Βραχίμης Λάρης ν. Αστυνομίας (2000) 2 ΑΑΔ 527

(2000) 2 ΑΑΔ 527

[*527]4 Οκτωβρίου, 2000

[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΚΑΛΛΗΣ, Δ/στές]

ΛΑΡΗΣ ΒΡΑΧΙΜΗΣ,

Εφεσείων,

v.

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

(Ποινική Έφεση Αρ. 6879)

 

Ποινή ― Υπέρβαση ορίου ταχύτητας κατά παράβαση των Άρθρων 6 (2) (3) και 19 του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμου του 1972 (Ν. 86/72), όπως τροποποιήθηκε ― Παράλειψη καταβολής εξωδίκου £40 ― Επιβολή ποινής προστίμου £110 ― Έξι προηγούμενες καταδίκες για παρόμοιο αδίκημα – Επικύρωση της ποινής κατ’ έφεση.

Εξώδικα πρόστιμα ― Εξουσία επιβολής εξωδίκου προστίμου ― Άρθρο 5(1) του περί Εξωδίκου Ρυθμίσεως Αδικημάτων Νόμου του 1997 (Ν. 47(1)/97) ― Εφαρμοστέες αρχές.

Ποινή ― Επιμέτρηση ― Εξώδικο πρόστιμο ― Δεν μπορεί να διαδραματίσει οποιοδήποτε ρόλο και δεν λαμβάνεται υπόψη από το Δικαστήριο στην επιμέτρηση της ποινής.

Ποινή ― Έφεση ― Λόγοι επεμβάσεως Εφετείου στο θέμα της ποινής.

Ποινή ― Επιμέτρηση ― Προηγούμενες καταδίκες ― Πρέπει να λαμβάνονται υπόψη στην επιμέτρηση της ποινής σαν ενδεικτικές της στάσης και του σεβασμού του κατηγορουμένου προς τους νόμους της Πολιτείας.

Ο εφεσείων εναντίον του οποίου είχε εκδοθεί εξώδικο £40.- για υπερβολική ταχύτητα και δεν το πλήρωσε εντός της νενομισμένης προθεσμίας, παραδέχθηκε ενοχή ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας και του επιβλήθηκε ποινή προστίμου £110. Ο εφεσείων εβαρύνετο με έξι προηγούμενες καταδίκες για υπερβολική ταχύτητα. Η εκδίκαση της υπόθεσης έλαβε χώρα στην απουσία του εφεσείοντος, μετά [*528]από αίτηση του δικηγόρου του στην οποία συγκατατέθηκε ο εκπρόσωπος της Κατηγορούσας Αρχής.

Ο εφεσείων καταχώρησε έφεση εναντίον της ποινής ως έκδηλα υπερβολικής. Υποστήριξε ότι όταν ο Νόμος καθορίζει το ύψος του προστίμου σε £40 στο εξώδικο είναι τελείως “αδικαιολόγητον, παράνομον, και εναντίον της φυσικής δικαιοσύνης και της νομικής λογικής η επιβολή προστίμου σχεδόν τριπλάσιου”.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Εφόσον ένας αδικοπραγών δεν επωφεληθεί της ευκαιρίας που του προσφέρεται από την εξώδικη ρύθμιση τότε η επιμέτρηση της ποινής για το διαπραχθέν αδίκημα διέπεται αποκλειστικά από τις γενικές αρχές που ρυθμίζουν την επιμέτρηση της ποινής. Το ποσό του εξώδικου προστίμου δεν μπορεί να διαδραματίσει οποιοδήποτε ρόλο και δεν μπορεί να λαμβάνεται υπόψη.

2.  Ένας από τους παράγοντες που θα ληφθεί υπόψη κατά την θεώρηση της επίδικης ποινής είναι η προβλεπόμενη από το Νόμο ποινή. Αυτός ο παράγοντας θα συνεκτιμηθεί με τους άλλους παράγοντες που επηρεάζουν την επιμέτρηση της ποινής.  Η προβλεπόμενη από το Νόμο ποινή για το επίδικο αδίκημα είναι φυλάκιση μη υπερβαίνουσα το ένα έτος ή χρηματική ποινή £1000 ή και οι δύο ποινές. Πρόσθετα το Δικαστήριο έχει εξουσία να “αποστερήσει τον καταδικασθέντα της ικανότητος του κατέχειν ή λαμβάνειν άδεια οδηγήσεως μηχανοκινήτου οχήματος διά τοσούτον χρονικόν διάστημα ως το Δικαστήριο ήθελε κατά το δοκούν εκάστοτε αποφασίσει”.

           

3.  Θεώρηση της ποινής, υπό το φως των αρχών στη βάση των οποίων το Εφετείο μπορεί να επέμβει, των γεγονότων της υπόθεσης και των προηγούμενων καταδικών του εφεσιείοντος, αποκαλύπτει ότι η επιβληθείσα ποινή δεν είναι υπερβολική αλλά μάλλον επιεικής.

Η έφεση απορρίφθηκε.

Per Curiam:

1.  Σε υποθέσεις, όπως η παρούσα, όπου ο παραβάτης βαρύνεται με προηγούμενες καταδίκες για παρόμοια αδικήματα και ενόψει των προβλεπομένων ποινών, ενδείκνυται η εκδίκαση της υπόθεσης στην παρουσία του.

[*529]2.      Υπό το φως των προηγούμενων καταδικών του εφεσείοντος, η στέρηση της άδειας οδηγού θα αποτελούσε ένα καθόλα πρόσφορο τιμωρητικό μέτρο.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Δημοκρατία ν. Κυριάκου κ.ά. (1990) 2 Α.Α.Δ. 264,

Souilmi v. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 248,

Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Πέτρου (1993) 2 Α.Α.Δ. 9,

Λαζάρου ν. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 129,

Λεβέντης ν. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 632,

Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Μαλέγκου (1994) 2 Α.Α.Δ. 1,

Κυπριανίδης κ.ά. ν. Αστυνομίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 18,

Philippou v. Republic (1983) 2 C.L.R. 245,

Πισκόπου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 342,

Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 515,

Kokkalos v. Police (1967) 2 C.L.R. 26,

Kapodistria v. Petrides (1957) 2 C.L.R. 181,

Κόκκινος ν. Αστυνομίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 135.

Έφεση εναντίον Ποινής.

Έφεση από τον κατηγορούμενο εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας (Καουτζάνη, Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση�Αρ. 18168/99), ημερομηνίας 27/1/2000, με την οποία βρέθηκε ένοχος σε μία κατηγορία για το αδίκημα της υπέρβασης ορίου ταχύτητας κατά παράβαση των Άρθρων 6(2)(3) και 19 του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμου του 1972( (Ν. 86/72), όπως τροποποιήθηκε από τους Νόμους 72/85 και 166/87, των περί Μέτρων και Σταθμών Νόμων 19/74 και 48/75 και τις Κ.Δ.Π. 277/85 και Κ.Δ.Π. 17/86 και Νόμος 47(Ι)/97 και του επι[*530]βλήθηκε χρηματική ποινή προστίμου £110.

Ε. Βραχίμη, για τον Εφεσείοντα.

Χρ. Ιωαννίδης, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Π. Καλλής.

ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων αντιμετώπισε ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας μια κατηγορία για το αδίκημα της υπέρβασης ορίου ταχύτητας “κατά παράβαση των άρθρων 6(2) (3) και 19 του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμου, 1972, Νόμος 86/72, όπως τροποποιήθηκε από τους Νόμους 72/85 και 166/87, των περί Μέτρων και Σταθμών Νόμων 19/74 και 48/75 και τις Κ.Δ.Π. 277/85 και Κ.Δ.Π. 17/86 και Νόμος 47(Ι)/97”.

Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες του αδικήματος “κατά την 30.7.99 στο δρόμο Λευκωσίας-Λάρνακας οδηγούσε το μηχανοκίνητο όχημα με αριθμό εγγραφής ΑΑΕ 626 με ταχύτητα μεγαλύτερη του ανωτάτου ορίου ταχύτητας, δηλαδή με ταχύτητα 140 ΧΑΩ αντί 100 ΧΑΩ.  Εκδόθηκε εξώδικο για το ποσό των £40”.

Με αίτηση του δικηγόρου του εφεσείοντα και τη συγκατάθεση του εκπρόσωπου της Κατηγορούσας Αρχής η εκδίκαση της υπόθεσης έλαβε χώραν στην απουσία του εφεσείοντα.  Έγινε παραδοχή του αδικήματος από το δικηγόρο του τελευταίου. Σύμφωνα με την Κατηγορούσα Αρχή: “Ο κατηγορούμενος καταγγέλθηκε στις 30.7.99 στις 10:20 ότι οδηγούσε όχημα τύπου σαλούν, η τροχαία κίνηση ήταν αραιά. Εκδόθηκε εξώδικο για το ποσό των £40 και δεν πληρώθηκε.  Ο κατηγορούμενος επίσης βαρύνεται με έξι προηγούμενες καταδίκες για υπερβολική ταχύτητα”.

Ο δικηγόρος του εφεσείοντα ζήτησε από το πρωτόδικο δικαστήριο να λάβει υπόψη την άμεση παραδοχή του και “ότι δεν θα πρέπει να τιμωρείται κάποιος για τα αδικήματα που έχει διαπράξει αναφορικά με τις προηγούμενες καταδίκες”.

Το πρωτόδικο δικαστήριο επέβαλε στον εφεσείοντα χρηματική ποινή £110.  Καθώς ανέφερε στην απόφαση του έλαβε υπόψη “τα γεγονότα της υπόθεσης, την παραδοχή του κατηγορούμενου, τις προηγούμενες σχετικές καταδίκες του, όσα έχει αναφέρει ο συνήγορος του για μετριασμό της ποινής, την σοβαρότητα του αδικήματος που αντανακλάται στις προβλεπόμενες από το νόμο ποινές σε συνδυασμό με το ποσοστό υπέρβασης του ανωτάτου ορίου ταχύτητας”.

Με την παρούσα έφεση ο εφεσείων διατείνεται ότι η ποινή είναι υπερβολική. Η ευπαίδευτη συνήγορος του υποστήριξε ενώπιον μας ότι η ποινή είναι δυσανάλογος με το αδίκημα.  Όταν ο Νόμος καθορίζει το ύψος του προστίμου σε £40 στο εξώδικο είναι τελείως “αδικαιολόγητον, παράνομον και εναντίον της φυσικής δικαιοσύνης και της νομικής λογικής η επιβολή προστίμου σχεδόν του τριπλάσιου”. Εφόσο ο Νομοθέτης καθόρισε τα όρια του εξώδικου στη £1 ανά χιλιόμετρο υπέρβασης “δεν μπορεί - όπως το έθεσε - το δικαστήριο να αγνοεί τη θέληση του Νομοθέτη”. Πρέπει - κατέληξε η ευπαίδευτη συνήγορος - το πρωτόδικο δικαστήριο να λαμβάνει υπόψη το ύψος του εξώδικου και να αιτιολογεί γιατί το ποσό των £40 του εξώδικου αυξήθηκε στις £110.

Η εξουσία επιβολής εξώδικου προστίμου παρέχεται από το άρθρο 5(1)* του περί Εξωδίκου Ρυθμίσεως Αδικημάτων Νόμου του 1997 (Ν 47(Ι)/97). Για την εξώδικη ρύθμιση του επίδικου αδικήματος προβλέπεται πρόστιμο £1 “ανά χιλιόμετρο υπέρβασης του επιτρεπόμενου ορίου ταχύτητας” (βλ. παραγ. 86 του Πίνακα ΙΙ του Νόμου 47(Ι)/97).

Σύμφωνα με το άρθρο 6(1) του Νόμου 47(Ι)/97 δεν ασκείται [*532]δίωξη εναντίον του προσώπου στο οποίο επιδόθηκε ειδοποίηση, δυνάμει του πιο πάνω άρθρου 5(1), αν δεν παρέλθουν τριάντα ημέρες από την ημερομηνία έκδοσης της. Σε περίπτωση “που το πρόσωπο στο οποίο έχει επιδοθεί η ειδοποίηση δεν πληρώσει το εξώδικο πρόστιμο που αναφέρεται σε αυτή μέσα σε δεκαπέντε ημέρες από την ημερομηνία της έκδοσης της, το εξώδικο πρόστιμο αυξάνεται με την προσθήκη σε αυτό ποσού ίσου με το μισό του εν λόγω ποσού” (Βλ. άρ. 6 (2) του Νόμου).

Όπως ρητά προβλέπεται από το πιο πάνω άρθρο 5(1) σκοπός της εξώδικης ρύθμισης είναι να προσφέρει σε ένα αδικοπραγούντα την ευκαιρία να απαλλαχθεί από οποιαδήποτε ενοχή για το αδίκημα αφού πληρώσει το εξώδικο πρόστιμο.

Έχουμε την άποψη πως εφόσο ένας αδικοπραγών δεν επωφεληθεί της ευκαιρίας που του προσφέρεται από την εξώδικη ρύθμιση τότε η επιμέτρηση της ποινής για το διαπραχθέν αδίκημα διέπεται αποκλειστικά από τις γενικές αρχές που ρυθμίζουν την επιμέτρηση της ποινής. Το ποσό του εξώδικου προστίμου δεν μπορεί να διαδραματίσει οποιοδήποτε ρόλο και δεν μπορεί να λαμβάνεται υπόψη.

Η προβλεπόμενη από το Νόμο ποινή (βλ. άρ. 6(3) του Νόμου 86/72) για το επίδικο αδίκημα είναι φυλάκιση μη υπερβαίνουσα το ένα έτος ή χρηματική ποινή £1000 ή και οι δύο ποινές. Πρόσθετα το άρ. 19 του ιδίου Νόμου παρέχει εξουσία στο δικαστήριο να “αποστερήσει τον καταδικασθέντα της ικανότητος του κατέχειν ή λαμβάνειν άδειαν οδηγήσεως μηχανοκίνητου οχήματος δια τοσούτον χρονικόν διάστημα ως το Δικαστήριον ήθελε κατά το δοκούν εκάστοτε αποφασίσει”.

Έχει νομολογηθεί ότι η σοβαρότητα που προσδίδεται στο αδίκημα από το νομοθέτη, όπως προσδιορίζεται από το ανώτατο όριο ποινής συνιστά ένα από τους παράγοντες που συνθέτουν την σοβαρότητα του αδικήματος. Το στοιχείο αυτό λαμβάνεται υπόψη στην επιμέτρηση της ποινής και συνεκτιμάται με τα γεγονότα της υπόθεσης, τόσο για την επιλογή του τύπου της ποινής όσο και για τον καθορισμό της έκτασης της (Βλ. Δημοκρατία ν. Κυριάκου κ.α. (1990) 2 Α.Α.Δ. 264, 270 - Βλ. και Souilmi v. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 248, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Πέτρου (1993) 2 Α.Α.Δ. 9 και Λαζάρου ν. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 129). Όπως τέθηκε στην Λεβέντης ν. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 632, “το μέγιστο ύψος της ποινής που προβλέπεται από το Νόμο είναι η βάση [*533]από την οποία ξεκινά το Δικαστήριο για να επιμετρήσει την ποινή”.

Έπεται πως ένας από τους παράγοντες που θα ληφθεί υπόψη κατά την θεώρηση της επίδικης ποινής είναι η προβλεπόμενη από το Νόμο ποινή. Αυτός ο παράγοντας θα συνεκτιμηθεί με τους άλλους παράγοντες που επηρεάζουν την επιμέτρηση της ποινής.

Στην παρούσα υπόθεση, καθώς φαίνεται από την απόφαση του, το πρωτόδικο δικαστήριο έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε όλους τους παράγοντες που διέπουν την επιμέτρηση της ποινής. Ανάμεσα σ’ άλλα έλαβε υπόψη και τις 6 προηγούμενες καταδίκες του εφεσείοντα για παρόμοια αδικήματα. Τονίζεται ότι οι προηγούμενες καταδίκες έχουν σημασία και λαμβάνονται υπόψη από το δικαστήριο στην επιμέτρηση της ποινής γιατί αποτελούν ένδειξη της στάσης του σεβασμού του παραβάτη προς τους Νόμους της Πολιτείας (Βλ. Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Μαλέγκου (1994) 2 Α.Α.Δ. 1). Δεν δικαιολογούν επιβολή ποινής τέτοιας ώστε να δημιουργείται η εντύπωση ότι τιμωρείται για δεύτερη φορά ένας παραβάτης αλλά και πάλιν τέτοιες καταδίκες για παρόμοια αδικήματα στερούν τον παραβάτη του δικαιώματος να ζητήσει την επιείκεια του Δικαστηρίου (Βλ. Κυπριανίδης κ.α. ν. Αστυνομίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 18).

Πρόκειται για έφεση κατά της ποινής. Οι λόγοι για τους οποίους το εφετείο μπορεί να επέμβει στην ποινή είναι οι ακόλουθοι:

(α)   Εσφαλμένη καθοδήγηση του δικαστηρίου, αναφορικά με τα γεγονότα, ή το νόμο, ή/και τα δύο.

(β)   Πρόσδοση σημασίας σε εξωγενείς παράγοντες στον καθορισμό της ποινής· και

(γ)   Όπου είναι έκδηλα υπερβολική ή ανεπαρκής.  Το στοιχείο της υπερβολής ή της ανεπάρκειας πρέπει να έχει αντικειμενικό έρεισμα.

(Βλ. Philippou v. Republic (1983) 2 C.L.R. 245, Πισκόπου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 342 και Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 515).

Θεώρηση της ποινής υπό το φως των πιο πάνω αρχών, των γεγονότων της υπόθεσης και των προηγούμενων καταδικών του εφε[*534]σείοντα αποκαλύπτει ότι δεν παρέχεται περιθώριο επέμβασης μας. Η επιβληθείσα ποινή δεν είναι υπερβολική αλλά μάλλον επιεικής. Η έφεση απορρίπτεται.

Πριν τελειώσουμε θεωρούμε σκόπιμο να προβούμε στις πιο κάτω παρατηρήσεις. Σε υποθέσεις, όπως η παρούσα, όπου ο παραβάτης βαρύνεται με προηγούμενες καταδίκες για παρόμοια αδικήματα και εν όψει των προβλεπόμενων από το Νόμο ποινών ενδείκνυται η εκδίκαση της υπόθεσης στην παρουσία του. Αν παραλείψει να παρευρεθεί να εκδίδεται ένταλμα σύλληψης (Βλ. Kokkalos v. Police (1967) 2 C.L.R. 26, Kapodistria v. Petrides (1957) 2 C.L.R. 181).

Περαιτέρω πρέπει να υπενθυμίσουμε τα λεχθέντα στην Κόκκινος v. Αστυνομίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 135, 137: 

“Η στέρηση της άδειας οδηγού αποτελεί πρόσφορο τιμωρητικό μέτρο για παραβάσεις τροχαίας και μπορεί να επιβληθεί οποτεδήποτε το Δικαστήριο κρίνει ότι δικαιολογείται από τα περιστατικά της υπόθεσης. Οδήγηση καθ΄ υπέρβαση του ορίου ταχύτητας αποτελεί σοβαρή μορφή παράβασης του κώδικα τροχαίας, λόγω των κινδύνων που εγκυμονεί για την ασφάλεια του κοινού αφενός, και της δυνατότητας που παρέχεται στον οδηγό να περιορίσει την ταχύτητα μέσα στο επιτρεπτό όριο, αφετέρου. Οι συνέπειες της υπερβολικής ταχύτητας έχουν προσλάβει ανησυχητικές διαστάσεις.”

Στην παρούσα υπόθεση, υπό το φώς των προηγούμενων καταδικών του εφεσείοντα, η στέρηση της άδειας οδηγού από το Πρωτόδικο Δικαστήριο θα αποτελούσε ένα καθόλα πρόσφορο τιμωρητικό μέτρο.

Η έφεση απορρίπτεται.

Η έφεση απορρίπτεται.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο