by the adverb “absolutely” indicates that a stricter and more compelling test of necessity must be applied than in the context of other provisions of the Convention. More specifically, the Commission considered that:

‘... Article 2 para. 2 permits the use of force for the purposes enumerated in sub-paragraphs (a), (b) and (c) subject to the requirement that the force used is strictly proportionate to the [*503]achievement of the permitted purpose.  In assessing whether the use of force is strictly proportionate, regard must be had to the nature of the aim pursued, the dangers to life and limb inherent in the situation and the degree of the risk that the force employed might result in loss of life.  The Commission’s examination must have due regard to all the relevant circumstances surrounding the deprivation of life» (No. 10044/82, Dec. 10.7.84, D.R. 39 pp. 162, 171).’

Εφαρμόζοντας την αρχή αυτή στην ενώπιον της υπόθεση, επεσήμανε ότι (σ. 42):

“... the Commission is satisfied that the shooting in this case was for the purpose of apprehending the occupants of the stolen car, who were reasonably believed to be terrorists, in order to prevent them carrying out terrorist activities.  Accordingly, the action of the soldiers in this case was taken for the purpose of effecting a lawful arrest within the meaning of Article 2 para. 2(b) of the Convention. ....................

The Commission has therefore examined whether the force used in pursuit of the above aim was “absolutely necessary”, in particular whether it was strictly proportionate, having regard to the situation confronting the soldiers, the degree of force employed in response and the risk that the use of force could result in the deprivation of life.”

Παρατηρώντας δε ότι ο μόνος τρόπος να σταματήσουν το αυτοκίνητο ήταν πυροβολώντας εναντίον του όπως έκαναν, τόνισε ότι (σ. 43):

“Their conduct must also be assessed against the background of the events in Northern Ireland, which is facing a situation in which terrorist killings have become a feature of life. In this context the Commission recalls the judge’s comments that, although the risk of harm to the occupants of the car was high, the kind of harm to be averted (as the soldiers reasonably thought) by preventing their escape was even greater, namely the freedom of terrorists to resume their dealing in death and destruction.”

Η υπόθεση Kelly είναι πολύ απομακρυσμένη από την ενώπιον μας υπόθεση. Ασφαλώς δεν αποφασίζει ότι η οποιαδήποτε βία είναι [*504]επιτρεπτή αν μόνον έτσι μπορεί να επιτευχθεί η σύλληψη. Αυτό που αποφασίζει είναι ότι, δοθείσας της πολύ περιορισμένης έκτασης της υπεράσπισης του άρθρου 2.2, η χρήση της απολύτως αναγκαίας βίας είναι επιτρεπτή μόνον όπου είναι ανάλογη του συγκεκριμένου σκοπού τον οποίο επιδιώκει, ο οποίος στην περίπτωση εκείνη ήταν να συλληφθούν από τις δυνάμεις ασφαλείας, και όχι από οποιοδήποτε ιδιώτη, άτομα τα οποία λογικά εκρίθησαν ότι ήσαν απεγνωσμένοι τρομοκράτες ώστε να εμποδισθούν να συνεχίσουν τις τρομοκρατικές ενέργειες τους, λαμβάνοντας ιδιαίτερα υπ’ όψη την επικρατούσα κατάσταση πραγμάτων στη Βόρειο Ιρλανδία. Στην προκειμένη περίπτωση, και αν ακόμα η ρίψη πυροβολισμών που, όπως είναι το εύρημα του Κακουργιοδικείου, ο θάνατος ήταν πιθανή συνέπεια τους, μπορούσε να θεωρηθεί ως ο μόνος τρόπος σύλληψης παρανομήσαντος (που δεν είναι δεδομένο), ο επιδιωκόμενος σκοπός, και μάλιστα επιδιωκόμενος από ιδιώτες και όχι από τα εντεταλμένα όργανα του νόμου που έχουν την ανάλογη προς τούτο εκπαίδευση, κατάρτιση και ανάλογη κατάλληλη αντίληψη των παραμέτρων και ισορροπιών που ενέχονται, δεν έχει καμμιά αναλογία προς το μέγεθος και τη δραστικότητα του αποτελέσματος, δηλαδή τη στέρηση της ζωής, και ασφαλώς πόρρω απέχει της διακινδύνευσης ζωής με σκοπό τη σύλληψη από τις ίδιες τις δυνάμεις ασφαλείας ατόμων που λογικά πιστεύεται ότι είναι τρομοκράτες και ότι αν δεν συλληφθούν θα συνεχίσουν έτσι.

Ανάλογη αντίκρυση διέπει και την απόφαση της Επιτροπής στην υπόθεση Stewart v. United Kingdom, 10044/82, 10.7.1984, η οποία, αν και δεν αφορούσε τη χρήση βίας για σκοπούς σύλληψης δυνάμει του άρθρου 2.2(b) όπως η Kelly αλλά τη χρήση βίας προς το σκοπό καταστολής εξέγερσης δυνάμει του άρθρου 2.2(c), τονίζει το ενιαίο και το περιορισμένο του κριτηρίου της απόλυτα αναγκαίας βίας του άρθρου 2.2.  Όπως αναφέρεται στις σελίδες 134-136:

“11. The Commission’s approach to the interpretation of Article 2 must be guided by a recognition that it constitutes one of the most important rights in the Convention, from which no derogation is permissible, even in times of public emergency (Article 15 par. 2).

12. Article 2 requires that the right to life ‘shall be protected by law’, and sets limits to the circumstances and conditions, in which the taking of life by a public authority may be permitted.  Four different sets of situations are enumerated in which [*505]deprivation of life is not to be regarded as a violation of the right to life.  The first is found in the second sentence of paragraph 1, and the remaining three are enumerated in paragraph 2.

13. These situations, where deprivation of life may be justified, are exhaustive and must be narrowly interpreted, being exceptions to, or indicating the limits of, a fundamental Convention right ..............................

...........................................................................................................

16. As regards the interpretation of the concept ‘absolutely necessary’, guidance can be sought in the Court’s and Commission’s jurisprudence. In the Handyside Case (judgment of 7.12.76, Eur. Court H.R. Series A No. 24, par. 48) the Court stated the following in the context of Article 10 par. 2:

‘The Court notes at this juncture that, whilst the adjective ‘necessary’ within the meaning of Article 10 par. 2, is not synonymous with ‘indispensable’ (cf. in Article 2 par. 2 and 6 par. 1, the words ‘absolutely necessary’ and ‘strictly necessary’ and, in Article 15 par. 1, the phrase ‘to the extent strictly required by the exigencies of the situation’), neither has it the flexibility of such expressions as ‘admissible’, ‘ordinary’ (cf. Article 4 par. 3), ‘useful’ (cf. the French text of the first paragraph of Article 1 of Protocol No. 1), ‘reasonable’ (cf. Article 5 par. 3 and 6 par. 1) or ‘desirable’.’

17. The Court has reaffirmed that ‘necessary’ implies a ‘pressing social need’ in the Sunday Times Case (judgment of 26.4.79, Series A No. 30, par. 59) - also in the context of Article 10 par. 2 - and in the Dudgeon Case (judgment of 22.10.81, Series A No. 45, par. 51) in the context of Article 8 par. 2.

18. Above all, the test of ‘necessity’ includes an assessment as to whether the interference with the Convention right was proportionate to the legitimate aim pursued (Sunday Times Case, loc. cit., par. 62, p. 38).  Finally, the qualification of the word ‘necessary’ in Article 2 par. 2 by the adverb ‘absolutely’ indicates that a stricter and more compelling test of necessity must be applied.

[*506]19. Having regard to the above, the Commission thus considers that Article 2 par. 2 permits the use of force for the purposes enumerated in sub-paragraphs (a), (b) and (c) subject to the requirement that the force used is strictly proportionate to the achievement of the permitted purpose. In assessing whether the use of force is strictly proportionate, regard must be had to the nature of the aim pursued, the dangers to life and limb inherent in the situation and the degree of the risk that the force employed might result in loss of life. The Commission’s examination must have due regard to all the relevant circumstances surrounding the deprivation of life.”

Εγκρίνοντας τη χρησιμοποιηθείσα στην ενώπιον της υπόθεση βία ως απόλυτα αναγκαία υπό τις περιστάσεις, η Επιτροπή τόνισε ότι (σ.137):

“27. In assessing this question, the Commission must also bear in mind that the events took place in Northern Ireland which is facing a situation of continuous public disturbance that has given rise to much loss of life (see e.g. Case of Ireland v. The United Kingdom, Series A, Vol. 25).  Moreover, rioting of the kind which occurred in the present case is a frequent occurrence and gives rise to the apprehension, as adverted to by Lord Justice Jones, that the disturbance will be used as a cover for sniper attack, although no claim has been made in the present case that the patrol actually came under such attack.

...........................................................................................................

29. It recalls that the group of soldiers were confronted with a hostile and violent crowd of 150 persons who were attacking them with stones and other missiles, and, further, that the soldier’s aim was disturbed at the moment of discharge when he was struck by several missiles.”

Αντίθετα, στην υπόθεση Farrell, 9023/80, 11.12.1982, η οποία μάλιστα αφορούσε, όπως και η Kelly, τη χρήση βίας για σκοπούς σύλληψης δυνάμει του άρθρου 2.2(β), η υπόθεση εκρίθη παραδεκτή (δεν εκδικάσθηκε τελικά αφού διευθετήθηκε) και δεν έγινε αποδεκτή η θέση ότι η χρησιμοποιηθείσα βία ήταν αποδεδειγμένα απόλυτα αναγκαία υπό τις περιστάσεις.  Η υπόθεση αφορούσε θάνατο προερχόμενο από πυροβολισμούς που ερίφθησαν από στρατιώτες [*507]στη Βόρειο Ιρλανδία εναντίον τριών ανδρών τους οποίους εύλογα εξέλαβαν ότι αποπειράθησαν να τοποθετήσουν βόμβα.

Το ίδιο το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων πραγματεύεται τις παραμέτρους του άρθρου 2.2 στην απόφαση του στην υπόθεση McCann and others v. United Kingdom, 27.9.1995, series A, volume 324.  Στις σελίδες 45-46 αναφέρει:

“146. The Court’s approach to the interpretation of Article 2 must be guided by the fact that the object and purpose of the Convention as an instrument for the protection of individual human beings requires that its provisions be interpreted and applied so as to make its safeguards practical and effective (see, inter alia, the Soering v. the United Kingdom judgment of 7 July 1989, Series A no. 161, p. 34, § 87, and the Loizidou v. Turkey (Preliminary Objections) judgment of 23 March 1995, Series A no. 310, p. 27, § 72).

147. It must also be borne in mind that, as a provision which not only safeguards the right to life but sets out the circumstances when the deprivation of life may be justified, Article 2 ranks as one of the most fundamental provisions in the Convention - indeed one which, in peacetime, admits of no derogation under Article 15. Together with Article 3 of the Convention, it also enshrines one of the basic values of the democratic societies making up the Council of Europe (see the above-mentioned Soering judgment, p. 34, §88). As such, its provisions must be strictly construed.

148. The Court considers that the exceptions delineated in paragraph 2 indicate that this provision extends to, but is not concerned exclusively with, intentional killing. As the Commission has pointed out, the text of Article 2, read as a whole, demonstrates that paragraph 2 does not primarily define instances where it is permitted intentionally to kill an individual, but describes the situations where it is permitted to “use force” which may result, as an unintended outcome, in the deprivation of life. The use of force, however, must be no more than “absolutely necessary” for the achievement of one of the purposes set out in sub-paragraphs (a), (b) or (c) (see application no. 10044/82, Stewart v. the United Kingdom, 10 July 1984, Decisions and Reports 39, pp. 169-71).

149. In this respect the use of the term “absolutely necessary” [*508]in Article 2 § 2 indicates that a stricter and more compelling test of necessity must be employed from that normally applicable when determining whether State action is “necessary in a democratic society” under paragraph 2 of Article 8 to 11 of the Convention. In particular, the force used must be strictly proportionate to the achievement of the aims set out in sub-paragraphs 2 (a), (b) and (c) of Article 2.

150. In keeping with the importance of this provision in a democratic society, the Court must, in making its assessment, subject deprivations of life to the most careful scrutiny, particularly where deliberate lethal force is used, taking into consideration not only the actions of the agents of the State who actually administer the force but also all the surrounding circumstances including such matters as the planning and control of the actions under examination.”

Η υπόθεση αφορούσε το θάνατο τριών ατόμων από πυροβολισμούς στρατιωτών οι οποίοι εύλογα (αν και λανθασμένα), θεώρησαν ότι οι τρεις, που ήσαν μέλη του IRA, επρόκειτο άμεσα να προκαλέσουν την έκρηξη αυτοκινήτου-βόμβας στο κέντρο του Γιβραλτάρ. Η Επιτροπή είχε κρίνει ότι η χρησιμοποιηθείσα βία ήταν τέτοια και τόση ώστε να καθίστατο απόλυτα αναγκαία για την προστασία της ζωής των πολλών ανθρώπων που θα κινδύνευαν να σκοτωθούν αν δεν απετρέπετο η δράση την οποία ανέμεναν στα πλαίσια του άρθρου 2.2(α).  Το Δικαστήριο (αν και ουσιαστικά διχασμένο, με πλειοψηφία 10 προς 9) ήχθη σε διαφορετική απόφαση επί των γεγονότων, αποφαινόμενο ότι (σ. 62):

“... having regard to the decision not to prevent the suspects from travelling into Gibraltar, to the failure of the authorities to make sufficient allowances for the possibility that their intelligence assessments might, in some respects at least, be erroneous and to the automatic recourse to lethal force when the soldiers opened fire, the Court is not persuaded that the killing of the three terrorists constituted the use of force which was no more than absolutely necessary in defence of persons from unlawful violence within the meaning of Article 2 § 2(a) of the Convention.”

Η κατάληξη αυτή τονίζει την αυστηρότητα με την οποία, ακόμα και σε ακραίες περιπτώσεις όπου τα ίδια τα εντεταλμένα ειδικά όργανα του νόμου προβαίνουν σε ενέργειες που αποσκοπούν στον μέγι[*509]στο σκοπό της προστασίας της ζωής, πολλών μάλιστα ανθρώπων, το κριτήριο της απόλυτης αναγκαιότητας της χρησιμοποιηθείσας βίας σε συνάρτηση προς κάθε παράμετρο παραμένει ισχυρό.

Δεν βλέπουμε λοιπόν πώς η πιο πάνω νομολογία θα μπορούσε να δικαιολογήσει τη χρησιμοποιηθείσα βία στην προκειμένη υπόθεση δυνάμει του άρθρου 7.3(β) του Συντάγματος και του άρθρου 2.2(β) της Σύμβασης.

Η έφεση προσβάλλει και την επιβληθείσα ποινή της επταετούς φυλάκισης ως υπερβολική. Δεν συμφωνούμε, θεωρώντας ότι η ποινή βρίσκεται μάλλον στην πλευρά της επιείκειας.

Η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται στο σύνολο της.

Η έφεση απορρίπτεται.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο