Γενικός Eισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Χρύσανθου Μονιάτη (2000) 2 ΑΑΔ 553

(2000) 2 ΑΑΔ 553

[*553]13 Νοεμβρίου, 2000

[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσείων,

v.

ΧΡΥΣΑΝΘΟΥ ΜΟΝΙΑΤΗ,

Εφεσιβλήτου.

(Ποινική Έφεση Αρ. 6967)

 

Ποινή ― Ανεπαρκής ποινή ― Παράνομη εργοδότηση αλλοδαπών ― Οι αλλοδαπές καταλήφθηκαν να εργάζονται στο ξενοδοχείο του κατηγορουμένου ― Ομολογία ― Παραδοχή ― Λευκό ποινικό μητρώο ― Επιβολή ποινής προστίμου £300 ― Κρίθηκε έκδηλα ανεπαρκής και αντικαταστάθηκε με ποινή φυλάκισης δύο μηνών.

Ποινή ― Διαφοροποίηση ― Συγκατηγορούμενοι ― Το Εφετείο δεν παρεμβαίνει προς αύξηση επιβληθείσας ποινής, επειδή, χωρίς διαφοροποιητικούς λόγους επιβλήθηκε αυστηρότερη ποινή σε συγκατηγορούμενο του εφεσείοντος.

Ποινή ― Αποτρεπτική ποινή ― Πρέπει να επιβάλλεται για πρόσθετους λόγους αποτρεπτική ποινή για αποτροπή διάπραξης αδικημάτων παράνομης εργοδότησης αλλοδαπών ενόψει της σοβαρότητας των αδικημάτων αυτών και της συχνότητας διάπραξής τους.

Ποινή ― Μετριαστικοί παράγοντες ― Λευκό ποινικό μητρώο ― Συνιστά παράγοντα ήσσονος σημασίας σε αδικήματα παράνομης εργοδότησης αλλοδαπών.

Ο εφεσίβλητος τιμωρήθηκε με πρόστιμο £300, όταν παραδέχθηκε ενοχή σε κατηγορία για παράνομη εργοδότηση αλλοδαπών.  Οι αλλοδαπές, οι οποίες επίσης παραδέχθηκαν ενοχή, για παραμονή στη Δημοκρατία μετά τη λήξη της άδειας παραμονής τους και για διεξαγωγή επαγγέλματος χωρίς τη γραπτή άδεια του Λειτουργού Μετανάστευσης, τιμωρήθηκαν με ποινή άμεσης φυλάκισης ενός μηνός.

[*554]Οι αλλοδαπές ήταν ρωσσίδες και ο εφεσίβλητος τις εργοδοτούσε στο ξενοδοχείο του ως καθαρίστριες, αφού όπως δήλωσε στο Δικαστήριο δεν μπόρεσε να βρει κύπριες καθαρίστριες.  Η εργοδότηση του διήρκεσε για μόνο λίγες ημέρες και έγινε λόγω έκτακτης ανάγκης.

Ο Γενικός Εισαγγελέας εφεσίβαλε την ποινή προστίμου που επιβλήθηκε στον εφεσίβλητο ως έκδηλα ανεπαρκή.

Αποφασίστηκε ότι:

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έδωσε περισσότερη αποφασιστική σημασία από τη δέουσα, στις προσωπικές περιστάσεις του εφεσίβλητου ιδιαίτερα δε στο γεγονός ότι δεν εβαρύνετο με προηγούμενες καταδίκες, με αποτέλεσμα να επιβάλει ποινή η οποία δεν ανταποκρίνεται προς τη σοβαρότητα του αδικήματος. Η ορθή ποινή είναι η ποινή άμεσης φυλάκισης δύο μηνών.

Η έφεση επιτράπηκε.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Γενικός Εισαγγελέας ν. Γεωργίου (1997) 2 Α.Α.Δ. 123,

Al Jibouri κ.ά. ν. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 143,

Mohamed El Feky κ.ά. ν. Αστυνομίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 166,

Nazari v. Αστυνομίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 231,

Mohamed v. Αστυνομίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 295,

Γενικός Εισαγγελέας ν. Bisco (1991) 2 Α.Α.Δ. 16,

Atallah v. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 94,

Hassan v. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 143,

Souilimi v. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 248.

Έφεση εναντίον Ποινής.

Έφεση από το Γενικό Εισαγγελέα εναντίον της ποινής προστίμου £300 η οποία επιβλήθηκε στον εφεσίβλητο από το Επαρχιακό Δι[*555]καστήριο Λεμεσού (Πούγιουρος, Α.Ε.Δ.), (Ποινική Υπόθεση Αρ. 16827/2000), ημερομηνίας 14/8/00, ο οποίος βρέθηκε ένοχος σε κατηγορία για παράνομη εργοδότηση αλλοδαπών κατά παράβαση του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ. 105, όπως τροποποιήθηκε.

Ν. Ταλαρίδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Εφεσίβλητο.

Εφεσίβλητος παρών.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από το δικαστή Γ. Κωνσταντινίδη.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Ο εφεσίβλητος παραδέχθηκε ενοχή σε κατηγορία για παράνομη εργοδότηση αλλοδαπών. Οι δυο αλλοδαπές παραδέκτηκαν και οι ίδιες ενοχή σε δυο κατηγορίες η κάθε μια: Για παραμονή στη Δημοκρατία μετά τη λήξη της άδειας παραμονής τους και για διεξαγωγή επαγγέλματος χωρίς τη γραπτή άδεια του Λειτουργού Μετανάστευσης. Το πρωτόδικο δικαστήριο επέβαλε στις δυο αλλοδαπές ποινή άμεσης φυλάκισης ενός μηνός και στον εφεσίβλητο πρόστιμο £300. Ο Γενικός Εισαγγελέας εφεσιβάλλει ως εκδήλως ανεπαρκή την ποινή του προστίμου που επιβλήθηκε στον εφεσίβλητο.

Διερευνήσαμε κατά την έναρξη της διαδικασίας αν η μή εκπροσώπηση του εφεσίβλητου από δικηγόρο οφειλόταν σε δική του επιλογή ή σε άλλο λόγο. Ο εφεσίβλητος μας πληροφόρησε πως ήταν η επιθυμία του να χειριστεί την υπόθεσή του ο ίδιος.

Πριν ασχοληθούμε με την ουσία των επιχειρημάτων που αναπτύχθηκαν από την κα Ταλαρίδου θα αναφερθούμε στην εισήγηση της πως δικαιολογείται, εν πάση περιπτώσει, παρέμβασή μας προς αποκατάσταση αναλογίας μεταξύ της ποινής που επιβλήθηκε στις αλλοδαπές και εκείνης που επιβλήθηκε στον εφεσίβλητο. Είναι γεγονός πως για τα αδικήματα που διέπραξαν οι αλλοδαπές το άρθρο 19(1)(κ) και (λ) του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου Κεφ. 105, όπως τροποποιήθηκε, προβλέπει ποινή φυλάκισης μέχρι 12 μήνες ή και πρόστιμο μέχρι £1000. Ενώ για το αδίκημα που διέπραξε ο εφεσίβλητος το άρθρο 14Β του ίδιου Νόμου (βλ. ειδικά τον τροποποιητικό Νόμο 100(Ι)/96) προβλέπει ποινή φυλάκισης μέχρι [*556]τρία χρόνια ή και πρόστιμο μέχρι £5000. Είναι επίσης γεγονός πως δεν περιλάμβανε η πρωτόδικη απόφαση αναφορά στις προβλεπόμενες ποινές ή οποιασδήποτε μορφής εξήγηση για την επιβολή ουσιωδώς αυστηρότερης ποινής για τα ελαφρότερα αδικήματα. Δεν νομίζουμε ότι αυτά μπορούν να αποτελέσουν αυτοτελή λόγο για αύξηση της ποινής που επιβλήθηκε στον εφεσίβλητο. Παρόμοιο θέμα απασχόλησε στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Ανδρέα Γεωργίου (1997) 2 Α.Α.Δ. 123 και τα πιο κάτω από την απόφαση ισχύουν και για περιπτώσεις όπως η παρούσα:

“Η κα Παπακυριακού τόνισε πως δεν εδικαιολογείτο διαφοροποίηση για τέτοιους λόγους και επικαλέστηκε τις υποθέσεις Κοukos v. Police (1986) 2 C.L.R. 1, Mιχαήλ και άλλος ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 232 και Θεοχάρους ν. Αστυνομίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 67. Πρέπει να διευκρινίσουμε ένα πράγμα από την αρχή. Αυτές οι υποθέσεις, όπως και σειρά άλλων, αναφέρονται στις αρχές δυνάμει των οποίων δικαιολογείται μείωση ποινής προς χάριν της ίσης μεταχείρισης αν για μη επαρκείς διαφοροποιητικούς λόγους έχει επιβληθεί σε συγκατηγορούμενο ελαφρότερη ποινή για το ίδιο αδίκημα. Ανεξάρτητα από το αν η ποινή που επιβλήθηκε θα μπορούσε, κατά απομόνωση, να θεωρηθεί ως ενδεδειγμένη αφού η αιτία της παρέμβασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου συνίσταται στον αυτοτελή λόγο της ανομοιομορφίας. Δεν ισχύει όμως και το αντίστροφο. Δεν δικαιολογείται, δηλαδή, παρέμβαση προς αύξηση επιβληθείσας ποινής, επειδή, χωρίς διαφοροποιητικούς λόγους επιβλήθηκε αυστηρότερη ποινή σε συγκατηγορούμενο. Σ’ αυτή την περίπτωση, εφόσον δηλαδή εφεσιβάλλεται, όπως και εδώ, ως ανεπαρκής η ποινή που επιβλήθηκε, εξετάζεται η εξ αντικειμένου επάρκεια της λαμβανομένων υπόψη των παραγόντων που αναγνωρίζονται ως σχετικοί. Και το ουσιαστικό ερώτημα που τίθεται στην παρούσα υπόθεση αφορά στο κατά πόσο οι δύο λόγοι που εξειδικεύθηκαν δικαιολογούσαν πράγματι την τόσο επιεική μεταχείριση του εφεσίβλητου.”

Οι αλλοδαπές είναι ρωσσίδες και είχαν φθάσει στην Κύπρο στις 25.4.00 και 18.7.00 αντιστοίχως. Τους χορηγήθηκε άδεια παραμονής ορισμένης διάρκειας και παρέμειναν στην Κύπρο παρά την εκπνοή της.  Έλεγχος στο Ξενοδοχείο του εφεσίβλητου στη Λεμεσό, που διενεργήθηκε στις 11.8.00, αποκάλυψε πως οι δυο αλλοδαπές εργοδοτούνταν ως καθαρίστριες. Ο εφεσίβλητος παραδέχθηκε τη διάπραξη του αδικήματος και απολογήθηκε. Όπως δήλωσε δεν μπό[*557]ρεσε να βρει κύπριες καθαρίστριες. Όπως διευκρινίστηκε, εργοδότησε την πρώτη από τις 6.8.00 και τη δεύτερη από τις 9.8.00.

Δεν έχει εκδηλωθεί αντιγνωμία σε σχέση με τις αρχές όπως τις συνόψισε το πρωτόδικο δικαστήριο. Αναφέρθηκε το πρωτόδικο δικαστήριο σε μαζική κάθοδο αλλοδαπών και τόνισε την ανάγκη επιβολής αποτρεπτικών ποινών αφού είναι ιδιαιτέρως συχνή η διάπραξη τέτοιων αδικημάτων. Σημειώνουμε πως σε σχέση με την παράνομη παραμονή αλλοδαπών αυτά τονίστηκαν επανειλημμένα από το Ανώτατο Δικαστήριο. Έχουμε συναφώς υπόψη τις υποθέσεις Al Jibouri & Άλλοι ν. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 143, Μοhamed El Feky κ.α. ν. Αστυνομίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 166, Nazari v. Aστυνομίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 231 και Μοhamet ν. Αστυνομίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 295. Η έμφαση στην εισήγηση της κας Ταλαρίδου αφορούσε στη δυσαρμονία μεταξύ των αρχών και της ποινής που επιβλήθηκε. Όπως πρότεινε, κάθε άλλο παρά ήταν από οποιαδήποτε άποψη αποτρεπτική. Σ’ αυτό το πλαίσιο αμφισβήτησε και την ορθότητα της πρόσδοσης αποφασιστικής σημασίας στο λευκό ποινικό μητρώο του εφεσίβλητου, στη μικρή διάρκεια της απασχόλησης των αλλοδαπών από τον εφεσίβλητο και στην άμεση ομολογία του. Μας παρέπεμψε στη νομολογία (βλ. Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. BISCO (1991) 2 A.A.Δ. 16, Αtallah v. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 94, Αli Hassan v. Aστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 143, Μοustafa Souilimi v. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 248) πως η σημασία των προσωπικών περιστάσεων αμβλύνεται όταν διαπιστώνεται η ανάγκη επιβολής αποτρεπτικής ποινής και εισηγήθηκε πως δεν υπήρχε στην πραγματικότητα περιθώριο αμφισβήτησης της διάπραξης του αδικήματος από τον εφεσίβλητο αφού αυτό ήταν αυτόφωρο. Κατέληξε πως, σε τελική ανάλυση, η ποινή  που επιβλήθηκε δεν αντικατόπτριζε τη σοβαρότητα του αδικήματος όπως την υποδηλώνει η προβλεπόμενη ποινή αλλά και οι προφανείς κοινοοικονομικές προεκτάσεις του. Επισήμανε συναφώς το άρθρο 14Β(2) του Νόμου που παρέχει τη δυνατότητα έκδοσης διαταγής για την πληρωμή από τον εργοδότη όλων των εισφορών που καταβάλλονται σε διάφορα ταμεία στις περιπτώσεις νόμιμης εργοδότησης και τόνισε πως, πέραν των άλλων, αδικήματα αυτής της φύσης αναιρούν το κοινωνικό και οικονομικό πλαίσιο που στοχεύει στη μή έκμετάλλευση εργοδοτουμένων από εργοδότες.

Ο εφεσίβλητος εξέφρασε και ενώπιόν μας την απολογία του.  Κατανοούσε, όπως μας είπε, ότι η ποινή που του επιβλήθηκε είναι χαμηλή και δεν υποστήριξε πως δεν δικαιολογείται αύξηση του [*558]προστίμου. Μας κάλεσε, όμως, να λάβουμε υπόψη πως διέπραξε το αδίκημα για την αντιμετώπιση έκτακτης ανάγκης. Παραιτήθηκαν οι δυο καθαρίστριες που εργοδοτούσε, δεν ήταν εργάσιμη η ημέρα, το Γραφείο Εργασίας ήταν κλειστό και δεν του παρεχόταν η δυνατότητα να αναζητήσει πλήρωση των θέσεων δια μέσου του.  Στο τέλος, όπως μας πληροφόρησε, ανέλαβε και τη δαπάνη των εισιτηρίων για τη μετάβαση των αλλοδαπών στην πατρίδα τους.

Δεν έχουμε καμιά αμφιβολία πως η ποινή που επιβλήθηκε στον εφεσίβλητο είναι εκδήλως ανεπαρκής. Η πρόβλεψη για την περίπτωση των εργοδοτών ποινής αισθητά αυστηρότερης σε σύγκριση με ανάλογα αδικήματα των αλλοδαπών εργοδοτουμένων, είναι εξ αρχής προσδιοριστική της εντονότερης αποδοκιμασίας της δικής τους συμμετοχής στην ανησυχητική κατάσταση που δημιουργεί η μεγάλη συχνότητα με την οποία εμφανίζονται αυτά τα κρούσματα. Δικαίως, θα λέγαμε, αν συνυπολογίσουμε πως δεν έχουμε να κάμουμε στην περίπτωση αυτή με τον κατά τεκμήριο οικονομικά αδύνατο που αναζητά πόρους για επιβίωση. Αυτό το πλήγμα, η μαζική, όπως διαπιστώθηκε, παράνομη είσοδος αλλοδαπών, για την οποία κατ’ επανάληψη κρίθηκε αναγκαία η επιβολή αποτρεπτικών ποινών, δεν μπορεί παρά να συνδεθεί με την προσδοκία που τέτοια στάση των εργοδοτών δικαιολογεί, για εξασφάλιση, κάτω από συνθήκες δύσκολα εξακριβώσιμες, κρυφής απασχόλησης.

Χρειάζεται, λοιπόν, για πρόσθετους λόγους αποτρεπτική ποινή για αδίκημα αυτής της φύσης και πράγματι, κάτω από τέτοιες συνθήκες, δεν ήταν ορθή η πρόσδοση τόσο αποφασιστικής σημασίας στο γεγονός ότι ο εφεσίβλητος δεν βαρυνόταν με προηγούμενες καταδίκες. Τα άλλα που εξειδίκευσε το πρωτόδικο δικαστήριο δεν έπρεπε να κριθούν ως σημαντικά σε καμιά περίπτωση. Η μικρή διάρκεια της παράνομης εργοδότησης δεν οφειλόταν σε ενέργεια του εφεσίβλητου. Όπως προκύπτει, ήταν μικρή η διάρκεια γιατί εντοπίστηκε γρήγορα η παρανομία. Όσα δε ανέφερε ο εφεσίβλητος, για πρώτη φορά ενώπιόν μας, σε σχέση με τις συνθήκες εργοδότησης των αλλοδαπών, δεν είναι πειστικά. Αναφέρθηκε σε έκτακτο πρόβλημα που δεν μπορούσε να επιλύσει εκείνη την ημέρα με νόμιμο τρόπο επειδή το Γραφείο Εργασίας ήταν κλειστό.  Άνοιξε, όμως, στη συνέχεια το Γραφείο Εργασίας και ο εφεσίβλητος, αντί άλλης ενέργειας, εργοδότησε και τη δεύτερη αλλοδαπή.  Ούτε τον ισχυρισμό πως πλήρωσε για τα εισιτήρια της επιστροφής των αλλοδαπών στην πατρίδα τους πρόβαλε ο εφεσίβλητος ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου και η κα Ταλαρίδου δεν ήταν έτοιμη να τον δεκτεί. [*559]Αλλά και αν αυτό ήταν αληθές δεν θεωρούμε ότι δικαιολογείται να επιδράσει στην ποινή που η σοβαρότητα του  αδικήματος, η συχνότητα της διάπραξης του και η ανάγκη για αποτροπή επιβάλλουν να επιβληθεί. Ούτε το γεγονός ότι ομολόγησε την ενοχή του εξ αρχής. Αυτό μετρά αλλά όχι μέχρι του σημείου της επιβολής ποινής τόσο αναποτελεσματικής. Ιδίως, όταν δεν φαίνεται να υπήρχαν και περιθώρια άλλης αντίδρασης αφού οι δυο αλλοδαπές καταλήφθηκαν να εργάζονται στο ξενοδοχείο του.

Η έφεση πρέπει να επιτύχει. Ο εφεσίβλητος εμφανίστηκε χωρίς δικηγόρο και όση επιείκεια και αν του επιδειχθεί κυρίως με αναφορά στο λευκό του ποινικό μητρώο, δεν είναι δυνατό να αποφύγουμε την επιβολή ποινής άμεσης φυλάκισης. Παραμερίζουμε την πρωτόδικη απόφαση και επιβάλλουμε στον εφεσείοντα ποινή άμεσης φυλάκισης δυο μηνών.

Η έφεση επιτρέπεται.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο